Τριλογία των Κολυμπητών

Μια γλυκόπικρη εκδρομή στα χρόνια της κρίσης
από τη θάλασσα του Σαρωνικού στη θάλασσα των Σαργασσών
από τη θάλασσα του Σαρωνικού στη θάλασσα των Σαργασσών
Η θάλασσα αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο στην Τριλογία. Αλλά ο συμβολισμός αυτός βαθμιαία μετασχηματίζεται. Στο Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ, το ανορθόδοξο, χειμωνιάτικο κολύμπι των συνταξιούχων ηρώων υποδηλώνει μια θέληση για ζωή παρά κι ενάντια στη φυσική συνθήκη του άφευκτου θανάτου. Ακόμα κι οι νεότεροι σύντροφοί τους διδάσκονται να κολυμπούν στο πλευρό τους με παρόμοια διάθεση: ενάντια στη θανατερή ατμόσφαιρα της σύγχρονης καθημερινότητας. Εδώ κυριαρχεί ο Σαρωνικός, άμεσα, σωματικά, ερωτικά, ανθρώπινα, κάποτε έως και απειλητικά.
Στο δεύτερο μυθιστόρημα –το Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!– το κολύμπι βαθμιαία διαφοροποιείται. Αποκτά εντελώς συμβολικά χαρακτηριστικά. Ο Σαρωνικός δυσκολότερα προσβάσιμος, αποβαίνει έως και θανάσιμος. Βαθμιαία παραχωρεί τη θέση του στην εξωτική θάλασσα των Σαργασσών, στον αχαρτογράφητο, απέραντο κόσμο του ανθρωπισμού, της πάλης των ιδεών, της διεκδίκησης μιας Ελευθερίας άνευ όρων και ορίων.
Στην Απάρνηση, τον τρίτο τόμο, η θάλασσα του Σαρωνικού και κατ' επέκταση του Αιγαίου των πνιγμένων προσφύγων, αλλάζει συνδηλώσεις, ενώ το κολύμπι ξετυλίγεται αποκλειστικά πλέον στην απελευθερωτική, για τους νεότερους ήρωες, θάλασσα των Σαργασσών.
Παρατίθενται παρακάτω χαρακτηριστικά αποσπάσματα και από τους τρεις τόμους της Τριλογίας των Κολυμπητών.
Στο δεύτερο μυθιστόρημα –το Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!– το κολύμπι βαθμιαία διαφοροποιείται. Αποκτά εντελώς συμβολικά χαρακτηριστικά. Ο Σαρωνικός δυσκολότερα προσβάσιμος, αποβαίνει έως και θανάσιμος. Βαθμιαία παραχωρεί τη θέση του στην εξωτική θάλασσα των Σαργασσών, στον αχαρτογράφητο, απέραντο κόσμο του ανθρωπισμού, της πάλης των ιδεών, της διεκδίκησης μιας Ελευθερίας άνευ όρων και ορίων.
Στην Απάρνηση, τον τρίτο τόμο, η θάλασσα του Σαρωνικού και κατ' επέκταση του Αιγαίου των πνιγμένων προσφύγων, αλλάζει συνδηλώσεις, ενώ το κολύμπι ξετυλίγεται αποκλειστικά πλέον στην απελευθερωτική, για τους νεότερους ήρωες, θάλασσα των Σαργασσών.
Παρατίθενται παρακάτω χαρακτηριστικά αποσπάσματα και από τους τρεις τόμους της Τριλογίας των Κολυμπητών.
Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ
(σ. 64-65 και 88)
(σ. 64-65 και 88)
Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως τα χρώματα της θάλασσας εκείνης της χειμωνιάτικης μέρας κι εκείνης της ώρας τα αποδίδει πιστότερα ο γνωστός πίνακας του ευγενούς Σπύρου Παπαλουκά Θάλασσα στην Πάρο, ζωγραφισμένος τη χρονιά που γεννήθηκαν πάνω κάτω οι Θωμάδες κι ο Φώντας (δηλαδή άλλος λίγο πριν, άλλος λίγο μετά το τέλος του εμφύλιου), που σε έξι διαβαθμισμένες ζώνες, από το σμαραγδί ως το ζαφειρένιο μπλε του κοβάλτιου περνώντας απ’ το γαλαζοπράσινο, σε πνίγει με τόσο μπλε, σου κόβει την ανάσα...
[…]
…Με πρωτοβουλία του Π’λόπουλου, ο ένας μετά τον άλλον, άρχισαν να μαζεύουν βιαστικά τα πράγματά τους, ζητώντας να ξεγλιστρήσουν όσο γινόταν πιο αθόρυβα: έριχναν κλεφτά αποχαιρετιστήριες ματιές πότε στον γεναριάτικο Σαρωνικό που άλλαζε αδιάκοπα τα μπλε, τα μαβιά και τα ασημένια του χρώματα και πότε στη σύντροφο διαφωτιστή Ινέθ. Εκείνη, ανέγγιχτη από το απονεκρωμένο, ανεπίδεκτο μαθήσεως αντρικό κοινό της, συνέχιζε ασυγκράτητη, με την αίσθηση ενός ανεκπλήρωτου καθήκοντος –ίσως και κάποιας ανομολόγητης ενοχής για την εγκατάλειψη του λαού της– να διδάσκει για τους σκληρούς αγώνες των Τσιάπας στα βουνά και τη βαρβαρότητα του neoliberalismo.
[…]
…Με πρωτοβουλία του Π’λόπουλου, ο ένας μετά τον άλλον, άρχισαν να μαζεύουν βιαστικά τα πράγματά τους, ζητώντας να ξεγλιστρήσουν όσο γινόταν πιο αθόρυβα: έριχναν κλεφτά αποχαιρετιστήριες ματιές πότε στον γεναριάτικο Σαρωνικό που άλλαζε αδιάκοπα τα μπλε, τα μαβιά και τα ασημένια του χρώματα και πότε στη σύντροφο διαφωτιστή Ινέθ. Εκείνη, ανέγγιχτη από το απονεκρωμένο, ανεπίδεκτο μαθήσεως αντρικό κοινό της, συνέχιζε ασυγκράτητη, με την αίσθηση ενός ανεκπλήρωτου καθήκοντος –ίσως και κάποιας ανομολόγητης ενοχής για την εγκατάλειψη του λαού της– να διδάσκει για τους σκληρούς αγώνες των Τσιάπας στα βουνά και τη βαρβαρότητα του neoliberalismo.
Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!
(σ. 192 και 404)
(σ. 192 και 404)
…και κάπως έτσι, ανοίγεται αίφνης μπροστά τους η μυθική θάλασσα των Σαργασσών όπου τα σύνορα ανάμεσα σε λογική και παράνοια, όνειρο και αλήθεια, ομορφιά και ηθική παραμένουν (ευτυχώς) αγεωγράφητα.
[…]
και τους καλεί να ξεστομίσει ο καθένας ό,τι φαντάζεται για το μέλλον, ελεύθερα, όπως του κατεβαίνει στο κεφάλι, κι αυτή είναι η ευτυχέστερη στιγμή της ζωής για τον δάσκαλο επειδή αισθάνεται πως όλο αυτό το εξαντλητικό κολύμπι με τον Αριστοτέλη και τους άλλους στη θάλασσα των Σαργασσών αυτά τα χρόνια δεν πήγε καθόλου χαμένο – πολύ ωραία ιδέα, ας πει ο καθένας ό,τι φαντάζεται, επικροτεί
[…]
και τους καλεί να ξεστομίσει ο καθένας ό,τι φαντάζεται για το μέλλον, ελεύθερα, όπως του κατεβαίνει στο κεφάλι, κι αυτή είναι η ευτυχέστερη στιγμή της ζωής για τον δάσκαλο επειδή αισθάνεται πως όλο αυτό το εξαντλητικό κολύμπι με τον Αριστοτέλη και τους άλλους στη θάλασσα των Σαργασσών αυτά τα χρόνια δεν πήγε καθόλου χαμένο – πολύ ωραία ιδέα, ας πει ο καθένας ό,τι φαντάζεται, επικροτεί
Απάρνηση
(σ. 28, σ. 352, 354)
(σ. 28, σ. 352, 354)
Είχαν παραδοθεί στη νύχτα, στο νησί, στη λησμονημένη προπατορική ζωή. Η ναρκωμένη νησιωτική γη μύριζε νοτισμένο ξερόχορτο, η μαύρη θάλασσα φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ αργανάσαινε υπναλέα.
[…]
Δεινοί κολυμβητές όλοι στη θάλασσα των Σαργασσών, μαθαίνουν, διεκδικούν και ελπίζουν ότι σε δέκα, σε είκοσι, σε εκατό χρόνια, μια μέρα ίσως μπορεί και να
[…]
Μόνοι αυτοί αντικρύζουν τη θάλασσα. Των Σαργασσών. Οι υπόλοιποι τυφλωμένοι. Απαρνούνται μεγαλειωδώς το νόημα της ζωής.
[…]
Δεινοί κολυμβητές όλοι στη θάλασσα των Σαργασσών, μαθαίνουν, διεκδικούν και ελπίζουν ότι σε δέκα, σε είκοσι, σε εκατό χρόνια, μια μέρα ίσως μπορεί και να
[…]
Μόνοι αυτοί αντικρύζουν τη θάλασσα. Των Σαργασσών. Οι υπόλοιποι τυφλωμένοι. Απαρνούνται μεγαλειωδώς το νόημα της ζωής.
Τρεις Πρόλογοι, τρεις Μυθοπλασίες, τρεις Περίοδοι
στην ανθρωπιστική κρίση του ελληνικού 21ου αιώνα
στην ανθρωπιστική κρίση του ελληνικού 21ου αιώνα
Ι. Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ
Στις 20 Δεκέμβρη του 2017, την ώρα που έφτασα στη θάλασσα δεν υπήρχε ψυχή. Ασυννέφιαστη μέρα, αυτό που οι παλιότεροι άνθρωποι ονόμαζαν «καλοσύνη». Σ’ αυτή την απάνεμη ακρογιαλιά του Σαρωνικού σπανίως φτάνουν επισκέπτες, ακόμα και το καλοκαίρι, για τον απλό λόγο ότι δύσκολα διακρίνεται από την παραλιακή λεωφόρο.
Ετοιμαζόμουν να βουτήξω στο νερό όταν στο κοντινό βραχονήσι που το γνώριζα για φωλιά γλάρων (κάθε χρόνο προς τα τέλη Οκτώβρη ξεπετάγονται εκεί δεκάδες νέα γλαράκια) πρόσεξα ότι ρέμβαζαν στο άπειρο δυο λυγεροί κορμοράνοι, δίχως να ενοχλούνται από την παρουσία τόσων φωνακλάδικων νεοσσών γύρω τους.
– Περήφανα πουλιά! ακούω μια συγκινημένη φωνή πίσω μου.
Γυρνάω. Ένας κολυμβητής στην ίδια ηλικία μ’ εμένα. Διεισδυτικό βλέμμα, εγκάρδιο χαμόγελο. Αυτός ο συνδυασμός μού θύμισε κάποιον παλιό Έλληνα ηθοποιό. Συστηθήκαμε.
– Ξενοφώντας Παλαιολόγος, είπε πρόσχαρα και αμέσως, έτσι όπως έτεινε ευγενικά το χέρι του, Αθηναίος περασμένης εποχής, δεν μπόρεσα να αποφύγω την ενοχλητική σκέψη: Αρχαιότητα και Βυζάντιο μαζί. Αν βάλεις και λίγο ελληνικό κινηματογράφο έχεις τη μισή Ελλάδα...
Αυτές οι στερεότυπες σκέψεις εξαφανίστηκαν μόλις γνώρισα καλύτερα αυτόν τον άνθρωπο που υποστήριζε –εμφανές δείγμα της βαθιάς καλλιέργειάς του– γενναίες απόψεις σε θέματα που αφορούσαν την ανθρωπιστική καταστροφή στη χώρα. Τον συμπάθησα αμέσως. Λάτρευε κι αυτός τη θάλασσα.
– Αν μου πάρουν τη θάλασσα, δεν ξέρω τι θ’ απογίνω... ψιθύρισε κάνα δυο φορές με το μελαγχολικό βλέμμα του καρφωμένο πέρα, μακριά από τους κορμοράνους, στον αστραφτερό πρωινό ορίζοντα που διέκοπταν πού και πού, προσβλητικές μουτζούρες πάνω σε ζωγραφική αρχαίας τέχνης, τα μεγαθήρια φορτηγά της όψιμης κινεζικής αυτοκρατορίας.
Η ιστορία που ο αναγνώστης θα διαβάσει εδώ συνέβη ανάμεσα στον χειμώνα του 2012 και το φθινόπωρο του 2016. Μου την εκμυστηρεύτηκε με λεπτομέρειες ο προσηνής κύριος Παλαιολόγος στη διάρκεια των θαλάσσιων εξορμήσεών μας εκείνου του χειμώνα, έχοντας, φυσικά, πλήρη επίγνωση ότι την αφηγείται σε «μια κλέφτρα κίσσα».
Ά. Μ. Φεβρουάριος 2020
Ετοιμαζόμουν να βουτήξω στο νερό όταν στο κοντινό βραχονήσι που το γνώριζα για φωλιά γλάρων (κάθε χρόνο προς τα τέλη Οκτώβρη ξεπετάγονται εκεί δεκάδες νέα γλαράκια) πρόσεξα ότι ρέμβαζαν στο άπειρο δυο λυγεροί κορμοράνοι, δίχως να ενοχλούνται από την παρουσία τόσων φωνακλάδικων νεοσσών γύρω τους.
– Περήφανα πουλιά! ακούω μια συγκινημένη φωνή πίσω μου.
Γυρνάω. Ένας κολυμβητής στην ίδια ηλικία μ’ εμένα. Διεισδυτικό βλέμμα, εγκάρδιο χαμόγελο. Αυτός ο συνδυασμός μού θύμισε κάποιον παλιό Έλληνα ηθοποιό. Συστηθήκαμε.
– Ξενοφώντας Παλαιολόγος, είπε πρόσχαρα και αμέσως, έτσι όπως έτεινε ευγενικά το χέρι του, Αθηναίος περασμένης εποχής, δεν μπόρεσα να αποφύγω την ενοχλητική σκέψη: Αρχαιότητα και Βυζάντιο μαζί. Αν βάλεις και λίγο ελληνικό κινηματογράφο έχεις τη μισή Ελλάδα...
Αυτές οι στερεότυπες σκέψεις εξαφανίστηκαν μόλις γνώρισα καλύτερα αυτόν τον άνθρωπο που υποστήριζε –εμφανές δείγμα της βαθιάς καλλιέργειάς του– γενναίες απόψεις σε θέματα που αφορούσαν την ανθρωπιστική καταστροφή στη χώρα. Τον συμπάθησα αμέσως. Λάτρευε κι αυτός τη θάλασσα.
– Αν μου πάρουν τη θάλασσα, δεν ξέρω τι θ’ απογίνω... ψιθύρισε κάνα δυο φορές με το μελαγχολικό βλέμμα του καρφωμένο πέρα, μακριά από τους κορμοράνους, στον αστραφτερό πρωινό ορίζοντα που διέκοπταν πού και πού, προσβλητικές μουτζούρες πάνω σε ζωγραφική αρχαίας τέχνης, τα μεγαθήρια φορτηγά της όψιμης κινεζικής αυτοκρατορίας.
Η ιστορία που ο αναγνώστης θα διαβάσει εδώ συνέβη ανάμεσα στον χειμώνα του 2012 και το φθινόπωρο του 2016. Μου την εκμυστηρεύτηκε με λεπτομέρειες ο προσηνής κύριος Παλαιολόγος στη διάρκεια των θαλάσσιων εξορμήσεών μας εκείνου του χειμώνα, έχοντας, φυσικά, πλήρη επίγνωση ότι την αφηγείται σε «μια κλέφτρα κίσσα».
Ά. Μ. Φεβρουάριος 2020
ΙΙ. Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!
Σ' αυτόν, τον δεύτερο τόμο της Τριλογίας, αντί προλόγου έχει τοποθετηθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το επιδραστικό (όχι μόνον στην εποχή του) μυθιστόρημα του Νικολάι Τσερνισέφσκι Τι να κάνουμε; Ο συγγραφέας προφανώς θεωρεί ότι αυτό το κείμενο ανταποκρίνεται εν πολλοίς στο ύφος και στους ήρωες του δικού του βιβλίου.
Σ’ εσένα θα το αποκαλύψω, διορατικέ αναγνώστη, επειδή μόνος σου δεν θα καταφέρεις να το αντιληφθείς: οι άνθρωποι που περιγράφω εδώ δεν είναι κακοί. Ναι, δεν είναι κακοί. Δεν είναι πολλοί, αλλά με κάτι τέτοιους ανθίζει όλων μας η ζωή. Δίχως αυτούς θα είχε μαραθεί, θα είχε σαπίσει. Υπάρχουν κάμποσοι τίμιοι και καλοί άνθρωποι, αλλά αυτοί εδώ σπανίζουν. Μέσα στη μάζα των πολλών αυτοί είναι ό,τι η τεΐνη στο τσάι, ό,τι το μπουκέτο των αρωμάτων στο καλό κρασί. Αυτοί δίνουν δύναμη και άρωμα στην ανθρωπότητα, είναι ο ανθός των καλύτερων ανθρώπων, κινητήρες των κινητήρων, αλάτι στο αλάτι της γης.*
* Από το μυθιστόρημα (1863) του Νικολάι Γαβρίλοβιτς Τσερνισέφσκι, Τι να κάνουμε; / Oι καινούργιοι άνθρωποι (ελλ. μτφρ.: Ελένη Μπακοπούλου - επιμ. Ά. Μ., Τόπος 2013, μέρος ΙΙΙ, κεφ. 29, σ. 290) που ενέπνευσε ή επηρέασε διαφορετικούς ανθρώπους όπως την Έμα Γκόλντμαν, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Μαρξ, τον Πλεχάνοφ, τον Κροπότκιν, τον Λένιν, τον Ντοστογέφσκι, τον Τολστόι, τον Ναμπόκοφ κ.ά. Το εδώ απόσπασμα σε ελεύθερη απόδοση του συγγραφέα [σε αντιπαραβολή με τη γαλλική μετάφραση του Dimitri Sesemann (Νicolaï Tchernychevski, Que faire? - Les hommes nouveaux, Éditions des Syrtes, 2000, σ. 238)].
ΙΙΙ. Απάρνηση
Μα γι' αυτό ο Μαρξ έγραψε την Κριτική και πρόσθεσε dixi et salvavi animam meam:
το τελευταίο αποτελεί απόδειξη ότι την έγραψε για να ησυχάσει τη συνείδησή του,
δίχως να έχει την παραμικρή ελπίδα ότι εξασφαλίζει κάτι.
Friedrich Engels, επιστολή στον August Bebel (1-2 Mαΐου 1891).[i]
…Σκοπός μου ήταν να γράψω ένα κεφάλαιο
σχετικά με την ηθική ιστορία της χώρας μου.
James Joyce, επιστολή στον Grand Richards, 1906.[ii]
το τελευταίο αποτελεί απόδειξη ότι την έγραψε για να ησυχάσει τη συνείδησή του,
δίχως να έχει την παραμικρή ελπίδα ότι εξασφαλίζει κάτι.
Friedrich Engels, επιστολή στον August Bebel (1-2 Mαΐου 1891).[i]
…Σκοπός μου ήταν να γράψω ένα κεφάλαιο
σχετικά με την ηθική ιστορία της χώρας μου.
James Joyce, επιστολή στον Grand Richards, 1906.[ii]
Zoύμε σε τραγική εποχή κι ωστόσο αρνούμαστε να τη συλλάβουμε σε όλη την έκταση της τραγικότητάς της. Εδώ και κοντά μισό αιώνα. Κάθε μέρα καταπίνουμε απαρέγκλιτα μια προσεγμένη δόση τραγικότητας που διανέμουν τα μαζικά δίκτυα. Τη χωνεύουμε εύκολα, έστω με ελαφρύ στομαχόπονο το βράδυ, αλλά την επομένη κάπως γίνεται και συνεχίζουμε την ίδια δίαιτα. Εδώ και παραπάνω από μισό αιώνα. Έχουμε τις δουλειές μας, τις έγνοιες μας, τον μικρόκοσμό μας, εκείνο το άπαρτο φέουδο που μας ορίστηκε να υπηρετούμε τυφλά, αυτό μόνο μας απασχολεί, αυτό γλυκά μας αποκοιμίζει, αυτό καμιά φορά μας σκοτώνει αθόρυβα μες στη φροντιστική αγκαλιά του.
Εδώ και παραπάνω από μισό αιώνα. Η καταγωγή της ψυχαναγκαστικής οικογένειας, της βουβής δουλοκτησίας και του σιδερόφραχτου κράτους: σε νέες, φαντασμαγορικές περιπέτειες όπου το ύφος της εποχής έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία από τη ζωή που καθημερινά θυσιάζεται εντός του. Οπότε δεν διακρίνουμε πολύ καθαρά την εποχή μας, τη βιώνουμε λάθρα.
Στους δύο προηγούμενους τόμους της Τριλογίας των Κολυμπητών (Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ – Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!) ο αναγνώστης έχει παρακολουθήσει τη μυθολογία ενός μικρόκοσμου: ένα ιδιότυπο κοινόβιο αλληλέγγυων ανθρώπων που τα περισσότερα μέλη του έχουν ασκηθεί στο να αναγνωρίζουν την τραγική συγκυρία. Το παλεύουν γενναία. Εδώ και αρκετά χρόνια. Αυτό δεν είναι πάντα καλό. Διότι η γνώση του Κακού, ιδιαιτέρως σε πολεμικές συνθήκες όπως αυτές που βιώνουμε σήμερα, μπορεί να καταβάλει τον άλλον. Να τραυματίσει την αυτοπεποίθησή του, το κουράγιο του να προχωρήσει μπροστά.
Το υπογραμμίζουμε αυτό, επειδή αυτοί οι άνθρωποι –των οποίων ο συγγραφέας πεισματικά παρακολουθεί και καταγράφει την καθημερινότητα από το 2012 έως και σήμερα με την προσδοκία να απεικονίσει όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά την ηθική παραλυσία της χώρας– δεν είναι άτρωτοι. Καταπονεί αφάνταστα η καθημερινότητα. Τους πάντες. Ο κόσμος (όπως εξηγήθηκε εκτενώς στον προηγούμενο τόμο) πέρα από τη βαρύτητα της γης έχει να αντιπαλέψει και το καταθλιπτικό βάρος αυτού του νοσηρού σάβανου (μοιάζει με μπαγιάτικο τραχανά) που σκιάζει απειλητικά την επικράτεια όπως στην προφητεία του Δευτερονόμιου: ἔσται σοι ὁ οὐρανὸς ὁ ὑπὲρ κεφαλῆς σου χαλκοῦς καὶ ἡ γῆ ἡ ὑποκάτω σου σιδηρᾶ. Αυτό το εφιαλτικό σάβανο-τραχανάς που καλύπτει κάθε μορφή ζωής, αδυνατίζει περισσότερο από ποτέ κάθε προσπάθεια να υψώσει κανείς το ανάστημά του. Και, οπωσδήποτε, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι γεννημένοι πολεμιστές.
Κι ωστόσο, αυτοί εδώ οι νέοι άνθρωποι αναζητούν αγωνιωδώς αλλά δεν βρίσκουν τι μπορούν να κάνουν από εκεί και πέρα που να αξίζει στ' αλήθεια τον κόπο, που να συναρπάζει την ψυχή, τις ανάγκες τους, κάτι που να χτίζει ελπίδες για μια κάπως πιο ανθρωπινή ζωή (προσδοκία που, για τους περισσότερους έξω από τον μικρόκοσμό τους, ακούγεται γραφική). Αισθάνονται τραγικά αφοπλισμένοι. Αγρίμια που η φωτιά έκαψε τον τόπο τους, τις φωλιές τους στο δάσος, την αχρείαστη για τους ανθρώπους άγρια ζωή τους.
Εδώ και παραπάνω από μισό αιώνα. Η καταγωγή της ψυχαναγκαστικής οικογένειας, της βουβής δουλοκτησίας και του σιδερόφραχτου κράτους: σε νέες, φαντασμαγορικές περιπέτειες όπου το ύφος της εποχής έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία από τη ζωή που καθημερινά θυσιάζεται εντός του. Οπότε δεν διακρίνουμε πολύ καθαρά την εποχή μας, τη βιώνουμε λάθρα.
Στους δύο προηγούμενους τόμους της Τριλογίας των Κολυμπητών (Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ – Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!) ο αναγνώστης έχει παρακολουθήσει τη μυθολογία ενός μικρόκοσμου: ένα ιδιότυπο κοινόβιο αλληλέγγυων ανθρώπων που τα περισσότερα μέλη του έχουν ασκηθεί στο να αναγνωρίζουν την τραγική συγκυρία. Το παλεύουν γενναία. Εδώ και αρκετά χρόνια. Αυτό δεν είναι πάντα καλό. Διότι η γνώση του Κακού, ιδιαιτέρως σε πολεμικές συνθήκες όπως αυτές που βιώνουμε σήμερα, μπορεί να καταβάλει τον άλλον. Να τραυματίσει την αυτοπεποίθησή του, το κουράγιο του να προχωρήσει μπροστά.
Το υπογραμμίζουμε αυτό, επειδή αυτοί οι άνθρωποι –των οποίων ο συγγραφέας πεισματικά παρακολουθεί και καταγράφει την καθημερινότητα από το 2012 έως και σήμερα με την προσδοκία να απεικονίσει όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά την ηθική παραλυσία της χώρας– δεν είναι άτρωτοι. Καταπονεί αφάνταστα η καθημερινότητα. Τους πάντες. Ο κόσμος (όπως εξηγήθηκε εκτενώς στον προηγούμενο τόμο) πέρα από τη βαρύτητα της γης έχει να αντιπαλέψει και το καταθλιπτικό βάρος αυτού του νοσηρού σάβανου (μοιάζει με μπαγιάτικο τραχανά) που σκιάζει απειλητικά την επικράτεια όπως στην προφητεία του Δευτερονόμιου: ἔσται σοι ὁ οὐρανὸς ὁ ὑπὲρ κεφαλῆς σου χαλκοῦς καὶ ἡ γῆ ἡ ὑποκάτω σου σιδηρᾶ. Αυτό το εφιαλτικό σάβανο-τραχανάς που καλύπτει κάθε μορφή ζωής, αδυνατίζει περισσότερο από ποτέ κάθε προσπάθεια να υψώσει κανείς το ανάστημά του. Και, οπωσδήποτε, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι γεννημένοι πολεμιστές.
Κι ωστόσο, αυτοί εδώ οι νέοι άνθρωποι αναζητούν αγωνιωδώς αλλά δεν βρίσκουν τι μπορούν να κάνουν από εκεί και πέρα που να αξίζει στ' αλήθεια τον κόπο, που να συναρπάζει την ψυχή, τις ανάγκες τους, κάτι που να χτίζει ελπίδες για μια κάπως πιο ανθρωπινή ζωή (προσδοκία που, για τους περισσότερους έξω από τον μικρόκοσμό τους, ακούγεται γραφική). Αισθάνονται τραγικά αφοπλισμένοι. Αγρίμια που η φωτιά έκαψε τον τόπο τους, τις φωλιές τους στο δάσος, την αχρείαστη για τους ανθρώπους άγρια ζωή τους.
Ζούμε σε τραγική εποχή και παραμένουμε ανησυχητικά ήρεμοι. Αυτό είναι ακόμα πιο τραγικό.
Ά. Μ.
Αθήνα, Αύγουστος 2024
Αθήνα, Αύγουστος 2024
[i] Το κείμενο (όπως καταγράφεται στα Marx / Engels Collected Works, τα γνωστά ωs MECW, τ. 49, σ. 175): Hence Marx wrote the thing merely to salve his conscience, as is testified by the words he appended — dixi et salvavi animam meam— and not with any hope of success. Το «the thing» που αναφέρει εδώ ο Ένγκελς είναι η περίφημη Κριτική Μαρξ στο πρόγραμμα της Γκότα (Kritik des Gothaer Programms, 1875).
[ii] James Joyce, Letters (ΙΙ), Richard Ellmann (επιμ.), Viking Press 1966, σ. 134, επιστολή της 05.05.1906: «My intention was to write a chapter of the moral history of my country».
[ii] James Joyce, Letters (ΙΙ), Richard Ellmann (επιμ.), Viking Press 1966, σ. 134, επιστολή της 05.05.1906: «My intention was to write a chapter of the moral history of my country».