Α' περίοδος 1978-1993
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΓΡΑΦΗ του Ά. Μ.
(Το περιοδικό Προοδευτικός Κιν/φος, Η Τριλογία του '80,
η γέννηση του Βενιαμίν Σανιδόπουλου κ.ά.)
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΓΡΑΦΗ του Ά. Μ.
(Το περιοδικό Προοδευτικός Κιν/φος, Η Τριλογία του '80,
η γέννηση του Βενιαμίν Σανιδόπουλου κ.ά.)
Ι. Πώς άρχισαν όλα
ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ ΔΕΝ ΜΕ συνάντησε αμέσως, παρόλο που εκεί, γύρω στα είκοσί μου χρόνια, έγραψα ένα πρωτόλειο θεατρικό και, λίγα χρόνια αργότερα, στα εικοσιεφτά με εικοσιοχτώ, τα πρώτα μου διηγήματα. Το γράψιμο σε μένα δεν είχε ποτέ ως στόχο να διηγηθώ μια αξιοπρόσεκτη ιστορία. Ποτέ δεν ζήλεψα τους σύγχρονους παραμυθάδες (ωστόσο έχω μελετήσει εντατικά τα δημώδη παραμύθια του κόσμου). Ποτέ δεν τρελάθηκα με συγγραφείς που λένε δυνατές ιστορίες ακόμα κι αν έχουν τα κότσια μιας Τζέιν Όστεν ή ενός Ναθάνιελ Χόθορν. Τρελάθηκα κυρίως με συγγραφείς της πρόζας που ήταν πρώτα απ' όλα ποιητές, όπως π.χ. ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Μητσάκης, ο Ροΐδης – αυτοί οι τρισμέγιστοι αδιάβαστοι δάσκαλοι. Ενθουσιάστηκα με την Αξιώτη, τον Πεντζίκη, τον Σκαρίμπα, τον Κοσμά Πολίτη, τον Τσίρκα με τέτοιους αδιάβαστους ποιητές. Με τον Τζόις, τον Μούζιλ, τον Μπροχ, τον Πίντσον, με τέτοιους αδιάβαστους συγγραφείς.
Οπότε άρχισα κάπως να πιστεύω ότι γίνομαι συγγραφέας μετά το τρίτο, τέταρτο βιβλίο μου. Αυτό μου έκανε πολύ καλό. Αφέθηκα σε μια χαλαρή σχέση ως προς τη συγγραφική ιδιότητα και έκτοτε έτσι παρέμεινα, συνηθίζοντας από νωρίς στο γράψιμό μου να είμαι παντελώς ελευθερωμένος από τα όποια συμβατικά δεσμά – όπως τότε παιδί που, στο μάθημα της έκθεσης, έγραφα πράγματα «ακατανόητα» για τους καθηγητές μου. Αυτό με έσωσε. Το γεγονός, δηλαδή, ότι άλλοι, πολλά χρόνια μετά την έκδοση ακόμα και του τέταρτου, πέμπτου βιβλίου μου, άλλοι και (ευτυχώς) όχι κριτικοί, όχι τέτοιοι άνθρωποι επαγγελματίες, αλλά άνθρωποι που εμπιστεύομαι την κρίση τους, φίλοι που δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βράδια με τις ρακές, φίλοι που δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βράδια των ασυγκράτητων ερώτων, φίλοι που συζητούσαμε (και ζούσαμε) παθιασμένα τα πάντα πέραν της λογοτεχνίας, αυτοί και μόνο αυτοί αγάπησαν τα κείμενά μου, τα πρώτα κείμενά μου, αυτοί και μόνον αυτοί κατάλαβαν τι έψαχνε, πού το πήγαινε, τι ήθελε τέλος πάντων να καταφέρει με αυτές τις ανορθόδοξες γραφές του ο «κύριος Σανιδόπουλος»…
Οπότε άρχισα κάπως να πιστεύω ότι γίνομαι συγγραφέας μετά το τρίτο, τέταρτο βιβλίο μου. Αυτό μου έκανε πολύ καλό. Αφέθηκα σε μια χαλαρή σχέση ως προς τη συγγραφική ιδιότητα και έκτοτε έτσι παρέμεινα, συνηθίζοντας από νωρίς στο γράψιμό μου να είμαι παντελώς ελευθερωμένος από τα όποια συμβατικά δεσμά – όπως τότε παιδί που, στο μάθημα της έκθεσης, έγραφα πράγματα «ακατανόητα» για τους καθηγητές μου. Αυτό με έσωσε. Το γεγονός, δηλαδή, ότι άλλοι, πολλά χρόνια μετά την έκδοση ακόμα και του τέταρτου, πέμπτου βιβλίου μου, άλλοι και (ευτυχώς) όχι κριτικοί, όχι τέτοιοι άνθρωποι επαγγελματίες, αλλά άνθρωποι που εμπιστεύομαι την κρίση τους, φίλοι που δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βράδια με τις ρακές, φίλοι που δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βράδια των ασυγκράτητων ερώτων, φίλοι που συζητούσαμε (και ζούσαμε) παθιασμένα τα πάντα πέραν της λογοτεχνίας, αυτοί και μόνο αυτοί αγάπησαν τα κείμενά μου, τα πρώτα κείμενά μου, αυτοί και μόνον αυτοί κατάλαβαν τι έψαχνε, πού το πήγαινε, τι ήθελε τέλος πάντων να καταφέρει με αυτές τις ανορθόδοξες γραφές του ο «κύριος Σανιδόπουλος»…
1978-79: Εκδίδεται το πρώτο μου ποιητικό βιβλιαράκι, Το ψεύτικο μπουκάλι και τ' αληθινό, μια πλακέτα τυπωμένη όλη σε βαρύ καφεδί χαρτόνι με εξώφυλλο κανσόν (σε τρία διαφορετικά χρώματα), που περιλάμβανε λιλιπούτεια ποιητικά/πολιτικά κείμενα και σχέδια. Δεν είναι τυχαίος αυτός ο συνδυασμός. Μεγάλωσα αντιμετωπίζοντας από πολύ νέος, ως ενιαίο πολιτισμικό όλον, την τέχνη και την πολιτική (αυτό το εξηγώ επαρκώς σε άλλη θέση).
Αυτή η πλακέτα σε ένα 16σέλιδο περιείχε (τουλάχιστον στο επίπεδο των εμφανών προθέσεων) ό,τι θα με χαρακτήριζε στη συνέχεια:
την αντιπαράθεση εικόνας και κειμένου, την ποιητικότητα, την πολιτική στράτευση σε θέματα κουλτούρας, τον ηθικό / κοινωνικό διδακτισμό. Το βιβλίο, αυτό, πρώτο μου βιβλίο, ήταν επίσης η πρώτη έκδοση του περιοδικού Προοδευτικός Κινηματογράφος.
Αυτή η πλακέτα σε ένα 16σέλιδο περιείχε (τουλάχιστον στο επίπεδο των εμφανών προθέσεων) ό,τι θα με χαρακτήριζε στη συνέχεια:
την αντιπαράθεση εικόνας και κειμένου, την ποιητικότητα, την πολιτική στράτευση σε θέματα κουλτούρας, τον ηθικό / κοινωνικό διδακτισμό. Το βιβλίο, αυτό, πρώτο μου βιβλίο, ήταν επίσης η πρώτη έκδοση του περιοδικού Προοδευτικός Κινηματογράφος.
ΙΙ. Το περιοδικό Προοδευτικός Κινηματογράφος (1978-1981)
Στο περιοδικό Προοδευτικός Κινηματογράφος (ένα θεωρητικό περιοδικό με έμφαση στην κριτική της κυρίαρχης κουλτούρας και την αισθητική προβολή της μέσα από τον κινηματογράφο), στη διεύθυνση του οποίου συμμετείχα ενεργά από το δεύτερο τεύχος ως το τέλος του, δημοσίευσα μερικά από τα πρώτα θεωρητικά μου κείμενα, που αποτέλεσαν για μένα σοβαρότατο εργαστήριο για τη γενικότερη ανάγνωση του κόσμου.
Το περιοδικό είχε μια αυστηρή μαρξιστική οπτική, για τα σημερινά δεδομένα (επαναλαμβάνω: για τα σημερινά δεδομένα). Όμως πρώτη φορά σε περιοδικό της αριστεράς θίχτηκαν, πέρα από τα γνωστά στερεότυπα, ανέγγιχτα ως τότε θέματα όπως η ομοφυλοφιλία, το κόμικς, η διαφήμιση, το γυναικείο ζήτημα. Πρώτη φορά σημαντικοί άνθρωποι της στρατευμένης τέχνης, όπως ο ντοκιμαντερίστας Γιόρις Ίβενς ή ο θεατράνθρωπος Ντάριο Φο, παραχώρησαν συνέντευξη σε ελληνικό έντυπο. Πρώτη φορά έγινε κριτική σε ελληνικές και ξένες ταινίες με αναφορά στην αισθητική / κοινωνική ιδεολογία των έργων. Πρώτη φορά έγινε εμπεριστατωμένη κριτική στην κουλτούρα της «αστικής» ΕΣΣΔ, πρώτη φορά άνοιξε ένας διάλογος πάνω στην «κρίση του μαρξισμού» με αναλυτικά επιχειρήματα, όχι με συνθηματικές δηλώσεις ενθουσιασμού ή επιφωνήματα απαξίωσης [1].
Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού, με τον πλαγιότιτλο Άλλοι Καιροί, καταγράφει την κρίση που περνούσε ο κριτικός μαρξιστικός λόγος εκείνη την εποχή. Βασικές ιδέες που αναπτύσσονται ειδικά σ' αυτό το τεύχος δεν έπαψα ποτέ να τις ξανακοιτάζω: έκτοτε τις αναθεώρησα μόνον ως προς κάποιες μικρές λεπτομέρειες[2]. Το πρώτο μου βιβλίο που ανέφερα παραπάνω, ήταν έκδοση εκείνου του μαχητικού και πρωτοποριακού για την εποχή του περιοδικού.
-------------------------------
[1] Σήμερα διάφορα ακαλλιέργητα μειράκια (τόσο σε επίπεδο πολιτικής συνειδητοποίησης όσο και σε επίπεδο απλής ανάγνωσης / κατανόησης του κόσμου) εύκολα τραμπουκίζουν στο διαδίκτυο, ακόμα και γι' αυτό το πρωτοπόρο για την εποχή του περιοδικό (βλ. π.χ. εδώ). Εύκολα. Επειδή, αυτή η «κριτική» τους, πέρα από το αστείο, το χοντρό, γυμνασιακό αστείο που λοιδωρεί λέξεις τύπου «ιμπεριαλισμός» ως σήμερα να μην υπάρχει, που απλοϊκά πιστεύει π.χ. ότι τα κόμικς Ντίσνεϊ ήταν αθώα και δεν περιείχαν ιδεολογία, είναι ανίκανη να συζητήσει, να ακούσει, να καταλάβει. Η δυστυχία του πράγματος (που σημαίνει: η δυστυχία της εποχής μας) είναι ότι ακόμα και σοβαροί άνθρωποι πέφτουν σ' αυτή την παγίδα της εύκολης διαγραφής κειμένων που ασκούν παρόμοια πολιτισμική κριτική με μαρξιστικούς όρους. Πρόσφατο παράδειγμα, ο συγγραφέας της Ιστορίας των ελληνικών κόμικς, ο Aντώνης Νικολόπουλος, έμπειρος κομίστας ο ίδιος (γνωστότερος ως Soloup), που ως επιχείρημα απέναντι στην τότε κριτική του Π.Κ. για τα κόμικς της εταιρείας Ντίσνεϊ, προβάλλει ως μοναδικό επιχείρημα το φοβερό ερώτημα: «Όμως είναι έτσι τα πράγματα; Όλοι όσοι έχουν διαβάσει Μίκι Μάους σημαίνει ότι αποδέχτηκαν αμαχητί την προφανή προπαγάνδα;» (Τα ελληνικά κόμικς, εκδ. Τόπος 2013, σ. 55-56). Πώς και τι να απαντήσει κανείς σε αυτή την αφέλεια που αγνοεί ακόμα και τα στοιχειώδη (π.χ. τις κλασικές, πλέον, Θέσεις του Αλτουσέρ για τους ιδεολογικούς μηχανισμούς).
[2] Βλ. ως παράδειγμα, μια σχετικά πρόσφατη κινηματογραφική κριτική μου (2014), πολύ κοντά στο πνεύμα των θεωρήσεων που κυριαρχούσε τότε στο περιοδικό.
Το περιοδικό είχε μια αυστηρή μαρξιστική οπτική, για τα σημερινά δεδομένα (επαναλαμβάνω: για τα σημερινά δεδομένα). Όμως πρώτη φορά σε περιοδικό της αριστεράς θίχτηκαν, πέρα από τα γνωστά στερεότυπα, ανέγγιχτα ως τότε θέματα όπως η ομοφυλοφιλία, το κόμικς, η διαφήμιση, το γυναικείο ζήτημα. Πρώτη φορά σημαντικοί άνθρωποι της στρατευμένης τέχνης, όπως ο ντοκιμαντερίστας Γιόρις Ίβενς ή ο θεατράνθρωπος Ντάριο Φο, παραχώρησαν συνέντευξη σε ελληνικό έντυπο. Πρώτη φορά έγινε κριτική σε ελληνικές και ξένες ταινίες με αναφορά στην αισθητική / κοινωνική ιδεολογία των έργων. Πρώτη φορά έγινε εμπεριστατωμένη κριτική στην κουλτούρα της «αστικής» ΕΣΣΔ, πρώτη φορά άνοιξε ένας διάλογος πάνω στην «κρίση του μαρξισμού» με αναλυτικά επιχειρήματα, όχι με συνθηματικές δηλώσεις ενθουσιασμού ή επιφωνήματα απαξίωσης [1].
Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού, με τον πλαγιότιτλο Άλλοι Καιροί, καταγράφει την κρίση που περνούσε ο κριτικός μαρξιστικός λόγος εκείνη την εποχή. Βασικές ιδέες που αναπτύσσονται ειδικά σ' αυτό το τεύχος δεν έπαψα ποτέ να τις ξανακοιτάζω: έκτοτε τις αναθεώρησα μόνον ως προς κάποιες μικρές λεπτομέρειες[2]. Το πρώτο μου βιβλίο που ανέφερα παραπάνω, ήταν έκδοση εκείνου του μαχητικού και πρωτοποριακού για την εποχή του περιοδικού.
-------------------------------
[1] Σήμερα διάφορα ακαλλιέργητα μειράκια (τόσο σε επίπεδο πολιτικής συνειδητοποίησης όσο και σε επίπεδο απλής ανάγνωσης / κατανόησης του κόσμου) εύκολα τραμπουκίζουν στο διαδίκτυο, ακόμα και γι' αυτό το πρωτοπόρο για την εποχή του περιοδικό (βλ. π.χ. εδώ). Εύκολα. Επειδή, αυτή η «κριτική» τους, πέρα από το αστείο, το χοντρό, γυμνασιακό αστείο που λοιδωρεί λέξεις τύπου «ιμπεριαλισμός» ως σήμερα να μην υπάρχει, που απλοϊκά πιστεύει π.χ. ότι τα κόμικς Ντίσνεϊ ήταν αθώα και δεν περιείχαν ιδεολογία, είναι ανίκανη να συζητήσει, να ακούσει, να καταλάβει. Η δυστυχία του πράγματος (που σημαίνει: η δυστυχία της εποχής μας) είναι ότι ακόμα και σοβαροί άνθρωποι πέφτουν σ' αυτή την παγίδα της εύκολης διαγραφής κειμένων που ασκούν παρόμοια πολιτισμική κριτική με μαρξιστικούς όρους. Πρόσφατο παράδειγμα, ο συγγραφέας της Ιστορίας των ελληνικών κόμικς, ο Aντώνης Νικολόπουλος, έμπειρος κομίστας ο ίδιος (γνωστότερος ως Soloup), που ως επιχείρημα απέναντι στην τότε κριτική του Π.Κ. για τα κόμικς της εταιρείας Ντίσνεϊ, προβάλλει ως μοναδικό επιχείρημα το φοβερό ερώτημα: «Όμως είναι έτσι τα πράγματα; Όλοι όσοι έχουν διαβάσει Μίκι Μάους σημαίνει ότι αποδέχτηκαν αμαχητί την προφανή προπαγάνδα;» (Τα ελληνικά κόμικς, εκδ. Τόπος 2013, σ. 55-56). Πώς και τι να απαντήσει κανείς σε αυτή την αφέλεια που αγνοεί ακόμα και τα στοιχειώδη (π.χ. τις κλασικές, πλέον, Θέσεις του Αλτουσέρ για τους ιδεολογικούς μηχανισμούς).
[2] Βλ. ως παράδειγμα, μια σχετικά πρόσφατη κινηματογραφική κριτική μου (2014), πολύ κοντά στο πνεύμα των θεωρήσεων που κυριαρχούσε τότε στο περιοδικό.
ΙΙΙ. Η Τριλογία του '80
(Α': 1982-1985, Β': 2018)
Όλντσμομπιλ / Ψυχομπουρδέλο / Δεν είναι όλα σινεμά!
(Α': 1982-1985, Β': 2018)
Όλντσμομπιλ / Ψυχομπουρδέλο / Δεν είναι όλα σινεμά!
Με τα τρία αυτά βιβλία ο Ά. Μ. έκανε δυναμικά την είσοδό του στη λογοτεχνία στη δεκαετία του ογδόντα (Ιούνιος 1982 - Μάιος 1983 - Ιούνιος 1985). Μέσα από μια νευρική, κινηματογραφική αφήγηση, αυτά τα βιβλία αφενός σαρκάζουν τις φοβίες, την ηθική, τις αγωνίες, τη γλώσσα, τον καθωσπρεπισμό του «τακτοποιημένου» ανθρωπάκου ενώ αφετέρου αποτυπώνουν τις αγωνίες και τη μελαγχολία μιας νεολαίας πρόωρα γερασμένης και απογοητευμένης από τον ίδιο της, τον οιονεί θυμωμένο εαυτό, σ’ ένα κοινωνικό σκηνικό που προοιωνίζει το αδιέξοδο της σημερινής αφοπλισμένης νέας γενιάς της κρίσης.
Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά του Πολ Λαφάργκ, ο Ρεμπό, τα κείμενα του Γκι Ντεμπόρ και του Ραούλ Βανεγκέμ, ο Τζακ Κέρουακ και ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, ο Πίτερ Χάντκε, ο Τζέιμς Τζόις, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ και ο Βιμ Βέντερς, μέσα από υπόγειες διαδρομές, στοιχειώνουν ως αίσθηση και ουσία αυτά τα τρία βιβλία του έρωτα και της αναρχίας.
Τα βιβλία αυτής της Τριλογίας πρότειναν μια εναλλακτική ματιά στην κυρίαρχη κουλτούρα, την ηθική και την αισθητική: ένα υβρίδιο ελευθεριακού περιεχομένου και μορφής που αφομοίωνε στοιχεία από την εμπειρία των αναγνώσεών μου στους μπιτ, στον Τζόις, στον Χειμωνά, στον Γονατά, στον Εμπειρίκο αλλά και στην τέχνη. Τα κείμενα αυτά στην πλειονότητά τους ήταν –και μπορούν πάντα να διαβαστούν θαυμάσια– ως poèmes en prose. Στην Ελλάδα όμως δεν έχει ευδοκιμήσει το είδος. Στην Ελλάδα, ο ανεπεξέργαστος σε βαθμό χυδαιότητας, ρεαλισμός εμφανίζεται ανέκαθεν ως κάτι περισσότερο, ως ζωτική εθνική ανάγκη.
Προκειμένου o Ά. Μ. να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα πρόσληψης (επειδή όπως ομολογεί κάπου: «εγώ δεν μπορώ να αναπνεύσω χωρίς poèmes en prose») εκεί γύρω στο 1983 με '84 άρχισε να δουλεύει εντατικά σε μια ευρύτερη σύνθεση που θα «καμουφλάριζε» την ποιητική του πεζογραφία (όχι πεζολογία…) υπό τον μανδύα του μυθιστορήματος (Πορτρέτο Θλιμμένου Άντρα σε Τρένο, 1993). Αυτή η δουλειά έμελλε να τον απορροφήσει για τα επόμενα εννιά δέκα χρόνια.
Διαβάζετε περισσότερα γι' αυτά τα βιβλία (και την επανέκδοσή τους σαράντα χρόνια μετά την πρώτη τους έκδοση) με κλικ στην παραπάνω εικόνα με τα αγάλματα.
Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά του Πολ Λαφάργκ, ο Ρεμπό, τα κείμενα του Γκι Ντεμπόρ και του Ραούλ Βανεγκέμ, ο Τζακ Κέρουακ και ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, ο Πίτερ Χάντκε, ο Τζέιμς Τζόις, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ και ο Βιμ Βέντερς, μέσα από υπόγειες διαδρομές, στοιχειώνουν ως αίσθηση και ουσία αυτά τα τρία βιβλία του έρωτα και της αναρχίας.
Τα βιβλία αυτής της Τριλογίας πρότειναν μια εναλλακτική ματιά στην κυρίαρχη κουλτούρα, την ηθική και την αισθητική: ένα υβρίδιο ελευθεριακού περιεχομένου και μορφής που αφομοίωνε στοιχεία από την εμπειρία των αναγνώσεών μου στους μπιτ, στον Τζόις, στον Χειμωνά, στον Γονατά, στον Εμπειρίκο αλλά και στην τέχνη. Τα κείμενα αυτά στην πλειονότητά τους ήταν –και μπορούν πάντα να διαβαστούν θαυμάσια– ως poèmes en prose. Στην Ελλάδα όμως δεν έχει ευδοκιμήσει το είδος. Στην Ελλάδα, ο ανεπεξέργαστος σε βαθμό χυδαιότητας, ρεαλισμός εμφανίζεται ανέκαθεν ως κάτι περισσότερο, ως ζωτική εθνική ανάγκη.
Προκειμένου o Ά. Μ. να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα πρόσληψης (επειδή όπως ομολογεί κάπου: «εγώ δεν μπορώ να αναπνεύσω χωρίς poèmes en prose») εκεί γύρω στο 1983 με '84 άρχισε να δουλεύει εντατικά σε μια ευρύτερη σύνθεση που θα «καμουφλάριζε» την ποιητική του πεζογραφία (όχι πεζολογία…) υπό τον μανδύα του μυθιστορήματος (Πορτρέτο Θλιμμένου Άντρα σε Τρένο, 1993). Αυτή η δουλειά έμελλε να τον απορροφήσει για τα επόμενα εννιά δέκα χρόνια.
Διαβάζετε περισσότερα γι' αυτά τα βιβλία (και την επανέκδοσή τους σαράντα χρόνια μετά την πρώτη τους έκδοση) με κλικ στην παραπάνω εικόνα με τα αγάλματα.
ΙV. Πορτρέτο Θλιμμένου Άντρα σε Τρένο (1994)
Πέρασμα από την «Τριλογία του '80» στη «Mυθιστορία Σανιδόπουλου»
Πέρασμα από την «Τριλογία του '80» στη «Mυθιστορία Σανιδόπουλου»
Το Πορτραίτο Θλιμμένου Άντρα σε Τραίνο (τότε με αυτή την ορθογραφία) οφείλει τον τίτλο του σε διπλό δάνειο: αφενός από τον γνωστό πίνακα του αγαπημένου «αδελφού» Μαρσέλ Ντισάν (Jeune homme triste dans un train, 1911) και, φυσικά από το Πορτρέτο του Καλλιτέχνη ως νέου, του «παππού» Τζέιμς Τζόις. Η πολύχρονη δουλειά του Ά. Μ. σ' αυτό το μυθιστόρημα (1986 έως την έκδοση στις 27.01.1994) σημάδεψε οριστικά την πεποίθησή του ότι προχωρά πλέον ως συγγραφέας. Εδώ κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του ο ήρωας γύρω από τον οποίο στη συνέχεια θα αναπτυσσόταν ολόκληρη σάγκα, ο κατ' επάγγελμα δημοσιογράφος που, όμως, ζει ως poète maudit, ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος (τα πρώτα ίχνη του, ως Μπεν, εμφανίζονται ήδη στο Δεν είναι όλα σινεμά!. Για τη δημιουργία του ήρωα αυτού μέσα από μια παράλληλη εικαστική διαδρομή του Ά. Μ. διαβάζετε εδώ στο λήμμα «Ο κ. Σανιδόπουλος ως απείκασμα»). Το τρένο έχει εδώ την έννοια της μεταφοράς, μιας αέναης μεταφοράς ανάμεσα στην παρακαταθήκη ενός εξαντλημένου, αχρησιμοποίητου στο όριο της αχρηστίας, πολιτισμού και στο παρόν τής χωρίς οράματα «αμόρφωτης» Ελλάδας.
Για πρώτη φορά, με αφορμή αυτό το βιβλίο, μερικοί συγγραφείς και ποιητές όπως ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Γιώργος Αριστηνός, ο Μιχαήλ Μήτρας, ο Θανάσης Νιάρχος και ο Βασίλης Βασιλικός ενδιαφέρθηκαν με σοβαρότητα για το έργο του. Οφείλουν να αναφερθούν για την Ιστορία. Η όποια κριτική τηρούσε ακόμα σιγή ιχθύος για τη δουλειά του. Κάποιοι λίγοι δημοσιογράφοι, μέσα από αυτό το βιβλίο «ανακάλυπταν» σιγά σιγά τη φωνή του.
Οπωσδήποτε, με τους σημερινούς χυδαίους όρους της ευπώλητης βιβλιαγοράς το βιβλίο αυτό θεωρείται «δύσκολο». Που σημαίνει ότι για κάποιον αναγνώστη που θα ήθελε μεν να προσεγγίσει με καλή διάθεση μια νέα φωνή αλλά δεν διέθετε το εργαλείο της lectio difficilior, δηλ. τον αργό χρόνο της ανάγνωσης (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), το Πορτρέτο όταν πρωτοεμφανίστηκε ήταν σχεδόν απρόσιτο για το ευρύ κοινό. Επίσης, την εποχή που εκδόθηκε, είχε κιόλας αρχίσει ο βομβαρδισμός με βιβλία εύκολης, γρήγορης, «ξεκούραστης» ανάγνωσης, αυτά που κατέστρεψαν τις θεμελιώδεις υποδομές της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας (ως προς αυτό, βλ. εκτενή ανάλυση του Ά. Μ. στη μελέτη: «Η Πεζογραφία ως Ελλάδα»).
Σημειώνει για όλα αυτά ο συγγραφέας: «Από την άλλη, το βιβλίο με ξεπέρασε ως προς τις προσδοκίες μου: θέλω να πω, το έγραψα αγνοώντας το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αδιαφορώντας για την ως τότε μετ' εμποδίων δεξίωση (και συγγραφή) του μοντερνισμού στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μην είναι ούτε σε μένα σαφές τι ακριβώς επεδίωκα με το γράψιμό του. Είναι αλήθεια. Αφέθηκα ευτυχής στην κατ' εμέ πειστική λογοτεχνικότητά του (που δοκίμαζα για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση), αφέθηκα σε ό,τι το βιβλίο υπερασπιζόταν πιο πολύ (την κατ' εμέ «αλήθεια και ομορφιά») και αδιαφόρησα μεγαλοπρεπώς για τον «μέσο Έλληνα αναγνώστη» ο οποίος, προκειμένου να διαβάσει Ν. Γ. Πεντζίκη ή Γιάννη Σκαρίμπα θα πρέπει προηγουμένως να υποβληθεί σε εξοντωτικά μαρτύρια επιμόρφωσης στη λογοτεχνία…
Ο χρόνος όμως φρόντισε για το βιβλίο και για μένα: τον καιρό που ανέπτυσσα τη σάγκα Σανιδόπουλου, μέσα από το ομώνυμο βιβλίο των Ωραίων Ημερών του, συνειδητοποίησα ότι μπορούσα στη συνέχεια να ξαναδουλέψω το υλικό, την πλοκή και τη δομή του Πορτρέτου σ' ένα νέο έργο. Αυτό ήταν το Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία – μετά την έκδοση του οποίου (2002) απάλειψα το Πορτρέτο οριστικά από τον κατάλογο των βιβλίων μου. Ζει την υπόγεια ζωή του μέσα από το Αγάπη, κλπ. Μου αρέσει αυτό.
--------------------------------
Στο μενού Interviews, εδώ, και στην ημερομηνία Φλεβάρης 1996, μπορείτε να παρακολουθήσετε απόσπασμα από μια εκπομπή Άξιον Εστί του Βασίλη Βασιλικού όπου παρουσιάζεται το βιβλίο και η αμηχανία του συγγραφέα είναι έκδηλη από πολλές απόψεις.
Για πρώτη φορά, με αφορμή αυτό το βιβλίο, μερικοί συγγραφείς και ποιητές όπως ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Γιώργος Αριστηνός, ο Μιχαήλ Μήτρας, ο Θανάσης Νιάρχος και ο Βασίλης Βασιλικός ενδιαφέρθηκαν με σοβαρότητα για το έργο του. Οφείλουν να αναφερθούν για την Ιστορία. Η όποια κριτική τηρούσε ακόμα σιγή ιχθύος για τη δουλειά του. Κάποιοι λίγοι δημοσιογράφοι, μέσα από αυτό το βιβλίο «ανακάλυπταν» σιγά σιγά τη φωνή του.
Οπωσδήποτε, με τους σημερινούς χυδαίους όρους της ευπώλητης βιβλιαγοράς το βιβλίο αυτό θεωρείται «δύσκολο». Που σημαίνει ότι για κάποιον αναγνώστη που θα ήθελε μεν να προσεγγίσει με καλή διάθεση μια νέα φωνή αλλά δεν διέθετε το εργαλείο της lectio difficilior, δηλ. τον αργό χρόνο της ανάγνωσης (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), το Πορτρέτο όταν πρωτοεμφανίστηκε ήταν σχεδόν απρόσιτο για το ευρύ κοινό. Επίσης, την εποχή που εκδόθηκε, είχε κιόλας αρχίσει ο βομβαρδισμός με βιβλία εύκολης, γρήγορης, «ξεκούραστης» ανάγνωσης, αυτά που κατέστρεψαν τις θεμελιώδεις υποδομές της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας (ως προς αυτό, βλ. εκτενή ανάλυση του Ά. Μ. στη μελέτη: «Η Πεζογραφία ως Ελλάδα»).
Σημειώνει για όλα αυτά ο συγγραφέας: «Από την άλλη, το βιβλίο με ξεπέρασε ως προς τις προσδοκίες μου: θέλω να πω, το έγραψα αγνοώντας το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αδιαφορώντας για την ως τότε μετ' εμποδίων δεξίωση (και συγγραφή) του μοντερνισμού στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μην είναι ούτε σε μένα σαφές τι ακριβώς επεδίωκα με το γράψιμό του. Είναι αλήθεια. Αφέθηκα ευτυχής στην κατ' εμέ πειστική λογοτεχνικότητά του (που δοκίμαζα για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση), αφέθηκα σε ό,τι το βιβλίο υπερασπιζόταν πιο πολύ (την κατ' εμέ «αλήθεια και ομορφιά») και αδιαφόρησα μεγαλοπρεπώς για τον «μέσο Έλληνα αναγνώστη» ο οποίος, προκειμένου να διαβάσει Ν. Γ. Πεντζίκη ή Γιάννη Σκαρίμπα θα πρέπει προηγουμένως να υποβληθεί σε εξοντωτικά μαρτύρια επιμόρφωσης στη λογοτεχνία…
Ο χρόνος όμως φρόντισε για το βιβλίο και για μένα: τον καιρό που ανέπτυσσα τη σάγκα Σανιδόπουλου, μέσα από το ομώνυμο βιβλίο των Ωραίων Ημερών του, συνειδητοποίησα ότι μπορούσα στη συνέχεια να ξαναδουλέψω το υλικό, την πλοκή και τη δομή του Πορτρέτου σ' ένα νέο έργο. Αυτό ήταν το Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία – μετά την έκδοση του οποίου (2002) απάλειψα το Πορτρέτο οριστικά από τον κατάλογο των βιβλίων μου. Ζει την υπόγεια ζωή του μέσα από το Αγάπη, κλπ. Μου αρέσει αυτό.
--------------------------------
Στο μενού Interviews, εδώ, και στην ημερομηνία Φλεβάρης 1996, μπορείτε να παρακολουθήσετε απόσπασμα από μια εκπομπή Άξιον Εστί του Βασίλη Βασιλικού όπου παρουσιάζεται το βιβλίο και η αμηχανία του συγγραφέα είναι έκδηλη από πολλές απόψεις.