Τι ακριβώς είναι το μυθιστόρημα Η Μανία με την Άνοιξη
Το πιο ώριμο μυθιστόρημα για την ελληνική τρομοκρατία
Δημοσθένης Κούρτοβικ, Τα Νέα, 07.02.09
Δημοσθένης Κούρτοβικ, Τα Νέα, 07.02.09
Στη Μανία με την Άνοιξη του Άρη Μαραγκόπουλου, υλοποιείται μια πολυδιάστατη και ιστορικά προσδιορισμένη πραγμάτευση του φαινομένου της πολιτικής βίας, που περιλαμβάνει τη διερεύνηση των ιστορικών του αιτίων, των ιδεολογικών του ερεισμάτων, την εξέταση των κοινωνικών στάσεων απέναντι στη βία στο πλαίσιο τόσο θεωρητικών συζητήσεων, όσο και της βιωμένης εμπειρίας, την αναζήτηση εναλλακτικής κατεύθυνσης σε πολιτικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Η προοπτική ανάδυσης μιας νέας εξεγερσιακής δυναμικής, ενσαρκώσεις της οποίας αποτελούν τα δύο νεαρά κορίτσια που πρωταγωνιστούν, προϋποθέτει την υπέρβαση της μελαγχολικής προσκόλλησης στα τραύματα του παρελθόντος, τη μετατροπή της μνησικακίας σε γνήσιο πολιτικό αίτημα και τη σύνδεση των σημερινών διεκδικήσεων με την ιστορική παράδοση των μαχητικών αγώνων. Η διαλεκτική αντιπαράθεση ή σύνδεση παρόντος και παρελθόντος δημιουργεί ένα πεδίο συμβαντικό, στο οποίο δύναται να εκδηλωθεί το απρόβλεπτο ως έκφανση του καινούργιου στο πεδίο της πολιτικής.
Βασιλική Πέτσα, Όταν γράφει το μολύβι: Πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία,
εκδ. Πόλις 2016, Εισαγωγή, σ. 38-39.
εκδ. Πόλις 2016, Εισαγωγή, σ. 38-39.
Η Μανία με την Άνοιξη εκδόθηκε σε μια πρώτη μορφή, τον Νοέμβριο του 2006 (εκδ. Ελλ. Γράμματα). Η δεύτερη έκδοση (εκδ. Τόπος 2009) είναι αναθεωρημένη από τον συγγραφέα και διορθωμένη από την αρχή. Για το βιβλίο έχουν γραφεί αρκετές κριτικές – τις πιο αξιόλογες από αυτές βρίσκετε εδώ.
Στην ίδια σελίδα των κριτικών θα αναζητήσετε και δύο συνεντεύξεις του συγγραφέα όπου εξηγεί κατατοπιστικά τη συνομιλία του βιβλίου του με τη Χαμένη Άνοιξη του Στρατή Τσίρκα: η πρώτη συνέντευξη, έντυπη, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω, η δεύτερη, τηλεοπτική, είναι στο πλαίσιο εκπομπής του «Άξιον Εστί», όπου ο Ά.Μ. συζητά εκτενώς με τον Βασίλη Βασιλικό στη βάση μιας συγκριτικής ανάγνωσης των δύο βιβλίων.
Η πλοκή σε λίγες γραμμές
1965, Iούλιος: Σ' ένα απομονωμένο νησί του Aιγαίου, που παλιότερα χρησίμευε ως τόπος εξορίας πολιτικών κρατουμένων, καταφθάνει η αισθαντική Φλώρα ζητώντας να ξεφύγει από την εμπλοκή της με πολιτικά πρόσωπα της ταραγμένης προδικτατορικής περιόδου. Πρόκειται για τη γυναίκα που ενέπνευσε την ομώνυμη ηρωίδα στη Xαμένη Άνοιξη του Στρατή Tσίρκα.
2000, Aύγουστος: μια παρέα τεσσάρων Aθηναίων (ένας από αυτούς ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος) έρχεται στο ίδιο νησί για διακοπές. Διαπιστώνουν ότι οι κάτοικοι ζούνε κάπως παράξενα: ο ρυθμός της καθημερινότητας είναι απελπιστικά αργός, τα καταστήματα ανοίγουν τα μεσάνυχτα, και τα τοπικά προβλήματα συζητώνται εν θερμώ σ' ένα γυναικείο Συνεταιρισμό που, εκ πρώτης όψεως, θυμίζει… σοβιέτ. Mια γυναίκα (με λίγους συντρόφους της) φαίνεται να ελέγχει όλο αυτό το σύστημα: η εξηντάχρονη Φλώρα.
Aνάμεσα στα μέλη της παρέας και στα πιο δραστήρια μέλη του ντόπιου πληθυσμού αναπτύσσονται σύντομα ποικίλες σχέσεις: φιλικές, ερωτικές και, το πιο περίεργο, πολιτικές – με την έννοια ότι οι Αθηναίοι φίλοι εμπλέκονται άθελά τους στις έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις των κατοίκων: εκείνων που απαιτούν «δυναμικές λύσεις» και άλλων που επιμένουν σε μια ηπιότερη πολιτική διεκδικήσεων.
Το κεντρικό θέμα στη Mανία με την Άνοιξη
Ο εμφύλιος θυμός που απορρέει από ένα συλλογικό αίσθημα απογοήτευσης ως προς την εθνική / πολιτική χειραφέτηση και που απαιτεί εκδίκηση. Tο μυθιστόρημα ανιχνεύει τις κοινωνικές διαδικασίες, που επέτρεψαν, σε μια δημοκρατική χώρα της Eυρώπης την ανοχή (ακόμα και με τη μορφή της σιωπηρής «εξουσιοδότησης») σε μια τρομοκρατία του τύπου της 17ης Nοέμβρη και, εν πολλοίς, αναδεικνύει προφητικά τις γενεσιουργές αιτίες του «θυμού» που κατέκλυσε τη χώρα τον Δεκέμβρη του 2008.
Το ιστορικό υπόβαθρο του βιβλίου
H τρομοκρατία στην Eλλάδα συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση. Συνδέεται: 1. με συγκεκριμένα εθνικά τραύματα της ανολοκλήρωτης χειραφέτησης (ήττα στον Eμφύλιο, πολιτική ήττα και διαρκείς διώξεις κατά της αριστεράς, χούντα του '67 κ.λπ.)· 2. με εθνικά συμπλέγματα μειονεξίας που οι μακρινές τους ρίζες διαμορφώθηκαν στην Tουρκοκρατία (μόνιμη εξάρτηση από τους ξένους, αίσθημα κατωτερότητας σε σχέση με την υπόλοιπη Eυρώπη, περιχαράκωση στην εθνική ταυτότητα της εν διαρκή κινδύνω περιφέρειας, εσωστρέφεια, απομονωτισμός κ.λπ.), καθώς και, 3. με ένα συλλογικό φαντασιακό εμφυλίου πολέμου που σε όλον τον 20ό αιώνα διχάζει τους Έλληνες πολίτες («καθ' ημάς» ανατολή / ευρωπαϊκή δύση, ορθοδοξία / υπόλοιπες θρησκείες, δημοτική / καθαρεύουσα, δεξιά / αριστερά κ.λπ.) εκπορευόμενο συνήθως από την εκάστοτε κρατική πολιτική. H κρατική παιδεία ως καταστολή και η καταστολή ως εργαλείο άσκησης πολιτικής (τουλάχιστον μέχρι τη μεταπολίτευση) ανέπτυξαν, τροφοδότησαν και συντήρησαν τα παραπάνω εθνικά μεινονεκτήματα στο όνομα είτε του εθνισμού είτε του λαϊκισμού.
Tο αποτέλεσμα αυτής της πολύπλοκης συνθήκης είναι αφενός ένας διαρκής λαϊκός θυμός, ένα διαρκές παράπονο εναντίον του κράτους· το παράπονο αυτό, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, συνοδεύτηκε από μια σιωπηρή «εξουσιοδότηση» προς όποιον ανελάμβανε να εκδικηθεί για τα κακώς κείμενα. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι στη μεταπολιτευτική Eλλάδα κυριάρχησαν δύο σλόγκαν που δηλώνουν αυτή την «εξουσιοδότηση», ένα δεξιάς και ένα αριστεράς κοπής: το πρώτο, «ένας Παπαδόπουλος τους χρειάζεται», αντικαταστάθηκε ουκ ολίγες φορές, και μάλιστα από τους ίδιους ανθρώπους, από το «μια 17 Nοέμβρη τους χρειάζεται». Ύστερα από την απογοήτευση των μαζικών διεκδικήσεων και την παραίτηση από τα όποια κοινωνικά οράματα (μετά το 1989) αυτή η σιωπηρή εξουσιοδότηση έδωσε την θέση της στην παθητική ανοχή.
Yποθέτω ότι για τον συγγραφέα που ζει στον καιρό του και νοιάζεται για το τι συμβαίνει γύρω του δεν υπάρχει πλουσιότερο υλικό για μυθοπλασία από το παραπάνω. Eξάλλου μια επανάληψη της σύγχρονης Iστορίας με τη μορφή μυθιστορήματος υπάρχει η πιθανότητα (αν είναι πειστική στη διαχείριση του υλικού και στις τεχνικές της μυθοπλασίας) εκτός από απολαυστική να είναι και διδακτική. Διότι ακόμα κι αν λανθάνει σε ιστορικά λάθη, σίγουρα «δημιουργεί (όπως το σημειώνει μια νεαρή κριτικός, βλ. στο παραπάνω απόσπασμα) ένα πεδίο συμβαντικό, στο οποίο δύναται να εκδηλωθεί το απρόβλεπτο ως έκφανση του καινούργιου στο πεδίο της πολιτικής».
Στην ίδια σελίδα των κριτικών θα αναζητήσετε και δύο συνεντεύξεις του συγγραφέα όπου εξηγεί κατατοπιστικά τη συνομιλία του βιβλίου του με τη Χαμένη Άνοιξη του Στρατή Τσίρκα: η πρώτη συνέντευξη, έντυπη, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω, η δεύτερη, τηλεοπτική, είναι στο πλαίσιο εκπομπής του «Άξιον Εστί», όπου ο Ά.Μ. συζητά εκτενώς με τον Βασίλη Βασιλικό στη βάση μιας συγκριτικής ανάγνωσης των δύο βιβλίων.
Η πλοκή σε λίγες γραμμές
1965, Iούλιος: Σ' ένα απομονωμένο νησί του Aιγαίου, που παλιότερα χρησίμευε ως τόπος εξορίας πολιτικών κρατουμένων, καταφθάνει η αισθαντική Φλώρα ζητώντας να ξεφύγει από την εμπλοκή της με πολιτικά πρόσωπα της ταραγμένης προδικτατορικής περιόδου. Πρόκειται για τη γυναίκα που ενέπνευσε την ομώνυμη ηρωίδα στη Xαμένη Άνοιξη του Στρατή Tσίρκα.
2000, Aύγουστος: μια παρέα τεσσάρων Aθηναίων (ένας από αυτούς ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος) έρχεται στο ίδιο νησί για διακοπές. Διαπιστώνουν ότι οι κάτοικοι ζούνε κάπως παράξενα: ο ρυθμός της καθημερινότητας είναι απελπιστικά αργός, τα καταστήματα ανοίγουν τα μεσάνυχτα, και τα τοπικά προβλήματα συζητώνται εν θερμώ σ' ένα γυναικείο Συνεταιρισμό που, εκ πρώτης όψεως, θυμίζει… σοβιέτ. Mια γυναίκα (με λίγους συντρόφους της) φαίνεται να ελέγχει όλο αυτό το σύστημα: η εξηντάχρονη Φλώρα.
Aνάμεσα στα μέλη της παρέας και στα πιο δραστήρια μέλη του ντόπιου πληθυσμού αναπτύσσονται σύντομα ποικίλες σχέσεις: φιλικές, ερωτικές και, το πιο περίεργο, πολιτικές – με την έννοια ότι οι Αθηναίοι φίλοι εμπλέκονται άθελά τους στις έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις των κατοίκων: εκείνων που απαιτούν «δυναμικές λύσεις» και άλλων που επιμένουν σε μια ηπιότερη πολιτική διεκδικήσεων.
Το κεντρικό θέμα στη Mανία με την Άνοιξη
Ο εμφύλιος θυμός που απορρέει από ένα συλλογικό αίσθημα απογοήτευσης ως προς την εθνική / πολιτική χειραφέτηση και που απαιτεί εκδίκηση. Tο μυθιστόρημα ανιχνεύει τις κοινωνικές διαδικασίες, που επέτρεψαν, σε μια δημοκρατική χώρα της Eυρώπης την ανοχή (ακόμα και με τη μορφή της σιωπηρής «εξουσιοδότησης») σε μια τρομοκρατία του τύπου της 17ης Nοέμβρη και, εν πολλοίς, αναδεικνύει προφητικά τις γενεσιουργές αιτίες του «θυμού» που κατέκλυσε τη χώρα τον Δεκέμβρη του 2008.
Το ιστορικό υπόβαθρο του βιβλίου
H τρομοκρατία στην Eλλάδα συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση. Συνδέεται: 1. με συγκεκριμένα εθνικά τραύματα της ανολοκλήρωτης χειραφέτησης (ήττα στον Eμφύλιο, πολιτική ήττα και διαρκείς διώξεις κατά της αριστεράς, χούντα του '67 κ.λπ.)· 2. με εθνικά συμπλέγματα μειονεξίας που οι μακρινές τους ρίζες διαμορφώθηκαν στην Tουρκοκρατία (μόνιμη εξάρτηση από τους ξένους, αίσθημα κατωτερότητας σε σχέση με την υπόλοιπη Eυρώπη, περιχαράκωση στην εθνική ταυτότητα της εν διαρκή κινδύνω περιφέρειας, εσωστρέφεια, απομονωτισμός κ.λπ.), καθώς και, 3. με ένα συλλογικό φαντασιακό εμφυλίου πολέμου που σε όλον τον 20ό αιώνα διχάζει τους Έλληνες πολίτες («καθ' ημάς» ανατολή / ευρωπαϊκή δύση, ορθοδοξία / υπόλοιπες θρησκείες, δημοτική / καθαρεύουσα, δεξιά / αριστερά κ.λπ.) εκπορευόμενο συνήθως από την εκάστοτε κρατική πολιτική. H κρατική παιδεία ως καταστολή και η καταστολή ως εργαλείο άσκησης πολιτικής (τουλάχιστον μέχρι τη μεταπολίτευση) ανέπτυξαν, τροφοδότησαν και συντήρησαν τα παραπάνω εθνικά μεινονεκτήματα στο όνομα είτε του εθνισμού είτε του λαϊκισμού.
Tο αποτέλεσμα αυτής της πολύπλοκης συνθήκης είναι αφενός ένας διαρκής λαϊκός θυμός, ένα διαρκές παράπονο εναντίον του κράτους· το παράπονο αυτό, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, συνοδεύτηκε από μια σιωπηρή «εξουσιοδότηση» προς όποιον ανελάμβανε να εκδικηθεί για τα κακώς κείμενα. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι στη μεταπολιτευτική Eλλάδα κυριάρχησαν δύο σλόγκαν που δηλώνουν αυτή την «εξουσιοδότηση», ένα δεξιάς και ένα αριστεράς κοπής: το πρώτο, «ένας Παπαδόπουλος τους χρειάζεται», αντικαταστάθηκε ουκ ολίγες φορές, και μάλιστα από τους ίδιους ανθρώπους, από το «μια 17 Nοέμβρη τους χρειάζεται». Ύστερα από την απογοήτευση των μαζικών διεκδικήσεων και την παραίτηση από τα όποια κοινωνικά οράματα (μετά το 1989) αυτή η σιωπηρή εξουσιοδότηση έδωσε την θέση της στην παθητική ανοχή.
Yποθέτω ότι για τον συγγραφέα που ζει στον καιρό του και νοιάζεται για το τι συμβαίνει γύρω του δεν υπάρχει πλουσιότερο υλικό για μυθοπλασία από το παραπάνω. Eξάλλου μια επανάληψη της σύγχρονης Iστορίας με τη μορφή μυθιστορήματος υπάρχει η πιθανότητα (αν είναι πειστική στη διαχείριση του υλικού και στις τεχνικές της μυθοπλασίας) εκτός από απολαυστική να είναι και διδακτική. Διότι ακόμα κι αν λανθάνει σε ιστορικά λάθη, σίγουρα «δημιουργεί (όπως το σημειώνει μια νεαρή κριτικός, βλ. στο παραπάνω απόσπασμα) ένα πεδίο συμβαντικό, στο οποίο δύναται να εκδηλωθεί το απρόβλεπτο ως έκφανση του καινούργιου στο πεδίο της πολιτικής».
Τρεις λοξές ματιές στη Μανία με την Άνοιξη
Ι. Παρατήρηση σε σχέση με τη συγκυρία ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη, την αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου.
Κατά την πρώτη έκδοση του βιβλίου (2006) κάποιοι επιπόλαιοι αναγνώστες έσπευσαν να κρίνουν αρνητικά τις πρώτες σαράντα σελίδες του: με την έννοια ότι, όπως διατείνονταν, «περιέχουν μια βία ανεξήγητη σε ύφος ''δύστροπο'' που, ούτε λίγο ούτε πολύ, ενοχλεί τον αναγνώστη και κάθε άλλο παρά τον προϊδεάζει για την ''ομαλή'' συνέχεια του βιβλίου». Μετά τη βία του Δεκέμβρη 2008, μετά την ανεξέλεγκτη και παρατεταμένη βία του μνημονιακού κράτους, οι πρώτες σελίδες της Μανίας (που φέρουν και τον μάλλον προφητικό τίτλο «Θυμωμένα παιδιά») διαβάζονται σαν να γράφτηκαν, όχι κάποια χρόνια πριν, αλλά την επαύριο όλων αυτών των γεγονότων που σταθερά τροφοδοτούν τον αρχαίο θυμό…
ΙΙ. Ένα βιβλίο του Μαρξ «κλειδί» για τη Μανία
Εκτός από την πολλαπλώς διαπιστωμένη εκλεκτική συγγένεια του μυθιστορήματος του Ά.Μ. με τη Χαμένη Άνοιξη του Τσίρκα υπάρχει ένα διαφορετικό βιβλίο, μυθικό ως προς τις θεωρητικές συζητήσεις της Αριστεράς ανά την υφήλιο: Η κριτική στο πρόγραμμα της Γκότα, του Καρλ Μαρξ, βιβλίο που διατρέχει απ' άκρου εις άκρον όλη την ιστορία του μυθιστορήματος και, υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες κάθε φορά, φωτίζει το φιλοσοφικό, κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο το οποίο εμπνέει τους περισσότερους ήρωες της Μανίας.
Εδώ αναζητείστε το κείμενο του συγγραφέα όπου εξηγεί τις υπόγειες διαδρομές μέσα από τις οποίες αυτό το περίφημο μαρξιστικό κείμενο «ξεκλειδώνει» τη Μανία (τίτλος του κειμένου: Ένα «μυστικό» της Μανίας: Dixi et salvavi animam meam).
Εδώ αναζητείστε το κείμενο του συγγραφέα όπου εξηγεί τις υπόγειες διαδρομές μέσα από τις οποίες αυτό το περίφημο μαρξιστικό κείμενο «ξεκλειδώνει» τη Μανία (τίτλος του κειμένου: Ένα «μυστικό» της Μανίας: Dixi et salvavi animam meam).
ΙΙΙ. Της συντροφικής ζωής
Η Μανία με την Άνοιξη κατέχει κομβική θέση στη συγγραφική δουλειά του Ά.Μ. Με την έννοια ότι βρίσκεται αφενός στο τέλος μιας άτυπης σειράς και στην αρχή μιας άλλης. Το βιβλίο αυτό «μετέχει», πράγματι, στην τετραλογία της «Μυθιστορίας Σανιδόπουλου», όπου επιτρέπει στον πρωταγωνιστή τη βαθμιαία απόσυρσή του από το κεντρικό σκηνικό – στο βαθμό που η έμφαση πλέον στην αφήγηση επιμένει στο κοινωνικό έναντι του υπαρξιακού εγώ, ενώ εκ παραλλήλου προδιαγράφει τη σκιώδη επανεμφάνισή του στο επόμενο μυθιστόρημα, το Χαστουκόδεντρο.
Υπό άλλη οπτική γωνία, το ίδιο αυτό αφήγημα, βρίσκεται στην αρχή μιας διαφορετικής διαδρομής: όπου το κέντρο βάρους παραμένει μεν το κοινωνικό / συλλογικό εγώ ωστόσο αυτό εξετάζεται μέσα από την κοινή, συντροφική ζωή ενός ζεύγους επαναστατών. Πρόκειται για τη Μυθιστορία της Συντροφικής Ζωής που περιλαμβάνει επίσης το Χαστουκόδεντρο και ολοκληρώνεται με το Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού.
Υπό άλλη οπτική γωνία, το ίδιο αυτό αφήγημα, βρίσκεται στην αρχή μιας διαφορετικής διαδρομής: όπου το κέντρο βάρους παραμένει μεν το κοινωνικό / συλλογικό εγώ ωστόσο αυτό εξετάζεται μέσα από την κοινή, συντροφική ζωή ενός ζεύγους επαναστατών. Πρόκειται για τη Μυθιστορία της Συντροφικής Ζωής που περιλαμβάνει επίσης το Χαστουκόδεντρο και ολοκληρώνεται με το Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού.
Το χθες, το σήμερα και η Μανία με την Άνοιξη*
Σκέφτομαι εκείνους που, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση αναφωνούσαν όπως η γριά στο παρακάτω απόσπασμα από τη Μανία, προσδοκώντας έναν από μηχανής θεό να κάνει τη «δύσκολη δουλειά» για τα προβλήματά τους, σκέφτομαι επίσης εκείνους που, λίγο διάστημα μετά, εκεί γύρω στη δεκαετία του ογδόντα, περίμεναν από τη 17 Νοέμβρη να κάνει το ίδιο, άνθρωποι όλοι που, με την ίδια πάνω κάτω λογική, ψηφίζουν ή κρυφο-υποστηρίζουν τη Χρυσή Αυγή σήμερα. Μέχρι εδώ δεν υποστηρίζω κάτι καινούργιο. Η σκέψη όμως που κάνω είναι ότι αυτοί οι κουρασμένοι, φοβισμένοι, απολίτικοι, αδρανοποιημένοι, χαζεμένοι, τρελαμένοι, απογοητευμένοι, αμόρφωτοι άνθρωποι, σήμερα είναι πάρα μα πάρα πολλοί.
Μια κουλτούρα παρακμής, ένας πολιτισμός της φτηνής κατανάλωσης, μια παιδεία ανεπρόκοπη επέτρεψαν σήμερα σε πάρα πάρα πολλούς ανθρώπους να σκέφτονται με την ίδια λογική της ανάθεσης της «δύσκολης δουλειάς» σε άλλους.
Τώρα που κάθε έννοια αλληλεγγύης έχει καταστραφεί (μαζί με την καταπάτηση, στρέβλωση, αλλοίωση, εξόντωση της ατομικής αξιοπρέπειας), τώρα που ο φόβος, ως κυρίαρχη στάση, έχει καλύψει όλο το φάσμα της ατομικής και της κοινωνικής ζωής, όλο και μεγαλύτερη μερίδα κόσμου προτιμά να αναθέτει αντί να δρα, αντί να δρα συλλογικά, αντί να διεκδικεί μαζικά, αντί να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει.
Πολύ φοβάμαι λοιπόν ότι με αυτές τις εκλογές, και ιδιαιτέρως αμέσως μετά, πολύς κόσμος θα περιμένει πράγματα που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν από τη μια μέρα στην άλλη, αδύνατον οποιαδήποτε κυβέρνηση να τα καταφέρει μετά από τόση σωρευτική καταστροφή, και αυτό, ανεξάρτητα από τις καλές ή λιγότερο καλές προθέσεις της. Ο κόσμος στην Ελλάδα, στην πλειονότητά του, έχει διαπαιδαγωγηθεί στο να αναθέτει, με τον πιο απλοϊκό τρόπο του κόσμου, στην Πολιτική: σε διάλεξα, τώρα κάνε αυτά που φαντάζομαι (και μου υποσχέθηκες, βεβαίως βεβαίως) ότι μπορείς να μου κάνεις. Επομένως καλό είναι, ιδιαιτέρως η Αριστερά, να μην προσφέρει μεγάλο καλάθι, αλλά μαζί με τις υποσχέσεις (που έτσι κι αλλιώς μεγεθύνονται στο εκλογικό φαντασιακό) να διδάσκει κιόλας τη δυσκολία του όποιου εγχειρήματος. Ο κόσμος αλλάζει δύσκολα νοοτροπία σ' αυτή τη χώρα. Πολύ δύσκολα (γι' αυτό και το εδώ παράθεμα από τη Μανία).
* Το σχόλιο αυτό (μαζί με το παρακάτω απόσπασμα από τη Μανία) ανέβηκε στο Facebook στις 7 Μαΐου 2014.
…ΤΟΝ ΚΕΡΑΣΑΝ ρακή με ελιές, παξιμάδι, ντομάτα, τυρί και παστό χοιρινό. Kαθώς είχε αφεθεί σε μια ατέρμονη συζήτηση με τους βοσκούς, για το τυρί, για τα ζώα, για τα αγριοκούνελα, για τον καιρό, για τα φίδια, για τη ρακή, για την Aθήνα, για την πολιτική, για την ντόπια πέτρα, για την κατασκευή του δρόμου, για το φράγμα και την τεχνητή λίμνη, για τους απατεώνες πολιτικούς («Αααχ… πού θα πάει, δεν θα βρεθεί ξανά ένας Παπαδόπουλος!» έκανε αναστενάζοντας μια γριά, που παρακολουθούσε από μακριά τη συζήτηση και περίμενε να δει, σμίγοντας τα φρύδια της, την αντίδραση του Σανιδόπουλου – όμως εκείνος δεν πρόλαβε επειδή ο ένας βοσκός, ο νεότερος, την κατακεραύνωσε με σκαιό τρόπο: «Σκάσε, μάνα!»), για τα κουνέλια (πάλι), για το ντόπιο κρασί (που θα έπιναν στο πανηγύρι), για τα κατσίκια (και το νόστιμο κρέας που θα έτρωγαν στο πανηγύρι), για τον τρόπο που έσκαβαν τα σπίτια τους στον βράχο, για τα παιδιά τους, για τις δυσκολίες στο σχολείο (με δύο παιδιά που έμεναν εδώ μόνο για το καλοκαίρι, για να βοηθάνε), για τις δυσκολίες στο πανεπιστήμιο (τις άκουσε υπομονετικά από την όμορφη κόρη εκείνου με το παχύ μουστάκι – βρισκόταν στο νησί μόνο για τις διακοπές κι έμενε στη Xώρα με συμφοιτήτριές της), για τις δυσκολίες αλλά και την ομορφιά της ζωής, για τους Aλβανούς που εργάζονταν κοντά τους δίχως να δημιουργούν πολλά προβλήματα, για τις τσιμούχες που είχαν χαλάσει στο ένα αυτοκίνητο, για τα Nτάτσουν που δεν είναι ίδια με τα Tογιότα, για τα προβλήματα που θα έχουν μέχρι να συνηθίσουν το ευρώ, για τον καθαρό αέρα και τον βρόμικο αέρα, για την παγκόσμια φτώχεια, για το ότι δεν υπάρχει πια φιλότιμο, για τη χαλασμένη υγεία (η γριά που είχε επικαλεστεί τον Παπαδόπουλο έπασχε από χρόνιο άσθμα κι ο άντρας της, ένας ογδοντάρης παππούς με γυάλινο βλέμμα, διαρκώς καρφωμένο στο πέλαγος, συνεχώς αμίλητος, «κοντά τριάντα χρόνια έχει να μιλήσει» – του είπαν με ύφος ανθρώπων που έχουν μάθει να αποδέχονται τη μοίρα τους), για τους άχρηστους πολιτικούς ξανά και ξανά, για την ημέρα του Σωτήρος (γιόρταζε αυτός με το χιτλερικό μουστάκι) και πέρσι που, στην επιστροφή, παρολίγον να γκρεμιστούν στον γκρεμό, επειδή ο Σωτήρης είχε παραπιεί (φέτος, στην επιστροφή, θα οδηγούσε οπωσδήποτε η κόρη του), για τη δουλειά του Σανιδόπουλου, για την απουσία του στο εξωτερικό (περιληπτικά, με πολλή προσοχή αυτά), για τις δουλειές στην Aθήνα και την παγκόσμια οικονομική κατάσταση (κάπως υποτιμητικά), για ένα νεότερο ξάδελφό τους που πέρασε εκείνη την ώρα με την Αλβανίδα γυναίκα του και το μικρό τους παιδί, για τον τουρισμό στο νησί που δεν δημιουργούσε και τόσες δουλειές (που μάλλον, όπως κατάλαβε, τους κούραζε ο πολύς κόσμος, δεν τρελαίνονταν όπως στα άλλα νησιά για τους τουρίστες), για τα κοπάδια τα κατσίκια που δεν μπορούν να τα αφήνουν ελεύθερα όπως παλιά, για τη νύχτα που έφερνε σιγά σιγά μια υγρασία, για το άσπρο πουκάμισο του ενός που δεν είχε ακόμα σιδερωθεί, για το μπάνιο που έμπαιναν ουρά ο ένας μετά τον άλλο, όπου ο προηγούμενος έβγαινε λαμπερός, φρεσκοξυρισμένος και πανευτυχής – οι γυναίκες κιόλας από την ώρα που έφτασαν ήταν πλυμένες και ντυμένες με τα γιορτινά τους ρούχα (το πρόσεξε αμέσως αυτό: ντύνονταν και φέρονταν πολύ πιο συντηρητικά από τις άλλες γυναίκες στη Xώρα), κι ενώ στην αρχή υποκρίθηκαν τις ενοχλημένες που οι άντρες τους κουβάλησαν ξένο τέτοια μέρα (το τόνισαν δυο τρεις φορές καθώς έφερναν αλλεπάλληλα πιάτα με μεζέδες: «Δεν μπορούσαν να τον περιποιηθούν όπως θα ήθελαν»), στη συνέχεια ήταν ευχαριστημένες, μέσα τους ήξεραν καλά: ήταν θείο δώρο να φτάσει στα σπίτια τους ένας ξένος, τέτοια γιορτινή μέρα, πότε άλλοτε θα συνέβαινε, από πότε είχε να συμβεί, τον παρακολουθούσαν και τον έτρωγαν οι γυναίκες τι φορούσε, τι κρατούσε, πώς μιλούσε, πώς γελούσε, ύστερα έριχναν ένα βλέμμα στους άντρες τους κι ήταν σαν να ησύχαζαν: δεν είχε αλλάξει ο κόσμος τόσο πολύ, δεν είχαν γίνει, βρε αδερφέ, κοσμοϊστορικές αλλαγές – και στο ίδιο συμπέρασμα είχαν φτάσει προ πολλού και οι άντρες τους: ύστερα από τόση μακριά συζήτηση με τον ξένο καταλάβαιναν ότι δεν χρειαζόταν να αλλάξουν απόψεις σε κάτι, τίποτε δεν τους τρόμαζε, ο ήλιος παρέμενε ήλιος και το μουνί μουνί, ναι, τα ήξεραν όλα.
Kι όταν με το βλέμμα απλανές κι αυτός (ένεκα η ρακή και το απέραντο πέλαγος ως πέρα μακριά) άρχισε να διηγείται ιστορίες από έξω, από την Aθήνα και τον κόσμο, κυρίως από τον κόσμο, όσο προχωρούσε, όσο έδινε λεπτομέρειες για το εργοστάσιο με τα χημικά που μόλυνε τον Pήνο, όσο εξηγούσε καλύτερα το φαινόμενο της όξινης βροχής που σκοτώνει και τα ελληνικά κυπαρίσσια, τόσο περισσότερο αισθανόταν κι ο ίδιος ότι τα ξέρουν όλα, ότι δεν υπάρχει κάτι καινούργιο να τους πει, έξω από τις στατιστικές (που στο κάτω κάτω δεν τις χειριζόταν και τόσο καλά) – όλα τα άλλα ήταν γνωστά ή αναμενόμενα ή, απλώς, θλιβερά, καμωμένα από την ίδια θλίψη που ζωγράφιζε από κτίσεως κόσμου την ανθρώπινη ματαιότητα.
Oπότε κάποια στιγμή σώπασαν κι άφησαν το βουνίσιο αεράκι, τη μυρωδιά των σκίνων και τη βραδινή υγρασία να σκεπάσουν τις ποτισμένες με ρακή φιγούρες τους. Mπήκαν στα Nτάτσουν και στα Tογιότα κι έφυγαν όλοι με δικαιολογημένη προσμονή για το πανηγύρι. Όλη αυτή την ώρα, ο Σανιδόπουλος δεν σκέφτηκε τίποτε από αυτά που τον απασχολούσαν το πρωί. H παρέα των σκληροτράχηλων βοσκών και των γυναικών τους είχε επικαθίσει σαν βάλσαμο πάνω στις χαίνουσες πληγές του παρασυμπαθητικού του συστήματος.
Μανία με την Άνοιξη, κεφ. «Του Σωτήρος», σ. 122-125.
Μια κουλτούρα παρακμής, ένας πολιτισμός της φτηνής κατανάλωσης, μια παιδεία ανεπρόκοπη επέτρεψαν σήμερα σε πάρα πάρα πολλούς ανθρώπους να σκέφτονται με την ίδια λογική της ανάθεσης της «δύσκολης δουλειάς» σε άλλους.
Τώρα που κάθε έννοια αλληλεγγύης έχει καταστραφεί (μαζί με την καταπάτηση, στρέβλωση, αλλοίωση, εξόντωση της ατομικής αξιοπρέπειας), τώρα που ο φόβος, ως κυρίαρχη στάση, έχει καλύψει όλο το φάσμα της ατομικής και της κοινωνικής ζωής, όλο και μεγαλύτερη μερίδα κόσμου προτιμά να αναθέτει αντί να δρα, αντί να δρα συλλογικά, αντί να διεκδικεί μαζικά, αντί να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει.
Πολύ φοβάμαι λοιπόν ότι με αυτές τις εκλογές, και ιδιαιτέρως αμέσως μετά, πολύς κόσμος θα περιμένει πράγματα που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν από τη μια μέρα στην άλλη, αδύνατον οποιαδήποτε κυβέρνηση να τα καταφέρει μετά από τόση σωρευτική καταστροφή, και αυτό, ανεξάρτητα από τις καλές ή λιγότερο καλές προθέσεις της. Ο κόσμος στην Ελλάδα, στην πλειονότητά του, έχει διαπαιδαγωγηθεί στο να αναθέτει, με τον πιο απλοϊκό τρόπο του κόσμου, στην Πολιτική: σε διάλεξα, τώρα κάνε αυτά που φαντάζομαι (και μου υποσχέθηκες, βεβαίως βεβαίως) ότι μπορείς να μου κάνεις. Επομένως καλό είναι, ιδιαιτέρως η Αριστερά, να μην προσφέρει μεγάλο καλάθι, αλλά μαζί με τις υποσχέσεις (που έτσι κι αλλιώς μεγεθύνονται στο εκλογικό φαντασιακό) να διδάσκει κιόλας τη δυσκολία του όποιου εγχειρήματος. Ο κόσμος αλλάζει δύσκολα νοοτροπία σ' αυτή τη χώρα. Πολύ δύσκολα (γι' αυτό και το εδώ παράθεμα από τη Μανία).
* Το σχόλιο αυτό (μαζί με το παρακάτω απόσπασμα από τη Μανία) ανέβηκε στο Facebook στις 7 Μαΐου 2014.
…ΤΟΝ ΚΕΡΑΣΑΝ ρακή με ελιές, παξιμάδι, ντομάτα, τυρί και παστό χοιρινό. Kαθώς είχε αφεθεί σε μια ατέρμονη συζήτηση με τους βοσκούς, για το τυρί, για τα ζώα, για τα αγριοκούνελα, για τον καιρό, για τα φίδια, για τη ρακή, για την Aθήνα, για την πολιτική, για την ντόπια πέτρα, για την κατασκευή του δρόμου, για το φράγμα και την τεχνητή λίμνη, για τους απατεώνες πολιτικούς («Αααχ… πού θα πάει, δεν θα βρεθεί ξανά ένας Παπαδόπουλος!» έκανε αναστενάζοντας μια γριά, που παρακολουθούσε από μακριά τη συζήτηση και περίμενε να δει, σμίγοντας τα φρύδια της, την αντίδραση του Σανιδόπουλου – όμως εκείνος δεν πρόλαβε επειδή ο ένας βοσκός, ο νεότερος, την κατακεραύνωσε με σκαιό τρόπο: «Σκάσε, μάνα!»), για τα κουνέλια (πάλι), για το ντόπιο κρασί (που θα έπιναν στο πανηγύρι), για τα κατσίκια (και το νόστιμο κρέας που θα έτρωγαν στο πανηγύρι), για τον τρόπο που έσκαβαν τα σπίτια τους στον βράχο, για τα παιδιά τους, για τις δυσκολίες στο σχολείο (με δύο παιδιά που έμεναν εδώ μόνο για το καλοκαίρι, για να βοηθάνε), για τις δυσκολίες στο πανεπιστήμιο (τις άκουσε υπομονετικά από την όμορφη κόρη εκείνου με το παχύ μουστάκι – βρισκόταν στο νησί μόνο για τις διακοπές κι έμενε στη Xώρα με συμφοιτήτριές της), για τις δυσκολίες αλλά και την ομορφιά της ζωής, για τους Aλβανούς που εργάζονταν κοντά τους δίχως να δημιουργούν πολλά προβλήματα, για τις τσιμούχες που είχαν χαλάσει στο ένα αυτοκίνητο, για τα Nτάτσουν που δεν είναι ίδια με τα Tογιότα, για τα προβλήματα που θα έχουν μέχρι να συνηθίσουν το ευρώ, για τον καθαρό αέρα και τον βρόμικο αέρα, για την παγκόσμια φτώχεια, για το ότι δεν υπάρχει πια φιλότιμο, για τη χαλασμένη υγεία (η γριά που είχε επικαλεστεί τον Παπαδόπουλο έπασχε από χρόνιο άσθμα κι ο άντρας της, ένας ογδοντάρης παππούς με γυάλινο βλέμμα, διαρκώς καρφωμένο στο πέλαγος, συνεχώς αμίλητος, «κοντά τριάντα χρόνια έχει να μιλήσει» – του είπαν με ύφος ανθρώπων που έχουν μάθει να αποδέχονται τη μοίρα τους), για τους άχρηστους πολιτικούς ξανά και ξανά, για την ημέρα του Σωτήρος (γιόρταζε αυτός με το χιτλερικό μουστάκι) και πέρσι που, στην επιστροφή, παρολίγον να γκρεμιστούν στον γκρεμό, επειδή ο Σωτήρης είχε παραπιεί (φέτος, στην επιστροφή, θα οδηγούσε οπωσδήποτε η κόρη του), για τη δουλειά του Σανιδόπουλου, για την απουσία του στο εξωτερικό (περιληπτικά, με πολλή προσοχή αυτά), για τις δουλειές στην Aθήνα και την παγκόσμια οικονομική κατάσταση (κάπως υποτιμητικά), για ένα νεότερο ξάδελφό τους που πέρασε εκείνη την ώρα με την Αλβανίδα γυναίκα του και το μικρό τους παιδί, για τον τουρισμό στο νησί που δεν δημιουργούσε και τόσες δουλειές (που μάλλον, όπως κατάλαβε, τους κούραζε ο πολύς κόσμος, δεν τρελαίνονταν όπως στα άλλα νησιά για τους τουρίστες), για τα κοπάδια τα κατσίκια που δεν μπορούν να τα αφήνουν ελεύθερα όπως παλιά, για τη νύχτα που έφερνε σιγά σιγά μια υγρασία, για το άσπρο πουκάμισο του ενός που δεν είχε ακόμα σιδερωθεί, για το μπάνιο που έμπαιναν ουρά ο ένας μετά τον άλλο, όπου ο προηγούμενος έβγαινε λαμπερός, φρεσκοξυρισμένος και πανευτυχής – οι γυναίκες κιόλας από την ώρα που έφτασαν ήταν πλυμένες και ντυμένες με τα γιορτινά τους ρούχα (το πρόσεξε αμέσως αυτό: ντύνονταν και φέρονταν πολύ πιο συντηρητικά από τις άλλες γυναίκες στη Xώρα), κι ενώ στην αρχή υποκρίθηκαν τις ενοχλημένες που οι άντρες τους κουβάλησαν ξένο τέτοια μέρα (το τόνισαν δυο τρεις φορές καθώς έφερναν αλλεπάλληλα πιάτα με μεζέδες: «Δεν μπορούσαν να τον περιποιηθούν όπως θα ήθελαν»), στη συνέχεια ήταν ευχαριστημένες, μέσα τους ήξεραν καλά: ήταν θείο δώρο να φτάσει στα σπίτια τους ένας ξένος, τέτοια γιορτινή μέρα, πότε άλλοτε θα συνέβαινε, από πότε είχε να συμβεί, τον παρακολουθούσαν και τον έτρωγαν οι γυναίκες τι φορούσε, τι κρατούσε, πώς μιλούσε, πώς γελούσε, ύστερα έριχναν ένα βλέμμα στους άντρες τους κι ήταν σαν να ησύχαζαν: δεν είχε αλλάξει ο κόσμος τόσο πολύ, δεν είχαν γίνει, βρε αδερφέ, κοσμοϊστορικές αλλαγές – και στο ίδιο συμπέρασμα είχαν φτάσει προ πολλού και οι άντρες τους: ύστερα από τόση μακριά συζήτηση με τον ξένο καταλάβαιναν ότι δεν χρειαζόταν να αλλάξουν απόψεις σε κάτι, τίποτε δεν τους τρόμαζε, ο ήλιος παρέμενε ήλιος και το μουνί μουνί, ναι, τα ήξεραν όλα.
Kι όταν με το βλέμμα απλανές κι αυτός (ένεκα η ρακή και το απέραντο πέλαγος ως πέρα μακριά) άρχισε να διηγείται ιστορίες από έξω, από την Aθήνα και τον κόσμο, κυρίως από τον κόσμο, όσο προχωρούσε, όσο έδινε λεπτομέρειες για το εργοστάσιο με τα χημικά που μόλυνε τον Pήνο, όσο εξηγούσε καλύτερα το φαινόμενο της όξινης βροχής που σκοτώνει και τα ελληνικά κυπαρίσσια, τόσο περισσότερο αισθανόταν κι ο ίδιος ότι τα ξέρουν όλα, ότι δεν υπάρχει κάτι καινούργιο να τους πει, έξω από τις στατιστικές (που στο κάτω κάτω δεν τις χειριζόταν και τόσο καλά) – όλα τα άλλα ήταν γνωστά ή αναμενόμενα ή, απλώς, θλιβερά, καμωμένα από την ίδια θλίψη που ζωγράφιζε από κτίσεως κόσμου την ανθρώπινη ματαιότητα.
Oπότε κάποια στιγμή σώπασαν κι άφησαν το βουνίσιο αεράκι, τη μυρωδιά των σκίνων και τη βραδινή υγρασία να σκεπάσουν τις ποτισμένες με ρακή φιγούρες τους. Mπήκαν στα Nτάτσουν και στα Tογιότα κι έφυγαν όλοι με δικαιολογημένη προσμονή για το πανηγύρι. Όλη αυτή την ώρα, ο Σανιδόπουλος δεν σκέφτηκε τίποτε από αυτά που τον απασχολούσαν το πρωί. H παρέα των σκληροτράχηλων βοσκών και των γυναικών τους είχε επικαθίσει σαν βάλσαμο πάνω στις χαίνουσες πληγές του παρασυμπαθητικού του συστήματος.
Μανία με την Άνοιξη, κεφ. «Του Σωτήρος», σ. 122-125.