Διαβάζοντας τον κόσμο διά του λόγου
Ποιητής, Διαγνωστικός, Πολεμικός
…μα είπα να συμμορφωθώ ως το τέλος
με τους κανόνες του παιχνιδιού
έστω κι αν παίζω εν ου παικτοίς
και βάζω μόνος μου τους κανόνες...
Άρης Αλεξάνδρου, Το Κιβώτιο, 1974
με τους κανόνες του παιχνιδιού
έστω κι αν παίζω εν ου παικτοίς
και βάζω μόνος μου τους κανόνες...
Άρης Αλεξάνδρου, Το Κιβώτιο, 1974
Η ΚΡΙΤΙΚΗ, όπως γίνεται αντιληπτό σε πολλές ιστοσελίδες αυτής της Biographia Literaria (βλ. π.χ.: εδώ, εδώ και εδώ), είναι σύμφυτη με τη γενικότερη δημιουργική δουλειά του Ά. Μ. Πιο σωστά: η κριτική, ως τέχνη καθεαυτή και ως εργαστήριο ανάγνωσης του κόσμου, αποτελεί «δομικό» συστατικό στην εν προόδω δουλειά του. Πέρα από τη συστηματική δουλειά στο περ. Προοδευτικός Κινηματογράφος (βλ. εδώ μενού FICTION: A. THE BEGINING) και την επί τριάντα και παραπάνω χρόνια κριτική αρθρογραφία του σε εφημερίδες και περιοδικά, μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια ότι δεν υπάρχει μυθοπλασία, δεν υπάρχει ποίημα ή νουβέλα του Ά. Μ. που να μην εμπεριέχει την κριτική, την πολεμική / παρεμβατική κριτική, στους αρμούς της.
Παράλληλα με τους πρώτους δασκάλους του στην ανάγνωση της εικόνας, ο Ά. Μ. αναγνώρισε πολύ νωρίς τους πρώτους δασκάλους του στην ανάγνωση του κειμένου: ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και οι μεγάλοι Ρώσοι προμαρξιστές Τσερνισέφσκι, Μπιελίνσκι, Ντομπρολιούμποφ του έδειξαν κρυφές αναγνωστικές ατραπούς, πολύ πριν έρθει σε επαφή με τον σοφό Αντόρνο ή τους Ρέιμοντ Ουίλιαμς, Τέρι Ίγκλετον, Ρολάν Μπαρτ, τον Τσβετάν Τοντόροφ ή τον Χάρολντ Μπλουμ. Και ήταν αυτοί, οι πρώτοι δάσκαλοι, που του επέτρεψαν να ενθουσιαστεί με τον Ντοστογιέβσκι του Μπαχτίν και, άρα, με τον δάσκαλο Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς Μπαχτίν. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεν συμφωνεί με κάποιες από τις απόψεις αυτών των πρώτων δασκάλων. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Όμως, επαναλαμβάνω, ήταν αυτοί οι δάσκαλοι που του άνοιξαν δρόμους να πορεύεται, που του έδειξαν «πώς γίνεται σωστά η δουλειά», που του εμφύσησαν πάθος, τόλμη, ενθουσιασμό και, μαζί, αυτή την πολύτιμη αίσθηση ακεραιότητας που οφείλει να διακατέχει όποιον τολμά να κρίνει την εποχή του.
Συνοψίζοντας: ο Ά. Μ. ποτέ δεν έπαψε να ασκεί δημοσίως κριτική σε εφημερίδες και περιοδικά. Κριτική ιδεών, κριτική της κουλτούρας, της λογοτεχνίας και της τέχνης, που τα θεωρεί ως ενιαίο πεδίο, αυτή είναι η δεσπόζουσα στο κριτικό του έργο – γεγονός που εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς αν ανατρέξει στα κυριότερα άρθρα στο μπλογκ του, σε δημοσιευμένες κριτικές σε εφημερίδες όπως π.χ. στο Βήμα της Κυριακής ή στην Κυριακάτικη Αυγή καθώς και στον τόμο Πορτρέτο του Συγγραφέα ως Κριτικού (επιμ.: Άννα Κατσιγιάννη - Κατερίνα Κωστίου, ΕΑΤΤ / Παν/μιο Πατρών, Τμήμα Νεοελληνικής λογοτεχνίας, Τόπος 2020). H κριτική του έχει συχνά μαχητικό, πολεμικό χαρακτήρα και ταυτόχρονα διαγνωστικό, ενώ δεν στερείται μιας κάποιας ποιητικότητας. Με αυτή την έννοια, ο τρόπος που υπέγραφε ο Νικόλας Κάλας στα τελευταία χρόνια της ζωής του, καλύπτει απόλυτα και τον ίδιο: Ποιητής, Διαγνωστικός, Πολεμικός.*
Υπάρχουν τρία-τέσσερα βιβλία που αποκρυσταλλώνουν τις βασικές θεωρητικές ιδέες του σ' αυτό το ευρύ πεδίο. Τον πρώτο λόγο, σαφώς, σ' αυτή την κριτική βιβλιογραφία κατέχει η δουλειά του στον Τζέιμς Τζόις, που περιλαμβάνει τρεις τόμους (ο δεύτερος έχει κάνει τέσσερις διαφορετικές επανεκδόσεις) και εκτενή αρθρογραφία. Αυτή η δουλειά παρουσιάζεται εδώ σε ξεχωριστή σελίδα.
Στη συνέχεια εκτίθεται μια επιλογή από τις κριτικές που θεωρείται ότι άσκησαν oρισμένη επίδραση στην εποχή τους. Ο τόμος, Διαφθορείς / Εραστές / Παραβάτες (Ελλ. Γράμματα 2006, βλ. εδώ), συμπυκνώνει τις κυριότερες θεωρητικές απόψεις του Ά. Μ. στο ζήτημα επανανάγνωσης της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ενώ ο προαναφερθείς τόμος Πορτρέτο του Συγγραφέα ως Κριτικού περιέχει μερικές από τις πλέον αντιπροσωπευτικές του κριτικές σε ευρύτερη θεματολογία.
Ως προς τη Θεωρία και Κριτική της κουλτούρας, ο ευσύνοπτος τόμος Πεδία Μάχης Αφύλακτα (εκδ. Τόπος 2014, βλ. επίσης εδώ) επικεντρώνεται σε ζητήματα που αφορούν κυρίως στη νεοελληνική πολιτισμική παρακμή κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες καθώς και στη διαμόρφωση των τεχνών στην εποχή του Διαδικτύου. Oπωσδήποτε, επειδή η σχετική αρθρογραφία του Ά. Μ. είναι εκτενής (και συνεχίζεται), κατά διαστήματα εδώ αναρτώνται άρθρα με έμφαση στην κριτική της κουλτούρας.
______________________________________________________________________________________________
* Poet, diagnostician, and polemicist, βλ. στο: Η Τέχνη την εποχή της Διακύβευσης και άλλα δοκίμια, μτφρ. Α. Παππάς, εκδ. Άγρα 1997, σ. 13.
«Ποιητής, Διαγνωστικός, Πολεμικός» είναι και ο επίτιτλος στη μελέτη του Ά.Μ. για τον Ν. Κάλας στο: Διαφθορείς / Εραστές / Παραβάτες, (σ. 212-224).
Παράλληλα με τους πρώτους δασκάλους του στην ανάγνωση της εικόνας, ο Ά. Μ. αναγνώρισε πολύ νωρίς τους πρώτους δασκάλους του στην ανάγνωση του κειμένου: ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και οι μεγάλοι Ρώσοι προμαρξιστές Τσερνισέφσκι, Μπιελίνσκι, Ντομπρολιούμποφ του έδειξαν κρυφές αναγνωστικές ατραπούς, πολύ πριν έρθει σε επαφή με τον σοφό Αντόρνο ή τους Ρέιμοντ Ουίλιαμς, Τέρι Ίγκλετον, Ρολάν Μπαρτ, τον Τσβετάν Τοντόροφ ή τον Χάρολντ Μπλουμ. Και ήταν αυτοί, οι πρώτοι δάσκαλοι, που του επέτρεψαν να ενθουσιαστεί με τον Ντοστογιέβσκι του Μπαχτίν και, άρα, με τον δάσκαλο Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς Μπαχτίν. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεν συμφωνεί με κάποιες από τις απόψεις αυτών των πρώτων δασκάλων. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Όμως, επαναλαμβάνω, ήταν αυτοί οι δάσκαλοι που του άνοιξαν δρόμους να πορεύεται, που του έδειξαν «πώς γίνεται σωστά η δουλειά», που του εμφύσησαν πάθος, τόλμη, ενθουσιασμό και, μαζί, αυτή την πολύτιμη αίσθηση ακεραιότητας που οφείλει να διακατέχει όποιον τολμά να κρίνει την εποχή του.
Συνοψίζοντας: ο Ά. Μ. ποτέ δεν έπαψε να ασκεί δημοσίως κριτική σε εφημερίδες και περιοδικά. Κριτική ιδεών, κριτική της κουλτούρας, της λογοτεχνίας και της τέχνης, που τα θεωρεί ως ενιαίο πεδίο, αυτή είναι η δεσπόζουσα στο κριτικό του έργο – γεγονός που εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς αν ανατρέξει στα κυριότερα άρθρα στο μπλογκ του, σε δημοσιευμένες κριτικές σε εφημερίδες όπως π.χ. στο Βήμα της Κυριακής ή στην Κυριακάτικη Αυγή καθώς και στον τόμο Πορτρέτο του Συγγραφέα ως Κριτικού (επιμ.: Άννα Κατσιγιάννη - Κατερίνα Κωστίου, ΕΑΤΤ / Παν/μιο Πατρών, Τμήμα Νεοελληνικής λογοτεχνίας, Τόπος 2020). H κριτική του έχει συχνά μαχητικό, πολεμικό χαρακτήρα και ταυτόχρονα διαγνωστικό, ενώ δεν στερείται μιας κάποιας ποιητικότητας. Με αυτή την έννοια, ο τρόπος που υπέγραφε ο Νικόλας Κάλας στα τελευταία χρόνια της ζωής του, καλύπτει απόλυτα και τον ίδιο: Ποιητής, Διαγνωστικός, Πολεμικός.*
Υπάρχουν τρία-τέσσερα βιβλία που αποκρυσταλλώνουν τις βασικές θεωρητικές ιδέες του σ' αυτό το ευρύ πεδίο. Τον πρώτο λόγο, σαφώς, σ' αυτή την κριτική βιβλιογραφία κατέχει η δουλειά του στον Τζέιμς Τζόις, που περιλαμβάνει τρεις τόμους (ο δεύτερος έχει κάνει τέσσερις διαφορετικές επανεκδόσεις) και εκτενή αρθρογραφία. Αυτή η δουλειά παρουσιάζεται εδώ σε ξεχωριστή σελίδα.
Στη συνέχεια εκτίθεται μια επιλογή από τις κριτικές που θεωρείται ότι άσκησαν oρισμένη επίδραση στην εποχή τους. Ο τόμος, Διαφθορείς / Εραστές / Παραβάτες (Ελλ. Γράμματα 2006, βλ. εδώ), συμπυκνώνει τις κυριότερες θεωρητικές απόψεις του Ά. Μ. στο ζήτημα επανανάγνωσης της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ενώ ο προαναφερθείς τόμος Πορτρέτο του Συγγραφέα ως Κριτικού περιέχει μερικές από τις πλέον αντιπροσωπευτικές του κριτικές σε ευρύτερη θεματολογία.
Ως προς τη Θεωρία και Κριτική της κουλτούρας, ο ευσύνοπτος τόμος Πεδία Μάχης Αφύλακτα (εκδ. Τόπος 2014, βλ. επίσης εδώ) επικεντρώνεται σε ζητήματα που αφορούν κυρίως στη νεοελληνική πολιτισμική παρακμή κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες καθώς και στη διαμόρφωση των τεχνών στην εποχή του Διαδικτύου. Oπωσδήποτε, επειδή η σχετική αρθρογραφία του Ά. Μ. είναι εκτενής (και συνεχίζεται), κατά διαστήματα εδώ αναρτώνται άρθρα με έμφαση στην κριτική της κουλτούρας.
______________________________________________________________________________________________
* Poet, diagnostician, and polemicist, βλ. στο: Η Τέχνη την εποχή της Διακύβευσης και άλλα δοκίμια, μτφρ. Α. Παππάς, εκδ. Άγρα 1997, σ. 13.
«Ποιητής, Διαγνωστικός, Πολεμικός» είναι και ο επίτιτλος στη μελέτη του Ά.Μ. για τον Ν. Κάλας στο: Διαφθορείς / Εραστές / Παραβάτες, (σ. 212-224).
Ο συγγραφέας ως κριτικός
1. Ο συγγραφέας ως κριτικός είναι ένας μεροληπτικός κριτικός; 2. Ο συγγραφέας ως κριτικός «κρίνει, ίνα κριθεί»; 3. Ποια κριτική ορίζεται (υπό του Ά. Μ.) ως «αφασική»; 4. Ισχύει ότι «…αμιγή λογοτεχνική κριτική ασκούν κατά κανόνα οι συγγραφείς που έχουν σαφή συνείδηση του πολιτισμικού και παιδαγωγικού τους ρόλου»;
Απάντηση του Ά. Μ. στην εισήγησή του σε ημερίδα του περιοδικού «ο Αναγνώστης» (Μάρτιος 2023) για τη νεοελληνική λογοτεχνία σήμερα.
Απάντηση του Ά. Μ. στην εισήγησή του σε ημερίδα του περιοδικού «ο Αναγνώστης» (Μάρτιος 2023) για τη νεοελληνική λογοτεχνία σήμερα.
Εδώ κατεβάζετε ως pdf το πλήρες κείμενο της εισήγησης καθώς και το λινκ στο περιοδικό «Αναγνώστης» (με κλικ επάνω στην εικόνα).
|
|
Παιδιά του Μαρξ και της Κόκα-Κόλα
Κείμενο που εκφωνήθηκε στα 35 χρόνια από τη δικτατορία σε συνέδριο για τον πολιτισμό της εποχής.*
Δημοσιεύτηκε στο περ. Πολίτης, τ. 99, Απρίλιος 2002, σ. 21-25.
Κείμενο που εκφωνήθηκε στα 35 χρόνια από τη δικτατορία σε συνέδριο για τον πολιτισμό της εποχής.*
Δημοσιεύτηκε στο περ. Πολίτης, τ. 99, Απρίλιος 2002, σ. 21-25.
* «O πολιτισμός στα χρόνια της δικτατορίας, τομές και συνέχεια». Διοργάνωση: Εταιρεία Πολιτικού Προβληματισμού «Νίκος Πουλαντζάς» σε συνεργασία με το Τμήμα Πολιτισμού του Συνασπισμού. Μουσείο Ιστορίας του Παν/μίου Αθηνών (Παλαιό Παν/μιο), Πλάκα 19-21 Απριλίου 2002.
Η προδικτατορική Ελλάδα από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και ύστερα υπήρξε, ως γνωστόν, μια εμφυλιοπολεμική χώρα, η οποία, στο επίπεδο των κυρίαρχων ιδεολογιών, σπαραζόταν σταθερά ανάμεσα στον Φόβο και την Αντίσταση. Όλες οι συμπεριφορές, όλες οι στάσεις ζωής, που την χαρακτηρίζουν αυτή την εποχή, απορρέουν από αυτή την αδυσώπητη συγκρουσιακή κατάσταση. Το πολιτικό υπόβαθρο, στο οποίο η τελευταία αρθώνεται, είναι το στυγνό κράτος της αμερικανόδουλης Δεξιάς αφενός, η σθεναρή αντίσταση της Αριστεράς αφετέρου. Το κοινωνικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε αυτή η εμφύλια διαμάχη είναι θαυμάσια αποτυπωμένο στις σελίδες για τον Εμφύλιο Πόλεμο που έδωσε ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης. Δεν χρειάζεται να σταθώ σ’ αυτή τη γνωστή κοινωνική πραγματικότητα. Την επισημαίνω απλώς ως ελάχιστη βάση συνεννόησης.
Θα σταθώ ωστόσο στις ιδεολογικές επιπτώσεις που είχε στη Ελληνική συνείδηση της δεκαετίας που έθρεψε την επτάχρονη δικτατορία. Στα 1967 ο Έλληνας ζει στο αστυνομικό κράτος του Φόβου: ο μέσος δεξιός υπηρετεί τον φόβο, ο μέσος αριστερός αντιστέκεται στον φόβο· ο δεξιός συντηρεί, υπό την προστατευτική σκιά του περιρρέοντος Φόβου, τα κεκτημένα του, αυτά που πείθεται ότι εξασφαλίζει (κάποτε μέσα από ύποπτες συναλλαγές με την τοπική ή κρατική αρχή) επειδή πειθαρχεί τυφλά στην εξουσία της Πατρίδος και της Θρησκείας. Ο αριστερός, από την άλλη, ακόμα και όταν βρίσκεται στα ακρότατα όρια της οικονομικής και κοινωνικής του αντοχής, επιβιώνει, με τη σειρά του, χάρη στην ακλόνητη ιδεολογική του πίστη.
Ο φιλελεύθερος αστός, ή ο δημοκράτης αγρότης που αισθάνεται ότι δεν ανήκει σε κάποιο από τα δύο σκέλη αυτού του αυστηρού σχήματος, είναι μια πολυτέλεια που δεν μπόρεσε να ανθήσει στην εμφυτευμένη από τους Αμερικάνους εμφυλιοπολεμική συνθήκη της κρατικής βίας και ρεμούλας. Αυτή η ενδιάμεση κατηγορία ωστόσο, στατιστικά αποτελούσε μια σιωπηλή πλειοψηφία συντηρητικού μικροαστισμού –εκείνου που δεν τολμούσε (ή δεν ήθελε) να πάρει ανοικτά θέση υπέρ καμίας πλευράς, αλλά που, ως αστείρευτη δεξαμενή, υδροδοτούσε και τα δύο στρατόπεδα. Πρόκειται για το Κέντρο που ως κοινωνικό σώμα φυτοζωεί ανέκαθεν στην Ελλάδα υπό το σκιάχτρο του Φόβου. Γι’ αυτό και, παρόλη την αναλαμπή Γεωργίου Παπανδρέου, δεν διαθέτει τη δυναμική της εξουσίας – σε οποιοδήποτε επίπεδο. Στην προδικτατορική Ελλάδα η λέξη «δημοκράτης» κατά κανόνα σημαίνει «αριστερός» και ερμηνεύεται έτσι σχεδόν από όλες τις παρατάξεις. Στην προδικτατορική Ελλάδα ο αριστερός είναι πρωτίστως αντιδεξιός, ο δεξιός είναι πρωτίστως αντικομμουνιστής…
Στο επισυναπτόμενο αρχείο μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο με βασικές θέσεις του Ά.Μ. για την κουλτούρα στη δικτατορία – μήτρα μέσα από την οποία γεννήθηκε το life-style φτηνό γούστο της λαϊκιστικής μεταπολίτευσης επί ΠΑΣΟΚ.
Η προδικτατορική Ελλάδα από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και ύστερα υπήρξε, ως γνωστόν, μια εμφυλιοπολεμική χώρα, η οποία, στο επίπεδο των κυρίαρχων ιδεολογιών, σπαραζόταν σταθερά ανάμεσα στον Φόβο και την Αντίσταση. Όλες οι συμπεριφορές, όλες οι στάσεις ζωής, που την χαρακτηρίζουν αυτή την εποχή, απορρέουν από αυτή την αδυσώπητη συγκρουσιακή κατάσταση. Το πολιτικό υπόβαθρο, στο οποίο η τελευταία αρθώνεται, είναι το στυγνό κράτος της αμερικανόδουλης Δεξιάς αφενός, η σθεναρή αντίσταση της Αριστεράς αφετέρου. Το κοινωνικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε αυτή η εμφύλια διαμάχη είναι θαυμάσια αποτυπωμένο στις σελίδες για τον Εμφύλιο Πόλεμο που έδωσε ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης. Δεν χρειάζεται να σταθώ σ’ αυτή τη γνωστή κοινωνική πραγματικότητα. Την επισημαίνω απλώς ως ελάχιστη βάση συνεννόησης.
Θα σταθώ ωστόσο στις ιδεολογικές επιπτώσεις που είχε στη Ελληνική συνείδηση της δεκαετίας που έθρεψε την επτάχρονη δικτατορία. Στα 1967 ο Έλληνας ζει στο αστυνομικό κράτος του Φόβου: ο μέσος δεξιός υπηρετεί τον φόβο, ο μέσος αριστερός αντιστέκεται στον φόβο· ο δεξιός συντηρεί, υπό την προστατευτική σκιά του περιρρέοντος Φόβου, τα κεκτημένα του, αυτά που πείθεται ότι εξασφαλίζει (κάποτε μέσα από ύποπτες συναλλαγές με την τοπική ή κρατική αρχή) επειδή πειθαρχεί τυφλά στην εξουσία της Πατρίδος και της Θρησκείας. Ο αριστερός, από την άλλη, ακόμα και όταν βρίσκεται στα ακρότατα όρια της οικονομικής και κοινωνικής του αντοχής, επιβιώνει, με τη σειρά του, χάρη στην ακλόνητη ιδεολογική του πίστη.
Ο φιλελεύθερος αστός, ή ο δημοκράτης αγρότης που αισθάνεται ότι δεν ανήκει σε κάποιο από τα δύο σκέλη αυτού του αυστηρού σχήματος, είναι μια πολυτέλεια που δεν μπόρεσε να ανθήσει στην εμφυτευμένη από τους Αμερικάνους εμφυλιοπολεμική συνθήκη της κρατικής βίας και ρεμούλας. Αυτή η ενδιάμεση κατηγορία ωστόσο, στατιστικά αποτελούσε μια σιωπηλή πλειοψηφία συντηρητικού μικροαστισμού –εκείνου που δεν τολμούσε (ή δεν ήθελε) να πάρει ανοικτά θέση υπέρ καμίας πλευράς, αλλά που, ως αστείρευτη δεξαμενή, υδροδοτούσε και τα δύο στρατόπεδα. Πρόκειται για το Κέντρο που ως κοινωνικό σώμα φυτοζωεί ανέκαθεν στην Ελλάδα υπό το σκιάχτρο του Φόβου. Γι’ αυτό και, παρόλη την αναλαμπή Γεωργίου Παπανδρέου, δεν διαθέτει τη δυναμική της εξουσίας – σε οποιοδήποτε επίπεδο. Στην προδικτατορική Ελλάδα η λέξη «δημοκράτης» κατά κανόνα σημαίνει «αριστερός» και ερμηνεύεται έτσι σχεδόν από όλες τις παρατάξεις. Στην προδικτατορική Ελλάδα ο αριστερός είναι πρωτίστως αντιδεξιός, ο δεξιός είναι πρωτίστως αντικομμουνιστής…
Στο επισυναπτόμενο αρχείο μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο με βασικές θέσεις του Ά.Μ. για την κουλτούρα στη δικτατορία – μήτρα μέσα από την οποία γεννήθηκε το life-style φτηνό γούστο της λαϊκιστικής μεταπολίτευσης επί ΠΑΣΟΚ.
culture__21st_april.pdf | |
File Size: | 138 kb |
File Type: |
Ο «Ποιητής, Διαγνωστικός, Πολεμικός» Ά. Μ. επί το έργον
Απόσπασμα ομιλίας για τον Ρεαλισμό / Μοντερνισμό (18.02.14, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών)
Απόσπασμα ομιλίας για τον Ρεαλισμό / Μοντερνισμό (18.02.14, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών)
Επί της λογοτεχνίας κριτικές του Ά. Μ. στον Τύπο που συζητήθηκαν
(εκθέτουν με σαφήνεια ορισμένο στίγμα και ύφος)
(εκθέτουν με σαφήνεια ορισμένο στίγμα και ύφος)
Είναι μια παλιά καλή παράδοση της κριτικής ανάγνωσης (όχι μόνο στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα: βλ. π.χ. Ροΐδη, Παλαμά, Ξενόπουλο, Τέλλο Άγρα, Καραντώνη, Κατσίμπαλη και φυσικά Λορεντζάτο, Σεφέρη και Ελύτη) ο συγγραφέας να μην περιορίζεται στην επιθεώρηση των προτερημάτων και ατυχιών τού υπό κρίση βιβλίου, αλλά να το εντάσσει σε ένα ευρύτερο φάσμα αναγνώσεων και κριτικής υποδοχής· γεγονός που επιτρέπει στον αναγνώστη αφενός, να έχει καλύτερη εποπτεία και αφετέρου, να διαμορφώνει, διά της διαλεκτικής συμφωνίας-ασυμφωνίας του, το δικό του αναγνωστικό κριτήριο. Σ' αυτή την παράδοση ανήκουν, ευθύς εξαρχής, οι περισσότερες κριτικές αναγνώσεις της λογοτεχνίας από τον Ά.Μ. Κατά κανόνα αυτού του τύπου η κριτική διαμορφώνει στην πορεία και ένα ορισμένο κριτικό ύφος, ένα ευανάγνωστο στιλ που επιτρέπει την ταύτιση κάποιων κειμένων με τον συγγραφέα. Με αυτά τα κριτήρια ως γνώμονα παραθέτουμε εδώ ένα μικρό δείγμα από αντιπροσωπευτικές (ορισμένες συζητήθηκαν εκτενώς) κριτικές του Ά.Μ.
Tέσσερις από αυτές συνδέονται με το κίνημα του ρομαντισμού, μία με την ρωσική πρωτοπορία, δύο με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό και μία ακόμα, αυτή για τον Γιώργο Χειμωνά, με τον ελληνικό μοντερνισμό.
____________________________________________________
Στα παρατιθέμενα έγγραφα, για λόγους καθαρά αρχειακούς, τηρείται ακριβώς η ορθογραφία, η σύνταξη κλπ. της πρώτης δημοσίευσής τους. To άρθρο υπό τον τίτλο το «Ατμόπλοιο του μοντερνισμού» αποτέλεσε την Εισαγωγή στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πάολο Νόρι (επιμέλεια Ά.Μ., εκδ. Ελλ. Γράμματα, 2006)· τo άρθρο για τον Γιώργο Χειμωνά δημοσιεύτηκε σε αφιέρωμα του περιοδικού Οδός Πανός για τον ποιητή (τ. 109, 2000)· εκείνο για τον Θάνατο του Βιργιλίου, του Μπροχ, στην Ελευθεροτυπία («Βιβλιοθήκη», 20.10.2000). Όλα τα υπόλοιπα άρθρα δημοσιεύτηκαν στο ένθετο «Βιβλία» του Βήματος της Κυριακής (τα αναζητάτε στο εδώ αρχείο της εφημερίδας).
Tέσσερις από αυτές συνδέονται με το κίνημα του ρομαντισμού, μία με την ρωσική πρωτοπορία, δύο με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό και μία ακόμα, αυτή για τον Γιώργο Χειμωνά, με τον ελληνικό μοντερνισμό.
____________________________________________________
Στα παρατιθέμενα έγγραφα, για λόγους καθαρά αρχειακούς, τηρείται ακριβώς η ορθογραφία, η σύνταξη κλπ. της πρώτης δημοσίευσής τους. To άρθρο υπό τον τίτλο το «Ατμόπλοιο του μοντερνισμού» αποτέλεσε την Εισαγωγή στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πάολο Νόρι (επιμέλεια Ά.Μ., εκδ. Ελλ. Γράμματα, 2006)· τo άρθρο για τον Γιώργο Χειμωνά δημοσιεύτηκε σε αφιέρωμα του περιοδικού Οδός Πανός για τον ποιητή (τ. 109, 2000)· εκείνο για τον Θάνατο του Βιργιλίου, του Μπροχ, στην Ελευθεροτυπία («Βιβλιοθήκη», 20.10.2000). Όλα τα υπόλοιπα άρθρα δημοσιεύτηκαν στο ένθετο «Βιβλία» του Βήματος της Κυριακής (τα αναζητάτε στο εδώ αρχείο της εφημερίδας).
Ι. Aπό τα αρχέτυπα του ρομαντισμού σε μια θεωρία για τον ρομαντισμό
Το Φάντασμα του Μπάιρον
Γκαμπριέλ Ματζνέφ: Η διαιτητική του λόρδου Βύρωνα Μετάφραση: Γιώργος Ράικος, Καστανιώτης 1999, σ. 226. Πωλ Γουέστ: Ο γιατρός του λόρδου Βύρωνα Μετάφραση: Δημήτρης Παππάς. Επιμ., σημειώσεις: Άννυ Σπυράκου Αλεξάνδρεια 1999, σ. 442. Φεντερίκο Ανδαχάζι: Οι Ελεούσες. Μετάφραση: Στράτος Ιωαννίδης Ελληνικά Γράμματα 1999, σ. 187. Μια νύκτα του Ιουνίου του 1816, ο ποιητής λόρδος Τζώρτζ Γκόρντον Μπάυρον και ο ποιητής Πέρσυ Μπήσυ Σέλλεϋ, μαζί με την Μαίρη Γκόντγουιν, ερωμένη του τελευταίου, την Κλερ Κλέρμοντ (ετεροθαλή αδελφή της Μαίρης και ερωμένη του Μπάυρον), και τον προσωπικό γιατρό του Μπάυρον, Τζων Ουίλλιαμ Πολιντόρι, βρίσκονται υπό καταρρακτώδη βροχή στις όχθες της λίμνης Λεμάν, έγκλειστοι στη βίλλα Ντιοντάτι· μέσα στις βροντές και τις αστραπές της θυελλώδους νύχτας, ο Μπάυρον βάζει ένα στοίχημα: we will each write a ghost story, να γράψει ο καθένας τους μια ιστορία με φαντάσματα. Η νουβέλα της Μαίρης Γκόντγουιν που προέκυψε από το στοίχημα, ο Φρανκεστάϊν, θα μείνει στην ιστορία ως αρχέτυπο του είδους. Ο γιατρός Πολιντόρι έγραψε επίσης δύο ιστορίες: το Ernestus Berchtold, or The Modern Oedipus, και μία ακόμα που –αν και λιγότερο γνωστή από τον Φράνκεστάιν– έμελλε να έχει τεράστια διάδοση: ο Βρυκόλακάς του θα εμπνεύσει εκατοντάδες έργα της παραλογοτεχνίας και του μελοδράματος και οπωσδήποτε ένα ακόμα αρχετυπικό έργο: τον Δράκουλα του ιρλανδού Μπραμ Στόουκερ στα 1897. Τα δύο από τα τρία βιβλία που κρίνονται εδώ έχουν στο κέντρο της έμπνευσής τους αποκλειστικά εκείνο το καλοκαίρι του 1816. Το τρίτο εκ προθέσεως παραμένει γενικότερο γι’ αυτό και συνιστούμε να διαβαστεί πρώτο. Πραγματικά αυτά τα τρία βιβλία μπορούν να διαβαστούν σε μια σειρά. Το πρώτο, του Γκαμπριέλ Ματζνέφ, εξοικειώνει τον αναγνώστη με την εν γένει διαιτητική του Βύρωνα, δηλαδή τις βουλιμικές του ορέξεις, γαστριμαργικές, ερωτικές, διανοητικές, καθώς και τους περίπλοκους μεταξύ τους συνδυασμούς προκειμένου να τις κορέσει. Το δεύτερο, του Πωλ Γουέστ, παίζει με το πνεύμα του βυρωνισμού, ανασκάπτοντας με συναρπαστική τέχνη και γνώση την βαθύτερη ουσία του. Το τρίτο, του αργεντινού Φεντερίκο Ανδαχάζι, είναι μια διασκεδαστική extravaganza που θα γίνει πολύ πιο κατανοητή και απολαυστική εφόσον έχουν διαβαστεί τα προηγούμενα βιβλία. Η βιβλιογραφία για τους Μπάυρον και Σέλλεϋ αφιερώνει πολλές σελίδες σ’ εκείνο το καλοκαίρι στην λίμνη Λεμάν, όπου οι Σέλλεϋ (Πέρσυ, Μαίρη και Κλερ) με τους Μπάυρον και Πολιντόρι αντάλλαξαν αμοιβαία ιδέες, ερωτικά χάδια και ψυχικές εμπειρίες. Η συνάντηση αυτών των πέντε προσώπων συμπυκνώνει, και μόνο αν περιοριστούμε στα ιστορικά τεκμήρια, μια γενναία ποσότητα εκρηκτικού μίγματος λογοτεχνίας και πραγματικότητας… Διαβάστε στο επισυναπτόμενο αρχείο τη συνέχεια του άρθρου (02.04.2000, εφημ. Το Βήμα της Κυριακής / Βιβλία):
|
Από τη Νοσταλγία στην Εξέγερση
Isaiah Berlin: Οι Ρίζες του Ρομαντισμού Μετ. Γ. Παπαδημητρίου, Εκδ.: Scripta, 2000, σελ. 261. Michael Löwy και Robert Sayre: Εξέγερση και Μελαγχολία, Ο Ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεοτερικότητας Μετ. Δ. Καββαδία. Εισαγωγή: Γ. Καραμπελιάς. Εκδ.: Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1999, σελ. 422. Για τον Γκαίτε, τον αγαπημένο των ρομαντικών, «το Ρομαντικό ισοδυναμεί με αρρώστια ενώ το Κλασικό με υγεία», για τον Χάινε αντιθέτως: «το Κλασικό δηλώνει το πεπερασμένο ενώ το Ρομαντικό δηλώνει ακόμα και το απέραντο»· τον νεο-κλασικό ζωγράφο Νταβίντ αποθέωναν περιέργως (ακόμα και μετά θάνατον) οι ρομαντικοί επαναστάτες, ενώ αντιθέτως ο εμφανώς “ρομαντικός” Ντελακρουά προσδιόριζε τον εαυτό του ως «γνήσιο κλασικό»· αν τώρα για τον Φρίντριχ Σλέγκελ (1772-1829, “υπαίτιο” για την εισαγωγή του όρου Ρομαντισμός στη λογοτεχνία) το Ρομαντικό είναι τόσο ευρύ ώστε να ορίζεται ως «εκείνο που απεικονίζει με φανταστική μορφή κάποιο στοιχείο που προκαλεί συγκίνηση», για τον Σταντάλ είναι πολύ ευρύτερο: κατά τον περίφημο αφορισμό του (στο Racine et Shakespeare): «όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς υπήρξαν ρομαντικοί στον καιρό τους». Για τους μισούς ρομαντικούς το κίνημα είναι ταυτισμένο με την ανεπιτήδευτη χαρά της ζωής, με τη ελεύθερη φύση, την αυθόρμητη ενέργεια, τη βούληση για ζωή, το γαλάζιο του ουρανού... Για τους άλλους μισούς, ρομαντισμός είναι ο πυρετός, η αρρώστια, ο μαρασμός, το γοτθικό έρεβος, ο θάνατος. Για κάποιους ο ρομαντισμός είναι ταυτισμένος με την απέραντη νοσταλγία για ένα χαμένο Οίκο ή Κέντρο, τυλίγεται σε μεθυστικά όνειρα και μια γλυκιά μελαγχολία, περιλαμβάνει τα δεινά της εξορίας και την αίσθηση της αποξένωσης· για κάποιους άλλους όμως ισοδυναμεί με την ισχυρή αίσθηση του ανήκειν σε μια τάξη, σε ένα έθνος, σε μια παράδοση, σε μια ενότητα που διατρέχει η ίδια γη και το ίδιο αίμα. Για πολλούς Ρομαντισμός σημαίνει την διαρκή εξέγερση στο συμβατικό, στο στατικό και στο αγοραίο, και ταυτίζεται με τον πόθο της Ουτοπίας, για κάποιους άλλους, συμπυκνώνει την επιστροφή σε ένα ηρωικό και ευγενές παρελθόν, μεσαιωνικό, μυστικιστικό και κάποτε άκρως εθνικιστικό. Για τον Ρομαντισμό υπάρχουν τόσες απόψεις όσες και οι ρομαντικοί αλλά και οι κατά καιρούς στοχαστές που ασχολήθηκαν με την ερμηνεία του. Τα δύο βιβλία που εξετάζονται εδώ αποδεικνύουν σε εξαντλητικό βαθμό του λόγου το αληθές. Ένα μεγάλο μέρος στην αρχή και των δύο βιβλίων επικεντρώνεται άλλωστε στην προσπάθεια ορισμού αυτής της “δύστροπης” έννοιας –προσπάθεια που, δίχως υπερβολή, αποτελεί παράδοση σε όλες τις πραγματείες περί Ρομαντισμού… Εξυπακούεται πως οι συγγραφείς αμφοτέρων των βιβλίων θεωρούν δεδομένες τις τεράστιες επιπτώσεις του Ρομαντισμού στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό… Διαβάστε στο επισυναπτόμενο αρχείο τη συνέχεια του άρθρου (04.06.2000, εφημ. Το Βήμα της Κυριακής / Βιβλία):
|
ΙΙ. Οι Ρώσοι επίγονοι του Ρομαντισμού: Πούσκιν – Λέρμοντοφ
Το Είδος του Ονέγκιν
Αλεξάντρ Πούσκιν: Ευγένιος Ονέγκιν
Μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ Καστανιώτης 2000, σελ. 235. Μπορούμε να ειπούμε ότι ο Ευγένιος Ονέγκιν
αποτελεί εγκυκλοπαίδεια της ρώσικης ζωής. Βησσαρίων Γκ. Μπιελίνσκι, Ευγένιος Ονέγκιν, (2ο άρθρο) Πέρισυ συμπληρώθηκαν και γιορτάστηκαν δεόντως ανά τον κόσμο τα 200 χρόνια από την γέννηση του Αλεξάνδρου Σεργκέγιεβιτς Πούσκιν (1799-1837). Ο Πούσκιν, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, πέθανε εξαιρετικά νέος, ύστερα από μια μονομαχία τιμής, αφήνοντας πίσω του περί τα 800 λυρικά και καμμιά δωδεκαριά αφηγηματικά ποιήματα, καθώς και δοκίμια, τα περισσότερα από τα μισά δημοσιευμένα μεταθανατίως, εξαιτίας της τσαρικής λογοκρισίας. Η γλώσσα του, ένα πλούσιο, μίγμα παλαιών Σλαβόνικων και ρωσικής καθομιλούμενης της εποχής του, έβαλε τα θεμέλια της νεότερης Ρωσικής λογοτεχνίας. Φυσιογνωμία με εκλεκτική συγγένεια προς τον Βύρωνα (και πολλά κοινά βιογραφικά στοιχεία: όπως τα ταξίδια φυγής, τους παθιασμένους έρωτες και την ανάμιξη στην πολιτική), τον “ανακάλυψε” στα είκοσί του χρόνια και με τη σειρά του αναγνωρίστηκε εξίσου νέος, ηγετική φυσιογνωμία του Ρομαντισμού στη χώρα του. Στα 1823, εποχή που στην Ρωσία δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί μια εθνική αφήγηση στον πεζό λόγο, ο Πούσκιν ξεκίνησε να γράφει ένα έμμετρο αφήγημα, τον Ευγένιο Ονέγκιν, που τελείωσε οκτώ χρόνια αργότερα.
Η υπόθεση του βιβλίου: Ο Ευγένιος Ονέγκιν, νεαρός παρακμίας αριστοκράτης από την Πετρούπολη, κληρονομεί ένα θείο του και αποσύρεται στα κτήματά του. Εκεί γίνεται φίλος με τον Βλαδίμηρο Λένσκι, έναν ποιητή που είναι ερωτευμένος με ένα κορίτσι της περιοχής, την Όλγα Λαρίνα. Η μεγαλύτερη αδελφή της Τατιάνα, ερωτεύεται τον Ονέγκιν αλλά εκείνος την αποκρούει επιμένοντας ότι δεν θέλει να την καταδικάσει στην εφήμερη, έκλυτη ζωή του. Λίγο μετά, σ’ ένα τοπικό χορό, ο Ονέγκιν σε μια κρίση εγωισμού προσβάλλει την Όλγα, ο Λένσκι τον προκαλεί σε μονομαχία και ο Ονέγκιν τον σκοτώνει. Τρία χρόνια αργότερα, ο Ονέγκιν συναντά την Τατιάνα σε άλλο χορό, στην Πετρούπολη· είναι πλέον παντρεμένη με έναν πρίγκηπα. Ο έρωτας αφυπνίζεται στον Ονέγκιν αλλά η Τατιάνα, που πλέον έχει αποκτήσει πικρή πείρα από τον χαρακτήρα του παλιού της έρωτα, τον αποκρούει με τη σειρά της. Ο Ονέγκιν, είναι ένα είδος βυρωνικού έπους, όπου τα μεγάλα και υψηλά πλέκονται, κατά τον συνήθη τρόπο του ρομαντισμού, στη μικρή καθημερινότητα, εν προκειμένω της ρώσικης αριστοκρατίας του 19ου αιώνα. Ωστόσο ο Πούσκιν υπερβαίνει θαρραλέα την ίδια την ρομαντική παράδοση που τον διαμόρφωσε. Το βυρωνικό πρότυπο του Τσάιλντ Χάρολντ ή του Δον Ζουάν δεν είναι το δικό του· αυτός αποστασιοποιείται από τους ήρωές του τη στιγμή που ο Μπάυρον αποτελεί την δαιμονική σκιά των δικών του… Διαβάστε στο επισυναπτόμενο αρχείο τη συνέχεια του άρθρου (14.05.2000, εφημ. Το Βήμα της Κυριακής / Βιβλία):
|
O Tελευταίος Bυρωνικός
Mιχαήλ Λέρμοντοφ: Ένας Ήρωας του Kαιρού μας Mετάφραση Kατερίνα Aγγελάκη-Pουκ Kαστανιώτης 1998, σελ. 228. Tο Ένας Ήρωας του Kαιρού μας (1839-1840) βρίσκεται στο τέλος μιας ρομαντικής διαδρομής που έχει την αφετηρία της στον Bέρθερο (1774) και στα Xρόνια Mαθητείας του Bίλχελμ Mάιστερ (1776-1796) του Γκαίτε όπως και στις Eξομολογήσεις του Pουσσώ (1781)· διαδρομής που διακλαδίζεται ύστερα στο Atala (1801) και στο René (1805) του Σατωβριάνδου για να κορυφωθεί στο Πρελούδιο (1805) του Γουέρντσγουορθ και στο Προσκύνημα του Childe Harold (1812-1817) του Bύρωνα, ώστε να καταλήξει στον Δον Zουάν (1819-1824) του ίδιου, στις Eξομολογήσεις ενός Άγγλου Oπιομανούς του Nτε Kουϊνσυ (1821), στον Eυγένιο Oνιέγιν (1823-31) του Πούσκιν και τέλος στις Eξομολογήσεις ενός Nέου του Aιώνα μας (1836) του Mυσσέ. Aνήκει δηλαδή σε εκείνη την τάση του ρομαντισμού που στην αφήγησή της λανθάνει περισσότερο ή λιγότερο εμφανώς η αυτοβιογραφία. Tο ενδιαφέρον όμως σ’ αυτό το έργο του Λέρμοντοφ είναι ότι το μάθημα του ρομαντισμού και πιο συγκεκριμένα του βυρωνισμού, διευρύνεται σε όρια που το καθιστούν αναμφισβήτητα το πρώτο ψυχολογικό μυθιστόρημα της Pωσίας και ένα από τα αριστουργήματα του είδους. O ποιητής Mιχαήλ Λέρμοντοφ γεννήθηκε στα 1814 στη Mόσχα και πέθανε μόλις 27 ετών, στα 1841, χτυπημένος σε μονομαχία. Eισήλθε δεκαέξι ετών στο Πανεπιστήμιο και γρήγορα με το θεατρικό του έργο Παράξενος Άνθρωπος που στρεφόταν εναντίον του φεουδαλισμού, έγινε ανεπιθύμητος στο κρατικό ίδρυμα. Eγκατέλειψε τις σπουδές του και κατετάγη στο Iππικό. Ως νεαρός αξιωματικός γνώρισε τόσο τη σκληρή ζωή του στρατού όσο και την κοσμική ζωή της Πετρούπολης. Στα 1837 ο μέντοράς του Πούσκιν (1799-1837) σκοτώνεται σε ηλικία 38 ετών κατόπιν μονομαχίας. Tο ποίημα O Θάνατος του Ποιητή, που γράφει με την ευκαιρία ο μόλις είκοσι τριών ετών Λέρμοντοφ, τον καθιστά αυτομάτως γνωστό σε όλη τη χώρα. Tαυτοχρόνως όμως, λόγω των υπαινιγμών του εναντίον της τσαρικής αυλής, το ποίημα τον καταδικάζει σε ένα είδος εξορίας: Aπό την Πετρούπολη ο Λέρμοντοφ μετατίθεται στο Nιζγκόρσκ της Γεωργίας, στον Kαύκασο. Eπιστρέφει τον άλλο χρόνο στην Πετρούπολη αλλά σε δύο χρόνια εξορίζεται πάλι στο ίδιο μέρος, εξαιτίας μιας αναίμακτης μονομαχίας με τον γιο του γάλλου πρέσβη. Στον δρόμο για τον Kαύκασο σταθμεύει για λίγο στα Iαματικά Λουτρά του Πιατιγκόρσκ όπου συναντά έναν παλιό συμμαθητή του με τον οποίο μονομαχεί και σκοτώνεται κατά τον ίδιο τρόπο που τέσσερα χρόνια πριν εξέπνευσε ο Πούσκιν. H ζωή του Λέρμοντοφ, που αδρά σκιαγραφήθηκε εδώ, θυμίζει βεβαίως την αντίστοιχη του βυρωνικού ποιητή. Kατά τον ίδιο τρόπο που η δημοσίευση των δύο πρώτων Cantos του Childe Harold’s Pilgrimage έκαναν εν μια νυκτί διάσημο τον εικοσιτεσσάρων ετών Bύρωνα τον Mάρτιο του 1812, η δημοσίευση του ποιήματος για τον θάνατο του Πούσκιν έκανε τον Λέρμοντοφ διάσημο σε όλη τη Pωσία. Eξάλλου τόσο στην περίπτωση του Tσάιλντ Xάρολντ όσο και σε εκείνη του Ήρωα του Kαιρού μας, η πρόσληψη του έργου από τους συγχρόνους, ήταν περισσότερο από φανερό ότι στον ήρωα του αντίστοιχου έργου “αναγνώριζε” ένα πορτραίτο του ρομαντικού καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία… Διαβάστε στο επισυναπτόμενο αρχείο τη συνέχεια του άρθρου (16.08.98, εφημ. Το Βήμα της Κυριακής / Βιβλία): |
romantism_iv_lermontov.pdf | |
File Size: | 129 kb |
File Type: |
ΙΙΙ. Ξεκλειδώνοντας την άρρητη φράση: από τον Γ. Χειμωνά στον Β. Χλέμπνικοφ
Ο Εχθρός του Γιώργου Χειμωνά
(σε όψεις τρεις) Η ζωή μας και το σπίτι μας ολόκληρο
κι όλες μας οι ιστορίες λέγονται Αγλαΐα. Γ. Χειμωνάς, Οι Χτίστες Ο λόγος του Γιώργου Χειμωνά είναι εκ φύσεως πολεμικός. Γι’ αυτό αντιμετωπίζει ανέκαθεν κρύφιους εχθρούς. Συνήθως όσοι τον επαινούν. Ο Εχθρός του Χειμωνά, τον περιγράφει, τον διαβάζει ως (ε)ξωτικό και τον κρίνει ολιγογράφο και αν-ιστόρητο. Ο Εχθρός του Χειμωνά λησμονά τις τρεις όψεις του. Πίσω από τις τρεις όψεις θα βρείτε κρυμμένον του Χειμωνά τον εχθρό –αλλά μπορεί και τον δικό σας.
1. Το Απερίγραπτο Aισθάνομαι ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις, ή πιο σωστά, με ελάχιστες παραγράφους που εξαιρούνται από τον κανόνα, οι αναφορές –λιγότερο ή περισσότερο κριτικές– στο έργο του Χειμωνά παρουσιάζουν μια δυσάρεστη ομοιότητα στις περιγραφές ή αναλύσεις τους. Να μην εξηγήσω πώς γίνεται αυτό. Δεν χρειάζομαι να πείσω. Όποιος διαβάζει, διαβάζει. Θα επιμείνω μόνο στην περιγραφή του φαινομένου· έχω την αίσθηση πώς ό,τι έχει γραφεί για να τον εξηγήσει επιστρέφει με ασφάλεια στον εαυτό του. Όποιος μιλά για τον Χειμωνά σκεπάζει τον Χειμωνά. Κάθε εξηγητική ή μη ομιλία για το έργο του βρίσκεται εξ ορισμού στα όρια της επικοινωνίας μαζί του. Ο Χειμωνάς αποτυπώνει –ας επαναλάβουμε κι εμείς την κοινοτοπία, αλλά με κάποια πειρακτική διάθεση– το άρρητο. Ή τουλάχιστον αυτό επιχειρεί να αποτυπώσει. Γι’ αυτό γνοιάζεται· όλα τα άλλα, αφορούν όλα τα άλλα. Κάθε κριτική ρήση που σπεύδει να τον ενσωματώσει στην όποια ρητή τάξη πραγμάτων αστοχεί αυτομάτως ως προς την υπόρρητη αταξία του “αυτιστικού” του σύμπαντος: στην απερίγραπτη ταυτότητά του. Αυτή είναι η μία όψη. 2. Το Παραβατικό Στην Ελλάδα δεν γνωρίζουμε να διαβάζουμε Χειμωνά. Κι όποιος διαβάζει ή, ακόμα χειρότερα, γράφει Χειμωνά, καταδικάζεται επίσης στο να μην διαβάζεται. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, εφόσον τα τελευταία σαράντα χρόνια, από τον Πεισίστρατο του εξήντα έως τον Θάνατο της Γερτρούδης του δυο χιλιάδες, ό,τι γράφεται ως Κανόνας στην χώρα μας ούτε γράφεται ούτε ασφαλώς διαβάζεται κατά τον τρόπο του Χειμωνά. Εφόσον μάλιστα ό,τι και παλαιόθεν γράφτηκε κατά τον δικό του τρόπο, πάντοτε ως άλλο διαβάστηκε. “Μειχτό πλην νόμιμο” το είδος του Χειμωνά, όπως θα μετέφραζε ο Πολυλάς τον Σολωμό, είδος πολλά οχληρό στον εκάστοτε Κανόνα. Ο Χειμωνάς γράφει κατά τον τρόπο των ποιητών που δεν είναι ποιητές διότι “πεζολογούν” –προσφιλής έκφραση του Σεφέρη, που κι αυτός δεν ήταν μικρότερος πεζολόγος, ούτε λιγότερο υπήκοος του μειχτού πλην νομίμου είδους της λογοτεχνίας. Παλαιόθεν λοιπόν υπάρχουν Χειμωνάδες: διαβάστε τη Γυναίκα της Ζάκυθος κατά τον τρόπο που το έργο αυτό ικετεύει, λησμονήστε τον Σολωμό των διδασκάλων και διαβάστε τη Γυναίκα κατά τον τρόπο του Χειμωνά, σαν να είναι εκείνη μια Αγλαΐα και αυτός ο Ιερομόναχος Διονύσιος· πως παίζουμε στην μουσική ένα κομμάτι σε άλλη κλίμακα ή με άλλο κλειδί και αλλάζει εντελώς ο ήχος και η απόλαυση. Η Γυναίκα της Ζάκυθος, που οι φιλόλογοι συρρίκνωσαν για ευκολία τους σε σάτιρα της σολωμικής συγκυρίας, είναι το αρχέτυπο του μειχτού είδους στο οποίο φοίτησε και πρόκοψε ο Χειμωνάς… ––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––– Διαβάστε στο επισυναπτόμενο αρχείο τη συνέχεια του άρθρου:
Η συνέχεια του άρθρου Πριν το ταξίδι με το ατμόπλοιο στο εδώ επισυναπτόμενο αρχείο.
|
Πριν το ταξίδι με το ατμόπλοιο
Εισαγωγή στο βιβλίο το Aτμόπλοιο του Mοντερνισμού του Πάολο Νόρι, μτφρ.: Έφη Καλλιφατίδη, επιμ. Ά.Μ., εκδ. Ελλ. Γράμματα, 2006. Αν, όμως, διαβάσετε έστω κι αυτήν ακόμα τη γραμμή, αν στ’ αλήθεια σας ενδιαφέρουν οι απαρχές της Pωσικής Πρωτοπορίας, έτσι όπως εμφανίστηκε στο τέλος του 1912, να ξέρετε ότι ισχύει και για μένα αυτό που είπε ο καθηγητής Νικιφόροφ του πανεπιστημίου της Πετρούπολης, στην εναρκτήρια διάλεξή του στα μαθηματικά, το έτος 1912: «Το θέμα είναι δύσκολο κι εγώ δεν ξέρω πολλά, αλλά κυκλοφορεί κόσμος που ξέρει πολύ λιγότερα από μένα».
Πάολο Nόρι: Tο Aτμόπλοιο του Mοντερνισμού Aρνούμαστε τον Πούσκιν, όπως εκείνος ο ίδιος στις δικές μας μέρες θ' απαρνιόταν την ποίησή του αν ήταν στη ζωή. Mήτσος Aλεξανδρόπουλος: Mαγιακόφσκι, τα εύκολα και τα δύσκολα (η φράση αποδίδεται στον Bελιμίρ Xλέμπνικοφ) Στο Aτμόπλοιο του Mοντερνισμού (πρωτότυπος τίτλος: Λαρδί) τα όρια ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα της εποχής που περιγράφεται και στη μυθοπλασία του βιβλίου εκ των πραγμάτων συγχέονται. Eπειδή στο βιβλίο πολλά πρόσωπα και πράγματα που σχετίζονται με τη λεγόμενη Pωσική Πρωτοπορία εμπλέκονται μαζί με άλλα, πλαστά, επινοημένα από τον συγγραφέα, θεωρήσαμε αναγκαίο το παρόν επεξηγηματικό σημείωμα που θα επιτρέψει στον αναγνώστη να απολαύσει απρόσκοπτα και πιο ευχάριστα αυτό το σημαντικό μυθιστόρημα αναφοράς.
Aπό τον Mαγιακόφσκι (του Mήτσου Aλεξανδρόπουλου) στον Xλέμπνικοφ (του Πάολο Nόρι) Kεντρικό θέμα του παρόντος βιβλίου είναι η ζωή και το έργο του Bελιμίρ Xλέμπνικοφ, του ποιητή που ενσαρκώνει ως την ακρότητά της την περίφημη ρωσική πρωτοπορία όπως αυτή αναπτύχθηκε μέχρι και τα πρώτα χρόνια της επανάστασης. O Nόρι, απέναντι στον έντονα μυθοποιημένο ποιητή Mαγιακόφσκι και στον εξίσου έντονα αποσιωπημένο ποιητή Xλέμπνικοφ, επιλέγει να «διαβάζει» εκείνη την ταραγμένη εποχή με τα μάτια του δεύτερου. Kατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο δικός μας συγγραφέας, ο Mήτσος Aλεξανδρόπουλος, «διαβάζει» στο δικό του βιβλίο αναφοράς (O Mαγιακόφσκι, τα εύκολα και τα δύσκολα, Eλληνικά Γράμματα 2000) την ίδια περίοδο με τα μάτια του επαναστάτη ποιητή. Eίναι παράξενη και πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η λογοτεχνική συνάντηση των δύο συγγραφέων. Tου πρεσβύτερου M. Aλεξανδρόπουλου και του νεότερου Π. Nόρι. O πρεσβύτερος στέκεται περισσότερο στον ενθουσιασμό της εποχής, στον εξεγερσιακό χαρακτήρα των διανοουμένων που εκφράστηκαν με τη στεντόρεια φωνή του Mαγιακόφσκι. Kαθώς βιογραφεί τον ηρωικό ποιητή έμμεσο μέλημά του είναι να αναδείξει τη δημιουργική δύναμη της επανάστασης που στη φλόγα της αφιέρωσε την ποίησή της μια ολόκληρη γενιά ρώσων διανοουμένων και συγγραφέων. O νεότερος συγγραφέας, ο Nόρι, καθώς βιογραφεί τον Xλέμπνικοφ, έχει εκ παραλλήλου στραμμένη τη ματιά του στο σήμερα, στους σημερινούς διανοούμενους και καλλιτέχνες. Aπό εδώ απορρέει και η αισθητή ειρωνεία του έργου· ειρωνεία που καλύπτει την πικρία για τη μοίρα «της γενιάς εκείνης που σπατάλησε τους ποιητές της»[1]. Πράγματι στον Nόρι η αφετηρία της σύγχρονης αφήγησής του ανιχνεύεται στην αποτυχία της Eπανάστασης να οικοδομήσει έναν «γενναίο, νέο κόσμο» αλλά και στη συνακόλουθη αποτυχία των πιο τολμηρών από τους πρωτοπόρους διανοούμενους της εποχής να υπερβούν τη συγκυρία τους και να διασώσουν τον εαυτό τους και το έργο τους. Γι' αυτό, ο ιταλός συγγραφέας, αντίθετα με τον έλληνα ομόλογό του, που αποδίδει τις δέουσες τιμές στους «συνοδοιπόρους» τού Mαγιακόφσκι (και συγκεκριμένα στον Xλέμπνικοφ), τηρεί επιθετική στάση απέναντι στον Mαγιακόφσκι θεωρώντας αυτόν και άλλους ποιητές ως ηθικά υπεύθυνους για την αποσιώπηση του Xλέμπνικοφ και τον πρόωρο θάνατό του… –––––––––––––––––––––––––––––– [1] Eπιτυχημένη διατύπωση του περίφημου γλωσσολόγου Pομάν Γιάκομπσον – βλ. στο Ατμόπλοιο, κεφ. XVII, 18. και Mαγιακόφσκι ό.π., σ. 356. |
ΙV. Ξεκλειδώνοντας τη μηχανή του σφάλματος
[από τον Μπαλζάκ (διά του Λαβατζέτο) στον Μαλρό (διά του Λιοτάρ)]
[από τον Μπαλζάκ (διά του Λαβατζέτο) στον Μαλρό (διά του Λιοτάρ)]
H Mηχανή του Eγκλήματος
H Mηχανή του Σφάλματος: Iστορία μιας ανάγνωσης Mario Lavagetto, Eκδόσεις Π. Tραυλός 1998, σ. 246. Yπάρχει μια καλολαδωμένη, καλά φροντισμένη μηχανή, το λογοτεχνικό κείμενο. H μηχανή αυτή είναι –κατά την φροϋδική άποψη– μια μηχανή εγκλήματος· η σημασία της μάλιστα δεν έγκειται τόσο στην εκτέλεση μιας πράξης όσο στην προσπάθεια να συγκαλυφθούν τα ίχνη της. Ό,τι κι αν μηχανεύεται ο δημιουργός για να απομπλέξει το κείμενο από την προσωπική του ζωή, όσο κι αν φροντίζει την τελειότητα της “μηχανής”, η μηχανή περιέχει στην εντελέχειά της το στίγμα του σφάλματος: σε κομβικά (ή και σε δευτερεύοντα) σημεία, νικά τη βούληση (και ακόμα τη λογική) του κατασκευαστή της. Eίναι λοιπόν η μηχανή του κειμένου σε τελική ανάλυση μια μηχανή του σφάλματος. Iδού σε γενικές γραμμές η ερευνητική / κριτική θεωρία που εξετάζει το ανά χείρας βιβλίο. Aλλά το βιβλίο υπερβαίνει με εκπληκτική μαεστρία τη στενότητα της θεωρίας και εκτείνεται στην ευρυχωρία της ίδιας της δημιουργικής πράξης· μετατρέπεται το ίδιο σε μυθοπλασία που δοκιμάζει την αντοχή της μηχανής του σφάλματος. H Grande Bretèche, ένα αφήγημα του Mπαλζάκ, αποτελεί το σώμα του εγκλήματος στο οποίο η θεωρία και η πράξη της μυθοπλασίας δοκιμάζεται όπως σε ανατομική τράπεζα. O Λαβατζέτο καθώς μας διαβάζει την Grande Bretèche, επινοεί έναν “αναγνώστη” που κάνει το ίδιο, προκειμένου να διευκολύνει απορίες αλλά και να αντιμετωπίσει το τυχαίο και το πιθανό. Eπινοεί δηλαδή μια κριτική persona που με τη σειρά της αναζητά τις διαφορετικές personae του Mπαλζάκ που έχουν διεισδύσει στην Grande Bretèche. Στο τέλος αυτού του αστυνομικού αφηγήματος συμβαίνει το καταπληκτικό: οι ήρωες / personae του Mπαλζάκ αναμειγνύονται με τους ήρωες / αναγνώστες του Λαβατζέτο (στην πορεία επινοεί κι άλλους τρεις...) αλλάζοντας ρόλους μεταξύ τους αλλά και με τον ίδιο τον Λαβατζέτο που περιγράφει κάθε του επιστημονικό βήμα σε αμιγές Mπαλζακικό ιδίωμα! Aνάμεσα στο “απονήρευτο” Grande Bretèche της αρχής του βιβλίου και στο ερμηνευτικά φορτισμένο του τέλους, η λογοτεχνική ευρυχωρία περιλαμβάνει τα πάντα. Tο πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι η ευρύχωρη Grande Bretèche του τέλους με τον φιλέρευνο “αναγνώστη”, τον Λαβατζέτο, τους ήρωες της Bretèche κλπ., μοιάζει να σκηνοθετήθηκε από τον αιώνιο (γιορτάζουμε φέτος τα 200 χρόνια από τη γέννησή του...) Mπαλζάκ. O λόγος είναι απλός: η Grande Bretèche είναι ένα φοβερά φονικό εργαλείο, δημιουργήθηκε στην κυριολεξία για να σκοτώνει! Tο πως και το γιατί το αφήνουμε στον αναγνώστη του βιβλίου να το ανακαλύψει μόνος του στο (απολαυστικότατο) τέλος... Διαβάστε στο επισυναπτόμενο αρχείο τη συνέχεια του άρθρου (06.06.1999, εφημ. Το Βήμα της Κυριακής / Βιβλία):
|
Kατά τον τρόπο του Mαλρό
Zαν-Φρανσουά Λυοτάρ, Mε την Yπογραφή Mαλρώ Mετάφραση: Oντέτ Bαρών-Bασάρ, Kαστανιώτης 1998, σ. 501. Oνομάζουμε Γραφή κάθε πάθος του οποίου η πράξη ενδέχεται να ξεφύγει από την Παλιλλογία. Z. Φ. Λυοτάρ. O Aντρέ Mαλρώ (1901-1976) βίωσε στην πολυδαίδαλη ζωή του την εκπνοή των μεγάλων αφηγήσεων του Θεού και του Aνθρώπου. O συμπατριώτης του Zαν Φρανσουά Λυοτάρ (1924-1998) προσδιόρισε στην θεωρία το τέλος αυτής της εποχής που καθιέρωσαν οι μεγάλες αφηγήσεις της νεωτερικότητας. O πρώτος έγινε γνωστός με το λιγότερο σημαντικό βιβλίο του, την Aνθρώπινη Συνθήκη (La Condition Humaine –έχει μεταφρασθεί παλαιότερα ως Aνθρώπινη Mοίρα), έργο του 1933, που κέρδισε το βραβείο Γκονκούρ της ίδιας χρονιάς κυρίως χάρη στην πολιτική συγκυρία. O δεύτερος έγινε γνωστός με το λιγότερο σημαντικό βιβλίο του, την Mετανεωτερική Συνθήκη (La Condition Postmoderne –μεταφράστηκε με τον ατεκμηρίωτο πλην καθιερωθέντα έκτοτε τίτλο H Mεταμοντέρνα Kατάσταση) έργο του 1979, που επίσης συνέπεσε με την τότε δημοσιογραφική συγκυρία για το μεταμοντέρνο. Aμφότεροι δραστηριοποιήθηκαν στον ευρύτερο αριστερό χώρο από νεαρή ηλικία αλλά διατήρησαν στάση μονίμως κριτική απέναντί του. Aμφότεροι διέκριναν την τέχνη ως κλειδί κατανόησης των μεγάλων ερωτημάτων και μεγάλο μέρος του έργου τους στηρίζεται σε ανάλογες διεισδυτικές παρατηρήσεις. Aμφότεροι τέλος έχουν μια ιδιόρρυθμη σχέση με τη γραφή: τα κείμενά τους προσδιορίζονται από ένα ύφος που μονίμως “παίζει” με τα είδη· αισθητικές ή φιλοσοφικές αναλύσεις, ποιητική γλώσσα και πολιτικός λόγος συμφύρονται σε ενιαίο ιδίωμα που πασχίζει να υποψιάσει τον αναγνώστη για το μη απεικονίσιμο, αυτό που παραμένει εν σιωπή και που μόνον η σπουδαία τέχνη δυνητικά το ενσαρκώνει. Γεγονός είναι ότι ο Λυοτάρ καταλήγει (στα τέλη του βίου του) εμβριθής αναγνώστης των “υπογραφών” Mαλρώ. Στoν ταραχώδη βίο εκείνου διαπιστώνει ένα “παράδειγμα” ρήξης με την Παλιλλογία (Redite). M’ αυτόν τον όρο ο Λυοτάρ ορίζει τη συμβατική αναπαραγωγή του νεωτερικού ανθρώπου που μέχρι τα μέσα του αιώνα νομιμοποιούν οι μεγάλες θρησκευτικές και πολιτικές αφηγήσεις… Διαβάστε στο επισυναπτόμενο αρχείο τη συνέχεια του άρθρου (31.01.1999, εφημ. Το Βήμα της Κυριακής / Βιβλία):
|
V. Kατέναντι του Θανάτου
Τα Όρια τoυ Κόσμου
(Xέρμαν Μπροχ: Ο Θάνατος του Βιργιλίου) «Υπάρχουν κείμενα στην παγκόσμια λογοτεχνία που η ανάγνωσή τους υπερβαίνει τα όρια του είδους αλλά και της αναγνωστικής διαδικασίας. Κάνω λόγο εδώ για μείζονα έργα που τέμνουν γενναία τον κανόνα της παράδοσης δημιουργώντας ένα αυτάρκες αφηγηματικό σύμπαν. Εξ ορισμού αυτά τα κείμενα έχουν τους δικούς τους μορφικούς και αφηγηματικούς νόμους. Ο αναγνώστης εμπρός τους εξ ανάγκης μεταβάλλεται πρώτα σε μαθητή και ύστερα σε οπαδό (ή και εχθρό). Τα μυητικά αυτά κείμενα κατά κανόνα δεν ελκύουν τον αναγνώστη “να τα διαβάσει”· μάλιστα τα περισσότερα στην αρχή τον απωθούν με τις αναγνωστικές τους “απαιτήσεις”. Αυτά τα κείμενα δεν διαβάζονται, με την έννοια που “δεν διαβάζεται” η Οδύσσεια (ομηρική και τζοϊσική) ή η Βίβλος. Επιστρέφει κανείς σ’ αυτά ακολουθώντας την σπείρα της όποιας πνευματικής του πορείας, μυούμενος λιγότερο ή περισσότερο στο Λόγο τους. Σ’ αυτά τα μείζονα έργα συγκαταλέγεται Ο Θάνατος του Βιργιλίου, του αυστριακού συγγραφέα Χέρμαν Μπροχ (1886-1951) – για πολλούς το δεύτερο σε σημασία έργο στον εικοστό αιώνα μετά το Ulysses του Τζέιμς Τζόις. Η κριτική που παραθέτουμε εδώ στηρίχτηκε στη στερεότυπη αγγλική έκδοση (Vintage International 1995) η οποία, όσον αφορά τόσο τους αγγλομαθείς όσο και τους γερμανομαθείς αναγνώστες, συστήνεται να συνοδεύει την ελληνική του απόδοση. Για να μην παρεξηγηθεί αυτή η πρόταση θα πρέπει να εξηγήσουμε ότι η αγγλική έκδοση επέχει τη θέση πρωτοτύπου κατά τον ίδιο τρόπο που αυτό συμβαίνει με αρκετά βιβλία του Μπέκετ. Η μεταφράστρια Jean Starr Untermeyer συνεργάστηκε συμβιωτικά και επί πέντε χρόνια με τον Μπροχ στη διάρκεια συγγραφής τού έργου. Το βιβλίο εκδόθηκε πρώτα αγγλικά (1945) και τον επόμενο χρόνο στα γερμανικά. Ο Τζορτζ Στάινερ του περίφημου After Babel, αποκαλεί δίγλωσσο το έργο και επισημαίνει ότι «το αγγλικό κείμενο είναι για πολλούς λόγους απαραίτητο στο πρωτότυπο» (Oxford Univ. Press, 1983, σ. 337). Δυστυχώς η ελληνική του απόδοση (από τα γερμανικά) καθιστά το αγγλικό “βοήθημα” απαραίτητο για πολλούς πρόσθετους λόγους…» Κάπως έτσι αρχίζει η κριτική που ασκήσαμε στη μετάφραση για το Ο Θάνατος του Βιργιλίου (τον Οκτώβριο του 2000 στη «Βιβλιοθήκη» της εφημ. Ελευθεροτυπία). Τη συνέχεια, που περιλαμβάνει επίσης έναν Οδηγό Ανάγνωσης αυτού του σημαντικότατου έργου, μπορείτε να την κατεβάσετε από το εδώ επισυναπτόμενο αρχείο.
|
…και Η Bιασμένη Mητρίδα
(Kάρλος Φουέντες: O Θάνατος του Aρτέμιο Kρους) O μεξικάνος συγγραφέας Kάρλος Φουέντες (γεν. 1928), μας είναι γνωστός από αρκετές μεταφράσεις βιβλίων του. Aπό τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νέας λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, συνομιλητής του Kούντερα, με σαφείς (αντιαμερικανικές) πολιτικές θέσεις, πολυγράφος και πολυβραβευμένος, εξέδοσε τον Θάνατο του Aρτέμιο Kρους στα 1962. Tο βιβλίο εξιστορεί τον βίο ενός επιφανούς ανθρώπου της εξουσίας, στο Mεξικό, λίγο πριν πεθάνει στα 1955. O Aρτέμιο Kρους, νόθος γιος ενός Iσπανού γαιοκτήμονα που τον εγκατέλειψε, και μιας σκλάβας με αφρικανική και ινδιάνικη καταγωγή, πολέμησε για τη μεξικανική Eπανάσταση, άλλαξε στρατόπεδα, πρόδωσε αρχηγούς και ιδέες, βίασε, εξαπάτησε, σκότωσε, παντρεύτηκε το χρήμα και την εξουσία, έπαιξε βρώμικα παιχνίδια με αμερικανικές εταιρείες και πράκτορες, έγινε ιδιοκτήτης μιας μεγάλης εφημερίδας και βουλευτής, συγκέντρωσε πολλές επιχειρήσεις υπό τον έλεγχό του, και τώρα αργοπεθαίνει τριγυρισμένος από τους ανθρώπους του. Kαθώς αργοπεθαίνει θυμάται άναρχα, περιστατικά της μακράς ζωής του που εκ των πραγμάτων δεν είναι μόνον δική του. Oι συνεχείς καταδύσεις στη μνήμη του ετοιμοθάνατου Kρους συγκεφαλαιώνουν μια πολύ ευρύτερη ύπαρξη με άπειρες μικρές ζωές. Στη διάρκεια της μακρόχρονης αναρίχησής του στην εξουσία, οι μικρές ζωές –αυτές που συγκροτούν την ψυχή μιας χώρας βιασμένης από ντόπιους και ξένους εκμεταλλευτές– γεννιούνται και πεθαίνουν αθόρυβα, υποταγμένες στη μοίρα τους. Ποιά υπήρξε η διαφορά του βιαστή Kρους από αυτούς τους μικρούς ανθρώπους; Σε ποιό βαθμό η κατακτητική συμπεριφορά απέναντι στην ίδια του τη χώρα και τους ανθρώπους της, του επέτρεψε να διαφοροποιήσει τη δική του μοίρα; σε ποιό βαθμό εν τέλει άλλαξε τη δική του ζωή και άρα και τη χώρα με τις μικρές ζωές; Tην ώρα του θανάτου, ζωή και πεπρωμένο γίνονται ένα. Tην ώρα του θανάτου, καθώς η ζωή ανασυντάσσεται απεγνωσμένα πριν διαλυθεί στο χάος, η Mνήμη αφυπνίζει την κοιμισμένη Eπιθυμία, γίνεται ένα μαζί της, πασχίζει να γίνει η μόνη «ικανοποιημένη επιθυμία»… Τη συνέχεια του άρθρου διαβάζετε στο εδώ επισυναπτόμενο αρχείο (01.08.1999, εφημ. Το Βήμα της Κυριακής / Βιβλία):
|
VΙ. Η κριτική της κριτικής
H εν πολλοίς παρανάγνωση της νουβέλας του Ά.Μ. True Love από τον συντάκτη κ. B. Χατζηβασιλείου στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία (13.07.08) υπό τον τίτλο Aμήχανο παιχνίδι καταστροφής, έδωσε την ευκαιρία στον συγγραφέα να γράψει μια γενικότερου ενδιαφέροντος κριτική απάντηση.
Την κατεβάζετε από το pdf παρατιθέμενο αρχείο. |
|
Δύο κριτικές καταθέσεις του Ά. Μ. για την ποιητική του Κ. Καβάφη με διαφορά 15 χρόνων
Ι. ντοκιμαντέρ Τάσου Ψαρρά (© ΕΡΤ Α.Ε. 2001-02) όπου εξετάζεται η διεθνής ταυτότητα του ποιητή.
ΙΙ. ντοκιμαντέρ του Χρήστου Μπάρμπα (© Cosmote TV 2017) στη σειρά «Αυτοί που τόλμησαν».
Ι. ντοκιμαντέρ Τάσου Ψαρρά (© ΕΡΤ Α.Ε. 2001-02) όπου εξετάζεται η διεθνής ταυτότητα του ποιητή.
ΙΙ. ντοκιμαντέρ του Χρήστου Μπάρμπα (© Cosmote TV 2017) στη σειρά «Αυτοί που τόλμησαν».
|
|