T A Δ Ε Δ Ο Μ Ε Ν Α Τ Η Σ Ζ Ω Η Σ Μ Α Σ
(α' έκδ.: 2002, β' 2015)
(α' έκδ.: 2002, β' 2015)
|
Εξαιρετική σε σύλληψη και σε παρουσίαση η ιστορία
που αφηγείται ο Μαραγκόπουλος, παραμένει φρέσκια, και σίγουρα στη χώρα μας, διαχρονική. Η γλώσσα του σε πολλές των περιπτώσεων δεν χαρίζεται και τα λέει έξω από τα δόντια, χρησιμοποιώντας ειρωνικό, μα κυρίως καυστικό ύφος. Οι ρόλοι που αναλαμβάνει να ενσαρκώσει ο συγγραφέας μέσω των επιστολών είναι πολλοί και σύνθετοι. Παρ’ όλα αυτά αντεπεξέρχεται με μεγάλη μαεστρία στο δύσκολο αυτό έργο ακολουθώντας κάθε φορά το ανάλογο ύφος. Περ. Ιndex, No 9, 2002 |
Ο Άρης Μαραγκόπουλος το 2000, όταν η χώρα με παροιμιώδη απάθεια βουτηγμένη στη σήψη, την παρακμή και την παραίτηση περίμενε την έλευση του νέου αιώνα με μεταρσιωτική έξαψη, γράφει το παρόν βιβλίο. Δύο χρόνια αργότερα και ενώ το πατριωτικό ρίγος της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων συντάρασσε το πανελλήνιο, εμφανίζεται με μια παράταιρη για τον ενθουσιώδη εφησυχασμό των ημερών έκδοση, που υποδείκνυε χωρίς συγκαλύψεις τη γενικευμένη διαπλοκή και στηλίτευε χωρίς περιστροφές την φαυλότητα των ολίγων και την παθητικότητα των πολλών.
Σήμερα δεκαπέντε σχεδόν χρόνια μετά, που το βιβλίο επανεκδίδεται με ένα επίκαιρο επίμετρο απολογιστικού χαρακτήρα του συγγραφέα, η δραματική οικονομική κρίση η οποία διαδέχτηκε τις ημέρες της αμεριμνησίας, σάρωσε μεμιάς «τα δεδομένα της ζωής μας» και φώτισε με διαφορετικό τρόπο τους ήρωες του αφηγήματος και την απεγνωσμένη αντίστασή τους. Ο χρόνος δικαίωσε αυτούς τους υπεράνω πάσης υποψίας συνταξιούχους με τον δονκιχωτικό οίστρο, που στην αυγή του 21ου αιώνα αναλαμβάνουν δράση γράφοντας μια σειρά εκφοβιστικών επιστολών σε ανυπόληπτα πρόσωπα του περιβάλλοντός τους. Τους αντιρρησίες συνείδησης που ξιφουλκούν με ασίγαστο μένος και νεανικό σφρίγος ενάντια στην αναξιοπρέπεια και το ψεύδος, την υποκρισία και την εθελοδουλία, την συμφεροντολογική απάθεια και τον χρηματισμό, τη συναίνεση και την άνευ όρων υποταγή σε ένα όραμα άκοπου πλουτισμού και επίπλαστης ευφορίας. Τους παλαίμαχους επαναστάτες επιστολογράφους που αντιστέκονται στις καλλίπυγες σειρήνες του lifestyle και τους ιδιοτελείς φαντασιοκόπους κήρυκες της ευζωίας, τους κυνικούς εγκάθετους της εξουσίας και τους φαύλους δημόσιους λειτουργούς, που λυμαίνονται ανενδοίαστα τα δημόσια πράγματα…
Μαρία Μοίρα, Εφημ. Αυγή, «Αναγνώσεις», 14.03.2016
Σήμερα δεκαπέντε σχεδόν χρόνια μετά, που το βιβλίο επανεκδίδεται με ένα επίκαιρο επίμετρο απολογιστικού χαρακτήρα του συγγραφέα, η δραματική οικονομική κρίση η οποία διαδέχτηκε τις ημέρες της αμεριμνησίας, σάρωσε μεμιάς «τα δεδομένα της ζωής μας» και φώτισε με διαφορετικό τρόπο τους ήρωες του αφηγήματος και την απεγνωσμένη αντίστασή τους. Ο χρόνος δικαίωσε αυτούς τους υπεράνω πάσης υποψίας συνταξιούχους με τον δονκιχωτικό οίστρο, που στην αυγή του 21ου αιώνα αναλαμβάνουν δράση γράφοντας μια σειρά εκφοβιστικών επιστολών σε ανυπόληπτα πρόσωπα του περιβάλλοντός τους. Τους αντιρρησίες συνείδησης που ξιφουλκούν με ασίγαστο μένος και νεανικό σφρίγος ενάντια στην αναξιοπρέπεια και το ψεύδος, την υποκρισία και την εθελοδουλία, την συμφεροντολογική απάθεια και τον χρηματισμό, τη συναίνεση και την άνευ όρων υποταγή σε ένα όραμα άκοπου πλουτισμού και επίπλαστης ευφορίας. Τους παλαίμαχους επαναστάτες επιστολογράφους που αντιστέκονται στις καλλίπυγες σειρήνες του lifestyle και τους ιδιοτελείς φαντασιοκόπους κήρυκες της ευζωίας, τους κυνικούς εγκάθετους της εξουσίας και τους φαύλους δημόσιους λειτουργούς, που λυμαίνονται ανενδοίαστα τα δημόσια πράγματα…
Μαρία Μοίρα, Εφημ. Αυγή, «Αναγνώσεις», 14.03.2016
Ι. Το ιστορικό της πρώτης γραφής
Μια κοινωνία σε κρίση πολύ πριν την οικονομική κρίση
Μια κοινωνία σε κρίση πολύ πριν την οικονομική κρίση
Η νουβέλα Tα Δεδομένα της Ζωής μας (επιστολική ως προς τη μορφή, πολιτική ως προς το σαφέστατο περιεχόμενο, σάτιρα ως προς το ύφος) γράφτηκε δυο χρόνια πριν την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη, αποτυπώνοντας στην πλοκή της τις πολλαπλές ψευδαισθήσεις με τις οποίες τότε ζούσε η πλειονότητα της χώρας. Η νουβέλα εκδόθηκε δυο χρόνια μετά (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2002). Αφορμή της στάθηκε ένα πολιτικό άρθρο με τον ίδιο τίτλο που ο Ά.Μ. είχε δημοσιεύσει στην Κυριακάτικη Αυγή τον Φεβρουάριο του 2000. Το άρθρο στη συνέχεια ενσωματώθηκε, με τις αναγκαίες επεμβάσεις για τη μυθοπλασία, στο κείμενο της νουβέλας.
Μάλιστα, έκτοτε, λόγω και της κασσάνδρειας διαχρονικότητάς του, αυτό το άρθρο υπό διαφορετικές συνθήκες αναδημοσιεύτηκε σε συνεντεύξεις, άλλα άρθρα κλπ. (βλ. π.χ. εδώ[1] και εδώ[2]) καθώς και στον πρόσφατο δοκιμιακό τόμο του Ά.Μ. Πεδία Μάχης Αφύλακτα (Τόπος 2014). Λίγοι κριτικοί κατάφεραν εκείνη την εποχή να αναγνωρίσουν το δυσοίωνο μέλλον για το οποίο προετοίμαζε αυτή η πολιτική μυθοπλασία, το μέλλον που είναι έκδηλο σε ό,τι βιώνουμε σήμερα. Όταν εκδόθηκαν για πρώτη φορά Τα Δεδομένα της Ζωής μας, επειδή το βιβλίο επιμένει αποκλειστικά (και άρα: ενσυνειδήτως) στην αποτύπωση της ψυχολογίας της μίας πλευράς, εκείνης του Μάνου και του Κλεάνθη, και όχι στην ψυχολογία της πλευράς της εξουσίας ή, με άλλα λόγια, στα θύματα της διαφθοράς και όχι στους θύτες, κάποιοι συντηρητικοί κριτικοί θεώρησαν ότι αυτή η «μονόχορδη» στάση υποβίβαζε τις λογοτεχνικές αξιώσεις του κειμένου. Οι νέοι, δεινοί καιροί αποφάσισαν ήδη για την ιστορική αξία αυτής της νουβέλας. Οι νέοι καιροί θα αποφασίσουν επίσης αν αυτή η πολιτική νουβέλα, που διαβάζεται σήμερα ως ιστορικό προοίμιο στην ανάγνωση της βαρβαρότητας που βιώνει η Ελλάδα της Κρίσης, έχει νόημα και ως αξιανάγνωστο λογοτεχνικό κείμενο… |
ΙI. Δυο λόγια για την πλοκή
Mια στιγμή ανυπακοής ήταν αρκετή. Για ν' αλλάξουν τα δεδομένα της ζωής τους. Για να γελάσουν ξανά. Δεκέμβριος 1999: Η κα Σαλταπήδα, γνωστή τηλεοπτική σταρ, αναγκάζεται από αγνώστους επιστολογράφους, να δωρίσει ως «αντίποινα» για το δημοφιλές πρόγραμμά της, μεγάλη ποσότητα από αναγκαία βιβλία σε δημοτικές βιβλιοθήκες· παρομοίως, ένας ασυνείδητος πανεπιστημιακός γιατρός που εισπράττει κανονικά τα «φακελάκια» του, απειλείται ότι, αν δεν επιστρέψει τα χρήματα στους ασθενείς του, όλο το αμφιθέατρο της Ιατρικής θ' ακούσει μαγνητοφωνημένο ντοκουμέντο από τις παράνομες συναλλαγές του· στο μεταξύ, ένας χρηματισμένος εφοριακός βλέπει ανήμερα Χριστουγέννων ν' αρπάζει φωτιά το σαλόνι της καινούργιας μεζονέτας του, ενώ ένας διεφθαρμένος βουλευτής του «Λοιπού Αττικής», κάτω από την πίεση σοβαρών απειλών υποχρεώνεται να χρηματοδοτήσει ό,τι μισεί περισσότερο: οργανώσεις που προστατεύουν άγρια ζώα. Το βιβλίο στηρίζεται αποκλειστικά σε επιστολές που ανταλλάσσουν οι ήρωες μεταξύ τους. Βασικοί πρωταγωνιστές δύο συνταξιούχοι, ο Μάνος στην Αθήνα και ο Κλεάνθης στην Θεσσαλονίκη που αναλαμβάνουν με την αποστολή ανώνυμων επιστολών να εκφοβίσουν διεφθαρμένους βουλευτές, πολεοδόμους, εφοριακούς, γιατρούς, σταρ των μίντια, διεκδικώντας με αυτό τον τρόπο τα «δεδουλευμένα», όπως τα αποκαλούν, των πολιτών. Ένας ήρωας εξηγεί: Η διατύπωση «δεδουλευμένα» συμπυκνώνει κι εγώ δεν ξέρω πόσα πράγματα που με θίγουν, με ανακουφίζει, με κάνει να νιώθω ότι ξεπληρώνω λογαριασμούς από χιλιάδες ταλαίπωρους πριν από μας. Φαντάζομαι θα τους κάθεται στο σβέρκο. Κι ένας άλλος υποχρεώνει τον αναγνώστη να κάνει αυτομάτως κάποιους παραλληλισμούς με το σήμερα: Δεν ξέρω, αλλά αυτοί οι σημερινοί νεόπλουτοι είναι πολύ προκλητικοί: τσαλαβουτάνε με την ίδια άνεση στην απατεωνιά και τη δημοκρατία. Oι δεξιοί εκείνα τα χρόνια ήταν καθαροί. Στυγνοί εγκληματίες σ’ εμάς, και ραγιάδες στους ξένους, πλην ξεκάθαροι· δεν τους μπέρδευες με κάτι άλλο. Eτούτοι εδώ δουλεύουν με τη νομιμότητα, είναι σαν την αμερικάνικη μάφια που ξεπλένει τα κέρδη της σε καθόλα νόμιμες επιχειρήσεις. Γι’ αυτό θαρρώ πως βρίζουμε σ' αυτά τα γράμματα, δεν αντέχεται αυτή η σχιζοφρένεια της νομιμότητας που σκοτώνει τη ψυχή… Τέλος, ο πρωταγωνιστής θα προσθέσει εντελώς προφητικά ως προς το τερατώδες σήμερα (το 2000 που γράφτηκε το βιβλίο): Mπαίνουμε σε καινούργια εποχή βαρβαρότητας· αλλά κανείς δεν τολμάει να την ονομάσει έτσι. Σχεδόν κανείς. H εποχή τρέχει πολύ, δεν προλαβαίνει να κοιταχτεί στον καθρέφτη· αν το κάνει θα ουρλιάξει με τρόμο: δεν είμαι εγώ αυτό το τέρας! Nα μεταλλάζεις σε τέρας και να μην το καταλαβαίνεις, αυτή είναι η μεγαλύτερη δυστυχία, χειρότερη κι από την πανώλη στον Μεσαίωνα… Η νουβέλα δομείται σε τρία μέρη: Δεδουλευμένα, Πληρωμές, Ανυπακοή. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται οι απειλητικές επιστολές, στη συνέχεια ένα μέρος από τα «δεδουλευμένα» πληρώνεται, και στο τέλος της ιστορίας ο Μάνος φυλακίζεται αλλά συνεχίζει απτόητος το έργο του. Η νέα, αναθεωρημένη και οριστική έκδοση του βιβλίου, περιλαμβάνει Επίμετρο του συγγραφέα, με τίτλο «15 χρόνια μετά», στο οποίο διαβάζεται η εποχή αλλά και το ίδιο το βιβλίο, τόσο μέσα από τη γνώση που αναπόφευκτα χαρίζει η απόσταση του χρόνου, όσο και μέσα από τον καθρέφτη του δεινού παρόντος που βιώνει η χώρα.
Διαβάστε ένα δείγμα γραφής από το βιβλίο εδώ. |
ΙIΙ. Το κοινωνικό / πολιτικό πλαίσιο
Η επιστολική νουβέλα-μανιφέστο που επαναφέρει, στη σύγχρονη πραγματικότητα της ματαιωμένης αντίστασης, την ανάγκη απελευθέρωσης της πολιτικής επιθυμίας. Σ' όλο τον κόσμο, εδώ και μερικές δεκαετίες, όλο και μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες κερδίζουν τη ζωή τους, μέσα από μεθόδους που στο παρελθόν θα θεωρούσαμε εγκληματικές, ανήθικες, απάνθρωπες, κ.λπ. Ποτέ πριν τόσο μεγάλες ομάδες πληθυσμού δεν ήταν έτοιμες να πουλήσουν τα πάντα: το περιβάλλον, τη χώρα, την πολιτιστική κληρονομιά, την ηθική, την αισθητική, τις αξίες, την κόρη τους, τη γνώση, και πριν απ’ όλα, τις ελπίδες για έναν ανθρωπινότερο κόσμο. Ποτέ πριν η ανοχή μεγάλων ομάδων του πληθυσμού στην πολιτική διαφθορά δεν συντήρησε στην εξουσία –και τόσο εύκολα– την πολιτική διαφθορά. Ποτέ πριν το φθαρμένο «αμερικάνικο όνειρο» δεν κατέκτησε σε τέτοια έκταση τη μορφή οικουμενικής, καθολικής ανθρώπινης αξίας. Ποτέ πριν το κέρδος δεν υπήρξε πειστικότερος σύμμαχος στην ανοχή και συναίνεση του πολίτη. Ποτέ πριν η συνείδηση του πολίτη δεν βίωσε τόση μοναξιά στον άγριο συναγωνισμό του κέρδους. Αυτή τη συνθήκη στην Ελλάδα τη βιώσαμε μέσα από μια κυρίαρχη ιδεολογία ψευδαισθήσεων που καλλιεργούσαν οι πολιτικοί της, οι συγγραφείς της, οι διανοούμενοί της, οι πάντες (δάνεια, επιδοτήσεις, χρηματιστήρια, εγχώρια άρλεκιν, trash τηλεόραση, ψιλικατζίδικος Τύπος, soft porn/life-style περιοδικά κλπ.) ενώ την όποια πολιτική διεκδίκηση φιλτράριζε ασφυκτικά ο αγοραίος (και αγορασμένος) συνδικαλισμός. Αυτή ακριβώς τη συνθήκη αποτυπώνει ανάγλυφα η πλοκή του βιβλίου Τα Δεδομένα της Ζωής μας. Ο πικρός ρεαλισμός και η δηκτική σάτιρα των Δεδομένων της ζωής μας προφητικά απεικονίζουν μια κοινωνία σε κρίση αξιών πολύ πριν την οικονομική κρίση. Κι αν οι ιδιόμορφοι πρωταγωνιστές (και δεινοί επιστολογράφοι) των Δεδομένων της Ζωής μας με την εκκεντρική ψυχολογία τους ενόχλησαν κάποιους συντηρητικούς αναγνώστες στις αρχές του 21ου αιώνα, σήμερα ενδεχομένως να γεννούν, ακόμα και σ' αυτούς, τη συμπάθεια. |
Ραδιοφωνικές / έντυπες / ψηφιακές συνεντεύξεις για τα Δεδομένα
Επιλεγμένα αποσπάσματα (καθώς και το πλήρες pdf) αυτών των συνεντεύξεων (στα Fractal και Πριν / Κοmmon) αναζητάτε στο μενού Ποιος ο Α.Μ. / Υπομενού «Interviews», στις αντίστοιχες ημερομηνίες. Με κλικ στις εικόνες διαβάζετε όλη τη συνέντευξη όπως αναρτήθηκε στο web.
01.12.15: Ραδιόφωνο «στο Κόκκινο», Ρόδου. Tη συνέντευξη στην Πόλυ Χατζημάρκου ακούτε με κλικ στην εικόνα δεξιά. Τα κυριότερα σημεία διαβάζετε εδώ
(Βλ. και Μενού Ποιος ο Α.Μ. / Υπομενού «Interviews» στην εδώ ημερομηνία.) |
28.11.15: Ραδιόφωνο της ΕΡΤ, Β' πρόγραμμα. Ο Ά.Μ. καλεσμένος στην εκπομπή "Σημείο Art" του Δευτέρου Προγράμματος, συζητά εκτενώς με τον Δημήτρη Τρίκα για Τα Δεδομένα της Ζωής μας και όχι μόνο.
΄Ολη τη συνέντευξη την ακούτε εδώ («Interviews» στην ημερομηνία 28.11.15). |
13.11.15: EΡΤ, Α' Πρόγραμμα
Τη συνέντευξη στο Πρώτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου (δημοσιογράφος Βασιλεία Ζερβού) ακούτε εδώ αλλά και στο Μενού Ποιος ο Α.Μ. / Υπομενού «Interviews». |
20.11.15: Αmagi Radio.
Ολόκληρη τη συνέντευξη στο Amagi Radio (δημοσιογράφος ο συγγραφέας Διονύσης Μαρίνός) την ακούτε εδώ. Επιλεγμένο απόσπασμα έχετε στο Μενού Ποιος ο Α.Μ. / Υπομενού «Interviews». |
02.11.15: Κόκκινο, Αθήνας. Τη σύντομη συνέντευξη στον Θανάση Μήνα, με αφορμή το βιβλίο και τίτλο «Να ευχόμαστε να πληθαίνουν τα Σιάτλ» ακούτε εδώ.
|
ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ Ή ΑΝΥΠΑΚΟΗ;
Η ανάγνωση του βιβλίου στην εφημ. Αυγή
Η ανάγνωση του βιβλίου στην εφημ. Αυγή
Ο Άρης Μαραγκόπουλος το 2000, όταν η χώρα με παροιμιώδη απάθεια βουτηγμένη στη σήψη, την παρακμή και την παραίτηση περίμενε την έλευση του νέου αιώνα με μεταρσιωτική έξαψη, γράφει το παρόν βιβλίο. Δύο χρόνια αργότερα και ενώ το πατριωτικό ρίγος της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων συντάρασσε το πανελλήνιο, εμφανίζεται με μια παράταιρη για τον ενθουσιώδη εφησυχασμό των ημερών έκδοση, που υποδείκνυε χωρίς συγκαλύψεις τη γενικευμένη διαπλοκή και στηλίτευε χωρίς περιστροφές την φαυλότητα των ολίγων και την παθητικότητα των πολλών.
Σήμερα δεκαπέντε σχεδόν χρόνια μετά, που το βιβλίο επανεκδίδεται με ένα επίκαιρο επίμετρο απολογιστικού χαρακτήρα του συγγραφέα, η δραματική οικονομική κρίση η οποία διαδέχτηκε τις ημέρες της αμεριμνησίας, σάρωσε μεμιάς «τα δεδομένα της ζωής μας» και φώτισε με διαφορετικό τρόπο τους ήρωες του αφηγήματος και την απεγνωσμένη αντίστασή τους. Ο χρόνος δικαίωσε αυτούς τους υπεράνω πάσης υποψίας συνταξιούχους με τον δονκιχωτικό οίστρο, που στην αυγή του 21ου αιώνα αναλαμβάνουν δράση γράφοντας μια σειρά εκφοβιστικών επιστολών σε ανυπόληπτα πρόσωπα του περιβάλλοντός τους. Τους αντιρρησίες συνείδησης που ξιφουλκούν με ασίγαστο μένος και νεανικό σφρίγος ενάντια στην αναξιοπρέπεια και το ψεύδος, την υποκρισία και την εθελοδουλία, την συμφεροντολογική απάθεια και τον χρηματισμό, τη συναίνεση και την άνευ όρων υποταγή σε ένα όραμα άκοπου πλουτισμού και επίπλαστης ευφορίας. Τους παλαίμαχους επαναστάτες επιστολογράφους που αντιστέκονται στις καλλίπυγες σειρήνες του lifestyle και τους ιδιοτελείς φαντασιοκόπους κήρυκες της ευζωίας, τους κυνικούς εγκάθετους της εξουσίας και τους φαύλους δημόσιους λειτουργούς, που λυμαίνονται ανενδοίαστα τα δημόσια πράγματα.
Ο συγγραφέας με μια σειρά επιστολών αφηγείται την ιστορία αυτής της παρέας των απλών ανθρώπων, κάποιας ηλικίας με την αυξημένη αίσθηση καθήκοντος, το πάθος και την πολιτική οξυδέρκεια που αρνούνται να υποταγούν και να συναινέσουν στα μικρά εγκλήματα που διαπράττονται καθημερινά χωρίς αιδώ. Όσα γράφουν με χιούμορ και παρρησία στους γείτονες και περίοικους, που αυθαιρετούν και κερδοσκοπούν, απειλώντας τους με διαπόμπευση και ζητώντας επανόρθωση και όσα αφηγούνται στους συντρόφους τους επικοινωνώντας πάντα με τον παλιομοδίτικο αργόσυρτο τρόπο της ταχυδρομικής οδού, βοηθούν τον αναγνώστη να παρακολουθήσει την εξέλιξη της πλοκής και να σχηματίσει μια εικόνα για την ιδιοσυγκρασία και τον ψυχισμό των ηρώων.
Οι επιστολογράφοι του αφηγήματος δεν διψούν για αίμα αλλά για κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν είναι απολογητές της βίας αλλά της ισότητας και της ευνομίας. Δεν αποζητούν ναρκισσιστικά κανενός είδους αναγνώριση, απολαβή ή δημοσιότητα, καθώς η δράση τους είναι μυστική. Επαναφέρουν απλά στην τάξη τους επίορκους γιατρούς και τους ανηλεείς εφοριακούς, τους φιλοτομαριστές βουλευτές και τους ανάξιους δημοσιογράφους υποχρεώνοντας τους να αποκαταστήσουν την αδικία και τον εξευτελισμό επιστρέφοντας στα θύματά τους όσα έκλεψαν και υπεξαίρεσαν. Επανεισάγουν δηλαδή στο δημόσιο βίο με τις «έκνομες» πράξεις τους το λησμονημένο αίσθημα της προσωπικής ευθύνης και της φιλαλληλίας.
Αν σήμερα μια τέτοια συγγραφική προσέγγιση, υπό το φως των τραγικών εξελίξεων που διέλυσαν τον κοινωνικό ιστό και έστειλαν μια γενιά νέων ανθρώπων στα αζήτητα, μοιάζει αναμενόμενη και εντέλει αυτονόητη, καθώς η χωρίς περιφράσεις φόρμα ταιριάζει απόλυτα στο διάχυτο κλίμα εγρήγορσης και στράτευσης που αφυπνίζει την πλειονότητα των πολιτών, τότε λειτούργησε σαν κεραυνός εν αιθρία. Μια παραφωνία που διατάραξε την λογοτεχνική ομφαλοσκοπική μακαριότητα και τις υψιπετείς υπαρξιακές αναζητήσεις των ταγών του πνεύματος, εγείροντας σε μια μερίδα συντηρητικών αναγνωστών και κριτικών αντιρρήσεις για την μονομέρεια της κατάθεσης και την εκκεντρικότητα των προθέσεων. Σήμερα όμως, που η οικονομική κρίση ισοπέδωσε τα ακατάλυτα πολιτικά φέουδα και παραβίασε τους ιδιωτικούς ασφαλείς μικρόκοσμους και η παραίτηση, ο εφησυχασμός και η αδιαφορία για την έκπτωση των αξιών και τα δεινά των άλλων μοιάζει ανάρμοστη και αδιέξοδη, στο μυαλό του αναγνώστη σχηματίζεται το εξής ερώτημα: Οι απειθάρχητοι ήρωες του συγγραφέα, χορτασμένοι από δεξιά και αριστερά στερεότυπα και καθησυχαστικές αφηγήσεις, ακολούθησαν το δρόμο της εξέγερσης της αντίστασης και της ανυπακοής. Της ενεργού συμμετοχής στα κοινά και της αλληλεγγύης. Εμείς;
14.03.16, Μαρία Μοίρα, εφημ. Αυγή, ένθετο «Αναγνώσεις».
Γράφτηκε (το 2002) στην εφημ. Καθημερινή
για τα Δεδομένα της Ζωής μας: Επιστολική νουβέλα χαρακτηρίζει ο Άρης Μαραγκόπουλος το βιβλίο του Τα δεδομένα της ζωής μας. Μια μικρή ομάδα παλαιών φίλων (που βαδίζει πλέον στην τρίτη ηλικία) στήνει ένα μικρό παιχνίδι. Κάθε ένας από αυτούς στέλνει ανώνυμα γράμματα σε επώνυμους σε ή ανώνυμους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, παρεμβαίνοντας στη ζωή τους, ξεσκεπάζοντας παρανομίες και ανήθικες συμπεριφορές και εκβιάζοντας μια έμπρακτη συγγνώμη. Η κίνηση της μικρής αυτής παρέας δεν είναι άνευ στόχου. Ο Άρης Μαραγκόπουλος αφήνει να εννοηθεί (εμμέσως ή αμέσως) ότι την παρέα συνέδεε από το παρελθόν κοινή πορεία σε διαδρομές της Αριστεράς –χωρίς πολλές άλλες λεπτομέρειες–, ότι αυτή η διαδρομή διακόπηκε –αφήνοντας όμως άρρηκτους τους φιλικούς, συναισθηματικούς και ιδεολογικούς δεσμούς– και ότι αυτό που λείπει είναι η αίσθηση της δράσης, της παρέμβασης, της συμμετοχής. Οι επιστολές λειτουργούν ως ψευδαίσθηση. Η πίεση προς τους αποδέκτες των επιστολών να εξαγνίσουν τις τύψεις τους με δωρεές σε βιβλιοθήκες ή σε μη κυβερνητικές οργανώσεις (οικολογικές κ.ά.) δίνει στους επιστολογράφους –κυρίως στον έναν, τον «αρχηγό»– την αίσθηση ότι καταφέρουν ένα ισχυρό πλήγμα στον «ταξικό εχθρό»: «Κοιτάξτε πόσο κόσμο κάνατε ευτυχή με τον καινούργιο χρόνο: τις χελώνες, τις αρκούδες, τα λαβωμένα ζωάκια της Αίγινας, τους γιατρούς άνευ συνόρων, εμάς και, (…) επιτέλους να κάνετε κάτι και για το δημόσιο συμφέρον», απαντάει ο επιστολογράφος στον βουλευτή που έχει στο στόχαστρο. Ο Άρης Μαραγκόπουλος επιλέγει να μελαγχολήσει (και να μας μελαγχολήσει) διαλέγοντας ένα πρωτότυπο εύρημα με σκοπό να μιλήσει για τη μοναξιά και την έλλειψη συλλογικότητας· για τη μοναξιά της παρέας, της ομάδας, των κοινών ιδανικών. Επικεντρώνεται στο υποκατάστατο, στην ψευδαίσθηση που είναι η σιωπηλή, η ανώνυμη παρέμβαση: «Αλλά εγώ έχω δώσει την απάντηση: εμείς δεν είμαστε εκβιαστές του κοινού ποινικού δικαίου· είμαστε εκβιαστές υπέρ του κοινού δικαίου. Δεν έχουμε τίποτα να κερδίσουμε εμείς προσωπικά – εντάξει το διασκεδάζουμε, αλλά κάθε αντίσταση το «διασκεδάζει» με τον τρόπο της, ακόμα κι όταν δεν το ομολογεί. (…) Η μεγάλη εξουσία δεν σκαμπάζει γρυ, δεν «εκβιάζεται» με τίποτε, είναι καλά οχυρωμένη πίσω από τα στίφη της σιωπηλής πλειοψηφίας. Μόνον αυτούς τους μικρούς καταχραστές μπορούμε εμείς κάπως να αγγίξουμε με τις «εκβιαστικές» αράδες μας. Τι άλλο να κάνουμε; Να σταυρώσουμε τα χέρια;» Η γενιά του Μάνου και του Κλεάνθη, των βασικών επιστολογράφων, δεν προτίθεται να σταυρώσει τα χέρια. Μόνο που μοιάζει να μην ξέρει πώς να τα κινήσει και προς τα πού. Ο Άρης Μαραγκόπουλος μοιάζει να μιλάει για ανθρώπους που δρουν και συμμετέχουν και στην πραγματικότητα αποκαλύπτει ακριβώς την έλλειψη συμμετοχής και παρέμβασης. Κι αν η ανάγνωση ενός βιβλίου αξίζει τον κόπο όταν μας κάνει να σκεφτόμαστε, η επιστολογραφική νουβέλα του Άρη Μαραγκόπουλου το κατορθώνει. Όλγα Σελλά, 11.05.2002, τίτλος άρθρου: «Επιστολική συμμετοχή». |
Γράφτηκε (13 χρόνια μετά) στο διαδικτυακό Fractal
για τα Δεδομένα της Ζωής μας: Τα Δεδομένα της Ζωής μας του Άρη Μαραγκόπουλου κρατούν το προνόμιο να έχουν λειτουργήσει πρωθύστερα –όταν πρωτοκυκλοφόρησαν το 2002, αλλά και εκ των υστέρων, τώρα που τα σκάγια της οικονομικής κρίσης έχουν χτυπήσει κάμποσα μαλακά μόρια. […] Ο Μαραγκόπουλος τοποθετεί την δράση αυτής της ιδιότυπης ομάδας στο 1999, τότε που όλα έβαιναν καλώς (;) και ουδείς γνώριζε την έννοια της «οικονομικής κρίσης» και όλων των υπόλοιπων όρων που εισήλθαν με τρομώδη τρόπο στη ζωή μας από το 2010 και εντεύθεν. Ιδού τι κάνουν, λοιπόν, οι αυτόκλητοι τιμωροί του συστήματος: στέλνουν απειλητικές επιστολές σε μεγαλοδικηγόρους, βουλευτές, περσόνες της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας, μεγαλογιατρούς, εφοριακούς και υψηλόβαθμα στελέχη κρατικών υπηρεσιών και τους ζητούν (μάλλον, απαιτούν) να επιστρέψουν μέρος των «δεδουλευμένων» τους άμεσα ή έμμεσα. Αν δεν το κάνουν, τότε τους περιμένει τιμωρία – διαφορετική για τον καθένα. Τούτη η παράδοξη δράκα «επαναστατών» δεν εμφορείται από ιδεολογικά «νεφελώματα» ακροαριστερής υφής, δεν ζητάει να καρπωθεί κάτι, ούτε θεωρεί εαυτόν τιμητή των πάντων – γνωρίζει εξαρχής πως δεν μπορεί και δεν δύναται να αλλάξει τον κόσμο. Οι ηλικιωμένοι που συναποτελούν την ομάδα επιθυμούν να αποκτήσουν ξανά τη χαμένη τους αυταξία, να αρθρώσουν ένα λόγο που θα ορθωθεί πάνω από το χυλό της ευμάρειας και του γενικού μουδιάσματος. […] Αν το 2002, η συγκεκριμένη νουβέλα ενόχλησε ενίους γιατί τους έβγαζε τα άπλυτα στη φόρα, τώρα, είναι μια πικρή υπενθύμιση ότι τα οικονομικά και πολιτικά αποτελέσματα δεν δημιουργούνται εν κενώ, δεν πέφτουν επί των κεφαλών από λάθος, αλλά είναι αποτελέσματα μιας συνολικής κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Όταν γίνεσαι σιγά σιγά «ρινόκερος» δεν μπορείς να κατηγορείς κανέναν άλλον από τον ίδιο σου τον εαυτό. Το σύστημα πρότεινε εύκολες λύσεις και το πόπολο τις δέχθηκε ασμένως, δεν έκατσε να τις ψάξει, δεν φοβήθηκε ότι στον πάτο του ποτηριού κρύβεται δηλητήριο, δεν αναζήτησε εναλλακτικές, αφέθηκε στο ρεύμα του ευζωίας και της καταναλωτικής μακαριότητας. Έχει νόημα να πει κανείς «τι θα συνέβαινε αν…»; Όχι, δεν έχει. Ό,τι έγινε δεν μπορεί να αλλάξει. Ό,τι έγινε, όμως, έχει πρωταγωνιστές: συγκεκριμένους, αλλά και αφανείς. Με ηχηρό ονοματεπώνυμο, αλλά και άλλους άγνωστους μεταξύ αγνώστων που εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και απέκτησαν… λίπος από το σώμα της χώρας. Το πώς μεταλλάχθηκαν τα δεδομένα της ζωής μας και από αποθέωση της χαράς, του έρωτα και της δημιουργίας μετατράπηκαν σε υλικά αγαθά, επικυριαρχία και φιλοτομαρισμό, είναι κάτι που ένα βιβλίο μπορεί να το θίξει, αλλά από μόνο του δεν φτάνει. Η πιο πειστική απάντηση μπορεί να δοθεί από την ίδια την κοινωνία που έθρεψε τα εκτρώματά της. Διονύσης Μαρίνος, 18.11.2015, τίτλος άρθρου: «Τρομοκρατική οργάνωση συνταξιούχων». |