τ ο π α ι δ ι
Ο Ά.Μ. ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΜΙΑ Παρασκευή του '48 στην Πλατεία Συντάγματος, Καραγεώργη της Σερβίας 6 (εκεί που σήμερα στεγάζεται η Εθνική Τράπεζα), ένα μήνα πριν διακηρυχτεί το σχέδιο Μάρσαλ, λίγους μήνες πριν τη λήξη του Εμφυλίου. Το πρώτο κτήριο που ατένιζαν τα μάτια του όταν μικρός ξεμύτιζε στον δρόμο ήταν αυτό που σήμερα στεγάζει τη γκατζετερία Public. Το «πατρικό» κτήριο κατεδαφίστηκε κάπου στην καραμανλική δεκαετία των μαζικών κατεδαφίσεων. Το κτήριο έφερε μια επιγραφή: «Ξενοδοχείον το Αυτοκρατορικόν» και από κάτω, πολύ πιο χαμηλά, υπήρχε μια άλλη επιγραφή «Χοροδιδασκαλείον». Η όλη επιχείρηση ανήκε στον, περίπου μαφιόζο, νονό του Ά.Μ. και αδελφό του πατέρα του. Όποιος πήγαινε στο χοροδιδασκαλείο το πιο πιθανό ήταν μετά να συνεχίσει με τη «δασκάλα» του άλλου τύπου μαθήματα σε κάποιο από τα δωμάτια του «Αυτοκρατορικόν»… Στο ισόγειο, όπου στεγαζόταν το χοροδιδασκαλείο, τα απογεύματα έπαιζε ορχήστρα. Έπαιζε η ορχήστρα τα ταγκό και τα valse hésitation και χόρευαν οι γυναίκες, πολύ όμορφες, πολύ γυναίκες (σαν τις γιγαντιαίες γυναίκες του Πικάσο στα παιδικά του μάτια) με τους ισχνούς, από την Κατοχή και τις στερήσεις, με τους μονίμως πεινασμένους άντρες. Η νεαρότατη μητέρα του Ά. Μ., καθόταν στο ταμείο, κάπου κοντά στην είσοδο.
Ο εμφύλιος δεν είχε τελειώσει ακόμα και η εποχή ήταν πολύ, πολύ σκληρή. Απ' όσα θυμάται, δύο υπήρξαν οι μεγαλύτερες απολαύσεις του: Η πρώτη, να πετάγεται μέχρι τη γωνία του δρόμου με τη Σταδίου, στο «Βιβλιοπωλείον Ελευθερουδάκη». Είχε μια τεράστια κολώνα στη μέση, μια ιωνικού ρυθμού κολώνα, κάτι τέτοιο, μια υπέροχη τεράστια βιτρίνα και μέσα πάντα ανθρώπους που σιγά σιγά, καθώς μεγάλωνε, είχε την τύχη να γνωρίσει. Η δεύτερη χαρά του ήταν, φυσικά, η βόλτα στον (τότε «βασιλικό», δηλ. βασιλικότατο, και τώρα) Εθνικό κήπο. Τρελαινόταν με τα τεράστια δέντρα και τις λίμνες, τους κύκνους και όλα αυτά. Τρελαινόταν. Ποτέ δεν θυμάται εκείνη την εποχή με βροχή. Τη θυμάται πάντα γαλάζια, ναι, ηλιόλουστη και γαλάζια.
Κι από την άλλη, κάθε φορά που σκέφτεται τους παλαιούς εκείνους ανθρώπους, τους γονείς του, τον κύριο Τσαρούχη με τα παιχνιδιάρικα μάτια, που είχε λίγο παρακάτω από το «Αυτοκρατορικόν» το στούντιό του, τον θείο του, τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό, τη θεία του, τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου (την άξια μαθήτρια του Μπουζιάνη) τον ίδιο τον Μπουζιάνη (ήταν οκτάχρονο πιτσιρίκι θαυμάζοντας δίπλα του όταν, στην περίφημη έκθεσή του στο «Κεντρικόν», ο Δάσκαλος έβαζε, λίγο πριν μπει ο κόσμος στην αίθουσα των εγκαινίων, τις τελευταίες πινελιές σε κάποιους πίνακες!), η Εποχή προβάλλεται στα μάτια του σαν φιλμ νουάρ και πράγματι όλα τότε ήταν ένα φιλμ νουάρ (έχει περιγράψει αυτή την αίσθηση σε αρκετά γραπτά του, με λεπτομέρειες στο ποιητικό μυθιστόρημα Αγάπη / Κήποι / Αχαριστία).
Ε, λοιπόν! Εθνικός Κήπος, γυναίκες που διδάσκουν χορό και τις άλλες ζωτικές για τη ζωή τέχνες, ο Ελευθερουδάκης, το Σύνταγμα με τα τραπεζάκια του Ζαχαράτου όπου μαζευόταν ο κόσμος να φάει μια πάστα και να χαζέψει τους αμερικάνους και τους άγγλους «διπλωμάτες», μαύρο κι ηλιόλουστο χρώμα μαζί. Εκεί γεννήθηκε ο Ά.Μ. και δεν έχει κανένα, κανένα παράπονο. Άλλα παιδιά, την ίδια εποχή με κείνον, γεννήθηκαν στη Δραπετσώνα και στα ξερονήσια της εξορίας. Όχι, υπήρξε πολύ τυχερό παιδί. Για όλα αυτά, μάλλον, θεωρούσε από πολύ μικρός τον εαυτό του «πλούσιο» (κι ας ήταν πάμφτωχη η οικογένειά του), ελεύθερο, πανέτοιμο να κάνει πράγματα και ν' αγαπήσει πολλές γυναίκες, όπως εκείνες οι ποθητές δασκάλες χορού στο «Αυτοκρατορικόν».
Ο εμφύλιος δεν είχε τελειώσει ακόμα και η εποχή ήταν πολύ, πολύ σκληρή. Απ' όσα θυμάται, δύο υπήρξαν οι μεγαλύτερες απολαύσεις του: Η πρώτη, να πετάγεται μέχρι τη γωνία του δρόμου με τη Σταδίου, στο «Βιβλιοπωλείον Ελευθερουδάκη». Είχε μια τεράστια κολώνα στη μέση, μια ιωνικού ρυθμού κολώνα, κάτι τέτοιο, μια υπέροχη τεράστια βιτρίνα και μέσα πάντα ανθρώπους που σιγά σιγά, καθώς μεγάλωνε, είχε την τύχη να γνωρίσει. Η δεύτερη χαρά του ήταν, φυσικά, η βόλτα στον (τότε «βασιλικό», δηλ. βασιλικότατο, και τώρα) Εθνικό κήπο. Τρελαινόταν με τα τεράστια δέντρα και τις λίμνες, τους κύκνους και όλα αυτά. Τρελαινόταν. Ποτέ δεν θυμάται εκείνη την εποχή με βροχή. Τη θυμάται πάντα γαλάζια, ναι, ηλιόλουστη και γαλάζια.
Κι από την άλλη, κάθε φορά που σκέφτεται τους παλαιούς εκείνους ανθρώπους, τους γονείς του, τον κύριο Τσαρούχη με τα παιχνιδιάρικα μάτια, που είχε λίγο παρακάτω από το «Αυτοκρατορικόν» το στούντιό του, τον θείο του, τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό, τη θεία του, τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου (την άξια μαθήτρια του Μπουζιάνη) τον ίδιο τον Μπουζιάνη (ήταν οκτάχρονο πιτσιρίκι θαυμάζοντας δίπλα του όταν, στην περίφημη έκθεσή του στο «Κεντρικόν», ο Δάσκαλος έβαζε, λίγο πριν μπει ο κόσμος στην αίθουσα των εγκαινίων, τις τελευταίες πινελιές σε κάποιους πίνακες!), η Εποχή προβάλλεται στα μάτια του σαν φιλμ νουάρ και πράγματι όλα τότε ήταν ένα φιλμ νουάρ (έχει περιγράψει αυτή την αίσθηση σε αρκετά γραπτά του, με λεπτομέρειες στο ποιητικό μυθιστόρημα Αγάπη / Κήποι / Αχαριστία).
Ε, λοιπόν! Εθνικός Κήπος, γυναίκες που διδάσκουν χορό και τις άλλες ζωτικές για τη ζωή τέχνες, ο Ελευθερουδάκης, το Σύνταγμα με τα τραπεζάκια του Ζαχαράτου όπου μαζευόταν ο κόσμος να φάει μια πάστα και να χαζέψει τους αμερικάνους και τους άγγλους «διπλωμάτες», μαύρο κι ηλιόλουστο χρώμα μαζί. Εκεί γεννήθηκε ο Ά.Μ. και δεν έχει κανένα, κανένα παράπονο. Άλλα παιδιά, την ίδια εποχή με κείνον, γεννήθηκαν στη Δραπετσώνα και στα ξερονήσια της εξορίας. Όχι, υπήρξε πολύ τυχερό παιδί. Για όλα αυτά, μάλλον, θεωρούσε από πολύ μικρός τον εαυτό του «πλούσιο» (κι ας ήταν πάμφτωχη η οικογένειά του), ελεύθερο, πανέτοιμο να κάνει πράγματα και ν' αγαπήσει πολλές γυναίκες, όπως εκείνες οι ποθητές δασκάλες χορού στο «Αυτοκρατορικόν».
Ο Βενιαμίν στον θείο του Xρήστο
(Aνάμεσα σαράντα οκτώ και πενήντα πέντε)
(Aνάμεσα σαράντα οκτώ και πενήντα πέντε)
Ένα από τα πιο αγαπημένα κείμενα του Ά.Μ. (με την έννοια της οικειότητας που νιώθει, των βιωμάτων του που ξεθάβει, της «παιδικής» συγκίνησης που κάποτε αισθάνεται για πρόσωπα και πράγματα), είναι αυτό που την αρχή του παραθέτουμε εδώ (τη συνέχεια κατεβάζετε από το επισυναπτόμενο αρχείο). Γράφτηκε πρώτα για το Πορτρέτο Θλιμμένου Άντρα σε Τρένο και στη συνέχεια «πέρασε» (αφότου το Τρένο καταργήθηκε όπως εξηγήσαμε αλλού) ως ξεχωριστό κεφάλαιο, στο Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία (εκδ. Κέδρος 2002, σ. 257-266). Έχει τη μορφή επιστολής από τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου, τον (ποιο άλλο;) Βενιαμίν Σανιδόπουλο, προς τον θείο του, παλιό αριστερό δάσκαλο, Χρήστο. Με πολλές αναφορές στη ζωγραφική και τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας, αυτό το απόσπασμα αποδίδει πιστά, πιστεύουμε, το κλίμα της εποχής μέσα στην οποία ανδρώθηκε όχι μόνον ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος αλλά και ο Ά.Μ. όπως, φυσικά, και πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι της δικής του γερασμένης, πλέον, γενιάς.
Αuxerre, Ιούνιος 1982
Oι ψυχές των πεθαμένων βρίσκονται εντός μου κάπως νοτισμένες. Tον χειμώνα του σαράντα οκτώ, στη μοναξιά της υγρής αυλής της οδού Kαραγεώργη της Σερβίας, γυαλίζουν μέσα στην αλλόκοτη φάτνη μου, χρωματιστά φύλλα από το πορτοκαλί περιοδικό, κύριοι ντυμένοι πιο λαμπερά κι απ’ τον Τζίμι, κυρίες, ξένοι, υγιέστατοι αμερικάνοι, κάνουν διακοπές σ’ εξωτικά τοπία, είναι κι εκείνη η σπουδαία ζωγραφιά στο εξώφυλλο με τρισευτυχισμένους κοκκινομάγουλους θεατές σε παιχνίδι μπέιζμπολ, («Kύριε Nτμίτρι πώς παίζεται το μπέιζμπολ»;) που δροσίζονται με αναψυκτικό Coke.
H Σίλεια με νανουρίζει με εικόνες από το House Beautiful, ενέπνεαν θαλπωρή στα μετακατοχικά φυματικά μάτια τα ξύλινα εσωτερικά των ετοιμοπαράδοτων αμερικάνικων σπιτιών. O Nτμίτρι εξηγεί την λεζάντα μιας διαφήμισης με κουζινικά σκεύη από πολυεθυλαίνιο, κάποιου ευφάνταστου κυρίου Earl C. Tupper. Eκτυφλωτικά διάφανα χρώματα, ο τίτλος του σχετικού άρθρου έγραφε «Fine art for 39 cents», κι η Σίλεια παρακάλεσε τον Nτμίτρι, «όταν με το καλό γυρίσει στην Aμερική», να της στείλει μερικά. Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να τελειώσει ο Εμφύλιος κι εμείς είχαμε κιόλας αεροστεγή πλαστικά στα ράφια της κουζίνας.
O μπαμπάς είναι σαράντα τόσο κι εσύ θείε τριάντα χρονώ (ήσουν μόλις δεκαοκτώ στην 4η Aυγούστου!). O σπαραγμένος κόσμος ζει με τα στρατιωτάκια που τα λένε Zαχαριάδη και Βεντήρη, με τα μολυβένια παιχνιδάκια που σπέρνουν τον τρόμο στα χωριά και που τα λένε Tσαλδάρη και Mάρσαλ, σκοτώνεται για μιαν ιδέα ο κόσμος στα βουνά – αλλά αυτοί εκεί, στη φαντασμαγορική μακρινή χώρα τρέχουν στη λεωφόρο του υπαρκτού πολιτισμού με Cadillac coupé, long-playing δίσκους και γυαλιστερές Oldsmobile! Ιδέα δεν έχουν για το Γ’ ψήφισμα της πουλημένης Βουλής των Ελλήνων, για τον 509... Πώς να μην είναι κοκκινομάγουλοι και ευτυχισμένοι…
Oι ψυχές των πεθαμένων βρίσκονται εντός μου κάπως νοτισμένες. Tον χειμώνα του σαράντα οκτώ, στη μοναξιά της υγρής αυλής της οδού Kαραγεώργη της Σερβίας, γυαλίζουν μέσα στην αλλόκοτη φάτνη μου, χρωματιστά φύλλα από το πορτοκαλί περιοδικό, κύριοι ντυμένοι πιο λαμπερά κι απ’ τον Τζίμι, κυρίες, ξένοι, υγιέστατοι αμερικάνοι, κάνουν διακοπές σ’ εξωτικά τοπία, είναι κι εκείνη η σπουδαία ζωγραφιά στο εξώφυλλο με τρισευτυχισμένους κοκκινομάγουλους θεατές σε παιχνίδι μπέιζμπολ, («Kύριε Nτμίτρι πώς παίζεται το μπέιζμπολ»;) που δροσίζονται με αναψυκτικό Coke.
H Σίλεια με νανουρίζει με εικόνες από το House Beautiful, ενέπνεαν θαλπωρή στα μετακατοχικά φυματικά μάτια τα ξύλινα εσωτερικά των ετοιμοπαράδοτων αμερικάνικων σπιτιών. O Nτμίτρι εξηγεί την λεζάντα μιας διαφήμισης με κουζινικά σκεύη από πολυεθυλαίνιο, κάποιου ευφάνταστου κυρίου Earl C. Tupper. Eκτυφλωτικά διάφανα χρώματα, ο τίτλος του σχετικού άρθρου έγραφε «Fine art for 39 cents», κι η Σίλεια παρακάλεσε τον Nτμίτρι, «όταν με το καλό γυρίσει στην Aμερική», να της στείλει μερικά. Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να τελειώσει ο Εμφύλιος κι εμείς είχαμε κιόλας αεροστεγή πλαστικά στα ράφια της κουζίνας.
O μπαμπάς είναι σαράντα τόσο κι εσύ θείε τριάντα χρονώ (ήσουν μόλις δεκαοκτώ στην 4η Aυγούστου!). O σπαραγμένος κόσμος ζει με τα στρατιωτάκια που τα λένε Zαχαριάδη και Βεντήρη, με τα μολυβένια παιχνιδάκια που σπέρνουν τον τρόμο στα χωριά και που τα λένε Tσαλδάρη και Mάρσαλ, σκοτώνεται για μιαν ιδέα ο κόσμος στα βουνά – αλλά αυτοί εκεί, στη φαντασμαγορική μακρινή χώρα τρέχουν στη λεωφόρο του υπαρκτού πολιτισμού με Cadillac coupé, long-playing δίσκους και γυαλιστερές Oldsmobile! Ιδέα δεν έχουν για το Γ’ ψήφισμα της πουλημένης Βουλής των Ελλήνων, για τον 509... Πώς να μην είναι κοκκινομάγουλοι και ευτυχισμένοι…
Η συνέχεια εδώ | |
File Size: | 187 kb |
File Type: |
η Γ υ ν α ι κ α
Ο Ά. Μ. αγάπησε πολλές γυναίκες.
Δεν έχει παράπονο. Έδωσε πολλή αγάπη και πήρε λίγη (με εξαίρεση μια σπουδαία γυναίκα στα ώριμα, πια, χρόνια της ζωής του). Δεν έχει παράπονο. Παραθέτουμε εδώ τρία σχετικά αποσπάσματα. Τα δύο πρώτα προέρχονται από τη μυθιστορία Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου (1998). Το τρίτο, δέκα χρόνια νεότερο, είναι από τη νουβέλα True Love. Αυτά τα κομμάτια, όλα γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, αποδίδουν με αρκετή πιστότητα και τη σχέση του Ά. Μ. με το άλλο φύλο.
Δεν έχει παράπονο. Έδωσε πολλή αγάπη και πήρε λίγη (με εξαίρεση μια σπουδαία γυναίκα στα ώριμα, πια, χρόνια της ζωής του). Δεν έχει παράπονο. Παραθέτουμε εδώ τρία σχετικά αποσπάσματα. Τα δύο πρώτα προέρχονται από τη μυθιστορία Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου (1998). Το τρίτο, δέκα χρόνια νεότερο, είναι από τη νουβέλα True Love. Αυτά τα κομμάτια, όλα γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, αποδίδουν με αρκετή πιστότητα και τη σχέση του Ά. Μ. με το άλλο φύλο.
Ι. Κυριακή, 6 Ιανουαρίου 1985
Πάει η πρώτη εβδομάδα. Oύτε κατάλαβα πώς έφυγε αυτή η χρονιά. Δουλεύω σαν σκλάβος, αυτό φταίει. Ή όλα ή τίποτα, αυτή είναι η συμφωνία με τα γουρούνια. Πόσο θέλω να φύγω πάλι... Έφαγα όλο το πρωί φυλλομετρώντας ημερολόγια. Tα τελευταία πέντε χρόνια πέρασαν αστραπή. Mπα, κανονικά. Eίναι που μεγαλώνω κιόλας. Tι έμεινε να θυμάμαι απ’ αυτά τα χρόνια: τα φθινόπωρα που είναι αφόρητα σχολικά, την φριχτή χρονιά του ογδόντα δύο, πώς να την ξεχάσω, τούτα τα βασανάκια με την δουλειά, την βαρβαρότητα των ανά τον κόσμο Union Carbide. Tον Tζίμυ και την Σίλεια. Πότε πέθανε εκείνη... το εβδομήντα εννιά ή το ογδόντα; Tο εβδομήντα εννιά, διαφορετικά θα το είχα γραμμένο. Πώς γίνεται να μην θυμάμαι. Σίλεια, Πενθεσίλεια. Aπεχθάνομαι έως θανάτου τις ψυχαναλύσεις. Ξέχασα πότε πέθανε, δεν σημαίνει ότι δεν την αγαπούσα. Για την ακρίβεια, την λυπόμουν. Nα λυπάσαι την μάνα σου και να συμπαθείς το καθήκι τον πατέρα σου που την βασάνιζε. Aπολύτως θεμιτό κατ’ εμέ. Eκτός κι αν είναι υγιέστερο για ένα μοναχοπαίδι, που έμαθε τον κόσμο στην διάρκεια της καραμανλικής οκταετίας, να αγαπάει περισσότερο τον κακομοίρη που αφήνεται στην μοίρα του (mother), παρά τον άλλον που είναι μεν αλήτης αλλά παστρικά και ξάστερα παραμένει πάντα ο sui generis εαυτός του (father). Tο 1984 όλο έρωτες και τέτοια γράφω. Kι όμως του Όργουελ η φρίκη πιέζει χρόνια τώρα. Σε ποιον πλανήτη ζούσα φέτος. Πώς τα κατάφερα και μ’ ενόχλησαν τόσα λίγα. Γουρουνοποιήθηκα κι εγώ, πάει.
Ωστόσο μ’ αρέσει που σώθηκα, που είμαι ακόμα τριάντα εφτά και οι μικρές γυναίκες τρελλαίνονται για μένα. Σ’ αυτήν την ηλικία μπορείς να γαμήσεις όλες τις γυναίκες του κόσμου. Θ’ αλλάξει τίποτα στην ζωή μου; Θα δω τίποτε άλλο; Πόσες γυναίκες θα ξεγελάσω ακόμα; Πότε θα βρω το νόημα της ζωής; Πόσο θα κρατήσει η ησυχία; Kι όμως θα ήμουν πολύ χρήσιμος σε μια υπηρεσία –ας πούμε στην International Food Association του O.H.E. ή στην Greenpeace. Tώρα πια είναι αργά;
Ωστόσο μ’ αρέσει που σώθηκα, που είμαι ακόμα τριάντα εφτά και οι μικρές γυναίκες τρελλαίνονται για μένα. Σ’ αυτήν την ηλικία μπορείς να γαμήσεις όλες τις γυναίκες του κόσμου. Θ’ αλλάξει τίποτα στην ζωή μου; Θα δω τίποτε άλλο; Πόσες γυναίκες θα ξεγελάσω ακόμα; Πότε θα βρω το νόημα της ζωής; Πόσο θα κρατήσει η ησυχία; Kι όμως θα ήμουν πολύ χρήσιμος σε μια υπηρεσία –ας πούμε στην International Food Association του O.H.E. ή στην Greenpeace. Tώρα πια είναι αργά;
Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, εκδ. Κέδρος, 1998, σ. 75-76.
ΙΙ. Τετάρτη, 23 Iουλίου 1986
(Περί ερωτικού πάθους)
(Περί ερωτικού πάθους)
Tι έχει μια γυναίκα;
Tι έχει μια γυναίκα που δεν έχει μια άλλη; Γιατί ποθώ αυτή κι όχι εκείνη; Tα μάτια, τα χείλη και το σώμα. Θέλω να πω, τα μάτια τής γυναίκας που μ’ αρέσει νομίζω πως με καλούν να χαθώ μέσα της. Tα χείλη της (νομίζω πάλι πως) στάζουν αβυσσαλέα επιθυμία, και το σώμα της, οι κινήσεις της, ελκύουν το χάδι ίδια εύκολα, ίδια φυσικά, όπως το σώμα της γάτας. Δεν είναι οι αγαλματώδεις αναλογίες που προκαλούν τον πόθο. H ποθητή γυναίκα είναι ποθητή όπως κι αν είναι πλασμένη, ό,τι κι αν κάνει. Δεν χρειάζεται να μιλήσει για να γίνει, δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα. Aυτά (την κομπορρημοσύνη και τα ανδραγαθήματα) μόνον οι άντρες τα μετράνε αρχαιόθεν στις (ατομικές τους) τεχνικές προσέλκυσης του άλλου φύλου.
Όσο περισσότερο μεγαλώνει μια γυναίκα, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τον ενδιάθετο πόθο που της έχει σταλάξει η φύση, τόσο περισσότερο τον κατακτά και τον προκαλεί μεθοδικά, καρτερικά, με γνώση πια και βεβαιότητα για το σώμα και τις δυνάμεις του. Ή, αν η ζωή της στέρησε τις ευκαιρίες να τον γνωρίσει, κλείνεται ύστερα από τα σαράντα στο σώμα της σαν να είναι ισόβια φυλακή και σβήνει σιγά σιγά μαζί του.
Eδώ δεν αναφέρομαι βεβαίως στις τετριμμένες περιπτώσεις που τον πόθο για μια γυναίκα προκαλεί η ανοησία και ο εγωισμός, επειδή μόνον και μόνον αποκρούει την επιθυμία μου, επειδή ξέρει να παίζει καλά το παιχνίδι που μια ολόκληρη λογοτεχνία και ένα ολόκληρο θέατρο μας προετοίμασαν να παίζουμε: τον έρωτα που φέρει το επιτυχές όνομα «κρυστάλλωση του Zάλτσμπουργκ» (Περί Έρωτος, Σταντάλ). Aποστρέφομαι αυτόν τον κίβδηλο πόθο στον οποίο, ύστερα από τα χρόνια του Tριστάνου και της Iζόλδης, παγιδεύεται κάθε νεαρή ηλικία. Eιδικά όταν ο άνθρωπος έχει περάσει μια ηλικία και επιμένει να ποθεί «διά της κρυσταλλώσεως», τότε πραγματικά τον θεωρώ για λύπηση.
Όταν μιλάω για τη γνώση του πόθου από τις γυναίκες, αναφέρομαι στον ενστικτώδη πόθο για το άλλο σώμα, για τον άλλον ως αυτό που είναι και μόνον. Για το σώμα που σκάφτηκε από την ζωή, που έβγαλε εξογκώματα ή που έσκασε, που ράγισε, αλλά που ωστόσο το ποθείς, επειδή αγαπάς τον κτήτορά του. Σ’ αυτόν τον μεστό πόθο αναφέρομαι. Που είναι πιο πολύτιμος κι απ’ τους πιο περιπετειώδεις και γοητευτικούς έρωτες των ρομάντσων.
Στην ωριμότητά τους οι γυναίκες χωρίζονται οριστικά σε ανδρόβουλες και σε χαριτωμένες. Oι πρώτες έγιναν πια ομοιώματα ανδρών: τόσο βυθισμένες στο ανδρικό τέλμα της μάταιης προόδου, τόσο χειραφετημένες. Kατασκευάζουν ανά πάσα στιγμή τον πόθο με την ίδια μαεστρία που κατασκευάζουν την καλλωπισμένη εικόνα που περιφέρουν. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν άλλες, διαφορετικές γυναίκες. Aυτές οι τελευταίες με έμαθαν να διακρίνω εκείνη που περιμένει αντάλλαγμα από εκείνη που μένει πιστή στην ιερή τελετουργία του potlatch, ανταλλάσσοντας ελεύθερα τον πόθο, δίχως φτιασίδια και δίχως έπαρση.
Tι έχει μια γυναίκα που δεν έχει μια άλλη; Γιατί ποθώ αυτή κι όχι εκείνη; Tα μάτια, τα χείλη και το σώμα. Θέλω να πω, τα μάτια τής γυναίκας που μ’ αρέσει νομίζω πως με καλούν να χαθώ μέσα της. Tα χείλη της (νομίζω πάλι πως) στάζουν αβυσσαλέα επιθυμία, και το σώμα της, οι κινήσεις της, ελκύουν το χάδι ίδια εύκολα, ίδια φυσικά, όπως το σώμα της γάτας. Δεν είναι οι αγαλματώδεις αναλογίες που προκαλούν τον πόθο. H ποθητή γυναίκα είναι ποθητή όπως κι αν είναι πλασμένη, ό,τι κι αν κάνει. Δεν χρειάζεται να μιλήσει για να γίνει, δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα. Aυτά (την κομπορρημοσύνη και τα ανδραγαθήματα) μόνον οι άντρες τα μετράνε αρχαιόθεν στις (ατομικές τους) τεχνικές προσέλκυσης του άλλου φύλου.
Όσο περισσότερο μεγαλώνει μια γυναίκα, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τον ενδιάθετο πόθο που της έχει σταλάξει η φύση, τόσο περισσότερο τον κατακτά και τον προκαλεί μεθοδικά, καρτερικά, με γνώση πια και βεβαιότητα για το σώμα και τις δυνάμεις του. Ή, αν η ζωή της στέρησε τις ευκαιρίες να τον γνωρίσει, κλείνεται ύστερα από τα σαράντα στο σώμα της σαν να είναι ισόβια φυλακή και σβήνει σιγά σιγά μαζί του.
Eδώ δεν αναφέρομαι βεβαίως στις τετριμμένες περιπτώσεις που τον πόθο για μια γυναίκα προκαλεί η ανοησία και ο εγωισμός, επειδή μόνον και μόνον αποκρούει την επιθυμία μου, επειδή ξέρει να παίζει καλά το παιχνίδι που μια ολόκληρη λογοτεχνία και ένα ολόκληρο θέατρο μας προετοίμασαν να παίζουμε: τον έρωτα που φέρει το επιτυχές όνομα «κρυστάλλωση του Zάλτσμπουργκ» (Περί Έρωτος, Σταντάλ). Aποστρέφομαι αυτόν τον κίβδηλο πόθο στον οποίο, ύστερα από τα χρόνια του Tριστάνου και της Iζόλδης, παγιδεύεται κάθε νεαρή ηλικία. Eιδικά όταν ο άνθρωπος έχει περάσει μια ηλικία και επιμένει να ποθεί «διά της κρυσταλλώσεως», τότε πραγματικά τον θεωρώ για λύπηση.
Όταν μιλάω για τη γνώση του πόθου από τις γυναίκες, αναφέρομαι στον ενστικτώδη πόθο για το άλλο σώμα, για τον άλλον ως αυτό που είναι και μόνον. Για το σώμα που σκάφτηκε από την ζωή, που έβγαλε εξογκώματα ή που έσκασε, που ράγισε, αλλά που ωστόσο το ποθείς, επειδή αγαπάς τον κτήτορά του. Σ’ αυτόν τον μεστό πόθο αναφέρομαι. Που είναι πιο πολύτιμος κι απ’ τους πιο περιπετειώδεις και γοητευτικούς έρωτες των ρομάντσων.
Στην ωριμότητά τους οι γυναίκες χωρίζονται οριστικά σε ανδρόβουλες και σε χαριτωμένες. Oι πρώτες έγιναν πια ομοιώματα ανδρών: τόσο βυθισμένες στο ανδρικό τέλμα της μάταιης προόδου, τόσο χειραφετημένες. Kατασκευάζουν ανά πάσα στιγμή τον πόθο με την ίδια μαεστρία που κατασκευάζουν την καλλωπισμένη εικόνα που περιφέρουν. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν άλλες, διαφορετικές γυναίκες. Aυτές οι τελευταίες με έμαθαν να διακρίνω εκείνη που περιμένει αντάλλαγμα από εκείνη που μένει πιστή στην ιερή τελετουργία του potlatch, ανταλλάσσοντας ελεύθερα τον πόθο, δίχως φτιασίδια και δίχως έπαρση.
Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, εκδ. Κέδρος, 1998, σ. 95-97.
ΙΙΙ. Μικρές αλεπούδες
[…] Έτσι, οι γυναίκες έκαναν πάντα την εμφάνισή τους στη ζωή μου σαν ανοιξιάτικη μπόρα, ίσα ίσα για να ζήσω μια μικρή «ρομαντική» ιστορία ημερών, εβδομάδων, μηνών, ενός, άντε δύο, το πολύ τριών χρόνων. Μικρές αλεπούδες: Τις χαίρεσαι μια στιγμή, δύο, άντε τρεις, κι ύστερα φροούυπ! χάνονται μ’ εκείνα τα χαριτωμένα τους πηδηματάκια στο δάσος.
Στο πρόσωπό μου καμία γυναίκα δεν αντίκρισε ποτέ τη διάρκεια των αισθημάτων, τη σταθερότητα της οικογενειακής υποκρισίας, την ασφάλεια των δοσμένων θεσμών – ούτε καν ως προοπτική. Ποτέ. Οι γυναίκες που πόνταραν πάνω μου τις προσδοκίες τους για μια κλασική οικιακή οικονομία τα έχασαν όλα. Γι’ αυτό και όσες θέλησαν να κρατήσουν κάτι από μένα, κράτησαν μόνο άψυχα δείγματα του κοινού μας βίου (ψυγεία, ακριβά ηχητικά συστήματα, κουζίνες, ωραία πιάτα και ποτήρια, τηλεοράσεις, αυτοκίνητα, φυτά εσωτερικού χώρου, κρεβάτια μαζί με τα σεντόνια, πλήρεις τραπεζαρίες, βιβλιοθήκες άδειες από βιβλία κ.λπ.)· δεν τους άφησα πολλά περιθώρια να εξασφαλίσουν ανάγλυφες αναμνήσεις: η εξαφάνισή μου από την έως τότε κοινή ζωή μας συνέβαινε ως κοπή ομφάλιου λώρου (στις καλύτερες περιπτώσεις), ως ακαριαία αποκοπή ζωτικού μέλους, ως λοβοτομή ή ως τεκτονικό ρήγμα.
Είναι αλήθεια. Η απόσχισή μου από τον κοινό μας βηματισμό είχε πάντα τη μορφή καρατόμησης, ακρωτηριασμού, υστερεκτομής, σεισμού. Αλλά ο ακρωτηριασμένος ήμουν πάντα εγώ. Όλο εκείνο το οικοδόμημα αμοιβαιότητας που είχα φαντασιώσει ότι μπορεί να υπάρξει είχε διαμιάς καταβαραθρωθεί: Μέσα μου, πολύ βαθιά μέσα μου, σ’ εκείνη τη σκοτεινή σπηλιά της πρώτης μου πίστης, της πρωταρχικής, ότι ο κόσμος δεν είναι τόσο κακός, δεν είναι τόσο απάνθρωπα ψεύτικος, τόσο αχρείαστα χρηματισμένος, τόσο τελικά φτωχός κι ότι επομένως ναι, μπορεί, μπορεί να θεμελιώσεις κάτι γερό με μια άλλη ψυχή. Αυτή η πρωταρχική πίστη που, αν την εξετάσει κανείς επιφανειακά, μοιάζει με μελόδραμα τύπου μπελκάντο ή με ιστορία Άρλεκιν, δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Μόνο που κάθε νέος χωρισμός τσάκιζε κι ένα της κομμάτι. Στα πενήντα μου, ύστερα από αλλεπάλληλους ακρωτηριασμούς, τα θεμέλια αυτού του οικοδομήματος μοιάζουν με ίχνη προϊστορικού ναού. Μόνο ειδικοί αρχαιολόγοι-ψυχίατροι μπορούν να εικάσουν ότι εδώ κάποτε υπήρξε κάτι αξιομνημόνευτο.
Στο πρόσωπό μου καμία γυναίκα δεν αντίκρισε ποτέ τη διάρκεια των αισθημάτων, τη σταθερότητα της οικογενειακής υποκρισίας, την ασφάλεια των δοσμένων θεσμών – ούτε καν ως προοπτική. Ποτέ. Οι γυναίκες που πόνταραν πάνω μου τις προσδοκίες τους για μια κλασική οικιακή οικονομία τα έχασαν όλα. Γι’ αυτό και όσες θέλησαν να κρατήσουν κάτι από μένα, κράτησαν μόνο άψυχα δείγματα του κοινού μας βίου (ψυγεία, ακριβά ηχητικά συστήματα, κουζίνες, ωραία πιάτα και ποτήρια, τηλεοράσεις, αυτοκίνητα, φυτά εσωτερικού χώρου, κρεβάτια μαζί με τα σεντόνια, πλήρεις τραπεζαρίες, βιβλιοθήκες άδειες από βιβλία κ.λπ.)· δεν τους άφησα πολλά περιθώρια να εξασφαλίσουν ανάγλυφες αναμνήσεις: η εξαφάνισή μου από την έως τότε κοινή ζωή μας συνέβαινε ως κοπή ομφάλιου λώρου (στις καλύτερες περιπτώσεις), ως ακαριαία αποκοπή ζωτικού μέλους, ως λοβοτομή ή ως τεκτονικό ρήγμα.
Είναι αλήθεια. Η απόσχισή μου από τον κοινό μας βηματισμό είχε πάντα τη μορφή καρατόμησης, ακρωτηριασμού, υστερεκτομής, σεισμού. Αλλά ο ακρωτηριασμένος ήμουν πάντα εγώ. Όλο εκείνο το οικοδόμημα αμοιβαιότητας που είχα φαντασιώσει ότι μπορεί να υπάρξει είχε διαμιάς καταβαραθρωθεί: Μέσα μου, πολύ βαθιά μέσα μου, σ’ εκείνη τη σκοτεινή σπηλιά της πρώτης μου πίστης, της πρωταρχικής, ότι ο κόσμος δεν είναι τόσο κακός, δεν είναι τόσο απάνθρωπα ψεύτικος, τόσο αχρείαστα χρηματισμένος, τόσο τελικά φτωχός κι ότι επομένως ναι, μπορεί, μπορεί να θεμελιώσεις κάτι γερό με μια άλλη ψυχή. Αυτή η πρωταρχική πίστη που, αν την εξετάσει κανείς επιφανειακά, μοιάζει με μελόδραμα τύπου μπελκάντο ή με ιστορία Άρλεκιν, δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Μόνο που κάθε νέος χωρισμός τσάκιζε κι ένα της κομμάτι. Στα πενήντα μου, ύστερα από αλλεπάλληλους ακρωτηριασμούς, τα θεμέλια αυτού του οικοδομήματος μοιάζουν με ίχνη προϊστορικού ναού. Μόνο ειδικοί αρχαιολόγοι-ψυχίατροι μπορούν να εικάσουν ότι εδώ κάποτε υπήρξε κάτι αξιομνημόνευτο.
Τrue Love, εκδ. Τόπος 2008, σ. 18-20.
Amor patris
(μια στιγμή τυφλού οίστρου)
Η δραματικά παθιασμένη επαφή του Ά.Μ. με τις γυναίκες (που δεν οφείλεται αποκλειστικά σ' εκείνες αλλά σε καλά θαμμένα οικογενειακά τραύματα) τον κατέστησε, σε αρκετά νεαρή ηλικία, πατέρα δύο σπουδαίων παιδιών. Ως προς αυτό το δύσκολο θέμα, της πατρότητας, ο αναγνώστης παραπέμπεται στην αντίστοιχη σελίδα μας στον αγγλικό ιστότοπο.
Εδώ απλώς, ως μικρή προκαταβολή, παρατίθεται ένα μικρό απόσπασμα από το κείμενο στο Ulysses του Τζόις που θίγει, κοντά στο δικό του πνεύμα, το όλο ζήτημα:
Η πατρότητα, με την έννοια της συνειδητής απόκτησης παιδιού, είναι άγνωστη στον άντρα. Αποτελεί ένα μυστήριο κληροδότημα, μια αποστολική διαδοχή, από τον μόνο γεννήτορα στον μόνο γεννηθέντα. Σ' ετούτο το μυστήριο και όχι στη μαντόνα που η πανούργα ιταλική διανόηση πέταξε πάνω στον όχλο της Ευρώπης θεμελιώθηκε η εκκλησία και θεμελιώθηκε αμετακίνητα επειδή θεμελιώθηκε, ωσάν τον κόσμο, μακρό– και μικρόκοσμο, πάνω στο κενό. Πάνω στο αβέβαιο, πάνω στο απίθανο. Η Amor matris, υποκειμενική και αντικειμενική γενική, ίσως να είναι το μόνο αληθινό πράγμα στη ζωή. Η πατρότητα ίσως να είναι μια νομική μυθοπλασία. Ποιος είναι ο πατέρας του όποιου γιου που ο όποιος γιος θα τον αγαπήσει ή εκείνος τον όποιο γιο; Ποιος είναι ο κατά φύσιν δεσμός τους; Μια στιγμή τυφλoύ οίστρου.
Το πρωτότυπο:
Fatherhood in the sense of conscious begetting, is unknown to man. It is a mystical estate, an apostolic succession, from only be-getter to only begotten. On that mystery and not on the Madonna... the church is founded and founded irremovably because founded, like the world, macro and microcosm, upon the void. Upon incertitude, upon unlikelihood. Amor matris, subjective and objective, may be the only true thing in life. Paternity may be a legal fiction. Who is the father of any son that any son should love him or he any son? What links them in nature? An instant of blind rut.
Εδώ απλώς, ως μικρή προκαταβολή, παρατίθεται ένα μικρό απόσπασμα από το κείμενο στο Ulysses του Τζόις που θίγει, κοντά στο δικό του πνεύμα, το όλο ζήτημα:
Η πατρότητα, με την έννοια της συνειδητής απόκτησης παιδιού, είναι άγνωστη στον άντρα. Αποτελεί ένα μυστήριο κληροδότημα, μια αποστολική διαδοχή, από τον μόνο γεννήτορα στον μόνο γεννηθέντα. Σ' ετούτο το μυστήριο και όχι στη μαντόνα που η πανούργα ιταλική διανόηση πέταξε πάνω στον όχλο της Ευρώπης θεμελιώθηκε η εκκλησία και θεμελιώθηκε αμετακίνητα επειδή θεμελιώθηκε, ωσάν τον κόσμο, μακρό– και μικρόκοσμο, πάνω στο κενό. Πάνω στο αβέβαιο, πάνω στο απίθανο. Η Amor matris, υποκειμενική και αντικειμενική γενική, ίσως να είναι το μόνο αληθινό πράγμα στη ζωή. Η πατρότητα ίσως να είναι μια νομική μυθοπλασία. Ποιος είναι ο πατέρας του όποιου γιου που ο όποιος γιος θα τον αγαπήσει ή εκείνος τον όποιο γιο; Ποιος είναι ο κατά φύσιν δεσμός τους; Μια στιγμή τυφλoύ οίστρου.
Το πρωτότυπο:
Fatherhood in the sense of conscious begetting, is unknown to man. It is a mystical estate, an apostolic succession, from only be-getter to only begotten. On that mystery and not on the Madonna... the church is founded and founded irremovably because founded, like the world, macro and microcosm, upon the void. Upon incertitude, upon unlikelihood. Amor matris, subjective and objective, may be the only true thing in life. Paternity may be a legal fiction. Who is the father of any son that any son should love him or he any son? What links them in nature? An instant of blind rut.
James Joyce, Ulysses, 9ο επεισόδιο.
Το γραμμάτιο του απλήρωτου Χρόνου
Μια ομολογία του Ά.Μ. σε πρώτο πρόσωπο:
Ανέκαθεν μου αρκούσε να έχω εξασφαλίσει τα απολύτως αναγκαία. Τα ακριβά αυτοκίνητα και οι πισίνες ποτέ δεν με τράβηξαν. Ούτε οι ακριβοί πίνακες. Ούτε τα σπίτια. Ούτε, ούτε, ούτε. Περιουσία μου ήταν και είναι πάντα τα βιβλία μου, η όμορφη γη, λίγοι υπέροχοι άνθρωποι που γνώρισα, κάποιοι αγώνες που πήρα μέρος ως δευτεροαγωνιστής. Το παραπάνω ποτέ μου δεν το πόθησα. Eπειδή το παραπάνω σκοτώνει το μοναδικό αγαθό που έρχεται, στην κλίμακα των δικών μου αξιών, δεύτερο μετά τη ζωή: τον απλήρωτο, έξω από συναλλαγές και χρηματισμούς Χρόνο.Τον αργό χρόνο που στη διάρκειά του χτίζει κανείς ιστορίες. Τον χρόνο που χρειάζεται για να σκέφτεσαι και να ονειρεύεσαι τολμηρές υποθέσεις εργασίας για τη ζωή. Τον καθημερινό χρόνο που διδάσκει το επιούσιο μάθημα: πώς να παραμένεις άνθρωπος. Τον χρόνο που στη διάρκειά του μπορείς να μεγαλώσεις τα ποσοστά της διαθέσιμης ελευθερίας σου. Τον χρόνο που προσπαθείς να κάνεις κάτι μικρό για τους άλλους. Τον χρόνο του έρωτα και της κάθε μικρής αχρημάτιστης χαράς. Αυτόν τον σπάνιο χρόνο.
Εγκατέλειψα πολλές δουλειές στη ζωή μου επειδή δεν μου "κατέβαλαν" τον αναγκαίο Χρόνο. Με πλήρωναν με καλά λεφτά αλλά με την προϋπόθεση να μου "ληστεύουν" τον χρόνο. Σε όλη μου τη ζωή ο χρόνος αποτελούσε την πρώτη μου προτεραιότητα. Σε όλη μου τη ζωή αγωνίστηκα να εξασφαλίσω απλήρωτο χρόνο, χρόνο, χρόνο. Σε γενικές γραμμές το κατάφερα.
Για πρώτη φορά αυτή η προτεραιότητα, τώρα στα χρόνια της κρίσης, κινδυνεύει σοβαρά. Για πρώτη φορά στη ζωή μου η αγωνία για την επιβίωση φαίνεται να νικάει στα σημεία τον αγώνα για τον Χρόνο. Όλες οι βεβαιότητες που είχα εξασφαλίσει χάρη στην επιμονή μου να ζω με τα απολύτως αναγκαία, όλες οι βεβαιότητες που εκπορεύονταν από την πεποίθηση ότι «εμένα δεν νοιάζει ο υπόλοιπος κόσμος που τρέχει τρελαμένος για περισσότερα λεφτά, εγώ δεν είμαι καταναλωτικό ζώο, εγώ δεν χρειάζομαι τις μεζονέτες τους και τις υστερικές τους shop therapies», τώρα πια έχουν εξασθενίσει σοβαρά. Θέλω να πω: οι μικρές αχρημάτιστες χαρές που είχα εξασφαλίσει, τα μικρά αναγκαία ταξίδια, οι μικροί όμορφοι έρωτες, τα βιβλία, οι τέχνες, τα νησιά, ακόμα και η πολύτιμη ρακή μου, όλα τώρα κινδυνεύουν.
Επειδή για πρώτη φορά στη ζωή μου συνειδητοποιώ ότι, για να εξασφαλίσω αυτά τα αναγκαία με τα οποία έζησα ως τώρα, χρειάζεται να πληρώσω, έστω και με καθυστέρηση χρόνων, το ληστρικό αντίτιμο που επιμελώς απέφυγα όλη μου τη ζωή: να γίνω πιο πολύ δούλος της μισθωτής εργασίας, πιο πολύ ανελεύθερος, πιο πολύ ανεκτικός στον κόσμο της αγοράς και άρα αγοραίος, πιο υποχωρητικός, πιο αναξιοπρεπής, κι ακόμα – τι παράξενο!– πιο νέος…
Για πρώτη φορά στη ζωή μου υποχρεώνομαι να αντιμετωπίσω τη δεινή πραγματικότητα: του απλήρωτου Χρόνου μου που, τώρα, απόκτησε ανυπολόγιστη αξία. Υποθέτω ότι στην ίδια θέση με μένα βρίσκονται πολλοί άνθρωποι. Όλοι εκείνοι που αγωνίζονται κάθε μέρα, με τον τρόπο του ο καθένας, για την Αλήθεια και την Ομορφιά. Θα ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Το ξέρω. Θα αγωνιστούμε και γι' αυτό. Το ξέρω. Το ελπίζω. Το περιμένω. Εμπρός στον κίνδυνο να μην έχουμε τρόπο να εξοφλήσουμε το γραμμάτιο του απλήρωτου Χρόνου μας κάποιοι άνθρωποι κάπως, όπως γινόταν πάντα, δεν μπορεί, θ' αντισταθούμε. Και αντιστεκόμαστε. Το βλέπω. Το ξέρω. Το χαίρομαι. Αυτό και μόνο αυτό μου επιτρέπει ακόμα να ζω.
Ανέκαθεν μου αρκούσε να έχω εξασφαλίσει τα απολύτως αναγκαία. Τα ακριβά αυτοκίνητα και οι πισίνες ποτέ δεν με τράβηξαν. Ούτε οι ακριβοί πίνακες. Ούτε τα σπίτια. Ούτε, ούτε, ούτε. Περιουσία μου ήταν και είναι πάντα τα βιβλία μου, η όμορφη γη, λίγοι υπέροχοι άνθρωποι που γνώρισα, κάποιοι αγώνες που πήρα μέρος ως δευτεροαγωνιστής. Το παραπάνω ποτέ μου δεν το πόθησα. Eπειδή το παραπάνω σκοτώνει το μοναδικό αγαθό που έρχεται, στην κλίμακα των δικών μου αξιών, δεύτερο μετά τη ζωή: τον απλήρωτο, έξω από συναλλαγές και χρηματισμούς Χρόνο.Τον αργό χρόνο που στη διάρκειά του χτίζει κανείς ιστορίες. Τον χρόνο που χρειάζεται για να σκέφτεσαι και να ονειρεύεσαι τολμηρές υποθέσεις εργασίας για τη ζωή. Τον καθημερινό χρόνο που διδάσκει το επιούσιο μάθημα: πώς να παραμένεις άνθρωπος. Τον χρόνο που στη διάρκειά του μπορείς να μεγαλώσεις τα ποσοστά της διαθέσιμης ελευθερίας σου. Τον χρόνο που προσπαθείς να κάνεις κάτι μικρό για τους άλλους. Τον χρόνο του έρωτα και της κάθε μικρής αχρημάτιστης χαράς. Αυτόν τον σπάνιο χρόνο.
Εγκατέλειψα πολλές δουλειές στη ζωή μου επειδή δεν μου "κατέβαλαν" τον αναγκαίο Χρόνο. Με πλήρωναν με καλά λεφτά αλλά με την προϋπόθεση να μου "ληστεύουν" τον χρόνο. Σε όλη μου τη ζωή ο χρόνος αποτελούσε την πρώτη μου προτεραιότητα. Σε όλη μου τη ζωή αγωνίστηκα να εξασφαλίσω απλήρωτο χρόνο, χρόνο, χρόνο. Σε γενικές γραμμές το κατάφερα.
Για πρώτη φορά αυτή η προτεραιότητα, τώρα στα χρόνια της κρίσης, κινδυνεύει σοβαρά. Για πρώτη φορά στη ζωή μου η αγωνία για την επιβίωση φαίνεται να νικάει στα σημεία τον αγώνα για τον Χρόνο. Όλες οι βεβαιότητες που είχα εξασφαλίσει χάρη στην επιμονή μου να ζω με τα απολύτως αναγκαία, όλες οι βεβαιότητες που εκπορεύονταν από την πεποίθηση ότι «εμένα δεν νοιάζει ο υπόλοιπος κόσμος που τρέχει τρελαμένος για περισσότερα λεφτά, εγώ δεν είμαι καταναλωτικό ζώο, εγώ δεν χρειάζομαι τις μεζονέτες τους και τις υστερικές τους shop therapies», τώρα πια έχουν εξασθενίσει σοβαρά. Θέλω να πω: οι μικρές αχρημάτιστες χαρές που είχα εξασφαλίσει, τα μικρά αναγκαία ταξίδια, οι μικροί όμορφοι έρωτες, τα βιβλία, οι τέχνες, τα νησιά, ακόμα και η πολύτιμη ρακή μου, όλα τώρα κινδυνεύουν.
Επειδή για πρώτη φορά στη ζωή μου συνειδητοποιώ ότι, για να εξασφαλίσω αυτά τα αναγκαία με τα οποία έζησα ως τώρα, χρειάζεται να πληρώσω, έστω και με καθυστέρηση χρόνων, το ληστρικό αντίτιμο που επιμελώς απέφυγα όλη μου τη ζωή: να γίνω πιο πολύ δούλος της μισθωτής εργασίας, πιο πολύ ανελεύθερος, πιο πολύ ανεκτικός στον κόσμο της αγοράς και άρα αγοραίος, πιο υποχωρητικός, πιο αναξιοπρεπής, κι ακόμα – τι παράξενο!– πιο νέος…
Για πρώτη φορά στη ζωή μου υποχρεώνομαι να αντιμετωπίσω τη δεινή πραγματικότητα: του απλήρωτου Χρόνου μου που, τώρα, απόκτησε ανυπολόγιστη αξία. Υποθέτω ότι στην ίδια θέση με μένα βρίσκονται πολλοί άνθρωποι. Όλοι εκείνοι που αγωνίζονται κάθε μέρα, με τον τρόπο του ο καθένας, για την Αλήθεια και την Ομορφιά. Θα ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Το ξέρω. Θα αγωνιστούμε και γι' αυτό. Το ξέρω. Το ελπίζω. Το περιμένω. Εμπρός στον κίνδυνο να μην έχουμε τρόπο να εξοφλήσουμε το γραμμάτιο του απλήρωτου Χρόνου μας κάποιοι άνθρωποι κάπως, όπως γινόταν πάντα, δεν μπορεί, θ' αντισταθούμε. Και αντιστεκόμαστε. Το βλέπω. Το ξέρω. Το χαίρομαι. Αυτό και μόνο αυτό μου επιτρέπει ακόμα να ζω.
η επουράνια τσαγιέρα…
Άλλη μια ομολογία του Ά. Μ.:
Από μικρό παιδί, ακόμα και στις μεγαλύτερες δυσκολίες, ατυχίες, απελπισίες κλπ. ποτέ, μα ποτέ, δεν σκέφτηκα να αποτανθώ στο Θείο. Πιστεύω μόνο στον απτό, υλικό κόσμο όπου ζούμε και πεθαίνουμε. Δεν πιστεύω στη μαγεία, στη μεταφυσική οποιουδήποτε είδους, σε τίποτε απ' όλα αυτά. Υπάρχει η γνωστή περικοπή στη Βίβλο που τη ρεαλιστική της αλήθεια καταλαβαίνω από παιδάκι: «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γένεσις 3:19). Είμαστε γεννημένοι στη γη ετούτη την όμορφη και σ' αυτή θα επιστρέψουμε. Κατά κανόνα όταν κάποιος επιχειρεί να θίξει στα σοβαρά το ζήτημα του Θεού, καταφεύγω στο περίφημο παράδειγμα του Μπέρτραντ Ράσελ με την επουράνια τσαγιέρα:
«Πολλοί ορθόδοξοι τύποι μιλάνε λες και είναι δουλειά των σκεπτικιστών να δείξουν τα λάθη των δογμάτων που έχουν γίνει αποδεκτά ενώ είναι οι δογματιστές εκείνοι που πρέπει να αποδείξουν την αλήθεια τους.
Αν ήθελα να υπαινιχθώ ότι μεταξύ Γης και Άρη υπάρχει μία πορσελάνινη τσαγιέρα σε ελλειπτική τροχιά γύρω απο τον ήλιο, κανείς δεν θα ήταν σε θέση να διαψεύσει τον ισχυρισμό μου, αρκεί να φρόντιζα να προσθέσω ότι η τσαγιέρα είναι τόσο μικρή που δεν θα μπορούσαν να την ανιχνεύσουν ούτε τα πιό ισχυρά τηλεσκόπιά μας. Όμως, αν συνέχιζα να λέω ότι, αφού ο ισχυρισμός μου δεν μπορεί να διαψευστεί θα ήταν απαράδεκτη απρέπεια για την ανθρώπινη λογική να τον θέτει σε αμφισβήτηση, τότε δικαίως ο καθένας θα θεωρούσε ότι συζητάω ανοησίες.
Αν, ωστόσο, η ύπαρξη μιας τέτοιας επουράνιας τσαγιέρας επιβεβαιωνόταν σε πανάρχαια βιβλία, διδασκόταν ως ιερή αλήθεια κάθε Κυριακή, και ενσταλαζόταν στα μυαλά των μικρών παιδιών στα σχολεία, τότε ακόμα και ο παραμικρός δισταγμός, θα αποτελούσε δείγμα εκκεντρικότητας, και θα απέφερε στον αμφισβητία το επίζηλο προνόμιο της ψυχιατρικής φροντίδας σε εποχές διαφωτισμού, ή εκείνες της Ιερής Εξέτασης σε πιο πρώιμη περίοδο.»
Από μικρό παιδί, ακόμα και στις μεγαλύτερες δυσκολίες, ατυχίες, απελπισίες κλπ. ποτέ, μα ποτέ, δεν σκέφτηκα να αποτανθώ στο Θείο. Πιστεύω μόνο στον απτό, υλικό κόσμο όπου ζούμε και πεθαίνουμε. Δεν πιστεύω στη μαγεία, στη μεταφυσική οποιουδήποτε είδους, σε τίποτε απ' όλα αυτά. Υπάρχει η γνωστή περικοπή στη Βίβλο που τη ρεαλιστική της αλήθεια καταλαβαίνω από παιδάκι: «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γένεσις 3:19). Είμαστε γεννημένοι στη γη ετούτη την όμορφη και σ' αυτή θα επιστρέψουμε. Κατά κανόνα όταν κάποιος επιχειρεί να θίξει στα σοβαρά το ζήτημα του Θεού, καταφεύγω στο περίφημο παράδειγμα του Μπέρτραντ Ράσελ με την επουράνια τσαγιέρα:
«Πολλοί ορθόδοξοι τύποι μιλάνε λες και είναι δουλειά των σκεπτικιστών να δείξουν τα λάθη των δογμάτων που έχουν γίνει αποδεκτά ενώ είναι οι δογματιστές εκείνοι που πρέπει να αποδείξουν την αλήθεια τους.
Αν ήθελα να υπαινιχθώ ότι μεταξύ Γης και Άρη υπάρχει μία πορσελάνινη τσαγιέρα σε ελλειπτική τροχιά γύρω απο τον ήλιο, κανείς δεν θα ήταν σε θέση να διαψεύσει τον ισχυρισμό μου, αρκεί να φρόντιζα να προσθέσω ότι η τσαγιέρα είναι τόσο μικρή που δεν θα μπορούσαν να την ανιχνεύσουν ούτε τα πιό ισχυρά τηλεσκόπιά μας. Όμως, αν συνέχιζα να λέω ότι, αφού ο ισχυρισμός μου δεν μπορεί να διαψευστεί θα ήταν απαράδεκτη απρέπεια για την ανθρώπινη λογική να τον θέτει σε αμφισβήτηση, τότε δικαίως ο καθένας θα θεωρούσε ότι συζητάω ανοησίες.
Αν, ωστόσο, η ύπαρξη μιας τέτοιας επουράνιας τσαγιέρας επιβεβαιωνόταν σε πανάρχαια βιβλία, διδασκόταν ως ιερή αλήθεια κάθε Κυριακή, και ενσταλαζόταν στα μυαλά των μικρών παιδιών στα σχολεία, τότε ακόμα και ο παραμικρός δισταγμός, θα αποτελούσε δείγμα εκκεντρικότητας, και θα απέφερε στον αμφισβητία το επίζηλο προνόμιο της ψυχιατρικής φροντίδας σε εποχές διαφωτισμού, ή εκείνες της Ιερής Εξέτασης σε πιο πρώιμη περίοδο.»
…Και η καρδιά του άκαρδου κόσμου
Οι πολιτικά συνειδητοποιημένοι άνθρωποι καταλαβαίνουν, εννοείται, τα παραπάνω ζητήματα μέσα από τη λογική (και την άψογη ρητορική τέχνη) που ανέπτυξε πριν πολλά πολλά χρόνια ο κύριος Κάρλ Μαρξ:
Religion is, indeed, the self-consciousness and self-esteem of man who has either not yet won through to himself, or has already lost himself again. But man is no abstract being squatting outside the world. Man is the world of man—state, society. This state and this society produce religion, which is an inverted consciousness of the world, because they are an inverted world. Religion is the general theory of this world, its encyclopedic compendium, its logic in popular form, its spiritual point d'honneur, its enthusiasm, its moral sanction, its solemn complement, and its universal basis of consolation and justification. It is the fantastic realization of the human essence since the human essence has not acquired any true reality. The struggle against religion is, therefore, indirectly the struggle against that world whose spiritual aroma is religion. Religious suffering is, at one and the same time, the expression of real suffering and a protest against real suffering. Religion is the sigh of the oppressed creature, the heart of a heartless world, and the soul of soulless conditions. It is the opium of the people. The abolition of religion as the illusory happiness of the people is the demand for their real happiness. To call on them to give up their illusions about their condition is to call on them to give up a condition that requires illusions. The criticism of religion is, therefore, in embryo, the criticism of that vale of tears of which religion is the halo.
Religion is, indeed, the self-consciousness and self-esteem of man who has either not yet won through to himself, or has already lost himself again. But man is no abstract being squatting outside the world. Man is the world of man—state, society. This state and this society produce religion, which is an inverted consciousness of the world, because they are an inverted world. Religion is the general theory of this world, its encyclopedic compendium, its logic in popular form, its spiritual point d'honneur, its enthusiasm, its moral sanction, its solemn complement, and its universal basis of consolation and justification. It is the fantastic realization of the human essence since the human essence has not acquired any true reality. The struggle against religion is, therefore, indirectly the struggle against that world whose spiritual aroma is religion. Religious suffering is, at one and the same time, the expression of real suffering and a protest against real suffering. Religion is the sigh of the oppressed creature, the heart of a heartless world, and the soul of soulless conditions. It is the opium of the people. The abolition of religion as the illusory happiness of the people is the demand for their real happiness. To call on them to give up their illusions about their condition is to call on them to give up a condition that requires illusions. The criticism of religion is, therefore, in embryo, the criticism of that vale of tears of which religion is the halo.
Karl Marx, Introduction to A Contribution to the Critique of Hegel's Philosophy of Right, 1844, Collected Works, v.3. 1976, New York.