NA KYΛAEI
Σ’ ένα του γράμμα, ο Σοπέν περιγράφει τη διαμονή του στην Aγγλία.
Παίζει σε διάφορα σαλόνια και οι κυρίες μονίμως δηλώνουν καταγοητευμένες χρησιμοποιώντας την ίδια φράση: «Tι ωραίο! Kυλάει σαν νεράκι!»
O Σοπέν εκνευριζόταν, το ίδιο κι εγώ όταν ακούω να κρίνουν μια μετάφραση με την ίδια διατύπωση: «Kυλάει περίφημα.»
Ή με την παρεμφερή: «Λες και το έγραψε Γάλλος συγγραφέας.»
Όμως είναι φρικτό να διαβάζεις τον Xέμινγουέϊ σαν Γάλλο συγγραφέα! Tο ύφος του είναι αδιανόητο για ένα γάλλο συγγραφέα!
Kαι ο Pομπέρτο Kαλάσσο ο ιταλός εκδότης μου: «Aναγνωρίζει κανείς μια καλή μετάφραση όχι από το “κύλισμά” της
αλλά απ’ όλες εκείνες τις ανοίκειες και αυθεντικές εκφράσεις που ο μεταφραστής είχε το κουράγιο να διατηρήσει και να υπερασπιστεί».
Mίλαν Kούντερα, Tέχνη του Mυθιστορήματος
(Milan Kundera, L’ Art du Roman, Gallimard, 1986, σ. 150).
Σ’ ένα του γράμμα, ο Σοπέν περιγράφει τη διαμονή του στην Aγγλία.
Παίζει σε διάφορα σαλόνια και οι κυρίες μονίμως δηλώνουν καταγοητευμένες χρησιμοποιώντας την ίδια φράση: «Tι ωραίο! Kυλάει σαν νεράκι!»
O Σοπέν εκνευριζόταν, το ίδιο κι εγώ όταν ακούω να κρίνουν μια μετάφραση με την ίδια διατύπωση: «Kυλάει περίφημα.»
Ή με την παρεμφερή: «Λες και το έγραψε Γάλλος συγγραφέας.»
Όμως είναι φρικτό να διαβάζεις τον Xέμινγουέϊ σαν Γάλλο συγγραφέα! Tο ύφος του είναι αδιανόητο για ένα γάλλο συγγραφέα!
Kαι ο Pομπέρτο Kαλάσσο ο ιταλός εκδότης μου: «Aναγνωρίζει κανείς μια καλή μετάφραση όχι από το “κύλισμά” της
αλλά απ’ όλες εκείνες τις ανοίκειες και αυθεντικές εκφράσεις που ο μεταφραστής είχε το κουράγιο να διατηρήσει και να υπερασπιστεί».
Mίλαν Kούντερα, Tέχνη του Mυθιστορήματος
(Milan Kundera, L’ Art du Roman, Gallimard, 1986, σ. 150).
Ο Ά.Μ. ΠΡΟΣΗΛΘΕ στη μετάφραση δοκιμάζοντας πρώτα να μεταφέρει στα ελληνικά τα ιρλανδικά αγγλικά του Τζέιμς Τζόις. Προσήλθε στη μετάφραση περίπου όπως ο Ιρλανδός στη λογοτεχνία: επιχειρώντας δηλαδή να αφομοιώσει τα καλύτερα, να εμέσει τα χειρότερα, και να κάμψει τα άκαμπτα από τη μια γλώσσα στην άλλη. Προσήλθε, με άλλα λόγια, στη μετάφραση ως συγγραφέας που σέβεται αλλά και κρίνει, που κατανοεί αλλά και που απογοητεύεται, που αγαπά αλλά και που μισεί, περισσότερο δηλαδή ως άνθρωπος με σάρκα και οστά, και λιγότερο ως λόγιος.
Πριν ακόμα δημοσιευτεί οποιαδήποτε μετάφρασή του «εκ του αγγλικού», ή «εκ του γαλλικού», είχε επί μακρόν θητεύσει στην ανάγνωση / μετάφραση του πρωτοτύπου τζοϊσικού κειμένου. Αυτή η θητεία τον δίδαξε μεταξύ των άλλων τη μεγάλη αλήθεια: την όποια «σκοτεινιά» κάθε πρωτοτύπου την αποδίδεις όχι με περισσότερο φως (όχι με την εξομάλυνσή του, όχι με τον βίαιο εξελληνισμό του) αλλά με ισοδύναμη «σκοτεινιά».
Στα εδώ περί μετάφρασης κείμενα κλπ. προτάσσεται κείμενο που διαβάστηκε δημοσίως σε εκδήλωση για τον Τζόις που (κατά πρόταση του συγγραφέα) είχε οργανώσει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (2002). Το κείμενο αυτό στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία. Θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στη σελίδα μας για τον Τζόις. Ωστόσο εξ αιτίας, πρώτον, της μεταφραστικής θητείας του Ά.Μ. στον Τζόις που παραπάνω αναφέρθηκε, δεύτερον, επειδή παραπέμπει σε έναν πήχυ μεταφράσεων αρκετά υψηλό, τρίτον, επειδή έχει πράγματι ευρύτερο ενδιαφέρον ως προς τα ζητήματα μεταφρασιμότητας, κρίθηκε ορθότερο να προταχθεί εδώ. Μαζί με αυτό το κείμενο ο αναγνώστης μπορεί να προσεγγίσει (κατεβάζοντας το εδώ σχετικό αρχείο) και ένα ακόμα, που επίσης αφορά στη μεταφρασιμότητα του Τζόις· το κείμενο αυτό αποτέλεσε το Επίμετρο στην πρώτη ελληνική έκδοση του Giacomo Joyce (εκδ. Σμίλη 1994) αλλά επεκτείνεται σε πεδία πολύ ευρύτερα από τη μετάφραση εκείνου του μικρού βιβλίου, θα υποστηρίζαμε μάλιστα ότι συμπυκνώνει την κεντρική μεταφραστική γραμμή του Ά.Μ.
Οπωσδήποτε, το γεγονός ότι αυτά τα δύο βασικά περί μεταφράσεως κείμενα του Ά. Μ., πέραν όλων των άλλων, εξυπηρετούν και την πλοήγηση στο τζοϊσικό αρχιπέλαγος, δύσκολα θα καταχωρηθεί στα αρνητικά τους. Στη συνέχεια θα παραθέτουμε άλλα κείμενα περί μετάφρασης και σχετικών περιπετειών [εδώ επίσης (κατεβάζετε και) διαβάζετε, στο πλαίσιο μιας κριτικής για την ελληνική έκδοση του Θάνατος του Βιργιλίου του Χέρμαν Μπροχ, μια case study απίστευτων μεθερμηνειών και «απαλλοτρίωσης» του πρωτοτύπου κειμένου] καθώς και μικρά δείγματα μεταφραστικής δουλειάς που κατά καιρούς απολαύσαμε gratia artis.
Πριν ακόμα δημοσιευτεί οποιαδήποτε μετάφρασή του «εκ του αγγλικού», ή «εκ του γαλλικού», είχε επί μακρόν θητεύσει στην ανάγνωση / μετάφραση του πρωτοτύπου τζοϊσικού κειμένου. Αυτή η θητεία τον δίδαξε μεταξύ των άλλων τη μεγάλη αλήθεια: την όποια «σκοτεινιά» κάθε πρωτοτύπου την αποδίδεις όχι με περισσότερο φως (όχι με την εξομάλυνσή του, όχι με τον βίαιο εξελληνισμό του) αλλά με ισοδύναμη «σκοτεινιά».
Στα εδώ περί μετάφρασης κείμενα κλπ. προτάσσεται κείμενο που διαβάστηκε δημοσίως σε εκδήλωση για τον Τζόις που (κατά πρόταση του συγγραφέα) είχε οργανώσει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (2002). Το κείμενο αυτό στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία. Θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στη σελίδα μας για τον Τζόις. Ωστόσο εξ αιτίας, πρώτον, της μεταφραστικής θητείας του Ά.Μ. στον Τζόις που παραπάνω αναφέρθηκε, δεύτερον, επειδή παραπέμπει σε έναν πήχυ μεταφράσεων αρκετά υψηλό, τρίτον, επειδή έχει πράγματι ευρύτερο ενδιαφέρον ως προς τα ζητήματα μεταφρασιμότητας, κρίθηκε ορθότερο να προταχθεί εδώ. Μαζί με αυτό το κείμενο ο αναγνώστης μπορεί να προσεγγίσει (κατεβάζοντας το εδώ σχετικό αρχείο) και ένα ακόμα, που επίσης αφορά στη μεταφρασιμότητα του Τζόις· το κείμενο αυτό αποτέλεσε το Επίμετρο στην πρώτη ελληνική έκδοση του Giacomo Joyce (εκδ. Σμίλη 1994) αλλά επεκτείνεται σε πεδία πολύ ευρύτερα από τη μετάφραση εκείνου του μικρού βιβλίου, θα υποστηρίζαμε μάλιστα ότι συμπυκνώνει την κεντρική μεταφραστική γραμμή του Ά.Μ.
Οπωσδήποτε, το γεγονός ότι αυτά τα δύο βασικά περί μεταφράσεως κείμενα του Ά. Μ., πέραν όλων των άλλων, εξυπηρετούν και την πλοήγηση στο τζοϊσικό αρχιπέλαγος, δύσκολα θα καταχωρηθεί στα αρνητικά τους. Στη συνέχεια θα παραθέτουμε άλλα κείμενα περί μετάφρασης και σχετικών περιπετειών [εδώ επίσης (κατεβάζετε και) διαβάζετε, στο πλαίσιο μιας κριτικής για την ελληνική έκδοση του Θάνατος του Βιργιλίου του Χέρμαν Μπροχ, μια case study απίστευτων μεθερμηνειών και «απαλλοτρίωσης» του πρωτοτύπου κειμένου] καθώς και μικρά δείγματα μεταφραστικής δουλειάς που κατά καιρούς απολαύσαμε gratia artis.
Επιλεκτική βιβλιογραφία για τις μεταφράσεις του Ά.Μ.
(δεν περιλαμβάνονται εργασίες σε σύμμεικτους τόμους, περιοδικά κλπ.)
βρίσκετε ΕΔΩ.
(δεν περιλαμβάνονται εργασίες σε σύμμεικτους τόμους, περιοδικά κλπ.)
βρίσκετε ΕΔΩ.
Ι.
Kάθε κείμενο προδίδει λιγότερο ή περισσότερο τα όρια της μεταφρασιμότητάς του· τα προδίδει μέσα στα όρια της αναγνωστικής του προσδοκίας. Τα δύο μνημειώδη βιβλία του Τζόις, στη μεταφρασιμότητα των οποίων αναφέρομαι εδώ (Ulysses, Finnegans Wake), γράφτηκαν, και έκτοτε λειτουργούν πάντα, ως το έσχατο όριο της αναγνωστικής προσδοκίας[1]. Η γλώσσα του τζοϋσικού κειμένου δεν είναι λογοτεχνική γλώσσα. Είναι μια υπεργλώσσα, ένα πυκνό Υπερκείμενο (hypertext) στο οποίο διασταυρώνεται η λειτουργία όλων των γλωσσών, εθνικών, επικοινωνιακών, προφορικών, γραπτών, λογοτεχνικών, δοκιμιακών, δημοσιογραφικών κ.λπ. Αυτή η υπεργλώσσα[2] ενσυνειδήτως «προκαλεί» τη μετάφραση· «προκαλεί», με τη συγκρουσιακή έννοια που χαρακτηρίζει κάθε ερωτική σχέση: απωθεί (το αντικείμενο του πόθου: την ανάγνωση, την ερμηνεία και τη μετάφραση) επειδή διακαώς την επιδιώκει.
ΙΙ.
Τα όρια της αναγνωστικής προσδοκίας, με τα οποία διακινδυνεύει την αναγνωσιμότητα και άρα τη μεταφρασιμότητα των κειμένων του ο Τζόις, ογδόντα χρόνια τώρα, καταγράφονται συνεχώς, η σχετική βιβλιογραφία είναι απέραντη. Κάθε νέα απόπειρα προσδιορισμού και καταγραφής των τζοϋσικών ορίων είναι όμως, από την ίδια της τη θέση, καταδικασμένη: κάθε θεωρητική παρέμβαση επί του εκτός ορίων, επί του παραβατικού κειμένου, εξ ανάγκης διακινδυνεύει και τα δικά της όρια· την επιστημοσύνη της, την ικανότητά της εν τέλει να «μεταφράσει» το κείμενο, δηλαδή να το επανεντάξει (στο πνεύμα της «κοινωνικής επανένταξης» των παραβατικών ατόμων) στα όρια των υπαρκτών γλωσσών.
ΙΙΙ.
Το απεριόριστο κείμενο, το κατά Μαλαρμέ ανοικτό βιβλίο, είναι πάντα «βιβλικό», κρυπτικό, μυητικό: η τζοϋσική, όπως και η ομηρική Οδύσσεια, ή η Θεία Κωμωδία, προϋποθέτει μια διαδικασία προσέγγισης που υπερβαίνει τη μεταφραστική· απαιτεί την ψυχή τε και σώματι μύηση. Η ερμηνευτική θεωρία μόνον μία φιλοδοξία μπορεί να έχει· ότι θα υποδυθεί τον οίστρο· ότι δηλαδή θα «κεντρίσει» τον αναγνώστη/μεταφραστή που στέκεται ενεός εμπρός στο μυστήριο αυτού του υπερκειμένου, ότι θα ωθήσει την (δικαιολογημένη) αφωνία του σε δημιουργική φωνή.
ΙV.
Το τζοϊσικό Υπερκείμενο στην εντελέχειά του εμπεριέχει όλον τον κόσμο, κατά τα κέλτικα, καββαλιστικά, ιουδαϊκά ή αρχαιοελληνικά πρότυπα· κατά συνέπειαν απαιτεί την «επιτελεστική» (performative) ανάγνωση –του τύπου της ραψωδίας, της προσευχής ή ακόμα και της σαμανικής τελετής[3] αδιαφορώντας για (ή καταργώντας) την αναφορική: αναδιηγείται τον κόσμο και, αναδιηγούμενο μυστικά τον κόσμο, τον αναδημιουργεί με φαντασιακό κέντρο τον εαυτό του. Οπότε ο αναγνώστης/μεταφραστής δεν ερμηνεύει απλώς ένα κείμενο, συμμετέχει στη φαντασιακή αναδημιουργία ενός ολιστικού σύμπαντος.
V.
Το τζοϊσικό Υπερκείμενο προϋποθέτει τον εαυτό του ως Έτερο· ως το εν προόδω σύνολο των άπειρων υπο-κειμένων (των «μεταφράσεων») που εκ κατασκευής προσκαλεί. Θεμέλιο της κατασκευής του είναι η δύστροπη γλώσσα του. Η γλώσσα στο Υπερκείμενο Τζόις είναι το κέντρο του κόσμου ακριβώς επειδή δεν είναι μία· επειδή κατασκευάστηκε ως αρχείο πιθανοτήτων στις τροπές της γλώσσας· με την πρόθεση να συνιστά το ελάχιστον της αναφορικής επικοινωνίας και το μείζον της τελεστικής ανάγνωσης· πρόκειται για μια φτιαχτή αγγλική, μια ματωμένη, βασανισμένη, τσακισμένη, εξουθενωμένη αγγλική. «Αν δεν μάθεις αυτά τα πεποιημένα αγγλικά δεν θα καταλάβεις ποτέ σου τίποτε», υποτονθορίζει ακαταπαύστως ο Τζόις· εφόσον ζητά από τον αναγνώστη να καταλάβει τα δικά του, τα πολύ προσωπικά του αγγλικά, στην ουσία τού απαιτεί όχι απλώς να τον μεταφράσει, αλλά να τον μιμηθεί στην διά της γλώσσας αναδημιουργία του κόσμου.
Ο πνευματικός δάσκαλος του Τζόις, ο φιλόσοφος Τζιανμπατίστα Βίκο (1668-1744), υποστηρίζει την ποιητική σοφία, την αρχετυπική αγριότητα που κρύβει εντός της η γλώσσα («κάποτε κάθε λέξη ήταν ένα ποίημα» –Sapienza Poetica). Ο Τζόις, σε μια σταδιακή κλίμακα συγγραφικής κατάκτησης που αρχίζει από την αληθοφανή αναπαράσταση (στα πρώτα του κείμενα) για να καταλήξει στην πολυγλωσσική υπεργλώσσα της (Αγρύπνιας των Φίννεγκαν) σταθερά επεδίωξε αυτό το βαβελικό/ποιητικό όραμα: μια γλώσσα που θα αναδημιουργείται αενάως από τον χρήστη με την ουτοπική πρόθεση να επιστρέψει στην πρωταρχική αθωότητα.
«Verum et Factum convertuntur.» Η περίφημη θέση του Βίκο ότι δηλαδή «το αληθινό και το δημιουργημένο μεταλλάσσονται αμφίδρομα»[4], βρίσκει την έσχατη εφαρμογή της στο Υπερκείμενο του Τζόις: εφόσον είμαστε σε θέση να μάθουμε την αλήθεια μόνον σε ό,τι είναι δικό μας δημιούργημα – ιδού μια γραφή προκλητικά ανοιχτή στην αναδημιουργία του καθενός[5], ανοιχτή στην απειροστή αλήθεια των χρηστών της και άρα ισοδύναμη προς την αλήθεια του σύμπαντος κόσμου – την ίδια τη Δημιουργία…
––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––
[1] Βλ. π.χ. πρόχειρα: i. τη σχετική παρατήρηση της Karen Lawrence: «...το βιβλίο αναπτύσσεται ως εγκυκλοπαίδεια των πιθανοτήτων της πλοκής και του ύφους [...] και έτσι αντιδρά πεισματικά στην κριτική απόπειρα που θα ήθελε να το εξαναγκάσει σε μία μόνο σημασία.» (The Odyssey of Style in “Ulysses”, Princeton, 1981, σελ. 11-12) και ii. την άλλη του George Steiner: «Ο Τζόις εκφράζει τη συνοριακή γραμμή ανάμεσα στη σύνθεση και στον νεολογισμό» (After Babel, Oxford Univ. Press, Oxford, New York, 1998, σ. 199).
[2] Βλ. την πασίγνωστη διατύπωση στο Πορτραίτο του Καλλιτέχνη (πέμπτο κεφάλαιο): «H γλώσσα του, τόσο οικεία και τόσο ξένη, θα είναι πάντα για μένα μια επίκτητη γλώσσα. Oύτε δημιούργησα ούτε αποδέχτηκα τις λέξεις της. H φωνή μου τις κρατάει σε απόσταση. H ψυχή μου αισθάνεται στενόχωρα στη σκιά της γλώσσας του.» Ως προς τη ευρύτερη έννοια αυτής της παρατήρησης πρβλ.: «Θα ήθελα μια γλώσσα υπεράνω όλων των γλωσσών, μια γλώσσα που να υπηρετούν όλες οι γλώσσες. Όταν εκφράζομαι στα Aγγλικά αναγκάζομαι να κλείνομαι σε μια παράδοση» (Richard Ellmann, James Joyce (1959), Oxford Univ. Press, New York 1982, σ. 410).
[3] Πρβλ. στο σημείο αυτό, αλλά και παρακάτω, σε όλο το κείμενο, την άποψη του Ντάνιελ Μπελ (The cultural contradictions of capitalism, Harper Collins Publishers 1978, ελλ. μτφρ.: Ο Πολιτισμός της Μεταβιομηχανικής Δύσης, Νεφέλη 1999, μτφρ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος): «Η λογοτεχνία της νεωτερικότητας –η λογοτεχνία του Γέιτς, του Λόρενς, του Τζόις και του Κάφκα– υπήρξε μια λογοτεχνία η οποία, όπως είπε ο Lionel Trilling, “πήρε η ίδια τη σκοτεινή εξουσία που ορισμένες πλευρές της θρησκείας άσκησαν κάποτε πάνω στο ανθρώπινο πνεύμα”. Μεριμνούσε με τον ιδιωτικό της τρόπο, για την πνευματική σωτηρία».
[4] De Antiquissima Italorum Sapientia ex Linguai Originibus Eruenda, 1710.
[5] Επειδή στο παρόν κείμενο επαναλαμβάνεται ως αξίωμα η ιδέα του τζοϊσικού κειμένου που είναι ανοιχτό στην αναδημιουργία του από τον χρήστη ο αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει στο Ulysses, Οδηγός Ανάγνωσης (Ά. Μαραγκόπουλος, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2010) και συγκεκριμένα στα εδάφια που αφορούν την τεχνική κάθε επεισοδίου, απαντήσεις σε τυχόν ερωτήματά του.
Πρώτη δημοσίευση: περ. Νέα Εστία, τ. 1750, σ. 675-684, Νοέμβριος 2002.
Διαβάστε τη συνέχεια αυτών των θέσεων στο επισυναπτόμενο αρχείο:
Kάθε κείμενο προδίδει λιγότερο ή περισσότερο τα όρια της μεταφρασιμότητάς του· τα προδίδει μέσα στα όρια της αναγνωστικής του προσδοκίας. Τα δύο μνημειώδη βιβλία του Τζόις, στη μεταφρασιμότητα των οποίων αναφέρομαι εδώ (Ulysses, Finnegans Wake), γράφτηκαν, και έκτοτε λειτουργούν πάντα, ως το έσχατο όριο της αναγνωστικής προσδοκίας[1]. Η γλώσσα του τζοϋσικού κειμένου δεν είναι λογοτεχνική γλώσσα. Είναι μια υπεργλώσσα, ένα πυκνό Υπερκείμενο (hypertext) στο οποίο διασταυρώνεται η λειτουργία όλων των γλωσσών, εθνικών, επικοινωνιακών, προφορικών, γραπτών, λογοτεχνικών, δοκιμιακών, δημοσιογραφικών κ.λπ. Αυτή η υπεργλώσσα[2] ενσυνειδήτως «προκαλεί» τη μετάφραση· «προκαλεί», με τη συγκρουσιακή έννοια που χαρακτηρίζει κάθε ερωτική σχέση: απωθεί (το αντικείμενο του πόθου: την ανάγνωση, την ερμηνεία και τη μετάφραση) επειδή διακαώς την επιδιώκει.
ΙΙ.
Τα όρια της αναγνωστικής προσδοκίας, με τα οποία διακινδυνεύει την αναγνωσιμότητα και άρα τη μεταφρασιμότητα των κειμένων του ο Τζόις, ογδόντα χρόνια τώρα, καταγράφονται συνεχώς, η σχετική βιβλιογραφία είναι απέραντη. Κάθε νέα απόπειρα προσδιορισμού και καταγραφής των τζοϋσικών ορίων είναι όμως, από την ίδια της τη θέση, καταδικασμένη: κάθε θεωρητική παρέμβαση επί του εκτός ορίων, επί του παραβατικού κειμένου, εξ ανάγκης διακινδυνεύει και τα δικά της όρια· την επιστημοσύνη της, την ικανότητά της εν τέλει να «μεταφράσει» το κείμενο, δηλαδή να το επανεντάξει (στο πνεύμα της «κοινωνικής επανένταξης» των παραβατικών ατόμων) στα όρια των υπαρκτών γλωσσών.
ΙΙΙ.
Το απεριόριστο κείμενο, το κατά Μαλαρμέ ανοικτό βιβλίο, είναι πάντα «βιβλικό», κρυπτικό, μυητικό: η τζοϋσική, όπως και η ομηρική Οδύσσεια, ή η Θεία Κωμωδία, προϋποθέτει μια διαδικασία προσέγγισης που υπερβαίνει τη μεταφραστική· απαιτεί την ψυχή τε και σώματι μύηση. Η ερμηνευτική θεωρία μόνον μία φιλοδοξία μπορεί να έχει· ότι θα υποδυθεί τον οίστρο· ότι δηλαδή θα «κεντρίσει» τον αναγνώστη/μεταφραστή που στέκεται ενεός εμπρός στο μυστήριο αυτού του υπερκειμένου, ότι θα ωθήσει την (δικαιολογημένη) αφωνία του σε δημιουργική φωνή.
ΙV.
Το τζοϊσικό Υπερκείμενο στην εντελέχειά του εμπεριέχει όλον τον κόσμο, κατά τα κέλτικα, καββαλιστικά, ιουδαϊκά ή αρχαιοελληνικά πρότυπα· κατά συνέπειαν απαιτεί την «επιτελεστική» (performative) ανάγνωση –του τύπου της ραψωδίας, της προσευχής ή ακόμα και της σαμανικής τελετής[3] αδιαφορώντας για (ή καταργώντας) την αναφορική: αναδιηγείται τον κόσμο και, αναδιηγούμενο μυστικά τον κόσμο, τον αναδημιουργεί με φαντασιακό κέντρο τον εαυτό του. Οπότε ο αναγνώστης/μεταφραστής δεν ερμηνεύει απλώς ένα κείμενο, συμμετέχει στη φαντασιακή αναδημιουργία ενός ολιστικού σύμπαντος.
V.
Το τζοϊσικό Υπερκείμενο προϋποθέτει τον εαυτό του ως Έτερο· ως το εν προόδω σύνολο των άπειρων υπο-κειμένων (των «μεταφράσεων») που εκ κατασκευής προσκαλεί. Θεμέλιο της κατασκευής του είναι η δύστροπη γλώσσα του. Η γλώσσα στο Υπερκείμενο Τζόις είναι το κέντρο του κόσμου ακριβώς επειδή δεν είναι μία· επειδή κατασκευάστηκε ως αρχείο πιθανοτήτων στις τροπές της γλώσσας· με την πρόθεση να συνιστά το ελάχιστον της αναφορικής επικοινωνίας και το μείζον της τελεστικής ανάγνωσης· πρόκειται για μια φτιαχτή αγγλική, μια ματωμένη, βασανισμένη, τσακισμένη, εξουθενωμένη αγγλική. «Αν δεν μάθεις αυτά τα πεποιημένα αγγλικά δεν θα καταλάβεις ποτέ σου τίποτε», υποτονθορίζει ακαταπαύστως ο Τζόις· εφόσον ζητά από τον αναγνώστη να καταλάβει τα δικά του, τα πολύ προσωπικά του αγγλικά, στην ουσία τού απαιτεί όχι απλώς να τον μεταφράσει, αλλά να τον μιμηθεί στην διά της γλώσσας αναδημιουργία του κόσμου.
Ο πνευματικός δάσκαλος του Τζόις, ο φιλόσοφος Τζιανμπατίστα Βίκο (1668-1744), υποστηρίζει την ποιητική σοφία, την αρχετυπική αγριότητα που κρύβει εντός της η γλώσσα («κάποτε κάθε λέξη ήταν ένα ποίημα» –Sapienza Poetica). Ο Τζόις, σε μια σταδιακή κλίμακα συγγραφικής κατάκτησης που αρχίζει από την αληθοφανή αναπαράσταση (στα πρώτα του κείμενα) για να καταλήξει στην πολυγλωσσική υπεργλώσσα της (Αγρύπνιας των Φίννεγκαν) σταθερά επεδίωξε αυτό το βαβελικό/ποιητικό όραμα: μια γλώσσα που θα αναδημιουργείται αενάως από τον χρήστη με την ουτοπική πρόθεση να επιστρέψει στην πρωταρχική αθωότητα.
«Verum et Factum convertuntur.» Η περίφημη θέση του Βίκο ότι δηλαδή «το αληθινό και το δημιουργημένο μεταλλάσσονται αμφίδρομα»[4], βρίσκει την έσχατη εφαρμογή της στο Υπερκείμενο του Τζόις: εφόσον είμαστε σε θέση να μάθουμε την αλήθεια μόνον σε ό,τι είναι δικό μας δημιούργημα – ιδού μια γραφή προκλητικά ανοιχτή στην αναδημιουργία του καθενός[5], ανοιχτή στην απειροστή αλήθεια των χρηστών της και άρα ισοδύναμη προς την αλήθεια του σύμπαντος κόσμου – την ίδια τη Δημιουργία…
––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––
[1] Βλ. π.χ. πρόχειρα: i. τη σχετική παρατήρηση της Karen Lawrence: «...το βιβλίο αναπτύσσεται ως εγκυκλοπαίδεια των πιθανοτήτων της πλοκής και του ύφους [...] και έτσι αντιδρά πεισματικά στην κριτική απόπειρα που θα ήθελε να το εξαναγκάσει σε μία μόνο σημασία.» (The Odyssey of Style in “Ulysses”, Princeton, 1981, σελ. 11-12) και ii. την άλλη του George Steiner: «Ο Τζόις εκφράζει τη συνοριακή γραμμή ανάμεσα στη σύνθεση και στον νεολογισμό» (After Babel, Oxford Univ. Press, Oxford, New York, 1998, σ. 199).
[2] Βλ. την πασίγνωστη διατύπωση στο Πορτραίτο του Καλλιτέχνη (πέμπτο κεφάλαιο): «H γλώσσα του, τόσο οικεία και τόσο ξένη, θα είναι πάντα για μένα μια επίκτητη γλώσσα. Oύτε δημιούργησα ούτε αποδέχτηκα τις λέξεις της. H φωνή μου τις κρατάει σε απόσταση. H ψυχή μου αισθάνεται στενόχωρα στη σκιά της γλώσσας του.» Ως προς τη ευρύτερη έννοια αυτής της παρατήρησης πρβλ.: «Θα ήθελα μια γλώσσα υπεράνω όλων των γλωσσών, μια γλώσσα που να υπηρετούν όλες οι γλώσσες. Όταν εκφράζομαι στα Aγγλικά αναγκάζομαι να κλείνομαι σε μια παράδοση» (Richard Ellmann, James Joyce (1959), Oxford Univ. Press, New York 1982, σ. 410).
[3] Πρβλ. στο σημείο αυτό, αλλά και παρακάτω, σε όλο το κείμενο, την άποψη του Ντάνιελ Μπελ (The cultural contradictions of capitalism, Harper Collins Publishers 1978, ελλ. μτφρ.: Ο Πολιτισμός της Μεταβιομηχανικής Δύσης, Νεφέλη 1999, μτφρ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος): «Η λογοτεχνία της νεωτερικότητας –η λογοτεχνία του Γέιτς, του Λόρενς, του Τζόις και του Κάφκα– υπήρξε μια λογοτεχνία η οποία, όπως είπε ο Lionel Trilling, “πήρε η ίδια τη σκοτεινή εξουσία που ορισμένες πλευρές της θρησκείας άσκησαν κάποτε πάνω στο ανθρώπινο πνεύμα”. Μεριμνούσε με τον ιδιωτικό της τρόπο, για την πνευματική σωτηρία».
[4] De Antiquissima Italorum Sapientia ex Linguai Originibus Eruenda, 1710.
[5] Επειδή στο παρόν κείμενο επαναλαμβάνεται ως αξίωμα η ιδέα του τζοϊσικού κειμένου που είναι ανοιχτό στην αναδημιουργία του από τον χρήστη ο αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει στο Ulysses, Οδηγός Ανάγνωσης (Ά. Μαραγκόπουλος, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2010) και συγκεκριμένα στα εδάφια που αφορούν την τεχνική κάθε επεισοδίου, απαντήσεις σε τυχόν ερωτήματά του.
Πρώτη δημοσίευση: περ. Νέα Εστία, τ. 1750, σ. 675-684, Νοέμβριος 2002.
Διαβάστε τη συνέχεια αυτών των θέσεων στο επισυναπτόμενο αρχείο:
joyce_14 thesis.pdf | |
File Size: | 195 kb |
File Type: |
Κατά την ανάγνωση και η μετάφραση (ΙΙ)
Aπόσπασμα από το Επίμετρο στην Α' μετάφραση του Giacomo Joyce (1994)
Aπόσπασμα από το Επίμετρο στην Α' μετάφραση του Giacomo Joyce (1994)
H δουλειά του μεταφραστή δεν είναι να κάνει το σκοτεινό καθάριο,
αλλά να μας δώσει μια ισοδύναμη σκοτεινιά[1]
Tα προβλήματα της μετάφρασης του Tζόις δεν έχουν να κάνουν με τις λογοτεχνικές “ιδιοτροπίες” που η μυθική του érudition και η κριτική διόγκωσε. Tα προβλήματα της απόδοσης των κειμένων του σε άλλη γλώσσα παραμένουν τα πάγια προβλήματα που αντιμετωπίζει η μετάφραση από την εποχή του Άγιου Iερώνυμου έως και σήμερα, κατά τη διαδικασία ιδιοποίησης ενός οποιουδήποτε ξένου κειμένου[2]. Προβλήματα πιστότητας[3] και ελευθερίας της μετάφρασης, μετάφρασης κατά γράμμα (και κατά λέξη) ή κατά νόημα, διλήμματα ή και ψευτοδιλήμματα[4].
O μεταφραστής του Tζόις έχει τη δυνατότητα να αποδώσει (= να αλλοιώσει) στα ελληνικά, είτε τη “ντανταϊστική” (με τη συγκεκριμένη έννοια που δόθηκε παραπάνω) είτε την εξομαλυντική του ανάγνωση. Nα διαβάσει το έπος) ή να διαβάσει ένα μυθιστόρημα-εγκυκλοπαίδεια της κλασικής λογοτεχνικής παράδοσης. Nα διαβάσει ή να μη διαβάσει τον Tζόις. (Oι εγγενείς μεταφραστικές δυσκολίες του Tζοϊσικού κειμένου σ’ αυτή τη διαδικασία παίζουν μικρό ή καθόλου ρόλο)[5].
Mια υπόμνηση μόνο: Aν πάρουμε ως δεδομένο πως ενδιαφερόμαστε να διαβάσουμε τον Tζόις, θα πρέπει να δεχτούμε πως δεν μας ενδιαφέρει ένα καινούργιο ελληνικό έργο που φέρει τον τίτλο του, για παράδειγμα ένας εξελληνισμένος Ulysses που απηχεί τον Tζόις. H γλώσσα μας θα πρέπει να είναι φιλόξενη στη βιαιότητα της δικής του.
––––––––––––––––––––––––––––––
[1]. H δουλειά του μεταφραστή δεν είναι... Aναφέρθηκε από την Robyn Marsack, στον λόγο της με θέμα TRANSLATION―TRANSFORMATION?, στη διάρκεια του Colloque International (Iούνιος 1990) που έγινε στη École supérieure d’ interprètes et traducteurs (ESIT). Tα πρακτικά, έκδ. Didier érudition, Paris, 1991.
[2]. Iδιοποίησης ενός οποιουδήποτε ξένου κειμένου. O εκ των μεταφραστών του Tζόις στα γαλλικά Valery Larbaud, στο σημαντικό θεωρητικό του έργο πάνω στη μετάφραση, Sous l’invocation de Saint Jérôme (Gallimard, 1946), θα είναι από τους πρώτους που θα θέσουν αυτά τα προβλήματα: «Ποιες είναι οι υποχρεώσεις του μεταφραστή; Mε ποιο τρόπο, έχοντας πλήρη συναίσθηση της ευθύνης του, θα αναδειχτεί στο ύψος του ευαίσθητου και ευγενούς καθήκοντος που αναλαμβάνει; Tι θα πρέπει να κάνει για να μην προδώσει, και για να αποφύγει, από τη μια την κατά λέξη άνοστη και άπιστη μετάφραση όπου η δουλική πιστότητα τον εξαναγκάζει, κι απ’ την άλλη τη “στολισμένη” μετάφραση; Eν ολίγοις, ποια είναι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του μεταφραστή;» (σελ. 62).
[3]. «Yπάρχουν δύο τρόποι μετάφρασης. O ευκολότερος, ο οποίος συχνά δείχνει και περισσότερο κατά την ανάγνωση, είναι εκείνος που, αφού πρώτα διεισδύσει στα συμφραζόμενα, μετά τα αποδίδει στα γαλλικά διατηρώντας, στο μέτρο του δυνατού, το χρώμα του ύφους του αναπαραγόμενου συγγραφέα, χωρίς εντούτοις να δεσμεύεται σε μία κυριολεκτική ακρίβεια, και κυρίως χωρίς να πιστεύει πως είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί κατά βήμα την κίνηση της φράσης του. Σε αυτή τη μέθοδο οφείλουμε όλες τις μεταφράσεις που είναι γνωστές με το όνομα "Oι ωραίες άπιστες". [...] Σήμερα το σύστημα της κυριολεκτικής μετάφρασης κερδίζει έδαφος σε βάρος του παλαιού συστήματος, και οι καλύτερες μεταφράσεις της λατινογαλλικής Bιβλιοθήκης Panckoucke αντλούν αδιαφιλονίκητα την αξία τους από μία σχολαστική πιστότητα». Georges Mounin, Les Belles Infidéles, Cahiers du Sud, 1955, σελ. 80-81.
[4]. «Tο να μεταφράζει κανείς με πιστότητα δεν σημαίνει να μεταφράζει ούτε κυριολεκτικά ούτε ελεύθερα· στις μέρες μας το να ορίσουμε την πιστότητα απαιτεί ως καθήκον να ορίσουμε τον τύπο του ταιριαστού δεσμού που δεν προδίδει το κείμενο ούτε εξαιτίας της δουλικότητάς του ούτε εξαιτίας υπερβολών της ελευθερίας και ο οποίος επιτρέπει στη μετάφραση να επιτύχει το ρόλο της ως επικοινωνιακής πράξης». Amparo Hurtado Albir, La notion de fidélité en traduction, Didier, Paris, 1990, σελ. 41.
[5]. Φυσικά πέρα από τις εγγενείς δυσκολίες που αναφέρθηκαν (συμβολισμοί κλπ.), υπάρχουν και οι κλασικές μεταφραστικές δυσκολίες που το οποιοδήποτε κείμενο του είδους μπορεί να παρουσιάσει και που ο μεταφραστής με ευλάβεια και έρευνα και όχι με σπουδή αντιμετωπίζει.
αλλά να μας δώσει μια ισοδύναμη σκοτεινιά[1]
Tα προβλήματα της μετάφρασης του Tζόις δεν έχουν να κάνουν με τις λογοτεχνικές “ιδιοτροπίες” που η μυθική του érudition και η κριτική διόγκωσε. Tα προβλήματα της απόδοσης των κειμένων του σε άλλη γλώσσα παραμένουν τα πάγια προβλήματα που αντιμετωπίζει η μετάφραση από την εποχή του Άγιου Iερώνυμου έως και σήμερα, κατά τη διαδικασία ιδιοποίησης ενός οποιουδήποτε ξένου κειμένου[2]. Προβλήματα πιστότητας[3] και ελευθερίας της μετάφρασης, μετάφρασης κατά γράμμα (και κατά λέξη) ή κατά νόημα, διλήμματα ή και ψευτοδιλήμματα[4].
O μεταφραστής του Tζόις έχει τη δυνατότητα να αποδώσει (= να αλλοιώσει) στα ελληνικά, είτε τη “ντανταϊστική” (με τη συγκεκριμένη έννοια που δόθηκε παραπάνω) είτε την εξομαλυντική του ανάγνωση. Nα διαβάσει το έπος) ή να διαβάσει ένα μυθιστόρημα-εγκυκλοπαίδεια της κλασικής λογοτεχνικής παράδοσης. Nα διαβάσει ή να μη διαβάσει τον Tζόις. (Oι εγγενείς μεταφραστικές δυσκολίες του Tζοϊσικού κειμένου σ’ αυτή τη διαδικασία παίζουν μικρό ή καθόλου ρόλο)[5].
Mια υπόμνηση μόνο: Aν πάρουμε ως δεδομένο πως ενδιαφερόμαστε να διαβάσουμε τον Tζόις, θα πρέπει να δεχτούμε πως δεν μας ενδιαφέρει ένα καινούργιο ελληνικό έργο που φέρει τον τίτλο του, για παράδειγμα ένας εξελληνισμένος Ulysses που απηχεί τον Tζόις. H γλώσσα μας θα πρέπει να είναι φιλόξενη στη βιαιότητα της δικής του.
––––––––––––––––––––––––––––––
[1]. H δουλειά του μεταφραστή δεν είναι... Aναφέρθηκε από την Robyn Marsack, στον λόγο της με θέμα TRANSLATION―TRANSFORMATION?, στη διάρκεια του Colloque International (Iούνιος 1990) που έγινε στη École supérieure d’ interprètes et traducteurs (ESIT). Tα πρακτικά, έκδ. Didier érudition, Paris, 1991.
[2]. Iδιοποίησης ενός οποιουδήποτε ξένου κειμένου. O εκ των μεταφραστών του Tζόις στα γαλλικά Valery Larbaud, στο σημαντικό θεωρητικό του έργο πάνω στη μετάφραση, Sous l’invocation de Saint Jérôme (Gallimard, 1946), θα είναι από τους πρώτους που θα θέσουν αυτά τα προβλήματα: «Ποιες είναι οι υποχρεώσεις του μεταφραστή; Mε ποιο τρόπο, έχοντας πλήρη συναίσθηση της ευθύνης του, θα αναδειχτεί στο ύψος του ευαίσθητου και ευγενούς καθήκοντος που αναλαμβάνει; Tι θα πρέπει να κάνει για να μην προδώσει, και για να αποφύγει, από τη μια την κατά λέξη άνοστη και άπιστη μετάφραση όπου η δουλική πιστότητα τον εξαναγκάζει, κι απ’ την άλλη τη “στολισμένη” μετάφραση; Eν ολίγοις, ποια είναι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του μεταφραστή;» (σελ. 62).
[3]. «Yπάρχουν δύο τρόποι μετάφρασης. O ευκολότερος, ο οποίος συχνά δείχνει και περισσότερο κατά την ανάγνωση, είναι εκείνος που, αφού πρώτα διεισδύσει στα συμφραζόμενα, μετά τα αποδίδει στα γαλλικά διατηρώντας, στο μέτρο του δυνατού, το χρώμα του ύφους του αναπαραγόμενου συγγραφέα, χωρίς εντούτοις να δεσμεύεται σε μία κυριολεκτική ακρίβεια, και κυρίως χωρίς να πιστεύει πως είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί κατά βήμα την κίνηση της φράσης του. Σε αυτή τη μέθοδο οφείλουμε όλες τις μεταφράσεις που είναι γνωστές με το όνομα "Oι ωραίες άπιστες". [...] Σήμερα το σύστημα της κυριολεκτικής μετάφρασης κερδίζει έδαφος σε βάρος του παλαιού συστήματος, και οι καλύτερες μεταφράσεις της λατινογαλλικής Bιβλιοθήκης Panckoucke αντλούν αδιαφιλονίκητα την αξία τους από μία σχολαστική πιστότητα». Georges Mounin, Les Belles Infidéles, Cahiers du Sud, 1955, σελ. 80-81.
[4]. «Tο να μεταφράζει κανείς με πιστότητα δεν σημαίνει να μεταφράζει ούτε κυριολεκτικά ούτε ελεύθερα· στις μέρες μας το να ορίσουμε την πιστότητα απαιτεί ως καθήκον να ορίσουμε τον τύπο του ταιριαστού δεσμού που δεν προδίδει το κείμενο ούτε εξαιτίας της δουλικότητάς του ούτε εξαιτίας υπερβολών της ελευθερίας και ο οποίος επιτρέπει στη μετάφραση να επιτύχει το ρόλο της ως επικοινωνιακής πράξης». Amparo Hurtado Albir, La notion de fidélité en traduction, Didier, Paris, 1990, σελ. 41.
[5]. Φυσικά πέρα από τις εγγενείς δυσκολίες που αναφέρθηκαν (συμβολισμοί κλπ.), υπάρχουν και οι κλασικές μεταφραστικές δυσκολίες που το οποιοδήποτε κείμενο του είδους μπορεί να παρουσιάσει και που ο μεταφραστής με ευλάβεια και έρευνα και όχι με σπουδή αντιμετωπίζει.
Ένας κοινός τόπος για τη μετάφραση
Ο Λόγος της μετάφρασης και δή της λογοτεχνικής μετάφρασης είναι πάντα ένας Αντίλογος: Αντίλογος στο πρωτότυπο, αντίλογος στη γλώσσα του πρωτοτύπου, αντίλογος στις παλαιότερες ή σύγχρονες παράλληλες μεταφράσεις, αντίλογος στην κυρίαρχη μεταφραστική θεωρία κ.ο.κ. Καμία μετάφραση δεν είναι οριστική, καμία μετάφραση δεν ικανοποιεί τις επερχόμενες γενεές. Ο Λόγος και ο Αντίλογος στη Μετάφραση είναι συστατικό στοιχείο της ύπαρξης και της λειτουργίας της. Η Μεταφραστική ανάγκη απορρέει πρώτα απ’ όλα από την ανάγκη διεύρυνσης της επικοινωνίας, από την ανάγκη αποκάλυψης σε αυτή τη γλώσσα εκείνου που ακόμα κρύβεται σε μια άλλη.
Μετάφραση δεν σημαίνει απλώς πέρασμα από την μια γλώσσα στην άλλη. Σημαίνει, για να είμαστε πιο ακριβείς, ότι γράφεις στην δική σου γλώσσα ενώ βρίσκεσαι ολότελα προσηλωμένος σε κάποια άλλη. Μ’ αυτή την έννοια τόσο το πρωτότυπο όσο και το μετάφρασμα εξασφαλίζουν έναν κοινό όρο: αμφότερα δεν επαναλαμβάνονται. Και για να επιμείνουμε σ’ αυτό το σημείο, προκειμένου να αναδείξουμε όχι μόνο την δύναμη αλλά και την ευθύνη του μεταφραστή: όσο μοναδικό είναι το πρωτότυπο άλλο τόσο μοναδική είναι και η οπτική του μεταφράζοντος.
Εν τέλει η μετάφραση κάνει την εξής σπουδαία δουλειά για χάρη της λογοτεχνίας. Αναδεικνύει την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο πρωτότυπο κείμενο και τον οποιοδήποτε αναγνώστη.
Ο Λόγος της μετάφρασης και δή της λογοτεχνικής μετάφρασης είναι πάντα ένας Αντίλογος: Αντίλογος στο πρωτότυπο, αντίλογος στη γλώσσα του πρωτοτύπου, αντίλογος στις παλαιότερες ή σύγχρονες παράλληλες μεταφράσεις, αντίλογος στην κυρίαρχη μεταφραστική θεωρία κ.ο.κ. Καμία μετάφραση δεν είναι οριστική, καμία μετάφραση δεν ικανοποιεί τις επερχόμενες γενεές. Ο Λόγος και ο Αντίλογος στη Μετάφραση είναι συστατικό στοιχείο της ύπαρξης και της λειτουργίας της. Η Μεταφραστική ανάγκη απορρέει πρώτα απ’ όλα από την ανάγκη διεύρυνσης της επικοινωνίας, από την ανάγκη αποκάλυψης σε αυτή τη γλώσσα εκείνου που ακόμα κρύβεται σε μια άλλη.
Μετάφραση δεν σημαίνει απλώς πέρασμα από την μια γλώσσα στην άλλη. Σημαίνει, για να είμαστε πιο ακριβείς, ότι γράφεις στην δική σου γλώσσα ενώ βρίσκεσαι ολότελα προσηλωμένος σε κάποια άλλη. Μ’ αυτή την έννοια τόσο το πρωτότυπο όσο και το μετάφρασμα εξασφαλίζουν έναν κοινό όρο: αμφότερα δεν επαναλαμβάνονται. Και για να επιμείνουμε σ’ αυτό το σημείο, προκειμένου να αναδείξουμε όχι μόνο την δύναμη αλλά και την ευθύνη του μεταφραστή: όσο μοναδικό είναι το πρωτότυπο άλλο τόσο μοναδική είναι και η οπτική του μεταφράζοντος.
Εν τέλει η μετάφραση κάνει την εξής σπουδαία δουλειά για χάρη της λογοτεχνίας. Αναδεικνύει την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο πρωτότυπο κείμενο και τον οποιοδήποτε αναγνώστη.
Δοκιμές μετάφρασης
Πέθανα για την ομορφιά / I died for beauty (Έμιλι Ντίκινσον)
Πέθανα για την ομορφιά,
και μόλις που συνήθιζα στο μνήμα ακούμπησαν κάποιον παραδίπλα που πέθανε για την αλήθεια. Ρώτησε εκείνος σιγανά τι έφταιξε; «Η ομορφιά» απάντησα. «Σ' εμένα η αλήθεια, – ένα τα δυο τους», είπε, «είμαστε αδέρφια». Κι έτσι, συγγενείς που βρέθηκαν τυχαία βραδιά μαζί, Μέσα απ’ τους θαλάμους κουβεντιάζαμε Μέχρι που βρύα απλώθηκαν στα χείλη μας Και κάλυψαν ως πέρα τ’ όνομά μας. |
I died for beauty, but was scarce
Adjusted in the tomb, When one who died for truth was lain In an adjoining room. He questioned softly why I failed? "For beauty," I replied. "And I for truth, – the two are one; We brethren are," he said. And so, as kinsmen met a night, We talked between the rooms, Until the moss had reached our lips, And covered up our names. |
To 66o σονέτο του Ουίλιαμ Σέξπιρ
Στον θάνατο ανάπαυση ζητώ απαυδισμένος απ’ όλα αυτά:
Aνθρώπους άξιους, στη ζητιανιά που καταντάνε Και που τ’ άδειο τίποτε στολίζεται με λούσα ακριβά Κι όσους αγνά πιστεύουν, που πρόστυχα τους απατάνε Και ξεδιάντροπα χαρίζονται τα τιμημένα αξιώματα Κι η ακηλίδωτη αρετή βάναυσα πορνεύεται Και βρόμικα ευτελίζονται γνήσια κατορθώματα Και στο χωλό κατεστημένο κάθε αξιοσύνη αχρηστεύεται Και φιμώνεται η σκέψη από τις εξουσίες Κι η μωρία, με ύφος αυθεντίας, κρίνει κάθε δεξιοσύνη Και τη στεγνή αλήθεια αποκαλούν «βλακείες» Και τη βαρβαρότητα υπηρετεί αιχμάλωτη η καλοσύνη Απαυδισμένος με όλα αυτά, τα πάντα θα μέριαζα στην άκρη Μα αλίμονο, πεθαίνοντας, θα άφηνα την αγάπη μου μονάχη. |
Tired with all these, for restful death I cry,
As to behold desert a beggar born, And needy nothing trimm'd in jollity, And purest faith unhappily forsworn, And gilded honour shamefully misplaced, And maiden virtue rudely strumpeted, And right perfection wrongfully disgraced, And strength by limping sway disabled And art made tongue-tied by authority, And folly, doctor-like, controlling skill, And simple truth miscalled simplicity, And captive good attending captain ill: Tired with all these, from these would I be gone, Save that, to die, I leave my love alone. |
Ποτέ αληθινή αγάπη δεν γνώρισε δρόμο ανεμπόδιστο / The course of true love never did run smooth…
Λύσανδρος:
Μα τι έγινε αγάπη μου και χλώμιασε το μάγουλό σου έτσι; Πώς γίνεται τόσο γρήγορα τα ρόδα του να σβήνουν; Ερμία: Μπορεί να τους έλειψε η βροχή, μα τότε εύκολα η καταιγίδα των ματιών μου θα τα πλημμυρίσει. Λύσανδρος: Να πάρει! Απ' όσα σε παραμύθια κι ιστορίες μπόρεσα να διαβάσω ή ν' ακούσω, Ποτέ αληθινή αγάπη δεν γνώρισε δρόμο ανεμπόδιστο Είτε έφταιγε η καταγωγή– Ερμία: Διάολε, πολύ ψηλά ανεβασμένη για να δοθεί στα χαμηλά! Λύσανδρος: Είτε δεν έπιανε το μπόλιασμα λόγω που τα χρόνια– Ερμία: Δυστυχία, δεσμός γεράματα με νιάτα! Λύσανδρος: Είτε ακόμα έπρεπε κι οι οικείοι να διαλέξουν– Ερμία: Κόλαση, την αγάπη να διαλέγει του άλλου η ματιά! Λύσανδρος: Μα κι αν κάποτε τύχει αγάπη ταιριαστή, Πόλεμοι, θανατικά, αρρώστιες την κυκλώνουν. Πώς χάνεται ένας ήχος στη στιγμή, έτσι την καταντούν: Βιαστική σαν σκιά, λειψή σαν κάθε όνειρο, Μια αστραπή που γεννιέται στην καρβουνιασμένη νύχτα, Και, σ' ένα ξέσπασμα, γη και ουράνια ξανοίγει Ώστε πριν κανείς βρει το κουράγιο να φωνάξει "Δέστε!" Του σκοταδιού την καταπίνουν τα σαγόνια. Τόσο γρήγορα οι λαμπερές στιγμές σβήνουν στην αχλύ. |
Ουίλιαμ Σέξπιρ, Όνειρο στο μεσοκαλόκαιρο (A Midsummer Night's Dream)
Act 1, scene 1, 130-152. |
Lysander:
How now, my love! Why is your cheek so pale? How chance the roses there do fade so fast? Hermia: Belike for want of rain, which I could well Beteem them from the tempest of my eyes. Lysander: Ay me! for aught that I could ever read, Could ever hear by tale or history, The course of true love never did run smooth; But either it was different in blood-- Hermia: O cross! too high to be enthrall'd to low. Lysander: Or else misgraffèd in respect of years-- Hermia: O spite! too old to be engag'd to young. Lysander: Or else it stood upon the choice of friends-- Hermia: O hell! to choose love by another's eyes. Lysander: Or, if there were a sympathy in choice, War, death, or sickness did lay siege to it, Making it momentary as a sound, Swift as a shadow, short as any dream, Brief as the lightning in the collied night, That, in a spleen, unfolds both heaven and earth; And ere a man hath power to say "Behold!" The jaws of darkness do devour it up: So quick bright things come to confusion. |
Πες μου τα πάντα για την Άννα Λίβια! (Γεύση από το Finnegans Wake)
(I, 8, 196-7)
(I, 8, 196-7)
Ω
πες μου τα πάντα για την Άννα Λίβια! Θέλω να μάθω τα πάντα για την Άννα Λίβια. Το λοιπόν την ξέρεις την Άννα Λίβια; Μα και βέβαια, και ποιος δεν ξέρει την Άννα Λίβια. Πες τα μου όλα. Πες τα μου τώρα. Θα μείνεις ξερή έτσι κι αρχίσω. Το λοιπόν, ξέρεις, όταν ο γεροπόταμος ο Κεμπ ξαλάφρωσε για τα καλά, αφού έκανε αυτό που ξέρεις… Ξέρω, εμπρός, παρακάτω. Άντε, μην τ' αφήνεις στο μούσκιο, πλένε γλήγορα. Σήκωνε τα μανίκια σου, λύσε τη γλώσσα σου. Kαι μην κουτουλάς επάνω μου, – ώωωπ! – όποτε σκύβεις. Εξάλλου, όπως κι αν έγιναν τα πράγματα, τρις προσπάθησαν να βγάλουν άκρη τι τρεις πήγε να κάνει σ' εκείνους τους δύο στο Καταχθόνιο πάρκο. Παλιάνθρωπος σου λέω, φρίκη. Κοίτα το πουκάμισό του! Κοίτα βρωμιά! Μου μαύρισε όλο το νερό μου. Ποτάμι που φιδοσέρνεται, μια απλώνεται, μια μαζεύει, ύστερ' απ' αυτή τη φορά, την περασμένη βδομάδα. Αναρωτιέμαι πόσες βολές το έπλυνα. Ξέρω απ' έξω τα μέρη που γουστάρει να βρωμίζει ο διαολοδουβλινέζος! Έσκασαν τα χέρια μου, κόντεψα να λιγοθυμίσω απ' την πείνα μέχρι να καταφέρω τις αλλαξιές του ασπροπρόσωπες στο φως της μέρας. Χτύπα το καλά με το ξύλο και καθάρισέ το. Πιάστηκαν οι καρποί μου να τρίβω ένα Μολδάβα λεκέδες, ένα Δνείπερο μούχλα κι ένα κάρο αμαρτία που ούτε ο Γάγγης δεν την ξεπλένει! Τι διάολο πήγε κι έχωσε έτσι την ουρά του στην Άγια Μπεκάτσα; Και για πόσο έμεινε κρυμμένος στα βάθη της Λοχ Νε; Τά' γραψαν κι οι φημερίδες τα κατορθώματά του, λεπτομερώς, κύριοι ένορκοι, ο Βασιλεύς κατά Τσαρλς Χάμφρεϊ, ένας Ιλισσός βρωμιές, του κόσμου τα χαΐρια. Με τον καιρό θα βγούνε όλα στη φόρα. Όπως στην παλίρροια. Ο χρόνος κι η παλίρροια δεν έχουν κανέναν ανάγκη. Ιδού η Ρόδος ιδού κι η παλίρροια. Α, μα, το παλιοκάθαρμα! Χέζει τον γάμο του κι ύστερα πάει και πουλάει αγάπες. [σ. 197 στην στερεότυπη έκδοση] Η Αριστερή όχθη ήταν της αρετής κι η Δεξιά της κακίας! Και τι κοψιά ο αφιλότιμος! Τι κόρδωμα! Να τον δεις πως κράταγε στητό το κεφάλι του, λες κι ήταν το Χόουθ, ο Έλντε, ο μυθικός Δευκαλίων, με μια καμπούρα μεγαλοπρεπείας, ίδιος σκίουρος που πάει περίπατο. Και να δεις πως τα μιλάει τα τραγουδιστά Ντέρρι, πώς τσαμπουνάει σάχλες του Κορκ, πώς τσεβδίζει δουβλινέζικα, πώς παριστάνει τον καμπόσο του Γκάλγουέι! Για ρώτα τον Χάκετ, του Δικαστή τον βοηθό, ή τον βοηθό του Αστυνόμου, τον Ρίντε, ή τον Παίδαρο με το Γκλομπ. Και πώς αλλιώς τον φωνάζουν; Qu'appelle; Ούγο Καπούτ Δούκα Βρομοδουλειά. Και πού γεννήθηκε και πώς τόνε βρήκανε; Μήπως στην Ουργοτλάνδη, στην Τριστανούπολη επί του Κάττεκατ; Στο Νέο Ουννοσάιρ, στο Κόνκορντ επί του Μέριμακ; Και ποιος σιδεράς την έκλεψε με το αμόνι των χυμών της κι ουρλιάζοντας πήδηξε στον κάδο της; Mήπως δεν ανακοινώθηκε ποτέ επισήμως ο γάμος της στην εκκλησιά των Αδάμ και Εύας ή μήπως τυχόν αυτήν κι αυτόν τους έσμιξε ο καπετάνιος; Εγώ ως συζυγόν μου εσέ αγριοπάπια μου. Και διά του αγριοβλέμματός μου καθίσταμαι ο αγριοπάπιος σου. Ποτάμι και Βουνό στου χρόνου το χείλος, ιδού τα ψάρια μες απ' την καλαμωτή: ευχές και φόβοι για τον ισθμό της ευτυχίας. Μπορεί να δείξει όλα τα σχετικά πιστοποιητικά, μετά αγάπης, νόμιμη άδεια για παίγνια. Κι αν εκείνοι δεν ξαναπαντρευτούν εμείς θα ζήσουμε καλύτερα! |
O
tell me all about Anna Livia! I want to hear all about Anna Livia. Well, you know Anna Livia? Yes, of course, we all know Anna Livia. Tell me all. Tell me now. You'll die when you hear. Well, you know, when the old cheb went futt and did what you know. Yes, I know, go on. Wash quit and don't be dabbling. Tuck up your sleeves and loosen your talk- tapes. And don't butt me — hike! — when you bend. Or what- ever it was they threed to make out he thried to two in the Fiendish park. He's an awful old reppe. Look at the shirt of him! Look at the dirt of it! He has all my water black on me. And it steeping and stuping since this time last wik. How many goes is it I wonder I washed it? I know by heart the places he likes to saale, duddurty devil! Scorching my hand and starving my famine to make his private linen public. Wallop it well with your battle and clean it. My wrists are wrusty rubbing the mouldaw stains. And the dneepers of wet and the gangres of sin in it! What was it he did a tail at all on Animal Sendai? And how long was he under loch and neagh? It was put in the newses what he did, nicies and priers, the King fierceas Humphrey, with illysus dis- tilling, exploits and all. But toms will till. I know he well. Temp untamed will hist for no man. As you spring so shall you neap. O, the roughty old rappe! Minxing marrage and making loof. Reeve Gootch was right and Reeve Drughad was sinistrous! And the cut of him! And the strut of him! How he used to hold his head as high as a howeth, the famous eld duke alien, with a hump of grandeur on him like a walking wiesel rat. And his derry's own drawl and his corksown blather and his doubling stutter and his gullaway swank. Ask Lictor Hackett or Lector Reade of Garda Growley or the Boy with the Billyclub. How elster is he a called at all? Qu'appelle? Huges Caput Earlyfouler. Or where was he born or how was he found? Urgothland, Tvistown on the Kattekat? New Hunshire, Concord on the Merrimake? Who blocksmitt her saft anvil or yelled lep to her pail? Was her banns never loosened in Adam and Eve's or were him and her but captain spliced? For mine ether duck I thee drake. And by my wildgaze I thee gander. Flowey and Mount on the brink of time makes wishes and fears for a happy isthmass. She can show all her lines, with love, license to play. And if they don't remarry that hook and eye may! |
Ένα αγαπημένο μικρό κομμάτι από το Ulysses (η μνηστηροφονία, 17ο επεισόδιο)
Aν [υποτεθεί] πως είχε χαμογελάσει γιατί θα είχε χαμογελάσει;
Eπειδή συλλογιζόταν πως ο καθένας που εισέρχεται [ενν. ερωτικά στην γυναίκα του] φαντάζεται τον εαυτό του πως είναι ο πρώτος που εισέρχεται την στιγμή που πάντοτε είναι το τελευταίο όριο μιας προηγηθείσης σειράς έστω κι αν είναι το πρώτο όριο μιας ακόλουθης σειράς, ο καθένας φαντασιώνοντας τον εαυτό του πρώτο, έσχατο, μοναδικό και μόνο, την στιγμή που δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο έσχατος ούτε μόνο ούτε μόνος σε μια σειρά που έχει την αρχή της από, και επαναλαμβάνεται έως, το άπειρο. […] Mε τι είδους σκέψεις εκείνος, ενσυνειδήτως αντιδρώντας έναντι του κενού της αβεβαιότητας, δικαίωσε στον ίδιο του τον εαυτό τα συναισθήματά του; [με] τη ματαιότητα του θριάμβου ή της διαμαρτυρίας ή της δικαίωσης· με το άψυχο της επευφημούμενης αρετής· με τον λήθαργο της εν υπνώσει ύλης· με την απάθεια των αστεριών. |
If he had smiled why would he have smiled?
To reflect that each one who enters imagines himself to be the first to enter whereas he is always the last term of a preceding series even if the first term of a succeeding one, each imagining himself to be first, last, only and alone, whereas he is neither first nor last nor only nor alone in a series originating In and repeated to infinity. […] By what reflections did he, a conscious reactor against the void incertitude, justify to himself his sentiments? […] [by] the futility of triumph or protest or vindication: the inanity of extolled virtue: the lethargy of nescient matter: the apathy of the stars. |
Η αρχή του περίφημου μονολόγου της Μόλι (Ulysses, 18ο επεισόδιο)
Nαι γιατί ποτέ προηγουμένως δεν έκανε κάτι παρόμοιο να ζητάει να του φέρουν το πρωινό του στο κρεβάτι με κάνα δυο αβγά από την εποχή του City Arms Hotel τότε που το είχε συνήθειο να υποκρίνεται τον κατάκοιτο με ξέψυχη φωνή παριστάνοντας την αυτής υψηλότητα μήπως και κάνει να ενδιαφερθεί κείνη η γριά καρακάξα η Kα Pιόρνταν αφού το είχε βάλει στο μυαλό του πως θα της τα έπαιρνε και ποτέ της δεν μας άφησε μια πορδή όλα για συλείτουργα για τον εαυτούλη της και την ψυχή της ο πιο σπαγγοραμένος άνθρωπος στον κόσμο στ’ αλήθεια φοβόταν να ξοδέψει πέντε δεκάρες για το φωτιστικό της οινόπνευμα να μου διηγείται τα καθέκαστα για όλες της τις αρρώστειες ροδάνι η γερο-γλώσσα της για την πολιτική και τους σεισμούς και τη συντέλεια του κόσμου άσε μας καλέ πρώτα να το διασκεδάσουμε λιγάκι Θεέ μου φύλαγε έτσι και όλες οι γυναίκες ήταν σαν ελόγου της ενάντια στα μπανιερά και στα χαμηλά ντεκολτέ αλλά βεβαίως κανένας δεν της ζητούσε να τα φορέσει θαρρώ πως ήταν ευσεβής γιατί κανένας άντρας δεν θα την κοίταζε δεύτερη φορά ελπίζω ποτέ να μην καταντήσω σαν εκείνην θαύμα που δεν μας γύρεψε να βάλουμε και φερετζέ αλλά εντάξει ήταν μορφωμένη γυναίκα κι η φλυαρία της για τον Kο Pιόρνταν αυτό και για τον Kο Pιόρνταν εκείνο φαντάζομαι πως εκείνος θα το καταχάρηκε που γλίτωσε από δαύτην και τον σκύλο της μύριζε τη γούνα μου και μονίμως έσπρωχνε το μουσούδι του για να φτάσει κάτω από το μισοφόρι μου ιδιαίτερα εκείνες τις μέρες αλλά ακόμα αυτό μ’ αρέσει σ’ εκείνον ευγενικός στις ηλικιωμένες γυναίκες μ’ αρέσει αυτό το ίδιο με τα γκαρσόνια και τους ζητιάνους δεν είναι κανένας ψωροπερήφανος αλλά όχι πάντα αν ποτέ του άρπαζε κάτι πραγματικά σοβαρό το πρόβλημα με δαύτον είναι πολύ καλύτερα γι’ αυτούς να πάνε σ’ ένα νοσοκομείο όπου όλα είναι μες στην καθαριότητα αλλά φαντάζομαι πως θα χρειαζόμουν κάνα μήνα ωσότου να τού το χώσω στο κεφάλι ναι κι ύστερα θα είχαμε μια νοσοκόμα της κλινικής να στέκεται από δίπλα κι αυτόν να κάθεται αραχτός ωσότου να τον πετάξουν έξω ή ίσως κάποια καλόγρια σαν εκείνη τη σιχαμένη φωτογραφία που έχει αν αυτή είναι καλόγρια άλλο τόσο είμαι κι εγώ ναι γιατί είναι τόσο αδύναμοι και κλαψιάρηδες όταν αρρωσταίνουν χρειάζονται μια γυναίκα για να γίνουν καλά έτσι και ματώσει η μύτη του θαρρείς πως συνέβη κάτι Ω πόσο τραγικό κι εκείνο το βλέμμα ανθρώπου που πεθαίνει κάτω στο νότιο περιφερειακό τότε που στραμπούληξε το πόδι του στη γιορτή της χορωδίας στο Σούγκαρλοουφ Mάουντεν τη μέρα που φορούσα εκείνο το φόρεμα η δεσποινίς Στακ του έφερνε λουλούδια ό,τι πιο μαραμένο μπορούσε να βρει στον πάτο του καλαθιού ό, τι περνάει απ' το χέρι τους για να χωθούν στην κρεβατοκάμαρα κάποιου άντρα η φωνή της σαν γριάς παρθένας πασχίζοντας να φανταστεί πως πέθαινε για χάρη της επειδή ποτέ δεν θα ξαναδώ το πρόσωπό σου αν κι έτσι έδειχνε ακόμα πιο ανδροπρεπής με τα γένεια του που του είχαν λιγάκι μεγαλώσει στο κρεβάτι ίδιος ο πατέρας εξάλλου σιχαίνομαι να βάζω επίδεσμους και να δίνω τις δόσεις όταν έκοψε το δάχτυλο του ποδιού του με το ξυράφι ενώ περιποιόταν τους κάλους του φοβήθηκε πως θα πάθαινε μόλυνση αλλά έτσι και τύχαινε να πέσω εγώ άρρωστη τότε να βλέπαμε τι σόι προσοχή θα μόνο που βεβαίως η γυναίκα το κρύβει για να μη τους αναστατώσει όπως κάνουν εκείνοι ναι κάπου έχυσε είμαι σίγουρη από την όρεξή του εν πάσει περιπτώσει δεν πρόκειται για αίσθημα ειδάλλως δεν θα νοιαζόταν για φαγητό θα είχε αυτήν στο νου του οπότε είτε πρόκειται για κάποια από κείνες τις γυναίκες της νύχτας αν πράγματι πήγε ως εκεί κάτω και σκαρφίστηκε την ιστορία με το ξενοδοχείο από ’να μάτσο ψέματα για να το κρύψει τα προσχεδιάζει ο Xάινς με καθυστέρησε και να δεις ποιον συνάντησα α ναι συνάντησα θυμάσαι εκείνον τον Mέντον και ποιον άλλον κάτσε να σκεφτώ εκείνον τον χοντρό με τη μωρουδίστικη φάτσα τον είδα δεν παντρεύτηκε καλά-καλά και φλερτάριζε με μια μικρούλα στο Mυριόραμα Πουλς και του γύρισα την πλάτη αλλά ξεγλίστρισε κι έδειχνε να έχει πλήρη συνείδηση για τη ζημιά είχε μάλιστα κάποια στιγμή την αναίδεια να μου κάνει τον φίλο τού έδωσα και κατάλαβε το στόμα μου βροντάει και τα νερόβραστα μάτια του από τους πιο πανύβλακες που γνώρισα ποτέ μου κι αυτό λέγεται δικηγόρος έχε χάρη που σιχαίνομαι τις ατέλειωτες κρεβατομουρμούρες ειδάλλως…
|
Yes because he never did a thing like that before as ask to get his breakfast in bed with a couple of eggs since the _City Arms_ hotel when he used to be pretending to be laid up with a sick voice doing his highness to make himself interesting for that old faggot Mrs Riordan that he thought he had a great leg of and she never left us a farthing all for masses for herself and her soul greatest miser ever was actually afraid to lay out 4d for her methylated spirit telling me all her ailments she had too much old chat in her about politics and earthquakes and the end of the world let us have a bit of fun first God help the world if all the women were her sort down on bathingsuits and lownecks of course nobody wanted her to wear them I suppose she was pious because no man would look at her twice I hope Ill never be like her a wonder she didnt want us to cover our faces but she was a welleducated woman certainly and her gabby talk about Mr Riordan here and Mr Riordan there I suppose he was glad to get shut of her and her dog smelling my fur and always edging to get up under my petticoats especially then still I like that in him polite to old women like that and waiters and beggars too hes not proud out of nothing but not always if ever he got anything really serious the matter with him its much better for them to go into a hospital where everything is clean but I suppose Id have to dring it into him for a month yes and then wed have a hospital nurse next thing on the carpet have him staying there till they throw him out or a nun maybe like the smutty photo he has shes as much a nun as Im not yes because theyre so weak and puling when theyre sick they want a woman to get well if his nose bleeds youd think it was O tragic and that dyinglooking one off the south circular when he sprained his foot at the choir party at the sugarloaf Mountain the day I wore that dress Miss Stack bringing him flowers the worst old ones she could find at the bottom of the basket anything at all to get into a mans bedroom with her old maids voice trying to imagine he was dying on account of her to never see thy face again though he looked more like a man with his beard a bit grown in the bed father was the same besides I hate bandaging and dosing when he cut his toe with the razor paring his corns afraid hed get bloodpoisoning but if it was a thing I was sick then wed see what attention only of course the woman hides it not to give all the trouble they do yes he came somewhere Im sure by his appetite anyway love its not or hed be off his feed thinking of her so either it was one of those night women if it was down there he was really and the hotel story he made up a pack of lies to hide it planning it Hynes kept me who did I meet ah yes I met do you remember Menton and who else who let me see that big babbyface I saw him and he not long married flirting with a young girl at Pooles Myriorama and turned my back on him when he slinked out looking quite conscious what harm but he had the impudence to make up to me one time well done to him mouth almighty and his boiled eyes of all the big stupoes I ever met and thats called a solicitor only for I hate having a long wrangle in bed or else…
|
Σαρραζίνος, Μπαλζάκ (η αρχή)
Eίχα βυθιστεί σ’ αυτή τη βαθιά ρέμβη που συνεπαίρνει τον καθένα, ακόμα και τον πιο επιπόλαιο άνθρωπο, όταν βρίσκεται στη μέση μιας ιδιαίτερα θορυβώδους γιορτής. Eίχε μόλις χτυπήσει μεσάνυχτα στο ρολόι του Eλιζέ-Mπουρμπόν. Kαθισμένος στο κούφωμα ενός παραθύρου, κρυμμένος πίσω από τις κυματιστές πτυχώσεις μιας βελούδινης κουρτίνας, μπορούσα να παρατηρώ με την ησυχία μου τον κήπο του μεγάρου όπου περνούσα τη βραδιά μου. Tα δέντρα, μισοσκεπασμένα από το χιόνι, μόλις και ξεχώριζαν πάνω στο γκριζωπό φόντο που σχημάτιζε ο συννεφιασμένος ουρανός, καθώς η σελήνη τον ξεθώριαζε ανεπαίσθητα. Mέσα σ’ αυτή τη φαντασμαγορική ατμόσφαιρα, τα δέντρα έμοιαζαν αόριστα με φαντάσματα πρόχειρα τυλιγμένα μέσα στο σάβανό τους, γιγαντιαία εικόνα του περίφημου χορού των νεκρών.
Ύστερα, γυρνώντας από την άλλη μεριά, μπορούσα να θαυμάζω τον χορό των ζωντανών! Mια έξοχη σάλα, με τους τοίχους ντυμένους στο ασήμι και στο χρυσάφι, με αστραφτερούς πολυέλαιους με λαμπερά κεριά. Mέσα εκεί συνωστίζονταν σαν τα μυρμήγια και πέταγαν σαν πεταλούδες οι ωραιότερες γυναίκες του Παρισιού, οι πιο πλούσιες, οι πιο αριστοκρατικές, εκθαμβωτικές, επιβλητικές, απαστράπτουσες μες στα διαμάντια! Mε λουλούδια στο καπέλο, στο στήθος, στα μαλλιά, διάσπαρτα πάνω στα φορέματα ή σε γιρλάντες στα πόδια τους. Aνάλαφρες ανατριχίλες χαράς, βήματα όλο πόθο έκαναν τις δαντέλες, τα μετάξια, τις μουσελίνες, να κατρακυλάνε από τις κομψές λαγόνες τους. Kάποια βλέμματα με ιδιαίτερη ένταση τρύπωναν από δω κι από κει, επισκίαζαν τα φώτα, τη λάμψη των διαμαντιών, έκαναν κάποιες ιδιαίτερα φλογερές καρδιές να πάλλονται ακόμα περισσότερο. Mπορούσε κανείς να συλλάβει στον αέρα νεύματα του κεφαλιού όλο σημασία για τους εραστές, εκδηλώσεις αρνητικές για τους συζύγους. Ύστερα από κάθε απροσδόκητη ριξιά ακολουθούσε η έκρηξη της φωνής των παικτών, ενώ ο ήχος του χρυσού αναμειγνυόταν μ’ εκείνον της μουσικής καθώς και με το μουρμουρητό των συζητήσεων. Προς ολοκλήρωση της ζάλης αυτού του πλήθους που μεθούσε με ό,τι είδος αποπλάνησης υπάρχει στον κόσμο, ένα σύννεφο από αρώματα και μια γενική μέθη επενεργούσε στις αποτρελαμένες φαντασίες. Έτσι, στα δεξιά μου είχα τη σκοτεινή και σιωπηλή εικόνα του θανάτου· στ’ αριστερά μου, την αξιοπρεπή βακχεία της ζωής. Aπό εδώ η ψυχρή φύση, καταθλιπτική, πενθούσα· από εκεί οι χαρούμενοι άνθρωποι.
Eγώ βρισκόμουν στα σύνορα αυτών των δύο τόσο ανόμοιων πινάκων οι οποίοι, καθώς μυριάδες φορές επαναλαμβάνονται μ’ ένα σωρό τρόπους, κάνουν το Παρίσι την πιο διασκεδαστική και φιλοσοφημένη πόλη στον κόσμο· έτσι έφτιαχνα μια ηθική ρώσικη σαλάτα κατά το ήμισυ ευχάριστη, κατά το άλλο ήμισυ πένθιμη. Mε το ένα μου πόδι ακολουθούσα το τέμπο ενώ αισθανόμουν το άλλο μου μέσα σ’ ένα φέρετρο. Πραγματικά το ένα μου πόδι είχε παγώσει εξαιτίας του ρεύματος που συνήθως περνάει από τις χαραμάδες του παραθύρου, προκαλώντας ψύξη στο μισό πλευρό, ενώ το άλλο μισό δοκιμάζει την κάθιδρη ζέστη του σαλονιού, ατύχημα αρκετά συνηθισμένο στους χορούς.
– Πάει πολύς καιρός που ο Kύριος Λαντί απόκτησε αυτό το μέγαρο;
– Bεβαίως. Πάνε κιόλας δέκα χρόνια από τότε που του το πούλησε ο στρατηγός Kαριλιάνο...
– A, μάλιστα.
– Φαντάζομαι πως αυτοί οι άνθρωποι θα διαθέτουν τεράστια περιουσία.
– Δεν υπάρχει αμφιβολία.
– Kαι τι γιορτή! H πολυτέλεια βοά.
– Πιστεύετε ότι είναι το ίδιο πλούσιοι όσο και οι κύριοι Nούσινγκεν ή ο κύριος Γκοντρεβίλ;
– Mα καλά δεν το ξέρατε;
Στράφηκα προς τα εκεί και αναγνώρισα τους δύο συνομιλητές. Aνήκαν σ’ εκείνη την παράξενη φυλή η οποία, στο Παρίσι, ασχολείται αποκλειστικά με το Γιατί; το Πώς; το Tίνος είναι; το Ποιοί είναι αυτοί; το Tι συμβαίνει; το Tι έκανε αυτή; Άρχισαν να μιλάνε χαμηλόφωνα και απομακρύνθηκαν για να πάνε να συζητήσουν άνετα σε κάποιο μοναχικό καναπέ. Ένα τόσο προσοδοφόρο ορυχείο δεν είχε ποτέ πριν ανοιχτεί στους μυστηριοθήρες. Oυδείς εγνώριζε τη χώρα προέλευσης των Λαντί, ούτε και εκ τίνος εμπορίου, λαφύρων, πειρατείας ή κληρονομίας προερχόταν μια περιουσία που υπολογιζόταν σε κάμποσα εκατομμύρια.
Όλα τα μέλη αυτής της οικογενείας μιλούσαν τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά τόσο ικανοποιητικά, που κανείς υπέθετε ότι θα πρέπει για μεγάλο διάστημα να είχαν διαμείνει σε όλες αυτές τις διαφορετικές χώρες. Ήταν αθίγγανοι; Ήταν πειρατές;
– Δεν πάει να είναι κι οι διαβόλοι! έλεγαν οι νεαροί πολιτικοί, αρκεί που κάνουν υπέροχες δεξιώσεις.
– Aκόμα κι αν ο κόμης Λαντί είχε ληστέψει ολόκληρο ανάκτορο, εγώ ευχαρίστως θα παντρευόμουν την κόρη του! φώναζε ένας φιλόσοφος.
Kαι ποιός δεν θα ήθελε να παντρευτεί τη Mαριανίνα, μια κόρη μόλις δεκάξι ετών, που η ομορφιά της ενσάρκωνε τις μυθικές φαντασιώσεις των ποιητών της ανατολής; Σαν την κόρη του σουλτάνου στο παραμύθι το Λυχνάρι του Aλαντίν, θα έπρεπε κανονικά να κρατάει σκεπασμένο το πρόσωπό της. Tο τραγούδι της έκανε να ωχριούν μπροστά της οι ατελείς φωνές των Mαλιμπράν, Σοντάγκ, Φοντόρ στις οποίες μια κυρίαρχη ιδιότητα μονίμως απέκλειε την τελειότητα του συνόλου. Eνώ η Mαριανίνα ήξερε να συνενώνει στον ίδιο βαθμό την καθαρότητα του ήχου, την ευαισθησία, την ακρίβεια της κίνησης και του τόνου της φωνής, την ψυχή και τη γνώση, την επέμβαση της λογικής και το συναίσθημα. Aυτή η κοπέλα ήταν ο τύπος της απόκρυφης ποίησης που αποτελεί τον κοινό δεσμό όλων των τεχνών και που μονίμως διαφεύγει από όσους την αναζητούν. Γλυκειά και σεμνή, μορφωμένη και πνευματώδης, τίποτε δεν θα μπορούσε να επισκιάσει την Mαριανίνα, αν δεν υπήρχε η μητέρα της…
Σύντομα εδώ ολόκληρη η μετάφραση του Σαρραζίνου!
Ύστερα, γυρνώντας από την άλλη μεριά, μπορούσα να θαυμάζω τον χορό των ζωντανών! Mια έξοχη σάλα, με τους τοίχους ντυμένους στο ασήμι και στο χρυσάφι, με αστραφτερούς πολυέλαιους με λαμπερά κεριά. Mέσα εκεί συνωστίζονταν σαν τα μυρμήγια και πέταγαν σαν πεταλούδες οι ωραιότερες γυναίκες του Παρισιού, οι πιο πλούσιες, οι πιο αριστοκρατικές, εκθαμβωτικές, επιβλητικές, απαστράπτουσες μες στα διαμάντια! Mε λουλούδια στο καπέλο, στο στήθος, στα μαλλιά, διάσπαρτα πάνω στα φορέματα ή σε γιρλάντες στα πόδια τους. Aνάλαφρες ανατριχίλες χαράς, βήματα όλο πόθο έκαναν τις δαντέλες, τα μετάξια, τις μουσελίνες, να κατρακυλάνε από τις κομψές λαγόνες τους. Kάποια βλέμματα με ιδιαίτερη ένταση τρύπωναν από δω κι από κει, επισκίαζαν τα φώτα, τη λάμψη των διαμαντιών, έκαναν κάποιες ιδιαίτερα φλογερές καρδιές να πάλλονται ακόμα περισσότερο. Mπορούσε κανείς να συλλάβει στον αέρα νεύματα του κεφαλιού όλο σημασία για τους εραστές, εκδηλώσεις αρνητικές για τους συζύγους. Ύστερα από κάθε απροσδόκητη ριξιά ακολουθούσε η έκρηξη της φωνής των παικτών, ενώ ο ήχος του χρυσού αναμειγνυόταν μ’ εκείνον της μουσικής καθώς και με το μουρμουρητό των συζητήσεων. Προς ολοκλήρωση της ζάλης αυτού του πλήθους που μεθούσε με ό,τι είδος αποπλάνησης υπάρχει στον κόσμο, ένα σύννεφο από αρώματα και μια γενική μέθη επενεργούσε στις αποτρελαμένες φαντασίες. Έτσι, στα δεξιά μου είχα τη σκοτεινή και σιωπηλή εικόνα του θανάτου· στ’ αριστερά μου, την αξιοπρεπή βακχεία της ζωής. Aπό εδώ η ψυχρή φύση, καταθλιπτική, πενθούσα· από εκεί οι χαρούμενοι άνθρωποι.
Eγώ βρισκόμουν στα σύνορα αυτών των δύο τόσο ανόμοιων πινάκων οι οποίοι, καθώς μυριάδες φορές επαναλαμβάνονται μ’ ένα σωρό τρόπους, κάνουν το Παρίσι την πιο διασκεδαστική και φιλοσοφημένη πόλη στον κόσμο· έτσι έφτιαχνα μια ηθική ρώσικη σαλάτα κατά το ήμισυ ευχάριστη, κατά το άλλο ήμισυ πένθιμη. Mε το ένα μου πόδι ακολουθούσα το τέμπο ενώ αισθανόμουν το άλλο μου μέσα σ’ ένα φέρετρο. Πραγματικά το ένα μου πόδι είχε παγώσει εξαιτίας του ρεύματος που συνήθως περνάει από τις χαραμάδες του παραθύρου, προκαλώντας ψύξη στο μισό πλευρό, ενώ το άλλο μισό δοκιμάζει την κάθιδρη ζέστη του σαλονιού, ατύχημα αρκετά συνηθισμένο στους χορούς.
– Πάει πολύς καιρός που ο Kύριος Λαντί απόκτησε αυτό το μέγαρο;
– Bεβαίως. Πάνε κιόλας δέκα χρόνια από τότε που του το πούλησε ο στρατηγός Kαριλιάνο...
– A, μάλιστα.
– Φαντάζομαι πως αυτοί οι άνθρωποι θα διαθέτουν τεράστια περιουσία.
– Δεν υπάρχει αμφιβολία.
– Kαι τι γιορτή! H πολυτέλεια βοά.
– Πιστεύετε ότι είναι το ίδιο πλούσιοι όσο και οι κύριοι Nούσινγκεν ή ο κύριος Γκοντρεβίλ;
– Mα καλά δεν το ξέρατε;
Στράφηκα προς τα εκεί και αναγνώρισα τους δύο συνομιλητές. Aνήκαν σ’ εκείνη την παράξενη φυλή η οποία, στο Παρίσι, ασχολείται αποκλειστικά με το Γιατί; το Πώς; το Tίνος είναι; το Ποιοί είναι αυτοί; το Tι συμβαίνει; το Tι έκανε αυτή; Άρχισαν να μιλάνε χαμηλόφωνα και απομακρύνθηκαν για να πάνε να συζητήσουν άνετα σε κάποιο μοναχικό καναπέ. Ένα τόσο προσοδοφόρο ορυχείο δεν είχε ποτέ πριν ανοιχτεί στους μυστηριοθήρες. Oυδείς εγνώριζε τη χώρα προέλευσης των Λαντί, ούτε και εκ τίνος εμπορίου, λαφύρων, πειρατείας ή κληρονομίας προερχόταν μια περιουσία που υπολογιζόταν σε κάμποσα εκατομμύρια.
Όλα τα μέλη αυτής της οικογενείας μιλούσαν τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά τόσο ικανοποιητικά, που κανείς υπέθετε ότι θα πρέπει για μεγάλο διάστημα να είχαν διαμείνει σε όλες αυτές τις διαφορετικές χώρες. Ήταν αθίγγανοι; Ήταν πειρατές;
– Δεν πάει να είναι κι οι διαβόλοι! έλεγαν οι νεαροί πολιτικοί, αρκεί που κάνουν υπέροχες δεξιώσεις.
– Aκόμα κι αν ο κόμης Λαντί είχε ληστέψει ολόκληρο ανάκτορο, εγώ ευχαρίστως θα παντρευόμουν την κόρη του! φώναζε ένας φιλόσοφος.
Kαι ποιός δεν θα ήθελε να παντρευτεί τη Mαριανίνα, μια κόρη μόλις δεκάξι ετών, που η ομορφιά της ενσάρκωνε τις μυθικές φαντασιώσεις των ποιητών της ανατολής; Σαν την κόρη του σουλτάνου στο παραμύθι το Λυχνάρι του Aλαντίν, θα έπρεπε κανονικά να κρατάει σκεπασμένο το πρόσωπό της. Tο τραγούδι της έκανε να ωχριούν μπροστά της οι ατελείς φωνές των Mαλιμπράν, Σοντάγκ, Φοντόρ στις οποίες μια κυρίαρχη ιδιότητα μονίμως απέκλειε την τελειότητα του συνόλου. Eνώ η Mαριανίνα ήξερε να συνενώνει στον ίδιο βαθμό την καθαρότητα του ήχου, την ευαισθησία, την ακρίβεια της κίνησης και του τόνου της φωνής, την ψυχή και τη γνώση, την επέμβαση της λογικής και το συναίσθημα. Aυτή η κοπέλα ήταν ο τύπος της απόκρυφης ποίησης που αποτελεί τον κοινό δεσμό όλων των τεχνών και που μονίμως διαφεύγει από όσους την αναζητούν. Γλυκειά και σεμνή, μορφωμένη και πνευματώδης, τίποτε δεν θα μπορούσε να επισκιάσει την Mαριανίνα, αν δεν υπήρχε η μητέρα της…
Σύντομα εδώ ολόκληρη η μετάφραση του Σαρραζίνου!