Πορτρέτο του συγγραφέα ως κριτικού
Ανθολογία κριτικών κειμένων και Εργογραφία
΄Αρη Μαραγκόπουλου
Ανθολογία κριτικών κειμένων και Εργογραφία
΄Αρη Μαραγκόπουλου
Επιμέλεια τόμου: Άννα Κατσιγιάννη - Κατερίνα Κωστίου,
ΕΑΤΤ – Παν/μιο Πατρών, Τμήμα Νεοελληνικής λογοτεχνίας & Eκδόσεις Τόπος (2020)
ΕΑΤΤ – Παν/μιο Πατρών, Τμήμα Νεοελληνικής λογοτεχνίας & Eκδόσεις Τόπος (2020)
Ο τόμος αυτός εγκαινιάζει τη σειρά «Εξ Αρχείων» του Εργαστηρίου Αρχειακών Τεκμηρίων & Τύπου (ΕΑΤΤ) του Πανεπιστημίου Πατρών. Πρόκειται για μια επιλογή κριτικών κειμένων για τη λογοτεχνία, συνοδευόμενη από την Εργογραφία του Άρη Μαραγκόπουλου (1978-2018), συγγραφέα στον οποίο χρωστάμε, σε επίπεδο κριτικής, όχι μόνον τη βαθύτερη γνωριμία μας με το εμβληματικό έργο του μοντερνισμού, τον Οδυσσέα (Ulysses), αλλά και έναν κριτικό λόγο συμβατό με την πολυεπίπεδη συγγραφική του ιδιοπροσωπία.
Οι εκτενείς αναγνώσεις του αφορούν, σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς του ίδιου, Έλληνες «πρωτομοντερνιστές» (Σολωμός, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης κ.ά.) και «μοντερνιστές» συγγραφείς (Σεφέρης, Εμπειρίκος, Αλεξάνδρου, Τσίρκας κ.ά.), ή κινήματα όπως ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός, ή συνθήκες όπως το μεταμοντέρνο κ.λπ. Μέσα από αυτές τις καταθέσεις διαφαίνεται το προσωπικό του θεωρητικό σχήμα για την ερμηνεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το οποίο αντλεί τη δυναμική του από τις επινοήσεις, τις τεχνικές και τις αναγνώσεις του μοντερνισμού.
Ο τόμος περιλαμβάνει 40 κριτικά κείμενα τα οποία εκτείνονται σε ένα μεγάλο φάσμα –χρονικό και θεματικό– του κριτικού του έργου. Κριτήριο για την επιλογή τους, πέρα από το αυτονόητο κριτήριο της πληρότητας, υπήρξε η συμβολή τους στη σκιαγράφηση του πορτρέτου του συγγραφέα ως κριτικού. Η Εργογραφία του συγγραφέα που κλείνει τον τόμο, έχει συνταχθεί χρονολογικά, έτσι ώστε να αναδεικνύεται η συμπόρευση λογοτεχνίας και κριτικής.
Οι εκτενείς αναγνώσεις του αφορούν, σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς του ίδιου, Έλληνες «πρωτομοντερνιστές» (Σολωμός, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης κ.ά.) και «μοντερνιστές» συγγραφείς (Σεφέρης, Εμπειρίκος, Αλεξάνδρου, Τσίρκας κ.ά.), ή κινήματα όπως ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός, ή συνθήκες όπως το μεταμοντέρνο κ.λπ. Μέσα από αυτές τις καταθέσεις διαφαίνεται το προσωπικό του θεωρητικό σχήμα για την ερμηνεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το οποίο αντλεί τη δυναμική του από τις επινοήσεις, τις τεχνικές και τις αναγνώσεις του μοντερνισμού.
Ο τόμος περιλαμβάνει 40 κριτικά κείμενα τα οποία εκτείνονται σε ένα μεγάλο φάσμα –χρονικό και θεματικό– του κριτικού του έργου. Κριτήριο για την επιλογή τους, πέρα από το αυτονόητο κριτήριο της πληρότητας, υπήρξε η συμβολή τους στη σκιαγράφηση του πορτρέτου του συγγραφέα ως κριτικού. Η Εργογραφία του συγγραφέα που κλείνει τον τόμο, έχει συνταχθεί χρονολογικά, έτσι ώστε να αναδεικνύεται η συμπόρευση λογοτεχνίας και κριτικής.
Από τον Πρόλογο των επιμελητριών
Το Πορτρέτο του Συγγραφέα ως Κριτικού, είναι μια ανθολογία λογοτεχνικών κριτικών και δοκιμίων σε θέματα κουλτούρας που έχουν επιλεγεί από τις φιλολόγους του Παν/μίου Πατρών κ.κ. Άννα Κατσιγιάννη και Κατερίνα Κωστίου μέσα από ένα πολύ εκτενέστερο σώμα κριτικού έργου σαράντα ετών, είτε δημοσιευμένου σε εφημερίδες και περιοδικά είτε δοσμένου με τη μορφή δημοσίων διαλέξεων με διάφορες αφορμές. Αφετηρία του είναι η πεποίθηση ότι η κυρίαρχη λογοτεχνική κριτική στην Ελλάδα δεν κατάφερε να διαβάσει τους πιο σημαντικούς από τους συγγραφείς της με τολμηρή κριτική ματιά. Αντίθετα, προτίμησε να τους συσσωρεύσει αδιακρίτως και αδιάφορα στο «μουσείο» της εθνικής λογοτεχνικής υπερηφάνειας.
Για παράδειγμα, η κληρονομιά πρωτομοντερνιστών συγγραφέων (τέλη 19ου, αρχές 20ού αιώνα), όπως ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Ροΐδης, ο Μητσάκης, για να αναφέρουμε μόνο τους σημαντικότερους –που είναι ελάχιστα γνωστοί έξω από τα στενά όρια του ελληνόφωνου κόσμου, αν και ισότιμοι με τους μεγάλους Ευρωπαίους δασκάλους της ίδιας περιόδου– αναμφίβολα αξίζει να διαβαστεί και να θεωρηθεί κριτικά στο ίδιο απαιτητικό πλαίσιο με αυτό των Henry James, Virginia Woolf, Stéphane Mallarmé, Anton Tchekov κ.λπ. Αυτοί οι Έλληνες συγγραφείς αντιπροσωπεύουν, το λιγότερο, ένα πρωτότυπο παράδειγμα μοντερνισμού σε μια περίοδο όπου τα πρώτα σχετικά πειράματα λάμβαναν χώρα και σε άλλα μέρη της Ευρώπης.
Οπότε, αυτό είναι ένα πρώτο πράγμα που κατορθώνει αυτό το βιβλίο: χαρτογραφεί εκ νέου την κριτική ανάγνωση της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης στην προοπτική του ευρωπαϊκού λογοτεχνικού κανόνα. Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνει επίσης κάτι εξίσου σημαντικό: δεδομένου ότι η επικρατούσα κριτική μέχρι στιγμής έχει περιορίσει τις αναγνώσεις της στην πλοκή, την ιστορία, την περίοδο, την ιστορία της λογοτεχνίας, οι κριτικές της παρέμειναν πάντα τραγικά υποκειμενικές, σοβινιστικές, περιφερειακές, υποτιμώντας πεισματικά την πρωτοτυπία των παραπάνω αφηγήσεων.
Τα δοκίμια αυτών των σαράντα ετών συγκροτούν μια σοβαρή προσπάθεια να ξαναδιαβαστούν πρωτότυπα κείμενα της νεοελληνικής (καθώς και της ξένης) λογοτεχνίας με φρέσκο μάτι, χωρίς τους μυωπικούς φακούς του ιστορικού και του κριτικού ιμπρεσιονισμού, αποτελώντας έτσι παράδειγμα «επιστημονικής» κριτικής.
Στον τόμο περιλαμβάνονται επίσης μια σειρά από θεωρητικά δοκίμια που εξετάζουν διάφορα πολιτισμικά φαινόμενα που έχουν διαμορφώσει / επηρεάσει δραματικά τη νοοτροπία των μεταπολεμικών γενεών των Ελλήνων.
Για παράδειγμα, η κληρονομιά πρωτομοντερνιστών συγγραφέων (τέλη 19ου, αρχές 20ού αιώνα), όπως ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Ροΐδης, ο Μητσάκης, για να αναφέρουμε μόνο τους σημαντικότερους –που είναι ελάχιστα γνωστοί έξω από τα στενά όρια του ελληνόφωνου κόσμου, αν και ισότιμοι με τους μεγάλους Ευρωπαίους δασκάλους της ίδιας περιόδου– αναμφίβολα αξίζει να διαβαστεί και να θεωρηθεί κριτικά στο ίδιο απαιτητικό πλαίσιο με αυτό των Henry James, Virginia Woolf, Stéphane Mallarmé, Anton Tchekov κ.λπ. Αυτοί οι Έλληνες συγγραφείς αντιπροσωπεύουν, το λιγότερο, ένα πρωτότυπο παράδειγμα μοντερνισμού σε μια περίοδο όπου τα πρώτα σχετικά πειράματα λάμβαναν χώρα και σε άλλα μέρη της Ευρώπης.
Οπότε, αυτό είναι ένα πρώτο πράγμα που κατορθώνει αυτό το βιβλίο: χαρτογραφεί εκ νέου την κριτική ανάγνωση της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης στην προοπτική του ευρωπαϊκού λογοτεχνικού κανόνα. Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνει επίσης κάτι εξίσου σημαντικό: δεδομένου ότι η επικρατούσα κριτική μέχρι στιγμής έχει περιορίσει τις αναγνώσεις της στην πλοκή, την ιστορία, την περίοδο, την ιστορία της λογοτεχνίας, οι κριτικές της παρέμειναν πάντα τραγικά υποκειμενικές, σοβινιστικές, περιφερειακές, υποτιμώντας πεισματικά την πρωτοτυπία των παραπάνω αφηγήσεων.
Τα δοκίμια αυτών των σαράντα ετών συγκροτούν μια σοβαρή προσπάθεια να ξαναδιαβαστούν πρωτότυπα κείμενα της νεοελληνικής (καθώς και της ξένης) λογοτεχνίας με φρέσκο μάτι, χωρίς τους μυωπικούς φακούς του ιστορικού και του κριτικού ιμπρεσιονισμού, αποτελώντας έτσι παράδειγμα «επιστημονικής» κριτικής.
Στον τόμο περιλαμβάνονται επίσης μια σειρά από θεωρητικά δοκίμια που εξετάζουν διάφορα πολιτισμικά φαινόμενα που έχουν διαμορφώσει / επηρεάσει δραματικά τη νοοτροπία των μεταπολεμικών γενεών των Ελλήνων.
Παραπλεύρως μπορείτε να κατεβάσετε ένα πλήρες κεφάλαιο του βιβλίου. Αναφέρεται στο ποιητικό μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη, Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη.
|
|
Εδώ ακόμα ένα πλήρες κεφάλαιο από το βιβλίο. Αναφέρεται στην ενδογλωσσική απόδοση της «αλλόκοτης» σύνθεσης του Διονυσίου Σολωμού, Γυναίκα της Ζάκυθος.
|
|
Διαβάστε με κλικ εδώ μια παρουσίαση του τόμου στο διαδικτυακό περιοδικό «Αναγνώστης».
Πεδία Μάχης Αφύλακτα
Θέσεις για την Κουλτούρα και τον Πολιτισμό
Θέσεις για την Κουλτούρα και τον Πολιτισμό
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΔΟΚΙΜΙΩΝ Πεδία Μάχης Αφύλακτα: Θέσεις για την κουλτούρα και τον πολιτισμό (εκδ. Τόπος 2014, σ. 160) επιχειρεί να απαντήσει σε ζωτικά για την Ελλάδα ερωτήματα κουλτούρας και πολιτισμού, ερωτήματα στα οποία ο συγγραφέας επανέρχεται τακτικά τα τελευταία δεκαπέντε είκοσι χρόνια με παρεμβάσεις του στον ημερήσιο, περιοδικό και ηλεκτρονικό Τύπο. Ιδού μερικά από αυτά:
Πότε σβήνει μια πατρίδα ιδεών;
Είναι ο Έλληνας εαυτός μας ο χειρότερός μας εχθρός;
Eίναι η ελληνική, μια απαίδευτη κοινωνία;
Πότε και γιατί σωπαίνουν οι διανοούμενοι;
Γιατί ο Έλληνας γονιός δεν αγαπάει τα παιδιά του;
Γιατί κάποτε η νεοελληνική πεζογραφία θυμίζει άβγαλτη πόρνη;
Γιατί κάποιοι διαβάζουν τον κόσμο με τα μάτια της Μπάρμπι;
Γιατί η πλατεία των αγανακτισμένων θύμιζε ντιβάνι ψυχανάλυσης;
Γιατί στον απέραντο παιχνιδότοπο-εργοστάσιο του διαδικτύου παίζουμε όλοι;
Μπορούν τα γκραφίτι και τα κόμικς να θεωρηθούν λαϊκή τέχνη;
Πώς οι δημόσιες βιβλιοθήκες σταδιακά μετατρέπονται σε διασκεδαστήρια video-games;
Συναινώ (στην Εξουσία) και άρα (μόνο έτσι) υπάρχω;
Υπάρχει κάτι άλλο πέρα από το «Fast-food, fast-fuck, fast-read;»
Θα τους κάνουμε ποτέ να μας φοβούνται (αυτούς που μας φοβίζουν);
Το Πεδία μάχης αφύλακτα παρεμβαίνει στον διάλογο για την κατάσταση της κοινωνικής και πολιτισμικής παρακμής στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση έως σήμερα. Κεντρικά θέματα του βιβλίου: οι ιδιόμορφοι όροι συγκρότησης της νεοελληνικής κουλτούρας στα τέλη του 20ού αιώνα και η διαλεκτική σχέση της με την κρίση· η ισχνή παρέμβαση του αριστερού Λόγου στην αντιμετώπιση της παρακμής· η λειτουργία του διαδικτύου (αλλά και των γκραφίτι) στην εν προόδω ανάπτυξη ενός παγκοσμιοποιημένου «λαϊκότροπου» πολιτισμού καθώς και η λειτουργία των δημοσίων βιβλιοθηκών ως αναχωμάτων απέναντι στη βαρβαρότητα των καιρών· τέλος, ο ρόλος, η ευθύνη και οι δυνατότητες των διανοουμένων πριν και μετά την κρίση.
Το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο, κατά μία έννοια, εφαρμόζει στην κριτική του τη μέθοδο του Γάλλου κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντιέ στο γνωστό πολυσέλιδο βιβλίο του Διάκριση, αποφεύγοντας, ωστόσο, να προσφύγει ευθέως στη δική του μεθοδολογία (πολιτισμικό κεφάλαιο, ταξική έξη, κοινωνικό πεδίο). Μέσα από την ανάλυση του κοινωνικού γούστου στην ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων δεκαετιών, ο Ά. Μ. επιχειρεί να γίνει κατανοητή η –ανεξαρτήτως προς την εμφανή πολιτική της τοποθέτηση– συντηρητική μικροαστική κοινωνία της χώρας, κι αυτό είναι ακριβώς το σημείο όπου ο συγγραφέας συναντιέται ευθέως με τη σκέψη του Γάλλου στοχαστή.
Πότε σβήνει μια πατρίδα ιδεών;
Είναι ο Έλληνας εαυτός μας ο χειρότερός μας εχθρός;
Eίναι η ελληνική, μια απαίδευτη κοινωνία;
Πότε και γιατί σωπαίνουν οι διανοούμενοι;
Γιατί ο Έλληνας γονιός δεν αγαπάει τα παιδιά του;
Γιατί κάποτε η νεοελληνική πεζογραφία θυμίζει άβγαλτη πόρνη;
Γιατί κάποιοι διαβάζουν τον κόσμο με τα μάτια της Μπάρμπι;
Γιατί η πλατεία των αγανακτισμένων θύμιζε ντιβάνι ψυχανάλυσης;
Γιατί στον απέραντο παιχνιδότοπο-εργοστάσιο του διαδικτύου παίζουμε όλοι;
Μπορούν τα γκραφίτι και τα κόμικς να θεωρηθούν λαϊκή τέχνη;
Πώς οι δημόσιες βιβλιοθήκες σταδιακά μετατρέπονται σε διασκεδαστήρια video-games;
Συναινώ (στην Εξουσία) και άρα (μόνο έτσι) υπάρχω;
Υπάρχει κάτι άλλο πέρα από το «Fast-food, fast-fuck, fast-read;»
Θα τους κάνουμε ποτέ να μας φοβούνται (αυτούς που μας φοβίζουν);
Το Πεδία μάχης αφύλακτα παρεμβαίνει στον διάλογο για την κατάσταση της κοινωνικής και πολιτισμικής παρακμής στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση έως σήμερα. Κεντρικά θέματα του βιβλίου: οι ιδιόμορφοι όροι συγκρότησης της νεοελληνικής κουλτούρας στα τέλη του 20ού αιώνα και η διαλεκτική σχέση της με την κρίση· η ισχνή παρέμβαση του αριστερού Λόγου στην αντιμετώπιση της παρακμής· η λειτουργία του διαδικτύου (αλλά και των γκραφίτι) στην εν προόδω ανάπτυξη ενός παγκοσμιοποιημένου «λαϊκότροπου» πολιτισμού καθώς και η λειτουργία των δημοσίων βιβλιοθηκών ως αναχωμάτων απέναντι στη βαρβαρότητα των καιρών· τέλος, ο ρόλος, η ευθύνη και οι δυνατότητες των διανοουμένων πριν και μετά την κρίση.
Το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο, κατά μία έννοια, εφαρμόζει στην κριτική του τη μέθοδο του Γάλλου κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντιέ στο γνωστό πολυσέλιδο βιβλίο του Διάκριση, αποφεύγοντας, ωστόσο, να προσφύγει ευθέως στη δική του μεθοδολογία (πολιτισμικό κεφάλαιο, ταξική έξη, κοινωνικό πεδίο). Μέσα από την ανάλυση του κοινωνικού γούστου στην ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων δεκαετιών, ο Ά. Μ. επιχειρεί να γίνει κατανοητή η –ανεξαρτήτως προς την εμφανή πολιτική της τοποθέτηση– συντηρητική μικροαστική κοινωνία της χώρας, κι αυτό είναι ακριβώς το σημείο όπου ο συγγραφέας συναντιέται ευθέως με τη σκέψη του Γάλλου στοχαστή.
|
|
O δημοσιογράφος Παναγιώτης Φραντζής σε ενδιαφέρουσα εκπομπή του στο «Μεταδεύτερο» πρόγραμμα (Ρεπεράζ, 12.07.2014) διάβασε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το Πεδία Μάχης Αφύλακτα. Εδώ απομονώσαμε κάποια κομμάτια από αυτή την εκπομπή (όχι σε πολύ καλή ηχοληψία). Αξίζει, ωστόσο, να ακούσει κανείς όλη αυτή την εκπομπή. Σπανίως πια ακούμε κάποιον να διαβάζει με το νόημα του κειμένου και όχι με την έπαρση της φωνής του.
Κριτικές Αναγνώσεις του Πεδία Μάχης Αφύλακτα
[…] Η λοξή ματιά του Μαραγκόπουλου, ο λυτρωτικός εκτροχιασμός της σκέψης του, η υπερβατική –ανατρεπτική αυθαιρεσία τον καθιστά απρόοπτο– έναν άνθρωπο εν δυνάμει ικανό να εκπλήξει: να εκφέρει την κατά τεκμήριο δυσάρεστη αλήθεια, αυτήν που δεν επιθυμεί να ακούσει το σύνολο του πολιτικού και κοινωνικού μας συστήματος.
Μέσα από αυτά τα δημοσιευμένα κατά καιρούς κείμενα έρχεται στο φως – και προς διερεύνηση – κατά κύριο λόγο η κουλτούρα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Αυτή που διαμόρφωσε τη νοοτροπία μας, τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους άλλους και τους εαυτούς μας, την κοινωνία και τον κόσμο. Προσωπικά διαβάζοντας τα κείμενα του Μαραγκόπουλου, κείμενα που αφορούν την πολιτισμική μας υπόσταση, διακρίνω μιαν ολοκληρωμένη ψυχαναλυτική ερμηνεία αυτής της περιόδου, της οποίας βιώνουμε τις χειρότερες στιγμές. Πριν από όλα, καλούμαστε να συμφωνήσουμε με όλη μας τη θέρμη ότι η περιώνυμη κρίση είναι βαθύτατα πολιτισμική. Και με αυτήν και μόνο την παραδοχή, τα κείμενα αυτά αποκτούν ξεχωριστή και ουσιαστική σημασία. Το ίδιο και οι επιμέρους – επιτρέψτε μου – γοητευτικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις πάνω σε ζητήματα και γεγονότα που συντάραξαν τη χώρα μας τις δυο περασμένες δεκαετίες. Ο αναγνώστης πριν από όλα δεν πλήττει, δεν έχει καν την αίσθηση ότι διαβάζει ένα πολιτικό κείμενο. Αντίθετα, όλα τα κείμενα διαθέτουν τη γοητεία που παρουσιάζουν οι απρόσμενες προσεγγίσεις. Με εμπνευσμένη διάθεση, ο συγγραφέας προσπελάζει τον εγγενή μας εθνικό φόβο και τη λαϊκή τέχνη των γκράφιτι, την απαίδευτη κοινωνία μας και τη σιωπή των διανοουμένων, την πλατεία των «αγανακτισμένων» και τον απέραντο παιχνιδότοπο - εργοτάξιο του Διαδικτύου με το οποίο «παίζουμε» όλοι…
Ωστόσο, και όχι τυχαία, ο συγγραφέας σε αυτό το βιβλίο προτάσσει ένα συγκλονιστικής ακρίβειας κείμενο που ερμηνεύει με τρομακτική διαύγεια τον Νεοέλληνα, αυτόν που έμαθε να συναλλάσσεται με την εξουσία μέσω του φόβου. Ενός φόβου που μας κληροδότησε ο καταστροφικός Εμφύλιος και η καραμανλική διακυβέρνηση του ’50 και του ’60. Του φόβου για ένα χαρτί, μιαν άδεια, μια βεβαίωση, έναν γιατρό, ένα δίπλωμα αυτοκίνητου. Του βαθύτατα εμπεδωμένου φόβου μας απέναντι στην καθημερινότητα, του φόβου αυτού που μας πλημμυρίζει όταν ξεχάσουμε ανοιχτό λίγο παραπάνω το… θερμοσίφωνο του σπιτιού μας! Εστιάζοντας με βαθύτητα στην πολιτισμική μας υπόσταση, ο Μαραγκόπουλος φιλοτεχνεί ένα από τα πολυτιμότερα πορτρέτα του σύγχρονου Έλληνα και ελληνισμού.
Ξενοφών Μπρουντζάκης, Ποντίκι Art, 05.06.2014.
[Διαβάζετε ολόκληρο το άρθρο εδώ.]
Μέσα από αυτά τα δημοσιευμένα κατά καιρούς κείμενα έρχεται στο φως – και προς διερεύνηση – κατά κύριο λόγο η κουλτούρα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Αυτή που διαμόρφωσε τη νοοτροπία μας, τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους άλλους και τους εαυτούς μας, την κοινωνία και τον κόσμο. Προσωπικά διαβάζοντας τα κείμενα του Μαραγκόπουλου, κείμενα που αφορούν την πολιτισμική μας υπόσταση, διακρίνω μιαν ολοκληρωμένη ψυχαναλυτική ερμηνεία αυτής της περιόδου, της οποίας βιώνουμε τις χειρότερες στιγμές. Πριν από όλα, καλούμαστε να συμφωνήσουμε με όλη μας τη θέρμη ότι η περιώνυμη κρίση είναι βαθύτατα πολιτισμική. Και με αυτήν και μόνο την παραδοχή, τα κείμενα αυτά αποκτούν ξεχωριστή και ουσιαστική σημασία. Το ίδιο και οι επιμέρους – επιτρέψτε μου – γοητευτικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις πάνω σε ζητήματα και γεγονότα που συντάραξαν τη χώρα μας τις δυο περασμένες δεκαετίες. Ο αναγνώστης πριν από όλα δεν πλήττει, δεν έχει καν την αίσθηση ότι διαβάζει ένα πολιτικό κείμενο. Αντίθετα, όλα τα κείμενα διαθέτουν τη γοητεία που παρουσιάζουν οι απρόσμενες προσεγγίσεις. Με εμπνευσμένη διάθεση, ο συγγραφέας προσπελάζει τον εγγενή μας εθνικό φόβο και τη λαϊκή τέχνη των γκράφιτι, την απαίδευτη κοινωνία μας και τη σιωπή των διανοουμένων, την πλατεία των «αγανακτισμένων» και τον απέραντο παιχνιδότοπο - εργοτάξιο του Διαδικτύου με το οποίο «παίζουμε» όλοι…
Ωστόσο, και όχι τυχαία, ο συγγραφέας σε αυτό το βιβλίο προτάσσει ένα συγκλονιστικής ακρίβειας κείμενο που ερμηνεύει με τρομακτική διαύγεια τον Νεοέλληνα, αυτόν που έμαθε να συναλλάσσεται με την εξουσία μέσω του φόβου. Ενός φόβου που μας κληροδότησε ο καταστροφικός Εμφύλιος και η καραμανλική διακυβέρνηση του ’50 και του ’60. Του φόβου για ένα χαρτί, μιαν άδεια, μια βεβαίωση, έναν γιατρό, ένα δίπλωμα αυτοκίνητου. Του βαθύτατα εμπεδωμένου φόβου μας απέναντι στην καθημερινότητα, του φόβου αυτού που μας πλημμυρίζει όταν ξεχάσουμε ανοιχτό λίγο παραπάνω το… θερμοσίφωνο του σπιτιού μας! Εστιάζοντας με βαθύτητα στην πολιτισμική μας υπόσταση, ο Μαραγκόπουλος φιλοτεχνεί ένα από τα πολυτιμότερα πορτρέτα του σύγχρονου Έλληνα και ελληνισμού.
Ξενοφών Μπρουντζάκης, Ποντίκι Art, 05.06.2014.
[Διαβάζετε ολόκληρο το άρθρο εδώ.]
Παρουσίαση του βιβλίου στο ΑΜΠΕ
«Δαγκώνει» το νέο βιβλίο του Μαραγκόπουλου
[…] Πρόκειται για μια ανατομία της κοινωνικής και πολιτιστικής Ελλάδας και μία δοκιμιακή χαρακτηρολογία του σημερινού Έλληνα της κρίσης, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από τον Έλληνα της ευμάρειας.
Είναι γραπτά που προσφέρονται για αναστοχασμό καθώς, γραμμένα τα τελευταία 15 χρόνια σε έντυπα και στο διαδίκτυο, αποτελούν – κατά τον συγγραφέα - «χρονικό μιας εν προόδω παρακμής». Που ξεκινάει από τους «μανδαρίνους του Φόβου» για να φθάσει στους «Αγανακτισμένους Ευρωαμερικάνους».
[…] Σε 158 σελίδες του βιβλίου του Πεδία μάχης αφύλακτα αναδύεται ένας συγγραφέας – ιδεολόγος της μόρφωσης. Τα κείμενα του αποπνέουν γνώση, αγωνία, σαρκασμό, καυστικότητα, αυστηρότητα, οργή, ουτοπία, στοχασμό, δημιουργική απελπισία, πολεμική πίστη. Ίσως γι΄αυτό να λείπει έστω και το μικρό χαμόγελο…
Κ. Μαρδάς, Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΜΠΕ), 22.07.2014
________________________________________________________
Κριτική στη διαδικτυακή επιθεώρηση Book Press
Πεδία μάχης, τόποι σκέψης
[…] Η διαφορά του συγκεκριμένου βιβλίου από άλλες συλλογές κειμένων, που συγκεντρώνουν αρθρογραφία από τον ημερίσιο τύπο, είναι η επιλογή με βάση τη διαχρονικότητα των περιεχομένων. Ουδείς ισχυρίζεται ότι ο Μαραγκόπουλος αποτελεί κάποιο είδος... γκουρού. Για να επιτευχθεί η εν λόγω διαχρονικότητα θα πρέπει ο συντάκτης να διαθέτει την οξύνoια εκείνη που του επιτρέπει να υπερκεράσει το πεπερασμένο γεγονός (δίχως να αποκοπεί) και να χρησιμοποιήσει στα γνωσιολογικά του εργαλεία, σχολιάζοντάς το με ευρύτητα πνεύματος. Με αυτό το τρόπο ο Μαραγκόπουλος ανοίγει τον διάλογο και ο αναγνώστης καλείται να προσθέσει τη δική του αφήγηση.
[…] Ο εκτός των κομματικών τειχών αριστερός λόγος στην Ελλάδα είχε τα χαρακτηριστικά της λαξευμένης ματιάς, που κατέληγε πολλές φορές λοξή και κατά συνέπεια λυτρωτική. Μόνο μ’ αυτό τον ιδιοστατικό εκτροχιασμό μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τις αλληλοεξαρτώμενες επικράτειες των ιδεολογικών και συγγενικών δικτύων που κρατούν τη χώρα όμηρο των πλέον οπισθιδρομικών δυνάμεων. Εν αρχή είναι ο φόβος, κατά τον Μαραγκόπουλο. Από το φόβο του αστυφύλακα στη Κατοχή, στον τρόμο για οτιδήποτε διαφορετικό που θα διευρύνει την ελευθερία. Ένας τόπος που μεγάλωσε στο να θαυμάζει το ψεύτικο, με πρότυπο την κυριαρχία του, κατά Όργουελ, πολίτη. Ενός όντος που φοβάται να αντικρίσει στον καθρέφτη το πληγωμένο του είδωλο. Που ακόμη και όταν θέλει να καινοτομήσει, αναπαράγει χρεοκοπημένα μοντέλα.
[…] Για τον Μαραγκόπουλο τα δύο άκρα υπάρχουν: είναι ο χρηματιστής της Γουόλ Στριτ και ο Ταλιμπάν του αφανισμού. Αμφότεροι βιώνουν την ίδια εμμονή, που δεν είναι άλλη από την κατακόρυφη επιρροή μιας σαθρής εξουσίας, που απεχθάνεται την ανθρώπινη ύπαρξη. Αμφότεροι πίνουν Κόκα-Κόλα και χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, άρα ο πολιτισμός που θα αφήσουν πίσω τους είναι άδεια τενεκεδάκια και καμμένα tablets, συμπεραίνει ο Μαραγκόπουλος. Από τη παραμονή κιόλας της ένταξης της χώρας στο ευρώ, ο συγγραφέας εγκύπτει στο μείζον δίλημμα που κυριάρχησε στις φετινές ευρωεκλογές: εκείνο της κυβερνητικής σταθερότητας ή της αποσταθεροποίησης. Αλιεύοντας παραδείγματα από το λεγόμενο παγκοσμιοποιημένο εξωτερικό περιβάλλον, όσο και από την «λαϊκίστικη μαγειρική» του Ανδρέα Παπανδρέου, το βιβλίο ισχυρίζεται πως στόχος του παραπάνω διλήμματος είναι ο «εκδημοκρατισμός» των θεσμών που θα οδηγήσει σε περισσότερο συγκεντρωτισμό, σε περισσότερο αυταρχισμό. Ο αστικός καπιταλισμός βρίσκεται σε βαθιά ιδεολογική κρίση. Η μονομερής ενημέρωση από την τηλεόραση, ο φασισμός και οι ενδοκοινωνικές συγκρούσεις αποκτούν επικίνδυνα μεγάλο όγκο. Ο Μαραγκόπουλος υπενθυμίζει τα λόγια του Μαρξ: «Όσο λιγότερο υπάρχεις, όσο λιγότερο εκφράζεις τη ζωή σου, τόσο μεγαλώνει η αλλοτριωμένη σου ζωή, τόσο περισσότερο μεγαλώνει το αποταμίευμα της αποξενωμένης σου ύπαρξης» (Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα-1844).
Η «Μεταφυσική των αναγκών» είναι ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του βιβλίου. Επικεντρώνεται στον καταναλωτισμό, για να καταδείξει πως μια από τις βασικές αιτίες του είναι η κατασκευή της επιθυμίας. Η ανάγκη για κατανάλωση περνά πρώτα από την υποχρέωση για αγορά προϊόντων, κυρίως εκείνων που δεν βρίσκονται σε πρώτη προτεραιότητα. Αναλύεται, επίσης, η έννοια της «υπερπλήρωσης» στην μεταμοντέρνα κοινωνία. Μια φαντασίωση τερατώδους κλίμακας. Η τεχνητή υποστήριξη της γρήγορης, επιδερμικής ανάγκης: fast food, fast fuck, fast die. Στον αντίποδα υπάρχει ένας άλλος κόσμος που ζει μέσα σ’ ένα διαρκές έλλειμμα. Η πείνα θερίζει, το ίδιο και οι αρρώστιες. Ένα κομμάτι του ανθρωπίνου είδους είναι υπό διαρκή εξαφάνιση. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως οι «σωτήρες» θα γίνονται όλο και πιο βουλιμικοί, σημειώνει ο Μαραγκόπουλος.
[…] Στην νέα ψηφιακή πραγματικότητα η ελευθερία είναι πάντα το ζητούμενο και ο Μαραγκόπουλος την αναζητά εναγωνίως, με τον επαναπροσδιορισμό της επιθυμίας. Το «Πεδία μάχης αφύλακτα», εντοπίζει τις καταβυθίσεις και τις μεταλλάξεις στην πολιτισμική μας Κιβωτό. Από την μαζική κουλτούρα στον προσωπικό λόγο και από εκεί στην κοινωνία και πίσω στο ατομικό καλλιτεχνικό όραμα.
Νίκος Κουρμουλής, Book Press, 29.07.14
[Ολόκληρη η κριτική του Νίκου Κουρμουλή εδώ.]
_________________________________________________
Παρουσίαση στη διαδικτυακή επιθεώρηση Το Περιοδικό
Πεδία Μάχης Αφύλακτα
[…] Σκέψεις που αναλύουν γλαφυρά και με στέρεες θέσεις την προέλαση του νεοφιλευθερισμού στη χώρα μας και την ανάδειξη της εποχής τού ατομισμού στη ζωή και στη κουλτούρα του τόπου. Γιατί, ακριβώς όπως γράφει ο Μαραγκόπουλος, η κρίση είναι πρωτίστως πολιτισμική. Ο τρόπος ψυχαγωγίας μου μετατρέπεται σε άνευ ορίων κατανάλωση εφήμερων «καλλιτεχνικών» προϊόντων. Η διείσδυση των πολυεθνικών του πολιτισμού και η αλλοτρίωση των δημιουργών καθώς και η προσκόλληση τους στο άρμα της εκάστοτε ντόπιας εξουσίας μνημονεύονται διεξοδικά με πάθος και δικαιολογημένη οργή. Ανάμεσα σε άλλα, διαβάζουμε και δύο εξαιρετικά κείμενα για το Νοέμβρη του 2008 και ένα ακόμη για τους Αγανακτισμένους της Πλατείας Συντάγματος, το οποίο θέτει αρκετά ερωτηματικά ως προς την ειλικρίνεια των προθέσεών τους παρέχοντας, βεβαίως, σοβαρά επιχειρήματα.
Στο δεύτερο μέρος, ο Μαραγκόπουλος, επιχειρεί να διατυπώσει μια άποψη για το διαδίκτυο και για το έργο τέχνης στην εποχή της ψηψιακής (ανα)παραγωγής του, έχοντας ως βάση την αντίστοιχη θέση του Βάλτερ Μπένγιαμιν για την επανάσταση της μηχανικής αναπαραγωγής των καλλιτεχνικών προϊόντων στον μεσοπόλεμο. Παραθέτοντας ικανή βιβλιογραφία αποφαίνεται πως και εδώ το μήνυμα είναι το μέσο και πως οι δυνατότητες του καθενός μας να είναι δημιουργός, και ταυτόχρονα παίκτης, είναι απεριόριστες. Όπως απεριόριστοι είναι και οι τρόποι που μπορούν να μας ελέγχουν και να μας πουλούν σαν καταναλωτές…
Αντώνης Ν. Φράγκος, Το Περιοδικό, 01.08.14
[Ολόκληρη η κριτική εδώ.]
________________________________________________________
Διαβάστε επίσης, για μια γρήγορη επισκόπιση του βιβλίου, ένα κείμενο στο μπλογκ Καγκουρώ της βιβλιοθηκονόμου Κατερίνας Τοράκη (05.06.2015).
«Δαγκώνει» το νέο βιβλίο του Μαραγκόπουλου
[…] Πρόκειται για μια ανατομία της κοινωνικής και πολιτιστικής Ελλάδας και μία δοκιμιακή χαρακτηρολογία του σημερινού Έλληνα της κρίσης, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από τον Έλληνα της ευμάρειας.
Είναι γραπτά που προσφέρονται για αναστοχασμό καθώς, γραμμένα τα τελευταία 15 χρόνια σε έντυπα και στο διαδίκτυο, αποτελούν – κατά τον συγγραφέα - «χρονικό μιας εν προόδω παρακμής». Που ξεκινάει από τους «μανδαρίνους του Φόβου» για να φθάσει στους «Αγανακτισμένους Ευρωαμερικάνους».
[…] Σε 158 σελίδες του βιβλίου του Πεδία μάχης αφύλακτα αναδύεται ένας συγγραφέας – ιδεολόγος της μόρφωσης. Τα κείμενα του αποπνέουν γνώση, αγωνία, σαρκασμό, καυστικότητα, αυστηρότητα, οργή, ουτοπία, στοχασμό, δημιουργική απελπισία, πολεμική πίστη. Ίσως γι΄αυτό να λείπει έστω και το μικρό χαμόγελο…
Κ. Μαρδάς, Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΜΠΕ), 22.07.2014
________________________________________________________
Κριτική στη διαδικτυακή επιθεώρηση Book Press
Πεδία μάχης, τόποι σκέψης
[…] Η διαφορά του συγκεκριμένου βιβλίου από άλλες συλλογές κειμένων, που συγκεντρώνουν αρθρογραφία από τον ημερίσιο τύπο, είναι η επιλογή με βάση τη διαχρονικότητα των περιεχομένων. Ουδείς ισχυρίζεται ότι ο Μαραγκόπουλος αποτελεί κάποιο είδος... γκουρού. Για να επιτευχθεί η εν λόγω διαχρονικότητα θα πρέπει ο συντάκτης να διαθέτει την οξύνoια εκείνη που του επιτρέπει να υπερκεράσει το πεπερασμένο γεγονός (δίχως να αποκοπεί) και να χρησιμοποιήσει στα γνωσιολογικά του εργαλεία, σχολιάζοντάς το με ευρύτητα πνεύματος. Με αυτό το τρόπο ο Μαραγκόπουλος ανοίγει τον διάλογο και ο αναγνώστης καλείται να προσθέσει τη δική του αφήγηση.
[…] Ο εκτός των κομματικών τειχών αριστερός λόγος στην Ελλάδα είχε τα χαρακτηριστικά της λαξευμένης ματιάς, που κατέληγε πολλές φορές λοξή και κατά συνέπεια λυτρωτική. Μόνο μ’ αυτό τον ιδιοστατικό εκτροχιασμό μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τις αλληλοεξαρτώμενες επικράτειες των ιδεολογικών και συγγενικών δικτύων που κρατούν τη χώρα όμηρο των πλέον οπισθιδρομικών δυνάμεων. Εν αρχή είναι ο φόβος, κατά τον Μαραγκόπουλο. Από το φόβο του αστυφύλακα στη Κατοχή, στον τρόμο για οτιδήποτε διαφορετικό που θα διευρύνει την ελευθερία. Ένας τόπος που μεγάλωσε στο να θαυμάζει το ψεύτικο, με πρότυπο την κυριαρχία του, κατά Όργουελ, πολίτη. Ενός όντος που φοβάται να αντικρίσει στον καθρέφτη το πληγωμένο του είδωλο. Που ακόμη και όταν θέλει να καινοτομήσει, αναπαράγει χρεοκοπημένα μοντέλα.
[…] Για τον Μαραγκόπουλο τα δύο άκρα υπάρχουν: είναι ο χρηματιστής της Γουόλ Στριτ και ο Ταλιμπάν του αφανισμού. Αμφότεροι βιώνουν την ίδια εμμονή, που δεν είναι άλλη από την κατακόρυφη επιρροή μιας σαθρής εξουσίας, που απεχθάνεται την ανθρώπινη ύπαρξη. Αμφότεροι πίνουν Κόκα-Κόλα και χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, άρα ο πολιτισμός που θα αφήσουν πίσω τους είναι άδεια τενεκεδάκια και καμμένα tablets, συμπεραίνει ο Μαραγκόπουλος. Από τη παραμονή κιόλας της ένταξης της χώρας στο ευρώ, ο συγγραφέας εγκύπτει στο μείζον δίλημμα που κυριάρχησε στις φετινές ευρωεκλογές: εκείνο της κυβερνητικής σταθερότητας ή της αποσταθεροποίησης. Αλιεύοντας παραδείγματα από το λεγόμενο παγκοσμιοποιημένο εξωτερικό περιβάλλον, όσο και από την «λαϊκίστικη μαγειρική» του Ανδρέα Παπανδρέου, το βιβλίο ισχυρίζεται πως στόχος του παραπάνω διλήμματος είναι ο «εκδημοκρατισμός» των θεσμών που θα οδηγήσει σε περισσότερο συγκεντρωτισμό, σε περισσότερο αυταρχισμό. Ο αστικός καπιταλισμός βρίσκεται σε βαθιά ιδεολογική κρίση. Η μονομερής ενημέρωση από την τηλεόραση, ο φασισμός και οι ενδοκοινωνικές συγκρούσεις αποκτούν επικίνδυνα μεγάλο όγκο. Ο Μαραγκόπουλος υπενθυμίζει τα λόγια του Μαρξ: «Όσο λιγότερο υπάρχεις, όσο λιγότερο εκφράζεις τη ζωή σου, τόσο μεγαλώνει η αλλοτριωμένη σου ζωή, τόσο περισσότερο μεγαλώνει το αποταμίευμα της αποξενωμένης σου ύπαρξης» (Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα-1844).
Η «Μεταφυσική των αναγκών» είναι ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του βιβλίου. Επικεντρώνεται στον καταναλωτισμό, για να καταδείξει πως μια από τις βασικές αιτίες του είναι η κατασκευή της επιθυμίας. Η ανάγκη για κατανάλωση περνά πρώτα από την υποχρέωση για αγορά προϊόντων, κυρίως εκείνων που δεν βρίσκονται σε πρώτη προτεραιότητα. Αναλύεται, επίσης, η έννοια της «υπερπλήρωσης» στην μεταμοντέρνα κοινωνία. Μια φαντασίωση τερατώδους κλίμακας. Η τεχνητή υποστήριξη της γρήγορης, επιδερμικής ανάγκης: fast food, fast fuck, fast die. Στον αντίποδα υπάρχει ένας άλλος κόσμος που ζει μέσα σ’ ένα διαρκές έλλειμμα. Η πείνα θερίζει, το ίδιο και οι αρρώστιες. Ένα κομμάτι του ανθρωπίνου είδους είναι υπό διαρκή εξαφάνιση. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως οι «σωτήρες» θα γίνονται όλο και πιο βουλιμικοί, σημειώνει ο Μαραγκόπουλος.
[…] Στην νέα ψηφιακή πραγματικότητα η ελευθερία είναι πάντα το ζητούμενο και ο Μαραγκόπουλος την αναζητά εναγωνίως, με τον επαναπροσδιορισμό της επιθυμίας. Το «Πεδία μάχης αφύλακτα», εντοπίζει τις καταβυθίσεις και τις μεταλλάξεις στην πολιτισμική μας Κιβωτό. Από την μαζική κουλτούρα στον προσωπικό λόγο και από εκεί στην κοινωνία και πίσω στο ατομικό καλλιτεχνικό όραμα.
Νίκος Κουρμουλής, Book Press, 29.07.14
[Ολόκληρη η κριτική του Νίκου Κουρμουλή εδώ.]
_________________________________________________
Παρουσίαση στη διαδικτυακή επιθεώρηση Το Περιοδικό
Πεδία Μάχης Αφύλακτα
[…] Σκέψεις που αναλύουν γλαφυρά και με στέρεες θέσεις την προέλαση του νεοφιλευθερισμού στη χώρα μας και την ανάδειξη της εποχής τού ατομισμού στη ζωή και στη κουλτούρα του τόπου. Γιατί, ακριβώς όπως γράφει ο Μαραγκόπουλος, η κρίση είναι πρωτίστως πολιτισμική. Ο τρόπος ψυχαγωγίας μου μετατρέπεται σε άνευ ορίων κατανάλωση εφήμερων «καλλιτεχνικών» προϊόντων. Η διείσδυση των πολυεθνικών του πολιτισμού και η αλλοτρίωση των δημιουργών καθώς και η προσκόλληση τους στο άρμα της εκάστοτε ντόπιας εξουσίας μνημονεύονται διεξοδικά με πάθος και δικαιολογημένη οργή. Ανάμεσα σε άλλα, διαβάζουμε και δύο εξαιρετικά κείμενα για το Νοέμβρη του 2008 και ένα ακόμη για τους Αγανακτισμένους της Πλατείας Συντάγματος, το οποίο θέτει αρκετά ερωτηματικά ως προς την ειλικρίνεια των προθέσεών τους παρέχοντας, βεβαίως, σοβαρά επιχειρήματα.
Στο δεύτερο μέρος, ο Μαραγκόπουλος, επιχειρεί να διατυπώσει μια άποψη για το διαδίκτυο και για το έργο τέχνης στην εποχή της ψηψιακής (ανα)παραγωγής του, έχοντας ως βάση την αντίστοιχη θέση του Βάλτερ Μπένγιαμιν για την επανάσταση της μηχανικής αναπαραγωγής των καλλιτεχνικών προϊόντων στον μεσοπόλεμο. Παραθέτοντας ικανή βιβλιογραφία αποφαίνεται πως και εδώ το μήνυμα είναι το μέσο και πως οι δυνατότητες του καθενός μας να είναι δημιουργός, και ταυτόχρονα παίκτης, είναι απεριόριστες. Όπως απεριόριστοι είναι και οι τρόποι που μπορούν να μας ελέγχουν και να μας πουλούν σαν καταναλωτές…
Αντώνης Ν. Φράγκος, Το Περιοδικό, 01.08.14
[Ολόκληρη η κριτική εδώ.]
________________________________________________________
Διαβάστε επίσης, για μια γρήγορη επισκόπιση του βιβλίου, ένα κείμενο στο μπλογκ Καγκουρώ της βιβλιοθηκονόμου Κατερίνας Τοράκη (05.06.2015).
Ένα χαρακτηριστικό δοκίμιο από το Πεδία Μάχης Αφύλακτα
Δημόσιες Βιβλιοθήκες, όχι video-games
Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που θίγει το δεύτερο μέρος του Πεδία Μάχης (τίτλος: «Το μέλλον τώρα») είναι το ζήτημα των δημόσιων δανειστικών βιβλιοθηκών και της Εθνικής Βιβλιοθήκης που με απίστευτη ευκολία το εξαγορασμένο κράτος της κρίσης «παραχώρησε» στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Ακόμα τα αποτελέσματα αυτής της «παραχώρησης» δεν είναι ορατά. Θα γίνουν, δυστυχώς, σύντομα. Παραθέτουμε εδώ την αρχή του άρθρου για τις δημόσιες βιβλιοθήκες (υπό τον τίτλο: «Δημόσιες Βιβλιοθήκες, όχι video-games») και ολόκληρο το άρθρο στο επισυναπτόμενο αρχείο (δεξιά στήλη επάνω). Το βίντεο, στη συνέχεια, είναι μια σύντομη, δημόσια αναφορά του Ά.Μ. στο θέμα, λίγο καιρό μετά τη συγγραφή του άρθρου (στη διάρκεια μιας εκδήλωσης με τίτλο: «Η επανάσταση δεν θα μεταδοθεί τηλεοπτικά», στις 21.12. 2013, όπου ο Ά.Μ. διηύθυνε τη συζήτηση). Το παραθέτουμε κυρίως για την ιστορία του πράγματος.
Οι καινούργιοι ιδιοκτήτες των εκδοτικών οίκων που απορροφούνται από τα συγκροτήματα απαιτούν να εξομοιωθεί η αποδοτικότητα της έκδοσης βιβλίων με την αποδοτικότητα των υπόλοιπων τομέων δραστηριοτήτων τους, των εφημερίδων, της τηλεόρασης, του κινηματογράφου κ.ο.κ. – ιδιαίτερα κερδοφόροι τομείς όλοι τους. Αντρέ Σιφρίν, Εκδόσεις χωρίς εκδότες, 1999.[1] Τα δεδομένα για το βιβλίο Όταν συζητάμε για πολιτική βιβλίου το 2014 οφείλουμε πρώτα να συμφωνούμε σε ορισμένα δεδομένα που παγκοσμίως έχουν συνδιαμορφώσει τον χαρακτήρα του τις τελευταίες τρεις με τέσσερις δεκαετίες. 1. Το βιβλίο μετατράπηκε από ανθρωπιστικό αγαθό σε αναλώσιμο προϊόν μαζικής κατανάλωσης. Έχασε δηλαδή τον αυθεντικό του ρόλο που είναι: η διά βίου καλλιέργεια του αναγνώστη. 2. Το βιβλίο στην εκπαίδευση, και κυρίως στο λύκειο, επίσης έχασε τον αυθεντικό παιδευτικό του ρόλο. Το βιβλίο απουσιάζει θεαματικά από τη νεανική κουλτούρα. Το υποκαθιστά το διαδίκτυο και η τηλεόραση. 3. Το αμιγές βιβλιοπωλείο έχασε τους σταθερούς του αναγνώστες και απέκτησε ευκαιριακούς πελάτες ευπώλητων σκουπιδιών. Χάνοντας τον αναγνώστη το βιβλιοπωλείο έχασε κι αυτόν τον αυθεντικό πολιτιστικό του ρόλο… _____________________________________ [1] André Schiffrin, L' édition sans éditeurs, ελλ. μτφρ. Κ. Ξενάκη, εκδ. Πόλις, 1999, σ. 95. |
Άλλες κριτικές, συνεντεύξεις και πρόσθετα στοιχεία
για το Πεδία Μάχης Αφύλακτα βρίσκετε εδώ. |
Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες
Kείμενα για την ανα-θεώρηση της νεοελληνικής πεζογραφίας
(Α' εκδ. Ελλ. Γράμματα 2006, σ. 380)
Kείμενα για την ανα-θεώρηση της νεοελληνικής πεζογραφίας
(Α' εκδ. Ελλ. Γράμματα 2006, σ. 380)
«Η περιπέτεια της γραφής είναι η περιπέτεια της ζωής και τα βιβλία αυτά, πάνω απ' όλα, θέτουν υπαρξιακά ερωτήματα.
Ενδιαφέροντα για οποιονδήποτε θέλει να σταθεί συνειδητά απέναντι και μέσα σ' έναν κόσμο που τον αλέθει.
…Η Γαλανάκη, ο Μαραγκόπουλος και ο Έκο στέκονται κυρίως στο ΠΩΣ της λογοτεχνίας.»
Μικέλα Χαρτουλάρη, εφημ. Τα Νέα, «Βιβλιοδρόμιο», 16.11.02
Ενδιαφέροντα για οποιονδήποτε θέλει να σταθεί συνειδητά απέναντι και μέσα σ' έναν κόσμο που τον αλέθει.
…Η Γαλανάκη, ο Μαραγκόπουλος και ο Έκο στέκονται κυρίως στο ΠΩΣ της λογοτεχνίας.»
Μικέλα Χαρτουλάρη, εφημ. Τα Νέα, «Βιβλιοδρόμιο», 16.11.02
Αυτός ο δοκιμιακός τόμος διατυπώνει μια πολύ συγκεκριμένη άποψη για την επανανάγνωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τις απαρχές της, στα μέσα του 19ου αιώνα, ως τις ημέρες μας. H άποψη αυτή είναι καρπός ορισμένης τριβής με νεοελληνικά κείμενα στη διάρκεια πολλών ετών. Γεννήθηκε μέσα από την αρθρογραφία του Ά.Μ. (με τη μορφή της λογοτεχνικής κριτικής) σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και μέσα από κάποιες εισηγήσεις του σε φιλολογικά συνέδρια και συναντήσεις.
Για πρώτη φορά σ' αυτόν τον τόμο παρουσιάζεται σε ενιαία μορφή μια επιχειρηματολογία που συνδυάζει τη νεοτερική με τη σύγχρονη αριστερή κριτική στην ανάγνωση των νεοελληνικών κειμένων – κυρίως αυτών που ο Ά.Μ. ορίζει ως παραβατικά.
Η θεωρία αυτή επικεντρώνεται σε τρία βασικά χαρακτηριστικά:
Ι. Τεκμηριώνει την άποψη ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένας πρωτομοντερνισμός που ανιχνεύεται σε κείμενα έως τώρα κατηγοριοποιημένα (συχνά και περιθωριοποιημένα) στον χώρο της ηθογραφίας. Επιφανείς εκπρόσωποι αυτού του πρωτομοντερνισμού: Παπαδιαμάντης, Ροΐδης, Βιζυηνός, Μητσάκης, Ροδοκανάκης, Θεοτόκης κ.ά.
ΙΙ. Διατυπώνει ως εργαλείο ανάλυσης μιας σειράς νεοελληνικών κειμένων την παραβατικότητα – η τελευταία ορίζεται ως παράβαση των κανόνων της συμβατικής, κυρίαρχης, αληθοφανούς, ηθογραφικής-ψευδορεαλιστικής αφήγησης.
ΙΙΙ. Διαχωρίζει με απόλυτο τρόπο το μοντερνιστικό έργο από τις μεταμοντέρνες αποφύσεις του, διατυπώνοντας σε εξαντλητικό βαθμό τις μεταξύ τους διαφορές και τη σημασία τους για την επανανάγνωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Το βιβλίο αναπτύσσει τη θεωρία του εφαρμόζοντάς την στην πράξη πάνω στο έργο συγγραφέων, όπως των προαναφερθέντων, τους οποίους και εντάσσει σε νέες γραμματολογικές κατηγορίες όπως π.χ.: Nεοέλληνες πρωτομοντερνιστές, Αριστεροί μοντερνιστές, Ευρωκεντρικοί μοντερνιστές κλπ.
Χαρακτηριστικά κείμενα του τόμου που αποδίδουν επαρκώς το στίγμα της θεωρίας που υπερασπίζεται ο συγγραφέας μπορείτε να τα αναζητήσετε στο μπλογκ του [βλ. π.χ. τις εκτενείς αναλύσεις: «Η Πεζογραφία ως Ελλάδα», «Νεοελληνική Πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» (Ι έως ΙV), κ.ά.]
Εδώ, αντί άλλης περαιτέρω επεξήγησης, παραθέτουμε σε αυτό το σημείο μια εμπεριστατωμένη ανάγνωση του βιβλίου, από τον συγγραφέα και κριτικό Γιώργο Αριστηνό (δημοσιεύτηκε στη «Βιβλιοθήκη» της εφημ. Ελευθεροτυπία), ανάγνωση που στέκεται, νομίζουμε, αρκετά πιστά στο πνεύμα και στο γράμμα αυτού του βιβλίου.
Για πρώτη φορά σ' αυτόν τον τόμο παρουσιάζεται σε ενιαία μορφή μια επιχειρηματολογία που συνδυάζει τη νεοτερική με τη σύγχρονη αριστερή κριτική στην ανάγνωση των νεοελληνικών κειμένων – κυρίως αυτών που ο Ά.Μ. ορίζει ως παραβατικά.
Η θεωρία αυτή επικεντρώνεται σε τρία βασικά χαρακτηριστικά:
Ι. Τεκμηριώνει την άποψη ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένας πρωτομοντερνισμός που ανιχνεύεται σε κείμενα έως τώρα κατηγοριοποιημένα (συχνά και περιθωριοποιημένα) στον χώρο της ηθογραφίας. Επιφανείς εκπρόσωποι αυτού του πρωτομοντερνισμού: Παπαδιαμάντης, Ροΐδης, Βιζυηνός, Μητσάκης, Ροδοκανάκης, Θεοτόκης κ.ά.
ΙΙ. Διατυπώνει ως εργαλείο ανάλυσης μιας σειράς νεοελληνικών κειμένων την παραβατικότητα – η τελευταία ορίζεται ως παράβαση των κανόνων της συμβατικής, κυρίαρχης, αληθοφανούς, ηθογραφικής-ψευδορεαλιστικής αφήγησης.
ΙΙΙ. Διαχωρίζει με απόλυτο τρόπο το μοντερνιστικό έργο από τις μεταμοντέρνες αποφύσεις του, διατυπώνοντας σε εξαντλητικό βαθμό τις μεταξύ τους διαφορές και τη σημασία τους για την επανανάγνωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Το βιβλίο αναπτύσσει τη θεωρία του εφαρμόζοντάς την στην πράξη πάνω στο έργο συγγραφέων, όπως των προαναφερθέντων, τους οποίους και εντάσσει σε νέες γραμματολογικές κατηγορίες όπως π.χ.: Nεοέλληνες πρωτομοντερνιστές, Αριστεροί μοντερνιστές, Ευρωκεντρικοί μοντερνιστές κλπ.
Χαρακτηριστικά κείμενα του τόμου που αποδίδουν επαρκώς το στίγμα της θεωρίας που υπερασπίζεται ο συγγραφέας μπορείτε να τα αναζητήσετε στο μπλογκ του [βλ. π.χ. τις εκτενείς αναλύσεις: «Η Πεζογραφία ως Ελλάδα», «Νεοελληνική Πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» (Ι έως ΙV), κ.ά.]
Εδώ, αντί άλλης περαιτέρω επεξήγησης, παραθέτουμε σε αυτό το σημείο μια εμπεριστατωμένη ανάγνωση του βιβλίου, από τον συγγραφέα και κριτικό Γιώργο Αριστηνό (δημοσιεύτηκε στη «Βιβλιοθήκη» της εφημ. Ελευθεροτυπία), ανάγνωση που στέκεται, νομίζουμε, αρκετά πιστά στο πνεύμα και στο γράμμα αυτού του βιβλίου.
Η αυτοφυής νεωτερικότητα
Το να προτείνει κανείς την επανανάγνωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας τη στιγμή που οι αντίστοιχες ιστορίες έχουν παγιώσει ένα συγκεκριμένο γραμματολογικό σχήμα και έχουν ταξινομήσει το υλικό τους, με την ασφάλεια που προσφέρουν η συγκριτολογική μέθοδος και η αυτονόητη λογική της περιοδολόγησης, είναι ένα εγχείρημα τουλάχιστον τολμηρό, αν όχι προκλητικό. Βέβαια επί μέρους μελέτες έχουν από καιρό αμφισβητήσει τις σταθερές με τις οποίες ερμηνεύτηκαν μείζονα γραμματολογικά θέματα, όπως, για παράδειγμα, το είδος και η ταυτότητα της μετεπαναστατικής λογοτεχνίας (1830 και εντεύθεν), το περιεχόμενο και οι υποδιαιρέσεις της λεγόμενης ηθογραφίας, η αυθεντικότητα και η καθαρότητα του μεσοπολεμικού μοντερνισμού ή ακόμα, ο ρόλος που έπαιξε η ελληνοκεντρική ιδεολογία στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού κανόνα. Ωστόσο ο Αρης Μαραγκόπουλος στο δοκίμιό του επιχειρεί μια συνολικότερη και συνεκτικότερη εξέταση όλου αυτού του ναρκοθετημένου από παραναγνώσεις χώρου, ανασημασιολογώντας εγκαταστημένες έννοιες και υποδεικνύοντας τρόπους για την επαναχαρτογράφησή του. Μια τέτοια προσπάθεια, που στρέφεται επίμονα γύρω από τον άξονα της νεωτερικότητας, την οποία αναγορεύει σε δεσπόζον (the dominant) ερμηνευτικό εργαλείο, δεν μπορεί παρά να αρχίσει με την αποσαφήνισή της, παράλληλα με την επιβεβλημένη διάκριση ανάμεσα στο μοντερνισμό και το μεταμοντερνισμό, έννοιες αρκούντως παρεξηγημένες από άγνοια ή και ιδεολογικό αλληθωρισμό. Στο κρίσιμο και αμφιλεγόμενο αυτό δίπολο με τα ρευστά, όπως υποστηρίζει η θεωρία, όρια, ο Μαραγκόπουλος είναι απόλυτος.
Ενσωμάτωση - κατακερματισμός
Οι διαχωριστικές γραμμές είναι σαφείς και τίποτα δεν επιτρέπει την αλληλοπεριχώρησή τους. Ετσι ο πρώτος ταυτίζεται με την αυθεντικότητα, τη ρήξη, την απορρόφηση και ενσωμάτωση της παράδοσης, ενώ ο δεύτερος με την έκπτωση, τη διάχυση, τον κερματισμό, την ισοπέδωση, τη σύνθλιψη και εξάχνωση του εγώ και του προσωπικού ύφους. «Στον μοντερνισμό το έργο τέχνης ομνύει στην αυθεντικότητα (...) εξασφαλίζει την εγκυρότητά του, καθώς διαλέγεται με την προηγηθείσα παράδοση των μεγάλων αφηγήσεων (...) παρουσιάζεται συγκρουσιακό με τον κανόνα της κοινωνικής και ηθικής νομιμοφροσύνης (...) προτείνει τη συνολική επανανάγνωση του κόσμου (...) στρέφεται, τέλος, επίμονα στις παρεκκλίσεις από τη συμβατική συμπεριφορά: στο σκοτεινό, στο δαιμονικό κομμάτι της ανθρώπινης ψυχής και όχι στο βιαίως εκπολιτισμένο». Σε πλήρη αντιπαράθεση ορθώνεται ο μεταμοντερνισμός, ένα είδος φενακισμού τού είναι ή χαϊντεγκεριανής «λήθης». Ολες οι κατηγορίες που τον βαραίνουν συνδέονται με την έκπτωση και τον ευτελισμό της αυθεντικότητας. «Στο μεταμοντερνισμό το έργο τέχνης αδιαφορεί για την αυθεντικότητα, ενδιαφέρεται για την ποσοτική αναπαραγωγή του. (...) Το μεταμοντερνιστικό έργο είναι ένα simulacrum, ένα erzatz του πραγματικού, η απόλυτη διαφθορά του. (...) Χαϊδεύει το κοινό γούστο στην αναπαράσταση του κόσμου: αναπαριστά το τελευταίο με τη γλώσσα και τη δομή του ευθέος επικοινωνιακού λόγου, με δυο λόγια με την ανυπαρξία της μεταφορικής γλώσσας». Ακόμη και η διακηρυγμένη και προβεβλημένη από τους υποστηρικτές της (Jenks, Barth) έννοια της διακειμενικότητας δεν αποβλέπει στην επαναδιήγηση του παρελθόντος ή στην αποσαφήνισή του αλλά στην ειρωνική, με τη μέθοδο όμως της τεχνητής συγκόλλησης ετερόκλιτων στοιχείων ή ανομοιογενών όρων, ανάσυρσή του στο παρόν.
Το ρεμίξ του μεταμοντερνισμού δεν είναι παρά η φτηνή διασκέδαση σε βάρος της ιστορίας
Σ' αυτήν την πολεμική τα βέλη του συγγραφέα δεν πλήττουν μόνο το κέντρο του μεταμοντερνισμού, που είναι το νέο αβαθές κατά τη διατύπωση του Jameson, αλλά και τη φιλοσοφική περιφέρειά του, δηλαδή το νεοσκεπτικισμό των αποδομιστών τύπου Ντεριντά, που εξισώνουν το προσωπικό έργο με το ανώνυμο κείμενο, καταργούν κάθε αισθητικό κριτήριο και κηρύσσουν ένα είδος ερμηνευτικού μηδενισμού. Σχηματοποίηση; Αναντίρρητα ναι, θα απαντούσε ο σύγχρονος αποδομιστής, που συντάσσεται με την ανεξάντλητη ερμηνευτική δραστηριότητα (endless activity), στην οποία υπόκειται κάθε έργο, και την απειρία των σημασιών που εκκρίνει (Gadamer). Για το συγγραφέα, όμως, εκείνο που μετράει είναι ότι στο όνομα ενός σχετικιστικού μυστικισμού που χάνεται στα βάθη μιας καβαλιστικής μήτρας, θυσιάζεται μια ολόκληρη κλασική και ανθρωπιστική παράδοση. Αν λοιπόν η νεωτερικότητα είναι όχι μόνο μια ιστορική κατηγορία, αλλά μια αξία που διασχίζει το πεπρωμένο της λογοτεχνίας, αποτελεί πλέον επείγουσα ανάγκη να φωτίσουμε την πεζογραφική μας παράδοση απ' αυτή την πλευρά, συγκροτώντας το νέο χάρτη της νεοελληνικής νεωτερικής γεωγραφίας μας, που δεν θα φυλακίζεται σε a priori θεωρητικά σχήματα ούτε θα προσορμίζεται σε ασφαλή, υποτίθεται, ιδεολογήματα.
«Στην Ελλάδα», γράφει, «η λογοτεχνία αντιμετωπίστηκε ήδη από το 19ο αιώνα ως μηχανισμός εξασφάλισης εθνικής ταυτότητας. Μέχρι και τη δεκαετία του '80 η Ελλάδα στο συλλογικό φαντασιακό προβάλλεται με ρευστή εθνική τοπογραφία. Κατά συνέπεια η λογοτεχνία, και ιδίως η πεζογραφία, επωμίζεται συχνά την παιδαγωγική ευθύνη και τον εθνκό ρόλο της πατριδογνωσίας». Αναμφίβολα η πρόσληψη της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως ψευδούς συνειδήσεως (εξαιτίας μιας συλλογικής ψυχοπαθολογίας που ανάγεται σε βιώματα εθνικής έλλειψης και ματαίωσης) αντιστοιχεί σε μία μόνο πλευρά της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, η ειδυλλιακή ή αγροτική ηθογραφία δεν καλύπτει όλο το φάσμα της λογοτεχνικής παραγωγής από το 1880 ώς το 1910, αφού παράλληλα με τον λαογραφικό προσανατολισμό της διηγηματογραφίας μας, που εξαντλείται σε μια αναπαραστατική τοπιογραφία, συνυπάρχουν ο ποιητικός ρεαλισμός του Παπαδιαμάντη και ο ψυχαναλυτικός αναγωγισμός (reductionism) του Βιζυηνού. Παρά ταύτα, όλες αυτές οι ποικιλίες, οι διακλαδώσεις οι αποχρώσεις, απορροφήθηκαν από τη γενική και ισοπεδωτική ένννοια της λαογραφικής ηθογραφίας. Ο Αρης Μαραγκόπουλος παρακολουθεί όλες αυτές τις παθολογικές συμφύσεις, τις οποίες ανάγει σε μια διευρυμένη έννοια του ελληνοκεντρισμού, την ελληνικότητα. Παράλληλα εισάγει ως ερμηνευτικό εργαλείο την παραβατικότητα, ενώ αναλύει διεξοδικά την άποψη της αυτοφυούς νεωτερικότητας που χαρακτηρίζει, έστω πρώιμα ή σπερματικά, το ηθογραφικό διήγημα.
Ευφυείς συλλήψεις που διαφοροποιούν ριζικά την οπτική μας
Το δοκίμιο του Μαραγκόπουλου είναι διπλά σημαντικό. Πρώτον, γιατί προτείνει νέα κριτήρια για την επανανάγνωση της νεοελληνικής πεζογραφίας και δεύτερον, γιατί υπερασπίζεται θαρραλέα και μαχητικά από το διακεκριμένο και υπερχρονικό «τόπο» της νεωτερικότητας τη Λογοτεχνία, με Λ κεφαλαίο, όπως έγραφε ο Μπλανσό, καταγγέλλοντας συνάμα τους αμαρτωλούς και κλέφτες, παλιούς και σύγχρονους, που την πλαστογραφούν.
Γιώργος Αριστηνός, «Βιβλιοθήκη» στην εφημ. Ελευθεροτυπία, 13.01.2006
Ενσωμάτωση - κατακερματισμός
Οι διαχωριστικές γραμμές είναι σαφείς και τίποτα δεν επιτρέπει την αλληλοπεριχώρησή τους. Ετσι ο πρώτος ταυτίζεται με την αυθεντικότητα, τη ρήξη, την απορρόφηση και ενσωμάτωση της παράδοσης, ενώ ο δεύτερος με την έκπτωση, τη διάχυση, τον κερματισμό, την ισοπέδωση, τη σύνθλιψη και εξάχνωση του εγώ και του προσωπικού ύφους. «Στον μοντερνισμό το έργο τέχνης ομνύει στην αυθεντικότητα (...) εξασφαλίζει την εγκυρότητά του, καθώς διαλέγεται με την προηγηθείσα παράδοση των μεγάλων αφηγήσεων (...) παρουσιάζεται συγκρουσιακό με τον κανόνα της κοινωνικής και ηθικής νομιμοφροσύνης (...) προτείνει τη συνολική επανανάγνωση του κόσμου (...) στρέφεται, τέλος, επίμονα στις παρεκκλίσεις από τη συμβατική συμπεριφορά: στο σκοτεινό, στο δαιμονικό κομμάτι της ανθρώπινης ψυχής και όχι στο βιαίως εκπολιτισμένο». Σε πλήρη αντιπαράθεση ορθώνεται ο μεταμοντερνισμός, ένα είδος φενακισμού τού είναι ή χαϊντεγκεριανής «λήθης». Ολες οι κατηγορίες που τον βαραίνουν συνδέονται με την έκπτωση και τον ευτελισμό της αυθεντικότητας. «Στο μεταμοντερνισμό το έργο τέχνης αδιαφορεί για την αυθεντικότητα, ενδιαφέρεται για την ποσοτική αναπαραγωγή του. (...) Το μεταμοντερνιστικό έργο είναι ένα simulacrum, ένα erzatz του πραγματικού, η απόλυτη διαφθορά του. (...) Χαϊδεύει το κοινό γούστο στην αναπαράσταση του κόσμου: αναπαριστά το τελευταίο με τη γλώσσα και τη δομή του ευθέος επικοινωνιακού λόγου, με δυο λόγια με την ανυπαρξία της μεταφορικής γλώσσας». Ακόμη και η διακηρυγμένη και προβεβλημένη από τους υποστηρικτές της (Jenks, Barth) έννοια της διακειμενικότητας δεν αποβλέπει στην επαναδιήγηση του παρελθόντος ή στην αποσαφήνισή του αλλά στην ειρωνική, με τη μέθοδο όμως της τεχνητής συγκόλλησης ετερόκλιτων στοιχείων ή ανομοιογενών όρων, ανάσυρσή του στο παρόν.
Το ρεμίξ του μεταμοντερνισμού δεν είναι παρά η φτηνή διασκέδαση σε βάρος της ιστορίας
Σ' αυτήν την πολεμική τα βέλη του συγγραφέα δεν πλήττουν μόνο το κέντρο του μεταμοντερνισμού, που είναι το νέο αβαθές κατά τη διατύπωση του Jameson, αλλά και τη φιλοσοφική περιφέρειά του, δηλαδή το νεοσκεπτικισμό των αποδομιστών τύπου Ντεριντά, που εξισώνουν το προσωπικό έργο με το ανώνυμο κείμενο, καταργούν κάθε αισθητικό κριτήριο και κηρύσσουν ένα είδος ερμηνευτικού μηδενισμού. Σχηματοποίηση; Αναντίρρητα ναι, θα απαντούσε ο σύγχρονος αποδομιστής, που συντάσσεται με την ανεξάντλητη ερμηνευτική δραστηριότητα (endless activity), στην οποία υπόκειται κάθε έργο, και την απειρία των σημασιών που εκκρίνει (Gadamer). Για το συγγραφέα, όμως, εκείνο που μετράει είναι ότι στο όνομα ενός σχετικιστικού μυστικισμού που χάνεται στα βάθη μιας καβαλιστικής μήτρας, θυσιάζεται μια ολόκληρη κλασική και ανθρωπιστική παράδοση. Αν λοιπόν η νεωτερικότητα είναι όχι μόνο μια ιστορική κατηγορία, αλλά μια αξία που διασχίζει το πεπρωμένο της λογοτεχνίας, αποτελεί πλέον επείγουσα ανάγκη να φωτίσουμε την πεζογραφική μας παράδοση απ' αυτή την πλευρά, συγκροτώντας το νέο χάρτη της νεοελληνικής νεωτερικής γεωγραφίας μας, που δεν θα φυλακίζεται σε a priori θεωρητικά σχήματα ούτε θα προσορμίζεται σε ασφαλή, υποτίθεται, ιδεολογήματα.
«Στην Ελλάδα», γράφει, «η λογοτεχνία αντιμετωπίστηκε ήδη από το 19ο αιώνα ως μηχανισμός εξασφάλισης εθνικής ταυτότητας. Μέχρι και τη δεκαετία του '80 η Ελλάδα στο συλλογικό φαντασιακό προβάλλεται με ρευστή εθνική τοπογραφία. Κατά συνέπεια η λογοτεχνία, και ιδίως η πεζογραφία, επωμίζεται συχνά την παιδαγωγική ευθύνη και τον εθνκό ρόλο της πατριδογνωσίας». Αναμφίβολα η πρόσληψη της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως ψευδούς συνειδήσεως (εξαιτίας μιας συλλογικής ψυχοπαθολογίας που ανάγεται σε βιώματα εθνικής έλλειψης και ματαίωσης) αντιστοιχεί σε μία μόνο πλευρά της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, η ειδυλλιακή ή αγροτική ηθογραφία δεν καλύπτει όλο το φάσμα της λογοτεχνικής παραγωγής από το 1880 ώς το 1910, αφού παράλληλα με τον λαογραφικό προσανατολισμό της διηγηματογραφίας μας, που εξαντλείται σε μια αναπαραστατική τοπιογραφία, συνυπάρχουν ο ποιητικός ρεαλισμός του Παπαδιαμάντη και ο ψυχαναλυτικός αναγωγισμός (reductionism) του Βιζυηνού. Παρά ταύτα, όλες αυτές οι ποικιλίες, οι διακλαδώσεις οι αποχρώσεις, απορροφήθηκαν από τη γενική και ισοπεδωτική ένννοια της λαογραφικής ηθογραφίας. Ο Αρης Μαραγκόπουλος παρακολουθεί όλες αυτές τις παθολογικές συμφύσεις, τις οποίες ανάγει σε μια διευρυμένη έννοια του ελληνοκεντρισμού, την ελληνικότητα. Παράλληλα εισάγει ως ερμηνευτικό εργαλείο την παραβατικότητα, ενώ αναλύει διεξοδικά την άποψη της αυτοφυούς νεωτερικότητας που χαρακτηρίζει, έστω πρώιμα ή σπερματικά, το ηθογραφικό διήγημα.
Ευφυείς συλλήψεις που διαφοροποιούν ριζικά την οπτική μας
Το δοκίμιο του Μαραγκόπουλου είναι διπλά σημαντικό. Πρώτον, γιατί προτείνει νέα κριτήρια για την επανανάγνωση της νεοελληνικής πεζογραφίας και δεύτερον, γιατί υπερασπίζεται θαρραλέα και μαχητικά από το διακεκριμένο και υπερχρονικό «τόπο» της νεωτερικότητας τη Λογοτεχνία, με Λ κεφαλαίο, όπως έγραφε ο Μπλανσό, καταγγέλλοντας συνάμα τους αμαρτωλούς και κλέφτες, παλιούς και σύγχρονους, που την πλαστογραφούν.
Γιώργος Αριστηνός, «Βιβλιοθήκη» στην εφημ. Ελευθεροτυπία, 13.01.2006
Έξι δεδομένα για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία
Με αυτόν τον τίτλο ο Ά.Μ. επιχείρησε, πολύ συνοπτικά, να καταγράψει σε ένα μικρό άρθρο τους όρους διαμόρφωσης της σύγχρονης λογοτεχνίας στην Ελλάδα του 2005. (Τα πράγματα, έκτοτε, έχουν αλλάξει προς το χειρότερο.) Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περ. Διαβάζω (τ. 458, σελ. 121-125, 12oς / 2005) και αναδημοσιεύτηκε ελαφρώς αναθεωρημένο στον δοκιμιακό τόμο του Ά. Μ. Πεδία Μάχης Αφύλακτα (σ. 50-55, εκδ. Τόπος 2014). Εδώ διαβάζετε τα –κατά τον Ά.Μ.– δύο πρώτα δεδομένα για την ελληνική λογοτεχνία. Τη συνέχεια θα την αναζήσετε στο επισυναπτόμενο αρχείο.
Παραθέτουμε σε αυτή τη σελίδα το άρθρο και όχι στην κεντρική σελίδα της Κριτικής, όπου ίσως θα ήταν φυσικότερο, επειδή ανταποκρίνεται απολύτως στο πνεύμα του Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες που εκδόθηκε την επομένη χρονιά (2006) καθώς και στο πνεύμα του πολύ μεταγενέστερου τόμου Πορτρέτο του Συγγραφέα ως Κριτικού (Τόπος 2020).
1. Υπάρχουν συγκεκριμένοι κοινωνικοί και ιστορικοί όροι μέσα στους οποίους αναπτύχθηκε η πρόσφατη ελληνική λογοτεχνία. Συνδέονται άμεσα με την κυριαρχία μιας βαθιά συντηρητικής κουλτούρας που με τη σειρά της διαμόρφωσε τριτοκοσμικούς κανόνες για τη δημιουργία, την κριτική αλλά και την πρόσληψη της λογοτεχνίας στην Eλλάδα.
Όποιος αγνοεί αυτούς τους ιστορικούς όρους παραγωγής και ανάπτυξης της νεοελληνικής λογοτεχνίας –και κάνει λόγο γι' αυτήν με θετικιστικούς όρους απλής ιστορικής και φιλολογικής εξέλιξης– κατά πάσα πιθανότητα συγχέει δύο διαφορετικά πράγματα: τη λογοτεχνία με το εμπόριο που την έχει ως αντικείμενο.
2. Η κυρίαρχη ελληνική κουλτούρα αποτυπώνεται θαυμάσια στην εικόνα που εισπράττει ο μέσος ξένος επισκέπτης της χώρας, είτε όταν θέλει να γευματίσει, είτε όταν επισκέπτεται τους οποιουσδήποτε δημόσιους χώρους υποδοχής, από το αεροδρόμιο έως το προεδρικό μέγαρο. Ως προς το γεύμα, ο κανόνας συμπυκνώνεται με στατιστική βεβαιότητα στο παραδοσιακό σουβλάκι, τον μουσακά και την ταβέρνα (με την υπέροχη συνήθως θέα αλλά το κατά κανόνα άθλιο φαΐ) καθώς και, την τελευταία δεκαετία, στην επαρχιώτικη (που σημαίνει δουλική) απομίμηση των τρόπων εξυπηρέτησης που ισχύουν στα καλά ευρωπαϊκά εστιατόρια – αλλά όχι και της γαστριμαργικής τους ουσίας.
Η συντηρητική ελληνική κουλτούρα καθρεφτίζεται εξίσου εύγλωττα στις κυρίαρχες αντιλήψεις αισθητικής που μπορεί να παρακολουθήσει κανείς, τόσο στο εσωτερικό των δημοσίων χώρων υποδοχής όσο και στο εσωτερικό των ελληνικών σπιτιών: από το σπίτι ενός γνωστού υπουργού έως το σπίτι ενός επιτυχημένου δημοσιογράφου η εικόνα είναι θλιβερά πανομοιότυπη: κυριαρχεί η φτηνή απομίμηση του αυθεντικού, απουσιάζει σταθερά το προσωπικό ύφος, ενώ τον χώρο σφραγίζει το άγριο (πλην πανάκριβο) κιτς σε συνδυασμό με μια απέραντη σε εκδοχές μικροαστική φαντασίωση με πρότυπα που ανάγονται ευθέως στην αμερικάνικη τηλεοπτική σαπουνόπερα. Tέλος η συντηρητική ελληνική κουλτούρα αποτυπώνεται σε θεσμούς όπως η παρωχημένη εγκύκλια παιδεία ή ο μικροαστικός θρησκευτικός γάμος καθώς και η αυταρχική παρέμβαση της Eκκλησίας σε όλη την κλίμακα της κοινωνικής ζωής.
Παραθέτουμε σε αυτή τη σελίδα το άρθρο και όχι στην κεντρική σελίδα της Κριτικής, όπου ίσως θα ήταν φυσικότερο, επειδή ανταποκρίνεται απολύτως στο πνεύμα του Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες που εκδόθηκε την επομένη χρονιά (2006) καθώς και στο πνεύμα του πολύ μεταγενέστερου τόμου Πορτρέτο του Συγγραφέα ως Κριτικού (Τόπος 2020).
1. Υπάρχουν συγκεκριμένοι κοινωνικοί και ιστορικοί όροι μέσα στους οποίους αναπτύχθηκε η πρόσφατη ελληνική λογοτεχνία. Συνδέονται άμεσα με την κυριαρχία μιας βαθιά συντηρητικής κουλτούρας που με τη σειρά της διαμόρφωσε τριτοκοσμικούς κανόνες για τη δημιουργία, την κριτική αλλά και την πρόσληψη της λογοτεχνίας στην Eλλάδα.
Όποιος αγνοεί αυτούς τους ιστορικούς όρους παραγωγής και ανάπτυξης της νεοελληνικής λογοτεχνίας –και κάνει λόγο γι' αυτήν με θετικιστικούς όρους απλής ιστορικής και φιλολογικής εξέλιξης– κατά πάσα πιθανότητα συγχέει δύο διαφορετικά πράγματα: τη λογοτεχνία με το εμπόριο που την έχει ως αντικείμενο.
2. Η κυρίαρχη ελληνική κουλτούρα αποτυπώνεται θαυμάσια στην εικόνα που εισπράττει ο μέσος ξένος επισκέπτης της χώρας, είτε όταν θέλει να γευματίσει, είτε όταν επισκέπτεται τους οποιουσδήποτε δημόσιους χώρους υποδοχής, από το αεροδρόμιο έως το προεδρικό μέγαρο. Ως προς το γεύμα, ο κανόνας συμπυκνώνεται με στατιστική βεβαιότητα στο παραδοσιακό σουβλάκι, τον μουσακά και την ταβέρνα (με την υπέροχη συνήθως θέα αλλά το κατά κανόνα άθλιο φαΐ) καθώς και, την τελευταία δεκαετία, στην επαρχιώτικη (που σημαίνει δουλική) απομίμηση των τρόπων εξυπηρέτησης που ισχύουν στα καλά ευρωπαϊκά εστιατόρια – αλλά όχι και της γαστριμαργικής τους ουσίας.
Η συντηρητική ελληνική κουλτούρα καθρεφτίζεται εξίσου εύγλωττα στις κυρίαρχες αντιλήψεις αισθητικής που μπορεί να παρακολουθήσει κανείς, τόσο στο εσωτερικό των δημοσίων χώρων υποδοχής όσο και στο εσωτερικό των ελληνικών σπιτιών: από το σπίτι ενός γνωστού υπουργού έως το σπίτι ενός επιτυχημένου δημοσιογράφου η εικόνα είναι θλιβερά πανομοιότυπη: κυριαρχεί η φτηνή απομίμηση του αυθεντικού, απουσιάζει σταθερά το προσωπικό ύφος, ενώ τον χώρο σφραγίζει το άγριο (πλην πανάκριβο) κιτς σε συνδυασμό με μια απέραντη σε εκδοχές μικροαστική φαντασίωση με πρότυπα που ανάγονται ευθέως στην αμερικάνικη τηλεοπτική σαπουνόπερα. Tέλος η συντηρητική ελληνική κουλτούρα αποτυπώνεται σε θεσμούς όπως η παρωχημένη εγκύκλια παιδεία ή ο μικροαστικός θρησκευτικός γάμος καθώς και η αυταρχική παρέμβαση της Eκκλησίας σε όλη την κλίμακα της κοινωνικής ζωής.
6_facts_for_gr_literature.pdf | |
File Size: | 153 kb |
File Type: |