ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΑΥΤΗ ο αναγνώστης διαβάζει μια επιλογή από συνεντεύξεις του Ά. Μ. στα MME (Τύπο, Ραδιόφωνο Τηλεόραση, Διαδίκτυο). Επιλέγονται κυρίως εκείνες που έχουν κάτι να προσθέσουν σ' αυτή εδώ την εν προόδω biographia literaria. Κριτήριο, καθώς είναι φυσικό, είναι το συγκεκριμένο περιεχόμενο των συνεντεύξεων – δηλ. θέσεις που αναπτύσσονται σε θέματα κουλτούρας, πολιτισμού και λογοτεχνίας – πεδία όπου πρωτίστως ενδιαφέρεται να παρεμβαίνει ο Ά. Μ. Οι συνεντεύξεις αυτές, που καλύπτουν πάνω από μια εικοσαετία, καταγράφονται εδώ κατά ανιούσα χρονολογική σειρά.
Tο μυθιστόρημα
Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!
Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!
13.06.2023
|
25.05.2023
|
5_λεπτά_με_τον_Άρη_Μαραγκόπουλο.pdf | |
File Size: | 107 kb |
File Type: |
Οι πρώτες συνεντεύξεις για το μυθιστόρημα
Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!
Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!
19.05.2023
|
22.05.23
|
|
|
…Αδύνατον να ξεχωρίσω την έρευνα στα βάθη της ψυχής
από την αντίστοιχη στο κοινωνικό σώμα
από την αντίστοιχη στο κοινωνικό σώμα
12.03.2023
Μια συζήτηση «εφ' όλης της ύλης», ενόψει και της ανακοίνωσης ενός νέου μυθιστορήματος, του Ω! Τι Υπέροχη Εκδρομή (προσωρινός τίτλος την εποχή της συνέντευξης: Μνημόσυνο ή εκδρομή).
Συνέντευξη στον Σόλωνα Παπαγεωργίου για την Book Press
Με κλικ στην εικόνα δεξιά διαβάζετε τη δημοσίευση στη Βook Press.
Επίσης μπορείτε να κατεβάσετε εδώ το pdf της συνέντευξης.
|
Για μια επιτελεστική τέχνη
07.03.2023
Τέθηκε στον Ά. Μ. το εξής ερώτημα:*
Τι σκέφτεστε για τη σχέση του σύγχρονου λογοτέχνη με την κοινωνική πραγματικότητα γύρω του/μας; Πόσο τον/μας επηρεάζει; Πόσο τον/μας εμπνέει; ---------------------- * Από τις κ.κ. Άννα Αφεντουλίδου - Ελευθερία Θάνογλου για το «Γραφείο Ποιήσεως και το Γραφείο Πεζογραφίας του Culture Book» (εδρεύει στην Πάτρα). Ο Ά. Μ. απάντησε με αυτό το άρθρο
(το κατεβάζετε ως pdf ή το διαβάζετε με κλικ στην εικόνα). |
|
Ulysses
Centenary / Εκατονταετηρίδα
Centenary / Εκατονταετηρίδα
V
16.06.2022
|
Eκδήλωση ανήμερα της Bloomsday στην Αθήνα
με θέμα «Αίνιγμα Τζόις - Γιατί;» |
Ι V
16.06.2022
Αφιέρωμα Τζόις στο περ. Χάρτης Νο 42 |
Επιμέλεια: Άρης Μαραγκόπουλος. Εδώ διαβάζετε το προλογικό σημείωμα και τους υπόλοιπους συμμετέχοντες.
Με κλικ στην εικόνα δεξιά διαβάζετε όλο το αφιέρωμα.
|
Ι Ι I
|
Τέσσερις ραδιοφωνικές συνεντεύξεις με αφορμή το
Αγαπημένο Βρωμοδουβλίνο και την εκατονταετηρίδα Ulysses |
15.06.2022
(ΕΡΤ, Α' πρόγραμμα ραδιοφωνίας, παραγωγή Έλενα Καραγιάννη) |
17.06.2022
(ΕΡΤ, Α' πρόγραμμα ραδιοφωνίας, παραγωγή Φώτης Παπούλιας) |
08.06.2022
(ΕΡΤ, Γ' πρόγραμμα ραδιοφωνίας, παραγωγή Δημ. Τρίκας) |
29.05.2022
(Στο Κόκκινο, παραγωγή Θανάσης Μήνας) |
Ι Ι
|
Δημόσιο podcast του Ά. Μ.
με αφορμή τη centenary Ulysses |
08.02.2022
(Lifo, παραγωγή Nίκος Μπακουνάκης)
(Lifo, παραγωγή Nίκος Μπακουνάκης)
Ι
|
Εξηγητικό podcast του Ά. Μ.
με αφορμή τη centenary Ulysses |
02.02.2022
Απάντηση του Ά. Μ. σε τρεις ερωτήσεις που αφορούν την ελληνική Ιστορία
(Cosmote TV, γυρίστηκε 2020)
(Cosmote TV, γυρίστηκε 2020)
02.01.2022
|
Ο Ά. Μ. απαντά περιεκτικά στις ακόλουθες τρεις ερωτήσεις:
I. Ποιο, κατά τη γνώμη σας, ήταν το ιστορικό γεγονός που άλλαξε την πορεία της ελληνικής Ιστορίας; II. Σε ποια εποχή της Ιστορίας μας θα θέλατε να είστε παρών; III. Aν είχατε τη δυνατότητα να συνομιλήσετε με μια προσωπικότητα, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ποια θα θέλατε να είναι αυτή; © 2021Cosmote ΤV, History, εκπομπή: «Μικρές, μεγάλες ιστορίες» (γυρίστηκε το 2020, προβλήθηκε στις 02.01.2022).
|
Ένα διήγημα για το εορταστικό ένθετο της εφημερίδας Εποχή
με θέμα την Ιστορία
με θέμα την Ιστορία
02.01.2022
Ένα συννεφιασμένο πρωινό, τέλη Νοέμβρη, η θάλασσα δείχνει να έχει ελαφρύ πυρετό από τον χλιαρό σιρόκο. Μια υποψία κυματισμών ρυτιδώνει την γκρίζα επιφάνειά της λες και αναστενάζει ελαφρά. Aιτία αυτή η αρρωστημένη, εκτός εποχής υγρή θέρμη στην ατμόσφαιρα που εδώ και κάμποσα χρόνια προκαλεί το πειραγμένο κλίμα…
|
Συνέντευξη στo Α' πρόγραμμα ΕΡΤ, για το βιβλίο του Ντενί Ντιντερό
Ο μοιρολάτρης Ζακ και ο αφέντης του
(επιμ. Έλενα Καραγιάννη)
Ο μοιρολάτρης Ζακ και ο αφέντης του
(επιμ. Έλενα Καραγιάννη)
30.12.2021
Ένα διήγημα για τη δύναμη του Τύπου
(στα 9 χρόνια έκδοσης της Εφημερίδας των Συντακτών)
(στα 9 χρόνια έκδοσης της Εφημερίδας των Συντακτών)
06 / 07.11.2021
Μπορείτε να κατεβάσετε το κείμενο του διηγήματος εδώ.
|
Podcast στo B' πρόγραμμα ΕΡΤ, για το βιβλίο του Ντενί Ντιντερό
Ο μοιρολάτρης Ζακ και ο αφέντης του
(επιμ. Δημήτρης Μεϊδάνης)
Ο μοιρολάτρης Ζακ και ο αφέντης του
(επιμ. Δημήτρης Μεϊδάνης)
25.10.2021
O Ά. Μ., ως επιμελητής και σχολιαστής της έκδοσης, εξηγεί εκτενώς σε αυτό το σύντομο postcast τη σημασία του μυθιστορήματος του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα. (Η συνέντευξη δόθηκε τον Αύγουστο του 2021.)
Συνέντευξη στην εφημ. Εποχή
(επιμ. Μανώλης Πιμπλής)
(επιμ. Μανώλης Πιμπλής)
04 / 05.09.2021
Εδώ το pdf της συνέντευξης.
Εποχή_04-05_09_2021.pdf | |
File Size: | 1027 kb |
File Type: |
Βράβευση του Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ από το περ. Αναγνώστης
(Απονομή, συνεντεύξεις κλπ. με αφορμή το γεγονός)
(Απονομή, συνεντεύξεις κλπ. με αφορμή το γεγονός)
Συνέντευξη στην εφημ. Πελοπόννησος
15.08.2021
Συνέντευξη στο περιοδικό της Ρόδου Λωτός
30.06.2021
ΕΡ.: Το μυθιστόρημά σας Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ είναι δυσοίωνα επίκαιρο και για το γεγονός ότι, μεταξύ άλλων, αναφέρεται σε μία γυναικοκτονία. Γιατί πιστεύετε ότι στις θεωρητικά «πολιτισμένες» κοινωνίες μας συνεχίζεται αυτή η αγριότητα απέναντι στις γυναίκες - και όχι μόνο;
ΑΠ.:Το μυθιστόρημα αυτό έχει πράγματι ως βαρυτικό κέντρο μια γυναικοκτονία. Η μυθοπλασία γύρω απ’ αυτό θέλει να δώσει το στίγμα της εποχής μας, το στίγμα του οιονεί ανδροκρατικού, καπιταλιστικού πολιτισμού μας. Οι κοινωνίες μας δεν είναι πολιτισμένες. Παραμένουν αμετάκλητα ανδροκρατικές, υποθάλπουν τον φασισμό και δι’ αυτού την έμφυλη βία. Ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα ένας φωτισμένος διανοούμενος, ο Σαρλ Φουριέ (1772-1837), έγραφε: «Κάθε κοινωνική πρόοδος χαρακτηρίζεται από την πρόοδο ως προς την ελευθερία των γυναικών, κάθε κοινωνική παρακμή χαρακτηρίζεται από την εξασθένιση της ελευθερίας των γυναικών. Όποτε η κοινωνία προοδεύει η διεύρυνση των δικαιωμάτων των γυναικών αποτελεί τον γενικό κανόνα.» Τι να πει κανείς. Σήμερα βρισκόμαστε πολύ πίσω κι απ’ τα χρόνια του Φουριέ… ΕΡ.: Ο τίτλος «Φλλσστ, φλλσστ, φλλσστ» είναι απατηλά καθησυχαστικός και χαλαρωτικός, σχεδόν υπνωτιστικός. Πώς τον διαλέξατε και τι σηματοδοτεί; ΑΠ.: Είμαι χειμερινός κολυμβητής καμιά τριανταριά χρόνια. Δεν υπάρχει πιο οικείος θόρυβος για μένα απ’ αυτό το ακατάπαυστο σκάσιμο του κύματος στην άκρη της θάλασσας. Φυσικά αυτή η ονοματοποιΐα στο μυθιστόρημα υποδηλώνει πολλά. Το πιο σημαντικό: η υπενθύμιση του αέναου χρόνου, το αδιάψευστο μέτρο της αιωνιότητας και άρα της εκ των πραγμάτων οφειλόμενης ταπεινότητας του ανθρώπου. |
Η πεζογραφία απαιτεί σχεδιασμό και μεγάλη διάρκεια συγγραφικής αφοσίωσης. Πώς ακριβώς γράφετε μια ιστορία; Κάνετε ένα προσχέδιο, κρατάτε σημειώσεις, υιοθετείτε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα εργασίας;
Δεν έχω γράψει βιβλίο σε λιγότερο χρόνο από 4 χρόνια. Έχω σχεδιάσει τι θέλω γενικώς να κατορθώσω στη γραφή μου κιόλας από το πρώτο μου βιβλίο, πριν σαράντα τόσα χρόνια. Ακολουθώ πιστά μια προδιαγεγραμμένη πορεία με συγκεκριμένο ορίζοντα προσδοκιών. Κάθε νέο βιβλίο μου προ(σ)καλεί το επόμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι έχω γράψει κάποια βιβλία που συγκροτούν δύο άτυπες τριλογίες («Η τριλογία του ογδόντα», «Η τριλογία της συντροφικής ζωής», πληροφορίες γι’ αυτά εδώ: https://www.arisgrandmangr.com/b-the-80s-trilogy.html). Κατά τα άλλα, ναι, άπειρες σημειώσεις, άπειρα ηχητικά αρχεία, άπειρα σχέδια επί χάρτου και στον υπολογιστή. Φυσικά, καθημερινή απασχόληση σε κάθε εν προόδω βιβλίο. Οι χαρακτήρες των έργων σας είναι προϊόν μυθοπλασίας ή εμπνέονται από βιωμένες εμπειρίες της προσωπικής σας ζωής; Υπάρχουν κάποιοι που συγγενεύουν με εσάς; Τα πάντα είναι προϊόν βιωμένων εμπειριών κι όποιος διατείνεται το αντίθετο ψεύδεται. Ακόμα κι όταν γράφεις επιστημονική φαντασία, π.χ. όπως ο Φίλιπ Ντικ, η εμπειρία σου κατευθύνει το γράψιμό σου. Κανείς ήρωας δεν είναι ένας μονοδιάστατος άνθρωπος. Πολλών ανθρώπων τα έργα μας αλλά και οι χαρακτήρες στα βιβλία. Έχω χρησιμοποιήσει το alter ego Βενιαμίν Σανιδόπουλος αλλά με ειρωνεία που δεν την κατανοούν όλοι. Αλλά κι αυτός ο κύριος είναι έργο πολλών ανθρώπων… Ολόκληρη η συνέντευξη εδώ:
Συνέντευξη στον Θωμά Σίδερη
(εκπομπή «Αφύλακτη Διάβαση», Α' πρόγραμμα ΕΡΤ) 27.07.2021
Το podcast αυτής της συνέντευξης στο σάιτ της ΕΡΤ εδώ.
Συνέντευξη στον Χρήστο Μιχαηλίδη
(εκπομπή «Καθρέφτης», Α' πρόγραμμα ΕΡΤ) 28.06.2021
Παρουσίαση από τη μουσικό Γιώτα Κοτσέτα στην εκπομπή της «Alone Together», ραδιόφωνο «Κόσμος», ΕΡΤ.
26.06.2021
Συνέντευξη στη Βασιλεία Ζερβού
(εκπομπή «Ελθέτω η Βασιλεία», Α' πρόγραμμα ΕΡΤ) 24.06.2021
|
Mια συζήτηση με αφορμή τα 150 χρόνια από την εξέγερση της Κομμούνας.
Άξονας το μυθιστόρημα Πολ & Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού.
Ρ/Φ σταθμός «Στο Κόκκινο, 105,8» (δημοσιογράφος Αντώνης Φράγκος).
Άξονας το μυθιστόρημα Πολ & Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού.
Ρ/Φ σταθμός «Στο Κόκκινο, 105,8» (δημοσιογράφος Αντώνης Φράγκος).
11.04.2021
Συνέντευξη στο αγγλόγλωσσο Reading Greece.
Αφορμή το μυθιστόρημα Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ
και το Πορτρέτο του Συγγραφέα ως Κριτικού
Αφορμή το μυθιστόρημα Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ
και το Πορτρέτο του Συγγραφέα ως Κριτικού
15.01.2021
You have published more than twenty books of fiction, literary critique and art. What drove you to writing and what continues to be your driving force? Would you say there are recurrent points of reference in your books?
Art in general and the art of writing more specifically has been my principal working method to handle, since my early twenties, the fast evolving world around me while, in my years of maturity, it has worked as a reliable instrument for me to perceive the complex impulses of a post-modern society in which inequalities, discriminations and agnostic hate stubbornly seem to persist. The art of writing real literature –not simply bedtime stories– demands oneself to plunge deeply into the history, the mythologies, the memories, the mentality and the dreams of people who, in times of crisis, tend to forget humanity’s best legacy, humanism, and consent even to the most hideous barbarity, e.g. fascism. These old themes, time and again, are easily traced in almost every book of mine, be it fiction or literary critique. Writing, in short, always has encouraged me to read and re-read our world, our societies, our ways of thinking everyday life. Διαβάζετε ολόκληρη τη συνέντευξη πατώντας εδώ: |
Συνέντευξη στο διαδικτυακό Popaganda. Αφορμή το μυθιστόρημα Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ
και το Πορτρέτο του Συγγραφέα ως Κριτικού
και το Πορτρέτο του Συγγραφέα ως Κριτικού
18.12.2020
Εδώ κατεβάζετε όλο το κείμενο της συνέντευξης
|
Για τη δική μου γενιά δεν ξέρω αν υπήρξε άλλη περίοδος που να εκτιμηθεί τόσο η αξία του βιβλίου – των τυπωμένων λέξεων που άλλες φορές χορεύουν, άλλες εκρήγνυνται κι άλλες καταπραΰνουν τον καημό του αναγνώστη – όσο αυτή των δύο παρατεταμένων lockdown.
Στη συνθήκη του εγκλεισμού, των απαγορεύσεων και του φόβου, το βιβλίο λειτουργεί ως βάλσαμο μα και πριόνι μαζί, μπορεί να σε βοηθήσει να κόψεις τα αόρατα κάγκελα. Ειδικά αν μπορεί να συνομιλήσει με την κοινωνία, με τις αγωνίες και τα οράματα της, να ανασύρει στον αφρό τα απωθημένα της και να φυσάει τη σκόνη από τα κειμήλια της. Τα βιβλία του Άρη Μαραγκόπουλου έχουν αυτή την ικανότητα και το 2020 εκδόθηκαν δύο με τη δουλειά του. Το πρώτο ήταν το μυθιστόρημα Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ (εκδόσεις Τόπος) στην καρδιά της σύγχρονης Ελλάδας, ζωντανεύοντας τα γεγονότα που μας σημάδεψαν και αφήνοντας μια λυτρωτική επίγευση. Το δεύτερο ήταν το Πορτρέτο του Συγγραφέα ως Κριτικού, σε επιμέλεια της Αννας Κατσιγιάννη και της Κατερίνας Κωστίου (εκδόσεις Τόπος), που συνιστά μια ανθολογία κριτικών κειμένων του Άρη Μαραγκόπουλου, ως απόσταγμα του μακροχρόνιου μελετητικού και δοκιμιακού του έργου πάνω στη λογοτεχνία. Μ’ αυτές τις δύο ιδιότητες, του συγγραφέα και του κριτικού, που διαπλέκονται μεταξύ τους χωρίς να συγκρούονται, έχει παραδώσει μέχρι στιγμής γύρω στα είκοσι βιβλία πεζογραφίας, κριτικής και τέχνης που δε χαρίζονται, ούτε υποκύπτουν στον αβίαστο βαυκαλισμό. Πρόκειται για ένα έργο ρηξικέλευθο, κοπιαστικό και βαθιά πολιτικό ως την τελευταία τελεία. Τον συνάντησα στο σπίτι του, πολύ κοντά στον εκδοτικό οίκο Τόπος, του οποίου είναι ιδρυτικό στέλεχος, ανάμεσα σε πολλά βιβλία και δύο γατιά. Όταν πάτησα stop στην απομαγνητοφώνηση είχαν περάσει από μπροστά μου δύο ώρες, ο Ρίτσος, ο Παπαδιαμάντης, η Καραπάνου – φυσικά ο Τζέιμς Τζόυς -, η νοσοκόμα των Ζαπατίστας ηρωίδα του τελευταίου μυθιστορήματος του μαζί με τους τρεις ηλικιωμένους κολυμβητές, η απέχθεια για τον εκκλησιαστικό σκοταδισμό, το πένθος για τους πάνω από 3000 νεκρούς της πανδημίας, η οργή για την καταστολή και τον αυταρχισμό, η παρακαταθήκη του αντιφασιστικού κινήματος, η ελπίδα ότι στη ρωγμή της ατέλειωτης νύχτας προετοιμάζεται μια αναγέννηση. Πρόλογος της δημοσιογράφου Μαρίας Λούκα
|
Ά. Μ. στο ράδιο "Στο Κόκκινο" με αφορμή το μυθιστόρημα Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ
17.10.2020
|
Στην εκπομπή Durruti club με τον Αντώνη Φράγκο (17.10.20).
Η εκπομπή αυτή αποτελεί ευκαιρία για τους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν καθόλου αυτό το μυθιστόρημα να πάρουν μερικές βασικές πληροφορίες για τους ήρωες, την πλοκή κλπ. |
Ά. Μ. στο Β' πρόγραμμα ΕΡΤ με αφορμή το μυθιστόρημα Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ
18.07.2020
Ά. Μ. στο Γ' πρόγραμμα ΕΡΤ με αφορμή το μυθιστόρημα Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ
11.07.2020
Ά. Μ. στο Α' πρόγραμμα ΕΡΤ με αφορμή το μυθιστόρημα Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ
07.07.2020
|
Εκτενή αποσπάσματα από την εκπομπή «Ελθέτω η Βασιλεία», με τη δημοσιογράφο Βασιλεία Ζερβού.
|
Ά. Μ. στο Γ' πρόγραμμα ΕΡΤ «Τιμής Ένεκεν» εφ' όλης της ύλης
26.01.2019 – 02.02.2019
Με πρόσκληση του μουσικού και δημοσιογράφου Δαυίδ Ναχμία μια γενική, αλλά όχι τόσο γενικόλογη, συνέντευξη εφ' όλης της πορείας
του Ά. Μ. Ενδιαφέρουσες αναγνώσεις, σκέψεις, θέματα από την υπερτεσσαρακονταετή συμμετοχή του στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας.
Στο Γ΄ πρόγραμμα της δημόσιας ραδιοφωνίας της ΕΡΤ.
του Ά. Μ. Ενδιαφέρουσες αναγνώσεις, σκέψεις, θέματα από την υπερτεσσαρακονταετή συμμετοχή του στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας.
Στο Γ΄ πρόγραμμα της δημόσιας ραδιοφωνίας της ΕΡΤ.
|
|
Μια ακόμα συνέντευξη για το Πολ & Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού
09.12.2018
Στη νέα εκπομπή «Βιβλιοβούλιο» (Κανάλι της Βουλής, η εκπομπή ξεκίνησε στις 02.12.2018) ο δημοσιογράφος Μανώλης Πιμπλής συζητά το ιστορικό, κυρίως, υπόβαθρο του Πολ & Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού. Στην αρχή του βίντεο γίνεται, επίσης, εν τάχει αναφορά στο Giacomo Joyce και στην Τριλογία του '80. Η αμηχανία είναι μάλλον εμφανής, ο Ά. Μ. δεν είχε πληροφορηθεί πότε σταματά το γύρισμα κλπ. Διάρκεια: 34.11 λεπτά (η συνέχεια με άλλα της επικαιρότητας κλπ.).
|
|
05.11.2018
Με αφορμή την έκδοση Μείζονα Ποιητικά του Μιχάλη Κατσαρού (σε επιμέλεια Ά. Μ.)
18.07.2018
Με αφορμή την Τριλογία του '80
14.06.18 / 11.06.2018
Με αφορμή το Τζάκομο Τζόις
Δύο εξαιρετικοί δημοσιογράφοι, δύο άνθρωποι με γνώση, μεράκι και σεβασμό στη δουλειά των δημιουργών, ο Φώτης Απέργης και η Αφροδίτη Κοσμά, επέτρεψαν στον Ά. Μ. σε δύο διαφορετικές εκπομπές [στο Δεύτερο πρόγραμμα της ΕΡΤ ο πρώτος (11.06.18), στο Τρίτο πρόγραμμα η δεύτερη (14.06.18)] να μιλήσει εκτενώς για τον Τζέιμς Τζόις και τη συγκεκριμένη δουλειά του στον τόμο Τζάκομο Τζόις. Στην πρώτη εκπομπή ο Ά. Μ. κάνει λόγο και για άλλα θέματα πέραν του Τζόις που αφορούν γενικότερα τον σύγχρονο πολιτισμό και την κυρίαρχη κουλτούρα εντός και εκτός αναγνώσεων και βιβλίων. Οι δύο αυτές συνεντεύξεις συνοδεύονται και από ενδιαφέρουσες μουσικές που όλες έχουν ως πηγή έμπνευσης την Ιρλανδία, τον Τζόις και τα συναφή θέματα. Oι συνεντεύξεις λόγω της μεγάλης διάρκειάς τους δεν είναι δυνατόν να ανέβουν σε αυτή τη θέση. Οι αναγνώστες που ενδιαφέρονται μπορούν να τις παραλάβουν στο μέιλ τους με μήνυμα εδώ. Ωστόσο, από τις εκπομπές αυτές μπορείτε να ακούσετε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα (το πρώτο έχει διάρκεια 15:20, το δεύτερο 13:05).
11.03.2018:
Πολ & Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού:
συζήτηση με τον Βασίλη Βασιλικό (εκπομπή «Άξιον Εστί», ΕΡΤ 2).
συζήτηση με τον Βασίλη Βασιλικό (εκπομπή «Άξιον Εστί», ΕΡΤ 2).
29.01.2018:
Εξηγώντας το μυθιστόρημα Γλαύκος Θρασάκης
(επιμ. Ά. Μ.) του Βασίλη Βασιλικού.
(επιμ. Ά. Μ.) του Βασίλη Βασιλικού.
ΜΑΪΟΣ 2017:
Λίγα λόγια για τον Κωνσταντίνο Καβάφη
14.04.17:
Υφαίνοντας ξανά το τριμμένο νήμα της Ιστορίας
Κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου, μένω με την ίδια αίσθηση: ότι συγκεντρώνει την ιστορία, σκαλίζει τις λεπτομέρειές της με ενδελεχή έρευνα, την ξεδιπλώνει γύρω από τους ήρωες που επιλέγει κάθε φορά, και της δίνει μια σπρωξιά για να γίνει ένα animation, για να τη ζωντανέψει. Στο δικό του ρυθμό, όμως…Μιλάω μαζί του, με χαρά, για τρίτη φορά στον ραδιοφωνικό αέρα και του μεταφέρω τούτη την αίσθηση στην αρχή της κουβέντας μας.
«Έτσι είναι. Δουλεύω με την ιστορία αλλά δεν με ενδιαφέρει να την αναπαραστήσω. Κάνω μυθοπλασία, δεν ‘ξαναφτιάχνω’, σαν ένα δοκίμιο, μια παλιά περίοδο. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να αναδιφήσω στη ζωή των ανθρώπων της περιόδου με την οποία ασχολούμαι. Να δω πώς βίωναν πράγματα που έχουν περάσει μέσα στο συλλογικό μας ασυνείδητο, μέσα στα μυθολογήματα γύρω από την ιστορία∙ να μπω λιγάκι στο πετσί τους για να μπορέσω να καταλάβω το σήμερα, το πώς βιώνουμε και περνάμε γεγονότα που, μετά από πενήντα χρόνια, κι αυτά θα είναι μυθολογημένα και θα έχουν μεταδοθεί στους άλλους μέσα από διάφορες διαδρομές. Να ξαναβρώ το χαμένο νήμα της ιστορίας, αυτό με νοιάζει…». Από τον Αντώνη Αμπατιέλο και τη Μπέτι Μπάρτλετ («Χαστουκόδεντρο», 2012), ο Μαραγκόπουλος μας συστήνει ένα άλλο, αληθινό μα τόσο μυθικό συνάμα, ζευγάρι: τον Πολ Λαφάργκ και τη Λόρα Μαρξ. «Πολλά χρόνια με απασχολεί η συντροφική ζωή. Το πώς δηλαδή δύο άνθρωποι, μέσα σε κοινές συνθήκες, κοινά πιστεύω, κοινές αγάπες, κοινά οράματα, δένονται και καταφέρνουν να κρατηθούν μαζί. Ξέρουμε όλοι πόσο δύσκολο είναι να κρατηθείς με έναν/μία σύντροφο. Επομένως, είναι πολύ ενδιαφέρον να δεις πώς κάποιοι άνθρωποι πάλευαν, αγωνίζονταν, ζούσαν μαζί σε έντονες συγκυρίες∙ πώς μέσα σ’ αυτές τις συγκυρίες κατάφεραν να κρατήσουν και μια κοινή ζωή". "Ο Πολ και η Λόρα δεν είναι τυχαίες περιπτώσεις. Ξεκίνησαν τη συντροφική τους ζωή σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο για τη διαμόρφωση της Ευρώπης. Ανεβαίνει ο καπιταλισμός, φτιάχνονται οι μεγάλες βιομηχανίες και οι σιδηρόδρομοι, αναπτύσσεται η τυπογραφία και ο Τύπος. Μια σειρά πραγμάτων γίνονται για πρώτη φορά και δύο είναι τα κύρια: από τη μια, η αστική τάξη συνειδητοποιεί ότι με τον πλούτο της μπορεί να αποκτήσει κι άλλο πλούτο και ότι είναι παντοδύναμη. Από την άλλη, έχουμε το προλεταριάτο, όπως ονόμασε την εργατική τάξη ο Μαρξ, που συνειδητοποιεί την αδύναμη θέση του αλλά αντιλαμβάνεται ότι αν είναι ενωμένο μπορεί να διεκδικεί πράγματα. Μέσα σ’ αυτό το συγκρουσιακό δίπολο κάποιοι άνθρωποι παλεύουν, διεκδικούν, παίρνουν το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς. Ο Πολ και η Λόρα πάλεψαν στο πλευρό των πιο αδύναμων, στο δρόμο που είχε ήδη δείξει ο πατέρας και πεθερός Μαρξ. Κι αυτό δεν ήταν εύκολο, όπως μπορεί αρχικά να το αντιλαμβανόμαστε. Ειδικά για το ανεξάρτητο μυαλό του αναρχικού της Αριστεράς, όπως θα περιέγραφα σε μια φράση, τον Λαφάργκ! Το να έχεις τόσο κοντά σου τον Μαρξ και τον Ένγκελς σημαίνει ότι είσαι σε μια διαρκή ένταση, σε αγωνιστικά καθήκοντα και ερωτήματα, είσαι ανάμεσα στη διαταγή και την παράκληση για να κάνεις πράγματα». «Το δικαίωμα στην τεμπελιά» του Λαφάργκ είναι το δικαίωμα στη σχόλη «Το δικαίωμα στην τεμπελιά» του Λαφάργκ είναι ένα σύγχρονο μανιφέστο γιατί το αίτημα να δουλεύεις λιγότερο με τις ίδιες απολαβές, είναι ένα προχωρημένο αίτημα. Το να λες το 1883 ότι αρκούν τρεις ώρες δουλειάς για να μπορεί να ζήσει η ανθρωπότητα ευτυχισμένη, με δημιουργική «τεμπελιά» στον τομέα του καθενός για την ενδυνάμωση της ψυχής του, ότι τα μέσα παραγωγής είναι τόσα και τέτοια που μας επιτρέπουν να ζούμε με τρεις ώρες, είναι πολύ πρωτοποριακό και προχωρημένο». |
Πλάι στην ιστορία των ιδεών, των οραμάτων και των επαναστάσεων, διέκρινα μια επιπλέον «ακτινογραφία» στη «θηλυκή» πλευρά του Λαφάργκ και, αντίστοιχα, στην «αρσενική» πλευρά της Λόρα. Ρωτάω τον Άρη Μαραγκόπουλο αν συμφωνεί με μια τέτοια παρατήρηση.
«Την δέχομαι ανεπιφύλακτα και με χαρά, δεν μου το έχει πει άλλος τόσο καθαρά. Ήταν μέσα στις προθέσεις του έργου. Δεν με ενδιέφερε να κάνω μονοκόμματους χαρακτήρες-σύμβολα με την υψωμένη γροθιά κλπ. Οι ήρωες ζούνε μέσα στις αντιφάσεις και παλεύουν μ’ αυτές. Και ακριβώς το θέμα είναι πώς ζωγραφίζονται οι αντιφάσεις τους με τις διαφορετικές πλευρές -αρσενικό, θηλυκό-. Όταν βλέπεις τόσο μπροστά, όταν έχεις φτάσει να οραματίζεσαι μια ανθρωπότητα που θα δουλεύει τρεις ώρες και θα είναι ανοιχτή να κάνει πράγματα, δεν βάζεις κανέναν περιορισμό». «Το μυθιστόρημα βέβαια δεν είναι μόνο οι δύο χαρακτήρες. Είναι όλη η εποχή, οι διανοούμενοι εκείνης της περιόδου, όλοι αυτοί που, με τον τρόπο και με τη στάση τους, διαμόρφωσαν και έβαλαν τις βάσεις για αυτή την Ευρώπη και για αυτά τα δικαιώματα (τα οποία σήμερα όλοι λέμε πολύ εύκολα ότι κινδυνεύουν να χαθούν οριστικά). Ο καθένας στο μυθιστόρημα κρατάει την αυτονομία και την αυτοτέλειά του, δεν καθορίζεται από τον παντογνώστη συγγραφέα. Και ο αναγνώστης θα βγάλει τα δικά του συμπεράσματα». Τον ρωτάω για τη «δύσκολη» κληρονομιά της ιστορίας και την Ελλάδα που συνηθίζει να την υποβαθμίζει ως κοινωνικό αφήγημα (βλέπε ιστορίες της εξορίας, του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου). Άραγε μπορούν μυθιστορήματα τέτοιας ροής, να ανοίξουν ένα νέο διάλογο; «Πράγματι συνηθίζουμε να υποβαθμίζουμε ή, αν πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτά, τα λειαίνουμε. Εγώ, το αντίθετο, προσπαθώ να δείξω τις πληγές που υπάρχουν και τα εξογκώματα. Στην αρχή του βιβλίου, πριν αρχίσει το μυθιστόρημα, έχω βάλει ένα κομμάτι από τον Τζέιμς Τζόις («Αν ο Πύρρος δεν είχε πέσει από το χέρι μιας γκιόσας στο Άργος κι ο Ιούλιος Καίσαρας δεν είχε μαχαιρωθεί έως θανάτου… δεν γίνεται να μην σου περάσουν απ’ το μυαλό αυτές οι πιθανότητες…»). Οι πιθανότητες να μην έχουν συμβεί τα πράγματα ακριβώς με τον τρόπο που έφτασαν ως εμάς, είναι πάρα πολλές. Και πρέπει να αναζητάς αυτές τις πιθανότητες χωρίς βέβαια να διαστρεβλώνεις τα γεγονότα» αναφέρει. «Επιτρέπω στον αναγνώστη να δει ότι οι επαναστάσεις, για παράδειγμα, δε γίνονται μόνο μέσα από την στρατιωτική/δυναμική πλευρά των πραγμάτων αλλά και μέσα από την πνευματική ταραχή, μέσα απ΄ την πολιτισμική διαταραχή των πραγμάτων. Έχεις πάντα περιθώρια να ξαναδιαβάσεις την ιστορία μέσα από εκείνες τις γωνιές και τα σημεία τα οποία η επίσημη ιστορία δεν πολυενδιαφέρεται να δει. Το άγχος μου είναι να μπορώ να οδηγώ τον αναγνώστη να αναστοχαστεί πάνω στην ιστορία. Αν δεν αναστοχάζεσαι σ’ αυτήν, δεν αναστοχάζεσαι στο σήμερα, ακούς τα στερεότυπα και είναι πολύ εύκολο να γίνεις έρμαιο του κάθε λαϊκισμού». Του ζητάω να μου σχολιάσει μια μικρούτσικη παράγραφο, στο σημείο που ο Λαφάργκ έχει πάρει μέρος στην Κομμούνα: «Ο Πολ αισθάνθηκε, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, ότι δεν ήξερε τόσο καλά τον κόσμο για τον οποίο αγωνιζόταν. Δεν μπόρεσε να πάρει μέρος σ’ αυτές τις άναρχες συζητήσεις κι ας αφορούσαν ζωτικά ζητήματα του λαού. Αισθανόταν ότι, αν δοκίμαζε να μιλήσει, δύσκολα θα του έδιναν σημασία. Επειδή οι άνθρωποι που ήταν εκεί ανήκαν, κατά περίεργο τρόπο, σε κάποια αχαρτογράφητη τάξη». «Ξέρουμε ότι ο αγωνιστής και επαναστάτης Πολ για μια εβδομάδα ήταν στην Κομμούνα. Έρχεται όμως αντιμέτωπος με την πρώτη ύλη της ανατροπής που είναι ένας λαός ετερόκλητος -όπως στη διάρκεια των άναρχων εκδηλώσεων που γίνονταν τα πρώτα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα-. Είναι πολύ εύκολο να λέμε «η εργατική τάξη», δεν είναι όμως ένα πράγμα, δεν καθορίζεται απολύτως από την οικονομικο-κοινωνική της θέση. Καθορίζεται και από άλλα, είναι ένα αμάλγαμα, όπως ακριβώς και η αστική τάξη κ.α. Επομένως το να μπορείς να μιλήσεις στο όνομα της εργατικής τάξης ή των ασθενέστερων, απαιτεί να τους γνωρίσεις πολύ καλά, να καταλάβεις από ποιες διαδικασίες διαμορφώθηκαν. Δεν έχουμε ένα στερεότυπο του τύπου φτωχός–πλούσιος. Ειδικά στη εποχή μας δεν είναι καθόλου έτσι και γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να διαμορφώσεις ένα πειστικό κοινωνικό όραμα που να συσπειρώνει πραγματικά τις ασθενέστερες τάξεις με το μέρος σου». Κι αυτό μου θυμίζει ακόμα ένα σημείο στο βιβλίο, όταν η Λόρα διαβάζει στον Πολ ένα από τα γράμματα του πατέρα της: «…οι μετριοπαθείς δημοκρατικοί πάντα υποχωρούν στην πρώτη δυσκολία, σπεύδουν να υποταχτούν στο πρώτο κάλεσμα της εξουσίας για ‘επιστροφή στη νομιμότητα’. Οι μόνοι που υπάρχει κάποια ελπίδα να μας ακολουθήσουν είναι οι ριζοσπαστικοί δημοκράτες». Συμφωνεί. Μάλιστα έχω μια υποψία ότι μου έκλεισε το μάτι… Με κλικ στην επάνω εικόνα ακούτε όλη τη ραδιοφωνική συνέντευξη
του ΄Α.Μ. στην κ. Πόλυ Χατζημάρκου. |
19.03.17:
Ά.Μ.: Ολιγόλεπτη σύνοψη του συγγραφικού βίου του
Κανάλι της Βουλής, [Φεβ. 2017, Α' προβολή: 19.03.2017. Συντελεστές: Θεόδωρος Γρηγοριάδης (ερωτήματα), Μιχάλης Αναστασίου (σκηνοθεσία).]
03.03.17:
Από τον Λαφάργκ του χτες στον επιθανάτιο ρόγχο του οικονομικού φιλελευθερισμού σήμερα.
«Υπάρχουν εκατομμύρια Πολ και Λόρα σήμερα. Εκατομμύρια νέοι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο με όνειρα για ανθρωπινότερη ζωή που γυρνάνε πεισματικά την πλάτη στο πολιτικάντικο ψέμα, στον φασισμό, τον λαϊκισμό, τη μισαλλοδοξία. Κάμποσοι από αυτούς ζούνε σ’ αυτή εδώ την άμοιρη χώρα. Μακάρι αυτό το βιβλίο να έχει να τους πει κάτι μικρό. Μακάρι αυτό το βιβλίο να καταφέρει να τους κάνει λίγο πιο δυνατούς, λίγο πιο ανθρώπινους.» Αυτή ήταν η απάντηση του Άρη Μαραγκόπουλου όταν τον ρώτησα ποια συναισθήματα θα επιθυμούσε να έχει ο αναγνώστης του βιβλίου του όταν φτάσει στην τελευταία σελίδα.
Συνέντευξη στην Ελπίδα Πασαμιχάλη Το μυθιστόρημα Πολ και Λόρα ζωγραφική εκ του φυσικού (Διαβάστε ΕΔΩ την ΚΡΙΤΙΚΗ για το βιβλίο) (Εκδόσεις Τόπος), ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία που εκδόθηκαν το 2016, είναι κάτι πολύ περισσότερο από την μυθιστορηματική βιογραφία του Πολ Λαφάργκ και της Λόρας, κόρης του Καρλ Μαρξ. Αν η ανατρεπτική και πέρα από κάθε μικροαστικό στερεότυπο κοινή τους ζωή ξαφνιάζει τον αναγνώστη, αν η κοινή τους συνειδητή επιλογή να αποδράσουν για τη χώρα της ουτοπίας αυτοκτονώντας στις 25 Νοεμβρίου 1911, τον συγκλονίζει, υπάρχει και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό. Και αυτό είναι οι απροσδόκητες αναλογίες που διακρίνει ανάμεσα στην εποχή που αναφέρεται το βιβλίο και στη σημερινή. Καθώς σελίδα –σελίδα ξεδιπλώνεται η πλοκή, έκπληκτος ο σημερινός αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι τα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου, εποχή που ολοκληρώθηκε η μετάβαση στον καπιταλισμό, εποχή που έζησε ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Έγκελς, αλλά και ο Προυντόν, ο Μπακούνιν, ο Ζολά, εποχή επαναστάσεων και ουτοπιών, εποχή μακρινή, που πιστεύαμε ότι έχει ανεπιστρεπτί περάσει, μοιάζει αδιανόητα πρόσφατη. Για τα θέματα αυτά μιλά στη συνέντευξη που ακολουθεί ο Άρης Μαραγκόπουλος, ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς και διανοούμενους της γενιάς του, με τρόπο συναρπαστικό, ανατρεπτικό, φλογερό, διορατικό και τεκμηριωμένο. |
14.02.17:
Η άτυπη τριλογία (Μανία, Χαστουκόδεντρο, Πολ & Λόρα)
και η κατά Μπαχτίν πολυφωνία
(Ραδιόφωνο MAX FM και εφημ. «Κόσμος» Πάτρας, συντάκτης Μιχάλης Παπαγεωργίου)
και η κατά Μπαχτίν πολυφωνία
(Ραδιόφωνο MAX FM και εφημ. «Κόσμος» Πάτρας, συντάκτης Μιχάλης Παπαγεωργίου)
31.01.17:
Συνέντευξη στην ΕΡΤ1 για το Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού
(σχέση Ιστορίας και μυθοπλασίας)
(σχέση Ιστορίας και μυθοπλασίας)
24.01.17:
Eντουάρ Μανέ, Πρόγευμα στη Χλόη, Βικτορίν Μεράν,
Πολ και Λόρα Λαφάργκ, Δικαίωμα στην Τεμπελιά: Η σχέση ενός πίνακα με ένα μανιφέστο κοινωνικού οράματος.
Πολ και Λόρα Λαφάργκ, Δικαίωμα στην Τεμπελιά: Η σχέση ενός πίνακα με ένα μανιφέστο κοινωνικού οράματος.
28.12.16:
22.12.16:
Η ζωή μέσα από το Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού…
Η πρώτη (εκτενής) συνέντευξη για το μυθιστόρημα:
Αντώνης Φράγκος στο διαδικτυακό Το Περιοδικό. …Με ένα έργο ποταμό, ο Άρης Μαραγκόπουλος – με πολλά χρόνια καταξιωμένης θητείας στο συγγραφικό έργο, κοινωνικά ενταγμένος – επανέρχεται στο θέμα που αναφορές έχει κάνει σε πολλά βιβλίου του: τον εξαιρετικό, από πολλές απόψεις, βίο του Πολ Λαφάργκ και της Λόρας Μάρξ.
Τη ζωή και τις ιδέες τους σε μια εποχή όπου διαμορφωνόταν η νεώτερη ιστορία της Ευρώπης και η γένεση του σοσιαλιστικού προτάγματος. Στην συζήτηση που ακολουθεί, ο Άρης Μαραγκόπουλος εκθέτει και αναλύει βασικά σημεία του βιβλίου του Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού (Εκδόσεις Τόπος), φωτίζει τις έννοιες «μυθιστορία» και «ιστορικό μυθιστόρημα», παίρνει θέση για την στρατευμένη τέχνη και, βεβαίως, αναδεικνύει τον πυρήνα στο μεγάλο μανιφέστο του Πολ Λαφάργκ, το Δικαίωμα στην Τεμπελιά. |
15.12.16:
Εξηγώντας ένα μυθιστόρημα ως αλληλοδιδακτικό μάθημα
|
Στο εδώ βίντεο (Πολ & Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού, η κεντρική παρουσίαση, διάρκεια 1:15:37) παρακολουθείτε ολόκληρη την εκδήλωση στην πρώτη κεντρική παρουσίαση του μυθιστορήματος (15.12.16, Aθήνα, Polis Art café) όπου ο συγγραφέας εξήγησε αναλυτικά το βιβλίο με τη βοήθεια των συμμετεχόντων συντρόφων και φίλων του σε μια υποτυπώδη μορφή αλληλοδιδακτικού σχολείου.
Σημ.: τη «διδακτική» σημασία αυτής της «αλληλοδιδακτικής» εκδήλωσης ανέλυσε διεξοδικά ο δημοσιογράφος και κριτικός Παναγιώτης Φραντζής στο διαδικτυακό Κommon. |
10.08.16:
Τι σημαίνει σήμερα διαβάζω
|
Ο «Πολιτισμός της Ανάγνωσης» και ο ρόλος του στη διαμόρφωση της κοινωνίας είναι το θέμα που συζητά ο Ά.Μ. με την Έλενα Μαράκα, στην εκπομπή "15.00-16.00 στο Πρώτο" (Πρώτο πρόγραμμα ΕΡΤ). Με αρκετές αναφορές στο τελευταίο βιβλίο του Τα Δεδομένα της Ζωής μας αλλά και στο προς έκδοση μυθιστόρημά του Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού.
Μια γενικότερη συζήτηση για την «πολιτική ανυπακοή» και την Αριστερά, για τη σχέση του αναγνωστικού κοινού με το βιβλίο, για την εκδοτική παραγωγή, την Ενιαία Τιμή Βιβλίου και τις δημόσιες βιβλιοθήκες. |
08.06.16:
ΣΟΒΑΡΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ «ΑΝΩΔΥΝΑ» ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Μια συζήτηση εφόλης της ύλης με τον δημοσιογράφο Νίκο Θρασυβούλου
στο βιβλιοπωλείο Ιανός στην Αθήνα.
Μια συζήτηση εφόλης της ύλης με τον δημοσιογράφο Νίκο Θρασυβούλου
στο βιβλιοπωλείο Ιανός στην Αθήνα.
16.12.15:
Η επανάσταση ως γενικευμένη πολιτική ανυπακοή Κύριε Μαραγκόπουλε, σήμερα, μεσούσης κρίσης, «Τα δεδομένα της ζωής μας» παραμένουν ίδια; Κοιτάξτε: σήμερα, σε παγκόσμια κλίμακα, το χρηματιστηριακό κεφάλαιο ξεπερνάει σε αγριότητα κάθε φαντασία· μαριονέτες τύπου Βρυξελλών έχουν παντού μεταμορφωθεί σε λυκανθρώπους· η Aριστερά κατάντησε σοσιαλδημοκρατία, η σοσιαλδημοκρατία δεξιά, και η δεξιά μετακυλίεται σταθερά στον φασισμό, όλα αυτά υπό τον θεσμικό μανδύα της δημοκρατίας· σήμερα, ένας εφεδρικός στρατός ανέργων παγιώνει, μέσα από τον υπαρκτό φόβο της επιβίωσης, τη συναίνεση σε κάθε κρατική αυθαιρεσία. Σήμερα, ένας κόσμος ολόκληρος εγκαταλείπει τη γη του για να βρει τη σωτηρία, ως πρόσφυγας, στη γη των δυνάμει και θέσει εχθρών του. Δυστυχώς, όλα τα παραπάνω αποτελούν φυσιολογικό επακόλουθο των δεδομένων που η μυθοπλασία των «Δεδομένων της Ζωής μας» επιχειρεί να αναδείξει για πρώτη φορά το 2002. Ποια άλλαξαν και ποια παραμένουν όμοια κι απαράλλαχτα; Αν άλλαξε κάτι ανάμεσα στο 2002 (πρώτη γραφή της νουβέλας) και το 2015 είναι αυτό: τις επιπτώσεις των δεδομένων της ζωής μας σήμερα τις αισθάνεται στο πετσί του και ο τελευταίος πολίτης σε όλον τον κόσμο. Δείτε στην Ελλάδα: ο πολίτης γίνεται σοφότερος, η κρίση τον ωριμάζει διά της βίας. Όχι τόσο, όμως, ώστε να εναντιώνεται αποφασιστικά στις πραγματικές αδυναμίες της κατάστασής του, δηλαδή στα δεδομένα που ανιχνεύει η ιστορία των «τρομοκρατών» συνταξιούχων του βιβλίου και των «θυμάτων» τους: στην κουλτούρα της κομπίνας, της συναλλαγής, της πελατειακής σχέσης με το κράτος, του ωχαδερφισμού, του λαϊφσταϊλισμού και της νομιμοποιημένης σε κάθε επίπεδο αμορφωσιάς. Μπορεί η λογοτεχνία να είναι εκτός ιστορίας, εκτός εποχής; Ποτέ. Κάθε μορφή τέχνης συνειδητά ή ασυνείδητα, καθρεφτίζει την εποχή της, ακόμα κι αν αυτό συμβαίνει μέσα από παραμορφωτικό φακό. Κάτι ακόμα (που αφορά άμεσα και τα «Δεδομένα της Ζωής μας»): δεν είναι καμία μυθοπλασία προφητική· η πραγματικότητα που επακολουθεί αναδεικνύει προφητική ή όχι ορισμένη μυθοπλασία. Διαφορετικά: δεν είναι προφητικό το 2000 των «Δεδομένων», το 2015 το καθιστά, δυστυχώς, προφητικό. |
Τι θεωρείτε γενναίο σήμερα και τι επαναστατικό;
Σε κάθε εποχή που καταστρατηγούνται ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα γενναιότητα είναι η πολιτική ανυπακοή (π.χ. αυτή που επιχειρούν στον μικρό τους κόσμο οι ήρωες των «Δεδομένων»). Η επανάσταση, σήμερα, ή θα είναι μια γενικευμένη πολιτική ανυπακοή ή, δεν θα υπάρξει… Mε κλικ στην επάνω εικόνα της ηλεκτρονικής έκδοσης του Fractal διαβάζετε ολόκληρη τη συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα. Μπορείτε επίσης να κατεβάσετε το εδώ pdf.
|
13.12.15:
Θεμελιώδης ανυπακοή Στα Δεδομένα της Ζωής μας εντοπίζεις τα κύτταρα του εγκλήματος, τη μικρή κλίμακα της διαφθοράς, τη μικρομεσαία απάτη ως ρίζα της μεγάλης απατεωνιάς. Έστω ότι είμαστε σε θέση να τα βάλουμε μαζί της. Τι γίνεται με τη μεγάλη κλίμακα; Είμαστε όλοι ως μικροκοινωνία συνεργοί στη μικρή απατεωνιά. Κι αυτή η μικρή, πλην ουσιαστική συνέργεια τροφοδοτεί την ανάπτυξη μιας πάγιας κουλτούρας συναλλαγής, ωχαδερφισμού και αδιαφορίας για τον Άλλο. Αυτή την κουλτούρα κρίνει αυστηρά η νουβέλα Τα Δεδομένα της Ζωής μας. (Κατα)κρίνοντας αυτή τη παθογενή κουλτούρα το βιβλίο επιχειρεί να υπογραμμίσει την ανάγκη συλλογικής ανυπακοής πρώτα απ' όλα σ' αυτά τα Δεδομένα, σ' αυτή την ιστορικά εμπεδωμένη κουλτούρα της μεταπολίτευσης που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη συναίνεση, στο ΝΑΙ σε όλες τις μεγάλες αυθαιρεσίες που επιβάλλει η εκάστοτε εξουσία. Η μικρή κλίμακα διαπλέκεται άμεσα με τη μεγάλη. Δεν μπορούμε να στεκόμαστε σφυρίζοντας αδιάφοροι εμπρός στη μικρή κλίμακα στο όνομα αντιμετώπισης της μεγάλης κλίμακας σε κάποιο μελλοντικό χρόνο. Φυσικά ο ατομικός ακτιβισμός δεν έχει νόημα. Ούτε η αυτοδικία. Δεν έχει νόημα να σκαμπιλίσεις ή να σκοτώσεις έναν πολιτευτή. Σημασία έχει να σκοτώσεις το σάπιο σύστημα. Σημασία έχει, ακόμα περισσότερο, να θέλεις να σκοτώσεις το σύστημα. Σημασία έχει, επίσης, να μπορείς σε περιόδους κρίσης, να σταθείς ανυπάκουος απέναντι στο σύστημα που σκοτώνει ανεξέλεγκτα κάθε ατομικό σου δικαίωμα. Όσο περισσότεροι συσπειρώνονται γύρω από αυτές τις επιθυμίες, γύρω από αυτή τη θεμελιώδη ανυπακοή, έστω και στη μικρή κλίμακα, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει η κλίμακα αυτή να αναχθεί μαζικά στη μεγαλύτερη. Από ένα σημείο κι έπειτα πρόκειται για ζήτημα συσχετισμού δυνάμεων… |
Η συγγραφή είναι σαν το φαγητό
Από τη θέση του ανθρώπου που συγγράφει, ποια δεδομένα άλλαξαν, ως προς τις δικές του συνήθειες ανάγνωσης και γραφής; Από τεχνολογική άποψη γνωρίζουμε: τα κοινωνικά δίκτυα, ο διαδικτυακός κόσμος, η γρήγορη πληροφορία κυριαρχούν, το 2000 που πρωτογράφτηκε η νουβέλα όλο αυτό ήταν ακόμα στα σπάργανα, ειδικά στην Ελλάδα. Επομένως η ανάγνωση της πληροφορίας απαιτεί τώρα περισσότερη προσοχή στο ξεψάχνισμα, στο κοσκίνισμα, στη διασταύρωση των στοιχείων που κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα. Η ανάγνωση όμως που συνδέεται με τη γνώση δεν άλλαξε σε τίποτε: αναζητάς πάντα την αλήθεια και την ομορφιά, αυτό που για σένα σημαίνει αλήθεια και ομορφιά, ως μορφή και περιεχόμενο. Αυτή δηλ. τη δημιουργική υποκειμενικότητα που, ωστόσο, φροντίζεις πάλι να τεκμηριώνεται από μια εκτεταμένη διασταύρωση με βασικό κριτήριο το ιστορικό παράδειγμα. Η συγγραφή επίσης δεν άλλαξε. Θέλω να πω, η ευθύνη απέναντι στον δυνάμει αναγνώστη είναι η ίδια. Δοκιμάζεις να σε διαβάσει γι’ αυτά που γράφεις επειδή πιστεύεις πολύ αυτά που γράφεις, επειδή σε καίνε αφάνταστα αυτά που γράφεις, επειδή απαιτείς συνοδοιπόρους με ερωτήματα κι όχι οπαδούς / χειροκροτητές. Επειδή έχεις συνείδηση ότι συνδιαμορφώνεσαι μαζί με τον αναγνώστη και, μάλιστα, μέσα από την απαιτητική, τη δύσκολη ανάγνωση του κόσμου – εκείνη που δεν χαϊδεύει το κοινωνικό γούστο αλλά το κρίνει. Δεν είσαι διασκεδαστής του αναγνώστη, δεν είσαι σαλτιμπάγκος ή, πιο σωστά, αν κάποτε υποδυθείς κι αυτό, μέσα από την κωμωδία, τη σάτιρα κλπ., πάλι το κάνεις για να μπορέσεις να γίνεις, στο μέτρο του δυνατού, συνδιαμορφωτής ψυχών. Η συγγραφή είναι σαν το φαγητό: δεν αλλάζει κάτι στην ουσία του επειδή άλλαξε η εποχή ή η τεχνολογία. Οι ιστορικές ευθύνες, ο κοινωνικός ρόλος, η συγγραφική συνείδηση, οι αισθητικές απαιτήσεις, η αναγκαιότητα της επικοινωνίας, όλα αυτά παραμένουν ίδια.
|
02.12.2015:
Τα βιβλία διαμόρφωσης του Ά.Μ. Ο συγγραφέας, ο μεταφραστής και εκδότης Άρης Μαραγκόπουλος ανακεφαλαιώνει τα βιβλία που τον διαμόρφωσαν ως αναγνώστη, ως συγγραφέα, ως πολίτη. Από τον Εραστή της λαίδης Τσάτερλι και το Κατά Σαδδουκαίων έως τον Λαφάργκ, τον Τζόις και τον Τσίρκα, ο δημιουργός του Χαστουκόδεντρου επιβεβαιώνει τις εμμονές του –μέσα κι έξω από τις σελίδες– προτείνοντας μια ερεθιστική βιβλιοφιλική διαδρομή… Μισέλ Φάις, Εφημ. των Συντακτών
|
Βλ. εδώ μια παρόμοια εξομολόγηση για τα βιβλία διαμόρφωσης του Ά.Μ. στην ημερομηνία
09.07.14 υπό τον τίτλο: Με έξι βιβλία προς την ελευθερία
09.07.14 υπό τον τίτλο: Με έξι βιβλία προς την ελευθερία
01.12.15:
Τα «δεδομένα της ζωής μας», σήμερα.
…Σε ένα σημείο της συζήτησης, ο Άρης Μαραγκόπουλος μας διαβάζει μερικές γραμμές από το βιβλίο, μια επιστολή που προφητικά καθρεφτίζει το τερατώδες σήμερα: «Mπαίνουμε σε καινούργια εποχή βαρβαρότητας· αλλά κανείς δεν τολμάει να την ονομάσει έτσι. Σχεδόν κανείς. H εποχή τρέχει πολύ, δεν προλαβαίνει να κοιταχτεί στον καθρέφτη· αν το κάνει θα ουρλιάξει με τρόμο: δεν είμαι εγώ αυτό το τέρας! Nα μεταλλάζεις σε τέρας και να μην το καταλαβαίνεις, αυτή είναι η μεγαλύτερη δυστυχία, χειρότερη κι από την πανώλη στον Μεσαίωνα…» Και αναφέρει: «Τρέχουν τα γεγονότα, έχει αγριέψει η ζωή, αλλά είσαι και εσύ μέσα σ΄ αυτή τη ζωή. Είτε το θέλεις είτε όχι, είσαι μια μικρή βιδίτσα αυτής της ζωής, δεν είσαι ο μοχλός, αλλά πρέπει να έχει συνείδηση ότι είσαι μια μικρή βίδα. Και πρέπει να ξαναστοχάζεσαι τη ζωή σου. Να κρατηθείς, να μην αγρεύεις. Είναι σημαντικό να καταλαβαίνεις ότι, με τη λογική του ωχαδελφισμού ή του ‘δε με νοιάζει τι κάνει ο διπλανός μου’, μεταλλασσόμαστε σε τέρατα». Ο Μαραγκόπουλος μιλάει με ένα σαφή ταξικό προσανατολισμό, όταν δίνει έμφαση στην αξία του να γνωρίζει ο καθένας την κοινωνική και πολιτική του θέση. Και μου θύμισε το Ρινόκερο του Ιονέσκο, να αγωνιστούμε να παραμείνουμε άνθρωποι όταν πολλοί μεταμορφώνονται σε ρινόκερους… Υπάρχει όμως ελπίδα;, τον ρωτάω. «Aπό το καλοκαίρι και μετά συνέβη κάτι, που τουλάχιστον εμένα μου δίνει ελπίδα. Και αυτό είναι οι πρόσφυγες. Τι εννοώ; Χιλιάδες Έλληνες ανεξαρτήτως πολιτικής ή όποια άλλης τάσης, με ένα ιδιότυπο ένστικτο δικαιοσύνης, τρέχουν να βοηθήσουν τους πρόσφυγες. Για μένα αυτό είναι μια μικρή ελπίδα, σε μια χώρα που χειμάζεται, σε δεινή οικονομική κατάσταση. Και δε μιλάω για γενική και αόριστη φιλανθρωπία. Αλληλεγγύη. Όπως ακριβώς και με τις ομάδες που φτιάχνουν ένα παντοπωλείο, μια μικρή λαϊκή αγορά κλπ. Μπορεί να φαίνεται ακτιβίστικο αλλά εγώ πιστεύω στα πράγματα που γίνονται στη βάση αυτής της κοινωνίας. Οι θεσμοί αλλάζουν πολύ δύσκολα, είναι δυσκίνητοι ιπποπόταμοι, ο κόσμος όμως είναι ρευστός και μπορεί να κάνει πράγματα…». |
«Στις κρίσεις ωριμάζει η συνείδηση των ανθρώπων, είτε τους αρέσει είτε όχι. Αρχίζουν να σκέφτονται ξανά πολιτικά. Το μείον της Ελλάδας, χοντρικά από το 1990 και μετά, είναι πως θεώρησε ότι δε χρειάζεται άλλο πολιτική αφήνοντας τους πολιτικούς να διαχειρίζονται όπως θέλουν την κατάσταση…».
Σημ.: Ολόκληρη η συνέντευξη στην Πόλυ Χατζημάρκου, στο «Κόκκινο» Ρόδου, με κλικ στην εικόνα. Τα κυριότερα σημεία εδώ. |
28.11.15:
Ο Ά.Μ. καλεσμένος στην εκπομπή "Σημείο Art" του Δευτέρου Προγράμματος, συζητά εκτενώς με τον Δημήτρη Τρίκα για Τα Δεδομένα της Ζωής μας και όχι μόνο. Ακούτε εδώ ολόκληρη την εκπομπή (σε δύο μέρη). |
26.11.15:
Στο προφητικό βιβλίο σας Τα Δεδομένα της Ζωής μας θέτετε καίρια, απρόβλεπτα, εύστοχα ερωτήματα για το τι μας έφερε ως εδώ. Ποια είναι η σημερινή σας απάντηση; Και τι θα μπορούσε να μας επαναφέρει; Κανένα βιβλίο δεν είναι προφητικό. Καθίσταται μετά, όταν η Ιστορία πραγματοποιεί, καλώς ή κακώς, αυτά που εκείνο προβάλλει ως «υπόθεση εργασίας» για το μέλλον. Αυτό συνέβη με τα Δεδομένα που, στην πρώτη εκδοχή τους (2000-2002), στάθηκαν κριτικά στις πολιτισμικές ρωγμές του πλαστού και δάνειου παραδείσου που βίωνε τότε η Ελλάδα. Η χώρα έζησε όλα αυτά τα χρόνια με έλλειμμα πολιτισμού. Αφομοιώθηκε στο fast-food / fast-read / fast fuck, που διεθνείς και εγχώριοι τοκογλύφοι μοίρασαν αφειδώς στον κόσμο. Ύψιστη αξία θεωρήθηκε η αναξιόπιστη τηλεόραση, ύψιστο χρέος το εύκολο, γρήγορο κέρδος με οποιοδήποτε τίμημα, ύψιστη κουλτούρα τα αρχοντομπουζούκια και το κρυπτοφασίζον παράδειγμα τύπου ΚΛΙΚ. Η παρακμή του δημόσιου σχολείου, του παν/μιου, των δημόσιων βιβλιοθηκών, του βιβλίου ως προϊόντος μιας χρήσης, παρακολούθησε αυτόν τον κατήφορο. Μια χώρα που, στην πλειονότητά της, ξεπουλάει τον εαυτό της με αυτόν τον απολίτιστο τρόπο, εύκολα εξαγοράζεται. Μας εξαγόρασαν. Τώρα το ξέρουμε όλοι. Αλλά ακόμα κοιτάζουμε μόνο την μικροπολιτική, τους Σαμαροβενιζέλους και τους Τσίπρες. Δεν βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα, δεν στοχαζόμαστε πάνω στα πραγματικά Δεδομένα της Ζωής μας που περιγράφει αναλυτικά, πιστεύω, η ιστορία των συνταξιούχων «τρομοκρατών» αυτής της νουβέλας. Δεν είμαι πολιτικός για να απαντήσω στο υποερώτημά σας «τι θα μας επαναφέρει». Γνωρίζω όμως ότι δίχως αναστοχασμό πάνω σ' αυτά τα Δεδομένα, δίχως την ατομική και συλλογική αυτογνωσία, δεν θα προχωρήσουμε βήμα μπροστά. |
ΣΗΜ.: Διαβάζοντας τον τίτλο αυτής της συνέντευξης εύλογα θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης: Μα… υπάρχει και πολιτισμένος τρόπος να εξαγοραστεί μια χώρα; Τι διάολο γράφει ο Μαραγκόπουλος; Όμως, η δημοσιογράφος απόσπασε κερματισμένη τη φράση από τα συμφραζόμενα για να φτιάξει τον τίτλο της και ιδού το αποτέλεσμα. Να σημειωθεί ότι και στο τελευταίο ερώτημα η διατύπωση ήταν διαφορετική, προδίδοντας την πλήρη σύγχυση της συντάκτριας ως προς τους όρους πολιτισμικό και πολιτιστικό και, φυσικά, διαφορετική υπήρξε και η πλήρης απάντησή μου που αυθαίρετα κόπηκε, ως ένα σημείο, για να καλύψει το λάθος. Στο επισυναπτόμενο αρχείο ο αναγνώστης θα βρει την αρχική διατύπωση της ερώτησης και την αρχική απάντηση σ' αυτήν.
|
20.11.2015:
Το τι και το πώς στα Τα Δεδομένα της Ζωής μας, μια συνέντευξη στο Amagi Radio (δημοσιογράφος, ο συγγραφέας Διονύσης Μαρίνος). Δίπλα έχετε το πιο χαρακτηριστικό απόσπασμα. (Ακούτε ολόκληρη τη συζήτηση εδώ.) |
13.11.15:
Ο Ά.Μ., καλεσμένος στην εκπομπή "Ελθέτω η Βασιλεία" του Πρώτου Προγράμματος, συζητά με τη Βασιλεία Ζερβού για Τα Δεδομένα της Ζωής μας πριν και μετά την κρίση, τους θεσμούς, τη συλλογική πολιτική ανυπακοή, τη σύγχρονη Αριστερά, τους νέους συγγραφείς και τον χώρο του βιβλίου στη σημερινή πραγματικότητα. |
|
21.10.2015:
Ά.Μ.: «Ζούμε έναν από τους πιο βρώμικους πολέμους που γνώρισε ποτέ ο άνθρωπος». Μια παλαιότερη συνέντευξη του Ά.Μ. (στην Ελένη Γκίκα) που είχε δημοσιευτεί πριν δύο χρόνια στο ηλεκτρονικό περιοδικό Διάστιχο, με αφορμή το μυθιστόρημα Χαστουκόδεντρο, επανήλθε σήμερα αιφνιδίως σε νέο ηλεκτρονικό έντυπο, το Fractal. Eίναι σαν να δόθηκε σήμερα. (Υποθέτω ότι γι' αυτό οι υπεύθυνοι του Fractal την ανέβασαν ξανά.) Τη διαβάζετε με κλικ στην διπλανή εικόνα ή την αναζητάτε (και την κατεβάζετε) στην εδώ σελίδα στην παλαιότερη ημερομηνία της 28.08.2013. |
03.10.2015:
Γραφή και ανάγνωση του κόσμου Ξεκίνησε ως ενημερωτική συζήτηση για το σεμινάριο Read & Write. Kατέληξε σε μια συζήτηση «εφ' όλης της ύλης», μια «πολιτική» συζήτηση, με την πολιτισμική έννοια του όρου. Δημοσιογράφος, ο έμπειρος Μάνος Τσιλιμίδης, σταθμός, ο Real FM. |
|
19.05.2015:
Τέχνες: Τρόποι και γλώσσες Ο Ά.Μ. με αφορμή την παρουσίαση του graphic novel των Θ. Πέτρου - Δ. Βανέλλη Η μεγάλη βδομάδα του πρεζάκη (εκδ. Τόπος 2015), ενός κόμικς βασισμένου σε ομώνυμη νουβέλα του Μ. Καραγάτση, εξηγεί κάτι περίπου αυτονόητο: ότι το graphic novel (όπως και το κόμικς γενικότερα) αποτελεί αυτόνομο είδος με τη δική του αυθύπαρκτη γλώσσα. © Ολόκληρη η παρουσίαση αυτού του ενδιαφέροντος graphic novel εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=pz4wIs2Z3Ec |
|
22.04.2015:
Ιστορία: Δεκέμβρης του '44 Ορισμένες απόψεις του Ά.Μ. για τα Δεκεμβριανά του '44, σε εκδήλωση με αφορμή το ομότιτλο ιστορικό μελέτημα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη. © και όλη η εκδήλωση εδώ. |
|
05.01.2015:
Το Χαστουκόδεντρο:
Ο Ά.Μ. επιχειρεί να εξηγήσει τη μυθοπλαστική λογική του *
Το Χαστουκόδεντρο:
Ο Ά.Μ. επιχειρεί να εξηγήσει τη μυθοπλαστική λογική του *
* Στο πλαίσιο της εκπομπής Βιβλία στο Κουτί των Κ. Σχινά, Β. Χατζηβασιλείου, Σ. Γιανναρά (γυρίστηκε επί ΕΡΤ προβλήθηκε επί ΝΕΡΙΤ, Δευτέρα, 5 Δεκεμβρίου 2014).
26.10.2014:
Πώς ο Ά.Μ. δοκιμάζει να εξηγήσει σε ένα (τηλεοπτικό) λεπτό (κάτι ελάχιστο από) το Πεδία μάχης αφύλακτα *
Πώς ο Ά.Μ. δοκιμάζει να εξηγήσει σε ένα (τηλεοπτικό) λεπτό (κάτι ελάχιστο από) το Πεδία μάχης αφύλακτα *
* Μεταδόθηκε στο πλαίσιο της εκπομπής Mega Σαββατοκύριακο (Κυριακή 26η Οκτωβρίου 2014, επιμ.: Γεωργία Λαγού).
07.08.2014:
Ά.Μ.: «Οι αλήθειες έχουν νόημα όταν δίνουν νόημα στη ζωή»*
Ά.Μ.: «Οι αλήθειες έχουν νόημα όταν δίνουν νόημα στη ζωή»*
…EΡ. Τα νέα παιδιά είναι λάτρεις του Facebook. Μήπως για πρώτη φορά η τεχνολογία επιτρέπει στο καθένα να ζει όσες κρυφές ζωές επιθυμεί;
ΑΠ. Ζούμε οι πάντες, όχι μόνο τα παιδιά, μέσα από τον διαδικτυωμένο υπολογιστή, σε ένα απέραντο εργοστάσιο-παιχνιδότοπο. Παρέχουμε εδώ 24ωρη δωρεάν εργασία ενώ ταυτόχρονα έχουμε την ψευδαίσθηση, λιγότερο ή περισσότερο ισχυρή στον κάθε χρήστη, ότι παίζουμε. Όλα γίνονται, όλα μπορούν να γίνουν σ' αυτόν τον, όχι εικονικό, αλλά προέκταση της πραγματικότητάς μας κόσμο. Είμαστε, είτε μας αρέσει είτε όχι, κομμάτια ενός απέραντου βίντεο γκέιμ. Το πληρώνουμε, το παρακολουθούμε, του χαρίζουμε τον χρόνο μας, το ακολουθούμε, ζούμε εκεί. Πρόκειται για Πεδίο Μάχης καλά φυλαγμένο από την εξουσία που το διαχειρίζεται, επομένως πεδίο όπου, στο άμεσο μέλλον, θα διεξαχθούν κρίσιμες μάχες.
EΡ. Μου άρεσε ένα δοκίμιο στο οποίο τονίζετε ότι «…δεν αρκεί να έχεις το κουράγιο να ομολογήσεις την αλήθεια… Πρέπει να την κάνεις όπλο στα χέρια των ανθρώπων που απευθύνεσαι». Μπορείτε να σχολιάσετε τη γνώμη σας;
ΑΠ. Η αλήθεια είναι άχρηστη άμα μένει στο επίπεδο της θεωρητικολογίας. Έχουμε μπουχτίσει από θεωρία από λόγια, λόγια, λόγια. Τα λόγια μας, πρέπει να έχουν πλέον επιτελεστικό χαρακτήρα, να πείθουν, σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να γίνουν πράξη. Χρειαζόμαστε αλήθειες που να αφορούν τις καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών, τους κατοίκους στις Σκουριές, τους απολυμένους της ΕΡΤ (με την άξεστη συνδικαλιστική τους ηγεσία), τις οροθετικές γυναίκες, τους μετανάστες στην Αμυγδαλέζα. Οι αλήθειες έχουν νόημα όταν δίνουν νόημα στη ζωή των ανθρώπων. Διαφορετικά πεθαίνουν, αυτοκτονούν, χάνουν τον λόγο ύπαρξής τους. Δεν διαφέρουν σε τίποτε από τα ψέματα.
* Απόσπασμα από τη συνέντευξη στο διαδικτυακό περ. Fractal (επιμ.: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης: )
Διαβάστε στο επισυναπτόμενο αρχείο όλη τη συνέντευξη (δόθηκε με αφορμή την έκδοση του Πεδία Μάχης Αφύλακτα):
ΑΠ. Ζούμε οι πάντες, όχι μόνο τα παιδιά, μέσα από τον διαδικτυωμένο υπολογιστή, σε ένα απέραντο εργοστάσιο-παιχνιδότοπο. Παρέχουμε εδώ 24ωρη δωρεάν εργασία ενώ ταυτόχρονα έχουμε την ψευδαίσθηση, λιγότερο ή περισσότερο ισχυρή στον κάθε χρήστη, ότι παίζουμε. Όλα γίνονται, όλα μπορούν να γίνουν σ' αυτόν τον, όχι εικονικό, αλλά προέκταση της πραγματικότητάς μας κόσμο. Είμαστε, είτε μας αρέσει είτε όχι, κομμάτια ενός απέραντου βίντεο γκέιμ. Το πληρώνουμε, το παρακολουθούμε, του χαρίζουμε τον χρόνο μας, το ακολουθούμε, ζούμε εκεί. Πρόκειται για Πεδίο Μάχης καλά φυλαγμένο από την εξουσία που το διαχειρίζεται, επομένως πεδίο όπου, στο άμεσο μέλλον, θα διεξαχθούν κρίσιμες μάχες.
EΡ. Μου άρεσε ένα δοκίμιο στο οποίο τονίζετε ότι «…δεν αρκεί να έχεις το κουράγιο να ομολογήσεις την αλήθεια… Πρέπει να την κάνεις όπλο στα χέρια των ανθρώπων που απευθύνεσαι». Μπορείτε να σχολιάσετε τη γνώμη σας;
ΑΠ. Η αλήθεια είναι άχρηστη άμα μένει στο επίπεδο της θεωρητικολογίας. Έχουμε μπουχτίσει από θεωρία από λόγια, λόγια, λόγια. Τα λόγια μας, πρέπει να έχουν πλέον επιτελεστικό χαρακτήρα, να πείθουν, σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να γίνουν πράξη. Χρειαζόμαστε αλήθειες που να αφορούν τις καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών, τους κατοίκους στις Σκουριές, τους απολυμένους της ΕΡΤ (με την άξεστη συνδικαλιστική τους ηγεσία), τις οροθετικές γυναίκες, τους μετανάστες στην Αμυγδαλέζα. Οι αλήθειες έχουν νόημα όταν δίνουν νόημα στη ζωή των ανθρώπων. Διαφορετικά πεθαίνουν, αυτοκτονούν, χάνουν τον λόγο ύπαρξής τους. Δεν διαφέρουν σε τίποτε από τα ψέματα.
* Απόσπασμα από τη συνέντευξη στο διαδικτυακό περ. Fractal (επιμ.: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης: )
Διαβάστε στο επισυναπτόμενο αρχείο όλη τη συνέντευξη (δόθηκε με αφορμή την έκδοση του Πεδία Μάχης Αφύλακτα):
fractal_interview 07. 2014.pdf | |
File Size: | 127 kb |
File Type: |
31.07.2014:
Τα τρύπια μάτια της Μπάρμπι*
Τα τρύπια μάτια της Μπάρμπι*
Zoύμε σ' έναν κόσμο όπου κάποιοι άνθρωποι επιμένουν να διαβάζουν τον κόσμο με τα μάτια της Μπάρμπι (και αυτοί δεν είναι μόνο γυναίκες): καταλαβαίνουν δηλαδή τον κόσμο μέσα από μια επίπλαστη, πέρα για πέρα ψεύτικη εικόνα, αυτή που τους προσφέρεται από τα ΜΜΕ και καταπίνουν αμάσητη, επειδή η πραγματικότητα που ζούνε δεν μπορεί να τους προσφέρει κάποια διαφορετική διέξοδο, μια κάποια χαραμάδα προς την κατανόηση του κόσμου, την αξιοπρέπεια, τον αυτοσεβασμό τους.
Ζούμε σ' έναν κόσμο όπου κυρίαρχος κανόνας της ζωής είναι το «Fast-food, fast-fuck, fast-read». Έχουμε χάσει τον πραγματικό χρόνο, τον ουσιαστικό χρόνο που ωριμάζουν τα πράγματα, έχουμε χάσει την αναγκαία βραδύτητα – απαραίτητη για τη σκέψη, για την κατανόηση του κόσμου και, το κυριότερο, για την απόλαυση της ζωής. Θεωρούμε υπέρτατη αξία το χρήμα, αλλά με την πολύ συγκεκριμένη έννοια ότι μάθαμε να εκτιμούμε μόνον ό,τι αγοράζεται και πουλιέται. Οπότε ακόμα και η εκπλήρωση βασικών αναγκών μας, όπως το φαγητό, ο έρωτας, η ανάγνωση έχει καταντήσει «προϊόν» προς εκμετάλλευση.
Ζούμε σ' έναν κόσμο, τον διαδικτυακό, που τρέφει την ψευδαίσθηση της «ανοιχτής, πανανθρώπινης δημοκρατίας», της «ισότιμης συμμετοχής», του «δημόσιου διαλόγου» κλπ. Αλλά οι περισσότεροι αγνοούμε ότι αυτός ο πολύχρωμος κόσμος της διαδραστικής εικόνας είναι απλώς προέκταση του φυσικού μας κόσμου: ό,τι συμφέροντα καθορίζουν τον ένα, ορίζουν και τον άλλον· ό,τι εξουσία κυβερνάει τον έναν, κυβερνάει και τον άλλον κ.ο.κ. Επομένως, στον βαθμό που ο φυσικός κόσμος έχει καταντήσει μια στυγνή και βάρβαρη Αγορά, που υποτάσσει κάθε δίκαιο και ηθική στους νόμους του άγριου χρηματιστικού κέρδους, το ίδιο ακριβώς ισχύει και στον διαδικτυακό. Πέρα από την όποια αδιαμφισβήτητη χρησιμότητα του Διαδικτύου ως εργαλείου, ζούμε σ' έναν ψηφιακό παιχνιδότοπο-εργοστάσιο όπου οι πάντες, είτε μας αρέσει είτε όχι, διαθέτουμε 24/7 δωρεάν τις υπηρεσίες μας, τον χρόνο μας, τη ζωή μας (ακόμα κι όταν κάνουμε ένα απλό like).
Ειδικά στην Ελλάδα, βιώνουμε όλα αυτά τα φαινόμενα στην πιο έντονη μορφή τους. Γενιές ολόκληρες στη μεταπολίτευση διδάχτηκαν να μην ελπίζουν κάτι καλύτερο πέρα από το προσωπικό, κοντοπρόθεσμο «βόλεμα», γενιές ολόκληρες εθίστηκαν στο να αντικρύζουν τον κόσμο με τα τρύπια μάτια της Μπάρμπι, γενιές ολόκληρες έμαθαν ότι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι το εύκολο, γρήγορο κέρδος (με ή άνευ κομπίνας), γενιές ολόκληρες έχασαν το διάβασμα ως εργαλείο ζωής. Η κρίση χειροτέρεψε τα πράγματα: βρήκε την πλειονότητα του κόσμου απροετοίμαστη, χωρίς ψυχικό έρμα, ορφανεμένη από μια εγγενή κουλτούρα φιλότιμου, αλληλεγγύης και γενναιότητας ψυχής, από μια λαϊκή κουλτούρα διεκδικήσεων για τα βασικά δικαιώματα και τις αξίες της ζωής.
Όταν πουλάς την ψυχή σου στον διάβολο δεν έχεις περιθώριο να κάνεις πολλά πράγματα για τη ζωή σου. Το μόνο που απομένει είναι να ακολουθήσεις τυφλά (έτσι που είσαι πια τυφλωμένος από οργή) τον πρώτο λαϊκιστή ηγέτη, τον πρώτο δημαγωγό που φωνασκεί περισσότερο από σένα, που δείχνει πυγμή περισσότερο από σένα. Επειδή εσύ αφελώς πιστεύεις ότι όλα αυτά τα καραγκιοζιλίκια γίνονται για σένα…
Το βιβλίο Πεδία Μάχης Αφύλακτα: Θέσεις για την κουλτούρα και τον πολιτισμό (εκδ. Τόπος 2014), τεκμηριώνει διεξοδικά όλη αυτή την πολιτισμική παρακμή που, σε πολύ αδρές γραμμές, περιγράφω εδώ.
----------------------------------
* Κείμενο συνέντευξης που δημοσιεύτηκε στο περ. ΗΟΤ DOC, με αφορμή την έκδοση του Πεδία Μάχης Αφύλακτα.
Ζούμε σ' έναν κόσμο όπου κυρίαρχος κανόνας της ζωής είναι το «Fast-food, fast-fuck, fast-read». Έχουμε χάσει τον πραγματικό χρόνο, τον ουσιαστικό χρόνο που ωριμάζουν τα πράγματα, έχουμε χάσει την αναγκαία βραδύτητα – απαραίτητη για τη σκέψη, για την κατανόηση του κόσμου και, το κυριότερο, για την απόλαυση της ζωής. Θεωρούμε υπέρτατη αξία το χρήμα, αλλά με την πολύ συγκεκριμένη έννοια ότι μάθαμε να εκτιμούμε μόνον ό,τι αγοράζεται και πουλιέται. Οπότε ακόμα και η εκπλήρωση βασικών αναγκών μας, όπως το φαγητό, ο έρωτας, η ανάγνωση έχει καταντήσει «προϊόν» προς εκμετάλλευση.
Ζούμε σ' έναν κόσμο, τον διαδικτυακό, που τρέφει την ψευδαίσθηση της «ανοιχτής, πανανθρώπινης δημοκρατίας», της «ισότιμης συμμετοχής», του «δημόσιου διαλόγου» κλπ. Αλλά οι περισσότεροι αγνοούμε ότι αυτός ο πολύχρωμος κόσμος της διαδραστικής εικόνας είναι απλώς προέκταση του φυσικού μας κόσμου: ό,τι συμφέροντα καθορίζουν τον ένα, ορίζουν και τον άλλον· ό,τι εξουσία κυβερνάει τον έναν, κυβερνάει και τον άλλον κ.ο.κ. Επομένως, στον βαθμό που ο φυσικός κόσμος έχει καταντήσει μια στυγνή και βάρβαρη Αγορά, που υποτάσσει κάθε δίκαιο και ηθική στους νόμους του άγριου χρηματιστικού κέρδους, το ίδιο ακριβώς ισχύει και στον διαδικτυακό. Πέρα από την όποια αδιαμφισβήτητη χρησιμότητα του Διαδικτύου ως εργαλείου, ζούμε σ' έναν ψηφιακό παιχνιδότοπο-εργοστάσιο όπου οι πάντες, είτε μας αρέσει είτε όχι, διαθέτουμε 24/7 δωρεάν τις υπηρεσίες μας, τον χρόνο μας, τη ζωή μας (ακόμα κι όταν κάνουμε ένα απλό like).
Ειδικά στην Ελλάδα, βιώνουμε όλα αυτά τα φαινόμενα στην πιο έντονη μορφή τους. Γενιές ολόκληρες στη μεταπολίτευση διδάχτηκαν να μην ελπίζουν κάτι καλύτερο πέρα από το προσωπικό, κοντοπρόθεσμο «βόλεμα», γενιές ολόκληρες εθίστηκαν στο να αντικρύζουν τον κόσμο με τα τρύπια μάτια της Μπάρμπι, γενιές ολόκληρες έμαθαν ότι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι το εύκολο, γρήγορο κέρδος (με ή άνευ κομπίνας), γενιές ολόκληρες έχασαν το διάβασμα ως εργαλείο ζωής. Η κρίση χειροτέρεψε τα πράγματα: βρήκε την πλειονότητα του κόσμου απροετοίμαστη, χωρίς ψυχικό έρμα, ορφανεμένη από μια εγγενή κουλτούρα φιλότιμου, αλληλεγγύης και γενναιότητας ψυχής, από μια λαϊκή κουλτούρα διεκδικήσεων για τα βασικά δικαιώματα και τις αξίες της ζωής.
Όταν πουλάς την ψυχή σου στον διάβολο δεν έχεις περιθώριο να κάνεις πολλά πράγματα για τη ζωή σου. Το μόνο που απομένει είναι να ακολουθήσεις τυφλά (έτσι που είσαι πια τυφλωμένος από οργή) τον πρώτο λαϊκιστή ηγέτη, τον πρώτο δημαγωγό που φωνασκεί περισσότερο από σένα, που δείχνει πυγμή περισσότερο από σένα. Επειδή εσύ αφελώς πιστεύεις ότι όλα αυτά τα καραγκιοζιλίκια γίνονται για σένα…
Το βιβλίο Πεδία Μάχης Αφύλακτα: Θέσεις για την κουλτούρα και τον πολιτισμό (εκδ. Τόπος 2014), τεκμηριώνει διεξοδικά όλη αυτή την πολιτισμική παρακμή που, σε πολύ αδρές γραμμές, περιγράφω εδώ.
----------------------------------
* Κείμενο συνέντευξης που δημοσιεύτηκε στο περ. ΗΟΤ DOC, με αφορμή την έκδοση του Πεδία Μάχης Αφύλακτα.
09.07.14:
Με έξι βιβλία προς την ελευθερία
Με έξι βιβλία προς την ελευθερία
Θυμάμαι πολύ καλά τα έξι πρώτα βιβλία που ερέθισαν την πρώτη νεότητά μου. Όλα τους, με τον ανοίκειο, για τα τότε αθώα μου μάτια, τρόπο τους σχεδίασαν εντός μου κάποιες μικρές χαραμάδες ελευθερίας (από τότε που καταλάβαινα τον εαυτό μου ένιωθα ότι δεν απολαμβάνω –κι ότι ούτε ο υπόλοιπος κόσμος απολαμβάνει– όση ελευθερία έχει κανείς ανάγκη για να ζει πραγματικά «σαν άνθρωπος»).
Ιδού αυτά τα βιβλία:
1. 1958: Ροβύρος ο Κατακτητής, του Ζιλ Βερν (στη στερεότυπη έκδοση της «Ατλαντίδας» με το σκληρόδετο κόκκινο εξώφυλλο). Ηλικία: 9-10 χρονών (ώστε μπορεί κανείς να φαντάζεται ό,τι τρέλα θέλει, ώστε λοιπόν με το γράψιμο…).
2. 1960: O Eραστής της λαίδης Τσάτερλι, του Nτέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς. Ηλικία: 12-13 χρονών (Θεέ μου, θέλω ΚΙ ΕΓΩ να κάνω ΑΥΤΑ τα ερεθιστικά πράγματα, Θεέ μου τι ανατριχίλα είναι αυτή…).
3. 1961: Κατά Σαδδουκαίων, του Μιχάλη Κατσαρού. Ηλικία: 13-14 χρονών (ο Μιχάλης ήταν θείος μου, το βιβλίο υπήρχε στο σπίτι από το 1953, που πρωτοεκδόθηκε. Ώστε, είπα, ένας άνθρωπος που τον ξέρω τόσο καλά κρύβει ένα τόσο μαγικό κόσμο, ώστε ΑΥΤΟ είναι η ποίηση – κι όχι τα ανώδυνα στιχάκια του σχολείου)!
4. 1963: Μικρό Φιλοσοφικό Λεξικό, των Ρόζενταλ και Γιουντίν. Ηλικία: 15-16 χρονών (ώστε όσα σκέφτομαι εγώ για τον κόσμο τα έχουν σκεφτεί κι άλλοι, ώστε ΣΙΓΟΥΡΑ οι περισσότεροι λεφτάδες είναι απατεώνες και κλέφτες, ώστε ΦΥΣΙΚΑ ο Θεός ΔΕΝ δημιούργησε τον κόσμο, κλπ. κλπ.)
5. 1966-67: Ulysses, του Τζέιμς Τζόις. Ηλικία: 17-18 χρονών (ώστε είναι αλήθεια πως μπορεί κανείς να γράφει ελεύθερα, ελεύθερα, ελεύθερα!)
6. 1966-67: Picasso, του Hans L.C. Jaffè. Ηλικία: 17-18 χρονών (ώστε είναι αλήθεια πως μπορεί κανείς να ζωγραφίζει ελεύθερα, ελεύθερα, ελεύθερα!)
Τα άλλα παιδιά, π.χ. οι συμμαθητές μου στο σχολείο, διάβαζαν Βενέζη, Μυριβήλη, Καζαντζάκη, Καραγάτση, και οι συμφοιτητές μου στο πανεπιστήμιο, οι πιο προχωρημένοι, Βασιλικό, Ταχτσή, Τσίρκα. Όχι εγώ, όχι τότε ακόμα. Εγώ βρισκόμουν αλλού. Διάβαζα μανιωδώς λογοτεχνία στη γλώσσα του κατακτητή (αγγλικά), ζωγράφιζα και φωτογράφιζα μανιωδώς, διάβαζα συγκινημένος τους ποιητές του «Ίκαρου», βίωνα μ' αυτά και μ' αυτά στον καταδικό μου ελευθεριακό κόσμο (Μαρξ-Τζόις-Πικάσσο), καταβάλλοντας σκληρή προσπάθεια να καταλάβω τον σκληρό κόσμο: γράφω πάντα, πάντα, αντλώντας από εκείνα τα παρθένα, υπέροχα χρόνια της πρώτης μαθητείας.
Διαδικτυακό περ. Andro.
Ιδού αυτά τα βιβλία:
1. 1958: Ροβύρος ο Κατακτητής, του Ζιλ Βερν (στη στερεότυπη έκδοση της «Ατλαντίδας» με το σκληρόδετο κόκκινο εξώφυλλο). Ηλικία: 9-10 χρονών (ώστε μπορεί κανείς να φαντάζεται ό,τι τρέλα θέλει, ώστε λοιπόν με το γράψιμο…).
2. 1960: O Eραστής της λαίδης Τσάτερλι, του Nτέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς. Ηλικία: 12-13 χρονών (Θεέ μου, θέλω ΚΙ ΕΓΩ να κάνω ΑΥΤΑ τα ερεθιστικά πράγματα, Θεέ μου τι ανατριχίλα είναι αυτή…).
3. 1961: Κατά Σαδδουκαίων, του Μιχάλη Κατσαρού. Ηλικία: 13-14 χρονών (ο Μιχάλης ήταν θείος μου, το βιβλίο υπήρχε στο σπίτι από το 1953, που πρωτοεκδόθηκε. Ώστε, είπα, ένας άνθρωπος που τον ξέρω τόσο καλά κρύβει ένα τόσο μαγικό κόσμο, ώστε ΑΥΤΟ είναι η ποίηση – κι όχι τα ανώδυνα στιχάκια του σχολείου)!
4. 1963: Μικρό Φιλοσοφικό Λεξικό, των Ρόζενταλ και Γιουντίν. Ηλικία: 15-16 χρονών (ώστε όσα σκέφτομαι εγώ για τον κόσμο τα έχουν σκεφτεί κι άλλοι, ώστε ΣΙΓΟΥΡΑ οι περισσότεροι λεφτάδες είναι απατεώνες και κλέφτες, ώστε ΦΥΣΙΚΑ ο Θεός ΔΕΝ δημιούργησε τον κόσμο, κλπ. κλπ.)
5. 1966-67: Ulysses, του Τζέιμς Τζόις. Ηλικία: 17-18 χρονών (ώστε είναι αλήθεια πως μπορεί κανείς να γράφει ελεύθερα, ελεύθερα, ελεύθερα!)
6. 1966-67: Picasso, του Hans L.C. Jaffè. Ηλικία: 17-18 χρονών (ώστε είναι αλήθεια πως μπορεί κανείς να ζωγραφίζει ελεύθερα, ελεύθερα, ελεύθερα!)
Τα άλλα παιδιά, π.χ. οι συμμαθητές μου στο σχολείο, διάβαζαν Βενέζη, Μυριβήλη, Καζαντζάκη, Καραγάτση, και οι συμφοιτητές μου στο πανεπιστήμιο, οι πιο προχωρημένοι, Βασιλικό, Ταχτσή, Τσίρκα. Όχι εγώ, όχι τότε ακόμα. Εγώ βρισκόμουν αλλού. Διάβαζα μανιωδώς λογοτεχνία στη γλώσσα του κατακτητή (αγγλικά), ζωγράφιζα και φωτογράφιζα μανιωδώς, διάβαζα συγκινημένος τους ποιητές του «Ίκαρου», βίωνα μ' αυτά και μ' αυτά στον καταδικό μου ελευθεριακό κόσμο (Μαρξ-Τζόις-Πικάσσο), καταβάλλοντας σκληρή προσπάθεια να καταλάβω τον σκληρό κόσμο: γράφω πάντα, πάντα, αντλώντας από εκείνα τα παρθένα, υπέροχα χρόνια της πρώτης μαθητείας.
Διαδικτυακό περ. Andro.
29.06.2014:
Τα «αφύλακτα πεδία μάχης» της κουλτούρας και του πολιτισμού*
Τα «αφύλακτα πεδία μάχης» της κουλτούρας και του πολιτισμού*
EΡ. Ξεκινάω από τον τίτλο του βιβλίου (και υπότιλο του τελευταίου άρθρου). Γιατί «πεδία», γιατί «μάχης», και γιατί «αφύλακτα»;
ΑΠ. Βιώνουμε όλοι μια ταραγμένη και απορρυθμισμένη ζωή. Κάθε μέρα είναι, περισσότερο από ποτέ, μια σκληρή μάχη με στόχο απλώς να «περάσει». Κάθε μήνας που επιβιώνεις σώος στο σώμα και στην ψυχή σου αποτελεί μια κρυφή κατάκτηση. Και δεν ήταν πάντα έτσι η ζωή. Και δεν πρέπει να είναι έτσι μαρτυρική η ζωή. Κινούμαστε ως ναυάγια σ' έναν ωκεανό κρατικής καταστολής, ψέματος, ληστείας, φασισμού. Κι αρπαζόμαστε απ' όπου μπορούμε ο καθένας για να σταθούμε όρθιοι. Δυσκολευόμαστε να δούμε ότι είμαστε όλοι ναυάγια από το ίδιο καράβι, δυσκολευόμαστε να συνταιριάξουμε τις σανίδες και να φτιάξουμε τη σχεδία που θα χωρέσει τους περισσότερους. Κολυμπάμε από δω κι από κει χωρίς πυξίδα, αδιάφοροι για τον διπλανό που θαλασσοδέρνεται χειρότερα από εμάς, έρμαια του κάθε πολιτικάντη έμπορου της σωτηρίας, σκόρπια ναυάγια.
Αλλά δεν σώζεσαι έτσι, δεν μπορείς να σωθείς έτσι. Πρέπει να μπορέσεις να δεις ότι το πεδίο μάχης όπου πολεμάς, ο μοναχικός σου αγώνας πάνω στη μικρή σου σανίδα δεν θα σε γλιτώσει. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός με το υποχείριο φασιστικό κράτος θα σε πνίξει αργά ή γρήγορα στην πλημμυρίδα της προγραμματισμένης καταστροφής των ελάχιστων δικαιωμάτων, της ελάχιστης αξιοπρέπειάς σου. Πρέπει να αναζητήσεις μαζί με άλλους συντρόφους καινούργια πεδία αγώνα, αφύλακτα από την εξουσία πεδία, όπως αυτό, για παράδειγμα, που ανακάλυψαν οι καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών, όπως αυτό που ανακάλυψαν οι κάτοικοι στις Σκουριές, όπως αυτό που ανακάλυψαν (αλλά γρήγορα έχασαν, λόγω της άξεστης συνδικαλιστικής τους ηγεσίας) οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ. Υπάρχουν πάντα πεδία μάχης αφύλακτα – κι είναι πρωτίστως δουλειά της Αριστεράς να τα ανακαλύψει, να τα στηρίξει, να τα μετατρέψει σε πυλώνες μαζικής αντίστασης. Το Πεδία Μάχης Αφύλακτα εστιάζει σ' εκείνα τα πεδία της κουλτούρας και του πολιτισμού που, εδώ και δεκαετίες, στοιχειώνουν την ελληνική συνείδηση και που, εν τέλει, καθορίζουν υπογείως την πολιτισμική παρακμή αυτής της χώρας.
* Απόσπασμα από τη συνέντευξη στο «Ενθέματα» της Κυριακάτικης Αυγής (επιμ.: Στρατής Μπουρνάζος).
Διαβάστε στο επισυναπτόμενο αρχείο όλη τη συνέντευξη (δόθηκε με αφορμή την έκδοση του Πεδία Μάχης Αφύλακτα):
ΑΠ. Βιώνουμε όλοι μια ταραγμένη και απορρυθμισμένη ζωή. Κάθε μέρα είναι, περισσότερο από ποτέ, μια σκληρή μάχη με στόχο απλώς να «περάσει». Κάθε μήνας που επιβιώνεις σώος στο σώμα και στην ψυχή σου αποτελεί μια κρυφή κατάκτηση. Και δεν ήταν πάντα έτσι η ζωή. Και δεν πρέπει να είναι έτσι μαρτυρική η ζωή. Κινούμαστε ως ναυάγια σ' έναν ωκεανό κρατικής καταστολής, ψέματος, ληστείας, φασισμού. Κι αρπαζόμαστε απ' όπου μπορούμε ο καθένας για να σταθούμε όρθιοι. Δυσκολευόμαστε να δούμε ότι είμαστε όλοι ναυάγια από το ίδιο καράβι, δυσκολευόμαστε να συνταιριάξουμε τις σανίδες και να φτιάξουμε τη σχεδία που θα χωρέσει τους περισσότερους. Κολυμπάμε από δω κι από κει χωρίς πυξίδα, αδιάφοροι για τον διπλανό που θαλασσοδέρνεται χειρότερα από εμάς, έρμαια του κάθε πολιτικάντη έμπορου της σωτηρίας, σκόρπια ναυάγια.
Αλλά δεν σώζεσαι έτσι, δεν μπορείς να σωθείς έτσι. Πρέπει να μπορέσεις να δεις ότι το πεδίο μάχης όπου πολεμάς, ο μοναχικός σου αγώνας πάνω στη μικρή σου σανίδα δεν θα σε γλιτώσει. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός με το υποχείριο φασιστικό κράτος θα σε πνίξει αργά ή γρήγορα στην πλημμυρίδα της προγραμματισμένης καταστροφής των ελάχιστων δικαιωμάτων, της ελάχιστης αξιοπρέπειάς σου. Πρέπει να αναζητήσεις μαζί με άλλους συντρόφους καινούργια πεδία αγώνα, αφύλακτα από την εξουσία πεδία, όπως αυτό, για παράδειγμα, που ανακάλυψαν οι καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών, όπως αυτό που ανακάλυψαν οι κάτοικοι στις Σκουριές, όπως αυτό που ανακάλυψαν (αλλά γρήγορα έχασαν, λόγω της άξεστης συνδικαλιστικής τους ηγεσίας) οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ. Υπάρχουν πάντα πεδία μάχης αφύλακτα – κι είναι πρωτίστως δουλειά της Αριστεράς να τα ανακαλύψει, να τα στηρίξει, να τα μετατρέψει σε πυλώνες μαζικής αντίστασης. Το Πεδία Μάχης Αφύλακτα εστιάζει σ' εκείνα τα πεδία της κουλτούρας και του πολιτισμού που, εδώ και δεκαετίες, στοιχειώνουν την ελληνική συνείδηση και που, εν τέλει, καθορίζουν υπογείως την πολιτισμική παρακμή αυτής της χώρας.
* Απόσπασμα από τη συνέντευξη στο «Ενθέματα» της Κυριακάτικης Αυγής (επιμ.: Στρατής Μπουρνάζος).
Διαβάστε στο επισυναπτόμενο αρχείο όλη τη συνέντευξη (δόθηκε με αφορμή την έκδοση του Πεδία Μάχης Αφύλακτα):
|
10.06.2014:
Θέλω να με διαβάζουν ως αυτό που είμαι
Θέλω να με διαβάζουν ως αυτό που είμαι
18.02.2014
Αποσαφηνίζοντας τον μοντερνισμό
ένα «μάθημα» στο Μέγαρο Μουσικής
ένα «μάθημα» στο Μέγαρο Μουσικής
Μια παρέμβαση σε εκδήλωση με θέμα τον μοντερνισμό* που απέκτησε, εκ των πραγμάτων, διδακτικό χαρακτήρα
* Ολόκληρη η εκδήλωση βρίσκεται εδώ: https://www.blod.gr/lectures/enantia-sti-realistiki-paradosi/
28.08.2013:
Ξαναδιαβάζω ιστορίες που περιέχουν υψηλό δείκτη ανθρωπιάς*
(Μια σειρά ιστορίες μέσα στην Ιστορία)
Ξαναδιαβάζω ιστορίες που περιέχουν υψηλό δείκτη ανθρωπιάς*
(Μια σειρά ιστορίες μέσα στην Ιστορία)
ΕΡ. Το Χαστουκόδεντρο γιατί γράφτηκε σήμερα; Θα μπορούσε να έχει γραφτεί δέκα χρόνια πριν;
ΑΠ. Εκδόθηκε σήμερα. Το γράψιμό του ξεκίνησε λίγο μετά τη Μανία με την Άνοιξη, γύρω στο 2006. Όμως θα μπορούσε θαυμάσια να έχει γραφεί πολύ πιο πριν. Για τον απλό λόγο ότι ο πυρήνας του, τα ανελέητα χαστούκια που υπομένει ένας λαός από τα αλλότρια συμφέροντα και η συνακόλουθη δοκιμασία του, καθώς προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει την αξιοπρέπειά του, αποτελούν διαχρονικό πρόβλημα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας. Οπωσδήποτε υπό τη σκιά της σύγχρονης κρίσης το διαχρονικό αποκτά διαφορετικό ειδικό βάρος, το ίδιο και η ανάγνωση του βιβλίου.
ΕΡ. Αν κρίνουμε, όμως, από την έρευνα και την δουλειά που έχει προηγηθεί, σας απασχολούσε πολλά χρόνια πριν, έτσι δεν είναι;
ΑΠ. Eίναι αλήθεια. Προσπαθώ χρόνια να εξηγήσω γεγονότα όπως το μυθικό χαστούκι της Μπέτι Μπάρτλετ στη βασίλισσα Φρειδερίκη. Ξέρετε, μια πράξη όπως αυτή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με απλουστεύσεις, λέγοντας π.χ. ότι η Μπέτι ήθελε να ελευθερωθεί ο Τόνι, ο άντρας της, και στην απελπισία της χαστούκισε τη Φρειδερίκη. Όχι δεν εξηγούνται έτσι εύκολα κάποια πράγματα. Αν τα "διαβάσουμε" έτσι επιπόλαια είναι σαν να τα υποτιμούμε, μετριάζουμε την ιστορική τους σημασία. Κάτι προηγήθηκε, κάτι υπήρχε χρόνια πριν, μια σειρά ιστορίες μέσα στην Ιστορία, που οδήγησαν τελικά στο χαστούκι – αυτή η πράξη αποδεικνύεται ότι δεν ήταν τελικά μια κίνηση απλής αυτοδικίας αλλά μια συλλογική πράξη αντίστασης. Αυτές τις ιστορίες-κλειδιά πάσχισα να ανακαλύψω (και να αναδείξω) γράφοντας το μυθιστόρημα.
[…]
ΕΡ. Τι σημαίνει για σας Το Χαστουκόδεντρο; Είναι σαν να ξαναπροσδιορίζεστε. Σαν να ξαναδιαβάζετε την ίδια τη ζωή.
ΑΠ. Ξαναδιαβάζω, δηλ. ξαναγράφω, τις ιστορίες εκείνες που μας έκαναν ανθρώπους με πραγματικά αισθήματα και στέρεα κρίση. Ξαναδιαβάζω τις ιστορίες που περιέχουν υψηλούς δείκτες αξιοπρέπειας, αντίστασης στην αδικία, αισθητικής ανάγκης, ανθρωπιάς. Ξαναδιαβάζω ζητώντας να καταλάβω γιατί ως λαός ξαναγίναμε βάρβαροι, ζητώντας να καταλάβω πώς θα ξαναγίνουμε, ως Έλληνες, άνθρωποι. Κι αυτό δεν είναι εύκολο ξέρετε, πονάει. Πολύ. Αλλά διαφορετικό δρόμο από αυτόν δεν γνωρίζω.
ΕΡ. Μας κυνηγά ακόμα ο Εμφύλιος; Γιατί; Και η Κρίση πού έχει τις ρίζες της;
ΑΠ. Θεωρώ ότι όσα ήδη ανέφερα κάπως απαντούν στο ερώτημά σας. Δεν είμαι πολιτικός. Είμαι ένας πολίτης που γράφει ιστορίες για να καταλάβει την Ιστορία. Το Χαστουκόδεντρο επιχειρεί, σε 450 σελίδες μυθιστορηματικής πλοκής, να δώσει απάντηση σε παρόμοια ερωτήματα, εξετάζοντάς τα από την πλευρά των απλών ανθρώπων που δέχτηκαν (και δέχονται) τα χαστούκια της Ιστορίας. Η ελληνική Ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας υπήρξε ένας διαρκής εφιάλτης. Και το κακό είναι ότι δεν ονειρευόμαστε. Τον βιώνουμε. Μερικοί είδαν τον εφιάλτη μόλις τελευταία. Κάποιοι άλλοι τον διαπιστώνουμε χρόνια τώρα. Τι άλλο να σας πω… Για να παραφράσω και τον γερο-Μαρξ: το ζήτημα δεν είναι να εξηγήσουμε την Ελλάδα της κρίσης, αλλά να την αλλάξουμε…
* Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα, διαδικτυακό περ. Διάστιχο.
ΑΠ. Εκδόθηκε σήμερα. Το γράψιμό του ξεκίνησε λίγο μετά τη Μανία με την Άνοιξη, γύρω στο 2006. Όμως θα μπορούσε θαυμάσια να έχει γραφεί πολύ πιο πριν. Για τον απλό λόγο ότι ο πυρήνας του, τα ανελέητα χαστούκια που υπομένει ένας λαός από τα αλλότρια συμφέροντα και η συνακόλουθη δοκιμασία του, καθώς προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει την αξιοπρέπειά του, αποτελούν διαχρονικό πρόβλημα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας. Οπωσδήποτε υπό τη σκιά της σύγχρονης κρίσης το διαχρονικό αποκτά διαφορετικό ειδικό βάρος, το ίδιο και η ανάγνωση του βιβλίου.
ΕΡ. Αν κρίνουμε, όμως, από την έρευνα και την δουλειά που έχει προηγηθεί, σας απασχολούσε πολλά χρόνια πριν, έτσι δεν είναι;
ΑΠ. Eίναι αλήθεια. Προσπαθώ χρόνια να εξηγήσω γεγονότα όπως το μυθικό χαστούκι της Μπέτι Μπάρτλετ στη βασίλισσα Φρειδερίκη. Ξέρετε, μια πράξη όπως αυτή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με απλουστεύσεις, λέγοντας π.χ. ότι η Μπέτι ήθελε να ελευθερωθεί ο Τόνι, ο άντρας της, και στην απελπισία της χαστούκισε τη Φρειδερίκη. Όχι δεν εξηγούνται έτσι εύκολα κάποια πράγματα. Αν τα "διαβάσουμε" έτσι επιπόλαια είναι σαν να τα υποτιμούμε, μετριάζουμε την ιστορική τους σημασία. Κάτι προηγήθηκε, κάτι υπήρχε χρόνια πριν, μια σειρά ιστορίες μέσα στην Ιστορία, που οδήγησαν τελικά στο χαστούκι – αυτή η πράξη αποδεικνύεται ότι δεν ήταν τελικά μια κίνηση απλής αυτοδικίας αλλά μια συλλογική πράξη αντίστασης. Αυτές τις ιστορίες-κλειδιά πάσχισα να ανακαλύψω (και να αναδείξω) γράφοντας το μυθιστόρημα.
[…]
ΕΡ. Τι σημαίνει για σας Το Χαστουκόδεντρο; Είναι σαν να ξαναπροσδιορίζεστε. Σαν να ξαναδιαβάζετε την ίδια τη ζωή.
ΑΠ. Ξαναδιαβάζω, δηλ. ξαναγράφω, τις ιστορίες εκείνες που μας έκαναν ανθρώπους με πραγματικά αισθήματα και στέρεα κρίση. Ξαναδιαβάζω τις ιστορίες που περιέχουν υψηλούς δείκτες αξιοπρέπειας, αντίστασης στην αδικία, αισθητικής ανάγκης, ανθρωπιάς. Ξαναδιαβάζω ζητώντας να καταλάβω γιατί ως λαός ξαναγίναμε βάρβαροι, ζητώντας να καταλάβω πώς θα ξαναγίνουμε, ως Έλληνες, άνθρωποι. Κι αυτό δεν είναι εύκολο ξέρετε, πονάει. Πολύ. Αλλά διαφορετικό δρόμο από αυτόν δεν γνωρίζω.
ΕΡ. Μας κυνηγά ακόμα ο Εμφύλιος; Γιατί; Και η Κρίση πού έχει τις ρίζες της;
ΑΠ. Θεωρώ ότι όσα ήδη ανέφερα κάπως απαντούν στο ερώτημά σας. Δεν είμαι πολιτικός. Είμαι ένας πολίτης που γράφει ιστορίες για να καταλάβει την Ιστορία. Το Χαστουκόδεντρο επιχειρεί, σε 450 σελίδες μυθιστορηματικής πλοκής, να δώσει απάντηση σε παρόμοια ερωτήματα, εξετάζοντάς τα από την πλευρά των απλών ανθρώπων που δέχτηκαν (και δέχονται) τα χαστούκια της Ιστορίας. Η ελληνική Ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας υπήρξε ένας διαρκής εφιάλτης. Και το κακό είναι ότι δεν ονειρευόμαστε. Τον βιώνουμε. Μερικοί είδαν τον εφιάλτη μόλις τελευταία. Κάποιοι άλλοι τον διαπιστώνουμε χρόνια τώρα. Τι άλλο να σας πω… Για να παραφράσω και τον γερο-Μαρξ: το ζήτημα δεν είναι να εξηγήσουμε την Ελλάδα της κρίσης, αλλά να την αλλάξουμε…
* Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα, διαδικτυακό περ. Διάστιχο.
Όλη η συνέντευξη εδώ | |
File Size: | 131 kb |
File Type: |
27.07.2013:
Κουβέντες (δήθεν) του Προυστ*
Κουβέντες (δήθεν) του Προυστ*
18.02.2013:
Πόσο Έλληνας μπορείς να είσαι σήμερα;*
(Με αφορμή το Χαστουκόδεντρο: για τη σύγχρονη κρίση και άλλα)
Πόσο Έλληνας μπορείς να είσαι σήμερα;*
(Με αφορμή το Χαστουκόδεντρο: για τη σύγχρονη κρίση και άλλα)
ΕΡ. Επισημαίνετε σε άλλη συνέντευξή σας πως: «Δεν μπορείς να ζήσεις ως παρίας λαός της Ευρώπης, επειδή πολύ απλά δεν είσαι. Αλλά κινδυνεύεις να γίνεις. Επειδή ως Έλληνας έχεις χάσει κάθε εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Πάλι και πάλι και πάλι το πρόβλημα της ελληνικής ταυτότητας το βρίσκουμε μπροστά μας. Δεν είναι τυχαίο.» Πώς μπορούμε να ορίσουμε την ελληνική ταυτότητα και ποιο θεωρείτε πως είναι το μεγάλο διακύβευμα για την Ελλάδα σήμερα;
ΑΠ. Η Ελληνική ταυτότητα υπόκειται, τις τελευταίες τρεις-τέσσερις δεκαετίες, στην ίδια ριζική μετάλλαξη στην οποία υπόκεινται όλοι οι λαοί του κόσμου λόγω της παγκοσμιοποίησης. Πόσο Έλληνας μπορεί να είναι το διευθυντικό στέλεχος της Ζίμενς ή της Κόκα Κόλα ή της Μάικροσοφτ; Πόσο Έλληνας μπορεί να είναι το διευθυντικό στέλεχος μιας τράπεζας; Πόσο Έλληνας μπορεί να είναι αυτός που αντλεί τις αντιλήψεις του για τον κόσμο αποκλειστικά από την τηλεόραση; Πόσο Έλληνας μπορεί να είναι εκείνος που αντλεί την ελληνικότητά του από ένα βάλτο απαιδευσίας / ρατσισμού / ανιστορικότητας; Πόσο Έλληνας ενδιαφέρεται να είναι εκείνος που πεινάει; Εκείνος που το κράτος τον ληστεύει, τον χαστουκίζει, τον βιάζει ακριβώς επειδή είναι Έλληνας;
Ως προς το διακύβευμα τώρα: ο πολίτης θέλει ελευθερία για να ζήσει και θέλει ψωμί για να ζήσει και θέλει αξιοπρέπεια για να ζήσει. Η Ελλάδα ως κράτος, σήμερα, δεν εξασφαλίζει τίποτε από αυτά στους πολίτες της. Το κράτος μοιράζει, καθ' υπόδειξη, χαστούκια δεξιά κι αριστερά στους πολίτες. Το ψωμί, η αξιοπρέπεια και η ελευθερία της Ελλάδας ξεπουλιούνται. Και μάλιστα φτηνά, στυγνά. Το ζήτημα αυτή τη στιγμή είναι να αποφύγουμε αυτή την πώληση. Να κατεβάσουμε το πωλητήριο από τα σύνορα της χώρας. Αν δεν το κάνουμε, αργά ή γρήγορα, η Ιστορία θα μας τιμωρήσει γι' αυτό.
ΕΡ. Σε σχέση με την τελευταία απάντησή σας: πώς μπορούμε να αποφύγουμε την πώληση; Μήπως τα πράγματα ήταν πιο εύκολα παλαιότερα, όταν ο εχθρός ήταν οι εξουσιαστές, οι βασιλιάδες αλλά τους ξέραμε, τους αναγνωρίζαμε; Σήμερα πρόκειται για συνασπισμούς χωρών και ένα σύστημα οικονομικό που μοιάζει απροσπέλαστο και από το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων παντού [όχι μόνο στην Ελλάδα] είναι εξαρτημένοι. Ένα σύστημα που λέει ότι όλα γίνονται «για το καλό σου».
ΑΠ. Την άμεση πώληση με τους όρους "προστασίας" και δανειοδότησης που γίνεται τώρα δεν την αποφεύγουμε. Έχει συμβεί. Είναι ένας πόλεμος που δεν δώσαμε αφού μας πρόδωσε η πολιτική ηγεσία πριν ακόμα δώσουμε τη μάχη. Και ναι, ο αντίπαλος δεν είναι ορατός για όλους. Ξέρετε γιατί; Επειδή τη θέση του βασιλιά έχει πάρει η Μπάρμπι (που επίσης προσφέρεται για το «καλό μας»). Μην σας φαίνεται αστείο. Μιλώ πολύ σοβαρά. Άμα εγκαταλείπεις αβοήθητο το παιδί σου στις κούκλες Μπάρμπι, ακόμα και πέντε πανεπιστήμια να βγάλει μετά, θα κρατήσει κάτι από την αχυρένια / πλαστική / άρλεκιν ιδεολογία αυτού του μικροαστικού/ρατσιστικού φαντασιακού. Όλη η κοινωνία θα βοηθήσει να μην ξεχάσει. Κάποτε θα καταλάβουμε ότι αυτό που επιτρέπει στον ύστερο καπιταλισμό να διαρκεί δεν είναι οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι αλλά η Κόκα Κόλα, το Μάλμπορο, η Μπάρμπι, η Μάικροσοφτ, το i-phone και ο χολυγουντιανός κιν/φος. Αυτές οι ιδεολογίες είναι πιο ισχυρές και από θρησκείες, πιο επιζήμιες από τις όποιες πολιτικές, πιο ανθεκτικές και από τις κατσαρίδες. Επειδή έχουν καταλάβει μόνιμη θέση μέσα στο σπίτι μας, μέσα στον εαυτό μας, μέσα στη συνείδησή μας…
* Συνέντευξη στη Μερόπη Μωϋσιάδου (Κύπρος), Πολίτης της Κυριακής, ένθετο «Παράθυρο».
ΑΠ. Η Ελληνική ταυτότητα υπόκειται, τις τελευταίες τρεις-τέσσερις δεκαετίες, στην ίδια ριζική μετάλλαξη στην οποία υπόκεινται όλοι οι λαοί του κόσμου λόγω της παγκοσμιοποίησης. Πόσο Έλληνας μπορεί να είναι το διευθυντικό στέλεχος της Ζίμενς ή της Κόκα Κόλα ή της Μάικροσοφτ; Πόσο Έλληνας μπορεί να είναι το διευθυντικό στέλεχος μιας τράπεζας; Πόσο Έλληνας μπορεί να είναι αυτός που αντλεί τις αντιλήψεις του για τον κόσμο αποκλειστικά από την τηλεόραση; Πόσο Έλληνας μπορεί να είναι εκείνος που αντλεί την ελληνικότητά του από ένα βάλτο απαιδευσίας / ρατσισμού / ανιστορικότητας; Πόσο Έλληνας ενδιαφέρεται να είναι εκείνος που πεινάει; Εκείνος που το κράτος τον ληστεύει, τον χαστουκίζει, τον βιάζει ακριβώς επειδή είναι Έλληνας;
Ως προς το διακύβευμα τώρα: ο πολίτης θέλει ελευθερία για να ζήσει και θέλει ψωμί για να ζήσει και θέλει αξιοπρέπεια για να ζήσει. Η Ελλάδα ως κράτος, σήμερα, δεν εξασφαλίζει τίποτε από αυτά στους πολίτες της. Το κράτος μοιράζει, καθ' υπόδειξη, χαστούκια δεξιά κι αριστερά στους πολίτες. Το ψωμί, η αξιοπρέπεια και η ελευθερία της Ελλάδας ξεπουλιούνται. Και μάλιστα φτηνά, στυγνά. Το ζήτημα αυτή τη στιγμή είναι να αποφύγουμε αυτή την πώληση. Να κατεβάσουμε το πωλητήριο από τα σύνορα της χώρας. Αν δεν το κάνουμε, αργά ή γρήγορα, η Ιστορία θα μας τιμωρήσει γι' αυτό.
ΕΡ. Σε σχέση με την τελευταία απάντησή σας: πώς μπορούμε να αποφύγουμε την πώληση; Μήπως τα πράγματα ήταν πιο εύκολα παλαιότερα, όταν ο εχθρός ήταν οι εξουσιαστές, οι βασιλιάδες αλλά τους ξέραμε, τους αναγνωρίζαμε; Σήμερα πρόκειται για συνασπισμούς χωρών και ένα σύστημα οικονομικό που μοιάζει απροσπέλαστο και από το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων παντού [όχι μόνο στην Ελλάδα] είναι εξαρτημένοι. Ένα σύστημα που λέει ότι όλα γίνονται «για το καλό σου».
ΑΠ. Την άμεση πώληση με τους όρους "προστασίας" και δανειοδότησης που γίνεται τώρα δεν την αποφεύγουμε. Έχει συμβεί. Είναι ένας πόλεμος που δεν δώσαμε αφού μας πρόδωσε η πολιτική ηγεσία πριν ακόμα δώσουμε τη μάχη. Και ναι, ο αντίπαλος δεν είναι ορατός για όλους. Ξέρετε γιατί; Επειδή τη θέση του βασιλιά έχει πάρει η Μπάρμπι (που επίσης προσφέρεται για το «καλό μας»). Μην σας φαίνεται αστείο. Μιλώ πολύ σοβαρά. Άμα εγκαταλείπεις αβοήθητο το παιδί σου στις κούκλες Μπάρμπι, ακόμα και πέντε πανεπιστήμια να βγάλει μετά, θα κρατήσει κάτι από την αχυρένια / πλαστική / άρλεκιν ιδεολογία αυτού του μικροαστικού/ρατσιστικού φαντασιακού. Όλη η κοινωνία θα βοηθήσει να μην ξεχάσει. Κάποτε θα καταλάβουμε ότι αυτό που επιτρέπει στον ύστερο καπιταλισμό να διαρκεί δεν είναι οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι αλλά η Κόκα Κόλα, το Μάλμπορο, η Μπάρμπι, η Μάικροσοφτ, το i-phone και ο χολυγουντιανός κιν/φος. Αυτές οι ιδεολογίες είναι πιο ισχυρές και από θρησκείες, πιο επιζήμιες από τις όποιες πολιτικές, πιο ανθεκτικές και από τις κατσαρίδες. Επειδή έχουν καταλάβει μόνιμη θέση μέσα στο σπίτι μας, μέσα στον εαυτό μας, μέσα στη συνείδησή μας…
* Συνέντευξη στη Μερόπη Μωϋσιάδου (Κύπρος), Πολίτης της Κυριακής, ένθετο «Παράθυρο».
Η συνέχεια της συνέντευξης εδώ | |
File Size: | 150 kb |
File Type: |
01.02.2013:
Δεν είναι εύκολο να σώσεις ένα τζάνκι που γλίτωσε
3 φορές από overdose…*
(Για την ανάγνωση στην Ελλάδα)
Δεν είναι εύκολο να σώσεις ένα τζάνκι που γλίτωσε
3 φορές από overdose…*
(Για την ανάγνωση στην Ελλάδα)
ΕΡ. Ως ψυχή του εκδοτικού οίκου Τόπος, τι κατάλαβες για τους έλληνες αναγνώστες;
ΑΠ. Το 70-80% του αναγνωστικού κοινού της λογοτεχνίας είναι γυναίκες. Αυτό το ποσοστό αποφασίζει την πορεία του λογοτεχνικού βιβλίου στην Ελλάδα. Από αυτό το ποσοστό πάλι, το 50% δεν καταλαβαίνει άλλη διαφορά ανάμεσα σε ένα Άρλεκιν και έναν Ναμπόκοφ πέρα από τη διαπίστωση ότι ο δεύτερος είναι «δύσκολος» για το γούστο του. Όμως αυτό είναι φυσικό: Ποιος διδάσκει στο σχολείο λογοτεχνία; Πώς τη διδάσκει; Με τι βιβλία; Τι συστήνουν οι εφημερίδες κατά κύριο λόγο; Ποιους συγγραφείς καλούν στα σχολεία οι δάσκαλοι και οι καθηγητές να μιλήσουν στα παιδιά; Τι διαβάζουν οι κατ' ευφημισμό λέσχες αναγνωστών (αφού είναι στην πλειονότητά τους λέσχες αναγνωστριών); Απογοήτευση. Απέναντι σ' αυτό το τσιμεντένιο ποσοστό αναγνωστριών που καταναλώνει ποικίλες ''αποχρώσεις του γκρι'' ως βιάγκρα, αφού εξ ορισμού είναι αγάμητο στο σώμα και ανεξερεύνητο στην ψυχή του, δύσκολα εσύ μπορείς να σταθείς προτείνοντας αξιοπρεπή λογοτεχνία. Βαριέσαι ακόμα και να προσπαθήσεις. Μπορείς να σώσεις ένα τζάνκι που γλίτωσε τρεις φορές από overdose; Ποτέ.
* Συνέντευξη στο περιοδικό Soul, επιμ. Στ. Τσιτσόπουλος
ΑΠ. Το 70-80% του αναγνωστικού κοινού της λογοτεχνίας είναι γυναίκες. Αυτό το ποσοστό αποφασίζει την πορεία του λογοτεχνικού βιβλίου στην Ελλάδα. Από αυτό το ποσοστό πάλι, το 50% δεν καταλαβαίνει άλλη διαφορά ανάμεσα σε ένα Άρλεκιν και έναν Ναμπόκοφ πέρα από τη διαπίστωση ότι ο δεύτερος είναι «δύσκολος» για το γούστο του. Όμως αυτό είναι φυσικό: Ποιος διδάσκει στο σχολείο λογοτεχνία; Πώς τη διδάσκει; Με τι βιβλία; Τι συστήνουν οι εφημερίδες κατά κύριο λόγο; Ποιους συγγραφείς καλούν στα σχολεία οι δάσκαλοι και οι καθηγητές να μιλήσουν στα παιδιά; Τι διαβάζουν οι κατ' ευφημισμό λέσχες αναγνωστών (αφού είναι στην πλειονότητά τους λέσχες αναγνωστριών); Απογοήτευση. Απέναντι σ' αυτό το τσιμεντένιο ποσοστό αναγνωστριών που καταναλώνει ποικίλες ''αποχρώσεις του γκρι'' ως βιάγκρα, αφού εξ ορισμού είναι αγάμητο στο σώμα και ανεξερεύνητο στην ψυχή του, δύσκολα εσύ μπορείς να σταθείς προτείνοντας αξιοπρεπή λογοτεχνία. Βαριέσαι ακόμα και να προσπαθήσεις. Μπορείς να σώσεις ένα τζάνκι που γλίτωσε τρεις φορές από overdose; Ποτέ.
* Συνέντευξη στο περιοδικό Soul, επιμ. Στ. Τσιτσόπουλος
Όλο το άρθρο εδώ | |
File Size: | 37 kb |
File Type: | doc |
14.12.2012:
Λάθος πόλη, λάθος βιβλίο, δεν μπορώ να πιω.*
(Mια πικρή εμπειρία στο πολύ δύσκολο, για τον Ά.Μ., 2012)
Λάθος πόλη, λάθος βιβλίο, δεν μπορώ να πιω.*
(Mια πικρή εμπειρία στο πολύ δύσκολο, για τον Ά.Μ., 2012)
Μια Τετάρτη του Δεκέμβρη, φτάνω πολύ πρωί στη Θεσσαλονίκη. Έχω να μιλήσω απόψε για το Χαστουκόδεντρο. Κρύο. Και ήλιος που σκοτώνει. Αυτό το σκληρό κρύο κι αυτός ο ήλιος, μετά από βροχή, που αφήνει τα πάντα γυμνά, ξεπλυμένα, καθαρά στα περιγράμματά τους. Μου αρέσει αυτός ο καιρός. Μου αρέσει η προκυμαία σ' αυτόν τον καιρό. Η πόλη ξυπνάει αργά. Επειδή δουλεύουν λιγότεροι άνθρωποι, επειδή καμιά δουλειά δεν βιάζει, επειδή κάθε τρία μαγαζιά το ένα είναι κλειστό, επειδή πια λίγα αυτοκίνητα παρελαύνουν περήφανα, αργά στην Τσιμισκή, κι ακόμα λιγότερα στην παραλιακή οδό της Νίκης.
Ακόμα ωστόσο ξεμυτίζουν από κάτι στενά κι από κάτι μαγαζιά εκείνες οι ασυγκράτητες στον μοσχοθρεμμένο εγωισμό τους γυναίκες της Θεσσαλονίκης – για τις οποίες πάντα αναρωτιόμουν πού τα βρίσκουν τα λεφτά και κυκλοφορούν ντυμένες με τόσο τερατώδη επένδυση σε παπούτσια, τσάντες, μέικαπ, μαλλιά και άλλα αξεσουάρ. Ποια Παρίσια και ποια Λονδίνα… μια απίστευτη κινητή γκαρνταρόμπα σε installation που θα ζήλευε να φορέσει μια φορά στη ζωή της κάθε ηρωίδα του Sex and the City (για να παρουσιαστεί λίγο exotic στη Νέα Υόρκη) και που σίγουρα θα ήθελε να τσακίσει με ματωβαμμένο μπαλτά η εικαστικός Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Πάντα αναρωτιόμουν ποιος χρειάζεται την ακριβοπληρωμένη σε λεφτά και καταναγκασμούς ομορφιά τους, ποιος ενδεχομένως την απολαμβάνει, ποιος ενδεχομένως βασανίζεται γι' αυτήν, ποιος έστω την ανέχεται ως κοινωνικά αποδεκτό φαινόμενο. Όλες ίδιες, όλες στα μπαρ και στα καφέ, όλες βαριά βαμμένες, βαριά καπνίζουν, βαριά πίνουν, όλες με βαριά προφορά στη φωνή και κάποτε με μια βραχνάδα – ενώ οι βλακείες που ξεστομίζουν με ύφος γερασμένης πόρνης που εξαναγκάστηκε βιαίως να παραστεί στην καθωσπρέπει κοινωνία, σε υποχρεώνει να τις αντιμετωπίζεις τελικά με οίκτο αντί να τις αρχίζεις στα χαστούκια. (Διότι χαστούκια δεν αξίζει κανένα θύμα, ακόμα και το πιο παρδαλό στην κακομαθημένη εγωπάθειά του.)
Προσπερνώ, τις προσπερνώ όπου τις συναντάω. Κάνω ότι δεν υπάρχουν. Στρέφω τη ματιά μου πάντα προς τον βρώμικο Θερμαϊκό. Τον χειμώνα, κάτω από το κρυστάλλινο φως του ήλιου, η θάλασσα δείχνει πιο οικεία, πιο ζεστή: Αυτοί που ψαρεύουν λες και βρίσκονται στον παράδεισο, αυτοί που ποδηλατούν λες και κάνουν τον γύρο της λίμνης στη Γενεύη (με πλήρη εξάρτυση ελβετού ποδηλάτη), αυτοί που παρακολουθούν τους άλλους μέσα από τις τζαμαρίες των καφέ λες και η ζωή είναι πάντα ωραία (πράγμα που οι περισσότεροι, νεαροί στην ηλικία, φοιτητές κ.λπ. μοιάζει να το πιστεύουν). Ρωτάω από περιέργεια κάποιους από αυτούς τους τελευταίους πού βρίσκεται το Βυζαντινό Μουσείο και δεν ξέρουν ότι υπάρχει τέτοιο μουσείο. Για να τους διευκολύνω ρωτάω «που είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο» και απαντούν όλοι, μα όλοι, ότι «κάποιο μουσείο» είναι απέναντι από τον χώρο της διεθνούς έκθεσης.
Στον δρόμο για το μουσείο ένας άγγελος. Μια νεαρή σέρβα ή βουλγάρα με λευκορόδινα μάγουλα κρατά στο ένα της χέρι ένα μωρό, μικρογραφία της ίδιας, φασκιωμένο σε μια λιλιπούτεια παπλωματοθήκη με τα χτυπητά χρώματα λαϊκής μαντήλας, ενώ τείνει ευγενικά το άλλο στους περαστικούς ζητώντας να πουλήσει χαρτομάντηλα. Τη θαυμάζω από μακριά. Τόσο διαφορετική. Σχεδόν μεγαλειώδες που καταφέρνει ακόμα να είναι πολύχρωμη σαν σλάβικη μπάμπουσκα…
* Δημοσίευση στο Facebook: 14.12.2012
Αναδημοσίευση στο περ. Soul: 01.02.13
Ακόμα ωστόσο ξεμυτίζουν από κάτι στενά κι από κάτι μαγαζιά εκείνες οι ασυγκράτητες στον μοσχοθρεμμένο εγωισμό τους γυναίκες της Θεσσαλονίκης – για τις οποίες πάντα αναρωτιόμουν πού τα βρίσκουν τα λεφτά και κυκλοφορούν ντυμένες με τόσο τερατώδη επένδυση σε παπούτσια, τσάντες, μέικαπ, μαλλιά και άλλα αξεσουάρ. Ποια Παρίσια και ποια Λονδίνα… μια απίστευτη κινητή γκαρνταρόμπα σε installation που θα ζήλευε να φορέσει μια φορά στη ζωή της κάθε ηρωίδα του Sex and the City (για να παρουσιαστεί λίγο exotic στη Νέα Υόρκη) και που σίγουρα θα ήθελε να τσακίσει με ματωβαμμένο μπαλτά η εικαστικός Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Πάντα αναρωτιόμουν ποιος χρειάζεται την ακριβοπληρωμένη σε λεφτά και καταναγκασμούς ομορφιά τους, ποιος ενδεχομένως την απολαμβάνει, ποιος ενδεχομένως βασανίζεται γι' αυτήν, ποιος έστω την ανέχεται ως κοινωνικά αποδεκτό φαινόμενο. Όλες ίδιες, όλες στα μπαρ και στα καφέ, όλες βαριά βαμμένες, βαριά καπνίζουν, βαριά πίνουν, όλες με βαριά προφορά στη φωνή και κάποτε με μια βραχνάδα – ενώ οι βλακείες που ξεστομίζουν με ύφος γερασμένης πόρνης που εξαναγκάστηκε βιαίως να παραστεί στην καθωσπρέπει κοινωνία, σε υποχρεώνει να τις αντιμετωπίζεις τελικά με οίκτο αντί να τις αρχίζεις στα χαστούκια. (Διότι χαστούκια δεν αξίζει κανένα θύμα, ακόμα και το πιο παρδαλό στην κακομαθημένη εγωπάθειά του.)
Προσπερνώ, τις προσπερνώ όπου τις συναντάω. Κάνω ότι δεν υπάρχουν. Στρέφω τη ματιά μου πάντα προς τον βρώμικο Θερμαϊκό. Τον χειμώνα, κάτω από το κρυστάλλινο φως του ήλιου, η θάλασσα δείχνει πιο οικεία, πιο ζεστή: Αυτοί που ψαρεύουν λες και βρίσκονται στον παράδεισο, αυτοί που ποδηλατούν λες και κάνουν τον γύρο της λίμνης στη Γενεύη (με πλήρη εξάρτυση ελβετού ποδηλάτη), αυτοί που παρακολουθούν τους άλλους μέσα από τις τζαμαρίες των καφέ λες και η ζωή είναι πάντα ωραία (πράγμα που οι περισσότεροι, νεαροί στην ηλικία, φοιτητές κ.λπ. μοιάζει να το πιστεύουν). Ρωτάω από περιέργεια κάποιους από αυτούς τους τελευταίους πού βρίσκεται το Βυζαντινό Μουσείο και δεν ξέρουν ότι υπάρχει τέτοιο μουσείο. Για να τους διευκολύνω ρωτάω «που είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο» και απαντούν όλοι, μα όλοι, ότι «κάποιο μουσείο» είναι απέναντι από τον χώρο της διεθνούς έκθεσης.
Στον δρόμο για το μουσείο ένας άγγελος. Μια νεαρή σέρβα ή βουλγάρα με λευκορόδινα μάγουλα κρατά στο ένα της χέρι ένα μωρό, μικρογραφία της ίδιας, φασκιωμένο σε μια λιλιπούτεια παπλωματοθήκη με τα χτυπητά χρώματα λαϊκής μαντήλας, ενώ τείνει ευγενικά το άλλο στους περαστικούς ζητώντας να πουλήσει χαρτομάντηλα. Τη θαυμάζω από μακριά. Τόσο διαφορετική. Σχεδόν μεγαλειώδες που καταφέρνει ακόμα να είναι πολύχρωμη σαν σλάβικη μπάμπουσκα…
* Δημοσίευση στο Facebook: 14.12.2012
Αναδημοσίευση στο περ. Soul: 01.02.13
Όλο το άρθρο εδώ | |
File Size: | 278 kb |
File Type: |
03.12.2012:
Δεν βλάπτει μια ματιά στον καθρέφτη *
Δεν βλάπτει μια ματιά στον καθρέφτη *
ΕΡ. Πώς εξηγείται ‘’η μανία’’ σας με τον Εμφύλιο πόλεμο και τις πληγές του; Κατά πόσο έχουν επουλωθεί σήμερα;
ΑΠ. Κατανοώ ότι το ερώτημά σας παραπέμπει στο προηγούμενο μυθιστόρημά μου το Η μανία με την Άνοιξη. Ωστόσο δεν έχω καμία ιδιαίτερη «μανία» με τον Εμφύλιο. Απλά δεν μπορείς να γράψεις οποιοδήποτε θέμα για την Ελλάδα του εικοστού αιώνα δίχως αναφορά στην τραγική ιστορία του Εμφυλίου. Το ζήτημα είναι να καταλάβουμε την ανθρώπινη πλευρά του, να τον δούμε χωρίς να οχυρωνόμαστε στα ιδεολογήματά μας, δηλαδή να νιώσουμε στο πετσί μας τις πληγές, τα άγχη, την απόγνωση και τα κρυφά τραύματα που διατρέχουν σαν μικρά ματωμένα ρυάκια από τότε ως σήμερα όλη την κοινωνική μας ζωή… Το ζήτημα τελικά είναι να συμφιλιωθούμε μεταξύ μας, να αγαπηθούμε οι δύο πλευρές όπως αδέλφια που χώρισαν για ένα άδειο πουκάμισο, για μια Ελένη – αφού άλλοι αποφάσιζαν πριν από αυτούς γι' αυτούς… Πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, ιδιαίτερα σήμερα, που η τυφλή αγανάκτηση μετατρέπεται εύκολα από εγκληματίες δημαγωγούς σε οδηγό τυφλής, ανορθολογικής εκδίκησης κατά πάντων.
ΕΡ. Η πολιτική ανυπακοή – αλά Μπέτι Μπάρτλετ έχει εξαφανιστεί στις μέρες μας;
ΑΠ. Η πολιτική απείθεια, μια μορφή πολιτικής αντίστασης, καθόλα νόμιμη όταν πηγάζει από τη συλλογική ανάγκη, σήμερα θεωρώ ότι είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία. Αλλά όχι ως αυτοδικία του καθενός μας, πχ. πάω αυτοβούλως και χαστουκίζω ή χτυπάω τον όποιο πολιτικό συναντώ στον δρόμο, αλλά ως συλλογική πολιτική πράξη. Διαφορετικά οδηγούμαστε στην τυφλή αλληλοεξόντωση, στον τυφλό, ακήρυκτο εμφύλιο, στην καταστροφή.
ΕΡ. Η δομή του βιβλίου από το στήσιμό του μέχρι το επίμετρο και τις αναφορές του θυμίζει ένα διαφορετικό δημοσιογραφικό ρεπορτάζ στα όρια του ‘’παιχνιδιού’’. Γιατί επιλέξατε αυτό το τρόπο;
ΑΠ. Το παιχνίδι με τους ξύλινους κύβους που σχηματίζουν διαφορετικές εικόνες, ανάλογα με το πώς τους τοποθετείς, είναι το κλειδί της ανάγνωσης του βιβλίου. Αυτή είναι η κύρια δομή του. Οι τίτλοι, οι εκατοντάδες τίτλοι παραπέμπουν σε ρεπορτάζ, αλλά πρόκειται, όπως κατανοεί εύκολα ο αναγνώστης, για «πειραγμένο» ρεπορτάζ. Η Ιστορία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση αλλά ταυτοχρόνως και μια υπόθεση απίστευτα ιδεολογημένη και μυθολογημένη, άρα παιγνιώδης. Κι αυτό, επειδή στην Ιστορία, το κάθε γεγονός, όπως κι αν έχει «επισήμως πιστοποιηθεί», πάντα μπορεί να έχει συμβεί και διαφορετικά. Αλίμονο στο μυθιστόρημα που δεν θα δοκιμάσει να παίξει με αυτόν τον κανόνα της Ιστορίας. Άλλωστε χωρίς θεμελιώδη ψέματα η λογοτεχνία δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να αγγίξει τη θεμελιώδη αλήθεια.
ΕΡ. Όπως έχετε δηλώσει ‘’σας ενδιαφέρει η περιοχή ανάμεσα στο ιστορικό γεγονός και την μυθολογία που το περιβάλλει ‘’. Πόσο άβατη είναι αυτή η περιοχή για έναν συγγραφέα;
ΑΠ. Καθόλου άβατη. Όπως ελπίζω να κατέστησα κατανοητό, απαντώντας στο προηγούμενο ερώτημά σας, αυτή η περιοχή είναι το κατεξοχήν πεδίο για ένα συγγραφέα που καταπιάνεται με την πολιτική ή γενικότερα την Ιστορία. Επειδή σκοπός ενός τέτοιου μυθιστορήματος, όπως εν προκειμένω του Χαστουκόδεντρου, δεν είναι τόσο να αναπλάσει «ρεαλιστικά», «πειστικά», το «χρώμα» και την «ατμόσφαιρα» της εποχής, όσο να προσκαλέσει τον αναγνώστη να αναστοχαστεί τη δική του θέση στο εσωτερικό της (υπό αφήγηση) Ιστορίας. Είναι σαν να λέμε στον αναγνώστη: «Ξέχνα ό,τι ξέρεις για λίγο από την Ιστορία, για λίγο μόνο. Αφέσου τώρα στην ιστορία του μυθιστορήματος και, δες: υπάρχει κι αυτός ο δρόμος, κι εκείνος εκεί, και ο άλλος». Κι ύστερα προσθέτουμε: «πάρε αυτά τα κυβάκια, φίλε αναγνώστη, εγώ σου έδειξα, ένα δύο, τρεις, πέντε δρόμους. Πάρε τα κυβάκια, φτιάξε την εικόνα που θεωρείς ότι αποδίδει πιστότερα την Ιστορία, τη δική σου Ιστορία…»
ΕΡ. Ένα χαστούκι είναι αρκετό αυτές τις ‘’περίεργα δύσκολες’’ μέρες που ζούμε; Ή μήπως ένα κοίταγμα στο καθρέπτη είναι αρκετό;
ΑΠ. Κανένα χαστούκι δεν είναι για καλό. Το χαστούκι εμπεριέχει τη βία, δεν εμπεριέχει τον ορθό λόγο. Το χαστούκι καταλήγει ως έσχατη (συλλογική) λύση όταν ο ορθός λόγος καταλύεται από την Εξουσία. Όπως στα χρόνια της Φρειδερίκης και της Μπέτι.
Το να κοιταχτεί ο καθένας μας στον καθρέφτη αυτή την εποχή προσπαθώντας να διακρίνει το μικρό τέρας που τον κυβερνάει την ώρα της απόγνωσης, το έχω πει σε άλλη συνέντευξη, είναι θεραπευτικό. Για εκείνον, για τους άλλους, για τη χώρα.
* Συνέντευξη στην εφημ. Κόσμος (ένθετο «Citylife») στην Πάτρα, Mιχάλης Παπαγεωργίου.
Τίτλος: «Ας κρυφτούμε κάτω από το… «Χαστουκόδεντρο».
ΑΠ. Κατανοώ ότι το ερώτημά σας παραπέμπει στο προηγούμενο μυθιστόρημά μου το Η μανία με την Άνοιξη. Ωστόσο δεν έχω καμία ιδιαίτερη «μανία» με τον Εμφύλιο. Απλά δεν μπορείς να γράψεις οποιοδήποτε θέμα για την Ελλάδα του εικοστού αιώνα δίχως αναφορά στην τραγική ιστορία του Εμφυλίου. Το ζήτημα είναι να καταλάβουμε την ανθρώπινη πλευρά του, να τον δούμε χωρίς να οχυρωνόμαστε στα ιδεολογήματά μας, δηλαδή να νιώσουμε στο πετσί μας τις πληγές, τα άγχη, την απόγνωση και τα κρυφά τραύματα που διατρέχουν σαν μικρά ματωμένα ρυάκια από τότε ως σήμερα όλη την κοινωνική μας ζωή… Το ζήτημα τελικά είναι να συμφιλιωθούμε μεταξύ μας, να αγαπηθούμε οι δύο πλευρές όπως αδέλφια που χώρισαν για ένα άδειο πουκάμισο, για μια Ελένη – αφού άλλοι αποφάσιζαν πριν από αυτούς γι' αυτούς… Πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, ιδιαίτερα σήμερα, που η τυφλή αγανάκτηση μετατρέπεται εύκολα από εγκληματίες δημαγωγούς σε οδηγό τυφλής, ανορθολογικής εκδίκησης κατά πάντων.
ΕΡ. Η πολιτική ανυπακοή – αλά Μπέτι Μπάρτλετ έχει εξαφανιστεί στις μέρες μας;
ΑΠ. Η πολιτική απείθεια, μια μορφή πολιτικής αντίστασης, καθόλα νόμιμη όταν πηγάζει από τη συλλογική ανάγκη, σήμερα θεωρώ ότι είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία. Αλλά όχι ως αυτοδικία του καθενός μας, πχ. πάω αυτοβούλως και χαστουκίζω ή χτυπάω τον όποιο πολιτικό συναντώ στον δρόμο, αλλά ως συλλογική πολιτική πράξη. Διαφορετικά οδηγούμαστε στην τυφλή αλληλοεξόντωση, στον τυφλό, ακήρυκτο εμφύλιο, στην καταστροφή.
ΕΡ. Η δομή του βιβλίου από το στήσιμό του μέχρι το επίμετρο και τις αναφορές του θυμίζει ένα διαφορετικό δημοσιογραφικό ρεπορτάζ στα όρια του ‘’παιχνιδιού’’. Γιατί επιλέξατε αυτό το τρόπο;
ΑΠ. Το παιχνίδι με τους ξύλινους κύβους που σχηματίζουν διαφορετικές εικόνες, ανάλογα με το πώς τους τοποθετείς, είναι το κλειδί της ανάγνωσης του βιβλίου. Αυτή είναι η κύρια δομή του. Οι τίτλοι, οι εκατοντάδες τίτλοι παραπέμπουν σε ρεπορτάζ, αλλά πρόκειται, όπως κατανοεί εύκολα ο αναγνώστης, για «πειραγμένο» ρεπορτάζ. Η Ιστορία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση αλλά ταυτοχρόνως και μια υπόθεση απίστευτα ιδεολογημένη και μυθολογημένη, άρα παιγνιώδης. Κι αυτό, επειδή στην Ιστορία, το κάθε γεγονός, όπως κι αν έχει «επισήμως πιστοποιηθεί», πάντα μπορεί να έχει συμβεί και διαφορετικά. Αλίμονο στο μυθιστόρημα που δεν θα δοκιμάσει να παίξει με αυτόν τον κανόνα της Ιστορίας. Άλλωστε χωρίς θεμελιώδη ψέματα η λογοτεχνία δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να αγγίξει τη θεμελιώδη αλήθεια.
ΕΡ. Όπως έχετε δηλώσει ‘’σας ενδιαφέρει η περιοχή ανάμεσα στο ιστορικό γεγονός και την μυθολογία που το περιβάλλει ‘’. Πόσο άβατη είναι αυτή η περιοχή για έναν συγγραφέα;
ΑΠ. Καθόλου άβατη. Όπως ελπίζω να κατέστησα κατανοητό, απαντώντας στο προηγούμενο ερώτημά σας, αυτή η περιοχή είναι το κατεξοχήν πεδίο για ένα συγγραφέα που καταπιάνεται με την πολιτική ή γενικότερα την Ιστορία. Επειδή σκοπός ενός τέτοιου μυθιστορήματος, όπως εν προκειμένω του Χαστουκόδεντρου, δεν είναι τόσο να αναπλάσει «ρεαλιστικά», «πειστικά», το «χρώμα» και την «ατμόσφαιρα» της εποχής, όσο να προσκαλέσει τον αναγνώστη να αναστοχαστεί τη δική του θέση στο εσωτερικό της (υπό αφήγηση) Ιστορίας. Είναι σαν να λέμε στον αναγνώστη: «Ξέχνα ό,τι ξέρεις για λίγο από την Ιστορία, για λίγο μόνο. Αφέσου τώρα στην ιστορία του μυθιστορήματος και, δες: υπάρχει κι αυτός ο δρόμος, κι εκείνος εκεί, και ο άλλος». Κι ύστερα προσθέτουμε: «πάρε αυτά τα κυβάκια, φίλε αναγνώστη, εγώ σου έδειξα, ένα δύο, τρεις, πέντε δρόμους. Πάρε τα κυβάκια, φτιάξε την εικόνα που θεωρείς ότι αποδίδει πιστότερα την Ιστορία, τη δική σου Ιστορία…»
ΕΡ. Ένα χαστούκι είναι αρκετό αυτές τις ‘’περίεργα δύσκολες’’ μέρες που ζούμε; Ή μήπως ένα κοίταγμα στο καθρέπτη είναι αρκετό;
ΑΠ. Κανένα χαστούκι δεν είναι για καλό. Το χαστούκι εμπεριέχει τη βία, δεν εμπεριέχει τον ορθό λόγο. Το χαστούκι καταλήγει ως έσχατη (συλλογική) λύση όταν ο ορθός λόγος καταλύεται από την Εξουσία. Όπως στα χρόνια της Φρειδερίκης και της Μπέτι.
Το να κοιταχτεί ο καθένας μας στον καθρέφτη αυτή την εποχή προσπαθώντας να διακρίνει το μικρό τέρας που τον κυβερνάει την ώρα της απόγνωσης, το έχω πει σε άλλη συνέντευξη, είναι θεραπευτικό. Για εκείνον, για τους άλλους, για τη χώρα.
* Συνέντευξη στην εφημ. Κόσμος (ένθετο «Citylife») στην Πάτρα, Mιχάλης Παπαγεωργίου.
Τίτλος: «Ας κρυφτούμε κάτω από το… «Χαστουκόδεντρο».
27.11.2012:
Περί νεότητος και άλλων τινών*
(Ερώτηση Πανδοχέα)
Περί νεότητος και άλλων τινών*
(Ερώτηση Πανδοχέα)
|
ΕΡ. Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής, της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;
ΑΠ. Δεν θέλω την αιώνια νιότη. Ο κόσμος υπάρχει για να γεννιέται, να μεγαλώνει, να γερνάει, να πεθαίνει. Είναι πάρα πολύ όμορφο πράγμα αυτό. Και δεν τρελαίνομαι με το δώρο της γραφής και της ανάγνωσης. Θα μπορούσα να ζήσω και σ' ένα νησί των Αντιλών (ή έστω του Αιγαίου) ως ψαράς. Ή στο παράσπιτο των 30 τετραγωνικών μιας έπαυλης στην Ιταλία ως κηπουρός. Ω, θα ήμουν ευτυχής, μακάριος, ως πτωχός τω πνεύματι. * Η ερώτηση προέρχεται από μια εξαντλητική εφ' όλης της γραφής του Ά.Μ. συνέντευξη στο διαδικτυακό Πανδοχείο του Λάμπρου Σκουζάκη. |
08.11.12:
Άρης Μαραγκόπουλος: “Η ιστορία τιμωρεί τους αδιάβαστους μαθητές της” *
Χαστουκόδεντρο: Ένα χαστούκι ως λαϊκό διάβημα
Άρης Μαραγκόπουλος: “Η ιστορία τιμωρεί τους αδιάβαστους μαθητές της” *
Χαστουκόδεντρο: Ένα χαστούκι ως λαϊκό διάβημα
[…] Τι ήταν εκείνο που σας συγκίνησε στην ιστορία του Αντώνη και της Μπέτι Αμπατιέλου: Η ερωτική ιστορία ή η πολιτική ατμόσφαιρα εκείνης της χρονικής περιόδου;
Ήθελα να απαντήσω σε ένα ερώτημα: πώς γίνεται να είσαι τριαντατριών ετών, η γυναίκα σου λίγο μικρότερη, να κλείνεσαι φυλακή, να ξαναβγαίνεις ύστερα από 17 χρόνια, δηλαδή στα πενήντα σου, εκείνη όχι απλώς να περιμένει σαν Πηνελόπη, αλλά να αγωνίζεται ακατάπαυστα όλα αυτά τα χρόνια να σε ελευθερώσει, ο κόσμος στο μεταξύ να αλλάζει ραγδαία και η ζωή να συνεχίζεται κανονικότατα λες και όλη αυτή η απαράδεκτη, η απάνθρωπη συνθήκη να είναι κάτι φυσιολογικό… Ήταν χιλιάδες οι Έλληνες που πέρασαν τα βάσανα του Αντώνη και της Μπέτι στις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα. Χιλιάδες. Πώς ζούσαν; Πώς άντεχαν; Πώς άντεχαν αυτή τη δυστυχία οι άλλοι; Αυτοί που δεν έπαθαν τίποτε, αυτοί που δεν πρόδωσαν την αγανάκτηση, τον θυμό, αυτοί που έσκυψαν ταπεινωτικά το σβέρκο στις στυγνές συνθήκες της εποχής; Πώς είναι τελικά να αντιστέκεσαι; Αλλά και πώς είναι να μην αντιστέκεσαι στη βαρβαρότητα; Σύντομα τα ερωτήματα αυτά θα μας απασχολήσουν ξανά…
[…] Στο πολιτικό κλίμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας του '50 και '60 κυριαρχεί η απροκάλυπτη επέμβαση των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας: Παλάτι γερμανικής καταγωγής και ισχυρή αμερικανική διπλωματία. Υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα σε εκείνο το τοπίο με αυτό που βλέπουμε σήμερα;
Νομίζω ότι οι ομοιότητες αφορούν λιγότερο τελικά τον ξένο παράγοντα που, όπως τόνισα προηγουμένως είναι έτσι κι αλλιώς εμφανής τότε και τώρα, όσο την εσωτερική πολιτική ζωή που χαρακτηρίζει πάντα η διαφθορά, το ξεπούλημα, η απόσταση από τον κόσμο, ο ραγιαδισμός. Υπάρχουν δύο πράγματα που δεν άλλαξαν ποτέ στην Ελλάδα: πρώτον, οι πολιτικοί χρησιμεύουν σταθερά ως εργαλεία διχόνοιας και διάσπασης των δημοκρατικών Ελλήνων προς όφελος των ξένων, δεύτερον, οι φυλακές ποτέ μα ποτέ δεν έπαψαν να φιλοξενούν πολιτικούς κρατουμένους. Αυτή η ιστορική συνθήκη απαντάει πλήρως στο ερώτημα.
[…] Ποιό πιστεύετε ότι είναι το χειρότερο παρεπόμενο της σημερινής βαθειάς κρίσης: Η οικονομική εξάντληση και απειλούμενη πτώχευση του μεγαλύτερου μέρους των Ελλήνων ή εν τέλει η αφαίρεση της αξιοπρέπειας τους μέσα σε ένα κλίμα πρωτοφανούς διεθνούς απαξίωσης;
[…] Η αναξιοπρέπεια έχει θεσμοθετηθεί ως αρετή σ' αυτή τη χώρα. Βοήθησε προς αυτή την κατεύθυνση ολόκληρη η μεταπολίτευση, πατώντας στα θεμέλια ενός σαθρού κρατικού οικοδομήματος που έχει κτιστεί προσεκτικά στα μεταπολεμικά χρόνια, αυτό προσπαθεί να δείξει και το Χαστουκόδεντρο. Η φτώχεια δεν συγκρίνεται με την αναξιοπρέπεια. Μπορείς να ζήσεις με τα απολύτως αναγκαία, δεν μπορείς να ζήσεις ηττημένος, ντροπιασμένος, γυμνός από συντρόφους, από αλληλεγγύη, από αγάπη. Ακόμα και στη μεγάλη πείνα της Κατοχής, ελάχιστοι ήταν αυτοί που κοιμόντουσαν στον δρόμο, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σήμερα… Δεν μπορείς να ζήσεις ως παρίας λαός της Ευρώπης, επειδή πολύ απλά δεν είσαι. Αλλά κινδυνεύεις να γίνεις. Επειδή ως Έλληνας έχεις χάσει κάθε εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Πάλι και πάλι και πάλι το πρόβλημα της ελληνικής ταυτότητας το βρίσκουμε μπροστά μας. Δεν είναι τυχαίο.
Τώρα όμως δεν έχει να κάνει με την αρχαιοπληξία ή τον βυζαντινισμό παππαδαριού και χρυσαυγιτών, έχει περισσότερο να κάνει με την αφαίμαξη κάθε εμπιστοσύνης στον εαυτό μας. Κανείς πια δεν εμπιστεύεται κανέναν. Ο κλέφτης και ο απατεώνας κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με σένα. Το λαμόγιο που σου έδωσε την άδεια για το αυθαίρετο είναι «κολλητός» σου. Ο υπάλληλος που σου χορήγησε ψεύτικη σύνταξη σου κλείνει το μάτι στον δρόμο. Αλλά με μικροσυμφέροντα και κομπίνες δεν κτίζονται σχέσεις αλληλεγγύης. Μόνο συμμορίες κτίζονται έτσι. Οπότε, τώρα που όλος αυτός ο «δημοκρατικός παράδεισος» γκρεμίζεται εκ θεμελίων, κανείς δεν αγαπάει κανέναν πια. Εύκολα μισούμε ο ένας τον άλλον. Και ακόμα πιο εύκολα, όπως επιμένει και το Χαστουκόδεντρο, γινόμαστε guinea pigs για χάρη συμφερόντων που δεν μας αφορούν – αλλά ακόμα πολλοί τα πιστεύουμε, ακόμα ύστερα από τόσες ήττες, τόσες άσκοπες θυσίες, τόσα ξεπουλήματα, πολλοί τα πιστεύουμε ότι είναι δικά μας…
* Αποσπάσματα από εκτενή συνέντευξη στο διαδικτυακό περ. Bookbar, με αφορμή την έκδοση του Χαστουκόδεντρου στην Ελπίδα Πασαμιχάλη.
Στο επισυναπτόμενο αρχείο μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη:
Ήθελα να απαντήσω σε ένα ερώτημα: πώς γίνεται να είσαι τριαντατριών ετών, η γυναίκα σου λίγο μικρότερη, να κλείνεσαι φυλακή, να ξαναβγαίνεις ύστερα από 17 χρόνια, δηλαδή στα πενήντα σου, εκείνη όχι απλώς να περιμένει σαν Πηνελόπη, αλλά να αγωνίζεται ακατάπαυστα όλα αυτά τα χρόνια να σε ελευθερώσει, ο κόσμος στο μεταξύ να αλλάζει ραγδαία και η ζωή να συνεχίζεται κανονικότατα λες και όλη αυτή η απαράδεκτη, η απάνθρωπη συνθήκη να είναι κάτι φυσιολογικό… Ήταν χιλιάδες οι Έλληνες που πέρασαν τα βάσανα του Αντώνη και της Μπέτι στις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα. Χιλιάδες. Πώς ζούσαν; Πώς άντεχαν; Πώς άντεχαν αυτή τη δυστυχία οι άλλοι; Αυτοί που δεν έπαθαν τίποτε, αυτοί που δεν πρόδωσαν την αγανάκτηση, τον θυμό, αυτοί που έσκυψαν ταπεινωτικά το σβέρκο στις στυγνές συνθήκες της εποχής; Πώς είναι τελικά να αντιστέκεσαι; Αλλά και πώς είναι να μην αντιστέκεσαι στη βαρβαρότητα; Σύντομα τα ερωτήματα αυτά θα μας απασχολήσουν ξανά…
[…] Στο πολιτικό κλίμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας του '50 και '60 κυριαρχεί η απροκάλυπτη επέμβαση των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας: Παλάτι γερμανικής καταγωγής και ισχυρή αμερικανική διπλωματία. Υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα σε εκείνο το τοπίο με αυτό που βλέπουμε σήμερα;
Νομίζω ότι οι ομοιότητες αφορούν λιγότερο τελικά τον ξένο παράγοντα που, όπως τόνισα προηγουμένως είναι έτσι κι αλλιώς εμφανής τότε και τώρα, όσο την εσωτερική πολιτική ζωή που χαρακτηρίζει πάντα η διαφθορά, το ξεπούλημα, η απόσταση από τον κόσμο, ο ραγιαδισμός. Υπάρχουν δύο πράγματα που δεν άλλαξαν ποτέ στην Ελλάδα: πρώτον, οι πολιτικοί χρησιμεύουν σταθερά ως εργαλεία διχόνοιας και διάσπασης των δημοκρατικών Ελλήνων προς όφελος των ξένων, δεύτερον, οι φυλακές ποτέ μα ποτέ δεν έπαψαν να φιλοξενούν πολιτικούς κρατουμένους. Αυτή η ιστορική συνθήκη απαντάει πλήρως στο ερώτημα.
[…] Ποιό πιστεύετε ότι είναι το χειρότερο παρεπόμενο της σημερινής βαθειάς κρίσης: Η οικονομική εξάντληση και απειλούμενη πτώχευση του μεγαλύτερου μέρους των Ελλήνων ή εν τέλει η αφαίρεση της αξιοπρέπειας τους μέσα σε ένα κλίμα πρωτοφανούς διεθνούς απαξίωσης;
[…] Η αναξιοπρέπεια έχει θεσμοθετηθεί ως αρετή σ' αυτή τη χώρα. Βοήθησε προς αυτή την κατεύθυνση ολόκληρη η μεταπολίτευση, πατώντας στα θεμέλια ενός σαθρού κρατικού οικοδομήματος που έχει κτιστεί προσεκτικά στα μεταπολεμικά χρόνια, αυτό προσπαθεί να δείξει και το Χαστουκόδεντρο. Η φτώχεια δεν συγκρίνεται με την αναξιοπρέπεια. Μπορείς να ζήσεις με τα απολύτως αναγκαία, δεν μπορείς να ζήσεις ηττημένος, ντροπιασμένος, γυμνός από συντρόφους, από αλληλεγγύη, από αγάπη. Ακόμα και στη μεγάλη πείνα της Κατοχής, ελάχιστοι ήταν αυτοί που κοιμόντουσαν στον δρόμο, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σήμερα… Δεν μπορείς να ζήσεις ως παρίας λαός της Ευρώπης, επειδή πολύ απλά δεν είσαι. Αλλά κινδυνεύεις να γίνεις. Επειδή ως Έλληνας έχεις χάσει κάθε εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Πάλι και πάλι και πάλι το πρόβλημα της ελληνικής ταυτότητας το βρίσκουμε μπροστά μας. Δεν είναι τυχαίο.
Τώρα όμως δεν έχει να κάνει με την αρχαιοπληξία ή τον βυζαντινισμό παππαδαριού και χρυσαυγιτών, έχει περισσότερο να κάνει με την αφαίμαξη κάθε εμπιστοσύνης στον εαυτό μας. Κανείς πια δεν εμπιστεύεται κανέναν. Ο κλέφτης και ο απατεώνας κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με σένα. Το λαμόγιο που σου έδωσε την άδεια για το αυθαίρετο είναι «κολλητός» σου. Ο υπάλληλος που σου χορήγησε ψεύτικη σύνταξη σου κλείνει το μάτι στον δρόμο. Αλλά με μικροσυμφέροντα και κομπίνες δεν κτίζονται σχέσεις αλληλεγγύης. Μόνο συμμορίες κτίζονται έτσι. Οπότε, τώρα που όλος αυτός ο «δημοκρατικός παράδεισος» γκρεμίζεται εκ θεμελίων, κανείς δεν αγαπάει κανέναν πια. Εύκολα μισούμε ο ένας τον άλλον. Και ακόμα πιο εύκολα, όπως επιμένει και το Χαστουκόδεντρο, γινόμαστε guinea pigs για χάρη συμφερόντων που δεν μας αφορούν – αλλά ακόμα πολλοί τα πιστεύουμε, ακόμα ύστερα από τόσες ήττες, τόσες άσκοπες θυσίες, τόσα ξεπουλήματα, πολλοί τα πιστεύουμε ότι είναι δικά μας…
* Αποσπάσματα από εκτενή συνέντευξη στο διαδικτυακό περ. Bookbar, με αφορμή την έκδοση του Χαστουκόδεντρου στην Ελπίδα Πασαμιχάλη.
Στο επισυναπτόμενο αρχείο μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη:
|
16.10.2012:
Τι σημαίνει το ρήμα «αντέχω»*
(Γιατί γράφτηκε το Χαστουκόδεντρο)
Τι σημαίνει το ρήμα «αντέχω»*
(Γιατί γράφτηκε το Χαστουκόδεντρο)
ΕΡ. Εκείνα τα θέματα, που, κυρίως, θέλατε να επικοινωνήσετε με το Χαστουκόδεντρο, φροντίζοντας να μην σας... ξεφύγουν ως το τέλος, ποια ήταν;
Ά.Μ. Γράφοντας το Χαστουκόδεντρο προσπάθησα να καταλάβω πρώτα απ' όλα τι σημαίνει το ρήμα «αντέχω». Τι σημαίνει δηλαδή να τρως απανωτά «χαστούκια», όπως συνέβη με χιλιάδες ανθρώπους στην Ελλάδα από τον πόλεμο ως το 1974, κι εσύ, ωστόσο, εκεί, ακλόνητος, εφ ω ετάχθης, να αντέχεις, να αντέχεις συνέχεια. Κι από την ανάποδη: τι σημαίνει για τη ζωή σου να αντέχεις τα «χαστούκια»;
Πώς γίνεται να μη ζεις σαν κανονικός άνθρωπος για να αντέξεις, πώς γίνεται να μένεις τις δυο πιο σημαντικές δεκαετίες της ζωής σου φυλακή, να μην υπογράφεις, εκεί, να ζεις τη ζωή κλεισμένος μέσα, να αγωνίζεσαι για «ένα καλύτερο αύριο» μέσα, η ζωή απέξω να προχωράει με τον όποιο βηματισμό της κι εσύ εκεί, ως Ριπ Βαν Ουίνκλ, να βγαίνεις μια μέρα στην πραγματικότητα που έχει αλλάξει χωρίς εσένα. Και μαζί μ' αυτό πώς γίνεται να έχεις ζήσει αυτή την υπεράνθρωπη «αντοχή» και μια μέρα να μαθαίνεις ότι μερικά απ' όσα πίστευες, τα περισσότερα, δεν ήταν έτσι, δεν ήταν ακριβώς έτσι, άλλο ένα χαστούκι, άλλη μια ήττα, άλλη μια φορά να πρέπει ν' αντέξεις…
Κι ακόμα γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα ήθελα να καταλάβω πώς γίνεται κι αυτά που συνέβαιναν τότε, όταν ήμουν παιδί, κι όταν ήμουν έφηβος κι όταν τέλειωσα το πανεπιστήμιο κ.λπ. να συμβαίνουν πάλι σήμερα, σε άλλες μορφές αλλά απαράλλαχτα ίδια. Επειδή πάλι τρώμε χαστούκια, απίστευτα χαστούκια, και δεν μπορούμε ούτε μια καρπαζιά να δώσουμε. Είναι τώρα πιο αόρατος από ποτέ ο εχθρός. Πιο πολυμήχανος από ποτέ. Κι εμείς είμαστε πάντα, πάντα ένας λαός πειραματόζωο με διεφθαρμένους πολιτικούς, ζούμε μια ζωή ως guinea pigs: μια χώρα που δεν αγαπάει τον εαυτό της, μια χώρα που σκοτώνει τον καλύτερο εαυτό της, μια χώρα σταθερά σε εμφύλια διαμάχη, το πιο συχνά για ένα τίποτε, για ένα άδειο πουκάμισο… Επειδή άλλοι, πάντα, αποφασίζουν πριν από μας για μας.
Και τέλος, ήθελα να δω με το μυθιστόρημα αυτό αν αληθεύει ότι η αγάπη, η συντροφική αγάπη μπορεί να κρατήσει όρθιο τον άνθρωπο, μπορεί να τον κάνει ν' αντέχει, μπορεί να τον κάνει να αντιστέκεται.
Δεν βρήκα όλες τις απαντήσεις σ' όλα αυτά, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα. Ψάχνοντας εκείνο το παρελθόν ίσως βρούμε καινούριους, αχαρτογράφητους ακόμα δρόμους, προς το μέλλον. Αυτό ήταν η πυξίδα μου και η ελπίδα μου όσο έγραφα το Χαστουκόδεντρο…
* Διαδικτυακό ΤVXS, τίτλος συνέντευξης: «Η συλλογική πολιτική απείθεια ως έσχατη πολιτική στάση», επιμ. Κρυσταλία Πατούλη.
Ά.Μ. Γράφοντας το Χαστουκόδεντρο προσπάθησα να καταλάβω πρώτα απ' όλα τι σημαίνει το ρήμα «αντέχω». Τι σημαίνει δηλαδή να τρως απανωτά «χαστούκια», όπως συνέβη με χιλιάδες ανθρώπους στην Ελλάδα από τον πόλεμο ως το 1974, κι εσύ, ωστόσο, εκεί, ακλόνητος, εφ ω ετάχθης, να αντέχεις, να αντέχεις συνέχεια. Κι από την ανάποδη: τι σημαίνει για τη ζωή σου να αντέχεις τα «χαστούκια»;
Πώς γίνεται να μη ζεις σαν κανονικός άνθρωπος για να αντέξεις, πώς γίνεται να μένεις τις δυο πιο σημαντικές δεκαετίες της ζωής σου φυλακή, να μην υπογράφεις, εκεί, να ζεις τη ζωή κλεισμένος μέσα, να αγωνίζεσαι για «ένα καλύτερο αύριο» μέσα, η ζωή απέξω να προχωράει με τον όποιο βηματισμό της κι εσύ εκεί, ως Ριπ Βαν Ουίνκλ, να βγαίνεις μια μέρα στην πραγματικότητα που έχει αλλάξει χωρίς εσένα. Και μαζί μ' αυτό πώς γίνεται να έχεις ζήσει αυτή την υπεράνθρωπη «αντοχή» και μια μέρα να μαθαίνεις ότι μερικά απ' όσα πίστευες, τα περισσότερα, δεν ήταν έτσι, δεν ήταν ακριβώς έτσι, άλλο ένα χαστούκι, άλλη μια ήττα, άλλη μια φορά να πρέπει ν' αντέξεις…
Κι ακόμα γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα ήθελα να καταλάβω πώς γίνεται κι αυτά που συνέβαιναν τότε, όταν ήμουν παιδί, κι όταν ήμουν έφηβος κι όταν τέλειωσα το πανεπιστήμιο κ.λπ. να συμβαίνουν πάλι σήμερα, σε άλλες μορφές αλλά απαράλλαχτα ίδια. Επειδή πάλι τρώμε χαστούκια, απίστευτα χαστούκια, και δεν μπορούμε ούτε μια καρπαζιά να δώσουμε. Είναι τώρα πιο αόρατος από ποτέ ο εχθρός. Πιο πολυμήχανος από ποτέ. Κι εμείς είμαστε πάντα, πάντα ένας λαός πειραματόζωο με διεφθαρμένους πολιτικούς, ζούμε μια ζωή ως guinea pigs: μια χώρα που δεν αγαπάει τον εαυτό της, μια χώρα που σκοτώνει τον καλύτερο εαυτό της, μια χώρα σταθερά σε εμφύλια διαμάχη, το πιο συχνά για ένα τίποτε, για ένα άδειο πουκάμισο… Επειδή άλλοι, πάντα, αποφασίζουν πριν από μας για μας.
Και τέλος, ήθελα να δω με το μυθιστόρημα αυτό αν αληθεύει ότι η αγάπη, η συντροφική αγάπη μπορεί να κρατήσει όρθιο τον άνθρωπο, μπορεί να τον κάνει ν' αντέχει, μπορεί να τον κάνει να αντιστέκεται.
Δεν βρήκα όλες τις απαντήσεις σ' όλα αυτά, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα. Ψάχνοντας εκείνο το παρελθόν ίσως βρούμε καινούριους, αχαρτογράφητους ακόμα δρόμους, προς το μέλλον. Αυτό ήταν η πυξίδα μου και η ελπίδα μου όσο έγραφα το Χαστουκόδεντρο…
* Διαδικτυακό ΤVXS, τίτλος συνέντευξης: «Η συλλογική πολιτική απείθεια ως έσχατη πολιτική στάση», επιμ. Κρυσταλία Πατούλη.
Εδώ όλη η συνέντευξη | |
File Size: | 152 kb |
File Type: |
10.06.2011:
Κάτι λίγα για την τεχνολογία του βιβλίου*
Κάτι λίγα για την τεχνολογία του βιβλίου*
ΕΡ. Πιστεύετε ότι θα εκλείψει το χάρτινο βιβλίο;
Αν οι ηλεκτρονικοί αναγνώστες κυριαρχήσουν στην αγορά, όπως κυριάρχησαν τα smart phones, ναι, τότε, αυτό θα γίνει. Αργά ή γρήγορα. Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη και το ζήτημα της ηλικίας. Οι νεαροί αναγνώστες που μεγάλωσαν με κινητά και διαδίκτυο δεν τρελαίνονται με τον όγκο, το βάρος και την περίφημη «μυρωδιά» του τυπωμένου χαρτιού. Το αντίθετο, ζητούν κάτι πιο κοντά στη δική τους αναγνωστική κουλτούρα. Οι σημερινοί 15άρηδες σε δέκα το πολύ χρόνια θα γελάνε (αν δεν θα τρομάζουν) με την ογκώδη βιβλιοθήκη των γονιών τους. Η ηλεκτρονική ανάγνωση έχει άλλους κανόνες από αυτήν του τυπωμένου βιβλίου. Χειρίζεται διαφορετικά την πληροφορία, την αναγνωστική απόλαυση, την επιστήμη, τη λογοτεχνία, τις τέχνες κ.λπ. Όσοι δεν την έχουν δοκιμάσει φαντάζονται απλώς μια μετάβαση από το τυπωμένο κείμενο στην οθόνη. Δεν είναι καθόλου έτσι. Καθόλου έτσι. Μιλάμε για δύο διαφορετικές τεχνικές ανάγνωσης, για δύο διαφορετικές κουλτούρες ανάγνωσης. * Απόσπασμα από συνέντευξη στην iefimerida.gr: Tίτλος: «Άρης Μαραγκόπουλος: Η κρίση ωριμάζει με βία τις συνειδήσεις», επιμ. Μυρτώ Αθανασοπούλου. |
20.11.2010:
Aπό τη Χαμένη Άνοιξη στη Μανία με την Άνοιξη. Μια συζήτηση, όσαν αφορά τις όποιες αναλογίες μεταξύ των δύο βιβλίων, με τον Βασίλη Βασιλικό με αφορμή τα 30 χρόνια από τον θάνατο του Στρατή Τσίρκα (ΕΤ-3 © 2010-2011).
Βλ. περισσότερα εδώ. |
|
12.04.2008:
«Αντιπαράθεση» με έναν «συμπολεμιστή» *
Νέα ελληνική λογοτεχνία: Βαλκάνια ή Δύση;
«Αντιπαράθεση» με έναν «συμπολεμιστή» *
Νέα ελληνική λογοτεχνία: Βαλκάνια ή Δύση;
Προχωράμε προς το μέλλον, κοιτάζοντας στο παρελθόν; Ή οι παλιές έριδες, τα μίση, οι συγκρούσεις και τα μίση που προκάλεσαν έχουν μείνει οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας; Πώς διαμορφώνεται η ταυτότητα, ο συλλογικός ψυχισμός, η κοινωνική συμπεριφορά των νεοελλήνων; Και πώς περνούν όλα αυτά -αν περνούν- στο εργαστήρι των σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων;
Η ελληνική πεζογραφία βρίσκεται ακριβώς όπου και η χώρα: στο σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Οι συγγραφείς της λοξοκοιτάζουν και προς τις δύο πλευρές του κόσμου. Από τη μια προς τη μυστικιστική, συναισθηματική και παρορμητική Ανατολή, που πάντα καθορίζεται από τα πάθη και τα αδιέξοδα της ιστορίας και τις επιταγές της παράδοσης, και, από την άλλη, στην ορθολογική Δύση του «εκσυγχρονισμένου» Διαφωτισμού.=
Η μία ματιά, εκείνη που κοιτάζει ανατολικά, δίνει μυθιστορήματα με άξονα την ιστορία, με ιστορικά πρόσωπα σε μυθιστορηματικούς ρόλους, με ήρωες που ξεκινούν από το παρελθόν για να φτάσουν στο παρόν, με χαρακτηριστικά όλα εκείνα «της φυλής», αναζητώντας ταυτότητες, αίτια και ιδεολογίες.
Η άλλη ματιά, εκείνη που κοιτάζει προς την Εσπερία, προτιμά τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων με τους οποίους καταπιάνεται, ασχολείται με τα καθημερινά τους πάθη, με τους έρωτές τους, τις επαγγελματικές τους διαψεύσεις, τα κοινωνικά αδιέξοδα, τη γοητεία των νέων τεχνολογιών, τη facebook μανία και επικοινωνία. Οι πόλεις είναι κι εδώ παρούσες με άλλον τρόπο όμως, όχι σαν φόντο και σκηνικό όπως στην πρώτη περίπτωση, αλλά συχνά σαν πρωταγωνιστές, αφού και αυτές διαμορφώνουν τους ήρωες.
Δύο από τους γνωστότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, ο Δημήτρης Νόλλας και ο Αρης Μαραγκόπουλος, περιγράφουν, αποτιμούν και ερμηνεύουν τους δύο δρόμους της ελληνικής πεζογραφίας: την οδό των Βαλκανίων και την οδό της Δύσης.
* Εφημ. Καθημερινή, 12.04.08, Όλγα Σελλά
Η ελληνική πεζογραφία βρίσκεται ακριβώς όπου και η χώρα: στο σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Οι συγγραφείς της λοξοκοιτάζουν και προς τις δύο πλευρές του κόσμου. Από τη μια προς τη μυστικιστική, συναισθηματική και παρορμητική Ανατολή, που πάντα καθορίζεται από τα πάθη και τα αδιέξοδα της ιστορίας και τις επιταγές της παράδοσης, και, από την άλλη, στην ορθολογική Δύση του «εκσυγχρονισμένου» Διαφωτισμού.=
Η μία ματιά, εκείνη που κοιτάζει ανατολικά, δίνει μυθιστορήματα με άξονα την ιστορία, με ιστορικά πρόσωπα σε μυθιστορηματικούς ρόλους, με ήρωες που ξεκινούν από το παρελθόν για να φτάσουν στο παρόν, με χαρακτηριστικά όλα εκείνα «της φυλής», αναζητώντας ταυτότητες, αίτια και ιδεολογίες.
Η άλλη ματιά, εκείνη που κοιτάζει προς την Εσπερία, προτιμά τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων με τους οποίους καταπιάνεται, ασχολείται με τα καθημερινά τους πάθη, με τους έρωτές τους, τις επαγγελματικές τους διαψεύσεις, τα κοινωνικά αδιέξοδα, τη γοητεία των νέων τεχνολογιών, τη facebook μανία και επικοινωνία. Οι πόλεις είναι κι εδώ παρούσες με άλλον τρόπο όμως, όχι σαν φόντο και σκηνικό όπως στην πρώτη περίπτωση, αλλά συχνά σαν πρωταγωνιστές, αφού και αυτές διαμορφώνουν τους ήρωες.
Δύο από τους γνωστότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, ο Δημήτρης Νόλλας και ο Αρης Μαραγκόπουλος, περιγράφουν, αποτιμούν και ερμηνεύουν τους δύο δρόμους της ελληνικής πεζογραφίας: την οδό των Βαλκανίων και την οδό της Δύσης.
* Εφημ. Καθημερινή, 12.04.08, Όλγα Σελλά
Ι. Το αυθεντικό έργο επηρεάζεται απ’ όσα συμβαίνουν σπίτι του
Του Δημήτρη Νόλλα Η λογοτεχνία, ευρωπαϊκή, βαλκανική, λατινοαμερικάνικη ή αφρικανική υποθέτω πως αντλεί τα θέματά της από τον κόσμο που την περιβάλλει, ανάγοντάς τα στο οικουμενικό. Νομίζω πως παντού και πάντα έτσι γινόταν και τη διαφορά την κάνει o τρόπος αφήγησης. Βεβαίως, υπάρχει και μια παράλληλη λογοτεχνία που ακολουθεί αντίστροφη διαδρομή, και η οποία, προκειμένου να μιλήσει για την ανθρωπότητα, πηγαίνει και εγκαθίσταται στο Μανχάταν ή την Αφρική. Τα αποτελέσματα είναι διασκεδαστικά και με ενδιαφέρον πειραματικό, καθώς συχνά συμβαίνει να μπλέκει το χρώμα του ράσου με το χρώμα του μαύρου. Αν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας των βαλκανικών λαών είναι τα ζητήματα ταυτότητας, για τους γνωστούς ιστορικούς λόγους, τότε νομίζω πως η ελληνική λογοτεχνία εντάσσεται σε αυτήν. Από τους Κρητικούς γάμους του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και τη Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, μέχρι τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα αυτό ήταν το βασικό ζήτημα που άλλοτε φανερά και άλλοτε υπόγεια επανερχόταν διαρκώς. Από την άλλη μεριά, η ελληνική λογοτεχνία διαφοροποιείται στο βαθμό που ανοίγεται στον κόσμο και τα προβλήματά του, μιλώντας μέσα απ’ τη δική της εμπειρία. Είναι η περίπτωση του Γιάννη Μπεράτη και του Κοσμά Πολίτη. Οι Νεκρές ψυχές του Γκόγκολ είναι ένα λογοτεχνικό έργο που κλείνει μέσα του ολόκληρο τον 19ο αιώνα και τις αλλαγές που επέφερε στους ανθρώπους, ενώ σε πρώτη ανάγνωση παραμένει ένα τυπικό ρωσικό θέμα. Υπ’ αυτήν την έννοια είναι αστείο να θεωρούμε πως η ελληνική λογοτεχνία ανήκει περισσότερο στην ευρωπαϊκή απ’ ό,τι στη βαλκανική, όταν η κοινωνία μας έχει εκκρεμότητες με τη γειτονιά της. Μια γειτονιά, που αν και στην πλειοψηφία της χριστιανική, διαθέτει ισχυρή μουσουλμανική παρουσία, και κατοικείται από λαούς φορτισμένους εθνικά. Παλιά πράγματα, ξεθωριασμένα. Ομως τα αρμονικά πολυεθνικά σύνολα δεν δημιουργούνται με ντιρεκτίβες των τραπεζών και των διεθνών οργανισμών. Είναι μια αργή και οδυνηρή εξέλιξη στην οποία συμβάλλει και η λογοτεχνία. Το αυθεντικό λογοτεχνικό έργο επηρεάζεται απ’ αυτά που συμβαίνουν σπίτι του. |
ΙΙ. Δύο ρεύματα που «τρέχουν» σε διαφορετικές κατευθύνσεις
Του Άρη Μαραγκόπουλου H σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, αν θελήσουμε να τη διαβάσουμε με στατιστικά στοιχεία, διαμορφώνεται από δύο «ρεύματα» που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και που το ένα αγνοεί εμφατικά το άλλο. Το πρώτο, σίγουρο για τον εαυτό του, ασφαλές στην ιστορία του και στις δάφνες του, αφορά κυρίως συγγραφείς καθιερωμένους, με μέσο όρο ηλικίας τα 50-70 χρόνια και αναγνωστικό κοινό κατά κανόνα της ίδιας ηλικίας. Το άλλο ρεύμα διαμορφώνεται με γρήγορους ρυθμούς τα τελευταία χρόνια από συγγραφείς που, τόσο σε μέγεθος παραγωγής όσο και σε φιλοδοξίες, «τρέχουν» με ταχύτητες που το πρώτο ρεύμα είναι αδύνατον (και αδιάφορο) να παρακολουθήσει: την ταχύτητα του Διαδικτύου, των εύκολων και γρήγορων ταξιδιών ανά την υφήλιο, των multimedia παραγωγών, του κακοπληρωμένου οκτάωρου, της εξάπλωσης της διαφθοράς κ.λπ. Αποτελείται στην πλειονότητά του από νέες φωνές, ανικανοποίητες από το παρελθόν γενικώς. Νέες φωνές που ανοίγουν τον λογοτεχνικό τους βηματισμό με μέτρο τα προβλήματα που μας ταλαιπωρούν στα δελτία ειδήσεων και που κατά κανόνα δεν είναι τοπικά, εθνικά ή βαλκανικά αλλά παγκόσμια, ακριβώς όπως η καταστροφή του περιβάλλοντος. Το δεύτερο ρεύμα, είτε το θέλουμε είτε όχι, θεωρεί τη γραφή του κομμάτι μιας ευρύτερης αναζήτησης, γι’ αυτό και τα θέματά του αλλά και ο χειρισμός τους δεν διακρίνονται για τις εθνικές τους αποχρώσεις αλλά για την αγωνία τους για το άμεσο μέλλον. Το δεύτερο ρεύμα συχνά είναι αλαζονικό και αυθάδες στη διεκδίκηση του λογοτεχνικού του μεριδίου, ενώ το πρώτο πάλι είναι συντηρητικό και οχυρωμένο στις κατακτήσεις του και άρα σε μια ιστορία που θεωρεί «δική» του και η οποία εκ των πραγμάτων είναι δεμένη με το ελληνικό ή το βαλκανικό στοιχείο. Αυτά είναι τα στατιστικά στοιχεία, μια ρευστή επιφάνεια που ωστόσο επηρεάζει την αναγνωσιμότητα και άρα τις συνειδήσεις. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η καλή λογοτεχνία, είτε αντλεί από την ιστορική μνήμη και την τοπικότητα είτε από την παγκοσμιοποιημένη πολεμική σκηνή της ζωής μας, είναι πάντα μία, δηλαδή ένα γόνιμο μείγμα αντιφάσεων: οικουμενική όταν εμμένει στο τοπικό και αυθεντική όταν ανατρέπει τις ρίζες της όποιας παράδοσής της για να οραματιστεί το παγκόσμιο γίγνεσθαι. |
[…]
ΕΡ. Η συγκεκριμένη δεκαπενταετία είναι κατά ένα μεγάλο μέρος άγνωστη –κυρίως στους νεότερους– και σχετικά «αφανής» στο πολύ κοινό. Αφανής με την έννοια ότι ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη η τηλεόραση έχει κάνει τα πρώτα της δειλά βήματα η Ελλάδα έχει ως κυρίαρχη μέθοδο καταγραφής των γεγονότων τη φωτογραφία. Πόσο σημαντικό είναι να έρθουμε σε οπτική επαφή με τα πραγματικά γεγονότα της εποχής εκείνης (από την οποία προβάλλονται κατά κανόνα μόνο οι ταινίες της χρυσής περιόδου του ελληνικού κινηματογράφου); ΑΠ. Η φωτογραφία αποτυπώνει, γι’ αυτόν που είναι σε θέση να τη διαβάσει σε όλο το βάθος της, εκτός από την «ατμόσφαιρα», τις κοινωνικές στάσεις απέναντι στα πράγματα, τις πολιτισμικές συνήθειες, τις εντάσεις και τις μεταλλαγές του κοινωνικού ιστού, κι οπωσδήποτε την ιδέα που έχει η εποχή για τον εαυτό της ή πιο συγκεκριμένα, την ιδέα που έχει ένα κομμάτι της εποχής (αυτό που αντιπροσωπεύει ο φακός του εκάστοτε φωτογράφου) για τον εαυτό του. Ως προς την Ελλάδα, η φωτογραφία είναι σοβαρό ντοκουμέντο του εμφύλιου σπαραγμού ακόμα κι όταν δεν τον αποτυπώνει ευθέως (όπως το κάνει π.χ. στις δίκες) αλλά εμμέσως, όταν απλώς καταγράφει εικόνες του καθημερινού βίου όπου (επαναλαμβάνω εδώ: για τον προσεκτικό αναγνώστη και μόνο) μέσα από ανύποπτες διόδους αποκαλύπτεται ο κρυφός καημός, ο κρυφός πόνος, η κρυφή ειρωνία, η κρυφή έγνοια για τα πράγματα της εποχής. Η σκοτεινή, άγνωστη Ελλάδα της δεκαπενταετίας εκείνης. |
[…]
ΕΡ. Στο λεύκωμα βλέπουμε μεγάλες πολιτικές προσωπικότητες, αλλά και τους «απλούς» ανθρώπους που εργάζονται, γιορτάζουν, αγανακτούν και επαναστατούν στο βαθμό που μπορούν. Μία καθημερινότητα που μας τους κάνει τόσο οικείους και κοντινούς, παρόλο που έχει περάσει μισός αιώνας από την εποχή τους, σε αντίθεση με τους σημαντικούς πρωταγωνιστές της περιόδου που τους θεωρούμε μάλλον ξεπερασμένους. Τελικά ποιος γράφει την ιστορία: οι μεγάλες προσωπικότητες ή ο απλός λαός; ΑΠ. Την ιστορία την γράφουν πρωτίστως εκείνοι που τη βιώνουν. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι με τις πράξεις τους, θεσμικές, πολιτικές και άλλες, δεν επεμβαίνουν και οι γνωστές προσωπικότητες. Οι δεύτερες καταλήγουν σε κάθε τους πράξη, ακόμα και στα πιο στυγνά καθεστώτα, όπως ήταν αυτό της μετεμφυλιακής περιόδου, ή εκείνο της δικτατορίας, μέσα από την αποδοχή, την πίεση, την ανοχή, την αντίδραση, των πολλών. Κανείς δεν μπορεί και δεν μπόρεσε ποτέ να αγνοήσει τους πολλούς. Τους κορόϊδεψαν και τους (μας) κοροϊδεύουν μονίμως αλλά δεν μπορούν να τους αγνοήσουν. Η Ιστορία, είναι πάντα μια ιστορία πολλών που τους εξαπατούν οι λίγοι. Σ’ αυτόν τον άθλιο γάμο που υπάρχει από υπάρξεως κοινωνίας η τέχνη κάνει πάντα το ρεπορτάζ της, επεμβαίνει με τον τρόπο της, τρομοκρατεί όποτε μπορεί, απειλεί άλλοτε, καταγράφει πάντα: τη ζωή.
|
24.12.2006:
Ο έρωτας και ο θυμός (με αφορμή τη Μανία με την Άνοιξη)*
Ο έρωτας και ο θυμός (με αφορμή τη Μανία με την Άνοιξη)*
ΕΡ. H Mανία με την Άνοιξη, κατά τη γνώμη μου, πραγματεύεται τη σχέση του Έλληνα με την αριστερά, την υπόγεια διαδρομή προς την τρομοκρατία και την ευθύνη των πολιτών απέναντι σ’ αυτά που μπορούν (ή δεν μπορούν να κάνουν) για τον εαυτό τους και τον τόπο τους. Μιλήστε μου λίγο για την ανάγκη σας να καταπιαστείτε μ’ ένα τέτοιο θέμα και τη δική σας οπτική πάνω στους ήρωες που δημιουργήσατε.
Oι ήρωες της Mανίας με την Άνοιξη κατέχονται όλοι από έναν βαθύ, σχεδόν αταβιστικό, θυμό για τα κακώς κείμενα στην Eλλάδα. Mερικοί από αυτούς εκτονώνουν τον θυμό τους μέσα από μικρές ή μεγάλες πράξεις αυτοδικίας (ή «μαγκιάς», ή, όπως αλλιώς το ορίσει κανείς). Δεν πρόκειται όμως για τους «γνωστούς αγνώστους». Πρόκειται περισσότερο για ανθρώπους της «διπλανής πόρτας»: ευαίσθητους πολίτες αλλά και καθημερινούς άνθρωποι με πάθη και προσωπικά προβλήματα. Aυτό όμως που τελικά «ενώνει», δεξιούς, αριστερούς και απολιτικοποίητους, είναι η θυμωμένη αντίδραση απέναντι σε μια Eξουσία που, όλοι πιστεύουν ότι, ανέκαθεν στέκεται στυγνή και «ασυγκίνητη» απέναντί τους. ΕΡ. Ο έρωτας είναι επαναστατική πράξη; O έρωτας δεν αποτελεί μια τυπική καθημερινή στάση ζωής, είναι κάτι περισσότερο: μια δυναμική, συχνά ανατρεπτική στάση, που οπωσδήποτε αντιστέκεται στις συνήθειές μας. O έρωτας στη Mανία με την Άνοιξη, δρα όπως και στη ζωή, υπογείως: επιτρέπει στους ήρωες να παίρνουν τις δύσκολες αποφάσεις, τους δύσκολους δρόμους, γίνεται το ασφαλές θερμόμετρο της όποιας «παρεκλίνουσας» συμπεριφοράς τους. ΕΡ. Γιατί πιστεύετε ότι κάποτε «επιτρέψαμε» σε μια ομάδα ανθρώπων να πάρουν τη δικαιοσύνη στα χέρια τους; Σκεφτείτε πόσες φορές την ημέρα ο μέσος Έλληνας καταφέρεται, συχνά με βρισιές και βιαιότητες, κατά του κράτους και της εξουσίας εν γένει. Eίμαστε, όπως είπα πριν λίγο, ένας μονίμως θυμωμένος λαός που θεωρεί τον εαυτό του περιούσιο επαναστάτη του κόσμου. Tο να υπάρχουν κάποιοι «υπερεπαναστάτες», άπιαστοι από τον Nόμο, που αναλαμβάνουν στο όνομά σου τη «βρώμικη δουλειά», ενώ εσύ την παρακολουθείς από τον καναπέ σου στην τηλεόραση, αυτό, για μεγάλο διάστημα, υπήρξε συνειδητή επιλογή (πολιτικής εκτόνωσης) για μεγάλη μερίδα των Eλλήνων. ΕΡ. Aυτός ο θυμός που αναφέρετε πώς διαχειρίζεται; O θυμός υπάρχει πάντα ως κινητήρια δύναμη. O θυμός είναι τυφλός. Mόνον όταν ο θυμός μετατρέπεται σε συλλογική υπόθεση, μόνον τότε μεταλλάσσεται σε κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον από μια προσωρινή ψυχική ή πολιτική εκτόνωση... |
ΕΡ. Κάποια στιγμή στο βιβλίο γράφετε «άμα είσαι παρακατιανός δύσκολα βρίσκεις δικαιοσύνη επί γης…», είναι μια φράση που αντιπροσωπεύει πολύ κόσμο σήμερα. Με τι πρέπει να οπλίζονται οι αδικημένοι για να τα βγάλουν πέρα;
Ποτέ πριν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν υπήρξε τόσο απελπιστικά δύσκολη. Σήμερα, αυτό που παλαιά οριζόταν ως «ταξικός εχθρός», έχει γίνει εξαιρετικά ασαφές, είναι περίπου αχαρτογράφητο. Oι απαντήσεις όλων των πολιτικών, είναι μικροπολιτικές απαντήσεις, δεν αγγίζουν καν το ερώτημα. Tο μέλλον δεν θα προκύψει από τις διαδηλώσεις για το βασικό μεροκάματο ή το άρθρο 16, αλλά από τις διαδηλώσεις που θα απαιτούν περισσότερο καθαρό αέρα, λιγότερη εργασία, κατάργηση της καταστολής κ.λπ. κ.λπ. Nέες συλλογικότητες θα προκύψουν από νέες, άγνωστες στην έως τώρα ιστορική εμπειρία, παγκόσμιες συλλογικές στάσεις απέναντι στα ανά την υφήλιο προβλήματα. ΕΡ. Ο κεντρικός σας ήρωας, ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος επανέρχεται στο προσκήνιο μετά από 8 περίπου χρόνια, είναι το alter ego σας; Πόσο ταυτίζεστε με αυτόν τον ήρωα; Tαυτίζομαι ελάχιστα, αντίθετα με ό,τι πιστεύεται και έχει ως τώρα γραφεί. O Σανιδόπουλος είμαι ίσως εγώ, αλλά εγώ πάλι είμαι οι φίλοι μου, η γενιά μου, οι σύγχρονοι, ανένταχτοι σε μικροπολιτικές εμπλοκές, πλην ευαίσθητοι για τον γύρω μας κόσμο, πολίτες. ΕΡ. Πότε τελειώνει για σας ένα μυθιστόρημα; Έρχεται μια υπέροχη ανύποπτη στιγμή (πάντα είναι ανύποπτη, ό,τι κι αν έχεις προγραμματίσει για το τέλος), που οι χαρακτήρες, η πλοκή, η δραματική ατμόσφαιρα, το ύφος, όλα σου λένε: «εδώ, εδώ ακριβώς, στοπ, δεν έχει άλλο!». Eγώ, στη Mανία με την Άνοιξη, περίμενα 13 χρόνια γι' αυτή τη στιγμή... ΕΡ. Μελλοντικά σας σχέδια; Eίναι νωρίς ακόμα. Ένα βιβλίο, ξέρετε, αφού εκδοθεί ζει πολύ καιρό μαζί σου, εκτός βεβαίως κι αν έχει ημερομηνία λήξης... Kαθώς το διαβάζουν οι γνωστοί και οι φίλοι, καθώς επιστρέφουν οι κριτικές από τους αναγνώστες και τους επαγγελματίες των εφημερίδων, το βιβλίο σε απασχολεί, σε «τραβάει από το μανίκι», δεν σε αφήνει να σκεφτείς τα παρακάτω. Eξάλλου, κανείς δεν ξέρει τίποτε για τα παρακάτω. Eίναι ακριβώς σαν τον θάνατο. Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα πότε θα σου συμβεί. * Εφημ. City Press, Μαριαλένα Σπυροπούλου, 24.12.06. |
05.12.2006:
Ερωτήσεις (διαβασμένης) δημοσιογράφου
με αφορμή τη Μανία με την Άνοιξη*
Ερωτήσεις (διαβασμένης) δημοσιογράφου
με αφορμή τη Μανία με την Άνοιξη*
29.06.2002:
Στον δρόμο του τζοϊσικού Οδυσσέα*
Στον δρόμο του τζοϊσικού Οδυσσέα*
Γράφει λογοτεχνία και δοκίμιο, αποκρυπτογραφεί τον Τζέιμς Τζόις. Και βρίσκει στον Ιρλανδό συγγραφέα το όραμα και τη διεκδίκηση της ελευθερίας. Στις εικόνες που μας πλημμυρίζουν, αντίθετα, δεν βρίσκει τίποτα.
«Είναι τεράστιο ψεύδος ότι μια εικόνα αξίζει χίλιες λέξεις», λέει ο Άρης Μαραγκόπουλος. «Διότι χίλιες λέξεις είναι τεράστιος πλούτος. Ενώ μια εικόνα είναι κάτι το μονοσήμαντο. Με την εικόνα εθίζεται κ ανείς πιο πολύ στη φωτογραφημένη παρά στην πραγματική όψη του κόσμου». Η αγάπη του Άρη Μαραγκόπουλου για τις λέξεις φαίνεται και από τα πρόσφατα βιβλία του – τρία μέσα σε έναν χρόνο: Από το δοκίμιο Ulysses, Οδηγός ανάγνωσης, πέρασε στη νουβέλα Τα δεδομένα της ζωής μας και πριν από λίγες ημέρες στο μυθιστόρημα Αγάπη, κήποι, αχαριστία. Είχαν προηγηθεί πέντε ακόμη βιβλία και έντεκα μεταφράσεις. Και, βέβαια, ο Τζόις. Ο Άρης Μαραγκόπουλος είναι ειδικός πάνω στο έργο του Τζέιμς Τζόις (αν και τον Οδυσσέα του, πρωτομετέφρασε ολόκληρο στην Ελλάδα ο Σωκράτης Καψάσκης). Εξ ου και το σημαντικό του δοκίμιο Ulysses, Οδηγός ανάγνωσης για ένα κείμενο συναρπαστικό όσο και δύσκολο – έτσι τουλάχιστον συνηθίζουν να λένε: «Είναι λάθος να πέφτει το βάρος στη δυσκολία του έργου», λέει ο Άρης Μαραγκόπουλος. «Τα κείμενα του Τζέιμς Τζόις έχουν χιούμορ, σάτιρα. Ρομαντισμό, επίσης. Ο Οδυσσέας είναι η λογοτεχνική εγκυκλοπαίδεια του 20ού αιώνα. Αν έφευγαν όλα τα βιβλία και έμενε αυτό, θα ξέραμε τι περιέχει ο 20ός αιώνας. Ο Τζόις είναι δύσκολος όσο και ο Ναμπόκοφ, ο Προυστ, ο Βιζυηνός. Αλλά η μαγεία του είναι ότι σε μια παράγραφο μπορεί να έχεις τον Παπαδιαμάντη, τον Ροΐδη, τον Θεοτόκη και τον Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη μαζί». Εφέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από την ημέρα της πρώτης έκδοσης (στο Παρίσι) του Οδυσσέα. Και το 2004 συμπληρώνονται 100 χρόνια από την περίφημη «Bloomsday» (ημέρα του Λεοπόλδου Μπλουμ), τη 16η Ιουνίου 1904, κατά την οποία εκτυλίσσεται όλη η δράση του Οδυσσέα. Είναι προφανές ότι μια τέτοια σύμπτωση δύσκολα θα έμενε ανεκμετάλλευτη: «Πράγματι, με τον Βασίλη Βασιλικό, ως Εταιρεία Συγγραφέων δηλαδή, σκεπτόμαστε να οργανώσουμε μεγάλο συνέδριο με θέμα “Από τον ομηρικό Οδυσσέα στο Ulysses του Τζόις”. Να καλέσουμε 200 συνέδρους, διάσημους συγγραφείς, οι οποίοι θα πρέπει να μας πουν πού τοποθετούν τον εαυτό τους, ανάμεσα στα μεγάλα ετούτα λογοτεχνικά ταξίδια. Ο Τζόις, στην τρίτη σελίδα του Ulysses μιλάει για το Hellenic Ring (ελληνικό δακτύλιο). Και προτρέπει: «…you must go to Athens!». |
Ο Άρης Μαραγκόπουλος έχει και τα καινούργια του βιβλία. Στο ένα (Τα δεδομένα της ζωής μας) πρωταγωνιστούν δύο παλιοί αριστεροί που στέλνουν απειλητικές επιστολές σε διεφθαρμένους. «Είναι μάταιος ο ακτιβισμός αλλά μέσα από το δικαίωμα να διεκδικείς, ξεπηδά αισιοδοξία», μας λέει. Στο άλλο (Αγάπη, κήποι, αχαριστία, εκδ. Κέδρος) πρωταγωνιστεί ένας 33χρονος που αντί για ακτιβισμό επιλέγει την απομόνωση. Κατοχυρώνει έναν ιδιωτικό χώρο ελευθερίας. Ο καλύτερος δρόμος για να πορευτεί κανείς είναι, για τον Άρη Μαραγκόπουλο, ο δρόμος του Τζόις: «Στο 14ο κεφάλαιο του Οδυσσέα λέει ότι η σάρκα πεθαίνει, τα γραπτά δεν πεθαίνουν ποτέ. Ο Τζοϊσικός δρόμος είναι ο δρόμος μιας συγκεκριμένης δημιουργίας. Της δημιουργίας μέσω διεκδίκησης (με αξιοπρέπεια), διότι μόνο αυτή η δημιουργία γίνεται παρακαταθήκη για τους επόμενους».
Ο Τζέιμς Τζόις «δίνει όραμα σήμερα, που υπάρχει έλλειμμα οραμάτων. Η καλή λογοτεχνία είναι απόλαυση που γίνεται συνταρακτική, όταν δίνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι μπορεί να διευρύνει τα ποσοστά της ελευθερίας του. Ο Τζόις το κάνει και μάλιστα με πολλούς τρόπους». Όσο για τον έρωτα; Ο 33χρονος ήρωας του τελευταίου βιβλίου του Άρη Μαραγκόπουλου ποντάρει πολλά σ’ αυτόν, στο τέλος όμως καταλαβαίνει ότι «μέσω του έρωτα δεν διεκδικείς τίποτα». Αν είναι να διεκδικήσει κάτι μέσα απ’ αυτόν, τουλάχιστον ας διεκδικήσει «την απτή γυναίκα» (που οπωσδήποτε αξίζει τουλάχιστον χίλιες λέξεις). Και οπωσδήποτε «όχι την εικόνα της γάμπας της»! * Εφημ. Τα Νέα, «Βιβλιοδρόμιο», 29-30.06. 2002, Μανώλης Πιμπλής |
02.06.2002:
Ναι στην αγάπη, όχι στην (μικρο)πολιτική*
Ναι στην αγάπη, όχι στην (μικρο)πολιτική*
Γιατί ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματός σας, ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος, δεν επιθυμεί να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα;
Ο Βενιαμίαν Σανιδόπουλος κινείται από μια πολιτική διάθεση που βγαίνει στην άρνησή του να προσαρμοστεί στις νόρμες της καθημερινής ζωής. Αυτή η άρνηση τον κάνει να συμπεριφέρεται παράλογα, όπως πιστεύουν και τα υπόλοιπα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Ο ήρωας του βιβλίου δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην τρέχουσα πραγματικότητα, όπως και πολλοί άλλοι άνθρωποι που κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Κάποτε μια διέξοδος ήταν η πολιτική, σήμερα αυτό όμως δεν ισχύει γιατί η πολιτική είναι πλέον φθαρμένη, δεν δίνει λύσεις. Έχουμε φτάσει σε ένα οριακό σημείο σε πολλά επίπεδα. Με ποιον τρόπο λοιπόν μπορεί να αντισταθεί κανείς; Μπορεί να διεκδικήσει την ιδιαιτερότητά του, τη μη προσαρμοστικότητά του, όπως ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος. Γιατί επιλέξατε ως ιστορικό φόντο του μυθιστορήματός σας τη δεκαετία του '80 και τι υποδηλώνει ο τίτλος του μυθιστορήματος Αγάπη, κήποι, αχαριστία; Θεωρώ ότι μπήκαμε σε ένα νέο αιώνα από τη δεκαετία του '80 και μετά. Αυτό το σηματοδοτούν διάφορα γεγονότα εκείνης της δεκαετίας, όπως είναι για παράδειγμα η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών, το Διαδίκτυο, η πτώση του τείχους στο Βερολίνο, η μετακίνηση μεταναστών στην Ευρώπη. Το φαινόμενο που σήμερα ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση έχει τις ρίζες του σε αυτή τη δεκαετία. Είχαμε μια πιο αισιόδοξη αντίληψη τότε, ίσως γιατί τρεφόμασταν με τα παλιά μας οράματα. Όμως, ήδη υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι από διάφορους χώρους που έβλεπαν πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Ο Β. Σανιδόπουλος τους μοιάζει, αρχίζει να διαβάζει κι αυτός στα σημεία των καιρών. Ο τίτλος υποδηλώνει ότι υπάρχει ένα χάος ανάμεσα στην επιθυμία που έχουν οι άνθρωποι για αγάπη και στην αχαριστία που δείχνουν οι πράξεις τους. Ο κήπος έχει συμβολικό χαρακτήρα, είναι ο χώρος στον οποίο συναντώνται η επιθυμία με την πραγματικότητα. |
Ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος χαρακτηρίζει αρνητικά ορισμένες γυναίκες ως «ανδρόβουλες». Σε ποιόν τύπο γυναίκας αναφέρεται;
Είναι οι γυναίκες όπως διαμορφώνονται σήμερα από τον αντρικό πολιτισμό, γι’ αυτό σκέπτονται σαν άντρες, είναι για παράδειγμα τα γνωστά στελέχη των επιχειρήσεων που έχουν μια καταναλωτική αντίληψη για τη ζωή και ξεχνούν τον θηλυκό εαυτό τους. Όταν μιλάω για θηλυκή πλευρά, δεν αναφέρομαι στον ερωτισμό τους, αλλά στη δυνατότητά τους να είναι θετικές προς τη ζωή – χωρίς να εννοώ ότι πρέπει να τεκνοποιήσουν. Οι γυναίκες μπορούν να βοηθήσουν τον πολιτισμό μας να γίνει πιο ανθρώπινος γιατί γνωρίζουν καλύτερα από τους άντρες το κόστος της ανθρώπινης ζωής. Γι’ αυτό και ο Β. Σανιδόπουλος λέει ότι, όταν σηκώναμε τις κόκκινες σημαίες το Μάη του ’68 στη Σορβόνη, το κόκκινο ήταν για εμας και το χρώμα των έμμηνων, με την έννοια δηλ. ότι οι φοιτητές διεκδικούσαν τότε ένα θηλυκό πολιτισμό, έναν πιο ανθρώπινο κόσμο. * Εφημερίδα Επενδυτής, Σαββατοκύριακο 1-2 Ιουνίου 2002, Μάνια Στάικου. Διαβάστε / κατεβάστε εδώ όλη τη συνέντευξη:
|
Δεκέμβρης 2001:
Γιατί το Ulysses διαβάζεται πάντα;
Γιατί το Ulysses διαβάζεται πάντα;
ΕΡ. Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι ο Οδυσσέας, παρά τον όγκο και τις δυσκολίες του, όταν κυκλοφόρησε πριν από ογδόντα χρόνια έγινε μπέστ σέλερ που μάλιστα, όπως γράφετε στην Εισαγωγή σας, εξακολουθεί να πουλάει κάθε χρόνο πάνω από 100.000 αντίτυπα;
ΑΠ. Τότε έγινε επιτυχία για άλλους λόγους που αφορούσαν τη συγκυρία της απαγόρευσης του έργου στην Αμερική. Ωστόσο διανοούμενοι όπως ο Τ.Σ. Έλιοτ αναγνώρισαν από πολύ νωρίς ότι «από το Ulysses δεν μπορεί κανείς μας να ξεφύγει». Είναι αλήθεια, οι μεγαλύτεροι συγγραφείς του 20ου αιώνα από τον Ναμπόκοφ ως τον Μπροχ ομνύουν στο όνομά του. Και όχι μόνο αυτοί. Δεν υπάρχει στοχαστής του εικοστού αιώνα που να μην αναφέρθηκε εκτενώς στο Ulysses. Είναι η επιτομή όλου του αιώνα που πέρασε, η Βίβλος ταυτοχρόνως και η Μαρτυρία του, «μια ήπειρος νοήματος» όπως έλεγε και ο Μπόρχες. Το αντίθετο, το να μην διαβάζεται, θα ήταν περίεργο. Εξίσου περίεργο με το να μη διαβάζονταν, φερ’ ειπείν, τα ομηρικά έπη… |
ΕΡ. Γράφοντας τον Οδηγό ανάγνωσης εργαστήκατε και σαν αναγνώστης που χρειάζεται κλειδιά για να «ανοίξει» το έργο του Τζόις;
ΑΠ. Διαβάζοντας, μαθαίνεις τρόπους να κατευθύνεις και άλλους αναγνώστες στο δικό σου δρόμο. Προσπάθησα ωστόσο να αφήσω ελεύθερο τον διάπλου στον αναγνώστη του Τζόις. Το βιβλίο μου δεν είναι «λυσάρι» του Ulysses, δεν προσφέρει έτοιμες λύσεις, είναι σύντροφος ανάγνωσης. Αυτό σημαίνει ότι απλώς υποδεικνύει τις πλέον πολυσύχναστες αναγνωστικές λεωφόρους, αυτές που διέτρεξαν χιλιάδες αναγνώστες πριν από εμάς. Ο αναγνώστης πρέπει να ανακαλύψει τα δικά του «κλειδιά» για το Ulysses μέσα από μια μεγάλη «κλειδοθήκη» που του προσφέρει το δικό μου βιβλίο… Περ. Highlights, τ. 11, Δεκέμβριος 2001, επιμ. Έλενα Χουζούρη, Τίτλος: «Τζέιμς Τζόις, Κωδικοί πρόσβασης».
|
17.11.2001:
Ά.Μ.: Πρέπει να επιστρέψουμε στο παράδειγμα του Τζόις
Ά.Μ.: Πρέπει να επιστρέψουμε στο παράδειγμα του Τζόις
…Ο Άρης Μαραγκόπουλος πιστεύει, και στη διάρκεια της συζήτησης το μεταδίδει, ότι «σήμερα, περισσότερο από ποτέ, στους καιρούς της πληθωρισμένης λογοτεχνίας, οφείλουμε να επιστρέψουμε στο παράδειγμα του Τζόις. Είναι ένα κείμενο που συνομιλεί με την παράδοση με νέο τρόπο και αφηγείται τη σύγχρονη πραγματικότητα με τρόπους εξίσου σύγχρονους. Το διάβασμα του Ulysses σου επιτρέπει να ανανεώνεις το ευρωπαϊκό κληροδότημα της λογοτεχνίας και να ανοίγεσαι στο παρόν με όρους λογοτεχνίας. Είναι ανεξάντλητο βιβλίο, όπως όλα τα μεγάλα έργα».
|
Καθημερινή, ένθετο «Πολιτισμός», 17.11. 2001, Όλγα Σελλά,
Τίτλος: «Οδηγός στην Οδύσσεια».
|
Ιούνης 2001:
Ο Ά.Μ. συζητά για την οικουμενικότητα
διαχρονικότητα του Κωνσταντίνου Καβάφη
Ο Ά.Μ. συζητά για την οικουμενικότητα
διαχρονικότητα του Κωνσταντίνου Καβάφη
09.05.1999:
Μια "ανδρική" ματιά (του Κου Σανιδόπουλου)*
Μια "ανδρική" ματιά (του Κου Σανιδόπουλου)*
…Συχνά πυκνά αισθάνεσαι πίσω από τη σκέψη του συγγραφέα να υπάρχει ολοζώντανος ο Τζόυς, τόσο που διακινδυνεύεις την ερώτηση: Πόσο σας έχει επηρεάσει; «Διόλου δεν αισθάνομαι την ανάγκη να τον μιμηθώ. Και είμαι απολύτως σίγουρος ότι σε τίποτα δεν τον έχω μιμηθεί. Κανείς κριτικός, άλλωστε, δεν έχει να πει κάτι παρόμοιο. Μόνο στην ανατρεπτική φιλοδοξία· αλλά αυτήν θα μπορούσα να την έχω δανειστεί και από τον Μαρξ που επίσης διαβάζω τριάντα και πάνω χρόνια. Ο Τζόυς είναι όλη η λογοτεχνία, γι’ αυτό και κανείς δεν μπόρεσε –ακόμη και αν θέλησε– να τον μιμηθεί».
«Οι Ωραίες Ημέρες επιχειρούν μια ανάγνωση της πρόσφατης –της μετά την ιδιωτική τηλεόραση– Ιστορίας. Παρακολουθούν την κανονικότητα ενός διανοούμενου· καταγράφουν τις επιδράσεις που η κανονικότητα της ζωής του δέχεται αυτά τα χρόνια της παγκοσμιοποίησης. Θεωρούν δεδομένο ότι ο διανοούμενος στην εποχή μας περισσότερο από ποτέ οφείλει να είναι αυτό που ήταν και ο Κάλας: ποιητής, διαγνωστικός, πολεμικός. Αυτό είναι και ο Σανιδόπουλος: ένας δρών διανοούμενος που απεχθάνεται μέχρι θανάτου την κοινωνική συναίνεση».
Σε αυτό το μυθιστόρημα, ανάμεσα σε άλλα ο Μαραγκόπουλος καταπιάνεται και με το φλέγον για την εποχή μας θέμα της λογοτεχνίας. Ανασύρω κάποιες σκόρπιες φράσεις του: «Η ανάγνωση δεν είναι αυτό που ήταν. Γέμισαν τα βιβλία από φωτογραφικά κλισέ που θλιβεροί νονοί τα βάφτισαν λογοτεχνία…»
Όσο για τη ροζ λογοτεχνία; «Φοβάμαι πως είναι σαν την τηλεόραση ή τις κατσαρίδες: εξαιρετικά ανθεκτική, θα επιβιώσει και μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα…».
* Εφημερίδα Καθημερινή, Κυριακή 9 Μαΐου 1999, Πέγκυ Κουνενάκη.
«Οι Ωραίες Ημέρες επιχειρούν μια ανάγνωση της πρόσφατης –της μετά την ιδιωτική τηλεόραση– Ιστορίας. Παρακολουθούν την κανονικότητα ενός διανοούμενου· καταγράφουν τις επιδράσεις που η κανονικότητα της ζωής του δέχεται αυτά τα χρόνια της παγκοσμιοποίησης. Θεωρούν δεδομένο ότι ο διανοούμενος στην εποχή μας περισσότερο από ποτέ οφείλει να είναι αυτό που ήταν και ο Κάλας: ποιητής, διαγνωστικός, πολεμικός. Αυτό είναι και ο Σανιδόπουλος: ένας δρών διανοούμενος που απεχθάνεται μέχρι θανάτου την κοινωνική συναίνεση».
Σε αυτό το μυθιστόρημα, ανάμεσα σε άλλα ο Μαραγκόπουλος καταπιάνεται και με το φλέγον για την εποχή μας θέμα της λογοτεχνίας. Ανασύρω κάποιες σκόρπιες φράσεις του: «Η ανάγνωση δεν είναι αυτό που ήταν. Γέμισαν τα βιβλία από φωτογραφικά κλισέ που θλιβεροί νονοί τα βάφτισαν λογοτεχνία…»
Όσο για τη ροζ λογοτεχνία; «Φοβάμαι πως είναι σαν την τηλεόραση ή τις κατσαρίδες: εξαιρετικά ανθεκτική, θα επιβιώσει και μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα…».
* Εφημερίδα Καθημερινή, Κυριακή 9 Μαΐου 1999, Πέγκυ Κουνενάκη.
Όλη η συνέντευξη.pdf | |
File Size: | 93 kb |
File Type: |
Ο Ά.Μ. διαβάζει κομμάτια από το μυθιστόρημά του Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου (Α' εκδ. Κέδρος 1998). Εδώ απόσπασμα από τηλεοπτική εκπομπή 1.30 ώρας περίπου, παραγωγής ΕΡΤ 1999, υπό τον γενικό τίτλο: "Μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα» όπου συγγραφείς διαβάζουν μέσα σ' ένα τραίνο.
Σκηνοθέτης: Γιώργος Εμιρζάς. |
|
Δεκέμβρης 1998:
Η αθλιότητα του να υπερασπίζεσαι τη λογοτεχνία στα 1998
Οι θέσεις του Ά. Μ. για την «υψηλή» και τη «χαμηλή» λογοτεχνία.
Οι θέσεις του Ά. Μ. για την «υψηλή» και τη «χαμηλή» λογοτεχνία.
Το βίντεο αυτό είναι απόσπασμα από μια εκπομπή στο τότε κανάλι Seven X με τη δημοσιογράφο Άννα Μιχαλιτσιάνου. Μια εποχή που πουλάει τα πάντα. Που, στην Ελλάδα, μόλις έχει αρχίσει να πουλάει τα πάντα. Μια εποχή που θέλγεται από «Ιούδες να φιλάνε υπέροχα» και άλλες τέτοιες θλιβερές χυδαιότητες του τίποτε. Η δημοσιογράφος πασχίζει να «στριμώξει» τον Ά. Μ. με ευφυολογήματα της εποχής και της μόδας αλλά ο Ά. Μ. δεν καταλαβαίνει από αυτά. Δεν κάνει το στριπτίζ που του απαιτεί στο τέλος η δημοσιογράφος. Γυμνώνει τη σκέψη του και μόνο. Για όποιον μπορεί να το καταλάβει.
|
|
Δεκέμβρης 1996:
Mε αφορμή το έτος Βιζυηνού (100 χρόνια από τον θάνατό του)
Εκπομπή «Τα πρόσωπα της πόλης», Άννα Μιχαλιτσιάνου, Seven X 1996.
Εκπομπή «Τα πρόσωπα της πόλης», Άννα Μιχαλιτσιάνου, Seven X 1996.
Mε αφορμή τον εορτασμό του έτους Βιζυηνού ένας απολογισμός για το αποτέλεσμα αυτής της πρωτοβουλίας, αλλά και μια συζήτηση για τη σχέση του έργου του πρωτοπόρου θρακιώτη συγγραφέα με τα έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας: μεγάλο μέρος της σύγχρονής του νεοελληνικής πεζογραφίας ο Ά. Μ. ορίζει ως παραλογοτεχνία· κι αυτό σε μια εποχή που, παρασυρμένοι από τον συρμό των ευπώλητων, ελάχιστοι ακόμα το διαπιστώνουν με τη σαφήνεια και τεκμηρίωση που το αποτολμά ο ίδιος.
Στα 1996 ο Ά. Μ. είναι γνωστός* μόνο σε ένα στενό κύκλο καλλιεργημένων ανθρώπων για το έργο του στον Τζόις καθώς και για το αντισυμβατικό μυθιστόρημά του Πορτραίτο Θλιμμένου Άντρα σε Τραίνο, όπου για πρώτη φορά κάνει την εμφάνισή του ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος. * Είναι χαρακτηριστικό ότι η δημοσιογράφος δεν καταφέρνει να διαβάσει σωστά ούτε τον τίτλο του έργου για το Ulysses, oύτε εκείνον του μυθιστορήματος. |
|
Φεβρουάριος 1996:
Συζητώντας το μυθιστόρημα Πορτρέτο Θλιμμένου Άντρα σε Τραίνο
Εκπομπή «΄Αξιον Εστί», Βασίλης Βασιλικός 1996.
Εκπομπή «΄Αξιον Εστί», Βασίλης Βασιλικός 1996.
Σε μια πρώιμη εποχή (δεν έχει γραφεί ακόμα τίποτε από την Τριλογία της Συντροφικής Ζωής, και ο συγγραφέας δεν μπορεί να ξέρει ότι κάμποσο καιρό μετά θα «συλήσει» το βιβλίο το οποίο υπερασπίζεται για να πλάσει από αυτή τη μήτρα άλλα δύο μυθιστορήματα: Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου και το Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία).
Αυτή η εκπομπή με θλιβερούς συνομιλητές και ανόητες καρδούλες (η εκπομπή προβλήθηκε του Αγίου Βαλεντίνου!) παρουσιάζει έναν ψεύτικο Μαραγκόπουλο, συμβατικό και αρκετά συγκρατημένο, λίγες ημέρες πριν κλείσει τα τεσσαρακοστά όγδοα γενέθλιά του (13 Φεβρουαρίου 1996) ο οποίος, είναι φανερό, δεν ξέρει πώς να σταθεί με αξιοπρέπεια μέσα σ' αυτό το ετερόκλητο σινάφι δευτεροκλασάτων γραφιάδων. Γι' αυτό και αποτελεί καλό ντοκουμέντο για τα πρώτα βήματα του ανθρώπου ως συγγραφέα… |
|