Ο ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ της εικόνας με το κείμενο, ως συστατικό μέρος της ανάγνωσης του κόσμου, όπως ο αναγνώστης μπορεί να δει και σε άλλες σελίδες εδώ (αλλά και εδώ, όπως και εδώ κ.ά.) αποτελεί θεμέλιο της γενικότερης δουλειάς του Ά.Μ.
Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά βιβλία, λευκώματα συνήθως, που συνδυάζουν αυτά τα δύο στοιχεία με άξονα ένα πολύ συγκεκριμένο εικαστικό / ποιητικό κόνσεπτ που επιτρέπει στον αναγνώστη να αντλήσει αναγνωστική απόλαυση και ενδιαφέρον ακριβώς από αυτόν τον συνδυασμό.
Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των εικονογραφημένων τόμων είναι η έμφαση που δίνει ο Ά.Μ. στην Ιστορία (μια έγνοια που, εξάλλου, διακατέχει και τη γραφή του σε όλη της την έκταση), και πιο συγκεκριμένα στις κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνουν νοοτροπίες, ιδεολογήματα και ιδεοληψίες, συνειδήσεις και στάσεις ζωής. Άλλωστε τα δύο από αυτά τα λευκώματα συνθέτουν συγκεκριμένη παρέμβαση απέναντι σε αντίστοιχα μείζονα ιστορικά θέματα: τη Ρωσία του εικοστού αιώνα (και άρα τη Ρωσία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» όπως και των ηρώων του Χαστουκόδεντρου) και την Ελλάδα των μετεμφυλιακών χρόνων (και άρα την Ελλάδα της «Χαμένης Άνοιξης» αλλά και του Η μανία με την Άνοιξη). Με αυτή την έννοια το φωτογραφικό υλικό των τόμων δεν παρουσιάζεται ως φολκλορικό ντοκουμέντο «εποχής» αλλά διαβάζεται ως πολιτικό-κοινωνικό ντοκουμέντο συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.
Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά βιβλία, λευκώματα συνήθως, που συνδυάζουν αυτά τα δύο στοιχεία με άξονα ένα πολύ συγκεκριμένο εικαστικό / ποιητικό κόνσεπτ που επιτρέπει στον αναγνώστη να αντλήσει αναγνωστική απόλαυση και ενδιαφέρον ακριβώς από αυτόν τον συνδυασμό.
Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των εικονογραφημένων τόμων είναι η έμφαση που δίνει ο Ά.Μ. στην Ιστορία (μια έγνοια που, εξάλλου, διακατέχει και τη γραφή του σε όλη της την έκταση), και πιο συγκεκριμένα στις κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνουν νοοτροπίες, ιδεολογήματα και ιδεοληψίες, συνειδήσεις και στάσεις ζωής. Άλλωστε τα δύο από αυτά τα λευκώματα συνθέτουν συγκεκριμένη παρέμβαση απέναντι σε αντίστοιχα μείζονα ιστορικά θέματα: τη Ρωσία του εικοστού αιώνα (και άρα τη Ρωσία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» όπως και των ηρώων του Χαστουκόδεντρου) και την Ελλάδα των μετεμφυλιακών χρόνων (και άρα την Ελλάδα της «Χαμένης Άνοιξης» αλλά και του Η μανία με την Άνοιξη). Με αυτή την έννοια το φωτογραφικό υλικό των τόμων δεν παρουσιάζεται ως φολκλορικό ντοκουμέντο «εποχής» αλλά διαβάζεται ως πολιτικό-κοινωνικό ντοκουμέντο συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.
Οι τόμοι των λευκωμάτων
Ι. Ρωσία 100 χρόνια, (έκδ. 2002)
ΙΙ. Αγαπημένο Βρωμοδουβλίνο, (έκδ. 1997)
ΙΙΙ. Η άλλη Ελλάδα 1950-1965, (έκδ. 2007 & 2018)
ΙV. Αυτόπτης Φωτομάρτυρας στην Οδό των Ονείρων, (έκδ. 2013)
εκδόθηκαν με κείμενα, επιλογή εικόνων και επιμέλεια του Ά. Μ.
Ι. Ρωσία 100 χρόνια, (έκδ. 2002)
ΙΙ. Αγαπημένο Βρωμοδουβλίνο, (έκδ. 1997)
ΙΙΙ. Η άλλη Ελλάδα 1950-1965, (έκδ. 2007 & 2018)
ΙV. Αυτόπτης Φωτομάρτυρας στην Οδό των Ονείρων, (έκδ. 2013)
εκδόθηκαν με κείμενα, επιλογή εικόνων και επιμέλεια του Ά. Μ.
Ι. Ρωσία 100 χρόνια
Φωτογραφίες: Abbas, Dimitri Baltermans, Gennady Bodrov, Dmitri Borko, Boris Bulgakov, Raymond Depardon, Sergei Donin, Thomas Dworzak, Igor Gavrilov, Pavel Gorshkov, Farit Gubayev, Yevgeny Khaldei, Guy Le Querrec, Alexander Lomakin, Peter Marlow, Fred Mayer, Boris Mikhalyouvkin, Igor Moukhin, Vladimir Musaelyan, Mikhail Rogozin, Michael Savin, Valery Schhekoldin, Tofik Shakhverdiev, Vladimir Siomin, Valentin Sobolyev, Anthony Suau, Alexander Ustinov, Vasily Yegorov, Iva Zimova.
Εκδ. Ριζάρειο Ίδρυμα / Ίδρυμα Στ. Νιάρχου, 2002, σ. 317.
Η Ρωσία του εικοστού αιώνα είναι η μυστική και μυστήρια γη που οι εμιγκρέ μετέφεραν, μαζί με το σαμοβάρι και τα κοσμήματα, στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις της Μπελ επόκ. Είναι η γη των νεκρών ψυχών του Γκόγκολ· των θερμόαιμων Καυκάσιων του Λέρμοντοφ, αλλά και των τολμηρών νεαρών αριστοκρατών του Πούσκιν· η γη των δαιμονισμένων ψυχών του Ντοστογιέφσκι… των ξεπεσμένων γαιοκτημόνων και των νεόκοπων αστών του Τσέχοφ· η γη των διά Χριστόν σαλών του Τολστόι, η δεσποτική γη των Πατεράδων και των Γιων του Τουργκένιεφ, και των επαναστατημένων ψυχών του Αντρέγιεφ, του Γκόρκι, του Μπάμπελ. Αλλά είναι και η γη της Σοβιετίας με τους ψαλιδισμένους ήρωες του Πάστερνακ ή τους «Ζεκ» του Σολζενίτσιν. Η τυραγνισμένη γη των κατατρεγμένων διανοητών, καλλιτεχνών και επιστημόνων, του Μέγιερχολντ, του Σοστακόβιτς, του Προκόφιεφ, του Μπουλγκάκοφ, του Μιχαήλ Μπαχτίν, του Σεργκέι Κορόλεφ, του Ζαχάροφ και τόσων άλλων, η πικρή γη των αδικοχαμένων ποιητών, του Μαγιακόφσκι, του Εσένιν, του Μάντελσταμ, της Αχμάτοβα, που δεν θα ακούσουμε ποτέ την ύστατη κραυγή του – αφού πνίγηκε στον παγωμένο αέρα πριν προλάβει να πετάξει προς την ελευθερία…
Το πυκνό αυτό φωτογραφικό λεύκωμα επιχειρεί ακριβώς να αποτυπώσει με την εικόνα και το κείμενο* όλο τον ρωσικό εικοστό αιώνα: από την εποχή των τσάρων και της ρωσικής ιντελιγκέντσια έως την περεστρόικα και την καινούργια Ρωσία του μαφιόζικου χρηματισμού και του ιδιόμορφου καπιταλισμού.
* Στο εξώφυλλο του Ρωσία 100 χρόνια, αναγράφεται από μάλλον εσκεμμένη παρανόηση ότι την επιλογή εικόνων έκανε ο Γιάννης Δήμου. Το Ριζάρειο ίδρυμα και το Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου που ανέλαβαν τα έξοδα της πανάκριβης (λόγω δικαιωμάτων) έκδοσης, με τη φράση αυτή κατανοούσαν τότε (και έτσι «πέρασε» και στον τόμο) το γεγονός (που, εννοείται, τους αφορούσε άμεσα) ότι ο γνωστός φωτογράφος και ιδιοκτήτης του πρακτορείου φωτογραφιών Apeiron, ο Γιάννης Δήμου, διαπραγματεύτηκε την αγορά των φωτογραφικών δικαιωμάτων με βάση τις απαιτήσεις του κειμένου, δηλ. το όλο concept, προϊόν ερευνητικού και κριτικού μόχθου του Ά. Μ. Όποιος ξεφυλλίσει τον τόμο αμέσως κατανοεί πώς το κείμενο καθοδηγεί την ανάπτυξη του τόμου και αυτό, άλλωστε, φαίνεται και σε όλες τις σχετικές κριτικές (είναι πολλές και εδώ παραθέτουμε μικρό δείγμα). Αυτό για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις. Ο Ά. Μ. , εξάλλου, ακολούθησε την ίδια λογική και στα επόμενα λευκώματα στα οποία ανέλαβε την επιμέλειά τους.
Εκδ. Ριζάρειο Ίδρυμα / Ίδρυμα Στ. Νιάρχου, 2002, σ. 317.
Η Ρωσία του εικοστού αιώνα είναι η μυστική και μυστήρια γη που οι εμιγκρέ μετέφεραν, μαζί με το σαμοβάρι και τα κοσμήματα, στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις της Μπελ επόκ. Είναι η γη των νεκρών ψυχών του Γκόγκολ· των θερμόαιμων Καυκάσιων του Λέρμοντοφ, αλλά και των τολμηρών νεαρών αριστοκρατών του Πούσκιν· η γη των δαιμονισμένων ψυχών του Ντοστογιέφσκι… των ξεπεσμένων γαιοκτημόνων και των νεόκοπων αστών του Τσέχοφ· η γη των διά Χριστόν σαλών του Τολστόι, η δεσποτική γη των Πατεράδων και των Γιων του Τουργκένιεφ, και των επαναστατημένων ψυχών του Αντρέγιεφ, του Γκόρκι, του Μπάμπελ. Αλλά είναι και η γη της Σοβιετίας με τους ψαλιδισμένους ήρωες του Πάστερνακ ή τους «Ζεκ» του Σολζενίτσιν. Η τυραγνισμένη γη των κατατρεγμένων διανοητών, καλλιτεχνών και επιστημόνων, του Μέγιερχολντ, του Σοστακόβιτς, του Προκόφιεφ, του Μπουλγκάκοφ, του Μιχαήλ Μπαχτίν, του Σεργκέι Κορόλεφ, του Ζαχάροφ και τόσων άλλων, η πικρή γη των αδικοχαμένων ποιητών, του Μαγιακόφσκι, του Εσένιν, του Μάντελσταμ, της Αχμάτοβα, που δεν θα ακούσουμε ποτέ την ύστατη κραυγή του – αφού πνίγηκε στον παγωμένο αέρα πριν προλάβει να πετάξει προς την ελευθερία…
Το πυκνό αυτό φωτογραφικό λεύκωμα επιχειρεί ακριβώς να αποτυπώσει με την εικόνα και το κείμενο* όλο τον ρωσικό εικοστό αιώνα: από την εποχή των τσάρων και της ρωσικής ιντελιγκέντσια έως την περεστρόικα και την καινούργια Ρωσία του μαφιόζικου χρηματισμού και του ιδιόμορφου καπιταλισμού.
* Στο εξώφυλλο του Ρωσία 100 χρόνια, αναγράφεται από μάλλον εσκεμμένη παρανόηση ότι την επιλογή εικόνων έκανε ο Γιάννης Δήμου. Το Ριζάρειο ίδρυμα και το Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου που ανέλαβαν τα έξοδα της πανάκριβης (λόγω δικαιωμάτων) έκδοσης, με τη φράση αυτή κατανοούσαν τότε (και έτσι «πέρασε» και στον τόμο) το γεγονός (που, εννοείται, τους αφορούσε άμεσα) ότι ο γνωστός φωτογράφος και ιδιοκτήτης του πρακτορείου φωτογραφιών Apeiron, ο Γιάννης Δήμου, διαπραγματεύτηκε την αγορά των φωτογραφικών δικαιωμάτων με βάση τις απαιτήσεις του κειμένου, δηλ. το όλο concept, προϊόν ερευνητικού και κριτικού μόχθου του Ά. Μ. Όποιος ξεφυλλίσει τον τόμο αμέσως κατανοεί πώς το κείμενο καθοδηγεί την ανάπτυξη του τόμου και αυτό, άλλωστε, φαίνεται και σε όλες τις σχετικές κριτικές (είναι πολλές και εδώ παραθέτουμε μικρό δείγμα). Αυτό για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις. Ο Ά. Μ. , εξάλλου, ακολούθησε την ίδια λογική και στα επόμενα λευκώματα στα οποία ανέλαβε την επιμέλειά τους.
H Ρωσία του εικοστού αιώνα ίσως να μην είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που η ιστορική της παρακαταθήκη ανήκει σε τόσους πολλούς ανθρώπους εκτός των συνόρων της. Είναι όμως η μόνη χώρα όπου αυτοί που αγωνίζονταν εκτός των συνόρων της, για τα ιδανικά που (στα μάτια τους) προσωποποιούσε το κοινωνικό της σύστημα, γνώριζαν την ίδια ακριβώς τύχη με εκείνους που, εντός της χώρας, το Σύστημα καταδίωκε για τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες πεποιθήσεις τους…
Από την Εισαγωγή του Ά. Μ. στον τόμο
Από την Εισαγωγή του Ά. Μ. στον τόμο
Η Ρωσία κι εμείς
Aυτό που οφείλει να εξηγήσει όποιος ασχολείται με τη Ρωσία του εικοστού αιώνα είναι πρωτίστως ένα, πλην κεφαλαιώδες, ζήτημα: ο θάνατος. Εκατό εκατομμύρια άνθρωποι χάθηκαν σε αφύσικες συνθήκες στη διάρκεια αυτού του αιώνα. Εκατό εκατομμύρια Ρώσοι: στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως εκατόμβη κάτω από τα μυδράλλια των Γερμανών· στην Επανάσταση, στη διάρκεια της λεγόμενης «Κόκκινης Τρομοκρατίας» και του Εμφύλιου πολέμου, σε αδελφοκτόνες συνθήκες παρόμοιες με εκείνες που γνωρίσαμε κι εμείς στην Ελλάδα του δικού μας Εμφυλίου. Στη διάρκεια της υπαγορευμένης, αναγκαστικής κολλεκτιβοποίησης και των εκτοπισμών ή άλλων «ατυχημάτων» που αυτή η βίαιη αλλαγή προκάλεσε στον Ρώσο χωρικό. Στη διάρκεια των σταλινικών «εκκαθαρίσεων» και των επαίσχυντων Δικών της Μόσχας. Στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου πολέμου, όπου η αυτοθυσία των Ρώσων πατριωτών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο στην Ιστορία, με αποκορύφωμα τους μαχητές στο Στάλινγκραντ. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο, στη διάρκεια της Ρωσικής ανόδου προς την παγκόσμια ηγεμονία, με τις εκατόμβες των θυμάτων στα σταλινικά Γκουλάγκ. Ο κατάλογος του θανάτου δεν έχει τέλος για τη μεγάλη Ρωσία του εικοστού αιώνα.
Επομένως το πρωταρχικό ζήτημα όταν κρίνει κανείς την Ιστορία αυτής της χώρας είναι το βαθύτερο αίτιο αυτής της Ρωσικής έφεσης προς τη θυσία, προς την τυφλή αφοσίωση, την απόλυτη πειθαρχία και εν τέλει τον ίδιο τον θάνατο. Στη Ρωσία η χριστιανική παράδοση είναι απόλυτη δεμένη με την ηγεμονία του Τσάρου· ο Τσάρος είναι ελέω θεού ηγεμόνας κατά τα παλαιά βυζαντινά πρότυπα. Αυτή η πεποίθηση υπήρξε βαθιά ριζωμένη στη ρωσική ψυχή και το καθεστώς την καλλιεργούσε επιδέξια, με τρόπο ώστε τα επίγεια προβλήματα να μετατίθενται στην μεταθανάτια ζωή.
Στις συνθήκες της απόλυτης ένδειας, του παρατεταμένου ψύχους, και των δύο εκατομμυρίων ευγενών που κυριαρχούν ελέω θεού στα εκατομμύρια των ρωσικών ψυχών, το χριστιανικό όραμα υπήρξε θαλπωρή, παρηγορία και κοίμησις των ευθυνών του Ρώσου πολίτη. Αν τώρα σκεφτούμε ότι το μαρξιστικό κοινωνικό ιδεώδες, από την Κομμούνα του 1871 και εντεύθεν, υπήρξε η δεύτερη μεγάλη πίστη μετά τον Χριστιανισμό που παγκοσμίως συνήρπασε, έπεισε και δέσμευσε τις καταπιεσμένες ψυχές εργατών, φτωχών και κοινωνικά αποκλεισμένων ανθρώπων σε όλη την υφήλιο, θα καταλάβουμε για ποιό λόγο στη Ρωσία αυτό το Κοινωνικό Όραμα βρήκε κατάλληλο έδαφος για την ανάπτυξή του.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ειδικώς στη Ρωσία το μαρξιστικό κοινωνικό όραμα αναπτύχθηκε με τους όρους του χριστιανικού κοινωνικού οράματος. Το πνεύμα της τυφλής αυτοθυσίας των αριστερών μαχητών ισοδυναμεί εδώ με το πνεύμα της τυφλής αυταπάρνησης των πρώτων χριστιανών ή των χριστιανών μοναχών. Η απόλυτη πεποίθηση για την ορθότητα των εκατέρωθεν «Ευαγγελίων» και «Ευαγγελισμών» εμπνέει επίσης το ίδιο τους οπαδούς και των δύο πίστεων. Τον ελέω θεού Τσάρο αντικαθιστά το ελέω «μαρξιστικής» ηθικής Κόμμα· επίσης τη βία που μεταχειρίζεται ο πρώτος για την επιβολή του Καλού εναντίον του Κακού (δηλαδή του «δικαίου» των ευγενών κατά των ανυπεράσπιστων μουζίκων) μεταχειρίζεται και το δεύτερο κατά την ίδια λογική (υπερασπίζοντας το «δίκαιο» του Κόμματος έναντι των ανυπεράσπιστων πολιτών) και με την ίδια βία –όπου η Οχράνα μετατρέπεται σε Τσεκά κ.ο.κ. Στο βιβλίο «Ρωσία 100 χρόνια» υπάρχει μια φωτογραφία που δείχνει την ατέλειωτη ουρά των ανθρώπων που περιμένουν υπομονητικά στο χιόνι να προσκυνήσουν τη σωρό του Λένιν. Η ουρά των χριστιανών που περιμένουν να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμα κάποιου αγίου δεν είναι διόλου διαφορετική.
Το βιβλίο «Ρωσία, 100 χρόνια» είναι η συνοπτική και εμπεριστατωμένη ιστορία της δεύτερης μεγάλης πίστης που συγκλόνισε τον κόσμο μετά τον Χριστιανισμό. Είναι σε σύνοψη όλη η ιστορία των κοινωνικών οραμάτων που καθόρισαν τη διπολική σύγκρουση αριστεράς και δεξιάς στον πλανήτη κατά τον εικοστό αιώνα. Μ’ αυτή την έννοια, η Ιστορία της Ρωσίας είναι η Ιστορία του εικοστού αιώνα. Στις φωτογραφίες, στα κείμενα, στις σελίδες αυτού του τόμου ο αναγνώστης καλείται να τοποθετηθεί απέναντι σε ένα κάτοπτρο. Να αντικρύσει δηλαδή την προσωπική του θέση, σήμερα, ως προς τα κοινωνικά οράματα και ως προς το μέλλον. Το βιβλίο αυτό είναι ένα βιβλίο που επιζητεί να τοποθετείται θαρετά απέναντι σε διλήμματα που ταλάνισαν την ανθρωπότητα. Η βιβλιογραφία που παρατίθεται εξηγεί τις πηγές απ’ όπου αντλήθηκαν τα περισσότερα συμπεράσματα σ’ αυτόν τον τόμο. Το γεγονός όμως είναι ένα: το βιβλίο αυτό είναι βιβλίο αναστοχασμού· προσκαλεί τον αναγνώστη να ξανασκεφτεί πρόσωπα, γεγονότα, πράγματα με ψυχραιμία και ταυτοχρόνως με τόλμη.
Διατρέχοντας αυτές τις φωτογραφίες ουσιαστικά καλούμαστε να πάρουμε θέση σε πανάρχαια ερωτήματα που αφορούν την εξουσία, το κράτος, την ελευθερία, τη δημοκρατία, τους θεσμούς, την κοινωνική ισότητα, την ισονομία κ.λπ. κ.λπ. Ως συγγραφέας αυτού του τόμου είχα ένα κριτήριο: τοποθέτησα σε μια ιδεατή πλάστιγγα τα σοσιαλιστικά επιτεύγματα στη Ρωσία από τη μια μεριά και τον τυρρανισμένο, ταπεινωμένο, περιθωριοποιημένο ανθρωπισμό από την άλλη· κατέληξα, μέσα από μακρά και καλόπιστη έρευνα, ότι ο ανθρωπισμός, οι οικουμενικές του αξίες της δημοκρατίας, του αλληλοσεβασμού, της ισονομίας και των ατομικών ελευθεριών βαραίνουν πολύ περισσότερο από τα όποια επιτεύγματα της Σοβιετίας.
Βαραίνουν πολύ περισσότερο σήμερα, που επίσης, στον κόσμο της μίας ηγεμονίας, πάλι δοκιμάζονται –για διαφορετικούς λόγους. Ο ανθρωπισμός είναι η κληρονομιά της Ευρώπης, η δική μας κληρονομιά. Δεν μπορούμε να τον απαρνηθούμε. Όλος ο δυτικός πολιτισμός είναι παιδί του. Δεν μπορούμε να απαρνηθούμε το αίμα μας. Αυτό είναι το ύψιστο κριτήριο για να σταθεί κανείς απέναντι στα σοσιαλιστικά επιτεύγματα του παρελθόντος. Αυτό το κριτήριο τηρήθηκε αυστηρά και στη διαπραγμάτευση των θεμάτων του τόμου «Ρωσία 100 χρόνια». Μένει στον κάθε αναγνώστη να κρίνει την ορθότητα ή όχι των συμπερασμάτων μας.
Επομένως το πρωταρχικό ζήτημα όταν κρίνει κανείς την Ιστορία αυτής της χώρας είναι το βαθύτερο αίτιο αυτής της Ρωσικής έφεσης προς τη θυσία, προς την τυφλή αφοσίωση, την απόλυτη πειθαρχία και εν τέλει τον ίδιο τον θάνατο. Στη Ρωσία η χριστιανική παράδοση είναι απόλυτη δεμένη με την ηγεμονία του Τσάρου· ο Τσάρος είναι ελέω θεού ηγεμόνας κατά τα παλαιά βυζαντινά πρότυπα. Αυτή η πεποίθηση υπήρξε βαθιά ριζωμένη στη ρωσική ψυχή και το καθεστώς την καλλιεργούσε επιδέξια, με τρόπο ώστε τα επίγεια προβλήματα να μετατίθενται στην μεταθανάτια ζωή.
Στις συνθήκες της απόλυτης ένδειας, του παρατεταμένου ψύχους, και των δύο εκατομμυρίων ευγενών που κυριαρχούν ελέω θεού στα εκατομμύρια των ρωσικών ψυχών, το χριστιανικό όραμα υπήρξε θαλπωρή, παρηγορία και κοίμησις των ευθυνών του Ρώσου πολίτη. Αν τώρα σκεφτούμε ότι το μαρξιστικό κοινωνικό ιδεώδες, από την Κομμούνα του 1871 και εντεύθεν, υπήρξε η δεύτερη μεγάλη πίστη μετά τον Χριστιανισμό που παγκοσμίως συνήρπασε, έπεισε και δέσμευσε τις καταπιεσμένες ψυχές εργατών, φτωχών και κοινωνικά αποκλεισμένων ανθρώπων σε όλη την υφήλιο, θα καταλάβουμε για ποιό λόγο στη Ρωσία αυτό το Κοινωνικό Όραμα βρήκε κατάλληλο έδαφος για την ανάπτυξή του.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ειδικώς στη Ρωσία το μαρξιστικό κοινωνικό όραμα αναπτύχθηκε με τους όρους του χριστιανικού κοινωνικού οράματος. Το πνεύμα της τυφλής αυτοθυσίας των αριστερών μαχητών ισοδυναμεί εδώ με το πνεύμα της τυφλής αυταπάρνησης των πρώτων χριστιανών ή των χριστιανών μοναχών. Η απόλυτη πεποίθηση για την ορθότητα των εκατέρωθεν «Ευαγγελίων» και «Ευαγγελισμών» εμπνέει επίσης το ίδιο τους οπαδούς και των δύο πίστεων. Τον ελέω θεού Τσάρο αντικαθιστά το ελέω «μαρξιστικής» ηθικής Κόμμα· επίσης τη βία που μεταχειρίζεται ο πρώτος για την επιβολή του Καλού εναντίον του Κακού (δηλαδή του «δικαίου» των ευγενών κατά των ανυπεράσπιστων μουζίκων) μεταχειρίζεται και το δεύτερο κατά την ίδια λογική (υπερασπίζοντας το «δίκαιο» του Κόμματος έναντι των ανυπεράσπιστων πολιτών) και με την ίδια βία –όπου η Οχράνα μετατρέπεται σε Τσεκά κ.ο.κ. Στο βιβλίο «Ρωσία 100 χρόνια» υπάρχει μια φωτογραφία που δείχνει την ατέλειωτη ουρά των ανθρώπων που περιμένουν υπομονητικά στο χιόνι να προσκυνήσουν τη σωρό του Λένιν. Η ουρά των χριστιανών που περιμένουν να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμα κάποιου αγίου δεν είναι διόλου διαφορετική.
Το βιβλίο «Ρωσία, 100 χρόνια» είναι η συνοπτική και εμπεριστατωμένη ιστορία της δεύτερης μεγάλης πίστης που συγκλόνισε τον κόσμο μετά τον Χριστιανισμό. Είναι σε σύνοψη όλη η ιστορία των κοινωνικών οραμάτων που καθόρισαν τη διπολική σύγκρουση αριστεράς και δεξιάς στον πλανήτη κατά τον εικοστό αιώνα. Μ’ αυτή την έννοια, η Ιστορία της Ρωσίας είναι η Ιστορία του εικοστού αιώνα. Στις φωτογραφίες, στα κείμενα, στις σελίδες αυτού του τόμου ο αναγνώστης καλείται να τοποθετηθεί απέναντι σε ένα κάτοπτρο. Να αντικρύσει δηλαδή την προσωπική του θέση, σήμερα, ως προς τα κοινωνικά οράματα και ως προς το μέλλον. Το βιβλίο αυτό είναι ένα βιβλίο που επιζητεί να τοποθετείται θαρετά απέναντι σε διλήμματα που ταλάνισαν την ανθρωπότητα. Η βιβλιογραφία που παρατίθεται εξηγεί τις πηγές απ’ όπου αντλήθηκαν τα περισσότερα συμπεράσματα σ’ αυτόν τον τόμο. Το γεγονός όμως είναι ένα: το βιβλίο αυτό είναι βιβλίο αναστοχασμού· προσκαλεί τον αναγνώστη να ξανασκεφτεί πρόσωπα, γεγονότα, πράγματα με ψυχραιμία και ταυτοχρόνως με τόλμη.
Διατρέχοντας αυτές τις φωτογραφίες ουσιαστικά καλούμαστε να πάρουμε θέση σε πανάρχαια ερωτήματα που αφορούν την εξουσία, το κράτος, την ελευθερία, τη δημοκρατία, τους θεσμούς, την κοινωνική ισότητα, την ισονομία κ.λπ. κ.λπ. Ως συγγραφέας αυτού του τόμου είχα ένα κριτήριο: τοποθέτησα σε μια ιδεατή πλάστιγγα τα σοσιαλιστικά επιτεύγματα στη Ρωσία από τη μια μεριά και τον τυρρανισμένο, ταπεινωμένο, περιθωριοποιημένο ανθρωπισμό από την άλλη· κατέληξα, μέσα από μακρά και καλόπιστη έρευνα, ότι ο ανθρωπισμός, οι οικουμενικές του αξίες της δημοκρατίας, του αλληλοσεβασμού, της ισονομίας και των ατομικών ελευθεριών βαραίνουν πολύ περισσότερο από τα όποια επιτεύγματα της Σοβιετίας.
Βαραίνουν πολύ περισσότερο σήμερα, που επίσης, στον κόσμο της μίας ηγεμονίας, πάλι δοκιμάζονται –για διαφορετικούς λόγους. Ο ανθρωπισμός είναι η κληρονομιά της Ευρώπης, η δική μας κληρονομιά. Δεν μπορούμε να τον απαρνηθούμε. Όλος ο δυτικός πολιτισμός είναι παιδί του. Δεν μπορούμε να απαρνηθούμε το αίμα μας. Αυτό είναι το ύψιστο κριτήριο για να σταθεί κανείς απέναντι στα σοσιαλιστικά επιτεύγματα του παρελθόντος. Αυτό το κριτήριο τηρήθηκε αυστηρά και στη διαπραγμάτευση των θεμάτων του τόμου «Ρωσία 100 χρόνια». Μένει στον κάθε αναγνώστη να κρίνει την ορθότητα ή όχι των συμπερασμάτων μας.
Αποσπάσματα κριτικών για το Ρωσία 100 χρόνια
…Το άλμπουμ Ρωσία 100 χρόνια είναι ένα βιβλίο που ξεκίνησε να γίνει ένα εντυπωσιακό φωτογραφικό βιβλίο και στην πορεία έγινε ένα εκπληκτικό βιβλίο που αγγίζει την Ιστορία, την Ιδεολογία, την Ουτοπία, τον θάνατο της Ουτοπίας. Η μεταμόρφωση αυτή οφείλεται κυρίως στον Άρη Μαραγκόπουλο ο οποίος δεν αρκέστηκε σε κάποιες τυπικές, καλογραμμένες λεζάντες αλλά πήγε πολύ παραπέρα. Εκμεταλλευόμενος το φωτογραφικό υλικό ο Μαραγκόπουλος δίνει ένα ψύχραιμο, αντικειμενικό, αλλά και άκρως συναισθηματικό (η «αριστερή» ματιά του συγγραφέα δεν ωραιοποιεί καταστάσεις, δεν κρύβει πασίγνωστα πλέον στοιχεία αλλά και δεν επιχειρεί ανιστόρητος παραλληλισμούς που επιχειρούν συχνά τώρα τελευταία κάποιοι θεωρητικοί της ευρωπαϊκής δεξιάς) πορτρέτο της μεγάλης αυτής χώρας που έθρεψε, γιγάντωσε, βίασε και εν τέλει σκότωσε τη σημαντικότερη ουτοπία και ελπίδα του 20ού αιώνα.
Κοιτάζοντας, μάλιστα, με προσοχή μία μία τις φωτογραφίες, θα έλεγα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία από τις πιο εύγλωττες ιστορίες του «υπαρκτού» σοσιαλισμού… Ανταίος Χρυσοστομίδης, Κυριακάτικη Αυγή, Ιούνιος 2003, τίτλος: «Τα μεγάλα μάτια της Ιστορίας». …Το κείμενο του Άρη Μαραγκόπουλου δεν συνοδεύει απλώς το φωτογραφικό υλικό. Εύστοχο, διεισδυτικό, ειρωνικό και κάπου κάπου μελαγχολικό, σχολιάζει τη μοίρα των «μοντέλων», με τη γνώση και –φευ– την πολυτέλεια που διατηρούν πάντοτε οι μεταγενέστεροι απέναντι στους προγενέστερους.
Πέτρος Τατσόπουλος, εφημ. Τα Νέα, ένθετο Βιβλιοδρόμιο, 3-4.05.2003 σ. 31, τίτλος: «Ο φοίνικας και η τέφρα». |
…Ο Άρης Μαραγκόπουλος, από την πλευρά του, επιτελώντας, μέσα από τα συνοδευτικά των φωτογραφιών κείμενα αλλά και την εξαιρετική Εισαγωγή του, έναν άθλο –να συνοψίσει 100 χρόνια Ιστορίας σε σύντομες, αλλά απολύτως κατατοπιστικές λεζάντες– δεν παύει να υπενθυμίζει κάθε τόσο τον «στημένο» χαρακτήρα πολλών «ντοκουμέντων», τον προπαγανδιστικό τους χαρακτήρα, την εξωφρενική απόστασή τους από την πραγματικότητα που βίωναν οι σοβιετικοί πολίτες, κυρίως στην καρδιά του σταλινισμού.
[…] Στέκομαι ιδιαίτερα στην Εισαγωγή του Άρη Μαραγκόπουλου, όχι μόνο γιατί επισημαίνει ότι, είτε έτσι είτε αλλιώς, η Ρωσία «υπήρξε ο δικός μας αιώνας», όχι μόνον γιατί αποτυπώνει, τόσο εύστοχα και τόσο απερίφραστα την τραγωδία των ανθρώπων, που, αγωνιζόμενοι «εκτός των συνόρων της, για τα ιδανικά που (στα μάτια τους) προσωποποιούσε το κοινωνικό της σύστημα, γνώριζαν την ίδια ακριβώς τύχη με εκείνους που, εντός της χώρας, το Σύστημα καταδίωκε για τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες πεποιθήσεις τους», αλλά και γιατί καταδεικνύει, με εξαιρετική οξυδέρκεια ότι, αν είναι σχετικά εύκολο να ανατρέψεις ένα καθεστώς, είναι πολύ δύσκολο να ανατρέψεις τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι άνθρωποι». «Η νοοτροπία, τα ήθη, οι συμπεριφορές, η κουλτούρα, ο πολιτισμός έχουν βαθιές, πολύκλαδες ρίζες στην Ιστορία κάθε λαού», γράφει ο Μαραγκόπουλος. «Δεν ξεριζώνονται με διοικητικά μέτρα. Κι αν αυτές οι ρίζες δεν υποκατασταθούν από άλλες, κατά τους αργούς νόμους της φύσης, τίποτε δεν μπορεί να τις ξεριζώσει, τίποτε δεν αλλάζει. Αλλάζει μόνον η ρητορεία της πολιτικής, το σκηνικό των πολιτικών παραστάσεων, η κρούστα της κοινωνικής ζωής – η ψίχα παραμένει άθικτη. Υπό το κράτος της βίας και του φόβου οι ανθρώπινες ψυχές παραμένουν πεισματικά ίδιες». Μάθημα ιστορία και πολιτικής, και συνάμα εισαγωγή σ' έναν πολιτισμό μεγάλου πλούτου και έντασης, είναι το ανά χείρας λεύκωμα… Κατερίνα Σχινά, περιοδικό Διαβάζω, 14.02. 2003, σ. 22 τίτλος: «Οδυνηρές μνήμες». |
ΙΙ. Αγαπημένο Βρωμοδουβλίνο
Τόποι και Γλώσσες στο Ulysses του Τζέιμς Τζόις
Τόποι και Γλώσσες στο Ulysses του Τζέιμς Τζόις
Εκτενής αναφορά για το τζοϊσικό αυτό λεύκωμα με εικόνες, επεξηγήσεις της λογικής του κλπ.
στην ξεχωριστή σελίδα για τον Τζέιμς Τζόις. |
…Αυτά τα σημάδια της έγνοιας, της μεταφραστικής αγωνίας θα τα διακρίνει ο προσεκτικός αναγνώστης στα αποσπάσματα που περιλαμβάνονται στο Αγαπημένο Βρωμοδουβλίνο, το βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου που εκδόθηκε πρόσφατα από τον Κέδρο και ξεναγεί τον αναγνώστη, με επιλεγμένα αποσπάσματα και φωτογραφίες στους τόπους του Οδυσσέα.
Άρης Μπερλής, εφημ. Καθημερινή, 8.07.1997 τίτλος: «Ο Τζόις και οι μιμητές του». –––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––– ΕΡΩΤΗΣΗ: Μπορείτε να φανταστείτε το αναγνώστη αυτού του βιβλίου; ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Toν επιιθυμώ και τον φαντάζομαι ταυτοχρόνως. Τον επιθυμώ αμύητο στον Τζόις, αναγνώστη λογοτεχνίας νεο-Άρλεκιν και glossy περιοδικών. Επιθυμώ να τον εξαπατήσω (αφού το βιβλίο έχει πλούσια εικονογράφηση), να τον ενοχλήσω (αφού το βιβλίο περιέχει «δύσκολα» μεταφράσματα), και άρα να διαφθείρω ελαφρά το αισθητήριό του, έστω και μ' ένα ξεφύλλισμα (αυτός ο τύπος αναγνώστη είναι κυρίως ζάπερ). Υπάρχει και ο άλλος αναγνώστης, ο ας πούμε έμπειρος, αυτός που λέει με παρρησία ότι δεν διάβασε το Ulysses, διότι δεν βρήκε κανένα ενδιαφέρον. Σ' αυτόν κλείνω το μάτι ως ώριμη γυναίκα. Προσπαθώ να του αποκαλύψω υπόγεια μυστικά, δίνοντάς του σύντομες γεύσεις λόγου, που τις παίρνω πίσω σαν γρήγορα φιλιά, μαγικές εικόνες που ξέρω ότι θα τον «σκανδαλίσουν». Τέλος, υπάρχει και η μειοψηφία των αναγνωστών του Ulysses. Σ' αυτούς το βιβλίο μου απευθύνει ένα νεύμα συνενοχής, η τοπογραφία, όμως, του Δουβλίνου, που εκτίθεται στις σελίδες του αντιστοιχεί άραγε στο σκηνικό που έχουν φτιάξει με το μυαλό τους; Εδώ παίζεται ένα άλλο ενδιαφέρον στοίχημα. Εφημ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 01.06.1997 από συνέντευξη του Ά.Μ. στη Β. Γεωργακοπούλου. |
ΙΙΙ. Η άλλη Ελλάδα, 1950-1965
(Α' εκδ. 2007, Β' 2018)
(με φωτογραφίες από το Αρχείο Κων/νου Μεγαλοκονόμου)
(Α' εκδ. 2007, Β' 2018)
(με φωτογραφίες από το Αρχείο Κων/νου Μεγαλοκονόμου)
To φωτογραφικό αρχείο του φωτορεπόρτερ Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου, του αποκαλούμενου «καθηγητή» από τους συναδέλφους του, αποτυπώνει όλη την πολιτική και πολιτισμική ζωή της χώρας από τον μεσοπόλεμο μέχρι και τη μεταπολίτευση. Το λεύκωμα Η άλλη Ελλάδα, 1950-1965 (εκδ. Τόπος Α' 2007, Β' 2018) προσφέρει σαφή εικόνα της σημασίας αυτού του Αρχείου: τόσο στο επίπεδο της αισθητικής των φωτογραφιών, που κινείται στο πλαίσιο των καλύτερων φωτογράφων των διεθνούς φήμης πρακτορείων, όσο και σ’ εκείνο της ιστορικής πληροφορίας και του επ’ αυτής υπαινικτικού σχολίου.
Το λεύκωμα αυτό συγκροτήθηκε από τον Άρη Μαραγκόπουλο μέσα από μια δύσκολη επιλογή εκατοντάδων φωτογραφιών. Είναι, στην ουσία, ένα μικρό φιλμ νουάρ, όπως ακριβώς ήταν και η κρίσιμη δεκαπενταετία που αποτυπώνει. Μια σκληρή μετεμφυλιακή εποχή, όταν κάποιοι άνθρωποι στην Ελλάδα πίστευαν ακράδαντα ότι μπορούν να αλλάξουν ριζικά τον κόσμο, ενώ κάποιοι άλλοι έτρεμαν και μόνον στην ιδέα ότι οι κομμουνιστές μπορεί «να τους σφάξουν και να τους πάρουν τα σπίτια».
Πενήντα τόσα χρόνια μετά, πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος που σκέφτονται οι άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα; Τόσα χρόνια μετά, τι μάθημα διδασκόμαστε από αυτή την Ιστορία;
Οι προσεκτικοί αναγνώστες αυτού του λευκώματος θα κάνουν, εκ των πραγμάτων, κάποιες συγκρίσεις που θα φωτίσουν τις όποιες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα. Η άλλη Ελλάδα, μια σκοτεινή Ελλάδα πάντα παρούσα στο εκτυφλωτικό σήμερα, αποτελεί μια πρόταση για το ξαναδιάβασμα της Ιστορίας μέσα από το ξαναδιάβασμα των εικόνων του δραματικού παρελθόντος μας.
Το λεύκωμα αυτό συγκροτήθηκε από τον Άρη Μαραγκόπουλο μέσα από μια δύσκολη επιλογή εκατοντάδων φωτογραφιών. Είναι, στην ουσία, ένα μικρό φιλμ νουάρ, όπως ακριβώς ήταν και η κρίσιμη δεκαπενταετία που αποτυπώνει. Μια σκληρή μετεμφυλιακή εποχή, όταν κάποιοι άνθρωποι στην Ελλάδα πίστευαν ακράδαντα ότι μπορούν να αλλάξουν ριζικά τον κόσμο, ενώ κάποιοι άλλοι έτρεμαν και μόνον στην ιδέα ότι οι κομμουνιστές μπορεί «να τους σφάξουν και να τους πάρουν τα σπίτια».
Πενήντα τόσα χρόνια μετά, πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος που σκέφτονται οι άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα; Τόσα χρόνια μετά, τι μάθημα διδασκόμαστε από αυτή την Ιστορία;
Οι προσεκτικοί αναγνώστες αυτού του λευκώματος θα κάνουν, εκ των πραγμάτων, κάποιες συγκρίσεις που θα φωτίσουν τις όποιες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα. Η άλλη Ελλάδα, μια σκοτεινή Ελλάδα πάντα παρούσα στο εκτυφλωτικό σήμερα, αποτελεί μια πρόταση για το ξαναδιάβασμα της Ιστορίας μέσα από το ξαναδιάβασμα των εικόνων του δραματικού παρελθόντος μας.
…Σ’ αυτές τις φωτογραφίες άγνωστα πρόσωπα αναδύονται από την καθημερινότητα μιας χώρας που βίωνε τη βίαιη καταστολή ως μέσο κοινωνικής συνοχής και την πελατειακή σχέση ως μορφή κοινωνικής αντίληψης· πρόσωπα που έζησαν στο περιθώριο των «μεγάλων» γεγονότων επιχειρώντας να δώσουν νόημα στη μικρή ζωή τους, πρόσωπα που εργάστηκαν πολύ σκληρά για να αντιμετωπίσουν τη δεινή συνθήκη μιας Πολιτείας που προκλητικά αδιαφορούσε για την καθημερινότητα, την ποιότητα ζωής του μέσου πολίτη. Πρόσωπα της ανέχειας αλλά και της δύναμης για τη ζωή, με ρυτιδιασμένα χέρια και πρόσωπα· πρόσωπα σκαμμένα πολύ νωρίς από τις έγνοιες, πολύ γρήγορα γερασμένα, κουρασμένα, πικραμένα. Πρόσωπα ωστόσο αγέρωχα, υπερήφανα, που δένονται με τον διπλανό τους, με τον γείτονα, με τον συνάδελφό τους στη δουλειά, μέσ’ από την κοινή μοίρα αυτής της ταλαιπωρημένης χώρας· μιας χώρας που τους κατοίκους της εξουθένωσε περισσότερο κι από τους δύο πολέμους, περισσότερο κι από τον Εμφύλιο, περισσότερο κι από την Κορέα, η συμβιβαστική, περίπου υποτακτική στάση των Κυβερνήσεών της και του εγκάθετου Παλατιού στις εκάστοτε αυθαίρετες απαιτήσεις των Ξένων.
Σ’ αυτή τη χώρα ο πολίτης μίσησε το Κράτος κιόλας από τη δημιουργία του. Επειδή το Κράτος δημιουργήθηκε εξαρχής ως όργανο υποταγής της λαϊκής βούλησης στην εκάστοτε εξουσία και όχι ως όργανο κοινωνικής συνοχής. Στη μετεμφυλιακή περίοδο το –στρατοκρατικό-αστυνομικό– Κράτος υπήρξε, περισσότερο από ποτέ, ο εχθρός του Πολίτη. Οι ατομικές ελευθερίες στην Ελλάδα της εποχής υπήρξαν μια πολύ ακριβή υπόθεση. Χιλιάδες άνθρωποι φυλακίστηκαν και σκοτώθηκαν, χιλιάδες βασανίστηκαν και κακοποιήθηκαν, χιλιάδες άνθρωποι μίσησαν ο ένας τον άλλον, εκατομμύρια άνθρωποι έζησαν με ύστατο μέτρο των αξιών της καθημερινότητάς τους τον Φόβο. Αυτό το λεύκωμα επιχειρεί να απεικονίσει αυτή την Άλλη Ελλάδα· της καθημερινότητας που, παρά και ενάντια στη συνθήκη του Φόβου, συνεχίζει να οικοδομεί το μέλλον· της καθημερινότητας που, ορισμένες φορές, μοιάζει περίπου να αδιαφορεί για τη σκληρότητα που της επιφυλάσσει η εκάστοτε πολιτική συνθήκη της χώρας. Oι φωτογραφίες είναι ένα είδος ρωγμές στον χρόνο. Μέσα εκεί επικάθεται η μνήμη. Κοιτάζοντας, για παράδειγμα, προσεκτικά τα πρόσωπα σε μια φωτογραφία επισήμων, ας πούμε σε κάποια από τα συχνότατα εγκαίνια καραμανλικού έργου της εποχής, τώρα που το γεγονός έχει ξεφτίσει στον χρόνο, διαπιστώνουμε να επικάθεται μια λεπτή αύρα, ως αποτύπωμα της τότε κοινωνίας· μια αύρα που διαπερνά τα χαμηλωμένα μάτια του φόβου ή τα υπεροπτικά της αλαζονείας, το άτεγκτο βλέμμα της αρπακτικότητας ή το δειλιασμένο της ανέχειας· κι ακόμα, τη χυδαία επίδειξη της εξουσίας, τα φερσίματα των καθ’ υπόδειξιν ρόλων, που προδίδουν οι παγωμένες στον χρόνο κινήσεις, τις μεταμφιέσεις που επιχειρούν να καλύψουν ύποπτες διαθέσεις, τα σκηνικά που πλαισιώνουν με συμβολική αξία τους θιάσους των πολιτικών κ.λπ. κ.λπ. Μία φωτογραφία δεν αξίζει πάντα χίλιες λέξεις. Ακόμα και μια φωτογραφία επιιλεγμένη μέσα από χιλιάδες αρνητικά, από το σπουδαίο αρχείο του Κ. Μεγαλοκονόμου, όπως αυτές που παραθέτουμε εδώ. Αυτή είναι μια διαδεδομένη πλάνη. Μία φωτογραφία αξίζει όσο το νόημα που της αποδίδει ο κάθε αναγνώστης. Είτε μένει άφωνος εμπρός της, είτε καταγράφει το περιεχόμενό της με χιλιάδες λέξεις, η ερμηνεία τής φωτογραφίας είναι ζήτημα του παρατηρητή της. Όπως δηλαδή συμβαίνει και με την πρόσληψη ενός οποιουδήποτε λογοτεχνικού έργου. Ο αναγνώστης έχει τον πρώτο και τελευταίο ρόλο στη διαρκώς «προστιθέμενη» αξία του βιβλίου. Το παραπάνω κείμενο είναι μικρό απόσπασμα από την Εισαγωγή του βιβλίου. Στο επισυναπτόμενο αρχείο διαβάζετε ολόκληρο το κείμενο του Ά. Μ.
Mια συνέντευξη του συγγραφέα στον Βασίλη Βασιλικό, στο πλαίσιο της εκπομπής βιβλίου «Άξιον Εστί», μπορείτε να κατεβάσετε εδώ. Μια ακόμα συνέντευξη στο φωτογραφικό σάιτ Greece in Black & White διαβάζετε εδώ. Στο παρακάτω promo video βλέπετε μερικές από τις ενδιαφέρουσες φωτογραφίες του βιβλίου.
|
|
|
Promo clip για το λεύκωμα της πρώτης (2007) και της δεύτερης έκδοσης (2018)
7+1 Κριτικές για το λεύκωμα Η Άλλη Ελλάδα
Ι. Στην εφημ. Καθημερινή
Ψηφίδες ιστορικών αναμνήσεων σ’ έναν τόμο Το φωτορεπορτάζ είναι πάντα η πιο προσβάσιμη καταγραφή της τρέχουσας ιστορίας. Και βεβαίως είναι οι φωτογραφίες που, μαζί με τις προσωπικές του καθενός, προκαλούν νοσταλγία και συγκίνηση, αφού απεικονίζουν εποχές στις οποίες αναγνωρίζουμε τα παιδικά μας χρόνια, τις ρίζες μας, έναν κόσμο που έφυγε. Αυτός ο κόσμος αναδεικνύεται σ’ ένα λεύκωμα που μόλις κυκλοφόρησε από έναν ολοκαίνουργιο εκδοτικό οίκο: τον «Τόπο». Στις σελίδες του περιέχονται φωτογραφίες από το αρχείο του φωτορεπόρτερ Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου και έχει τίτλο «Η άλλη Ελλάδα, 1950-1965». Την επιλογή των φωτογραφιών και τα κείμενα υπογράφει ο υπεύθυνος λογοτεχνίας του «Τόπου», Αρης Μαραγκόπουλος. «Η ιστορία της μετεμφυλιακής Ελλάδας, μέχρι και τον Απρίλιο του ’67, είναι μια μικρογραφία της μεταπολεμικής ψυχροπολεμικής συνθήκης. (...) Με οδηγό το πολύτιμο φωτογραφικό αρχείο του Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε από πολύ κοντά πρόσωπα και πράγματα αυτής της σκληρής περιόδου». Μια περίοδος που παρότι ήταν σκληρή, εκπέμπει τη χαμένη αθωότητα, την τρυφερότητα, παραπέμπει σ’ ένα άλλο είδος προσωπικών και κοινωνικών σχέσεων, πολύ μακρινών σήμερα. Το κοριτσάκι που πουλάει εφημερίδες έξω από το γήπεδο, ο γαλατάς που πήγαινε πόρτα πόρτα, οι εμπορικοί δρόμοι του σημερινού ιστορικού κέντρου της Αθήνας και οι διαφορετικές χρήσεις που είχαν αυτές οι γειτονιές, οι νέες πολυώροφες πολυκατοικίες που υψώνονται στη θέση των μονώροφων σπιτιών, οι «συνοικίες το όνειρο» σ’ όλη την Αττική, η οικοτεχνία, η βιοτεχνία και η βιομηχανία, η μετανάστευση, η μετεμφυλιακή διακυβέρνηση, οι πολιτικές διαμάχες, τα τελευταία στρατοδικεία, οι τελευταίες εκτελέσεις. Είναι η σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδας μετά τον πόλεμο, είναι η Ελλάδα που βρήκαμε και οι συνθήκες στις οποίες περάσαμε τα πρώτα παιδικά μας χρόνια, είναι οι συνθήκες, πολιτικές και κοινωνικές, που σημάδεψαν την Ελλάδα πριν το ’65 και την Ελλάδα μετά το ’74. Ενα βιβλίο που εντάσσεται στην κατηγορία των λευκωμάτων, τα οποία συμπληρώνουν τις ψηφίδες των προσωπικών, των πολιτικών και των ιστορικών αναμνήσεων. Του καθενός και ενός ολόκληρου λαού. Ενα βιβλίο που είναι σαν περίπατος σε γειτονιές γνωστές – αλλά πλέον μακρινές, με εικονιζόμενους επώνυμους, αλλά και ανώνυμους, που έχουν κάτι από μας. 21.12. 07, Όλγα Σελλά ΙΙ. Στο Ποντίκι / Art Ασπρόμαυρη Ιστορία Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και ενώ όλες οι εμπλεκόμενες χώρες της Ευρώπης προσπάθησαν και πέτυχαν να οικοδομήσουν πάνω στα συντρίμμια τους, έναν καινούργιο κόσμο, στη χώρα μας άρχιζε ένα νέο μακελειό: ο εμφύλιος πόλεμος. Τυπικά, η αποτρόπαια αυτή σύγκρουση τερματίστηκε το 1949, προσθέτοντας στο σώμα αυτού του τόπου μια πληγή πάνω στην πληγή του. Ωστόσο, ότι τέλειωσε πάνω στα βουνά της Πίνδου, έμελλε να συνεχιστεί στους δρόμους, στα σπίτια και στις ζωές των ανθρώπων. Η εμφύλια διαμάχη διατηρήθηκε και συνεχίστηκε μέσα στα μυαλά όλων εκείνων, που συστηματικά και μεθοδικά, θεωρούν, ως τα σήμερα, την πατρίδα μας κτήμα τους, περιουσιακό τους στοιχείο, αναπόσπαστο κομμάτι μιας κληρονομιάς, που το συμβόλαιό της σφραγίζεται με το σκοτεινό μελάνι των κοτσαμπάσηδων της Τουρκοκρατίας. Έτσι, και μετά την Κατοχή, όλοι όσοι φόρεσαν τις κουκούλες της προδοσίας, και οι πρόθυμοι συνεργοί των κατακτητών, εμφανίστηκαν ως εντολοδόχοι των «Συμμαχικών Δυνάμεων», για να συνεχίσουν το «έργο» τους: Αυτή τη φορά «καθαρίζοντας» ριζικά το Έθνος από τα «μιάσματα» εκείνα, που πολέμησαν για την πατρίδα. Στο όνομα μιας πρωτοφανούς κι αδικαιολόγητης μισαλλοδοξίας, ακολούθησε μια φρικιαστική, για υποτιθέμενη ευρωπαϊκή χώρα, περίοδος, όπου το πιο σημαντικό, αξιόλογο και γενναίο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού βασανίστηκε, ενοχοποιήθηκε και προδόθηκε εξίσου σκληρά, από τους εγκάθετους εθνοπατέρες αυτού του τόπου και από τους μουντούς ιεροκήρυκες ενός αμφιλεγόμενου και στείρου αριστερού(;) Λόγου. Αυτή η θλιβερή εποχή που η Ελλάδα παράπαιε θρυμματισμένη ψυχικά και υλικά, στη κατώτατη βαθμίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, παρουσιάζεται μέσα από μια σειρά φωτογραφικών στιγμιότυπων, όπου εικονογραφείται η καθημερινή ζωή, τα πρόσωπα της εξουσίας και η «ειδική μεταχείριση» της οποίας έτυχαν οι άνθρωποι της Αριστεράς. Τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου παρουσιάζονται με τρομαχτικό ρεαλισμό και καλλιτεχνική τόλμη από τον φωτογραφικό φακό ενός μοναδικού φωτορεπόρτερ. Ο Κωνσταντίνος Μεγαλοκονόμος, υπήρξε, το δίχως άλλο, ο «πατριάρχης» του φωτορεπορτάζ στη χώρα μας, καταγράφοντας με ευαισθησία κι οξυδέρκεια, επί μια εξηκονταετία, την ιστορία του τόπου στις πιο κρίσιμες στιγμές του. Το αρχείο του αποτελεί μια καθαρή μαρτυρία, στην οποία αποτυπώνεται όλη η καθημερινότητα της πολιτικής και πολιτιστικής κίνησης της χώρας από την εποχή του Μεσοπολέμου, ως και το πρόσφατο παρελθόν. Το λεύκωμα που κυκλοφόρησε από τις νεοσύστατες εκδόσεις Τόπος παρουσιάζει μια επιλογή απ’ αυτές τις φωτογραφίες, που καλύπτουν την περίοδο 1950- 1965, υπό τον τίτλο Η Άλλη Ελλάδα. Η επιλογή των φωτογραφιών, η εισαγωγή, τα σχόλια και το χρονολόγιο, έγιναν από τον συγγραφέα Άρη Μαραγκόπουλο. Διατρέχοντας από φωτογραφία σε φωτογραφία το αποκαλυπτικό αυτό λεύκωμα είναι σα να διαβάζουμε την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που, όπως ορθότατα επισημαίνει ο Άρης Μαραγκόπουλος, επιμένει ακόμα και στις μέρες μας να αναπολείται, μέσα από έναν φαντασιακό ψευδορομαντισμό, όπως αυτός αποτυπώθηκε στις ταινίες του «αθώου» ελληνικού κινηματογράφου. Ωστόσο η Ελλάδα της Αλίκης Βουγιουκλάκη και της Τζένης Καρέζη, του Λάμπρου Κωνσταντάρα και του Γιάννη Γκιωνάκη, υπήρξε μια θλιβερά εσωστρεφής και ακραία φοβισμένη χώρα «wanna be» μικροαστών και καθυστερημένων αγροτικών μαζών, που «σκότωνε» τον φόβο της και τη μίζερη καθημερινότητά της με φτηνά αστεία, εθελοτυφλώντας απέναντι στον βαθύ της διχασμό και μένοντας πολύ πίσω από την ανάπτυξη και την ευημερία του υπόλοιπου Ευρωπαϊκού Κόσμου. Ξεφυλλίζοντας κανείς προσεκτικά αυτό το λεύκωμα, ας σταθεί σε κάθε φωτογραφία, δίχως να αναζητεί εκείνες τις περίφημες «χίλιες λέξεις» που αξίζει μια εικόνα. Εκεί ας σταθεί: στον ασπρόμαυρο χρόνο της ζωής, ακολουθώντας όλη εκείνη τη διαδρομή, όπου η ζωή είναι το λιγοστό φως που ξεμυτίζει από τις ρωγμές του κόσμου και χαρίζει στα χείλη των ανθρώπων το κόκκινο, στα φύλλα των δέντρων το πράσινο, στις αναμνήσεις το κίτρινο. Ας προχωρήσει, μέσα από αυτές τις γερασμένες φωτογραφίες, στη ζωή του μέλλοντός του! 24.01.08, Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης |
ΙΙΙ. Στην εφημ. Πριν
Μεγάλης καλλιτεχνικής, πολιτικής και ιστορικής ταινίας είναι το φωτογραφικό λεύκωμα που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο Η Άλλη Ελλάδα 1950-1965 (εκδ. Τόπος). Οι φωτογραφίες που το απαρτίζουν προέρχονται από το Αρχείο Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου, ενώ η ευθύνη της επιλογής τους και των κειμένων που τις συνοδεύουν ανήκει στον Άρη Μαραγκόπουλο. Η πρωτοτυπία του λευκώματος έγκειται στο ότι το υλικό που τη συνθέτει δεν αναπαράγει ένα «ψευδορομαντικό φαντασιακό», με τα λόγια του Άρη Μαραγκόπουλου. «Οι φωτογραφίες είναι πολύτιμες επειδή προδίδουν το αρχαίο εμφύλιο τραύμα. Όλες ανεξαιρέτως οι φωτογραφίες». Πρωταγωνιστές του λευκώματος είναι «πρόσωπα της ανέχειας αλλά και της δύναμης για τη ζωή, με ρυτιδιασμένα χέρια και πρόσωπα· πρόσωπα σκαμμένα πολύ νωρίς από τις έγνοιες, πολύ γρήγορα γερασμένα, κουρασμένα, πικραμένα. Πρόσωπα ωστόσο αγέρωχα, υπερήφανα». Στις εικόνες της άλλης Ελλάδας περνούν ωστόσο και προβεβλημένα πρόσωπα. Τόσο της αστικής εξουσίας, όσο και οι ήρωες της άλλης Ελλάδας: Ο Μπελογιάννης με τον Πλουμπίδη, ο Μανδηλαράς με τον Ηλιού και οι διαδηλωτές που κατέκλυζαν το κέντρο της Αθήνας στους αγώνες για την Κύπρο, του 1-1-4 κ.λπ. 20.01.2008, Μάκης Ζέρβας ΙV. Στη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας Ο Άρης Μαραγκόπουλος, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, ανθολογεί το αρχείο ενός μεγάλου φωτορεπόρτερ, του Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου, στο λεύκωμα «Η άλλη Ελλάδα. 1950-1965». Οι φωτογραφίες οι οποίες επελέγησαν είναι πολύτιμες, κατά τον επιμελητή, γιατί «προδίδουν το αρχαίο εμφύλιο τραύμα. Ολες ανεξαιρέτως οι φωτογραφίες. Ο,τι κι αν απεικονίζουν απ' αυτή την τραγική εποχή. Για όποιον φυσικά δεν φοβάται να διαβάζει τα πρόσωπα, τις χειρονομίες, το παρελθόν και, εν τέλει, την Ιστορία του». Ο Κ. Μεγαλοκονόμος μεγαλούργησε στην «εφηρμοσμένη» τέχνη του φωτορεπορτάζ, ωστόσο το επικαιρικόν δεν τον απορρόφησε. Οι άγνωστοι συνυπάρχουν με τους γνωστούς των πολιτικών δρωμένων. Οι πρώτοι εκ των υστέρων κερδίζουν τους πρωταγωνιστές, γιατί παρά την ανέχεια και την τρομοκρατία, παρέμεναν αγέρωχα ζωντανοί και προπαντός υπερήφανοι. Κι αυτό δεν είναι νοσταλγία, είναι η αξιοπρέπεια εκείνης της εποχής κι όλων των εποχών. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28.03.2008, β.κ.κ V. Στο περ. Διαβάζω Aφηγηματικό πορτρέτο του ερανιστή αφηγητή Γεννημένος στη Σμύρνη, ο Κωνσταντίνος Μεγαλοκονόμος εγκαθίσταται στην Αθήνα το 1922 με τη μικρασιατική καταστροφή και από γυμνασιόπαιδο ακόμη μπαίνει με τα μούτρα στο φωτογραφικό ρεπορτάζ. Ιδρύει το δικό του πρακτορείο «Ελληνικά Φωτογραφικά Νέα». Κατέγραψε εξήντα χρόνια ελληνικής ιστορίας, άφησε πλούσιο φωτογραφικό αρχείο, το οποίο αναδίφησε ο συγγραφέας κι επιμελητής εκδόσεων Άρης Μαραγκόπουλος. Απομόνωσε μια δεκαπενταετία της νεοελληνικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής, 1950-1965, κι έφτιαξε ένα συναρπαστικό λεύκωμα με τις φωτογραφίες του Μεγαλοκονόμου, πρόσθεσε λεζάντες πολύ εύστοχα διατυπωμένες, εισαγωγές στα επιμέρους κεφάλαια, αποσπάσματα από κείμενα των πρωταγωνιστών της πολιτικής ιστορίας της εποχής, συγγραφέων και διανοουμένων, καθώς κι ένα χρονολόγιο της δεκαπενταετίας σε ιδιαίτερα προσωπικό ύφος. Στέκομαι σε δύο μαρτυρικές φυσιογνωμίες της αριστεράς, τον Νίκο Πλουμπίδη και τον Νίκο Μπελογιάννη, οι οποίοι τέλειωσαν τη ζωή τους μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα για δύο λόγους, ο πρώτος έχει να κάνει με τις αντιφάσεις και την αυτοχειριαστική διάθεση της ηγεσίας του ΚΚΕ, το οποίο χαρακτήρισε τον πρώτο χαφιέ και πράκτορα των ξένων μυστικών υπηρεσιών, τον αποκήρυξε, χαρακτήρισε την εκτέλεση πλαστή, αλλά εκείνος συμβούλεψε τη γυναίκα του να βγάλει διαζύγιο σε βάρος του, να πάρει ο γιος τους το δικό της όνομα, για να μην θιγεί το κόμμα! Η δεύτερη εκτέλεση, φυσικά του Νίκου Μπελογιάννη, προκάλεσε την παγκόσμια κατακραυγή αλλά δεν τον έσωσε. Ο δεύτερος λόγος είναι οι ίδιες οι συγκλονιστικές φωτογραφίες. Ο σκελετωμένος Νίκος Πλουμπίδης με λευκό κοστούμι, ύφος μάλλον καρτερικό αλλά πάντως συγκρατημένο, περιστοιχισμένος από μυστακοφόρους χαμογελαστούς αστυφύλακες να τον αποδεσμεύουν από τις χειροπέδες. Κρατά άφιλτρο τσιγάρο στο ένα χέρι και μια διπλωμένη εφημερίδα υπό μάλης, σε άλλη εφημερίδα τον βλέπουμε να αγορεύει εκφραστικά στο δικαστήριο. Στη φωτογραφία αυτή πρωταγωνιστούν τα χέρια του, αλλά και το προτεταμένο μέτωπο, το παχύ μουστάκι και τα γνωστά γυαλιά με σκελετό από ταρταρούγα. Επίσης εμφανίζεται σε μια πατρική πόζα: σε πρώτο πλάνο να κρατάει ένα πακέτο πτι-μπερ, ο μπαμπάς μειδιά, ο γιος μοιάζει αμήχανος αλλά ταυτόχρονα στοχαστικός. Ο Μπελογιάννης μάλλον ξεκαρδισμένος στα γέλια, περιστοιχισμένος από δύο συγκατηγορούμενούς του στο δικαστήριο. Σε άλλη δίκη ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Μανώλης Γλέζος. Ο Ηλίας Ηλιού υπερασπιστής σε μια από τις πάμπολλες δίκες-παρωδία της εποχής, ένας τροχονόμος στην ειδική θήκη σαν ακίνητη κούκλα σε ώρα ρύθμισης της κυκλοφορίας πνιγμένος σε FISSAN, το περιοδικό Ταχυδρόμος, τον καφέ Μπράβο, μπουκάλια που δεν διακρίνεται η ετικέτα τους... Εικόνες από τη ζωή στη Δραπετσώνα, άνθρωποι κι ερείπια ατάκτως ερριμμένοι, ένα στιγμιότυπο στην οικοδομή, στο εργοστάσιο, πλανόδιοι πωλητές περιστεριών, φρούτων. Δύο λιπόσαρκα παιδιά με κοντά παντελόνια, γαλότσες, που πλέουν στα παλτά τους, λένε τα κάλαντα μπρος στην Ακαδημία Αθηνών. Η Ελλάδα της καθημερινότητας, τα πρόσωπα της εξουσίας, η μαρτυρία της Αριστεράς, τα τρία κεφάλαια που συγκροτούν το λεύκωμα. Τα Ιουλιανά (1965), διαδήλωση: μια όμορφη κοπέλα κρατά τη φωτογραφία του Γεωργίου Παπανδρέου και κόκκινα γαρύφαλλα, σε αμερικάνικο πλάνο. Ο Καραμανλής πλάι στον Πλαστήρα σε μπαλκόνι. Ο αρχιερέας του «εκσυγχρονισμού», εξίσου βίαιου με αυτούς που ακολούθησαν. Η Αθήνα της αντιπαροχής, που για χάρη της κατεδαφίστηκαν τα νεοκλασικά σπίτια της πόλης. Υπουργικά συμβούλια. Οι κύριοι του ΝΑΤΟ. Η αμερικάνικη βοήθεια σε σακιά με πατάτες. Η σύνδεση της χώρας με την ΕΟΚ (1961). Εγκαίνια στη Χαλυβουργική με τον Καραμανλή σε πόζα χαμένου προφίλ. Ο Ωνάσης να υπογράφει σύμβαση και να καπνίζει Άσσο σκέτο. Ένα μακρύ οδοιπορικό σε μια ταραγμένη δεκαετία της νεοελληνικής ζωής, με πρώτο σταθμό το πρώτο μετεμφυλιακό έτος και τελευταίο μια μόλις διετία πριν από τη δικτατορία. Η Ομόνοια να θυμίζει απολύτως το ποίημα του Κάλας «της κάθε πόλης η πλατεία / γυρίζει σα σβούρα ανθρώπους μηχανές / στην Αθήνα γυρίζει η Ομόνοια (...) γιατί στην Ομόνοια / ο κάθε διαβάτης / η κάθε μηχανή / είτε το θέλει είτε όχι / πρέπει να πάει κυκλοτερά» –όχι πια. Αν και η φύση των λεζάντων δεν στοχεύει στη διευκρίνιση αλλά στη μυθοποίηση, στη μελαγχολία του αφηγητή - επιμελητή, ίσως σε κάποιες περιπτώσεις τα απεικονιζόμενα πρόσωπα, πέραν των αναγνωρίσιμων. Εντέλει το λεύκωμα είναι προσωπικό αφηγηματικό πορτρέτο αυτής της δεκαπενταετίας του επιμελητή, με όχημα το υλικό του σημαντικού αρχείου, μια υποκειμενική ματιά του ερανιστή αφηγητή, που ασκεί ιδιαίτερη γοητεία στον αναγνώστη. Διαβάζω, τεύχος Μαρτίου 2008, Κ. Ξ. Γιαννόπουλος |
Αυτή η φωτογραφία είναι πραγματικά η Άλλη Ελλάδα. Απεικονίζει όσο λίγες την αγροτουριστική εικόνα της Ελλάδας του εξήντα η οποία, διά των τότε πολιτικών της, όπως ο εικονιζόμενος Κ. Καραμανλής, επιχειρεί να εκσυγχρονιστεί κατά τα δυτικά πρότυπα δίχως να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα δικαιώματα και τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών εξαιτίας των ποικίλων δεσμεύσεών της προς την αμερικανική πολιτική και το ΝΑΤΟ.
VI. Στο Περ. BLOW
Κοιτάζοντας κατάματα τη μεταπολεμική Ελλάδα ο φωτογραφικός φακός του αείμνηστου Κ. Μεγαλοκονόμου και τα κείμενα του Άρη Μαραγκόπουλου αποδομούν, σ' ένα καλαίσθητο λεύκωμα, το μεταπολεμικό ελληνικό όνειρο. Ωραία κατάσταση η νοσταλγία: βυθίζεσαι σε αυτή αργά και αβασάνιστα χωρίς να χρειάζεται να λογοδοτήσεις σε κανέναν. Αφήνεσαι γλυκά στην ταξιδιάρικη αφήγησή της να σε πάει πίσω σε «περασμένα μεγαλεία» και έστω και έτσι αναβιώνουν για λίγο τα χρόνια της «χαμένης αθωότητας». Φυσικά το ταξίδι αυτό, κυρίως όταν είναι παγιωμένη κατάσταση στη ζωή ενός ανθρώπου, έχει ένα μεγάλο χαμένο: την ίδια την πραγματικότητα. Ο νοσταλγός ξαναζεί το παρελθόν του αφού πρώτα του έχει αφαιρέσει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να γδάρουν την ψυχή του. Με τη μέθοδο αυτή καταφέρνει να καταπραΰνει το μέσα του, έχει όμως θάψει (ίσως και οριστικά) τη δυνατότητα να δει κατάματα το υλικό από το οποίο πλάστηκε. Κοντολογίς, η νοσταλγία σε περιχαρακώνει σε ένα αυτάρεσκο γυάλινο κόσμο που αντανακλά οτιδήποτε άλλο από τον πραγματικό εαυτό και το πραγματικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζυμώθηκε. Υπό αυτό το διαστρεβλωμένο πρίσμα αντιμετωπίζει συνήθως η σημερινή γενιά των 60άρηδων την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, που συμπίπτει με την παιδική και εφηβική τους ηλικία. Αρωγός σε αυτή την αυταπάτη έρχεται και το ασπρόμαυρο ελληνικό σινεμά, που έπαιζε ήδη από τότε τον ρόλο της παραμυθίας και της εκτόνωσης των κοινωνικών και πολιτικών διαφορών (η σοσιαλίστρια κόρη του εργοστασιάρχη ερωτεύεται τον ατίθασο συνδικαλιζόμενο εργάτη, και άλλα τέτοια απίθανα) για λογαριασμό των ασφικτυούντων μικροαστών και πρώην χωρικών που είχαν σφηνώσει μαζικά στη χοάνη της άδικης και άτεγκτης μεγαλούπολης. Έτσι, η γενιά αυτή, στην πλειοψηφία της, έσβησε συνειδητά από την αφήγησή της οτιδήποτε θα της θύμιζε την φτώχια, την ταπείνωση και την καταπίεση που υπέστη στον αγώνα της για κοινωνική άνοδο. Το τελικό μονταρισμένο υλικό της εμφανίζει συνήθως μια πραγματικότητα χωρίς κοινωνικές ανισότητες, χωρίς πολιτικούς αποκλεισμούς, χωρίς καταπίεση των γυναικών ή των παιδιών, χωρίς ιδεολογική προπαγάνδα από την πλευρά του κράτους. Τη νοσταλγική αυτή διάθεση αναπαράγουν κάποτε και ορισμένα φωτογραφικά λευκώματα που εκδίδονται κατά καιρούς, στα οποία ακόμη και οι τελευταίοι των τελευταίων στο βαρέλι της κοινωνικής ιεραρχίας εμφανίζονται να είναι τρισευτυχισμένοι με αυτό που τους συμβαίνει. Από τις λίγες εξαιρέσεις στην τάση αυτή είναι η πρόσφατη δημοσίευση ενός τμήματος του φωτογραφικού αρχείου του Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου, το οποίο επέλεξε και σχολίασε ο γνωστός πεζογράφος, κριτικός και μεταφραστής Άρης Μαραγκόπουλος, για τις νεόκοπες εκδόσεις Τόπος. Ο Κ. Μεγαλοκονόμος υπήρξε από τους πρωτοπόρους του φωτορεπορτάζ. Σμυρνιός στην καταγωγή, ιδρύει στην Αθήνα τη δεκαετία του ‘60 το πρακτορείο Ελληνικά Φωτογραφικά Νέα – Κ. Μεγαλοκονόμος. Ο «καθηγητής», όπως τον αποκαλούσαν οι ομότεχνοί του, θα καλύψει με το φακό του όλη την πολιτικά ταραγμένη και κοινωνικά ρευστή περίοδο της αναπτυσσόμενης μεταπολεμικής Ελλάδας ως τον θάνατό του το 1992. Η ματιά του έχει όλα τα προτερήματα των παλαιών δημοσιογράφων. Ακρίβεια στην αποτύπωση της πραγματικότητας με ταυτόχρονο σεβασμό στην προσέγγιση του θέματός του, που συχνά συνοδεύεται από μια υπόγεια κριτική διάθεση απέναντι στη μεγαλοσχημοσύνη της εξουσίας ή αντίστοιχα στη ματαιοπονία της κοινωνίας. Διότι, μαζί με τα ανώτερα πατώματα της εξουσίας και των κατόχων της, μέσα από τις φωτογραφίες του αναδεικνύεται και η Ελλάδα της ανάπτυξης αλλά και του μόχθου, η Ελλάδα που αλλάζει μαζί με εκείνη που δεν αντέχει να παρακολουθήσει τις αλλαγές αυτές και αρκείται να παλεύει για την επιβίωση. Μία εικόνα είναι χίλιες λέξεις, σημασία όμως έχει ποιος τις γράφει και τι σημαίνουν. Σε αυτό το σημείο συνίσταται η συμβολή του Άρη Μαραγκόπουλου στο εν λόγω λεύκωμα. Ο συγγραφέας της πρόσφατης Μανίας με την Άνοιξη και του κλασικού πλέον Οδηγού Ανάγνωσης του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις (Κέδρος, 2001) δεν αρκείται σε ένα συμβατικό σχόλιο ούτε αναπαράγει τη μεταφυσική της νοσταλγίας. Η προσέγγισή του είναι πολιτική, μια πολιτική του σαρκασμού και της ειρωνείας. Με μια ριζοσπαστική κριτική στα έργα και τις ημέρες των τότε δεξιών κυβερνήσεων, ο Α. Μαραγκόπουλος διαλύει τις εκ των υστέρων αυταπάτες για την Ελλάδα της ανοικοδόμησης και θυμίζει με το δεικτικό του τόνο ότι η διαδικασία αυτή προχώρησε με τον αποκλεισμό ή την εξόντωση πολλών χιλιάδων Ελλήνων αριστερών ή «συμπαθούντων» πολιτών την ίδια ώρα που η υπόλοιπη κοινωνία συνέχιζε τη συναλλαγή με την εξουσία. Η ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων τη δεκαετία του ’60 θα περιοριστεί στο πολιτικό πεδίο σε μια διαδικασία που θα διακοπεί βίαια από τη χούντα του 1967. Ακόμη κι αν όλα αυτά τα έχουμε απωθήσει σήμερα, ιστορικά τεκμήρια όπως του Μεγαλοκονόμου είναι εκεί, πεισματικά, για να μας τα θυμίζουν. Περ. BLOW, 25.01.08, Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος |
VIΙ. Στην εφημ. Αυγή
Τόσο μακριά, τόσο κοντά Λίγο μετά τον εμφύλιο, λίγο πριν τη δικτατορία. Τη δεκαπενταετία 1950-1965, αυτή την κρίσιμη και καθοριστική για τα χρόνια που θα ακολουθήσουν περίοδο της νεοελληνικής Ιστορίας, καλύπτει με τις φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο παρόν λεύκωμα ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες φωτορεπόρτερ, ο Κωνσταντίνος Μεγαλοκονόμου. Οι φωτογραφίες που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον τόμο, και αποτελούν μέρος του πλούσιου αρχείου του φωτογράφου, επιλέχτηκαν από τον συγγραφέα Άρη Μαραγκόπουλο ο οποίος έδεσε τις φωτογραφίες με μια γοητευτική και ιδιαιτέρως κατατοπιστική κειμενογραφία, παραδίδοντάς μας μια κατά το δυνατόν ενδιαφέρουσα τοιχογραφία της εποχής, εκτεινόμενη τόσο «σε ύψος» όσο και «σε βάθος»: οι φωτογραφίες δεν περιορίζονται στην απεικόνιση προσώπων και καταστάσεων της «μεγάλης» Ιστορίας, αλλά αποκαλύπτουν στιγμές της καθημερινής ζωής του μετεμφυλιακού και προδικτατορικού ελληνικού κράτους, ενδεικτικές των ιδιαίτερων στοιχείων - οικείων και ταυτόχρονα ξένων στις νεότερες γενιές- που χαρακτηρίζουν την κοινωνική πραγματικότητα των καιρών: του φόβου, της ένδειας, της ανασφάλειας, της καταστολής, της ατέρμονης προσπάθειας για την ανακάλυψη μονοπατιών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην έξοδο από το τέλμα και τη μιζέρια. Σε αυτή την αόρατη στα επίσημα βιβλία της ιστορίας πραγματικότητα εστιάζει και η πρώτη ενότητα του λευκώματος, «Η κανονικότητα της ζωής». Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες, κοντοστέκεσαι στις πρόωρα γερασμένες φιγούρες των ανθρώπων του μόχθου, ανακαλύπτεις την περηφάνια που εκπέμπει το κουρασμένο βλέμμα τους, διακρίνεις τους στενούς δεσμούς που χαρακτηρίζουν τις οικογενειακές, φιλικές, συναδερφικές σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους. Δεσμούς πανίσχυρους, εξαιτίας αφενός των παραδοσιακών κοινωνικών αντιλήψεων της εποχής και αφετέρου του πανταχού παρόντος αισθήματος της ανάγκης, που αναζητά ανακούφιση και διέξοδο στις μικρές αλληλέγγυες συλλογικότητες της οικογένειας, της γειτονιάς, του χώρου εργασίας. Στη δεύτερη ενότητα, «Τα πρόσωπα της εξουσίας», παρουσιάζονται (συμπληρωματικά ή/και αντιστικτικά στην ταπεινή πραγματικότητα της πλειονότητας του κοινωνικού σώματος) τα πρόσωπα και τα γεγονότα που σημάδεψαν και καθόρισαν από θέση ισχύος την ιστορικά πυκνή αυτή περίοδο. Όπως εύστοχα το διατυπώνει ο Μαραγκόπουλος, τα πρόσωπα της εξουσίας εκείνης της εποχής «είναι χαριτωμένα, είναι κομψά, είναι πονηρά, είναι στοχαστικά, γεμάτα αυτοπεποίθηση, όνειρα, όρεξη, επιθυμίες. Τα πρόσωπα της εξουσίας εκείνη την εποχή γκρεμίζουν οτιδήποτε για να χτίσουν οτιδήποτε. Τα πρόσωπα της εξουσίας δεν δίνουν λογαριασμό σε κανένα από τα πρόσωπα των προηγούμενων φωτογραφιών του τόμου (...) είναι λίγα και εξασφαλισμένα σε μια χώρα που οι πολλοί αισθάνονται πλήρη ανασφάλεια». Η ενότητα με την οποία ολοκληρώνεται το κύριο μέρος του λευκώματος και στην οποία αποτυπώνονται τα γεγονότα και τα πρόσωπα που σημάδεψαν τους μεγάλους αγώνες και τις εξίσου μεγάλες περιπέτειες της Αριστεράς στη μετεμφυλιακή περίοδο, τιτλοφορείται «Η μαρτυρία της Αριστεράς» και περιλαμβάνει απεικονίσεις και σχολιασμούς εμβληματικών ιστορικών γεγονότων: των μεγάλων πολιτικών συλλαλητηρίων, των μαζικών διώξεων, των θανατικών καταδικών του Μπελογιάννη και του Πλουμπίδη, των δολοφονιών του Πέτρουλα και του Λαμπράκη. Πρόκειται για φωτογραφικές απεικονίσεις μιας μαρτυρίας, δίχως την οποία (για να χρησιμοποιήσω και πάλι το συνοδευτικό κείμενο) «η οποιαδήποτε απόπειρα κατανόησης της Άλλης Ελλάδας γίνεται λειψή». Το λεύκωμα ολοκληρώνεται με ένα εκτεταμένο χρονικό των γεγονότων και των προσώπων της περιόδου. Η άλλη Ελλάδα, 1950-1965 αποτελεί ένα συναρπαστικό οδοιπορικό σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας, μέσα από το φακό ενός ανθρώπου που την έζησε και την αποτύπωσε ακούραστα, παραδίδοντάς μας την καλλιτεχνικά άρτια και ιστορικά εύγλωττη μαρτυρία του. Ο Άρης Μαραγκόπουλος δούλεψε με αγάπη πάνω στο υλικό του, προσδίδοντας, μέσα από τις επιλογές των φωτογραφιών και τα κείμενά του, την απαραίτητη συνοχή στο έργο, και καθιστώντας το έτσι αρτιότερο και γοητευτικότερο. Εφημ. Αυγή, 06.07.08. Νίκος Κουνενής VIΙΙ. Στην εφημ. Πρώτο Θέμα Το εκπληκτικό λεύκωμα που επιμελήθηκε ο Άρης Μαραγκόπουλος συλλέγοντας φωτογραφίες από τα αρχεία του Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου είναι ακριβώς η αφήγηση της ιστορικής πορείας της Ελλάδας από το 1950 μέχρι το 1965 μέσα από εικόνες που στιγμάτισαν την πρωτεύουσά της: το μεγαλείο μιας πόλης και των ανθρώπων της, από τον απλό λαχειοπώλη, τον εργάτη και τον λούστρο μέχρι τα πρόσωπα της εξουσίας. «Η Ελλάδα αυτών των ανθρώπων», γράφει χαρακτηριστικά ο Μαραγκόπουλος, «που δοκιμάζουν σε καθημερινή βάση τις αντοχές τους είναι εξ ορισμού η Ελλάδα που αντιστέκεται: στο κράτος που προνοεί μόνον για την καταστολή των αυτονόητων δικαιωμάτων τους». Ας μην ξεχνάμε ότι και οι ίδιοι οι θεωρητικοί εμπνεύστηκαν από τις πόλεις στις οποίες έζησαν: ο Μαρξ έγραψε τα βιβλία του αντλώντας παραδείγματα από το Λονδίνο, ενώ ο Μπένγιαμιν έφτασε σε σημείο να επαναδιαπραγματευτεί την υλιστική αντίληψη της Ιστορίας βλέποντας στο Παρίσι τον Μποντλέρ να τρέχει στην επανάσταση του ’48 στα οδοφράγματα φορώντας κόκκινο φουλάρι, στο χρώμα του αίματος. Δεν υπάρχουν ενδιάμεσοι σύνδεσμοι ανέμεσα στον άνθρωπο και στην πόλη του, στον άνθρωπο και στην ιστορία του, ό,τι και να λένε οι μεγάλοι θεωρητικοί, όσο κι αν μαρτυρούν οι υπάρχουσες συνθήκες. Η Ιστορία διαμορφώνεται στους δρόμους της πόλης από τους ανθρώπους της, από το Παρίσι του Μποντλέρ έως την Αθήνα του Τσίπρα. Εφημ. Πρώτο Θέμα, 17.02.08, Τίνα Μανδηλαρά |
ΙV. Αυτόπτης Φωτομάρτυρας στην Οδό των Ονείρων, 2013
Μια διαφορετική Ελλάδα με τον φωτογραφικό φακό του Τάκη Πανανίδη
Μια φωτογραφική ιστορία (1960-1975) για τους μεγάλους ποιητές, συνθέτες, ερμηνευτές του ελληνικού τραγουδιού και των θεαμάτων μιας θρυλικής εποχής.
Μια διαφορετική Ελλάδα με τον φωτογραφικό φακό του Τάκη Πανανίδη
Μια φωτογραφική ιστορία (1960-1975) για τους μεγάλους ποιητές, συνθέτες, ερμηνευτές του ελληνικού τραγουδιού και των θεαμάτων μιας θρυλικής εποχής.
Το παραπάνω teaser video για το λεύκωμα βασίζεται σε εκπομπή του Γιάννη Ξανθούλη στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ
(01.12.13 εκπομπή: «Κυριακή είσαι και φαίνεσαι»).
(01.12.13 εκπομπή: «Κυριακή είσαι και φαίνεσαι»).
Το Aρχείο Τάκη Πανανίδη διασώζει τις εμβληματικές εκείνες φωτογραφίες μέσα από τις οποίες αναγνωρίζουμε, εδώ και μερικές δεκαετίες, το ελληνικό λαϊκό τραγούδι του εξήντα. «Αυτόπτης φωτομάρτυρας», όπως ο ίδιος ο φωτογράφος αποκαλούσε τον εαυτό του, αποτύπωσε στο φιλμ τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές της ανατρεπτικής αλλαγής που συνέβη στο λαϊκό τραγούδι στη δεκαετία του εξήντα, παρακολουθώντας τους στις πρόβες, στις ηχογραφήσεις, στις συναυλίες, στις μπουάτ, στις επιθεωρήσεις, στα αναψυκτήρια, στα λαϊκά κέντρα, στα σπίτια τους.
Όλα τα γνωστά ονόματα που διαμόρφωσαν το νέο λαϊκό τραγούδι της εποχής, συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος, μουσικοί δεξιοτέχνες όπως ο Μανώλης Χιώτης και ο Γιώργος Ζαμπέτας, τραγουδιστές που σφράγισαν με την ερμηνεία τους χιλιοτραγουδισμένες μελωδίες όπως οι Τσιτσάνης, Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Πόλυ Πάνου, Πάνος Γαβαλάς κ.ά. διατηρούνται στην ιστορική μνήμη χάρη και στις φωτογραφίες του Αρχείου Τάκη Πανανίδη.
O τόμος Αυτόπτης φωτομάρτυρας στην οδό των ονείρων περιλαμβάνει γνωστές αλλά και άγνωστες στο ευρύ κοινό φωτογραφίες, πολλές από τις οποίες δημοσιεύονται σ' αυτό για πρώτη φορά.
Χάρη στο έμφυτο ταλέντο του, ο Τάκης Πανανίδης (1935-2010) κατάφερνε να αφήνει ανεπιτήδευτη, με αδιόρατες παρεμβάσεις, τη στιγμιαία φωτογράφισή του, ακόμα και όταν, για λόγους επαγγελματικής σκοπιμότητας, όφειλε να τη σκηνοθετήσει. Παράλληλα, χάρη στην εξοικείωσή του με τον χώρο της μουσικής και του θεάματος, είχε ασκηθεί να συλλαμβάνει τις εικόνες του στη μαγική εκείνη στιγμή που το θέμα παρουσιάζεται στην πιο χαρακτηριστική του έκφραση, στην πλήρη κορύφωσή του.
Όποιος ερευνά τη μουσική των δεκαετιών εξήντα και εβδομήντα υποχρεωτικά διασταυρώνεται με τις εντυπωσιακές φωτογραφίες από το Αρχείο Πανανίδη. Αυτό που με σιγουριά μπορεί κανείς να πει γι' αυτόν τον παθιασμένο με το τραγούδι δημιουργό, είναι ότι υπήρξε ο αποκλειστικός φωτογράφος των θρυλικών τραγουδιών και των λαϊκών θεαμάτων μιας ολόκληρης εποχής. Συνηθίζουν πολλοί να λένε για τον Τάκη Πανανίδη: οι φωτογραφίες του δεν μιλούν, τραγουδάνε. Αυτό το λεύκωμα αποδεικνύει την αλήθεια αυτού του ισχυρισμού.
Όλα τα γνωστά ονόματα που διαμόρφωσαν το νέο λαϊκό τραγούδι της εποχής, συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος, μουσικοί δεξιοτέχνες όπως ο Μανώλης Χιώτης και ο Γιώργος Ζαμπέτας, τραγουδιστές που σφράγισαν με την ερμηνεία τους χιλιοτραγουδισμένες μελωδίες όπως οι Τσιτσάνης, Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Πόλυ Πάνου, Πάνος Γαβαλάς κ.ά. διατηρούνται στην ιστορική μνήμη χάρη και στις φωτογραφίες του Αρχείου Τάκη Πανανίδη.
O τόμος Αυτόπτης φωτομάρτυρας στην οδό των ονείρων περιλαμβάνει γνωστές αλλά και άγνωστες στο ευρύ κοινό φωτογραφίες, πολλές από τις οποίες δημοσιεύονται σ' αυτό για πρώτη φορά.
Χάρη στο έμφυτο ταλέντο του, ο Τάκης Πανανίδης (1935-2010) κατάφερνε να αφήνει ανεπιτήδευτη, με αδιόρατες παρεμβάσεις, τη στιγμιαία φωτογράφισή του, ακόμα και όταν, για λόγους επαγγελματικής σκοπιμότητας, όφειλε να τη σκηνοθετήσει. Παράλληλα, χάρη στην εξοικείωσή του με τον χώρο της μουσικής και του θεάματος, είχε ασκηθεί να συλλαμβάνει τις εικόνες του στη μαγική εκείνη στιγμή που το θέμα παρουσιάζεται στην πιο χαρακτηριστική του έκφραση, στην πλήρη κορύφωσή του.
Όποιος ερευνά τη μουσική των δεκαετιών εξήντα και εβδομήντα υποχρεωτικά διασταυρώνεται με τις εντυπωσιακές φωτογραφίες από το Αρχείο Πανανίδη. Αυτό που με σιγουριά μπορεί κανείς να πει γι' αυτόν τον παθιασμένο με το τραγούδι δημιουργό, είναι ότι υπήρξε ο αποκλειστικός φωτογράφος των θρυλικών τραγουδιών και των λαϊκών θεαμάτων μιας ολόκληρης εποχής. Συνηθίζουν πολλοί να λένε για τον Τάκη Πανανίδη: οι φωτογραφίες του δεν μιλούν, τραγουδάνε. Αυτό το λεύκωμα αποδεικνύει την αλήθεια αυτού του ισχυρισμού.
Από την Εισαγωγή του Ά.Μ. στο λεύκωμα
[…] Όλος ο κόσμος ζούσε, ειδικά στη δεκαετία του εξήντα, με την αόριστη προσμονή ενός διαφορετικού αύριο. Κουρασμένος από τον πόλεμο, από τον εμφύλιο, από τη φτώχεια και τις στερήσεις. Κουρασμένος κυρίως από το γεγονός ότι η χώρα του, παρόλο τον απλήρωτο μόχθο και τον ατέλειωτο πόνο και το άδικο αίμα που σπατάλησε επί τόσα χρόνια, παρέμενε στην κατώτατη βαθμίδα του ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας, στην κατώτατη βαθμίδα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων: μια υποτυπώδης, κατ' όνομα μόνον, (υπερβολικά βασιλευομένη) δημοκρατία. Koυρασμένος και φοβισμένος ήταν ο Έλληνας τότε, όπου και αν ανήκε πολιτικά, ό,τι κι αν πίστευε, ό,τι κι αν έκανε για να ζήσει.
Σ' αυτόν τον κόσμο, σ' αυτή τη χώρα, σ' αυτούς τους φοβισμένους ανθρώπους δεν έμεναν πολλές δυνατότητες να ανακουφίσουν το καθημερινό βάσανο της επιβίωσης. Ένας καημός διάχυτος κυριαρχούσε στην εποχή, για τον καθένα και για τα πάντα. Ένας απέραντος καημός που μόνον να διασκεδαστεί μπορούσε. Στο λαϊκό θέαμα της επιθεώρησης και του κινηματογράφου ξέρουμε με ποιο τρόπο γινόταν αυτό: η στέρηση, η φτώχεια, η καταπίεση αφορούσε κάποιους άλλους, κάποιους άτυχους, κάποιους ενδεχομένως απλοϊκούς "ανθρωπάκους". Το τίμιο παλληκάρι θα κερδίσει με τον ιδρώτα του το ψωμί του, θα κερδίσει τη ζωή του, θα νικήσει το βολεμένο πλουσιόπαιδο, θα κατακτήσει το ταπεινωμένο και καταφρονεμένο κορίτσι κλπ. κλπ. Με παρόμοια στερεότυπα στο μεγαλύτερο μέρος του εικονογραφήθηκε τον πρώτο μετεμφυλιακό καιρό ο καημός ενός βιασμένου λαού και με αντίστοιχα στερεότυπα μόνο μπορούσε να τραγουδιέται.[1] Όμως στο πολιτικό επίπεδο της καθημερινότητας, αυτός ο καημός από ένα σημείο και πέρα εκφραζόταν πια πολύ πιο άμεσα, πολύ πιο δραματικά: ο κατά τακτά διαστήματα ελλιμενισμός του 6ου στόλου στον Πειραιά πλημμύριζε δολλάρια τη μαύρη αγορά, μίσος τις δημοκρατικές συνειδήσεις και με κάποιο αόριστο «αίσθημα ασφάλειας» τις πιο εύθραυστες από αυτές. Το μυθικό χαστούκι της Μπέτι Αμπατιέλου στη βασίλισσα Φρειδερίκη το 1963, η μοναχική Μαραθώνια πορεία Λαμπράκη την άλλη μέρα, η δολοφονία του τον Μάιο, το τραγικό επεισόδιο στον Γοργοπόταμο τον Νοέμβριο του 1964, τα Ιουλιανά του 1965, η δολοφονία του φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα, σημάδεψαν αμετάκλητα την εποχή. Διόλου τυχαία επομένως που εκεί, σ' αυτή τη δραματική συγκυρία του εξήντα, κάτι καινούργιο άρχισε να κινείται στον χώρο της μουσικής που ξέφευγε από τα γνωστά στερεότυπα: το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, το παλιό ρεμπέτικο, σε συνδυασμό με το βυζαντινό μέλος και τη δημοτική παράδοση βρέθηκε στο κέντρο αυτής της συγκυρίας χάρη στην καλλιέργεια νέων συνθετών, με πρώτο τον Μάνο Χατζιδάκι και στη συνέχεια τον Μίκη Θεοδωράκη, που διάβαζαν, εκτιμούσαν και διαλέγονταν με τους ομήλικούς τους ποιητές, διέθεταν ορισμένη πολιτική συνείδηση και αντιλαμβάνονταν τον ελληνικό καημό όχι ως τουριστικό ή εθνικιστικό φολκλόρ αλλά στην αυθεντική λαϊκή του διάσταση[2]… –––––––––––––––––––––––––– [1] Όπως, για παράδειγμα, συστηματικά γινόταν στη δεκαετία του πενήντα από τον «κονφερανσιέ» Γιώργο Οικονομίδη και την εκπομπή του «Νέα ταλέντα» που μετέδιδε σε τακτική βάση το κρατικό ραδιόφωνο. [2] «…Το τεράστιο τέρας που άλλοτε λέγεται φασισμός, άλλοτε μιλιταρισμός και άλλοτε δημοκρατία δυτικού τύπου –που δεν είναι τίποτε άλλο παρά προσωπεία του ιμπεριαλισμού– στέκεται από πάνω μας απειλητικό. Και η αντίδρασή μας είναι να τα ξεσκεπάσουμε και να φωνάξουμε μ' όλη μας τη δύναμη ενάντια τους. Είμαστε πια συνειδητοί, «γνωρίζουμε». Οι καημοί της ταβέρνας με τη μοιρολατρική αίσθηση ανήκουν στο παρελθόν πια...» (Από συνέντευξη του Μάνου Λοΐζου στον Δημ. Γκιώνη για την εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή, με αφορμή τον δίσκο Τα νέγρικα, 27.12.1966. Τώρα στο: Μάνος Λοΐζος, απ' τη μνήμη στην καρδιά, επιμ. Θ. Συλιβός, εκδ. Μετρονόμος 2012.) Διαβάστε ολόκληρη την Εισαγωγή στο επισυναπτόμενο αρχείο:
Παρουσίαση στo Aθηναϊκό Πρακτορείο
[…] Όπως παρατηρεί ο Μαραγκόπουλος στην εισαγωγή του, όποιος μελετά τις μουσικές δεκαετίες του 1960 και του 1970 στην Ελλάδα, θα διασταυρωθεί υποχρεωτικά με τις φωτογραφίες που φυλάσσονται στο Αρχείο Πανανίδη. Ο Πανανίδης «έκλεισε» στον φακό του τα τραγούδια και «τα λαϊκά θεάματα μιας ολόκληρης εποχής». Ταυτίστηκε με τη γέννηση και την εξέλιξη της νέας ελληνικής μουσικής και κατόρθωσε να συλλάβει στα πρόσωπα των φωτογραφιών του τα πιο ανάμεικτα αισθήματα: τη φιλοδοξία και τη μελαγχολία, τη χαρά και την ένταση, την αγωνία και την επιβράβευση. Δεν λείπει από τις φωτογραφίες του Πανανίδη και το πολιτικό κλίμα της περιόδου: από τις μεγάλες κινητοποιήσεις της δεκαετίας του 1960 μέχρι την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών και τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Στο κέντρο, πάντως, της φωτογραφικής περιπλάνησης του Πανανίδη βρίσκονται οι δύο συνθέτες που άλλαξαν με τα τραγούδια τους το ελληνικό μουσικό τοπίο: ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις, που έβγαλαν μαζί με τον Χιώτη το ρεμπέτικο από το περιθωριακό του σύμπαν, για να το συνδυάσουν με το βυζαντινό μέλος και τη δημοτική παράδοση, φέρνοντας εκ παραλλήλου το μεγάλο κοινό σε επαφή με κορυφαία ονόματα της μοντέρνας ποίησης όπως ο Ελύτης και ο Ρίτσος… ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ., 10 Δεκεμβρίου 2013 , Β. Χατζηβασιλείου |
Η ανάγνωση του αρχείου Πανανίδη από τον Ά.Μ.
(και την κριτική) Ο Ά.Μ., φυσικά, πόρρω απέχει από του να είναι ειδήμων του λαϊκού τραγουδιού και των πρωταγωνιστών του. Κάθε άλλο. Για τον τόμο αυτόν βασίστηκε στα κείμενα του ίδιου του Πανανίδη, δημοσιευμένα σε πολύ παλαιότερη, εκτός εμπορίου έκδοση (εκδ. Ντέφι, τίτλος: Τα Θρυλικά του '50-'60) καθώς και στην πολύτιμη μαρτυρία των κληρονόμων του Αρχείου: της μουσικού επιμελήτριας Ήρας Πανανίδου και της επιμελήτριας του Αρχείου, φωτογράφου Αθηνάς Πανανίδου. Σ' αυτό το «δεσμευτικό» πλαίσιο, η κριτική ανάγνωση του Ά.Μ. πάνω σ' αυτό το φωτογραφικό υλικό, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούσε παρά να είναι εκείνη που υιοθέτησε και στα προηγούμενα λευκώματα: ματιά στην Ιστορία, την κοινωνία, την κουλτούρα της εποχής – και όχι ματιά life-style στα «είδωλα» εκείνων των δεκαετιών. Αυτή τη ματιά, φαίνεται ότι διέκρινε και η κριτική. Eκτενή αποσπάσματα από την τελευταία διαβάζετε εδώ: Παρουσίαση στο Ποντίκι art
Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος ένα ιδιαίτερο λεύκωμα που μας μεταφέρει στις μουσικές απαρχές της δεκαετίας του ’60, όταν ο Τάκης Πανανίδης, ένας νεαρός ρεπόρτερ, ανακάλυπτε την επαγγελματική του κλίση μέσα από τις καταιγιστικές εξελίξεις στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Η αφοσίωσή του στο ελληνικό τραγούδι μάς άφησε μια σειρά φωτογραφικών στιγμιοτύπων της εποχής κατά την οποία αυτό ετοίμαζε τη δική του επανάσταση! Έτσι, μέσα από αυτό το φωτογραφικό ταξίδι - ντοκουμέντο, όπου ο φακός αποτυπώνει αυθόρμητες ή και σκηνοθετημένες στιγμές που θα δώσουν το στίγμα τους στην εποχή ως σημεία αναφοράς, παρουσιάζονται «εν τη γενέσει τους» οι πρωταγωνιστές που θα βάλουν ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους στο καλλιτεχνικό στερέωμα της εποχής τους αλλά και του μέλλοντός τους. Μέσα από δυο δεκαετίες φωτογραφικών καταγραφών, του ’60 και του ’70, διαβάζει κανείς την ιστορία του τραγουδιού όπου αναδεικνύονται τραγούδια, συνθέτες, τραγουδιστές αλλά και ηθοποιοί που ερμήνευσαν διάφορες επιτυχίες στη μεγάλη οθόνη – μια ολόκληρη εποχή! Ξενοφών Μπρουντζάκης, Ποντίκι art, 05.12.13 Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ. Παρουσίαση στην εφημ. Θεσσαλία Ο φωτογράφος Τάκης Πανανίδης έφυγε από τη ζωή το 2010, αφήνοντας κληρονομιά το πλούσιο αρχείο του. Ο συγγραφέας, εκδότης και εραστής της φωτογραφίας Άρης Μαραγκόπουλος, μας φέρνει σε επαφή με αυτό το αρχείο τρία χρόνια μετά, μέσω του βιβλίου Αυτόπτης φωτομάρτυρας στην οδό ονείρων - Αρχείο Τάκη Πανανίδη (Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2013). Ένα βιβλίο με ιδιαίτερο χαρακτήρα και διττή υπόσταση, που εντοπίζεται στο αυθύπαρκτο του φωτογραφικού και λογοτεχνικού του μέρους. Πρόκειται για ένα φωτογραφικό λεύκωμα που ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή (1960-1975) και ταυτόχρονα μια γραπτή ιστορική αναδρομή στην εποχή αυτή. Με αφορμή το αρχείο Πανανίδη, ο Άρης Μαραγκόπουλος μιλάει για τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στην μετεμφυλιακή Ελλάδα του εξήντα, παρουσιάζοντας την αντανάκλασή τους μέσα στο νεογέννητο λαϊκό τραγούδι της εποχής. Μιλάει για μία αγαπημένη του τέχνη, τη φωτογραφία και αναδεικνύει την άμεση σχέση της με τη μνήμη και την αθανασία. Μα πάνω απ’ όλα, μιλάει για όσα δεν βλέπει, αλλά νιώθει κανείς κοιτάζοντας τις φωτογραφίες αυτές. Πράγματα που δεν αποτυπώνονται στο χαρτί, όπως, για παράδειγμα, η μουσική. Ωστόσο, ο συγγραφέας, editor και σχεδιαστής του βιβλίου, δεν σταματά εκεί. Επιχειρεί και μια πρώτη φωτογραφική εκτίμηση και ανάλυση της δουλειάς του δημιουργού, εστιάζοντας «στο ύφος, στο αισθητικό τους μέρος και στο μύθο που πλάθει το ύφος αυτό, στοιχεία που», όπως ο ίδιος γράφει, «επέτρεψαν στις φωτογραφίες του Τάκη Πανανίδη να «διαβαστούν» μέσα από τις συνεχείς αναδημοσιεύσεις τους, ως παράθυρα προς μια συγκεκριμένη εποχή». […] Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες του λευκώματος, εκτός από τις πληροφορίες για την κοσμική ζωή, τον περιβάλλοντα χώρο, τους δρόμους, τα θέατρα, τα σπίτια, τα στούντιο, το ντύσιμο και το στυλ της εποχής, παρατηρούμε στην πλειοψηφία των φωτογραφιζόμενων, ακόμη και σε στιγμές που δεν έχουν αντιληφθεί τον φακό, αυτό που συγγραφέας χαρακτηρίζει ως «Μια κάποια μελαγχολία» και, επιχειρηματολογώντας, το αναγάγει σε χαρακτηριστικό εκείνης της περιόδου. Αυτό το στοιχείο από μόνο του, αποδεικνύει –πέρα από την αδιαμφισβήτητα τεκμηριωτική– και την καλλιτεχνική αξία του αρχείου Πανανίδη. Η ανασφάλεια, η ταπεινότητα, ο προβληματισμός, τα συγκρατημένα χαμόγελα και το μελαγχολικό βλέμμα, ακόμα και στα μάτια ανθρώπων που αποτελούν ινδάλματα, δίνουν μορφή στις δυσκολίες εκείνων των χρόνων, που η Ελλάδα προσπαθεί να σηκώσει κεφάλι και να οραματιστεί ένα καλύτερο μέλλον. Ολοκληρώνοντας το οδοιπορικό στις σελίδες του βιβλίου με οδηγό τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Τάκη Πανανίδη, θα έλεγα ότι ολοκληρώνεται όχι μόνο η φωτοβιογραφία της «θρυλικής» εκείνης εποχής, αλλά και η αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου που έζησε, με όλο του το είναι, τον παλμό της. Ενός ανθρώπου αυθεντικού και ευαίσθητου, που με τα χαρακτηριστικά του αυτά κέρδισε τον Άρη Μαραγκόπουλο και τον ώθησε να ταξιδέψει πίσω στο χρόνο, μέσω της συγκίνησης που προσφέρει μια βιωματική απεικόνιση. Νατάσα Καρακατσάνη, εφημ. Θεσσαλία, 27.04.2014 Διαβάστε όλη την παρουσίαση στο επισυναπτόμενο αρχείο:
Παρουσίαση στην εφημερίδα Μακεδονία
…Ευτυχώς οι κληρονόμοι του δεν φυλάκισαν το Αρχείο σε κάποιο ντουλάπι. Κάλεσαν το γνωστό συγγραφέα Άρη Μαραγκόπουλο να το μελετήσει, να βρει τους κώδικες του φωτογράφου, να εντοπίσει και να αναδείξει εκείνα τα στοιχεία που διαφοροποιούν τη δουλειά του από των άλλων συναδέλφων του. […] “Φωτομάρτυρα” χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του, ενώ ως αναφορά στην εποχή που εκτυλίσσεται το φωτογραφικό χρονικό του Τάκη Πανανίδη ο Άρης Μαραγκόπουλος πρόσθεσε το “Οδός ονείρων”, έμμεση αναφορά στην αντιπαράθεση Μάνου-Μίκη, ο οποίος εκείνη την εποχή παρουσίαζε την “Όμορφη Πόλη” στο απέναντι θέατρο. “Είχε συνείδηση και άλλων πραγμάτων. Έβλεπε πως η έκρηξη στο τραγούδι δεν ήταν ανεξάρτητη από μία ανησυχία που υπήρχε στην Ελλάδα, μία πολιτική ανησυχία. Το διαισθανόταν και προσπάθησα να το αποτυπώσω στο βιβλίο περιλαμβάνοντας φωτογραφίες από την κηδεία του Πέτρουλα ή του Μίκη με το Ζ στο πέτο”. Όμως ήταν και ο φωτογράφος που αναζήτησε κάτω από το λαμπερό πρόσωπο των σταρ την αλήθεια τους. “Είχε πάει η Γιώτα Λύδια στο στούντιο για φωτογράφηση με τα μαλλιά της φουσκωμένα, ‘λάχανο’, όπως ήταν η μόδα της εποχής. Δεν του άρεσε και πιάνει τις φουρκέτες, τα αφήνει ελεύθερα και μόνο τότε τη φωτογράφισε. Υπάρχει και το περιστατικό με την Αλίκη. Τον εκνεύριζε, αφού μονίμως έπαιρνε τσαχπίνικο ύφος και το έκανε και στη φωτογράφηση, και της λέει ο Πανανίδης: ‘Σκέψου κάτι πολύ άσχημο’. Έτσι έχουμε τη μοναδική φωτογραφία της Βουγιουκλάκη που είναι σοβαρή και δεν γελά”. Μία παρέλαση προσώπων γνωστών και περισσότερο γνωστών που διασχίζουν την “Οδό ονείρων”, ενώ τους κατέγραφε ο φακός του Πανανίδη, και τώρα χάρη στον Άρη Μαραγκόπουλο και τον εκδοτικό οίκο “Τόπος” μπορούμε να παρακολουθήσουμε στάσεις από τη διαδρομή τους. Κώστας Μαρίνος, Μακεδονία, 04.02.2014 Διαβάστε όλη την παρουσίαση στο επισυναπτόμενο αρχείο:
|