Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ '80
(Α' 1982-1985, Β' 2018)
Όλντσμομπιλ / Ψυχομπουρδέλο / Δεν είναι όλα σινεμά!
(Α' 1982-1985, Β' 2018)
Όλντσμομπιλ / Ψυχομπουρδέλο / Δεν είναι όλα σινεμά!
Η άτυπη Τριλογία του ’80 Όλντσμομπιλ / Ψυχομπουρδέλο / Δεν είναι όλα σινεμά! περιλαμβάνει ξανακοιταγμένα τα τρία πρώτα βιβλία με τα οποία έκανε δυναμικά την είσοδό του στη λογοτεχνία ο Άρης Μαραγκόπουλος στη δεκαετία του ογδόντα (Ιούνιος 1982 - Μάιος 1983 - Ιούνιος 1985). Όσοι αναγνώστες είναι εξοικειωμένοι με το έργο του αναγνωρίζουν εδώ τα κύρια στοιχεία της γραφής του: μυθοπλασία τολμηρή στη γλώσσα, μοντερνιστική στη δομή και στο ύφος, εξεγερσιακή στο περιεχόμενο.
Και τα τρία βιβλία χαρακτηρίζει η εμμονική πολεμική τους απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα που εκείνη την εποχή διείσδυε αργά αλλά σταθερά στην Ελλάδα με όχημα τη φτηνή λάιφ στάιλ μόδα των περιοδικών τύπου Κλικ, τη νεογέννητη ιδιωτική τηλεόραση και την πολιτική της όψιμης σοσιαλδημοκρατίας που ισοπέδωνε κάθε έννοια πολιτικής διεκδίκησης.
Τα βιβλία αυτά, μέσα από μια νευρική, κινηματογραφική αφήγηση, αφενός σαρκάζουν τις φοβίες, την ηθική, τις αγωνίες, τη γλώσσα, τον καθωσπρεπισμό του «τακτοποιημένου» μικροαστού ενώ αφετέρου αποτυπώνουν τις αγωνίες και τη μελαγχολία μιας νεολαίας πρόωρα γερασμένης και απογοητευμένης από τον ίδιο της, τον οιονεί θυμωμένο εαυτό, σε ένα κοινωνικό σκηνικό που προοιωνίζει το αδιέξοδο της σημερινής αφοπλισμένης γενιάς της κρίσης.
Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά του Πολ Λαφάργκ, ο Ρεμπό, τα κείμενα του Γκι Ντεμπόρ και του Ραούλ Βανεγκέμ, ο Μπόρις Βιάν, ο Τζακ Κέρουακ και ο Γουίλιαμ Μπάροουζ, ο Πίτερ Χάντκε, ο Τζέιμς Τζόις, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ και ο Βιμ Βέντερς, μέσα από υπόγειες διαδρομές, στοιχειώνουν ως αίσθηση και ουσία αυτά τα τρία βιβλία του έρωτα, της εξέγερσης και της αναρχίας.
Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι ο τίτλος του δεύτερου βιβλίου καθιερώθηκε στη νεανική lingo της εποχής, ενώ τον τρίτο ως σύνθημα συναντούσε κανείς γραμμένο τη δεκαετία του ογδόντα, με διαφορετικές παραλλαγές, στους τοίχους των Εξαρχείων. Τέλος, το πρώτο κεφάλαιο του Όλντσμομπιλ, αναπλασμένο, εντάχθηκε ως προλογικό κεφάλαιο στο μυθιστόρημα Το Χαστουκόδεντρο (Τόπος 2012).
Όλντσμομπιλ
Το μυθιστόρημα αυτό έχει ως αφετηρία του την επέτειο του Πολυτεχνείου του 1980 (η αιματηρή καταστολή του είχε αποτέλεσμα δύο θύματα). Απέναντι σ’ αυτό το θέμα προβάλλεται αντιστικτικά η κινηματογράφιση μιας διαφήμισης αυτοκινήτου όπου παίρνουν μέρος απογοητευμένοι αριστεροί ακτιβιστές. Οι εσωτερικοί μονόλογοι, οι κοφτές φράσεις, τα διάφορα ένθετα κείμενα, η ιδιότροπη στίξη, οι θεατρικές σκηνές, η γρήγορη εναλλαγή χρόνου και τόπου, η ονειρική ατμόσφαιρα πλημμυρίζουν τις σελίδες του βιβλίου διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο χρώμα του.
Ψυχομπουρδέλο
Θέμα αυτού του τόμου οι άναρχοι έρωτες, τα άναρχα οράματα, η άναρχη ζωή μιας εποχής που δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα πρέπει να συμβιβαστεί. Μιας μελαγχολικής εποχής όπου το ερωτικό έχει αποθεωθεί ως επαναστατική πράξη κι όπου η νεότητα αισθάνεται πρόωρα το γέρασμα της ζωής.
Δεν είναι όλα σινεμά!
Το θέμα του τόμου* είναι παρόμοιο με εκείνο του Ψυχομπουρδέλου. Με διηγήματα, ένα ψευδο-θεατρικό και «θυμωμένα» ποιήματα που ανεβάζουν τη λυρική στάθμη του τόμου, το βιβλίο δοκιμάζει να αποτυπώσει το εξεγερσιακό όραμα μιας άλλης πιο ερωτικής, πιο ελευθεριακής ζωής, που εμπνέεται από το Δικαίωμα στην Τεμπελιά του Λαφάργκ, τα ποιήματα του Ρεμπό και τη δράση των Καταστασιακών ομάδων.
----------------------
* Στην πρώτη έκδοση ο τίτλος ήταν Δεν είναι όλα σινεμά, μωρό μου…
Μια κριτική ανασκόπηση της Τριλογίας του '80, υπό τον τίτλο «Το διαχρονικό σύμπαν του Άρη Μαραγκόπουλου»,
δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Ο Αναγνώστης από τον διευθυντή του, δημοσιογράφο Γιάννη Μπασκόζο.
Τη διαβάζετε εδώ.
δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Ο Αναγνώστης από τον διευθυντή του, δημοσιογράφο Γιάννη Μπασκόζο.
Τη διαβάζετε εδώ.
Οι ρίζες της αληθινής ζωής
Πρόλογος στη νέα επίτομη έκδοση (2018)
Πρόλογος στη νέα επίτομη έκδοση (2018)
Κι ο κόσμος κάθε μέρα γίνεται χειρότερος
δεν μ’ αρέσει ο κόσμος που θα ζήσεις παιδί μου…
Ά. Μ. Δεν είναι όλα σινεμά, μωρό μου… 1985
δεν μ’ αρέσει ο κόσμος που θα ζήσεις παιδί μου…
Ά. Μ. Δεν είναι όλα σινεμά, μωρό μου… 1985
Ασυμμόρφωτη γλώσσα
Υπάρχει μια γλώσσα που αιώνες τώρα διδάσκει την πειθαρχία, την καταστολή, τον καταναγκασμό, τη συμμόρφωση σε κάθε μορφής Εξουσία. Υπάρχει και μια άλλη γλώσσα που αιώνες τώρα δοκιμάζεται ενάντια στην ανελευθερία, την ασκήμια και τη βαρβαρότητα του κόσμου· αυτή η δεύτερη γλώσσα, ακριβώς επειδή νοιάζεται να αρθρώσει ανατρεπτικό λόγο ενάντια σε ό,τι την πνίγει, δεν συμμορφώνεται με τις συμβάσεις του εξουσιαστικού, κυρίαρχου λόγου, του πειθαρχημένου λόγου.
Καταλαβαίνει κανείς αυτή τη γλώσσα εύκολα: επειδή εκφράζει τα πράγματα μια κι έξω, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς πολλά ποικίλματα. Πρόκειται για μια γλώσσα που, στην προσπάθειά της να αφηγηθεί ιστορίες ενάντια στις κυρίαρχες ιστορίες, συχνά πυκνά οικειοποιείται ακόμα και τον χύδην λόγο της υβριστικής καθημερινότητας. Σ’ αυτή τη γλώσσα καταφεύγουν όσοι δεν διαθέτουν επεξεργασμένη, τιθασευμένη, συναινετική στον κυρίαρχο λόγο γλώσσα· όσοι δεν έχουν φωνή, υπομονή, αντοχές, όσοι δεν έχουν τη θυμοσοφία του ύστερου βίου, όσοι δεν έχουν τίποτε. Τίποτε, εκτός από ταξικό θυμό.
Αυτή η θυμωμένη, αγριεμένη, πεισμωμένη, εχθρική απέναντι στη βαρβαρότητα γλώσσα-φωνή είναι σωματική, ενστικτώδης στην άρθρωσή της, ελευθέρια στην αισθητική της επιλογή, όπως εκείνη που χρησιμοποιούσε ο «ανήθικος» Restif de la Bretonne (1734-1806)· διόλου τυχαία, τον διάβαζαν δυο άνθρωποι που έζησαν μεν σε διαφορετικές εποχές αλλά που φαντασίωναν για τις κοινωνίες τους τολμηρό απελευθερωτικό όραμα για την ψυχή και το σώμα: ο Ρήγας Φεραίος και ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Με τον δημιουργό τους να ακροβατεί ενστικτώδικα πάνω στη μακρά παράδοση αυτής της ελευθέριας γλώσσας γράφτηκαν τα ανά χείρας τρία βιβλία του τόμου στη διάρκεια μιας δεκαετίας[1]. Ο συγγραφέας αισθανόταν ότι για τη γραφή του είχε ανάγκη μια γλώσσα που η μορφή της εν δυνάμει συνιστά και περιεχόμενό της, μια γλώσσα που, για να δώσουμε ως παράδειγμα το ισοδύναμό της σε άλλη τέχνη, παραπέμπει στους πειραματισμούς των κινηματογραφιστών Τζίγκα Βερτόφ, Γκι Ντεμπόρ και Ζαν Λικ Γκοντάρ.
Οπότε η «θυμωμένη» γλώσσα και το κάπως ατίθασο ύφος που ο αναγνώστης διακρίνει στα γραπτά αυτού του τόμου δεν δηλώνουν, απλώς, μια γλωσσική επιλογή, ένα κάποιο ύφος, αλλά και συγκεκριμένη ιδεολογική στάση.[2] Αυτό ίσως φαίνεται πιο καθαρά στα ποιήματα του τόμου. Εδώ ισχύει στον υπερθετικό βαθμό ό,τι αναφέρθηκε προηγουμένως: η γλώσσα των ποιημάτων είναι το περιεχόμενό τους. Τα ποιήματα αυτά είναι κραυγές, φτιάχτηκαν για να διαβάζονται δυνατά, πολύ δυνατά, σε κοινό που αντέχει πολλά ντεσιμπέλ. Δεν φτιάχτηκαν για να αποσπάσουν χάδια, θεσμικούς επαίνους και τη συγκατάβαση του métier. Φτιάχτηκαν, ξεκάθαρα, για να προκαλέσουν το αποδεκτό, αστικό ποιητικό γούστο.[3]
Αδιόρθωτη διόρθωση
Οι παρεμβάσεις που έγιναν στα αρχικά κείμενα ενόψει αυτής της επανέκδοσης είναι οι αναμενόμενες, αφού αφορούν κείμενα που γράφτηκαν πριν σαράντα τόσα χρόνια και που, επιπλέον, τότε δεν είχαν δεχτεί καμία απολύτως τυπογραφική επιμέλεια. Οι αλλαγές δεν αφορούν καθόλου το πνεύμα των κειμένων, τη σκέψη, την επιθυμία, την όποια κραυγή τους.[4]
Αυτά τα κείμενα, πώς να το κάνουμε, έχουν πλέον διανύσει έτσι όπως γράφτηκαν μια μακρά ζωή και, για να καταφύγουμε σε μια κοινοτοπία, εκφράζουν πάντα τον δημιουργό τους, τα διαβάζει μια χαρά ο ίδιος, τα διαβάζουν εδώ και χρόνια τόσοι αναγνώστες (κυκλοφορούν παράνομα σε παζάρια και βιβλιοπωλεία)· επομένως, αφήνονται να συνεχίσουν το ταξίδι τους με τα ίδια εφόδια στο σύγχρονο αναγνωστικό πέλαγος – το επιβαρυμένο πλέον, όπως ακριβώς και των θαλασσών, από ποικίλα σκουπίδια.
Ως προς τη στίξη ο συγγραφέας, στο ίδιο πνεύμα, απέφυγε να προσθέσει μερικές εκατοντάδες κόμματα, άνω τελείες κ.λπ. προκειμένου «να εξομαλύνει την ανάγνωση» – επιλογή που, μολονότι κάνει κάθε επαγγελματία λογιστή / διορθωτή να φρικιά, αν παραβλεφθεί, αφαιρεί ένα ουσιώδες συστατικό από το ύφος αυτών των κειμένων.
Το κείμενο είναι διάσπαρτο από λέξεις του χύδην-υβριστικού λεξιλογίου σε καθ’ υπερβολήν επαναλήψεις. Ο συγγραφέας συνειδητοποιεί τώρα ότι εκείνη τη μακρινή εποχή αυτές οι υβριστικές επαναλήψεις ήθελαν να εκφράσουν κάτι διαφορετικό, όπως κάτι άλλο εκφράζουν, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, όταν, ανεξάρτητα από την καλλιέργειά του, και σήμερα τις χρησιμοποιεί οποιοσδήποτε θυμωμένος, αγανακτισμένος άνθρωπος. Θεωρήθηκε αναγκαίο να απαλειφθούν ορισμένες ως περιττές. Ωστόσο και αυτές οι επεμβάσεις έγιναν με φειδώ: σε περιπτώσεις που αυτό το χύδην χαρμάνι από βία, θυμό, ύβρι, σκληρότητα και απογοήτευση της ζωής «έχει τη σημασία του», διατηρήθηκε ανέπαφο.
Τέλος, οι φιλόλογοι του μέλλοντος θα ανακαλύψουν και λιγοστά κομμάτια από τα παλαιά βιβλία που δεν περιλήφθηκαν καθόλου στην παρούσα έκδοση. Αφυπνίζουν στον συγγραφέα δύσκολες μνήμες του ιδιωτικού του βίου που ελάχιστα αφορούν τον σύγχρονο αναγνώστη.[5]
Αποτυχημένη γενιά
Ο συγγραφέας αυτών των γραπτών ανήκει στη γενιά που ανδρώθηκε στα απόνερα του Εμφύλιου. Μια γενιά που στα καλύτερα χρόνια της χάρηκε τη ζωή με καθαρό αέρα και αμόλυντες θάλασσες, τις πόλεις χωρίς νέφος, τον ελεύθερο έρωτα χωρίς έιτζ, την επικοινωνία χωρίς τηλεόραση και διαδίκτυο· μια γενιά με αντιπολεμική διάθεση ενάντια στο Βιετνάμ, με κάποια οράματα για την αλλαγή του κόσμου εμπνευσμένα από τον Γκεβάρα και τον Μάη του ’68, διανθισμένα με ελαφρά ναρκωτικά και ροκ μουσική. Ανήκει στη γνωστή γενιά που έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι της για να φύγει η δικτατορία του ’67 με την ελπίδα να έρθουν καλύτερες μέρες για όλους.
Αλλά ανήκει και στη γενιά που, σε παγκόσμια κλίμακα, αν και στα πρώτα της βήματα εμπνεύστηκε από τις τότε κυρίαρχες πολιτικές μυθολογίες, αποθέωσε πολύ γρήγορα τον καταναλωτισμό ως τρόπο ζωής, αδιαφόρησε εγκληματικά για την καταστροφή του αέρα και των θαλασσών, επέτρεψε να διαδοθεί το έιτζ και τα βαριά ναρκωτικά. Στο τέλος, η πλειονότητα των μελών της, κατέληξε να δουλωθεί, υπό την ελκυστική ιδιότητα του εξαγορασμένου μάνατζερ, στον οιονεί ευέλικτο καπιταλισμό όπου και συνεισέφερε με κάθε νόμιμο και άνομο μέσο για να οικοδομηθεί η σημερινή βαρβαρότητα του διαδικτυωμένου κόσμου με τις τραπεζικές μαφίες των όπλων, των ναρκωτικών και της πορνοβιομηχανίας.
Είναι διαπιστωμένη αλήθεια ότι, όσον αφορά όλο τον δυτικό κόσμο, η γενιά που ήταν είκοσι χρονών τη δεκαετία του ογδόντα-ενενήντα στις επόμενες δεκαετίες έκανε τις επιλογές της στη μεγάλη πλειονότητά της με υπέρτατο γνώμονα για οποιοδήποτε ζήτημα πολιτισμού και ποιότητας του βίου, όχι τα δοκιμασμένα στον μακρό ιστορικό χρόνο κριτήρια του ανθρωπισμού, αλλά την αναλώσιμη, πρόσκαιρη διασκέδαση και τις γρήγορες πωλήσεις, το best (πιο σωστά το fast) seller: το πολιτισμικό ισοδύναμο των καταναλωτικών αγαθών μιας χρήσης και της νεοκαπιταλιστικής νοοτροπίας για το εύκολο χρήμα. Ως συνέπεια το εύπλαστο, χειραγωγούμενο από το φτηνό τηλεοπτικό γούστο και τα glossy σκουπιδοπεριοδικά της εποχής «νεανικό κοινό» των ευπωλήτων, αναδείχθηκε κριτήριο για τα πάντα, κάθε διεκδικητική φωνή περιθωριοποιήθηκε ως εξωτική ενώ μεγάλο μέρος της νεολαίας αδιαφόρησε ή και στάθηκε εχθρικά απέναντι στην ανθρωπιστική καλλιέργεια, τη διεκδικητική γλώσσα, την ουσιαστική πολιτική συνειδητοποίηση κ.λπ.[6]
Ο συγγραφέας αυτού του τόμου έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι η γενιά του απέτυχε να πραγματοποιήσει έστω κάτι μικρό από όσα κάποτε ονειρευόταν. Άλλαξε πολλά πράγματα, αλλά ελάχιστα απ’ αυτά αγγίζουν τη ζωή στην ουσία της, τις ρίζες της αληθινής ζωής. Αυτό γράφεται με την επίγνωση ότι η «γενιά» δεν ορίζεται ως αταξικό κοινωνικό φαινόμενο. Το αντίθετο. Που σημαίνει ότι το πιο τολμηρό, το πιο επαναστατικό, το ταξικά προσδιορισμένο στο πλευρό των καταπιεσμένων κομμάτι αυτής της γενιάς, στην πλειονότητα των μελών του, λάθεψε στους υπολογισμούς του, εξαπατήθηκε, αποδυναμώθηκε γρήγορα, έχασε το κοινωνικό, το ανθρωπιστικό όραμά του. Με δυο λόγια: επέτρεψε να επικρατήσει η καθολική βαρβαρότητα, ο γενικευμένος πολιτισμικός ολοκληρωτισμός που βιώνουμε παράλληλα με τον άγριο οικονομικό φιλελευθερισμό στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα.
Τα γραφτά αυτού του τόμου αποτελούν μαρτυρία της απελπισμένης κραυγής λιγοστών ανθρώπων αυτής της γενιάς στη νεότητά τους: εκείνων που συνειδητοποιούσαν τότε αφενός το πολιτισμικό αδιέξοδο του ύστερου καπιταλισμού και αφετέρου τον εκφυλισμό μιας χώρας που απολάμβανε μακάρια τις δάνειες αναλώσιμες παροχές· εκείνης που αυνανιζόταν με τις θλιβερές τηλεοπτικές εικόνες της εποχής, την κουλτούρα των μπουζουκοτράγουδων και την τραγελαφική σάγκα των παπανδρέου-καραμανλήδων και σία. Η αληθινή ζωή στην Ελλάδα έχασε, τις κρίσιμες δεκαετίες ογδόντα-ενενήντα, σε πολλά επίπεδα το νόημά της.
Σταματάμε εδώ. Σε τελευταία ανάλυση, όπως επισημαίνει ο Τζόις, «το κάθε έργο τέχνης κρίνεται από το πόσο βαθιά φτάνουν οι ρίζες της ζωής που το γέννησαν».[7] Τα κείμενα αυτού του τόμου, για όποιον καταλαβαίνει δυο πράγματα από πολιτική και πέντε από λογοτεχνία, είναι ριζωμένα στη ζωή αυτής της γενιάς που σε εξαιρετικά αδρές γραμμές επιχειρήθηκε να περιγραφεί ως εδώ. Το πόσο βαθιές είναι αυτές οι ρίζες μένει στον αναγνώστη του τόμου να το κρίνει.
-------------------------------
Σημειώσεις
[1] Η Όλντσμομπιλ ξεκίνησε να γράφεται στο Παρίσι γύρω στα 1975-76 (ο συγγραφέας ήταν τότε 27 χρονών, μερικά ποιήματα είχαν γραφεί σε μια πρώτη μορφή αρκετά πιο πριν). Το γράψιμο των άλλων βιβλίων ξεκίνησε στην Αθήνα γύρω στα 1980 και ολοκληρώθηκε στα 1983-84 (ο συγγραφέας ήταν πλέον 36 χρονών).
[2] Η στάση αυτή αποτυπώνεται καθαρά στα κριτικά άρθρα που ο συγγραφέας δημοσίευε εκ παραλλήλου με τα άλλα γραπτά του στο περιοδικό Προοδευτικός Κινηματογράφος. Η αρθρογραφία του περιοδικού επέμενε στην εμφανή ανικανότητα - αδιαφορία της εντόπιας κινηματικής και θεσμικής Αριστεράς να αρθρώσει έναν δυναμικό αντίλογο στη νεοπλουτίστικη επέλαση της σοσιαλδημοκρατικής εξουσίας στα ζητήματα του πολιτισμού. Μέσα από την πλαστή ευφορία που δημιουργούσε τότε η χωρίς αντίκρισμα λαίλαπα των επιχορηγήσεων, των δανείων και των αφειδών παροχών που υποθήκευαν τη χώρα προωθήθηκε μια λαϊκιστική κουλτούρα διασκεδαστικού καταναλωτισμού και φτηνού γούστου ενώ ταυτόχρονα υποτιμήθηκαν χονδροειδώς οι κατακτήσεις του ανθρωπισμού, το αληθινό νόημα της ζωής (Για το περιοδικό Προοδευτικός Κινηματογράφος [1978-1981] περισσότερα εδώ: https://www.arisgrandmangr.com/fiction.html. Ως προς τον ανθρωπιστικό εκφυλισμό της χώρας στις δεκαετίες της πλαστής ευφορίας πριν την Κρίση, περισσότερα στον τόμο του Ά. Μ. Πεδία Μάχης Αφύλακτα: Θέσεις για την Κουλτούρα και τον Πολιτισμό [εκδ. Τόπος 2014, ειδικά την πρώτη ενότητα «1998-2014, Χρονικό μιας εν προόδω παρακμής» σ. 15-80]).
[3] Αρχική έμπνευση και αφετηρία των ποιητικών δοκιμών του συγγραφέα υπήρξε, λόγω της στρατευμένης στάσης της, η ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού (με τον οποίο ο Ά. Μ. ανδρώθηκε στην τέχνη του λόγου χάρη και στη συγγενική τους σχέση). Ως προς το ύφος, μακρινή έμπνευσή του αποτέλεσε η ποίηση των Αγγλοσαξόνων μοντερνιστών ποιητών (αυτό φυσικά να διαβαστεί τηρουμένων αυστηρότατα των αναλογιών).
[4] Από τυπική άποψη σοβαρή επέμβαση μπορεί να θεωρηθεί μόνο το γεγονός ότι μερικά ποιήματα που δημοσιεύτηκαν μεταπλασμένα στην πολύ μεταγενέστερη έκδοση Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου (Κέδρος 1998) στην εδώ έκδοση κατέλαβαν τη θέση της αρχαιότερης εκδοχής τους. Είχαν, όμως, ξαναδουλευτεί σε τέτοιο βαθμό για την έκδοση του 1998 που κρίθηκε αδιανόητο να μείνουν εδώ ως έχουν. Εξάλλου, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, κάθε άλλο παρά αποτελούν ξένο σώμα στη νέα έκδοση. Ωστόσο, για την ιστορία του πράγματος, στις σημειώσεις του τέλους καταγράφονται οι αρχικές γραφές.
[5] Σ’ ένα παρεμφερές πνεύμα αλλάχτηκε και ο τίτλος του τρίτου βιβλίου Δεν είναι όλα σινεμά, μωρό μου! Αυτή η φράση, σήμερα, ακούγεται στ’ αυτιά του συγγραφέα, και όχι μόνον, επιεικώς ανόητη στη νεανική της αφέλεια. Περιορίστηκε στο: Δεν είναι όλα σινεμά. Αν το βιβλίο γραφόταν σήμερα ο τίτλος, εννοείται, θα ήταν: Δεν είναι όλα (στο) Διαδίκτυο ανόητε!
[6] Στην Ελλάδα, οι συνέπειες αυτού του πολιτισμικού εκφυλισμού επέτρεψαν την προετοιμασία του εδάφους για την de facto αποδοχή της Κρίσης. Αν η θεσμική και κινηματική αριστερά κατάφερνε στη Μεταπολίτευση να σταθεί κριτικά απέναντι σε ζωτικά ζητήματα κουλτούρας και πολιτιστικής πρακτικής· αν τα τελευταία συζητιούνταν στην κεντρική πολιτική σκηνή (όπως την εποχή των Λαμπράκηδων ή όπως στον Μάη του ’68) αυτό θα μπορούσε, κατά την άποψη κάποιων ανθρώπων, να δημιουργήσει, τουλάχιστον σε επίπεδο συλλογικής νοοτροπίας, προϋποθέσεις για μια «δεύτερη Άνοιξη» (σε αυστηρή απόσταση, εννοείται, από το δοκιμασμένο πρότυπο του κρατικού σοσιαλισμού της Σοβιετίας και της Κίνας).
[7] The supreme question about a work of art is out of how deep a life does it spring (Ulysses, ΙΧ «Σκύλα & Χάρυβδη»).
Υπάρχει μια γλώσσα που αιώνες τώρα διδάσκει την πειθαρχία, την καταστολή, τον καταναγκασμό, τη συμμόρφωση σε κάθε μορφής Εξουσία. Υπάρχει και μια άλλη γλώσσα που αιώνες τώρα δοκιμάζεται ενάντια στην ανελευθερία, την ασκήμια και τη βαρβαρότητα του κόσμου· αυτή η δεύτερη γλώσσα, ακριβώς επειδή νοιάζεται να αρθρώσει ανατρεπτικό λόγο ενάντια σε ό,τι την πνίγει, δεν συμμορφώνεται με τις συμβάσεις του εξουσιαστικού, κυρίαρχου λόγου, του πειθαρχημένου λόγου.
Καταλαβαίνει κανείς αυτή τη γλώσσα εύκολα: επειδή εκφράζει τα πράγματα μια κι έξω, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς πολλά ποικίλματα. Πρόκειται για μια γλώσσα που, στην προσπάθειά της να αφηγηθεί ιστορίες ενάντια στις κυρίαρχες ιστορίες, συχνά πυκνά οικειοποιείται ακόμα και τον χύδην λόγο της υβριστικής καθημερινότητας. Σ’ αυτή τη γλώσσα καταφεύγουν όσοι δεν διαθέτουν επεξεργασμένη, τιθασευμένη, συναινετική στον κυρίαρχο λόγο γλώσσα· όσοι δεν έχουν φωνή, υπομονή, αντοχές, όσοι δεν έχουν τη θυμοσοφία του ύστερου βίου, όσοι δεν έχουν τίποτε. Τίποτε, εκτός από ταξικό θυμό.
Αυτή η θυμωμένη, αγριεμένη, πεισμωμένη, εχθρική απέναντι στη βαρβαρότητα γλώσσα-φωνή είναι σωματική, ενστικτώδης στην άρθρωσή της, ελευθέρια στην αισθητική της επιλογή, όπως εκείνη που χρησιμοποιούσε ο «ανήθικος» Restif de la Bretonne (1734-1806)· διόλου τυχαία, τον διάβαζαν δυο άνθρωποι που έζησαν μεν σε διαφορετικές εποχές αλλά που φαντασίωναν για τις κοινωνίες τους τολμηρό απελευθερωτικό όραμα για την ψυχή και το σώμα: ο Ρήγας Φεραίος και ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Με τον δημιουργό τους να ακροβατεί ενστικτώδικα πάνω στη μακρά παράδοση αυτής της ελευθέριας γλώσσας γράφτηκαν τα ανά χείρας τρία βιβλία του τόμου στη διάρκεια μιας δεκαετίας[1]. Ο συγγραφέας αισθανόταν ότι για τη γραφή του είχε ανάγκη μια γλώσσα που η μορφή της εν δυνάμει συνιστά και περιεχόμενό της, μια γλώσσα που, για να δώσουμε ως παράδειγμα το ισοδύναμό της σε άλλη τέχνη, παραπέμπει στους πειραματισμούς των κινηματογραφιστών Τζίγκα Βερτόφ, Γκι Ντεμπόρ και Ζαν Λικ Γκοντάρ.
Οπότε η «θυμωμένη» γλώσσα και το κάπως ατίθασο ύφος που ο αναγνώστης διακρίνει στα γραπτά αυτού του τόμου δεν δηλώνουν, απλώς, μια γλωσσική επιλογή, ένα κάποιο ύφος, αλλά και συγκεκριμένη ιδεολογική στάση.[2] Αυτό ίσως φαίνεται πιο καθαρά στα ποιήματα του τόμου. Εδώ ισχύει στον υπερθετικό βαθμό ό,τι αναφέρθηκε προηγουμένως: η γλώσσα των ποιημάτων είναι το περιεχόμενό τους. Τα ποιήματα αυτά είναι κραυγές, φτιάχτηκαν για να διαβάζονται δυνατά, πολύ δυνατά, σε κοινό που αντέχει πολλά ντεσιμπέλ. Δεν φτιάχτηκαν για να αποσπάσουν χάδια, θεσμικούς επαίνους και τη συγκατάβαση του métier. Φτιάχτηκαν, ξεκάθαρα, για να προκαλέσουν το αποδεκτό, αστικό ποιητικό γούστο.[3]
Αδιόρθωτη διόρθωση
Οι παρεμβάσεις που έγιναν στα αρχικά κείμενα ενόψει αυτής της επανέκδοσης είναι οι αναμενόμενες, αφού αφορούν κείμενα που γράφτηκαν πριν σαράντα τόσα χρόνια και που, επιπλέον, τότε δεν είχαν δεχτεί καμία απολύτως τυπογραφική επιμέλεια. Οι αλλαγές δεν αφορούν καθόλου το πνεύμα των κειμένων, τη σκέψη, την επιθυμία, την όποια κραυγή τους.[4]
Αυτά τα κείμενα, πώς να το κάνουμε, έχουν πλέον διανύσει έτσι όπως γράφτηκαν μια μακρά ζωή και, για να καταφύγουμε σε μια κοινοτοπία, εκφράζουν πάντα τον δημιουργό τους, τα διαβάζει μια χαρά ο ίδιος, τα διαβάζουν εδώ και χρόνια τόσοι αναγνώστες (κυκλοφορούν παράνομα σε παζάρια και βιβλιοπωλεία)· επομένως, αφήνονται να συνεχίσουν το ταξίδι τους με τα ίδια εφόδια στο σύγχρονο αναγνωστικό πέλαγος – το επιβαρυμένο πλέον, όπως ακριβώς και των θαλασσών, από ποικίλα σκουπίδια.
Ως προς τη στίξη ο συγγραφέας, στο ίδιο πνεύμα, απέφυγε να προσθέσει μερικές εκατοντάδες κόμματα, άνω τελείες κ.λπ. προκειμένου «να εξομαλύνει την ανάγνωση» – επιλογή που, μολονότι κάνει κάθε επαγγελματία λογιστή / διορθωτή να φρικιά, αν παραβλεφθεί, αφαιρεί ένα ουσιώδες συστατικό από το ύφος αυτών των κειμένων.
Το κείμενο είναι διάσπαρτο από λέξεις του χύδην-υβριστικού λεξιλογίου σε καθ’ υπερβολήν επαναλήψεις. Ο συγγραφέας συνειδητοποιεί τώρα ότι εκείνη τη μακρινή εποχή αυτές οι υβριστικές επαναλήψεις ήθελαν να εκφράσουν κάτι διαφορετικό, όπως κάτι άλλο εκφράζουν, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, όταν, ανεξάρτητα από την καλλιέργειά του, και σήμερα τις χρησιμοποιεί οποιοσδήποτε θυμωμένος, αγανακτισμένος άνθρωπος. Θεωρήθηκε αναγκαίο να απαλειφθούν ορισμένες ως περιττές. Ωστόσο και αυτές οι επεμβάσεις έγιναν με φειδώ: σε περιπτώσεις που αυτό το χύδην χαρμάνι από βία, θυμό, ύβρι, σκληρότητα και απογοήτευση της ζωής «έχει τη σημασία του», διατηρήθηκε ανέπαφο.
Τέλος, οι φιλόλογοι του μέλλοντος θα ανακαλύψουν και λιγοστά κομμάτια από τα παλαιά βιβλία που δεν περιλήφθηκαν καθόλου στην παρούσα έκδοση. Αφυπνίζουν στον συγγραφέα δύσκολες μνήμες του ιδιωτικού του βίου που ελάχιστα αφορούν τον σύγχρονο αναγνώστη.[5]
Αποτυχημένη γενιά
Ο συγγραφέας αυτών των γραπτών ανήκει στη γενιά που ανδρώθηκε στα απόνερα του Εμφύλιου. Μια γενιά που στα καλύτερα χρόνια της χάρηκε τη ζωή με καθαρό αέρα και αμόλυντες θάλασσες, τις πόλεις χωρίς νέφος, τον ελεύθερο έρωτα χωρίς έιτζ, την επικοινωνία χωρίς τηλεόραση και διαδίκτυο· μια γενιά με αντιπολεμική διάθεση ενάντια στο Βιετνάμ, με κάποια οράματα για την αλλαγή του κόσμου εμπνευσμένα από τον Γκεβάρα και τον Μάη του ’68, διανθισμένα με ελαφρά ναρκωτικά και ροκ μουσική. Ανήκει στη γνωστή γενιά που έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι της για να φύγει η δικτατορία του ’67 με την ελπίδα να έρθουν καλύτερες μέρες για όλους.
Αλλά ανήκει και στη γενιά που, σε παγκόσμια κλίμακα, αν και στα πρώτα της βήματα εμπνεύστηκε από τις τότε κυρίαρχες πολιτικές μυθολογίες, αποθέωσε πολύ γρήγορα τον καταναλωτισμό ως τρόπο ζωής, αδιαφόρησε εγκληματικά για την καταστροφή του αέρα και των θαλασσών, επέτρεψε να διαδοθεί το έιτζ και τα βαριά ναρκωτικά. Στο τέλος, η πλειονότητα των μελών της, κατέληξε να δουλωθεί, υπό την ελκυστική ιδιότητα του εξαγορασμένου μάνατζερ, στον οιονεί ευέλικτο καπιταλισμό όπου και συνεισέφερε με κάθε νόμιμο και άνομο μέσο για να οικοδομηθεί η σημερινή βαρβαρότητα του διαδικτυωμένου κόσμου με τις τραπεζικές μαφίες των όπλων, των ναρκωτικών και της πορνοβιομηχανίας.
Είναι διαπιστωμένη αλήθεια ότι, όσον αφορά όλο τον δυτικό κόσμο, η γενιά που ήταν είκοσι χρονών τη δεκαετία του ογδόντα-ενενήντα στις επόμενες δεκαετίες έκανε τις επιλογές της στη μεγάλη πλειονότητά της με υπέρτατο γνώμονα για οποιοδήποτε ζήτημα πολιτισμού και ποιότητας του βίου, όχι τα δοκιμασμένα στον μακρό ιστορικό χρόνο κριτήρια του ανθρωπισμού, αλλά την αναλώσιμη, πρόσκαιρη διασκέδαση και τις γρήγορες πωλήσεις, το best (πιο σωστά το fast) seller: το πολιτισμικό ισοδύναμο των καταναλωτικών αγαθών μιας χρήσης και της νεοκαπιταλιστικής νοοτροπίας για το εύκολο χρήμα. Ως συνέπεια το εύπλαστο, χειραγωγούμενο από το φτηνό τηλεοπτικό γούστο και τα glossy σκουπιδοπεριοδικά της εποχής «νεανικό κοινό» των ευπωλήτων, αναδείχθηκε κριτήριο για τα πάντα, κάθε διεκδικητική φωνή περιθωριοποιήθηκε ως εξωτική ενώ μεγάλο μέρος της νεολαίας αδιαφόρησε ή και στάθηκε εχθρικά απέναντι στην ανθρωπιστική καλλιέργεια, τη διεκδικητική γλώσσα, την ουσιαστική πολιτική συνειδητοποίηση κ.λπ.[6]
Ο συγγραφέας αυτού του τόμου έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι η γενιά του απέτυχε να πραγματοποιήσει έστω κάτι μικρό από όσα κάποτε ονειρευόταν. Άλλαξε πολλά πράγματα, αλλά ελάχιστα απ’ αυτά αγγίζουν τη ζωή στην ουσία της, τις ρίζες της αληθινής ζωής. Αυτό γράφεται με την επίγνωση ότι η «γενιά» δεν ορίζεται ως αταξικό κοινωνικό φαινόμενο. Το αντίθετο. Που σημαίνει ότι το πιο τολμηρό, το πιο επαναστατικό, το ταξικά προσδιορισμένο στο πλευρό των καταπιεσμένων κομμάτι αυτής της γενιάς, στην πλειονότητα των μελών του, λάθεψε στους υπολογισμούς του, εξαπατήθηκε, αποδυναμώθηκε γρήγορα, έχασε το κοινωνικό, το ανθρωπιστικό όραμά του. Με δυο λόγια: επέτρεψε να επικρατήσει η καθολική βαρβαρότητα, ο γενικευμένος πολιτισμικός ολοκληρωτισμός που βιώνουμε παράλληλα με τον άγριο οικονομικό φιλελευθερισμό στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα.
Τα γραφτά αυτού του τόμου αποτελούν μαρτυρία της απελπισμένης κραυγής λιγοστών ανθρώπων αυτής της γενιάς στη νεότητά τους: εκείνων που συνειδητοποιούσαν τότε αφενός το πολιτισμικό αδιέξοδο του ύστερου καπιταλισμού και αφετέρου τον εκφυλισμό μιας χώρας που απολάμβανε μακάρια τις δάνειες αναλώσιμες παροχές· εκείνης που αυνανιζόταν με τις θλιβερές τηλεοπτικές εικόνες της εποχής, την κουλτούρα των μπουζουκοτράγουδων και την τραγελαφική σάγκα των παπανδρέου-καραμανλήδων και σία. Η αληθινή ζωή στην Ελλάδα έχασε, τις κρίσιμες δεκαετίες ογδόντα-ενενήντα, σε πολλά επίπεδα το νόημά της.
Σταματάμε εδώ. Σε τελευταία ανάλυση, όπως επισημαίνει ο Τζόις, «το κάθε έργο τέχνης κρίνεται από το πόσο βαθιά φτάνουν οι ρίζες της ζωής που το γέννησαν».[7] Τα κείμενα αυτού του τόμου, για όποιον καταλαβαίνει δυο πράγματα από πολιτική και πέντε από λογοτεχνία, είναι ριζωμένα στη ζωή αυτής της γενιάς που σε εξαιρετικά αδρές γραμμές επιχειρήθηκε να περιγραφεί ως εδώ. Το πόσο βαθιές είναι αυτές οι ρίζες μένει στον αναγνώστη του τόμου να το κρίνει.
-------------------------------
Σημειώσεις
[1] Η Όλντσμομπιλ ξεκίνησε να γράφεται στο Παρίσι γύρω στα 1975-76 (ο συγγραφέας ήταν τότε 27 χρονών, μερικά ποιήματα είχαν γραφεί σε μια πρώτη μορφή αρκετά πιο πριν). Το γράψιμο των άλλων βιβλίων ξεκίνησε στην Αθήνα γύρω στα 1980 και ολοκληρώθηκε στα 1983-84 (ο συγγραφέας ήταν πλέον 36 χρονών).
[2] Η στάση αυτή αποτυπώνεται καθαρά στα κριτικά άρθρα που ο συγγραφέας δημοσίευε εκ παραλλήλου με τα άλλα γραπτά του στο περιοδικό Προοδευτικός Κινηματογράφος. Η αρθρογραφία του περιοδικού επέμενε στην εμφανή ανικανότητα - αδιαφορία της εντόπιας κινηματικής και θεσμικής Αριστεράς να αρθρώσει έναν δυναμικό αντίλογο στη νεοπλουτίστικη επέλαση της σοσιαλδημοκρατικής εξουσίας στα ζητήματα του πολιτισμού. Μέσα από την πλαστή ευφορία που δημιουργούσε τότε η χωρίς αντίκρισμα λαίλαπα των επιχορηγήσεων, των δανείων και των αφειδών παροχών που υποθήκευαν τη χώρα προωθήθηκε μια λαϊκιστική κουλτούρα διασκεδαστικού καταναλωτισμού και φτηνού γούστου ενώ ταυτόχρονα υποτιμήθηκαν χονδροειδώς οι κατακτήσεις του ανθρωπισμού, το αληθινό νόημα της ζωής (Για το περιοδικό Προοδευτικός Κινηματογράφος [1978-1981] περισσότερα εδώ: https://www.arisgrandmangr.com/fiction.html. Ως προς τον ανθρωπιστικό εκφυλισμό της χώρας στις δεκαετίες της πλαστής ευφορίας πριν την Κρίση, περισσότερα στον τόμο του Ά. Μ. Πεδία Μάχης Αφύλακτα: Θέσεις για την Κουλτούρα και τον Πολιτισμό [εκδ. Τόπος 2014, ειδικά την πρώτη ενότητα «1998-2014, Χρονικό μιας εν προόδω παρακμής» σ. 15-80]).
[3] Αρχική έμπνευση και αφετηρία των ποιητικών δοκιμών του συγγραφέα υπήρξε, λόγω της στρατευμένης στάσης της, η ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού (με τον οποίο ο Ά. Μ. ανδρώθηκε στην τέχνη του λόγου χάρη και στη συγγενική τους σχέση). Ως προς το ύφος, μακρινή έμπνευσή του αποτέλεσε η ποίηση των Αγγλοσαξόνων μοντερνιστών ποιητών (αυτό φυσικά να διαβαστεί τηρουμένων αυστηρότατα των αναλογιών).
[4] Από τυπική άποψη σοβαρή επέμβαση μπορεί να θεωρηθεί μόνο το γεγονός ότι μερικά ποιήματα που δημοσιεύτηκαν μεταπλασμένα στην πολύ μεταγενέστερη έκδοση Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου (Κέδρος 1998) στην εδώ έκδοση κατέλαβαν τη θέση της αρχαιότερης εκδοχής τους. Είχαν, όμως, ξαναδουλευτεί σε τέτοιο βαθμό για την έκδοση του 1998 που κρίθηκε αδιανόητο να μείνουν εδώ ως έχουν. Εξάλλου, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, κάθε άλλο παρά αποτελούν ξένο σώμα στη νέα έκδοση. Ωστόσο, για την ιστορία του πράγματος, στις σημειώσεις του τέλους καταγράφονται οι αρχικές γραφές.
[5] Σ’ ένα παρεμφερές πνεύμα αλλάχτηκε και ο τίτλος του τρίτου βιβλίου Δεν είναι όλα σινεμά, μωρό μου! Αυτή η φράση, σήμερα, ακούγεται στ’ αυτιά του συγγραφέα, και όχι μόνον, επιεικώς ανόητη στη νεανική της αφέλεια. Περιορίστηκε στο: Δεν είναι όλα σινεμά. Αν το βιβλίο γραφόταν σήμερα ο τίτλος, εννοείται, θα ήταν: Δεν είναι όλα (στο) Διαδίκτυο ανόητε!
[6] Στην Ελλάδα, οι συνέπειες αυτού του πολιτισμικού εκφυλισμού επέτρεψαν την προετοιμασία του εδάφους για την de facto αποδοχή της Κρίσης. Αν η θεσμική και κινηματική αριστερά κατάφερνε στη Μεταπολίτευση να σταθεί κριτικά απέναντι σε ζωτικά ζητήματα κουλτούρας και πολιτιστικής πρακτικής· αν τα τελευταία συζητιούνταν στην κεντρική πολιτική σκηνή (όπως την εποχή των Λαμπράκηδων ή όπως στον Μάη του ’68) αυτό θα μπορούσε, κατά την άποψη κάποιων ανθρώπων, να δημιουργήσει, τουλάχιστον σε επίπεδο συλλογικής νοοτροπίας, προϋποθέσεις για μια «δεύτερη Άνοιξη» (σε αυστηρή απόσταση, εννοείται, από το δοκιμασμένο πρότυπο του κρατικού σοσιαλισμού της Σοβιετίας και της Κίνας).
[7] The supreme question about a work of art is out of how deep a life does it spring (Ulysses, ΙΧ «Σκύλα & Χάρυβδη»).
Σχεδόν Κάθε Μέρα, επιλέγω το βιβλίο που προτείνω με την καρδιά, με το μυαλό και με σαράντα χρόνια πείρα στους λαβυρίνθους της Βιβλιοθήκης που είναι το Σύμπαν και που ο Μπόρχες μας έκανε να το αγαπήσουμε.
Σήμερα: Marangopoulos Aris, Η Τριλογία του ᾽80
Εκδόσεις: Topos books / Εκδόσεις Τόπος
Η απόλυτη cult τριλογία των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, σε νέα έκδοση (οι παλαιότερες, μεμονωμένες είναι θελκτικά συλλεκτικές). Ρυθμοί ροκ, διάθεση εξεγερσιακή, γράψιμο σπινταρισμένο, the real thing. Διαβάζεται δυνατά, ακούγοντας το πυρωμένο soundtrack μιας Γενιάς (ή μάλλον της Φράξιας μιας Γενιάς που δεν το βάζει κάτω με τίποτα)! Η εξημμένη πρόζα, εδώ, χορεύει ξέφρενο ηλεκτροκαζατσόκ με την εκσφενδονισμένη ποίηση! Εύγε, Άρη!
Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, Facebook, 16/01/2019
Σήμερα: Marangopoulos Aris, Η Τριλογία του ᾽80
Εκδόσεις: Topos books / Εκδόσεις Τόπος
Η απόλυτη cult τριλογία των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, σε νέα έκδοση (οι παλαιότερες, μεμονωμένες είναι θελκτικά συλλεκτικές). Ρυθμοί ροκ, διάθεση εξεγερσιακή, γράψιμο σπινταρισμένο, the real thing. Διαβάζεται δυνατά, ακούγοντας το πυρωμένο soundtrack μιας Γενιάς (ή μάλλον της Φράξιας μιας Γενιάς που δεν το βάζει κάτω με τίποτα)! Η εξημμένη πρόζα, εδώ, χορεύει ξέφρενο ηλεκτροκαζατσόκ με την εκσφενδονισμένη ποίηση! Εύγε, Άρη!
Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, Facebook, 16/01/2019
Ιστορικό της πρώτης έκδοσης των βιβλίων της Τριλογίας του '80
1982: Εκδίδεται το μυθιστόρημα Όλντσμομπιλ. Εκείνη την εποχή ο Ά. Μ. στεκόταν πολύ κοντά στους καταστασιακούς ως αντίληψη. Γι' αυτό και το βιβλίο εκδόθηκε στον «αναρχικό» (!) εκδοτικό οίκο της εποχής, τον «Ελεύθερο Τύπο», στην ουσία έναν περιθωριακό οίκο περιορισμένης εμβέλειας στον χώρο των Εξαρχείων. Ωστόσο, πολύ νέοι άνθρωποι το είδαν ως μανιφέστο της τότε εποχής. Το βιβλίο προσέχθηκε, εννοείται, όχι από την συντηρητική, κοντόφθαλμη κριτική που φοβόταν ακόμα και τη λέξη «μοντερνισμός» (τη δεχόταν μόνον για τα δύο ελληνικά Νόμπελ και για κάνα δυο άλλους ποιητές). Για να εξηγήσει κανείς την επιτυχία του στους νέους, πρέπει να γνωρίζει τι συνέβαινε πολιτικά, κοινωνικά κλπ. στην Ελλάδα του ογδόντα στην οποία αναφέρεται κριτικά το βιβλίο. To μυθιστόρημα κινείται αντιστικτικά ανάμεσα στη σημαδιακή, για την κινηματική αριστερά, διαδήλωση στις 17 Νοέμβρη του '80, που χτυπήθηκε άγρια και είχε δύο νεκρούς, και στο τηλεοπτικό γύρισμα μιας διαφήμισης για ένα αμερικάνικο αυτοκίνητο. Στο μυθιστόρημα απεικονίζεται μια κατακερματισμένη, συντηρητική αριστερά που χάνει το παιχνίδι των πραγματικών διεκδικήσεων και στρώνει τον δρόμο για την εκπόρθησή της από τη σοσιαλδημοκρατία της εποχής.
Ωστόσο, το πιο σημαντικό, το πιο «φρέσκο» στοιχείο σ' αυτό το βιβλίο ήταν η γλωσσική και δομική του μορφή. Ήταν, κατά γενική ομολογία, ένα ελληνικό μπιτ βιβλίο με σαφείς απόηχους από το Στον δρόμο του Τζακ Κέρουακ (αγαπημένο, όχι στον συγγραφέα μόνο, βιβλίο εκείνης της εποχής: ο Ανδρέας Εμπειρίκος, παλαιότερα, υπήρξε από τους πρώτους ένθερμους αναγνώστες του στην Ελλάδα).
Η επιτυχία της Όλντσμομπιλ, ειδικά στο φοιτητικό, ανήσυχο νεανικό κοινό της εποχής, εξηγείται από το γεγονός ότι απέδιδε (πιο σωστά: επιχειρούσε να αποδώσει) σε ελευθεριακή διάσταση την ταραγμένη πολιτική ατμόσφαιρα της περιόδου. Από αισθητική πλευρά αυτό το βιβλίο δοκίμασε σε ένα πρώιμο στάδιο, μπορώ τώρα να πω, τριάντα τόσα χρόνια μετά, το ίδιο πράγμα που δοκίμασε σε άλλο context το Χαστουκόδεντρο (γι' αυτό και στο τελευταίο αποδίδεται με το παραπάνω ο οφειλόμενος φόρος τιμής στο νεανικό έργο: το πρώτο κεφάλαιο εκείνου αποτελεί ανάπλαση του αντίστοιχου πρώτου κεφαλαίου του Όλντσμομπιλ).
Ωστόσο, το πιο σημαντικό, το πιο «φρέσκο» στοιχείο σ' αυτό το βιβλίο ήταν η γλωσσική και δομική του μορφή. Ήταν, κατά γενική ομολογία, ένα ελληνικό μπιτ βιβλίο με σαφείς απόηχους από το Στον δρόμο του Τζακ Κέρουακ (αγαπημένο, όχι στον συγγραφέα μόνο, βιβλίο εκείνης της εποχής: ο Ανδρέας Εμπειρίκος, παλαιότερα, υπήρξε από τους πρώτους ένθερμους αναγνώστες του στην Ελλάδα).
Η επιτυχία της Όλντσμομπιλ, ειδικά στο φοιτητικό, ανήσυχο νεανικό κοινό της εποχής, εξηγείται από το γεγονός ότι απέδιδε (πιο σωστά: επιχειρούσε να αποδώσει) σε ελευθεριακή διάσταση την ταραγμένη πολιτική ατμόσφαιρα της περιόδου. Από αισθητική πλευρά αυτό το βιβλίο δοκίμασε σε ένα πρώιμο στάδιο, μπορώ τώρα να πω, τριάντα τόσα χρόνια μετά, το ίδιο πράγμα που δοκίμασε σε άλλο context το Χαστουκόδεντρο (γι' αυτό και στο τελευταίο αποδίδεται με το παραπάνω ο οφειλόμενος φόρος τιμής στο νεανικό έργο: το πρώτο κεφάλαιο εκείνου αποτελεί ανάπλαση του αντίστοιχου πρώτου κεφαλαίου του Όλντσμομπιλ).
1983: Το δεύτερο βιβλίο, με τον προκλητικό τίτλο Ψυχομπουρδέλο[1] είχε έκδηλα καταστασιακό / αναρχικό χαρακτήρα με εμφανή απήχηση στους αντίστοιχους κοινωνικούς χώρους. Εννοείται πως η καθωσπρεπίστικη κριτική (να λάβουμε υπόψη ότι τότε έβγαινε περίπου το 1/1000ό των βιβλίων που εκδίδονται σήμερα) και μόνο λόγω του τίτλου του το αγνόησε.
Σχολιάζει σχετικά ο Ά. Μ.: «Α, εκείνη την εποχή δεν έδινα πεντάρα για το αν θα γράψει κάποιος για τα βιβλία μου. Μου αρκούσε ότι τα διάβαζε ο κόσμος που με ενδιέφερε. Δεν διάβαζα τα λογοτεχνικά περιοδικά, δεν διάβαζα τις στήλες της λογοτεχνίας στις εφημερίδες, δεν ζήτησα ΠΟΤΕ να γράψω κάτι σε περιοδικό (μου ζητήθηκε αργότερα, όταν άρχισαν να με διαβάζουν). Τότε μας έκαιγαν άλλα, σοβαρότερα ζητήματα. Το ίδιο το βιβλίο, εξάλλου, ως θέση, ως ηθική στάση, πρότεινε πράγματα που, εδώ που τα λέμε, δύσκολα θα τολμούσε να περιλάβει οποιαδήποτε κριτική σε εφημερίδα. Οπωσδήποτε, αρκούσε ο τίτλος για να το καταστήσει αποδιοπομπαίο βιβλίο…»
Κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η κακομοιριά της μεταπολιτευτικής περιόδου: άναρχοι έρωτες, άναρχα οράματα, η άχαρη ψευδομποέμικη ζωή των παλίμπαιδων της γενιάς του Πολυτεχνείου…
Η γλώσσα πολύ σκληρή (συχνά συνειδητά χύδην – βλ. π.χ. τον τίτλο), βίαιη, τολμηρή, κάποτε όμως και τρυφερή, με έντονα στοιχεία προφορικότητας και εσωτερικού μονολόγου, αποτελεί ίσως το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό αυτού του μικρού βιβλίου που, όπως συμβαίνει σ' αυτόν τον ανεξέλεγκτο εκδοτικό χώρο, ακόμα πουλιέται λαθραία και ακόμα διαβάζεται (λαθραία επίσης).
[1] Αυτός ο νεολογισμός έχει επικρατήσει στη διαδικτυακή γλώσσα (βλ. πρόχειρα εδώ).
Σχολιάζει σχετικά ο Ά. Μ.: «Α, εκείνη την εποχή δεν έδινα πεντάρα για το αν θα γράψει κάποιος για τα βιβλία μου. Μου αρκούσε ότι τα διάβαζε ο κόσμος που με ενδιέφερε. Δεν διάβαζα τα λογοτεχνικά περιοδικά, δεν διάβαζα τις στήλες της λογοτεχνίας στις εφημερίδες, δεν ζήτησα ΠΟΤΕ να γράψω κάτι σε περιοδικό (μου ζητήθηκε αργότερα, όταν άρχισαν να με διαβάζουν). Τότε μας έκαιγαν άλλα, σοβαρότερα ζητήματα. Το ίδιο το βιβλίο, εξάλλου, ως θέση, ως ηθική στάση, πρότεινε πράγματα που, εδώ που τα λέμε, δύσκολα θα τολμούσε να περιλάβει οποιαδήποτε κριτική σε εφημερίδα. Οπωσδήποτε, αρκούσε ο τίτλος για να το καταστήσει αποδιοπομπαίο βιβλίο…»
Κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η κακομοιριά της μεταπολιτευτικής περιόδου: άναρχοι έρωτες, άναρχα οράματα, η άχαρη ψευδομποέμικη ζωή των παλίμπαιδων της γενιάς του Πολυτεχνείου…
Η γλώσσα πολύ σκληρή (συχνά συνειδητά χύδην – βλ. π.χ. τον τίτλο), βίαιη, τολμηρή, κάποτε όμως και τρυφερή, με έντονα στοιχεία προφορικότητας και εσωτερικού μονολόγου, αποτελεί ίσως το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό αυτού του μικρού βιβλίου που, όπως συμβαίνει σ' αυτόν τον ανεξέλεγκτο εκδοτικό χώρο, ακόμα πουλιέται λαθραία και ακόμα διαβάζεται (λαθραία επίσης).
[1] Αυτός ο νεολογισμός έχει επικρατήσει στη διαδικτυακή γλώσσα (βλ. πρόχειρα εδώ).
1985: Τρίτο βιβλίο: Δεν είναι όλα σινεμά, μωρό μου… έκτοτε αγαπημένο σλόγκαν πολλών (είχε κυκλοφορήσει και αυτοκόλλητο με τον τίτλο, που μια εποχή το έβλεπες κολλημένο σε όλα τα Εξάρχεια). Το βιβλίο αυτό αποτελούσε σαφή, ευθεία συνέχεια του Ψυχομπουρδέλου, καθώς ήταν γραμμένο με τα ίδια συστατικά στη θεματολογία και τη μορφή και, οπωσδήποτε, αποτελούσε προϊόν της επιτυχίας εκείνου. Σχολιάζει σχετικά ο Ά. Μ.: «…Τρία βιβλία σε τρία χρόνια, θα πει κανείς. Όχι, ήταν σχετικά μικρά βιβλία σε έκταση, κι εγώ τότε ορμούσα σαν ποιητής-ταύρος σε υαλοπωλείο, κόντρα σε όλα – ήταν ένα είδος ποιητικά μανιφέστα, όχι τόσο με τη θεωρητική μορφή του πράγματος, αλλά με την ακτιβίστικη».
Όλα τα βιβλία της Τριλογίας του '80, υπήρξαν στην ουσία μια κραυγή, ο καημός για έναν κόσμο που, προφανώς, δεν ήταν αυτό που ο Ά. Μ. και οι σύντροφοί του είχαν οραματιστεί στη νεότητά τους. Στις καλύτερες στιγμές του αυτό το έργο μπορεί θαυμάσια να διαβαστεί ως ποίηση, ως δύστροπη, επιθετική απέναντι στο κοινό γούστο, ποίηση.
Μέσα από αυτή την άτυπη τριλογία ο συγγραφέας δοκιμάστηκε και κατέληξε οριστικά στο ύφος, στη γλώσσα, στη μυθοπλασία, στις τεχνικές, στη ρητορική των πραγμάτων που τον καθόρισαν στη συνέχεια. Δοκιμάστηκε, κυρίως, απέναντι στο κοινό που αποτελούσαν οι νέοι άνθρωποι της εποχής του. Οι μαθητές, για παράδειγμα, που δίδασκε τότε στα φροντιστήρια, oι φοιτητές στα Εξάρχεια, οι καταστασιακοί, οι αναρχικοί, οι σύντροφοί του της κινηματικής αριστεράς, οι σύντροφοι και συνεργάτες του στο περιοδικό Προοδευτικό Κινηματογράφο.
Όλα τα βιβλία της Τριλογίας του '80, υπήρξαν στην ουσία μια κραυγή, ο καημός για έναν κόσμο που, προφανώς, δεν ήταν αυτό που ο Ά. Μ. και οι σύντροφοί του είχαν οραματιστεί στη νεότητά τους. Στις καλύτερες στιγμές του αυτό το έργο μπορεί θαυμάσια να διαβαστεί ως ποίηση, ως δύστροπη, επιθετική απέναντι στο κοινό γούστο, ποίηση.
Μέσα από αυτή την άτυπη τριλογία ο συγγραφέας δοκιμάστηκε και κατέληξε οριστικά στο ύφος, στη γλώσσα, στη μυθοπλασία, στις τεχνικές, στη ρητορική των πραγμάτων που τον καθόρισαν στη συνέχεια. Δοκιμάστηκε, κυρίως, απέναντι στο κοινό που αποτελούσαν οι νέοι άνθρωποι της εποχής του. Οι μαθητές, για παράδειγμα, που δίδασκε τότε στα φροντιστήρια, oι φοιτητές στα Εξάρχεια, οι καταστασιακοί, οι αναρχικοί, οι σύντροφοί του της κινηματικής αριστεράς, οι σύντροφοι και συνεργάτες του στο περιοδικό Προοδευτικό Κινηματογράφο.