"The novelist Aris Maragkopoulos has contributed greatly to the understanding of Joyce's work" (in Greece).*
The reception of James Joyce in Europe, επιμ.: Geert Lernout & Wim Van Mierlo,
εκδ. Continuum 2004, τ. I, Κεφ. 28, σ. 455, 466, 467 και passim.
* [ Η συγκεκριμένη αναφορά σ. 467-68.]
The reception of James Joyce in Europe, επιμ.: Geert Lernout & Wim Van Mierlo,
εκδ. Continuum 2004, τ. I, Κεφ. 28, σ. 455, 466, 467 και passim.
* [ Η συγκεκριμένη αναφορά σ. 467-68.]
Η ΠΑΙΔΙΟΘΕΝ σχέση του Ά.Μ. με τον Ιρλανδό συγγραφέα Τζέιμς Τζόις, για την οποία γίνεται λόγος στο πρώτο από τα παρακάτω βίντεο, έχει αναφερθεί και σε άλλες σελίδες. Πρόκειται για σχέση που αναπτύχθηκε εκ παραλλήλου με τον ενδιαφέρον του Ά. Μ. για τον Πικάσο και την ανάγνωση της εικόνας αφενός, την εμμονή του για την κριτική ανάγνωση της κουλτούρας, αφετέρου.
Στο δεύτερο εδώ βίντεο ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει ένα «Γράμμα στον Τζέιμς Τζόις» που έγραψε ο Ά. Μ. μετά από παραγγελία του Γ' προγράμματος του Κρατικού Ραδιοφώνου (παραγωγός: κ. Αφροδίτη Κοσμά) και διάβασε στις 02.07.2018 με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του για το Giacomo Joyce (ολόκληρη τη μισάωρη εκπομπή με μουσική εμπνευσμένη από την Ιρλανδία σε επιλογή Ά. Μ. την ακούτε εδώ).
Στο δεύτερο εδώ βίντεο ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει ένα «Γράμμα στον Τζέιμς Τζόις» που έγραψε ο Ά. Μ. μετά από παραγγελία του Γ' προγράμματος του Κρατικού Ραδιοφώνου (παραγωγός: κ. Αφροδίτη Κοσμά) και διάβασε στις 02.07.2018 με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του για το Giacomo Joyce (ολόκληρη τη μισάωρη εκπομπή με μουσική εμπνευσμένη από την Ιρλανδία σε επιλογή Ά. Μ. την ακούτε εδώ).
|
|
Στη σελίδα των Συνεντεύξεων / Ιnterviews (και στις ημερομηνίες από 02.02.2022 έως και την 16.06.2022) μπορείτε να διαβάσετε πληθώρα άρθρων, συνομιλιών, εκδηλώσεων κλπ.
όπου ο Ά. Μ. έγραψε, εκτέλεσε, εκφώνησε, μίλησε, με αφορμή το γνωστό παγκοσμίως ως Ulysses Centenary, την επέτειο των 100 χρόνων από την πρώτη έκδοση του Ulysses.
όπου ο Ά. Μ. έγραψε, εκτέλεσε, εκφώνησε, μίλησε, με αφορμή το γνωστό παγκοσμίως ως Ulysses Centenary, την επέτειο των 100 χρόνων από την πρώτη έκδοση του Ulysses.
Τρία ευρέως, πλέον, γνωστά βιβλία, τρεις μελέτες σε πολλαπλές εκδόσεις μαρτυρούν
το διαρκές ενδιαφέρον του Ά. Μ. για το έργο του Ιρλανδού βάρδου:
το διαρκές ενδιαφέρον του Ά. Μ. για το έργο του Ιρλανδού βάρδου:
Πληροφορίες για τα τρία παραπάνω βιβλία βρίσκετε με κλικ πάνω στους τίτλους. Όποιος ενδιαφέρεται περισσότερο για τη δουλειά του Ά. Μ. σχετικά με τον Τζόις θα ανακαλύψει πρόσθετα χρήσιμα στοιχεία τόσο στη σελίδα των Συνεντεύξεων* όσο και στη σελίδα των Μεταφράσεων.
* Ειδικά μεταξύ 02.02.2022 και 17.02.2022 με αφορμή τη Centenary / Eκατονταετηρίδα Ulysses
Με ποιον, πότε, πού;
Τρεις λέξεις για τον αμύητο αναγνώστη του Τζόις*
Τρεις λέξεις για τον αμύητο αναγνώστη του Τζόις*
With?
Με ποιον; Με τον Σεβάχ τον Θαλασσινό και τον Τενεκεδοβάχ τον Ραπτινό και τον Κουδουνοβάχ τον Δεσμοφυλακινό και τον Ασπαλαθοβάχ τον Φαλαινοθηρό και τον Βλακοβάχ τον Σταυροτινό και τον Τελειοβάχ τον Αποτυχημενό
και τον Σκουπιδοβάχ τον Γλιτωμό και τον Καρφιτσοβάχ τον Κανατινό
και τον Μεντάχ τον Ταχυδρομινό και τον Χιντιβάχ τον Ζητοκραυγαζινό και…
When?
Πότε; Τραβώντας προς ένα σκοτεινό κρεβάτι υπήρχε ένα τετράγωνο γύρω από τον Σεβάχ τον Θαλασσινό
πέτρινο αυγό της άλκας στη νύχτα-κλίνη για όλες τις άλκες των βράχων του Σκοτεινοβάχ του Φωτεινημερινού.
Where?
Τζέιμς Τζόις, Ulysses, 17ο επεισόδιo
Με ποιον; Με τον Σεβάχ τον Θαλασσινό και τον Τενεκεδοβάχ τον Ραπτινό και τον Κουδουνοβάχ τον Δεσμοφυλακινό και τον Ασπαλαθοβάχ τον Φαλαινοθηρό και τον Βλακοβάχ τον Σταυροτινό και τον Τελειοβάχ τον Αποτυχημενό
και τον Σκουπιδοβάχ τον Γλιτωμό και τον Καρφιτσοβάχ τον Κανατινό
και τον Μεντάχ τον Ταχυδρομινό και τον Χιντιβάχ τον Ζητοκραυγαζινό και…
When?
Πότε; Τραβώντας προς ένα σκοτεινό κρεβάτι υπήρχε ένα τετράγωνο γύρω από τον Σεβάχ τον Θαλασσινό
πέτρινο αυγό της άλκας στη νύχτα-κλίνη για όλες τις άλκες των βράχων του Σκοτεινοβάχ του Φωτεινημερινού.
Where?
Τζέιμς Τζόις, Ulysses, 17ο επεισόδιo
1. «Mε ποιον;»
Το ερώτημα εδώ, μετατοπισμένο από το Ulysses (όπου ο Κος Μπλουμ εξαντλημένος «ως άντρας-παιδί» από την ημερήσια Οδύσσειά του κουλουριάζεται για να κοιμηθεί ως «παιδί-άντρας» στη μήτρα) σημαίνει: με ποιον αναγνώστη τα βιβλία του Τζόις μπορούν και συνεχίζουν, τόσα χρόνια μετά την πρώτη, επεισοδιακή έκδοση του Ulysses το ταξίδι τους; Με ποιον αναγνώστη στην εποχή που η ανάγνωση συρρικνώνεται επικίνδυνα στο φυλλομέτρημα, εποχή που το τελευταίο όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε ενστικτώδη αντίδραση αντίστοιχη του ζάπινγκ – δηλαδή σε μηχανική fast-read κίνηση και όχι σε αργή, κοπιαστική μέθεξη του αναγνώστη με το κείμενο;
«Mε ποιον;» Το 1922 ο Τζόις (που έχει επίγνωση ότι όποιος ολοκλήρωσε το προτελευταίο κεφάλαιο του Ulysses, ταξίδεψε πολύ και κόπιασε για να φτάσει ως εδώ και άρα είναι Weary / εξαντλημένος από την εκ παραλλήλου προς τον Κο Μπλουμ αναγνωστική Οδύσσειά του), απαντά δίκην παιχνιδιού στο ερώτημα που ο ίδιος θέτει στον πιθανό αναγνώστη του: «Με τον Σεβάχ τον Θαλασσινό, τον Τενεκεδοβάχ τον Ραπτινό, τον Κουδουνοβάχ τον Δεσμοφυλακινό κ.ο.κ. – με άλλα λόγια: με τον Καθένα και τον Κανένα ή, τέλος, πιο συγκεκριμένα: με τον σταυρό της ζωής του Καθένα και το φορτίο παιδείας του Κανένα.
Ας διαβάσουμε τα πράγματα από την αρχή. Είναι αργά το βράδυ, μια ημέρα του Ιουνίου στα 1904, και ο κατάκοπος ήρωας του βιβλίου (ο κ. Λίοπολντ Μπλουμ) κάνει, όπως κάθε άνθρωπος το βράδυ, τον απολογισμό της ημέρας του. Να τρέχεις μια ολόκληρη μέρα σε διάφορους δρόμους της πόλης σου, να ξοδεύεσαι σε όλων των ειδών τις επαγγελματικές, προσωπικές και τυχαίες συναντήσεις, με κάθε είδους λιγότερο ή περισσότερο ενδιαφέροντες, φιλικούς, ερωτικούς, ψυχρούς ή μοχθηρούς ανθρώπους, όλο αυτό συνιστά, όπως και να το κάνουμε, κάποιου είδους Οδύσσεια. Συναντάς τον Άλλο, επιθυμείς, μισείς, αγαπιέσαι, μισείσαι, διεκδικείς, αποδεικνύεις τη μικρότερη ή μεγαλύτερη αντοχή σου· το ίδιο συμβαίνει με τον κ. Μπλουμ, που, αναμετρώντας στη δύση της ημέρας τη διάθεσή του, σκέφτεται περίπου ως ομηρικός Ούτις:
Aπό την ανυπαρξία στην ύπαρξη επισκέφθηκε πολλούς και έγινε δεκτός ως ένας· ως ύπαρξη με ύπαρξη ήταν με οποιονδήποτε καθώς οποιοσδήποτε με οποιονδήποτε. Όταν θα αποχωρούσε από την ύπαρξη στη μη ύπαρξη, θα γινόταν από όλους αντιληπτός ως τίποτε.
Για να καταλήξει στη συνέχεια:
Δεν είχε διακινδυνεύσει, δεν περίμενε τίποτα, δεν είχε απογοητευτεί, ήταν ικανοποιημένος.
Τόσο κυνική αλλά και τόσο ευγενής έκφραση της αστικής μοναξιάς δεν έχει καταγραφεί σε άλλο μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα.[1]
Είναι μόνος ο Κος Λίοπολντ Μπλουμ του 1904 και μοναχικός στην ανάγνωσή του ο αναγνώστης του Ulyssses, το 1922. Σήμερα, το ξέρουμε, η μοναχική ανάγνωση είναι είδος εν ανεπαρκεία. Ενώ, δυστυχώς, η μοναξιά κάθε άλλο παρά σπανίζει. Κι επιπλέον, κάποιες αξίες που επιτρέπουν στον κ. Μπλουμ να συνεχίσει το ταξίδι της μακράς του ημέρας στην Ιθάκη του δουβλινέζικου σπιτιού του, σήμερα μοιάζουν, η μία κατόπιν της άλλης, να υποχωρούν στο σκοτάδι της παγκοσμιοποιημένης κοινωνικής και πολιτισμικής αβεβαιότητας. Ο κ. Μπλουμ κοιτάζεται κάποια στιγμή στον καθρέφτη. Έχει πλήρη συνείδηση ότι η ζωτική του αλήθεια είναι αυτό που, βαθιά μέσα του, ομολογεί: «Γνωστός σε κανένα. Kαθένας ή Kανένας.»
Αυτός είναι ο ήρωας, αυτός και ο αναγνώστης που τον διαβάζει. Σχεδόν ένα αιώνα τώρα το έργο του Τζέιμς Αυγουστίνου Αλοΐσιου Τζόις συμπορεύεται με αυτούς τους δύο, τον Κανένα Ήρωα και τον Καθένα Αναγνώστη. Αυτή η διαπίστωση θα πρέπει να διαβαστεί στην κυριολεξία της: χωρίς τον κάθε αναγνώστη, τα βιβλία τού Τζόις είναι περίπου σαν να μην υπάρχουν. Κανένα άλλο κείμενο στην παγκόσμια λογοτεχνία δεν απαιτεί σε τέτοιο βαθμό τη συνέργεια του αναγνώστη, κανένα κείμενο δεν ικετεύει –στην κυριολεξία– να «παίξεις» μαζί του την ανάγνωση. Πολύ πριν ο Ρολάν Μπαρτ ορίσει τον αναγνώστη «ως τον χώρο όπου εγγράφονται, χωρίς καμμιά τους να χάνεται, όλες οι αναφορές, από τις οποίες είναι φτιαγμένη μια γραφή», ο Tζόις έγραψε ένα κείμενο με προγραμματικό αποδέκτη αυτόν «τον άνθρωπο χωρίς ιστορία, χωρίς βιογραφία, χωρίς ψυχολογία».[2]
Τα βιβλία του Τζόις αναγκάζουν τον αναγνώστη να τα «διαχειριστεί» μέσα από ένα πολύπλοκο ορίζοντα προσδοκιών, επιθυμίας, άγχους, αβεβαιότητας και, κυρίως, συνενοχής. O αναγνώστης καλείται να «εκτελεί» το κείμενο σαν να πρόκειται για παρτιτούρα σύγχρονης μουσικής: ο συγγραφέας τού παρέχει τόση πολλή ελευθερία, που ο ασυνήθιστος αναγνώστης μπορεί να τρομάξει. Η αυτοπεποίθηση που παραχωρεί το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, και γενικώς η εύπευπτη αληθοφανής λογοτεχνία, εδώ απουσιάζει εμφατικά. Ο παντογνώστης, «προστατευτικός» συγγραφέας, που παρέχει εγκαίρως και με την αναμενόμενη σειρά και τάξη τις αναγκαίες πληροφορίες για το σκηνικό, την ψυχολογία των ηρώων, τον τόπο και τον χρόνο, ώστε ο αναγνώστης να αισθάνεται ασφαλής, με την έννοια ότι τοποθετείται σε ασφαλή απόσταση θέασης από το αφηγούμενο – όλη αυτή η ζωτική, για την αληθοφανή λογοτεχνία αφηγηματική σύμβαση, στον Τζόις απουσιάζει.
Ο αναγνώστης του βρίσκεται ελεύθερος μεν, στο έλεος ενός ανελέητου κειμένου δε. Παρευρίσκεται σε μια πολυπληθή ερωτική συνεύρεση όπου κανείς δεν «τον συστήνει», κανείς δεν του δίνει σημασία· υποχρεώνεται να συνθέσει κοπιαστικά την αφήγηση, μόνος του, διαβάζοντας ξανά και ξανά τις ίδιες γραμμές, προχωρώντας και επιστρέφοντας ακατάπαυστα στα ίδια γεγονότα και στα ίδια πρόσωπα, αναζητώντας τον κεντρικό μίτο λες και αναζητά ερωτικό παρτενέρ σε μια περίκλειστη χάβρα όπου κυριαρχούν περιπτύξεις αγνώστων.
O αναγνώστης του Τζόις αναρωτιέται συνεχώς αν κατάλαβε καλά, αν διάβασε σωστά λέξεις ανίερα ενωμένες μεταξύ τους, αν συλλάβισε σωστά φθαρμένες λέξεις, αν η σύνταξη είναι ορθή, αν παρέλειψε κάποιο κόμμα που ανατρέπει το νόημα, αν διαβάζει αγγλικά μεσαιωνικά, σύγχρονα, σε αργκό, ή το jargon κάποιας επιστήμης, λατινικά της Vulgata, ή αγγλικά της Βίβλου του βασιλιά Iακώβου, γαλλικά, γερμανικά, ή πανάρχαια γαελικά. Aισθάνεται την ανασφάλεια ενός voyeur, ενός ξένου που κρυφακούει και κρυφοβλέπει. Δεν είναι καν σίγουρος αν άρχισε την ανάγνωση από εκεί που πρέπει. Διότι πώς ορίζεται η αρχή ή το τέλος σ’ ένα βιβλίο που αρχίζει και τελειώνει δύο φορές (Ulysses), ή σ’ ένα άλλο (Finnegans Wake) όπου οι δεκάδες ομόκεντροι κύκλοι της αφήγησης καταργούν αμετακλήτως κάθε συμβατική έννοια αρχής, μέσης και τέλους;
Οπότε ο αναγνώστης είναι εξίσου μοναχικός με τον κ. Μπλουμ: αν θέλει να σταθεί στα πόδια του πρέπει να βουτήξει στα βαθιά νερά, πρέπει να παίξει έξω από τους γνωστούς αναγνωστικούς κώδικες, πρέπει κυρίως να μην φοβηθεί να επιλέξει τη δική του ανάγνωση.
Το κείμενο του Τζόις είναι εξαιρετικά προκλητικό: παρασύρει σταθερά τον αναγνώστη να πειραματιστεί από την αρχή με τις ταξινομημένες έννοιες, με τις παραδεκτές σημασίες. Το τζοϊσικό κείμενο απελευθερώνει την ενστικτώδη ποιητική σοφία, τον αρχέτυπο πρωτογονισμό που κρύβει η Γλώσσα ως Ιστορία (όπως διαπίστωνε ο Βίκο, ο μυστικός δάσκαλος του Ιρλανδού).[3]
Κιόλας από την εποχή των Επιφανείων, ο Τζόις σκαλίζει στο πλούσιο ορυχείο της καθημερινής γλώσσας αναζητώντας απολιθωμένα κοιτάσματα της ανθρώπινης ιστορίας. H αργκό (slang), οι κουβέντες του αέρα στα καφέ και στις παμπ, οι τυχάρπαστες φράσεις στο δρόμο, τα πρόστυχα ανέκδοτα που θίγουν περιθωριακές μεινότητες, τα ενδιαφέροντα παρατσούκλια, οι συντομεύσεις ή τα αρχικά ονομάτων, τα ιδιώματα και οι νεολογισμοί στον καθημερινό προφορικό λόγο, τα τραγουδάκια στα music halls, τα ρεφρέν ή στίχοι από τραγούδια του συρμού, οι διαφημιστικές ρεκλάμες, τα αισθηματικά ρομάντσα, τα αινίγματα, ανασύρονται από τον βυθό της Ιστορίας στην επιφάνεια της γλώσσας, απεκδύονται το κυριολεκτικό τους περίβλημα κι εντάσσονται σ’ ένα μεταφορικό, ελευθέριο συμπεριέχον, προ(σ)καλώντας τη μη στερεότυπη ανάγνωση.
Ο Τζόις βαδίζοντας στην παράδοση επιδραστικών προγόνων του όπως οι Ντάνιελ Ντιφόου, Τζόναθαν Σουίφτ και Λόρενς Στερν, ή εξίσου ρηξικέλευθων Γάλλων δημιουργών όπως ο Ραμπλέ, ο Λοτρεαμόν, ο Μαλαρμέ, ο Ρεμπό αλλά και κοντά στον τρόπο συγχρόνων του καλλιτεχνών της πρωτοπορίας, όπως οι ντανταϊστές της Ζυρίχης (ο Τζόις ζει εκεί την εποχή του «Καμπαρέ Βολτέρ»)[4], ο Βελιμίρ Χλέμπνικοφ (Velimir Khlebnikov 1885-1922) του Ζaum,[5] ο Kουρτ Σβίτερς των «objets trouvès»,[6] ο Mαρσέλ Nτισάν των «Ready-mades»[7], και φυσικά ο εξίσου χαλκέντερος στις πρωτεϊκές προθέσεις του Πάμπλο Πικάσο, επεμβαίνει δραστικά στις φθαρμένες, τυποποιημένες γλώσσες του ακαδημαϊκού όσο και του λαϊκού, του μορφωμένου όσο και του απαίδευτου κόσμου.[8]
Γι’ αυτό και κατά περίπτωση το κείμενό του μουγκρίζει, μουκανίζει, στριγγλίζει, γουργουρίζει, υποτονθορίζει, βρυχάται, ουρλιάζει, ρυτιδώνεται ή ιδρώνει κατά περίπτωση. Γι’ αυτό η λέξη μοιάζει να (χαρο)παλεύει με τις πολλαπλές της σημασίες· γι’ αυτό ενώνεται παρά φύσιν με άλλα σημαίνοντα, γι’ αυτό συχνά αγκυλώνει, στάζει, πυορροεί, πληγώνεται, αιμάσσει το σημαίνον σώμα[9] του τζοϊσικού κειμένου. Δεν είναι αυτό, όχι δεν είναι αυτό που σκέφτηκες! μοιάζει συνεχώς να υπενθυμίζει στον αναγνώστη του ο Tζόις, κι αμέσως μετά: «Αν δεν μάθεις, αναγνώστη, τα δικά μου αγγλικά, αν δεν εξοικειωθείς με τη δική μου πολυγλωσσία, ποτέ δεν θα με καταλάβεις!»
Υπό αυτή την έννοια η ανάγνωση του τζοϊσικού κειμένου συνιστά παραδειγματικό μάθημα ελευθερίας: ο αναγνώστης που αφήνεται έκθετος, άοπλος στη θύελλα γλωσσικών / εκφραστικών θραυσμάτων που προέρχονται πότε από την αβυσσαλέα πεζή καθημερινότητα και πότε από την χαώδη πολιτισμική παράδοση· θραυσμάτων που, κατά την υπόγεια λογική του κάθε έργου του, διασπείρονται αναπλασμένα σε απροσδόκητα συμφραζόμενα, αποκτά αργά ή γρήγορα την απελευθερωτική ικανότητα να αφουγκράζεται ακόμα και την παραμικρή κοινοτοπία ως να την ακούει για πρώτη φορά. Με δυο λόγια, διαμορφώνει την αναγνωστική συνείδηση ελεύθερου ανθρώπου, εκείνου που δεν συμμορφώνεται με τις αποδεκτές συμβάσεις του εμπορικού συρμού, του κοινού γούστου και της αναγνωστικής οκνηρίας.
Ο αναγνώστης που θα τηρήσει «αξιοπρεπή» στάση δύσπιστης αναμονής, περιμένοντας γενικώς να «καταλάβει την ιστορία», απλώς δεν θα καταλάβει τίποτε, η εξ ορισμού μοναξιά του θα αγγίξει τα όρια της απελπισίας. Για τον απλό λόγο ότι η «ιστορία» σε κάθε έργο του Τζόις είναι η ιστορία της κατά μόνας διαπάλης του Καθένα αναγνώστη με το κείμενό του.
Δυστυχώς, οι πολυπληθείς μελέτες για τον Tζόις που γράφτηκαν και γράφονται από στρατιές σχολαστικών ερευνητών σταθερά προσθέτουν όγκους πληροφοριών σε μια εξ ορισμού βεβαρυμένη ανάγνωση, καθώς πασχίζουν να ταξινομήσουν οπωσδήποτε το αταξινόμητο, να εκπολιτίσουν την αγριότητα, να «συμμαζέψουν» την αχαλίνωτη σκέψη σε συμβατικά (βλέπε μικροαστικά) αναγνωστικά στερεότυπα. Όμως, με αυτόν τον τρόπο δεν διευκολύνουν τον «αμύητο» αναγνώστη να προχωρήσει ελεύθερα στην τζοϊσική ενδοχώρα. Κι αυτό συμβαίνει επειδή κατά ένα μεγάλο μέρος τους αυτές οι Οδηγίες είναι Οδηγίες τυφλών, δεν διαβάζουν το κείμενο μέσα από το κείμενο[10] διαβάζουν τον Τζόις εκτός κειμένου και χάνονται στη Βαβέλ μιας ανακυκλούμενης ακαδημαϊκής έρευνας που, εν πολλοίς, δικαιολογεί τον αυτάρεσκο εαυτό της.
[1] Τα εδώ παραθέματα είναι από το ΧVII επεισόδιο («Ιθάκη»)· το πρώτο: «From inexistence to existence he came to many and was as one received: existence with existence he was with any as any with any: from existence to nonexistence gone he would be by all as none perceived». Το δεύτερο: «He had not risked, he did not expect, he had not been disappointed, he was satisfied». Τα πρώτα ίχνη αυτής της υπαρξιακής δοκιμασίας διατυπώνονται ευκρινώς στο Giacomo (εδάφιο XVI και Εισαγωγή IV. Ιμερολόγιο Giacomo: iv. When? / Πότε; το τέλος). Αλλά εκεί η γραφή λυτρώνει τον ήρωα-συγγραφέα, εδώ ο Κος Μπλουμ ως Κανένας / Καθένας υποχρεώνεται να αποδεχτεί μια περισσότερο συμβατική συνέχεια στη ζωή του.
[2] «…le lecteur est l'espace même où s'inscrivent, sans qu'aucune ne se perde touts les citations don't c’est fait une écriture; […] le lecteur est un homme sans histoire, sans biographie, sans psychologie…» (Barthes 2002: 45, τ. III).
[3] «H γλώσσα [...] μάς διηγείται την ιστορία των πραγμάτων που οι λέξεις υποδεικνύουν...» Vico 1948: 237. Επίσης: Ά. Μ. 2002: 675-684 (θέσεις V και XII).
[4] Βλ. στις δύο κλασικές μελέτες Ι. Richter 1965: 16-18, 223, κεφ. «Ζurich Dada 1915-1920». ΙΙ. Verkauf / Ά. Μ. 1987: 86-88.
[5] Βλ. εκτενώς για τη Ρωσική πρωτοπορία και τον Χλέμπνικοφ, Nori 2006: Εισαγωγή Ά. Μ.: ΧΧ-ΧΧVIII.
[6] O γερμανός ντανταϊστής καλλιτέχνης Κurt Schwitters (εικαστικός και ποιητής, 1887-1948), ως γνωστόν, δούλευε τις αυτοσχέδιες συνθέσεις του με τυχαία αντικείμενα που έβρισκε στον δρόμο. Τις ονόμαζε MERZ (το πρώτο MERZ: 1919). Γράφει στο μανιφέστο του, το PIN: «Η ποίηση του σήμερα καταλαβαίνει τα αντικείμενά της, τις λέξεις, ως παράγοντες του χώρου που διαβιούμε. Επιστρέφει στις λέξεις και διά των λέξεων τις αντιστοιχίες των πραγμάτων πριν και πέρα από τις κοινωνικές και ευγονικές τους ανάγκες» (Caws 2001: 392).
[7] Ως γνωστόν ο ζωγράφος, ποιητής, κινηματογραφικός πειραματιστής και σκακιστής Μαρσέλ Ντισάν (1887-1968) έφτιαξε τα πρώτα Ready-mades στα 1914-1915 με κοινά αντικείμενα καθημερινής χρήσης (μπουκαλοθήκη, φτυάρι κλπ.) που τα υπέγραψε με το όνομά του, αφού προηγουμένως τα τιτλοφόρησε με ονομασίες άσχετες με τη λειτουργικότητά τους. Το πιο γνωστό: μια λεκάνη αντρικού δημόσιου ουρητήριου που έστειλε στην Έκθεση των Ανεξαρτήτων στη Νέα Yόρκη (Μάιος 1917, Society of Independent Artists) με τίτλο Συντριβάνι (Fountain) και υπογραφή R. Mutt (το όνομα της κατασκευάστριας εταιρίας).
[8] O Έλμαν αναφέρει ότι κάποτε που ο Tζόις υπαγόρευε ένα απόσπασμα του Finnegans Wake στον τότε γραμματέα του Σάμιουελ Mπέκετ, κάποιος χτύπησε την πόρτα, ο Tζόις είπε «Come in», και ο Mπέκετ το κατέγραψε. Μετά, βεβαίως, θέλησε να σβήσει το λάθος του αλλά ο Tζόις προτίμησε να το αφήσει, κι εκεί βρίσκεται ακόμα. (Ellmann 1958: 662. Πέρα, όμως, από τη σχετική μυθολογία του ανεκδότου που ίσως αποτελεί επινόηση του Έλμαν, οι σχετικές αναφορές στο Finnegans που το τεκμηριώνουν ποικίλλουν: 396:32, 421:17, 542:1, 664:27).
[9] – Στο βιβλίο μου [ο Τζόις εδώ μιλά για το Ulysses] το σώμα ζει μέσα του και κινείται στο χώρο και είναι η εστία μιας ολοκληρωμένης ανθρώπινης προσωπικότητας. Oι λέξεις που γράφω προσαρμόζονται έτσι ώστε να εκφράζουν πότε τη μια του λειτουργία και πότε την άλλη. Στο επεισόδιο «Λαιστρυγόνες» το στομάχι κυριαρχεί και ρυθμός του επεισοδίου είναι αυτός της περισταλτικής κίνησης.
– Aλλά το μυαλό, οι σκέψεις των χαρακτήρων…, άρχισα.
– Aν δεν είχαν σώμα δεν θα είχαν ούτε μυαλό, είπε ο Tζόις. Όλα είναι ένα και το αυτό… (Budgen 1960: 21).
[10] Να υπενθυμίσουμε στον αναγνώστη ότι στις δικές μας «Οδηγίες προς ναυτιλομένους» (Ά. Μ. “Ulysses” 2010) αποφεύγουμε να εμπλέξουμε τον αναγνώστη σε προκαθορισμένα εξηγητικά σχήματα και απλουστευτικούς Οδηγούς. Η δική μας εξηγητική αρχή υπήρξε αντίστοιχη προς εκείνη του ομηρικού σχολιαστή της Αλεξανδρινής σχολής, του Αρίσταρχου εκ Σαμοθράκης (215-145 π.Χ.): «Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν» (βλ. περισσότερα στην Εισαγωγή του op. cit. τόμου: 18-19). Να προσθέσουμε, με την ευκαιρία, ότι οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι αναφορές στον Τζόις που συναντά κανείς σε δοκίμια γραμμένα από Έλληνες πανεπιστημιακούς και συγγραφείς είναι ακριβώς αναγνώσεις τυφλών: διαβάζουν τόσο απελπιστικά διαμεσολαβημένο τον Τζόις ώστε δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτε εποικοδομητικό στον Έλληνα αναγνώστη. Ο τελευταίος μένει με την αίσθηση ότι οι όποιες αναφορές τους στον Ιρλανδό γίνονται απλώς επειδή «τις απαιτεί η διεθνής βιβλιογραφία» ή, ακόμα δυστυχέστερα, η φήμη του συγγραφέα.
2. «Πότε;»
Πότε όμως θα μπορεί να πει ο αναγνώστης ότι επιτέλους «κατάλαβε», ότι τον «διάβασε», ότι «τέλειωσε» με τον Τζόις; Ο Ιρλανδός επεξεργάζεται από την αρχή στο κείμενό του όλες τις τεχνικές που έχει ανακαλύψει η αφήγηση από την εποχή του Ομήρου έως τη δική του προσθέτοντας δικές του καινοτομίες. Με τις τεχνικές αυτές συγκροτεί ένα ογκώδες Όργανο μυθοπλασίας διά του οποίου η λογοτεχνία του, ούτε λίγο ούτε πολύ, είναι σε θέση αενάως να αναδημιουργεί τον κόσμο.[1] Με αυτή την έννοια, η πασίγνωστη 11η θέση του Mαρξ κατά Φόϊερμπαχ «Έως τώρα οι φιλόσοφοι εξηγούσαν τον κόσμο, το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε»,[2] μπορεί, με ελαφρά παράφραση (όπου «φιλόσοφοι» διάβαζε: «λογοτέχνες») να θεωρηθεί η δεσπόζουσα θέση του Tζόις.
Πράγματι, το εν λόγω Όργανο της τζοϊσικής μυθοπλασίας έχει δομή συνειδητώς οργανωμένη (κυρίως στα Ulysses και Finnegans Wake) με τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται σε επάλληλα στρώματα ανάγνωσης· κάθε ανάγνωση προσθέτει στην προηγούμενη νέα στοιχεία, νέες οπτικές, νέες εκτροπές του νοήματος, νέες συμπαραδηλώσεις, νέες διόδους απόλαυσης. Tο κείμενό του είναι ένα πυκνό αφηγηματικό παλίμψηστο ιδεών, προσώπων, ρόλων, μύθων, συμβόλων, στερεοτύπων κλπ., που ο αναγνώστης σε κάθε ανάγνωση «αποξέει» –περίπου ως αρχαιολόγος– ώστε να ανακαλύψει νέα «ευρήματα» κάτω από το προηγούμενο στρώμα.
Το ελευθέριο στοίχημα του Τζόις είναι σαφές: ο συγγραφέας είναι σαν τον Κο Λίοπολντ Μπλουμ και σαν τον αναγνώστη: Κανένας και Καθένας. Τα βιβλία αυτά δεν του ανήκουν όπως δεν του ανήκει ο κόσμος. Ο βιαστικός, νευρικός αναγνώστης του Τζόις αναρωτιέται διαρκώς: «ποιος επιτέλους διηγείται», ή ακριβέστερα, «σε ποιον ανήκει αυτό το κείμενο»;[3] Την απολαυστική απάντηση ο αναγνώστης οφείλει να τη δώσει, επιστρέφοντας στον ίδιο του τον εαυτό, συμπληρώνοντας με τον προσωπικό του κώδικα ανάγνωσης το κενό ανάμεσα στο αταύτιστο κείμενο και στον αφανή συγγραφέα του. Αν μη τι άλλο το «να αλλάζεις τον κόσμο» διαβάζοντας, είναι πιο ενδιαφέρον από το να τον διαβάζεις απαθής, αμέτοχος και «προστατευμένος» σε μια αόριστη αληθοφάνεια που ούτε τον κόσμο αλλάζει ούτε εσένα…
Ο μεγάλος Ιρλανδός έγραψε τέσσερεις τόμους πεζογραφίας, ένα θεατρικό έργο, και λίγα ποιήματα. Για τα βιβλία του Τζόις ισχύει ό,τι ακριβώς ισχύει για τις μεγάλες Βίβλους του πολιτισμού, τα Ομηρικά έπη, ας πούμε, τη Θεία Κωμωδία, τις Βέδες, ή τη Βίβλο. Όλοι τα γνωρίζουν, όλοι είναι σε θέση να αναφέρουν δυο λόγια γι’ αυτά τα βιβλία της (ανα)δημιουργίας του κόσμου, αλλά λίγοι πραγματικά αποφασίζουν να τα διαβάσουν, να τα απολαύσουν ως αυτό που είναι. Βιβλία όπως αυτά δεν διαβάζονται «μια κι έξω». Απαιτούν μακρόχρονη τριβή μαζί τους. Δεν διαβάζεις μια κι έξω τα ομηρικά έπη, δεν διαβάζεις μια κι έξω το Πορτρέτο του Καλλιτέχνη, το Ulysses, το Finnegans Wake.
Αυτή η απαιτητική ανάγνωση, στην εποχή της fast-food ανάγνωσης, ίσως ακούγεται από παράξενη έως υπερβολική. Ωστόσο αυτή η αργή διαδρομή της lectio difficilior είναι η μόνη που επιτρέπει τη δημιουργική συνεύρεση με το τζοϊσικό κείμενο. Η ανάγνωσή του απαιτεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, έναν εφ’ όρου ζωής αναγνώστη-μύστη· μύστη που ωστόσο, μικρή σχέση έχει με τις θρησκευτικές ή θεοσοφικές μυήσεις που στρέφονται σε έναν επέκεινα κόσμο· διότι ο τζοϊσικός μύστης είναι ένας εξερευνητής που προσπαθεί να διασώσει απεγνωσμένα κάτι από την αρχέτυπη γλώσσα του ανθρώπου. Ο εφ’ όρου ζωής αναγνώστης του Τζόις, είναι, για να το διατυπώσω διαφορετικά, ένας εφ’ όρου ζωής, και όχι περιστασιακός, αναγνώστης όλης της μεγάλης λογοτεχνίας. Η ανάγνωση του Τζόις σε παραπέμπει, εξ ανάγκης, στις πηγές της ευρωπαϊκής λόγιας παράδοσης από τον Όμηρο και τους τραγικούς έως τον Βιργίλιο, τον Ντάντε και τους συγγραφείς της εποχής του.
[1] Βλ. ανάπτυξη αυτής της άποψης στο Ά. Μ. Νέα Εστία 2002: 675-684. Η θέση vi αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το τζοϊσικό Υπερκείμενο είναι το ίδιο μια μεταφραστική απόπειρα: ένας κώδικας μετάφρασης του Κόσμου, μία αριστοτελική μίμησις του αποκαλυπτικού “εν αρχή ην ο λόγος”. Στο Ulysses αυτή η διατύπωση του Ιωάννη αναπλάθεται ως εξής: “In the beginning was the word, in the end world without end” (Ulysses: ΧV «Κίρκη»). Στην αρχή η Λέξη, o Λόγος, στο τέλος Κόσμος δίχως τέλος, ατέρμων, στην ανακύκληση του προπατορικού αμαρτήματος: της Δημιουργίας».
[2] Αυτές οι θέσεις του Μαρξ (γραμμένες το 1845) περιλαμβάνονται σε παράρτημα στο γνωστό έργο του Ένγκελς για τον Φόιερμπαχ και τη Γερμανική φιλοσοφία (Engels 1886): «Die Philosophen haben die Welt nur verschieden interpretiert; es kommt aber darauf an, sie zu verändern» (αγγλ. μτφρ.: «Philosophers have hitherto only interpreted the world in various ways; the point is to change it»).
[3] «...το βιβλίο [Ulysses] αναπτύσσεται ως εγκυκλοπαίδεια των πιθανοτήτων της πλοκής και του ύφους [...] και έτσι αντιδρά πεισματικά στην κριτική απόπειρα που θα ήθελε να το εξαναγκάσει σε μία μόνο σημασία» (Lawrence 1981: 11-12).
Το ερώτημα εδώ, μετατοπισμένο από το Ulysses (όπου ο Κος Μπλουμ εξαντλημένος «ως άντρας-παιδί» από την ημερήσια Οδύσσειά του κουλουριάζεται για να κοιμηθεί ως «παιδί-άντρας» στη μήτρα) σημαίνει: με ποιον αναγνώστη τα βιβλία του Τζόις μπορούν και συνεχίζουν, τόσα χρόνια μετά την πρώτη, επεισοδιακή έκδοση του Ulysses το ταξίδι τους; Με ποιον αναγνώστη στην εποχή που η ανάγνωση συρρικνώνεται επικίνδυνα στο φυλλομέτρημα, εποχή που το τελευταίο όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε ενστικτώδη αντίδραση αντίστοιχη του ζάπινγκ – δηλαδή σε μηχανική fast-read κίνηση και όχι σε αργή, κοπιαστική μέθεξη του αναγνώστη με το κείμενο;
«Mε ποιον;» Το 1922 ο Τζόις (που έχει επίγνωση ότι όποιος ολοκλήρωσε το προτελευταίο κεφάλαιο του Ulysses, ταξίδεψε πολύ και κόπιασε για να φτάσει ως εδώ και άρα είναι Weary / εξαντλημένος από την εκ παραλλήλου προς τον Κο Μπλουμ αναγνωστική Οδύσσειά του), απαντά δίκην παιχνιδιού στο ερώτημα που ο ίδιος θέτει στον πιθανό αναγνώστη του: «Με τον Σεβάχ τον Θαλασσινό, τον Τενεκεδοβάχ τον Ραπτινό, τον Κουδουνοβάχ τον Δεσμοφυλακινό κ.ο.κ. – με άλλα λόγια: με τον Καθένα και τον Κανένα ή, τέλος, πιο συγκεκριμένα: με τον σταυρό της ζωής του Καθένα και το φορτίο παιδείας του Κανένα.
Ας διαβάσουμε τα πράγματα από την αρχή. Είναι αργά το βράδυ, μια ημέρα του Ιουνίου στα 1904, και ο κατάκοπος ήρωας του βιβλίου (ο κ. Λίοπολντ Μπλουμ) κάνει, όπως κάθε άνθρωπος το βράδυ, τον απολογισμό της ημέρας του. Να τρέχεις μια ολόκληρη μέρα σε διάφορους δρόμους της πόλης σου, να ξοδεύεσαι σε όλων των ειδών τις επαγγελματικές, προσωπικές και τυχαίες συναντήσεις, με κάθε είδους λιγότερο ή περισσότερο ενδιαφέροντες, φιλικούς, ερωτικούς, ψυχρούς ή μοχθηρούς ανθρώπους, όλο αυτό συνιστά, όπως και να το κάνουμε, κάποιου είδους Οδύσσεια. Συναντάς τον Άλλο, επιθυμείς, μισείς, αγαπιέσαι, μισείσαι, διεκδικείς, αποδεικνύεις τη μικρότερη ή μεγαλύτερη αντοχή σου· το ίδιο συμβαίνει με τον κ. Μπλουμ, που, αναμετρώντας στη δύση της ημέρας τη διάθεσή του, σκέφτεται περίπου ως ομηρικός Ούτις:
Aπό την ανυπαρξία στην ύπαρξη επισκέφθηκε πολλούς και έγινε δεκτός ως ένας· ως ύπαρξη με ύπαρξη ήταν με οποιονδήποτε καθώς οποιοσδήποτε με οποιονδήποτε. Όταν θα αποχωρούσε από την ύπαρξη στη μη ύπαρξη, θα γινόταν από όλους αντιληπτός ως τίποτε.
Για να καταλήξει στη συνέχεια:
Δεν είχε διακινδυνεύσει, δεν περίμενε τίποτα, δεν είχε απογοητευτεί, ήταν ικανοποιημένος.
Τόσο κυνική αλλά και τόσο ευγενής έκφραση της αστικής μοναξιάς δεν έχει καταγραφεί σε άλλο μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα.[1]
Είναι μόνος ο Κος Λίοπολντ Μπλουμ του 1904 και μοναχικός στην ανάγνωσή του ο αναγνώστης του Ulyssses, το 1922. Σήμερα, το ξέρουμε, η μοναχική ανάγνωση είναι είδος εν ανεπαρκεία. Ενώ, δυστυχώς, η μοναξιά κάθε άλλο παρά σπανίζει. Κι επιπλέον, κάποιες αξίες που επιτρέπουν στον κ. Μπλουμ να συνεχίσει το ταξίδι της μακράς του ημέρας στην Ιθάκη του δουβλινέζικου σπιτιού του, σήμερα μοιάζουν, η μία κατόπιν της άλλης, να υποχωρούν στο σκοτάδι της παγκοσμιοποιημένης κοινωνικής και πολιτισμικής αβεβαιότητας. Ο κ. Μπλουμ κοιτάζεται κάποια στιγμή στον καθρέφτη. Έχει πλήρη συνείδηση ότι η ζωτική του αλήθεια είναι αυτό που, βαθιά μέσα του, ομολογεί: «Γνωστός σε κανένα. Kαθένας ή Kανένας.»
Αυτός είναι ο ήρωας, αυτός και ο αναγνώστης που τον διαβάζει. Σχεδόν ένα αιώνα τώρα το έργο του Τζέιμς Αυγουστίνου Αλοΐσιου Τζόις συμπορεύεται με αυτούς τους δύο, τον Κανένα Ήρωα και τον Καθένα Αναγνώστη. Αυτή η διαπίστωση θα πρέπει να διαβαστεί στην κυριολεξία της: χωρίς τον κάθε αναγνώστη, τα βιβλία τού Τζόις είναι περίπου σαν να μην υπάρχουν. Κανένα άλλο κείμενο στην παγκόσμια λογοτεχνία δεν απαιτεί σε τέτοιο βαθμό τη συνέργεια του αναγνώστη, κανένα κείμενο δεν ικετεύει –στην κυριολεξία– να «παίξεις» μαζί του την ανάγνωση. Πολύ πριν ο Ρολάν Μπαρτ ορίσει τον αναγνώστη «ως τον χώρο όπου εγγράφονται, χωρίς καμμιά τους να χάνεται, όλες οι αναφορές, από τις οποίες είναι φτιαγμένη μια γραφή», ο Tζόις έγραψε ένα κείμενο με προγραμματικό αποδέκτη αυτόν «τον άνθρωπο χωρίς ιστορία, χωρίς βιογραφία, χωρίς ψυχολογία».[2]
Τα βιβλία του Τζόις αναγκάζουν τον αναγνώστη να τα «διαχειριστεί» μέσα από ένα πολύπλοκο ορίζοντα προσδοκιών, επιθυμίας, άγχους, αβεβαιότητας και, κυρίως, συνενοχής. O αναγνώστης καλείται να «εκτελεί» το κείμενο σαν να πρόκειται για παρτιτούρα σύγχρονης μουσικής: ο συγγραφέας τού παρέχει τόση πολλή ελευθερία, που ο ασυνήθιστος αναγνώστης μπορεί να τρομάξει. Η αυτοπεποίθηση που παραχωρεί το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, και γενικώς η εύπευπτη αληθοφανής λογοτεχνία, εδώ απουσιάζει εμφατικά. Ο παντογνώστης, «προστατευτικός» συγγραφέας, που παρέχει εγκαίρως και με την αναμενόμενη σειρά και τάξη τις αναγκαίες πληροφορίες για το σκηνικό, την ψυχολογία των ηρώων, τον τόπο και τον χρόνο, ώστε ο αναγνώστης να αισθάνεται ασφαλής, με την έννοια ότι τοποθετείται σε ασφαλή απόσταση θέασης από το αφηγούμενο – όλη αυτή η ζωτική, για την αληθοφανή λογοτεχνία αφηγηματική σύμβαση, στον Τζόις απουσιάζει.
Ο αναγνώστης του βρίσκεται ελεύθερος μεν, στο έλεος ενός ανελέητου κειμένου δε. Παρευρίσκεται σε μια πολυπληθή ερωτική συνεύρεση όπου κανείς δεν «τον συστήνει», κανείς δεν του δίνει σημασία· υποχρεώνεται να συνθέσει κοπιαστικά την αφήγηση, μόνος του, διαβάζοντας ξανά και ξανά τις ίδιες γραμμές, προχωρώντας και επιστρέφοντας ακατάπαυστα στα ίδια γεγονότα και στα ίδια πρόσωπα, αναζητώντας τον κεντρικό μίτο λες και αναζητά ερωτικό παρτενέρ σε μια περίκλειστη χάβρα όπου κυριαρχούν περιπτύξεις αγνώστων.
O αναγνώστης του Τζόις αναρωτιέται συνεχώς αν κατάλαβε καλά, αν διάβασε σωστά λέξεις ανίερα ενωμένες μεταξύ τους, αν συλλάβισε σωστά φθαρμένες λέξεις, αν η σύνταξη είναι ορθή, αν παρέλειψε κάποιο κόμμα που ανατρέπει το νόημα, αν διαβάζει αγγλικά μεσαιωνικά, σύγχρονα, σε αργκό, ή το jargon κάποιας επιστήμης, λατινικά της Vulgata, ή αγγλικά της Βίβλου του βασιλιά Iακώβου, γαλλικά, γερμανικά, ή πανάρχαια γαελικά. Aισθάνεται την ανασφάλεια ενός voyeur, ενός ξένου που κρυφακούει και κρυφοβλέπει. Δεν είναι καν σίγουρος αν άρχισε την ανάγνωση από εκεί που πρέπει. Διότι πώς ορίζεται η αρχή ή το τέλος σ’ ένα βιβλίο που αρχίζει και τελειώνει δύο φορές (Ulysses), ή σ’ ένα άλλο (Finnegans Wake) όπου οι δεκάδες ομόκεντροι κύκλοι της αφήγησης καταργούν αμετακλήτως κάθε συμβατική έννοια αρχής, μέσης και τέλους;
Οπότε ο αναγνώστης είναι εξίσου μοναχικός με τον κ. Μπλουμ: αν θέλει να σταθεί στα πόδια του πρέπει να βουτήξει στα βαθιά νερά, πρέπει να παίξει έξω από τους γνωστούς αναγνωστικούς κώδικες, πρέπει κυρίως να μην φοβηθεί να επιλέξει τη δική του ανάγνωση.
Το κείμενο του Τζόις είναι εξαιρετικά προκλητικό: παρασύρει σταθερά τον αναγνώστη να πειραματιστεί από την αρχή με τις ταξινομημένες έννοιες, με τις παραδεκτές σημασίες. Το τζοϊσικό κείμενο απελευθερώνει την ενστικτώδη ποιητική σοφία, τον αρχέτυπο πρωτογονισμό που κρύβει η Γλώσσα ως Ιστορία (όπως διαπίστωνε ο Βίκο, ο μυστικός δάσκαλος του Ιρλανδού).[3]
Κιόλας από την εποχή των Επιφανείων, ο Τζόις σκαλίζει στο πλούσιο ορυχείο της καθημερινής γλώσσας αναζητώντας απολιθωμένα κοιτάσματα της ανθρώπινης ιστορίας. H αργκό (slang), οι κουβέντες του αέρα στα καφέ και στις παμπ, οι τυχάρπαστες φράσεις στο δρόμο, τα πρόστυχα ανέκδοτα που θίγουν περιθωριακές μεινότητες, τα ενδιαφέροντα παρατσούκλια, οι συντομεύσεις ή τα αρχικά ονομάτων, τα ιδιώματα και οι νεολογισμοί στον καθημερινό προφορικό λόγο, τα τραγουδάκια στα music halls, τα ρεφρέν ή στίχοι από τραγούδια του συρμού, οι διαφημιστικές ρεκλάμες, τα αισθηματικά ρομάντσα, τα αινίγματα, ανασύρονται από τον βυθό της Ιστορίας στην επιφάνεια της γλώσσας, απεκδύονται το κυριολεκτικό τους περίβλημα κι εντάσσονται σ’ ένα μεταφορικό, ελευθέριο συμπεριέχον, προ(σ)καλώντας τη μη στερεότυπη ανάγνωση.
Ο Τζόις βαδίζοντας στην παράδοση επιδραστικών προγόνων του όπως οι Ντάνιελ Ντιφόου, Τζόναθαν Σουίφτ και Λόρενς Στερν, ή εξίσου ρηξικέλευθων Γάλλων δημιουργών όπως ο Ραμπλέ, ο Λοτρεαμόν, ο Μαλαρμέ, ο Ρεμπό αλλά και κοντά στον τρόπο συγχρόνων του καλλιτεχνών της πρωτοπορίας, όπως οι ντανταϊστές της Ζυρίχης (ο Τζόις ζει εκεί την εποχή του «Καμπαρέ Βολτέρ»)[4], ο Βελιμίρ Χλέμπνικοφ (Velimir Khlebnikov 1885-1922) του Ζaum,[5] ο Kουρτ Σβίτερς των «objets trouvès»,[6] ο Mαρσέλ Nτισάν των «Ready-mades»[7], και φυσικά ο εξίσου χαλκέντερος στις πρωτεϊκές προθέσεις του Πάμπλο Πικάσο, επεμβαίνει δραστικά στις φθαρμένες, τυποποιημένες γλώσσες του ακαδημαϊκού όσο και του λαϊκού, του μορφωμένου όσο και του απαίδευτου κόσμου.[8]
Γι’ αυτό και κατά περίπτωση το κείμενό του μουγκρίζει, μουκανίζει, στριγγλίζει, γουργουρίζει, υποτονθορίζει, βρυχάται, ουρλιάζει, ρυτιδώνεται ή ιδρώνει κατά περίπτωση. Γι’ αυτό η λέξη μοιάζει να (χαρο)παλεύει με τις πολλαπλές της σημασίες· γι’ αυτό ενώνεται παρά φύσιν με άλλα σημαίνοντα, γι’ αυτό συχνά αγκυλώνει, στάζει, πυορροεί, πληγώνεται, αιμάσσει το σημαίνον σώμα[9] του τζοϊσικού κειμένου. Δεν είναι αυτό, όχι δεν είναι αυτό που σκέφτηκες! μοιάζει συνεχώς να υπενθυμίζει στον αναγνώστη του ο Tζόις, κι αμέσως μετά: «Αν δεν μάθεις, αναγνώστη, τα δικά μου αγγλικά, αν δεν εξοικειωθείς με τη δική μου πολυγλωσσία, ποτέ δεν θα με καταλάβεις!»
Υπό αυτή την έννοια η ανάγνωση του τζοϊσικού κειμένου συνιστά παραδειγματικό μάθημα ελευθερίας: ο αναγνώστης που αφήνεται έκθετος, άοπλος στη θύελλα γλωσσικών / εκφραστικών θραυσμάτων που προέρχονται πότε από την αβυσσαλέα πεζή καθημερινότητα και πότε από την χαώδη πολιτισμική παράδοση· θραυσμάτων που, κατά την υπόγεια λογική του κάθε έργου του, διασπείρονται αναπλασμένα σε απροσδόκητα συμφραζόμενα, αποκτά αργά ή γρήγορα την απελευθερωτική ικανότητα να αφουγκράζεται ακόμα και την παραμικρή κοινοτοπία ως να την ακούει για πρώτη φορά. Με δυο λόγια, διαμορφώνει την αναγνωστική συνείδηση ελεύθερου ανθρώπου, εκείνου που δεν συμμορφώνεται με τις αποδεκτές συμβάσεις του εμπορικού συρμού, του κοινού γούστου και της αναγνωστικής οκνηρίας.
Ο αναγνώστης που θα τηρήσει «αξιοπρεπή» στάση δύσπιστης αναμονής, περιμένοντας γενικώς να «καταλάβει την ιστορία», απλώς δεν θα καταλάβει τίποτε, η εξ ορισμού μοναξιά του θα αγγίξει τα όρια της απελπισίας. Για τον απλό λόγο ότι η «ιστορία» σε κάθε έργο του Τζόις είναι η ιστορία της κατά μόνας διαπάλης του Καθένα αναγνώστη με το κείμενό του.
Δυστυχώς, οι πολυπληθείς μελέτες για τον Tζόις που γράφτηκαν και γράφονται από στρατιές σχολαστικών ερευνητών σταθερά προσθέτουν όγκους πληροφοριών σε μια εξ ορισμού βεβαρυμένη ανάγνωση, καθώς πασχίζουν να ταξινομήσουν οπωσδήποτε το αταξινόμητο, να εκπολιτίσουν την αγριότητα, να «συμμαζέψουν» την αχαλίνωτη σκέψη σε συμβατικά (βλέπε μικροαστικά) αναγνωστικά στερεότυπα. Όμως, με αυτόν τον τρόπο δεν διευκολύνουν τον «αμύητο» αναγνώστη να προχωρήσει ελεύθερα στην τζοϊσική ενδοχώρα. Κι αυτό συμβαίνει επειδή κατά ένα μεγάλο μέρος τους αυτές οι Οδηγίες είναι Οδηγίες τυφλών, δεν διαβάζουν το κείμενο μέσα από το κείμενο[10] διαβάζουν τον Τζόις εκτός κειμένου και χάνονται στη Βαβέλ μιας ανακυκλούμενης ακαδημαϊκής έρευνας που, εν πολλοίς, δικαιολογεί τον αυτάρεσκο εαυτό της.
[1] Τα εδώ παραθέματα είναι από το ΧVII επεισόδιο («Ιθάκη»)· το πρώτο: «From inexistence to existence he came to many and was as one received: existence with existence he was with any as any with any: from existence to nonexistence gone he would be by all as none perceived». Το δεύτερο: «He had not risked, he did not expect, he had not been disappointed, he was satisfied». Τα πρώτα ίχνη αυτής της υπαρξιακής δοκιμασίας διατυπώνονται ευκρινώς στο Giacomo (εδάφιο XVI και Εισαγωγή IV. Ιμερολόγιο Giacomo: iv. When? / Πότε; το τέλος). Αλλά εκεί η γραφή λυτρώνει τον ήρωα-συγγραφέα, εδώ ο Κος Μπλουμ ως Κανένας / Καθένας υποχρεώνεται να αποδεχτεί μια περισσότερο συμβατική συνέχεια στη ζωή του.
[2] «…le lecteur est l'espace même où s'inscrivent, sans qu'aucune ne se perde touts les citations don't c’est fait une écriture; […] le lecteur est un homme sans histoire, sans biographie, sans psychologie…» (Barthes 2002: 45, τ. III).
[3] «H γλώσσα [...] μάς διηγείται την ιστορία των πραγμάτων που οι λέξεις υποδεικνύουν...» Vico 1948: 237. Επίσης: Ά. Μ. 2002: 675-684 (θέσεις V και XII).
[4] Βλ. στις δύο κλασικές μελέτες Ι. Richter 1965: 16-18, 223, κεφ. «Ζurich Dada 1915-1920». ΙΙ. Verkauf / Ά. Μ. 1987: 86-88.
[5] Βλ. εκτενώς για τη Ρωσική πρωτοπορία και τον Χλέμπνικοφ, Nori 2006: Εισαγωγή Ά. Μ.: ΧΧ-ΧΧVIII.
[6] O γερμανός ντανταϊστής καλλιτέχνης Κurt Schwitters (εικαστικός και ποιητής, 1887-1948), ως γνωστόν, δούλευε τις αυτοσχέδιες συνθέσεις του με τυχαία αντικείμενα που έβρισκε στον δρόμο. Τις ονόμαζε MERZ (το πρώτο MERZ: 1919). Γράφει στο μανιφέστο του, το PIN: «Η ποίηση του σήμερα καταλαβαίνει τα αντικείμενά της, τις λέξεις, ως παράγοντες του χώρου που διαβιούμε. Επιστρέφει στις λέξεις και διά των λέξεων τις αντιστοιχίες των πραγμάτων πριν και πέρα από τις κοινωνικές και ευγονικές τους ανάγκες» (Caws 2001: 392).
[7] Ως γνωστόν ο ζωγράφος, ποιητής, κινηματογραφικός πειραματιστής και σκακιστής Μαρσέλ Ντισάν (1887-1968) έφτιαξε τα πρώτα Ready-mades στα 1914-1915 με κοινά αντικείμενα καθημερινής χρήσης (μπουκαλοθήκη, φτυάρι κλπ.) που τα υπέγραψε με το όνομά του, αφού προηγουμένως τα τιτλοφόρησε με ονομασίες άσχετες με τη λειτουργικότητά τους. Το πιο γνωστό: μια λεκάνη αντρικού δημόσιου ουρητήριου που έστειλε στην Έκθεση των Ανεξαρτήτων στη Νέα Yόρκη (Μάιος 1917, Society of Independent Artists) με τίτλο Συντριβάνι (Fountain) και υπογραφή R. Mutt (το όνομα της κατασκευάστριας εταιρίας).
[8] O Έλμαν αναφέρει ότι κάποτε που ο Tζόις υπαγόρευε ένα απόσπασμα του Finnegans Wake στον τότε γραμματέα του Σάμιουελ Mπέκετ, κάποιος χτύπησε την πόρτα, ο Tζόις είπε «Come in», και ο Mπέκετ το κατέγραψε. Μετά, βεβαίως, θέλησε να σβήσει το λάθος του αλλά ο Tζόις προτίμησε να το αφήσει, κι εκεί βρίσκεται ακόμα. (Ellmann 1958: 662. Πέρα, όμως, από τη σχετική μυθολογία του ανεκδότου που ίσως αποτελεί επινόηση του Έλμαν, οι σχετικές αναφορές στο Finnegans που το τεκμηριώνουν ποικίλλουν: 396:32, 421:17, 542:1, 664:27).
[9] – Στο βιβλίο μου [ο Τζόις εδώ μιλά για το Ulysses] το σώμα ζει μέσα του και κινείται στο χώρο και είναι η εστία μιας ολοκληρωμένης ανθρώπινης προσωπικότητας. Oι λέξεις που γράφω προσαρμόζονται έτσι ώστε να εκφράζουν πότε τη μια του λειτουργία και πότε την άλλη. Στο επεισόδιο «Λαιστρυγόνες» το στομάχι κυριαρχεί και ρυθμός του επεισοδίου είναι αυτός της περισταλτικής κίνησης.
– Aλλά το μυαλό, οι σκέψεις των χαρακτήρων…, άρχισα.
– Aν δεν είχαν σώμα δεν θα είχαν ούτε μυαλό, είπε ο Tζόις. Όλα είναι ένα και το αυτό… (Budgen 1960: 21).
[10] Να υπενθυμίσουμε στον αναγνώστη ότι στις δικές μας «Οδηγίες προς ναυτιλομένους» (Ά. Μ. “Ulysses” 2010) αποφεύγουμε να εμπλέξουμε τον αναγνώστη σε προκαθορισμένα εξηγητικά σχήματα και απλουστευτικούς Οδηγούς. Η δική μας εξηγητική αρχή υπήρξε αντίστοιχη προς εκείνη του ομηρικού σχολιαστή της Αλεξανδρινής σχολής, του Αρίσταρχου εκ Σαμοθράκης (215-145 π.Χ.): «Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν» (βλ. περισσότερα στην Εισαγωγή του op. cit. τόμου: 18-19). Να προσθέσουμε, με την ευκαιρία, ότι οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι αναφορές στον Τζόις που συναντά κανείς σε δοκίμια γραμμένα από Έλληνες πανεπιστημιακούς και συγγραφείς είναι ακριβώς αναγνώσεις τυφλών: διαβάζουν τόσο απελπιστικά διαμεσολαβημένο τον Τζόις ώστε δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτε εποικοδομητικό στον Έλληνα αναγνώστη. Ο τελευταίος μένει με την αίσθηση ότι οι όποιες αναφορές τους στον Ιρλανδό γίνονται απλώς επειδή «τις απαιτεί η διεθνής βιβλιογραφία» ή, ακόμα δυστυχέστερα, η φήμη του συγγραφέα.
2. «Πότε;»
Πότε όμως θα μπορεί να πει ο αναγνώστης ότι επιτέλους «κατάλαβε», ότι τον «διάβασε», ότι «τέλειωσε» με τον Τζόις; Ο Ιρλανδός επεξεργάζεται από την αρχή στο κείμενό του όλες τις τεχνικές που έχει ανακαλύψει η αφήγηση από την εποχή του Ομήρου έως τη δική του προσθέτοντας δικές του καινοτομίες. Με τις τεχνικές αυτές συγκροτεί ένα ογκώδες Όργανο μυθοπλασίας διά του οποίου η λογοτεχνία του, ούτε λίγο ούτε πολύ, είναι σε θέση αενάως να αναδημιουργεί τον κόσμο.[1] Με αυτή την έννοια, η πασίγνωστη 11η θέση του Mαρξ κατά Φόϊερμπαχ «Έως τώρα οι φιλόσοφοι εξηγούσαν τον κόσμο, το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε»,[2] μπορεί, με ελαφρά παράφραση (όπου «φιλόσοφοι» διάβαζε: «λογοτέχνες») να θεωρηθεί η δεσπόζουσα θέση του Tζόις.
Πράγματι, το εν λόγω Όργανο της τζοϊσικής μυθοπλασίας έχει δομή συνειδητώς οργανωμένη (κυρίως στα Ulysses και Finnegans Wake) με τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται σε επάλληλα στρώματα ανάγνωσης· κάθε ανάγνωση προσθέτει στην προηγούμενη νέα στοιχεία, νέες οπτικές, νέες εκτροπές του νοήματος, νέες συμπαραδηλώσεις, νέες διόδους απόλαυσης. Tο κείμενό του είναι ένα πυκνό αφηγηματικό παλίμψηστο ιδεών, προσώπων, ρόλων, μύθων, συμβόλων, στερεοτύπων κλπ., που ο αναγνώστης σε κάθε ανάγνωση «αποξέει» –περίπου ως αρχαιολόγος– ώστε να ανακαλύψει νέα «ευρήματα» κάτω από το προηγούμενο στρώμα.
Το ελευθέριο στοίχημα του Τζόις είναι σαφές: ο συγγραφέας είναι σαν τον Κο Λίοπολντ Μπλουμ και σαν τον αναγνώστη: Κανένας και Καθένας. Τα βιβλία αυτά δεν του ανήκουν όπως δεν του ανήκει ο κόσμος. Ο βιαστικός, νευρικός αναγνώστης του Τζόις αναρωτιέται διαρκώς: «ποιος επιτέλους διηγείται», ή ακριβέστερα, «σε ποιον ανήκει αυτό το κείμενο»;[3] Την απολαυστική απάντηση ο αναγνώστης οφείλει να τη δώσει, επιστρέφοντας στον ίδιο του τον εαυτό, συμπληρώνοντας με τον προσωπικό του κώδικα ανάγνωσης το κενό ανάμεσα στο αταύτιστο κείμενο και στον αφανή συγγραφέα του. Αν μη τι άλλο το «να αλλάζεις τον κόσμο» διαβάζοντας, είναι πιο ενδιαφέρον από το να τον διαβάζεις απαθής, αμέτοχος και «προστατευμένος» σε μια αόριστη αληθοφάνεια που ούτε τον κόσμο αλλάζει ούτε εσένα…
Ο μεγάλος Ιρλανδός έγραψε τέσσερεις τόμους πεζογραφίας, ένα θεατρικό έργο, και λίγα ποιήματα. Για τα βιβλία του Τζόις ισχύει ό,τι ακριβώς ισχύει για τις μεγάλες Βίβλους του πολιτισμού, τα Ομηρικά έπη, ας πούμε, τη Θεία Κωμωδία, τις Βέδες, ή τη Βίβλο. Όλοι τα γνωρίζουν, όλοι είναι σε θέση να αναφέρουν δυο λόγια γι’ αυτά τα βιβλία της (ανα)δημιουργίας του κόσμου, αλλά λίγοι πραγματικά αποφασίζουν να τα διαβάσουν, να τα απολαύσουν ως αυτό που είναι. Βιβλία όπως αυτά δεν διαβάζονται «μια κι έξω». Απαιτούν μακρόχρονη τριβή μαζί τους. Δεν διαβάζεις μια κι έξω τα ομηρικά έπη, δεν διαβάζεις μια κι έξω το Πορτρέτο του Καλλιτέχνη, το Ulysses, το Finnegans Wake.
Αυτή η απαιτητική ανάγνωση, στην εποχή της fast-food ανάγνωσης, ίσως ακούγεται από παράξενη έως υπερβολική. Ωστόσο αυτή η αργή διαδρομή της lectio difficilior είναι η μόνη που επιτρέπει τη δημιουργική συνεύρεση με το τζοϊσικό κείμενο. Η ανάγνωσή του απαιτεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, έναν εφ’ όρου ζωής αναγνώστη-μύστη· μύστη που ωστόσο, μικρή σχέση έχει με τις θρησκευτικές ή θεοσοφικές μυήσεις που στρέφονται σε έναν επέκεινα κόσμο· διότι ο τζοϊσικός μύστης είναι ένας εξερευνητής που προσπαθεί να διασώσει απεγνωσμένα κάτι από την αρχέτυπη γλώσσα του ανθρώπου. Ο εφ’ όρου ζωής αναγνώστης του Τζόις, είναι, για να το διατυπώσω διαφορετικά, ένας εφ’ όρου ζωής, και όχι περιστασιακός, αναγνώστης όλης της μεγάλης λογοτεχνίας. Η ανάγνωση του Τζόις σε παραπέμπει, εξ ανάγκης, στις πηγές της ευρωπαϊκής λόγιας παράδοσης από τον Όμηρο και τους τραγικούς έως τον Βιργίλιο, τον Ντάντε και τους συγγραφείς της εποχής του.
[1] Βλ. ανάπτυξη αυτής της άποψης στο Ά. Μ. Νέα Εστία 2002: 675-684. Η θέση vi αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το τζοϊσικό Υπερκείμενο είναι το ίδιο μια μεταφραστική απόπειρα: ένας κώδικας μετάφρασης του Κόσμου, μία αριστοτελική μίμησις του αποκαλυπτικού “εν αρχή ην ο λόγος”. Στο Ulysses αυτή η διατύπωση του Ιωάννη αναπλάθεται ως εξής: “In the beginning was the word, in the end world without end” (Ulysses: ΧV «Κίρκη»). Στην αρχή η Λέξη, o Λόγος, στο τέλος Κόσμος δίχως τέλος, ατέρμων, στην ανακύκληση του προπατορικού αμαρτήματος: της Δημιουργίας».
[2] Αυτές οι θέσεις του Μαρξ (γραμμένες το 1845) περιλαμβάνονται σε παράρτημα στο γνωστό έργο του Ένγκελς για τον Φόιερμπαχ και τη Γερμανική φιλοσοφία (Engels 1886): «Die Philosophen haben die Welt nur verschieden interpretiert; es kommt aber darauf an, sie zu verändern» (αγγλ. μτφρ.: «Philosophers have hitherto only interpreted the world in various ways; the point is to change it»).
[3] «...το βιβλίο [Ulysses] αναπτύσσεται ως εγκυκλοπαίδεια των πιθανοτήτων της πλοκής και του ύφους [...] και έτσι αντιδρά πεισματικά στην κριτική απόπειρα που θα ήθελε να το εξαναγκάσει σε μία μόνο σημασία» (Lawrence 1981: 11-12).
3. «Πού;»
Βρίσκετε σκοτεινά τα λόγια μου.
Δεν νομίζετε πως η σκοτεινιά είναι μες στις ψυχές μας; [1]
Ulysses (III «Πρωτέας»).
Εν τέλει πού οδηγεί η ανάγνωσή του; Μα, στη γνωστή «Ιθάκη» του αλεξανδρινού ποιητή. Στο ομώνυμο επεισόδιο της τζοϊσικής Οδύσσειας το τέλος είναι πολύ κοντά στην καβαφική αντίληψη – οικοδομημένο απλώς με άλλα υλικά. Το κεφάλαιο αυτό, δομημένο σε μορφή άτεγκτης κατηχητικής φλυαρίας, καταπονεί τον αναγνώστη με άπειρες επιστημονικοφανείς λεπτομέρειες που αφορούν την καθημερινότητα ενός οποιουδήποτε ανθρώπου. Με καταιγιστική συνέπεια συνοπτικές Ερωτήσεις εναλλάσσονται εδώ με εκτεταμένες Απαντήσεις. Αυτή η τεχνική έχει το εξής αποτέλεσμα: στο τέλος δεν έχει καμμία σημασία ποιος ερωτά και ποιος απαντά. Δεν έχει καν σημασία η ερώτηση. Ο αναγνώστης μπορεί θαυμάσια να παρεμβάλλει στο εξαντλητικό κείμενο τις δικές του ερωτήσεις ή σχόλια, χωρίς να αλλοιώσει την αφήγηση, όλα είναι ανοιχτά, δυνατά, του ανήκουν. Τα όρια της γνώσης είναι απεριόριστα και άρα η πλήρης γνώση τόσο όσον αφορά τον εαυτό μας όσο και τους ήρωες του τζοϊσικού κειμένου απλώς αδύνατη. Ο συγγραφέας που άφησε ανοιχτό το βιβλίο του στην αναγνωστική παρέμβαση[2] παραχωρεί τη συνέχεια στο ιδιωτικό εργαστήριο φαντασιώσεων του αναγνώστη. Εκείνος έκανε το κατά δύναμιν: έφερε την αφήγηση στα ακραία της όρια, δηλαδή ως τα φυσικά όρια του υπαρκτού κόσμου.
Πού λοιπόν θα τραβήξει ο αναγνώστης και ο ήρωας; Με άλλα λόγια, τι απομένει στον Κο Μπλουμ –δηλαδή στον καθένα μας– ύστερα από μια ημέρα που επαναλαμβάνει την τύρβη της προηγουμένης και που ωστόσο, μέσα στους δύσκολους λαβυρίνθους αυτής της τύρβης, επιμένει (γνωρίζοντας τη ματαιότητα του πράγματος) να αναζητά μια άλλη, μια ονειρεμένη ζωή;
Αλλά και πού κατευθύνεται ο αναγνώστης που μυείται σε ένα κείμενο το οποίο του απαιτεί τόσο μόχθο, σκέψη, διαρκή συμμετοχή, παρέμβαση; Ποιος εν τέλει είναι αυτός ο αναγνώστης που θα καταδεχτεί να αφιερώσει τόσο χρόνο, τόση αφοσίωση, τόση φαιά ουσία σε κάτι που, στο κάτω-κάτω δεν είναι παρά ένα ακόμα βιβλίο; Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, υπάρχει αυτός ο αναγνώστης; Η απάντηση είναι θετική. Τη διαπιστώνουμε από τα χιλιάδες αντίτυπα των βιβλίων του που εξακολουθούν να βρίσκονται, ύστερα από τόσα χρόνια, στην πρώτη γραμμή των πωλήσεων σε όλον τον κόσμο.
Ναι, υπάρχει ο τζοϊσικός αναγνώστης σε πείσμα των χαλεπών καιρών. Αυτός ο αναγνώστης δεν αρκείται στις ψευδεξηγήσεις και στις αληθοφανείς περιγραφές, δεν συναινεί στη λογοτεχνία που απλώς μηρυκάζει τη ζωή, αντιστέκεται στο ετοιμοπαράδοτο και στο δοσμένο, είναι αναγνώστης / (ανα)δημιουργός του κόσμου. Με μια φράση: ο αναγνώστης που θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο διαβάζει Τζόις. Διότι αυτή η ανάγνωση δικαιώνει τα πιο ουτοπικά, τα πιο ανομολόγητα όνειρά του.
Εκείνο το βράδυ της Παρασκευής του 1904, ο ακαταπόνητος Οδυσσέας ταξιδευτής Κος Μπλουμ μεταλλάσσεται οικειοθελώς, μέσα από μια αστραπιαία εξέλιξη του είδους του, από Σεβάχ Θαλασσινός σε …Σκοτεινοβάχ Φωτεινημερινός (Darkinbad the Brightdayler) ή, πιο πεζά, σε άστρο. Aπό πλάνητας στη γη μεταστοιχειώνεται σε πλανήτη του συμπαντικού ερέβους:
Kαι θα περιπλανιόταν στο διηνεκές, με δική του παρώθηση, ως το ακραίο όριο της κομητικής του τροχιάς, πέρα από τα απλανή αστέρια και τους μεταβλητούς ήλιους και τους τηλεσκοπικούς πλανήτες, τα αστρονομικά άστεγα και τα αδέσποτα, ως τα ακραία σύνορα του διαστήματος, περνώντας από χώρα σε χώρα, ανάμεσα από λαούς, ανάμεσα από γεγονότα.[3]
Την ίδια, μαθηματικά εξακριβωμένη, πορεία ακολουθεί στο τέλος και ο αναγνώστης-μύστης του Τζόις.
Ας συνοψίσουμε επομένως τις απαντήσεις μας: 1. Με ποιόν αναγνώστη ο Τζόις; Με τον Κανένα και τον Καθένα. 2. Πότε ολοκληρώνεται η ανάγνωσή του; Με τον θάνατο του αναγνώστη. 3. Πού οδηγεί η ανάγνωσή του; Μα, πού αλλού; στ’ αστέρια κι ακόμα παραπέρα!
Ά. Μ.
Αθήνα, Γενάρης 2018.
[1] «You find my words dark. Darkness is in our souls do you not think?» (βλ. και Ά. Μ. “Ulysses” 2010: 77).
[2] Εκτενή ανάλυση αυτής της θέσης στο Ά. Μ. “Ulysses” 2010, και συγκεκριμένα στα 18 εδάφια που εξετάζουν την Τεχνική σε κάθε ένα από τα ισάριθμα επεισόδια του έργου.
[3] XVII «Ιθάκη»: Ever he would wander, selfcompelled, to the extreme limit of his cometary orbit, beyond the fixed stars and variable suns and telescopic planets, astronomical waifs and strays, to the extreme boundary of space, passing from land to land, among peoples, amid events. Somewhere imperceptibly he would hear and somehow reluctantly, suncompelled, obey the summons of recall.
–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––
* Πρώτη δημοσίευση: εφημ. Ελευθεροτυπία, ένθετο «Βιβλιοθήκη», 26.04.2002, τ. 201, σ. 8-9.
Δεύτερη δημοσίευση (εκ θεμελίων αναθεωρημένη): James Joyce, Τζάκομο Τζόις, Εισαγωγή-Απόδοση-Ερμηνευτικά Σχόλια Ά. Μ., εκδ. Τόπος 2018, σ. 195-207.
Βρίσκετε σκοτεινά τα λόγια μου.
Δεν νομίζετε πως η σκοτεινιά είναι μες στις ψυχές μας; [1]
Ulysses (III «Πρωτέας»).
Εν τέλει πού οδηγεί η ανάγνωσή του; Μα, στη γνωστή «Ιθάκη» του αλεξανδρινού ποιητή. Στο ομώνυμο επεισόδιο της τζοϊσικής Οδύσσειας το τέλος είναι πολύ κοντά στην καβαφική αντίληψη – οικοδομημένο απλώς με άλλα υλικά. Το κεφάλαιο αυτό, δομημένο σε μορφή άτεγκτης κατηχητικής φλυαρίας, καταπονεί τον αναγνώστη με άπειρες επιστημονικοφανείς λεπτομέρειες που αφορούν την καθημερινότητα ενός οποιουδήποτε ανθρώπου. Με καταιγιστική συνέπεια συνοπτικές Ερωτήσεις εναλλάσσονται εδώ με εκτεταμένες Απαντήσεις. Αυτή η τεχνική έχει το εξής αποτέλεσμα: στο τέλος δεν έχει καμμία σημασία ποιος ερωτά και ποιος απαντά. Δεν έχει καν σημασία η ερώτηση. Ο αναγνώστης μπορεί θαυμάσια να παρεμβάλλει στο εξαντλητικό κείμενο τις δικές του ερωτήσεις ή σχόλια, χωρίς να αλλοιώσει την αφήγηση, όλα είναι ανοιχτά, δυνατά, του ανήκουν. Τα όρια της γνώσης είναι απεριόριστα και άρα η πλήρης γνώση τόσο όσον αφορά τον εαυτό μας όσο και τους ήρωες του τζοϊσικού κειμένου απλώς αδύνατη. Ο συγγραφέας που άφησε ανοιχτό το βιβλίο του στην αναγνωστική παρέμβαση[2] παραχωρεί τη συνέχεια στο ιδιωτικό εργαστήριο φαντασιώσεων του αναγνώστη. Εκείνος έκανε το κατά δύναμιν: έφερε την αφήγηση στα ακραία της όρια, δηλαδή ως τα φυσικά όρια του υπαρκτού κόσμου.
Πού λοιπόν θα τραβήξει ο αναγνώστης και ο ήρωας; Με άλλα λόγια, τι απομένει στον Κο Μπλουμ –δηλαδή στον καθένα μας– ύστερα από μια ημέρα που επαναλαμβάνει την τύρβη της προηγουμένης και που ωστόσο, μέσα στους δύσκολους λαβυρίνθους αυτής της τύρβης, επιμένει (γνωρίζοντας τη ματαιότητα του πράγματος) να αναζητά μια άλλη, μια ονειρεμένη ζωή;
Αλλά και πού κατευθύνεται ο αναγνώστης που μυείται σε ένα κείμενο το οποίο του απαιτεί τόσο μόχθο, σκέψη, διαρκή συμμετοχή, παρέμβαση; Ποιος εν τέλει είναι αυτός ο αναγνώστης που θα καταδεχτεί να αφιερώσει τόσο χρόνο, τόση αφοσίωση, τόση φαιά ουσία σε κάτι που, στο κάτω-κάτω δεν είναι παρά ένα ακόμα βιβλίο; Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, υπάρχει αυτός ο αναγνώστης; Η απάντηση είναι θετική. Τη διαπιστώνουμε από τα χιλιάδες αντίτυπα των βιβλίων του που εξακολουθούν να βρίσκονται, ύστερα από τόσα χρόνια, στην πρώτη γραμμή των πωλήσεων σε όλον τον κόσμο.
Ναι, υπάρχει ο τζοϊσικός αναγνώστης σε πείσμα των χαλεπών καιρών. Αυτός ο αναγνώστης δεν αρκείται στις ψευδεξηγήσεις και στις αληθοφανείς περιγραφές, δεν συναινεί στη λογοτεχνία που απλώς μηρυκάζει τη ζωή, αντιστέκεται στο ετοιμοπαράδοτο και στο δοσμένο, είναι αναγνώστης / (ανα)δημιουργός του κόσμου. Με μια φράση: ο αναγνώστης που θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο διαβάζει Τζόις. Διότι αυτή η ανάγνωση δικαιώνει τα πιο ουτοπικά, τα πιο ανομολόγητα όνειρά του.
Εκείνο το βράδυ της Παρασκευής του 1904, ο ακαταπόνητος Οδυσσέας ταξιδευτής Κος Μπλουμ μεταλλάσσεται οικειοθελώς, μέσα από μια αστραπιαία εξέλιξη του είδους του, από Σεβάχ Θαλασσινός σε …Σκοτεινοβάχ Φωτεινημερινός (Darkinbad the Brightdayler) ή, πιο πεζά, σε άστρο. Aπό πλάνητας στη γη μεταστοιχειώνεται σε πλανήτη του συμπαντικού ερέβους:
Kαι θα περιπλανιόταν στο διηνεκές, με δική του παρώθηση, ως το ακραίο όριο της κομητικής του τροχιάς, πέρα από τα απλανή αστέρια και τους μεταβλητούς ήλιους και τους τηλεσκοπικούς πλανήτες, τα αστρονομικά άστεγα και τα αδέσποτα, ως τα ακραία σύνορα του διαστήματος, περνώντας από χώρα σε χώρα, ανάμεσα από λαούς, ανάμεσα από γεγονότα.[3]
Την ίδια, μαθηματικά εξακριβωμένη, πορεία ακολουθεί στο τέλος και ο αναγνώστης-μύστης του Τζόις.
Ας συνοψίσουμε επομένως τις απαντήσεις μας: 1. Με ποιόν αναγνώστη ο Τζόις; Με τον Κανένα και τον Καθένα. 2. Πότε ολοκληρώνεται η ανάγνωσή του; Με τον θάνατο του αναγνώστη. 3. Πού οδηγεί η ανάγνωσή του; Μα, πού αλλού; στ’ αστέρια κι ακόμα παραπέρα!
Ά. Μ.
Αθήνα, Γενάρης 2018.
[1] «You find my words dark. Darkness is in our souls do you not think?» (βλ. και Ά. Μ. “Ulysses” 2010: 77).
[2] Εκτενή ανάλυση αυτής της θέσης στο Ά. Μ. “Ulysses” 2010, και συγκεκριμένα στα 18 εδάφια που εξετάζουν την Τεχνική σε κάθε ένα από τα ισάριθμα επεισόδια του έργου.
[3] XVII «Ιθάκη»: Ever he would wander, selfcompelled, to the extreme limit of his cometary orbit, beyond the fixed stars and variable suns and telescopic planets, astronomical waifs and strays, to the extreme boundary of space, passing from land to land, among peoples, amid events. Somewhere imperceptibly he would hear and somehow reluctantly, suncompelled, obey the summons of recall.
–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––
* Πρώτη δημοσίευση: εφημ. Ελευθεροτυπία, ένθετο «Βιβλιοθήκη», 26.04.2002, τ. 201, σ. 8-9.
Δεύτερη δημοσίευση (εκ θεμελίων αναθεωρημένη): James Joyce, Τζάκομο Τζόις, Εισαγωγή-Απόδοση-Ερμηνευτικά Σχόλια Ά. Μ., εκδ. Τόπος 2018, σ. 195-207.