Η Γυμνή Αλήθεια
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ δείχνει μερικές φορές απροσπέλαστη, ανίκανη να εξερευνηθεί – και ταυτόχρονα άτεγκτη στην πρόσκλησή της να υπάρξει ως το κατεξοχήν σώμα της έρευνας, ως η Αλήθεια. Εδώ εκτίθενται μερικά κείμενα (και παραθέματα) που γράφτηκαν με διαφορετικές αφορμές αλλά που, όλα μα όλα, συνοψίζουν, με αυτή ή την άλλη μορφή, κεντρικές φιλοσοφικές, κοινωνικές και αισθητικές απόψεις του Ά.Μ.
Για να το θέσουμε διαφορετικά: αν ο Ά. Μ. ήταν κίνημα, ό,τι καταγράφεται σε αυτή τη σελίδα θα συγκροτούσε τις εν προόδω «καταστατικές» του θέσεις (!). ΣΗΜ: Εφαρμογή των εδώ «αληθειών» του Ά.Μ., με συγκεκριμένες κριτικές επί έργων του λόγου και της τέχνης, βλ. εδώ. |
Τρεις σκέψεις πριν από κάθε άλλη σκέψη *
Ι. Όσο λιγότερο ερωτεύεσαι *
Όσο λιγότερο τρως, πίνεις κι αγοράζεις βιβλία. Όσο λιγότερο πας στο θέατρο, στον χορό, στην ταβέρνα. Όσο λιγότερο σκέφτεσαι, ερωτεύεσαι, φιλοσοφείς, τραγουδάς, ζωγραφίζεις, ασκείσαι κλπ., τόσο περισσότερο αποταμιεύεις – τόσο περισσότερο μεγαλώνει ο θησαυρός που ούτε σκώρος ούτε σκουριά μπορούν να σου καταβροχθίσουν – το κεφάλαιό σου.
Όσο λιγότερο υπάρχεις, όσο λιγότερο εκφράζεις τη ζωή σου, τόσο περισσότερα έχεις, δηλαδή τόσο περισσότερο μεγαλώνει η αλλοτριωμένη σου ζωή, τόσο περισσότερο μεγαλώνει το αποταμίευμα της αποξενωμένης σου ύπαρξης. Όση ζωή και ανθρωπιά σού αποσπά η πολιτική οικονομία, σου την αντικαθιστά με χρήμα και πλούτο· κι όσα δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις, τα πραγματοποιεί το χρήμα σου. Μπορεί να φάει και να πιει, να πάει στον χορό και στο θέατρο· μπορεί να ταξιδέψει, να ιδιοποιηθεί έργα τέχνης, γνώσεις, αρχαίους θησαυρούς, πολιτική δύναμη –όλα τούτα μπορεί να τα ιδιοποιηθεί για χάρη σου– όλα τούτα να τα αγοράσει: πρόκειται για πραγματική επιχορήγηση.
Ωστόσο, ακριβώς επειδή το χρήμα είναι όλα αυτά, δεν θέλει να κάνει τίποτε απ’ όλα αυτά, θέλει μόνο ένα πράγμα: να παράγει κι άλλο χρήμα, να αγοράζει τον εαυτό του· επειδή τελικά οτιδήποτε άλλο δεν είναι παρά ο υπηρέτης του, κι όταν έχω τον αφέντη έχω και τον υπηρέτη και δεν χρειάζομαι κι εκείνου τον υπηρέτη. Επομένως, όλα τα πάθη κι όλες οι δράσεις βυθίζονται υποχρεωτικά στην πλεονεξία. Ο εργαζόμενος αρκεί μόνο να έχει τόσα ώστε να θέλει να ζει και αρκεί να θέλει να ζει για να έχει μόνο τόσα.
* Καρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, χειρόγραφο III,
«Οι ανθρώπινες απαιτήσεις και ο καταμερισμός της εργασίας υπό το κράτος της ατομικής πρωτοβουλίας».
ΙΙ. Το γράψιμο της ποίησης μετά *
Η κριτική της κουλτούρας εξ ανάγκης σήμερα αντιμετωπίζει το τελικό στάδιο στη διαλεκτική σχέση κουλτούρας και βαρβαρότητας. Το γράψιμο της ποίησης μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρικό. Κι αυτό αλλοιώνει ακόμα και την επίγνωση των λόγων που εξηγούν γιατί έχει γίνει αδύνατο να γράψει κανείς ποίηση σήμερα. Η απόλυτη πραγμοποίηση, που προϋπόθετε την πνευματική πρόοδο ως ένα από τα συστατικά της, τώρα ετοιμάζεται να ρουφήξει απόλυτα το ίδιο το μυαλό. Η κριτική ευφυΐα, στον βαθμό που απομονώνεται σε αυτοϊκανοποιούμενους στοχασμούς, δεν μπορεί να σταθεί ισότιμα απέναντι σ' αυτή την πρόκληση.
* Τίοντορ Aντόρνο, Prisms, «Cultural Criticism and Society», 1949.
ΙΙΙ. Σάλτσα Μότσαρτ *
…Ξανασυλλογίζομαι αυτά που έγραφα την Παρασκευή. Πώς έφτασαν εκεί τα πράγματα. Mας φλομώσαν στην μουσική και στο βιβλίο. Mόνο αυτά είχαν μείνει απούλητα. Tα βάλανε κι αυτά στο χέρι. Πολιτισμό θέλατε; Θα πληρώσετε, δούλοι! Kαι πληρώνουμε αγοράζοντας βιβλία, δίσκους και παντοία θεάματα που κανείς δεν διαβάζει και κανείς δεν ακούει. Θα πληρώσετε δούλοι! Kαι λαμποκοπάνε οι ανώφελες εκδόσεις, οι ανώφελες μουσικές, με τα γυαλιστερά εξώφυλλα, σωροί στις προθήκες, καινούργιες σκόνες πλυσίματος. Πριν είκοσι τόσα χρόνια, φοιτητής στο Παρίσι, είχα κατατρομάξει απ’ τους ορμητικούς χειμάρρους του παραγωγικού πολιτισμού. Στεκόμουν στην αριστερή τους όχθη σαν διστακτικό αρνάκι του Aισώπου· δεν ήξερα πώς να περάσω απέναντι. Φοβόμουν μη με κατασπαράξει ο Kος Γκαλιμάρλυκος και ο Kος Φλαμαριόνλυκος. Ήμουν άβγαλτο πουλάρι και δεν ήξερα ακόμα ότι οι κομμουνάροι σκοτώθηκαν ως τον τελευταίο για να μπορούν σήμερα οι Γάλλοι να αγοράζουν μια σειρά Φίλιπς high fidelity!** Tώρα έχουμε κι εμείς απ’ όλα. Φάτε μουσικές, θέατρα και βιβλία, δούλοι! Γλείψτε καλά τα δάχτυλά σας από τη σάλτσα Mότσαρτ, από τον σεξπιρίχειο τούτο καπαμά, από τον μαριναρισμένο Tζέιμς, από το στήθος του Σοφοκλή γαρνιρισμένου με δαμάσκηνα. Φάτε, πιείτε και ξεχάστε, Έλληνες δούλοι!
* Ά. Μ. Οι ωραίες ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, «Κυριακή, 5 Φεβρουαρίου 1989», 1998.
** Ραούλ Βανεγκέμ, Traité de savoir-vivre à l’ usage des jeunes générations, 1967.
-------------------------------------------------------
* Τα παραπάνω τρία παραθέματα επέχουν θέση Προλόγου στο δοκίμιο Πεδία Μάχης Αφύλακτα (Τόπος 2014).
Όσο λιγότερο τρως, πίνεις κι αγοράζεις βιβλία. Όσο λιγότερο πας στο θέατρο, στον χορό, στην ταβέρνα. Όσο λιγότερο σκέφτεσαι, ερωτεύεσαι, φιλοσοφείς, τραγουδάς, ζωγραφίζεις, ασκείσαι κλπ., τόσο περισσότερο αποταμιεύεις – τόσο περισσότερο μεγαλώνει ο θησαυρός που ούτε σκώρος ούτε σκουριά μπορούν να σου καταβροχθίσουν – το κεφάλαιό σου.
Όσο λιγότερο υπάρχεις, όσο λιγότερο εκφράζεις τη ζωή σου, τόσο περισσότερα έχεις, δηλαδή τόσο περισσότερο μεγαλώνει η αλλοτριωμένη σου ζωή, τόσο περισσότερο μεγαλώνει το αποταμίευμα της αποξενωμένης σου ύπαρξης. Όση ζωή και ανθρωπιά σού αποσπά η πολιτική οικονομία, σου την αντικαθιστά με χρήμα και πλούτο· κι όσα δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις, τα πραγματοποιεί το χρήμα σου. Μπορεί να φάει και να πιει, να πάει στον χορό και στο θέατρο· μπορεί να ταξιδέψει, να ιδιοποιηθεί έργα τέχνης, γνώσεις, αρχαίους θησαυρούς, πολιτική δύναμη –όλα τούτα μπορεί να τα ιδιοποιηθεί για χάρη σου– όλα τούτα να τα αγοράσει: πρόκειται για πραγματική επιχορήγηση.
Ωστόσο, ακριβώς επειδή το χρήμα είναι όλα αυτά, δεν θέλει να κάνει τίποτε απ’ όλα αυτά, θέλει μόνο ένα πράγμα: να παράγει κι άλλο χρήμα, να αγοράζει τον εαυτό του· επειδή τελικά οτιδήποτε άλλο δεν είναι παρά ο υπηρέτης του, κι όταν έχω τον αφέντη έχω και τον υπηρέτη και δεν χρειάζομαι κι εκείνου τον υπηρέτη. Επομένως, όλα τα πάθη κι όλες οι δράσεις βυθίζονται υποχρεωτικά στην πλεονεξία. Ο εργαζόμενος αρκεί μόνο να έχει τόσα ώστε να θέλει να ζει και αρκεί να θέλει να ζει για να έχει μόνο τόσα.
* Καρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, χειρόγραφο III,
«Οι ανθρώπινες απαιτήσεις και ο καταμερισμός της εργασίας υπό το κράτος της ατομικής πρωτοβουλίας».
ΙΙ. Το γράψιμο της ποίησης μετά *
Η κριτική της κουλτούρας εξ ανάγκης σήμερα αντιμετωπίζει το τελικό στάδιο στη διαλεκτική σχέση κουλτούρας και βαρβαρότητας. Το γράψιμο της ποίησης μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρικό. Κι αυτό αλλοιώνει ακόμα και την επίγνωση των λόγων που εξηγούν γιατί έχει γίνει αδύνατο να γράψει κανείς ποίηση σήμερα. Η απόλυτη πραγμοποίηση, που προϋπόθετε την πνευματική πρόοδο ως ένα από τα συστατικά της, τώρα ετοιμάζεται να ρουφήξει απόλυτα το ίδιο το μυαλό. Η κριτική ευφυΐα, στον βαθμό που απομονώνεται σε αυτοϊκανοποιούμενους στοχασμούς, δεν μπορεί να σταθεί ισότιμα απέναντι σ' αυτή την πρόκληση.
* Τίοντορ Aντόρνο, Prisms, «Cultural Criticism and Society», 1949.
ΙΙΙ. Σάλτσα Μότσαρτ *
…Ξανασυλλογίζομαι αυτά που έγραφα την Παρασκευή. Πώς έφτασαν εκεί τα πράγματα. Mας φλομώσαν στην μουσική και στο βιβλίο. Mόνο αυτά είχαν μείνει απούλητα. Tα βάλανε κι αυτά στο χέρι. Πολιτισμό θέλατε; Θα πληρώσετε, δούλοι! Kαι πληρώνουμε αγοράζοντας βιβλία, δίσκους και παντοία θεάματα που κανείς δεν διαβάζει και κανείς δεν ακούει. Θα πληρώσετε δούλοι! Kαι λαμποκοπάνε οι ανώφελες εκδόσεις, οι ανώφελες μουσικές, με τα γυαλιστερά εξώφυλλα, σωροί στις προθήκες, καινούργιες σκόνες πλυσίματος. Πριν είκοσι τόσα χρόνια, φοιτητής στο Παρίσι, είχα κατατρομάξει απ’ τους ορμητικούς χειμάρρους του παραγωγικού πολιτισμού. Στεκόμουν στην αριστερή τους όχθη σαν διστακτικό αρνάκι του Aισώπου· δεν ήξερα πώς να περάσω απέναντι. Φοβόμουν μη με κατασπαράξει ο Kος Γκαλιμάρλυκος και ο Kος Φλαμαριόνλυκος. Ήμουν άβγαλτο πουλάρι και δεν ήξερα ακόμα ότι οι κομμουνάροι σκοτώθηκαν ως τον τελευταίο για να μπορούν σήμερα οι Γάλλοι να αγοράζουν μια σειρά Φίλιπς high fidelity!** Tώρα έχουμε κι εμείς απ’ όλα. Φάτε μουσικές, θέατρα και βιβλία, δούλοι! Γλείψτε καλά τα δάχτυλά σας από τη σάλτσα Mότσαρτ, από τον σεξπιρίχειο τούτο καπαμά, από τον μαριναρισμένο Tζέιμς, από το στήθος του Σοφοκλή γαρνιρισμένου με δαμάσκηνα. Φάτε, πιείτε και ξεχάστε, Έλληνες δούλοι!
* Ά. Μ. Οι ωραίες ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, «Κυριακή, 5 Φεβρουαρίου 1989», 1998.
** Ραούλ Βανεγκέμ, Traité de savoir-vivre à l’ usage des jeunes générations, 1967.
-------------------------------------------------------
* Τα παραπάνω τρία παραθέματα επέχουν θέση Προλόγου στο δοκίμιο Πεδία Μάχης Αφύλακτα (Τόπος 2014).
Προτιμότερο μια γυμνή γυναίκα παρά μια γυμνή αλήθεια *
A´ Tο Ψέμα
Ποῖον σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὁδόντων;
Όμηρος, Οδύσσεια, ε: 22.
Πάντα ψέματα λέω. Στον άγριο χείμαρρο με τις αναρίθμητες λέξεις, τις φράσεις και τις θεωρίες του καθενός συνομιλητή μου κινδυνεύω να πνιγώ. H ομιλία αισθάνομαι πώς είναι απαραίτητη για τα απολύτως αναγκαία. Οι κινήσεις των χεριών και του σώματος καθώς και οι ποικίλλοι άναρθροι ήχοι που το στόμα είναι εν δυνάμει έτοιμο να εκφέρει μου φαίνονται περισσότεροι εκφραστικοί. Αλλά δεν μπορώ και να στενοχωρώ τους άλλους. Από έναν επίκτητο αρχικά και ύστερα επεξεργασμένο (εδώ και πάρα πολλά χρόνια) χαμαιλεοντισμό, απαντώ στου καθενός τα φτερωτά λόγια κατιτί που να του πηγαίνει, να του αρέσει, σπανίως φέρνω αντίρρηση όταν μου απευθύνεται κάποιος – χαίρονται τόσο πολύ οι άνθρωποι όταν συμφωνείς μαζί τους, χαμογελάνε πανευτυχείς, αμαρτία για μικροπράγματα να χαλάς κι άλλο τις, έτσι κι αλλιώς, δυστυχισμένες καρδιές. Πάντα ψέματα θά λέω... ώσπου να εθιστώ στην άγια σιωπή.
Στην τρικυμιώδη θάλασσα των γραπτών κολυμπάω με περισσότερη δεξιοσύνη. Tο αλμυρό νερό κάνει πάντα καλό στο μουδιασμένο μου κορμί, μεριάζω γραφτά σοφών αρχαία και νεότερα που με βασάνισαν και με γέλασαν τα άκαρδα, βουτάω στα σκοτεινά νερά, ό,τι κι αν βρω στον σιωπηλό βυθό έχει αξία για μένα τον λιτοδίαιτο, θείο δώρο, τσιμπολογάω στα λόγια όλου του κόσμου (δεν κάνω εξαίρεση: αμαξάδες πεθαμένοι, δικαστές εν ζωή, διαφημιστές εν δράσει, τσιγγάνοι ολόδροσοι, γυναίκες συμβολαιογράφοι, ιερείς με αφράτη κοιλιά), λόγια που σβαρνίζει αναπάντεχα το κουρασμένο μυαλό κι η παλιά μου ζωή, η παλιοζωή, ξανακούω δίχως το βουητό του συνομιλητή τι μου έχει πει ο καθένας χρόνια τώρα, έχω μια άλφα ησυχία να πονέσω και κάποιους που με ταλαιπώρησαν κάποτε με την ακατάσχετη φλυαρία τους, μεταμφιεσμένος σε παρδαλή ψυχή πεταρίζω αφρόντιστα στην απέραντη γη του Kανενός, ανάμεσα στα τρισάθλια χαρακώματα των χρηματισμένων ομιλητών καί των σοφών ομιλητών –γιατί είστε έτσι οχυρωμένοι; Ακόμα δεν βαρεθήκατε; ρωτάω καμμιά φορά περιπαιχτικά και τους δύο, κι αυτοί τότε δεν μπορούν να μιλήσουν, άχνα δεν βγάζουν, μονάχα έτσι φαίνεται καταφέρνει και γυρίζει ο κόσμος, κι εγώ ολομόναχη παρδαλή πεταλούδα καθίζω πότε σ’ αυτό τους το γραφτό (μια μάταιη πολυδιαφημισμένη ιστορία), πότε σ' εκείνο (ένας μάταιος Aπολλόδωρος), αφού ό,τι γράφτηκε, ανθρώπινα γράφτηκε και, στο κάτω-κάτω, πόσο θα ζήσουμε ακόμα...
(Ξενο)γράφοντας μ’ αυτόν τον τρόπο κερδίζω τίμια το ψωμί μου, εδώ δεν χρειάζεται να ξεφουρνίζω σπλαγχνικά ψέματα, εκπαιδεύομαι στην αγριότητα της ζωής κρυφά και χωρίς εμφανείς παρενέργειες, πειραματίζομαι στην αντοχή των ανθρώπινων υλικών μέσα στις ασφαλείς συνθήκες του εργαστηρίου, στο τέλος μου μένει και η γλυκειά ψευδαίσθηση πώς κάνω κάτι ωφέλιμο για τη θνήσκουσα ανθρωπότητα: βάζω το μερτικό μου στην άκαρπη έρευνα για το νόημα της ζωής.
B´ Oι Αλήθειες
Kαί εἶπεν Σαμψών πρός τόν πατέρα αὐτοῦ:
ταύτην λαβέ μοι, ὅτι ἤρεσεν ἐν ὀφθάλμοῖς μου.
(Kριταί, 14, 3).
Κάπως έτσι γνώρισα λογιών λογιών γυμνές αλήθειες. Oρισμένες τις έγδυσα τόσο μα τόσο ανελέητα που έφτασαν να κλαίνε και να οδύρονται στα πόδια μου από τη ντροπή τους. Όταν μου αποκαλύφτηκαν ολοτσίτσιδες εγώ δεν ντράπηκα· αποφασισμένος και αδίστακτος τις έριξα ταπίστομα στο κρεβάτι και πλήρης καύλας τις βίασα δυο και τρεις φορές, κι εκείνες ύστερα μάζευαν τα δάκρυά τους μαζί με το χυμένο μου σπέρμα.
Έτσι εθίστηκα στο ψέμα. Βίασα τον Μαρξισμό, την Αρχαιότητα, το Νταντά, την Τουρκοκρατία, τη Ζωγραφική, την Ορθοδοξία, την Ελευθερία, τις Εκδρομές (με γυναίκες και άνευ) την Αναρχία, τους Περιπάτους, τα Ωραία Φαγητά, τη Λογοτεχνία. Τις έφτασα ως πίσω στις πηγές τους αυτές τις ντυμένες κυρίες, αφαιρώντας όλα τα στολίδια και σβήνοντας τα ψιμύθιά τους ένα προς ένα, όσο κλαίγαν αυτές και οδύρονταν, τόσο η καύλα μου δυνάμωνε.
Ύστερα από καιρό κρατάω σημειώσεις απ' αυτές τις συνευρέσεις. Μεταγράφω μετά μανίας το κάθε τι: κάποτε στη γλώσσα του κορυδαλλού που υπήρξα, κάποτε τραυλίζοντας όπως δειλό κοριτσάκι, ή σαν μάγειρος ζυθεστιατορίου τρίτης κατηγορίας. Ποιος άραγε μιλάει όταν μεταγράφω, ποιος λαλεί ανυπόφορα. Ίσως ο Μαρκαυρήλιος: Ἀναβιῶναι σοι ἔξεστιν· ἴδε πάλιν τα πράγματα ὡς ἑώρας· ἐν τούτω γάρ τῶ ἀναβιῶναι.*
Είμαστε μικροί, πολύ μικροί για να καταφέρουμε κάτι θεόρατο εν ζωή, τουλάχιστον οι περισσότεροι.
Μερικές βιασμένες μου φοράνε ακόμα κάποιο κρυφό στολίδι, ένα σκουλαρίκι, ένα ρουχαλάκι, κάτι που το κρατάνε επίμονα επάνω τους – ακόμα και την ώρα που τις μαστιγώνω σαδιστικά [π.χ. τα πασούμια τους (οι ασύγκριτης ομορφιάς κοινότητες της Τουρκοκρατίας), τον σφραγιδόλιθό τους (οι πληθωρικές τελετές της Ορθοδοξίας), μια γλαύκα δίκην μινωϊκού ενωτίου (η πανέμορφη σχόλη της Αρχαιότητας)· εγώ δεν επιμένω, τις αφήνω τις βιασμένες να το κρατάνε αυτό το μικρό, το κάτι της ματαιότητας, επειδή το ευχαριστιέμαι περισσότερο που καθυστερώ να αγγίξω ολόγυμνο το ποθητό κορμάκι τους. Καθώς όμως μεγαλώνω και οι αλήθειες, χαρέμι πια ολάκερο, γυμνώνονται επιδεικτικά μία προς μία γύρω μου (προς δόξαν της ματαιότητας αυτού του κόσμου), θνήσκων Σαρδανάπαλος μάλλον παρά Επίκουρος, τείνω να επιστρέφω σε μια νεανική μου ρήση: προτμότερο μια γυμνή γυναίκα παρά μια γυμνή αλήθεια.
--------------
* Μάρκος Αυρήλιος, Τά εἱς ἑαυτόν, Ζ᾽, 2:4 (σε ελεύθερη μτφρ.): Μπορείς να ξαναζήσεις το παρελθόν· ξαναδές τα πράγματα όπως τα έβλεπες κάποτε· αυτό σημαίνει να τα ξαναζήσεις.
------------------------------------------------------------
* Το «προγραμματικό» αυτό κείμενο του Ά.Μ. δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή στο περ. Το Δέντρο, το 1997 (τ. 101, Δεκ. '97-Φεβ.' 98, σ. 64-66).
Αναθεωρημένο, για τις ανάγκες της μυθιστορίας Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, δημοσιεύτηκε εκεί (Kέδρος 1998, σ. 190-91) υπό τον τίτλο μιας ημερολογιακής εγγραφής: «Τρίτη, 22 Δεκεμβρίου 1992», με υπότιτλο Νuda Veritas.
Ποῖον σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὁδόντων;
Όμηρος, Οδύσσεια, ε: 22.
Πάντα ψέματα λέω. Στον άγριο χείμαρρο με τις αναρίθμητες λέξεις, τις φράσεις και τις θεωρίες του καθενός συνομιλητή μου κινδυνεύω να πνιγώ. H ομιλία αισθάνομαι πώς είναι απαραίτητη για τα απολύτως αναγκαία. Οι κινήσεις των χεριών και του σώματος καθώς και οι ποικίλλοι άναρθροι ήχοι που το στόμα είναι εν δυνάμει έτοιμο να εκφέρει μου φαίνονται περισσότεροι εκφραστικοί. Αλλά δεν μπορώ και να στενοχωρώ τους άλλους. Από έναν επίκτητο αρχικά και ύστερα επεξεργασμένο (εδώ και πάρα πολλά χρόνια) χαμαιλεοντισμό, απαντώ στου καθενός τα φτερωτά λόγια κατιτί που να του πηγαίνει, να του αρέσει, σπανίως φέρνω αντίρρηση όταν μου απευθύνεται κάποιος – χαίρονται τόσο πολύ οι άνθρωποι όταν συμφωνείς μαζί τους, χαμογελάνε πανευτυχείς, αμαρτία για μικροπράγματα να χαλάς κι άλλο τις, έτσι κι αλλιώς, δυστυχισμένες καρδιές. Πάντα ψέματα θά λέω... ώσπου να εθιστώ στην άγια σιωπή.
Στην τρικυμιώδη θάλασσα των γραπτών κολυμπάω με περισσότερη δεξιοσύνη. Tο αλμυρό νερό κάνει πάντα καλό στο μουδιασμένο μου κορμί, μεριάζω γραφτά σοφών αρχαία και νεότερα που με βασάνισαν και με γέλασαν τα άκαρδα, βουτάω στα σκοτεινά νερά, ό,τι κι αν βρω στον σιωπηλό βυθό έχει αξία για μένα τον λιτοδίαιτο, θείο δώρο, τσιμπολογάω στα λόγια όλου του κόσμου (δεν κάνω εξαίρεση: αμαξάδες πεθαμένοι, δικαστές εν ζωή, διαφημιστές εν δράσει, τσιγγάνοι ολόδροσοι, γυναίκες συμβολαιογράφοι, ιερείς με αφράτη κοιλιά), λόγια που σβαρνίζει αναπάντεχα το κουρασμένο μυαλό κι η παλιά μου ζωή, η παλιοζωή, ξανακούω δίχως το βουητό του συνομιλητή τι μου έχει πει ο καθένας χρόνια τώρα, έχω μια άλφα ησυχία να πονέσω και κάποιους που με ταλαιπώρησαν κάποτε με την ακατάσχετη φλυαρία τους, μεταμφιεσμένος σε παρδαλή ψυχή πεταρίζω αφρόντιστα στην απέραντη γη του Kανενός, ανάμεσα στα τρισάθλια χαρακώματα των χρηματισμένων ομιλητών καί των σοφών ομιλητών –γιατί είστε έτσι οχυρωμένοι; Ακόμα δεν βαρεθήκατε; ρωτάω καμμιά φορά περιπαιχτικά και τους δύο, κι αυτοί τότε δεν μπορούν να μιλήσουν, άχνα δεν βγάζουν, μονάχα έτσι φαίνεται καταφέρνει και γυρίζει ο κόσμος, κι εγώ ολομόναχη παρδαλή πεταλούδα καθίζω πότε σ’ αυτό τους το γραφτό (μια μάταιη πολυδιαφημισμένη ιστορία), πότε σ' εκείνο (ένας μάταιος Aπολλόδωρος), αφού ό,τι γράφτηκε, ανθρώπινα γράφτηκε και, στο κάτω-κάτω, πόσο θα ζήσουμε ακόμα...
(Ξενο)γράφοντας μ’ αυτόν τον τρόπο κερδίζω τίμια το ψωμί μου, εδώ δεν χρειάζεται να ξεφουρνίζω σπλαγχνικά ψέματα, εκπαιδεύομαι στην αγριότητα της ζωής κρυφά και χωρίς εμφανείς παρενέργειες, πειραματίζομαι στην αντοχή των ανθρώπινων υλικών μέσα στις ασφαλείς συνθήκες του εργαστηρίου, στο τέλος μου μένει και η γλυκειά ψευδαίσθηση πώς κάνω κάτι ωφέλιμο για τη θνήσκουσα ανθρωπότητα: βάζω το μερτικό μου στην άκαρπη έρευνα για το νόημα της ζωής.
B´ Oι Αλήθειες
Kαί εἶπεν Σαμψών πρός τόν πατέρα αὐτοῦ:
ταύτην λαβέ μοι, ὅτι ἤρεσεν ἐν ὀφθάλμοῖς μου.
(Kριταί, 14, 3).
Κάπως έτσι γνώρισα λογιών λογιών γυμνές αλήθειες. Oρισμένες τις έγδυσα τόσο μα τόσο ανελέητα που έφτασαν να κλαίνε και να οδύρονται στα πόδια μου από τη ντροπή τους. Όταν μου αποκαλύφτηκαν ολοτσίτσιδες εγώ δεν ντράπηκα· αποφασισμένος και αδίστακτος τις έριξα ταπίστομα στο κρεβάτι και πλήρης καύλας τις βίασα δυο και τρεις φορές, κι εκείνες ύστερα μάζευαν τα δάκρυά τους μαζί με το χυμένο μου σπέρμα.
Έτσι εθίστηκα στο ψέμα. Βίασα τον Μαρξισμό, την Αρχαιότητα, το Νταντά, την Τουρκοκρατία, τη Ζωγραφική, την Ορθοδοξία, την Ελευθερία, τις Εκδρομές (με γυναίκες και άνευ) την Αναρχία, τους Περιπάτους, τα Ωραία Φαγητά, τη Λογοτεχνία. Τις έφτασα ως πίσω στις πηγές τους αυτές τις ντυμένες κυρίες, αφαιρώντας όλα τα στολίδια και σβήνοντας τα ψιμύθιά τους ένα προς ένα, όσο κλαίγαν αυτές και οδύρονταν, τόσο η καύλα μου δυνάμωνε.
Ύστερα από καιρό κρατάω σημειώσεις απ' αυτές τις συνευρέσεις. Μεταγράφω μετά μανίας το κάθε τι: κάποτε στη γλώσσα του κορυδαλλού που υπήρξα, κάποτε τραυλίζοντας όπως δειλό κοριτσάκι, ή σαν μάγειρος ζυθεστιατορίου τρίτης κατηγορίας. Ποιος άραγε μιλάει όταν μεταγράφω, ποιος λαλεί ανυπόφορα. Ίσως ο Μαρκαυρήλιος: Ἀναβιῶναι σοι ἔξεστιν· ἴδε πάλιν τα πράγματα ὡς ἑώρας· ἐν τούτω γάρ τῶ ἀναβιῶναι.*
Είμαστε μικροί, πολύ μικροί για να καταφέρουμε κάτι θεόρατο εν ζωή, τουλάχιστον οι περισσότεροι.
Μερικές βιασμένες μου φοράνε ακόμα κάποιο κρυφό στολίδι, ένα σκουλαρίκι, ένα ρουχαλάκι, κάτι που το κρατάνε επίμονα επάνω τους – ακόμα και την ώρα που τις μαστιγώνω σαδιστικά [π.χ. τα πασούμια τους (οι ασύγκριτης ομορφιάς κοινότητες της Τουρκοκρατίας), τον σφραγιδόλιθό τους (οι πληθωρικές τελετές της Ορθοδοξίας), μια γλαύκα δίκην μινωϊκού ενωτίου (η πανέμορφη σχόλη της Αρχαιότητας)· εγώ δεν επιμένω, τις αφήνω τις βιασμένες να το κρατάνε αυτό το μικρό, το κάτι της ματαιότητας, επειδή το ευχαριστιέμαι περισσότερο που καθυστερώ να αγγίξω ολόγυμνο το ποθητό κορμάκι τους. Καθώς όμως μεγαλώνω και οι αλήθειες, χαρέμι πια ολάκερο, γυμνώνονται επιδεικτικά μία προς μία γύρω μου (προς δόξαν της ματαιότητας αυτού του κόσμου), θνήσκων Σαρδανάπαλος μάλλον παρά Επίκουρος, τείνω να επιστρέφω σε μια νεανική μου ρήση: προτμότερο μια γυμνή γυναίκα παρά μια γυμνή αλήθεια.
--------------
* Μάρκος Αυρήλιος, Τά εἱς ἑαυτόν, Ζ᾽, 2:4 (σε ελεύθερη μτφρ.): Μπορείς να ξαναζήσεις το παρελθόν· ξαναδές τα πράγματα όπως τα έβλεπες κάποτε· αυτό σημαίνει να τα ξαναζήσεις.
------------------------------------------------------------
* Το «προγραμματικό» αυτό κείμενο του Ά.Μ. δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή στο περ. Το Δέντρο, το 1997 (τ. 101, Δεκ. '97-Φεβ.' 98, σ. 64-66).
Αναθεωρημένο, για τις ανάγκες της μυθιστορίας Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, δημοσιεύτηκε εκεί (Kέδρος 1998, σ. 190-91) υπό τον τίτλο μιας ημερολογιακής εγγραφής: «Τρίτη, 22 Δεκεμβρίου 1992», με υπότιτλο Νuda Veritas.
Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε. Τον κόσμο. Οι προηγούμενοι απλώς τον εξηγούσαν (αλήθεια ποιοι προηγούμενοι, για μας, ειδικά σήμερα;). Τι άλλαξε από τότε που ο Μαρξ διατύπωσε την πασίγνωστη ενδέκατη θέση του κατά Φόιερμπαχ;[2]
Απάντηση: ο κόσμος φυσικά.
Ας επαναλάβω άλλη μια φορά τις κοινότοπες διαπιστώσεις: Ι. Ποτέ πριν η καταστολή δεν είχε την παγκοσμιοποιημένη εργαλειακή μορφή που έχει αποκτήσει σήμερα. Με την έννοια ότι ποτέ πριν στη λεγόμενη δυτική δημοκρατία η βία της Εξουσίας δεν είχε την απροκάλυπτη, σημερινή της μορφή ως αποκλειστικού εργαλείου της Εξουσίας. Παράλληλα ποτέ πριν ο Φόβος για τον Άγνωστο, Δαίμονα Αντίπαλο[3] δεν είχε τη λειτουργική / κοινωνική θέση που έχει σήμερα καταλάβει σε όλον, επαναλαμβάνω, σε όλον τον κόσμο. ΙΙ. Παράλληλα, ποτέ πριν ο πλανήτης, ως φυσικός οργανισμός, δεν παρουσίασε τόσα και τέτοια συμπτώματα μιας μεταδοτικής ασθένειας με απρόβλεπτες συνέπειες για την επιβίωσή του στο άμεσο μέλλον.
Ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά μέσα στα τελευταία τριάντα σαράντα χρόνια. Σ’ αυτές τις δεκαετίες (λίγο πριν και αρκετά μετά την ηλεκτρονική επανάσταση) η Θεωρία εξήγησε τον κόσμο ξανά και ξανά και ξανά. Αλλά ο κόσμος του 21ου αιώνα προχωράει ακάθεκτος σε ολοκληρωτικές μορφές μετασχηματισμού: μέσα από μια απροκάλυπτη βία παράλληλα με μια απροκάλυπτη οικολογική καταστροφή. Και οι δύο αυτές επιθετικές μορφές μετασχηματισμού της κοινωνικής ζωής εμφανίζονται σήμερα ως κυρίαρχο εργαλείο καπιταλιστικής ανάπτυξης, κατά τρόπο ώστε, στις τερατώδεις τους διαστάσεις, να φαντάζουν σχεδόν απερίγραπτες στο επίπεδο της γλώσσας ως αναπαράστασης του Πραγματικού.
Ο κόσμος έχει ξεφύγει. Η Θεωρία αισθάνεται σήμερα περισσότερο από ποτέ ανασφαλής απέναντι στην έκταση αυτής της παγκοσμιοποιημένης παρακμής. Δικαιολογημένα κυριαρχείται από μια γενικευμένη ανασφάλεια, εμφανής αντανάκλαση εκείνης που αισθάνεται ο κάθε πολίτης στον κόσμο, και η οποία μόνον με εκείνη την πολύ γνωστή, που διατύπωσε τολμηρά (και κάπως δυσανάγνωστα) ο Αντόρνο, για τον διαλεκτικό εναγκαλισμό της ποίησης με τη βαρβαρότητα μετά το Άουσβιτς[4], μπορεί να συγκριθεί.
Αλλά η Θεωρία έχει επίσης ξεφύγει. Περίκλειστη στην πανεπιστημιακή ασυλία του ευρωπαϊκού ή του αμερικανικού campus, «θεωρητικά» μόνον ταράζεται από την τρελή τροχιά του πλανήτη προς τη βαρβαρότητα. Αδυνατεί να δοκιμάσει την αντοχή των όποιων θέσεών της στη δεινή κανονικότητα της ζωής. Δουλεύει in vitro.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που η Θεωρία «κατέβηκε στο πεζοδρόμιο»; Πότε ήταν η τελευταία φορά που ενέπνευσε ένα κίνημα; Πότε ήταν η τελευταία φορά που έδωσε πνοή στην πολιτισμική αναπαράσταση του κόσμου είτε ως Πραγματικού γίγνεσθαι είτε ως Οράματος;
Φέτος πάνε σαράντα χρόνια ακριβώς από εκείνον τον γαλλικό Μάη, πολλά χρόνια από εκείνα που ο Σαρτρ της Λιμπερασιόν, ο Τσε των πολλών Βιετνάμ (ή, έστω, ο Μαρκούζε) ενέπνεε τον κόσμο. Εκείνη μάλλον υπήρξε η τελευταία φορά που η Θεωρία κατάφερε να εμπνεύσει σε μαζική κλίμακα την επανανάγνωση του κόσμου. Δεν είναι κακό να το παραδεχτούμε. Έχοντας βεβαίως επίγνωση ότι η Θεωρία της εποχής δεν είχε ακόμα αντιληφθεί τη «μεταμοντέρνα συνθήκη» (ο Λιοτάρ μόλις την ανιχνεύει για πρώτη φορά το 1979)[5] εφόσον εκκρεμούσε, με τη μορφή του ιστορικού κατεπείγοντος, η τοποθέτηση απέναντι στη (μετα)μαρξιστική συνθήκη των εκατό λουλουδιών[6] που (δυστυχώς) ουδέποτε κατάφεραν να ανθίσουν…
Και η τέχνη του Λόγου, η τέχνη γενικότερα;
H θεμελιώδης ψευδαίσθηση ότι η τέχνη γενικά και η λογοτεχνία ειδικότερα έχει κάποια «χρησιμότητα» για την ανάγνωση της ζωής δεν ισχύει πλέον. Για την ακρίβεια δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη σήμερα: όλα πουλιούνται και όλα αγοράζονται (η απόλυτη πραγμοποίηση που διέβλεπε ο Αντόρνο είναι οριστικά εδώ). Τα πάντα στρέφονται λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά προς την οικονομική συναλλαγή. Η κύρια αγωνία του σύγχρονου συνειδητού καλλιτέχνη, του σύγχρονου συγγραφέα, είναι η αγωνία του Πολίτη που επιμένει, στην εποχή της βίαιης εξαγοράς των συνειδήσεων, να διατηρήσει θεμελιώδεις, για την ομαλή συνέχιση της ζωής, ψευδαισθήσεις, εκείνες που η αχρημάτιστη τέχνη παρέχει ακόμα ως δώρο, χάρισμα.
Σ’ αυτή τη σκληρή συγκυρία με ποιον αλήθεια τρόπο η τέχνη και η λογοτεχνία, ως πάγιες εμπροσθοφυλακές της Θεωρίας, είναι σε θέση να αναπαραστήσουν τον κόσμο σήμερα; Έγραφα κάποτε ότι θα πρέπει να ξαναδιαβάσουμε για τις παλιές (καλές) μάχες που δόθηκαν στον μεσοπόλεμο, στους κόλπους της ευρωπαϊκής Αριστεράς[7], με άξονα το δίλημμα «Μοντερνισμός ή Ρεαλισμός» (ή, όπως το τοποθετούσαν αργότερα, στα ελληνικά ξερονήσια της εξορίας: «Τζέιμς Τζόις ή σοσιαλιστικός ρεαλισμός»). Ωστόσο πρέπει να παραδεχτώ ότι όλη αυτή η ζύμωση ανήκει αμετάκλητα στην Ιστορία μιας ευρωπαϊκής κουλτούρας που σήμερα δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρει μόνο τους μυημένους.
Εδώ και πάρα πολύ καιρό, το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα στη γραφή, την τέχνη και την κουλτούρα γενικότερα, είναι πρόβλημα κατανόησης του κόσμου. Όποιος, παράδειγμα, «διαβάζει» τον κόσμο μέσα από την κουλτούρα της Μπάρμπι (ακόμα κι αν αυτή είναι localized, όπως π.χ. στα ελληνικά ευπώλητα βιβλία που μετά μανίας καταβροχθίζουν ανορεξικές και αγάμητες κυρίες) κατανοεί τη ζωή του σαν Μπάρμπι. Δηλαδή διαβάζει πρόχειρα, επιπόλαια, στον αφρό. Διαβάζει μια πλοκή, διαβάζει μια ιστορία, καταπίνει το ένα μετά το άλλο βιβλία της λογοτεχνίας και της παραλογοτεχνίας λες και είναι επεισόδια σε τηλεοπτική σειρά. Τα συζητάει εξίσου ανάλαφρα στα κοινωνικά δίκτυα λες και είναι ιστοριούλες από τα παρασκήνια των ειδήσεων. Κάνει ζάπινγκ ανάγνωση των βιβλίων, της τέχνης και, τελικά, του κόσμου. Ειδικά όταν βρεθεί αντιμέτωπος με έναν λόγο / κείμενο / έργο που προσκαλεί κάποιες απαιτήσεις διαφορετικής ανάγνωσης του κόσμου, πέρα από την κυρίαρχη των κυρίαρχων Μέσων, ο λόγος / κείμενο / έργο ακυρώνεται αυτομάτως μέσα από την à la Μπάρμπι ανάγνωσή του.
Μεγάλη μερίδα αναγνωστών έχει εθιστεί να διαβάζει τη λογοτεχνία όχι ως αυτό που είναι, ως τέχνη της ζωής, μια τέχνη που θέτει ερωτήματα για τη ζωή, μια τέχνη που εμπνέει την Επιθυμία για την αλήθεια και την ομορφιά, αλλά ως φτηνό ρεπορτάζ του Πραγματικού. Είναι σχεδόν φυσιολογικό να διαβάζεις έτσι. Αφού αυτή τη γραφή κι αυτή την ανάγνωση διδάσκει η κυρίαρχη ανάγνωση του κόσμου: Ένα ρεπορτάζ του Πραγματικού που δεν έχει καμία σχέση με το Πραγματικό. Ή, έχει, όση σχέση έχει η Μπάρμπι με τον πραγματικό κόσμο ή τα φαστ-φουντ με το πραγματικό φαΐ. Η πιο σοβαρή συνέπεια αυτής της παραμορφωτικής ανάγνωσης του κόσμου είναι μία – και τη διατυπώνω δίχως καμία περαιτέρω εξήγηση (ο καθείς θα πρέπει να την ανακαλύψει μέσα από την προσωπική του διαδρομή): σιγά, αλλά σταθερά, όπως το σαράκι που τρώει το ξύλο, χάνεται από τα μάτια της πλειονότητας του κόσμου η Επιθυμία του Αισθητικού, η Επιθυμία της όποιας ομορφιάς, αλλά και το κριτήριο που επιτρέπει να την αναγνωρίζεις όταν τη συναντάς.
Με αυτή την απώλεια της Επιθυμίας συνδέεται ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα στην Iστορία της Τέχνης: η αληθοφάνεια. H σχέση του Έργου με το Πραγματικό. Η Ιστορία διδάσκει ότι η καλύτερη λογοτεχνία κάθε καιρού και κάθε τόπου γύρισε την πλάτη στο ζήτημα της αληθοφάνειας. Aυτό πιο συγκεκριμένα υπονοεί: όχι ότι αδιαφόρησε για το Πραγματικό καθεαυτό. Tο αντίθετο μάλιστα. H καλύτερη λογοτεχνία ουδέποτε αδιαφόρησε για το Πραγματικό. Aδιαφόρησε όμως για τον βαθμό αληθοφάνειας διά της οποίας θα το αποδώσει. Δείτε π.χ. τον Δάντη, τον Στερν, τον Θερβάντες, τον Pαμπελέ, τον Γκόγκολ, τον Μπέιλι, τον Kάφκα, τον Τζόις, τον Mπέκετ, τον Μπόρχες, τον Μούζιλ, τον Μπροχ, για να αναφέρω πρόχειρα, έτσι στην τύχη, μερικά πασίγνωστα παραδείγματα αναληθοφανούς ρεαλισμού. Kι όμως όλοι αυτοί οι μεγάλοι κλασικοί στην πραγματικότητα αγωνιούσαν για την απόδοση του Πραγματικού[8]. Θα τους ονομάσουμε ρεαλιστές; Δεν νομίζω. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που τους έκαιγε όταν έγραφαν. Η σχέση της λογοτεχνίας με το Πραγματικό δεν είναι μια σχέση μορφική με την πολύ στενή έννοια, (δηλαδή μια σχέση μεγαλύτερης ή μικρότερης πιστότητας στην αληθοφανή απόδοση του Πραγματικού), είναι πρωτίστως, μια σχέση μορφική με την ευρύτατη έννοια, σχέση εμπειρική / καλλιτεχνική: είναι μια σχέση που απορρέει από τη λιγότερο ή περισσότερο γνήσια επιθυμία του καλλιτέχνη να καταβροχθίσει, να σπαράξει, να πονέσει, να χαθεί μέσα στο Πραγματικό – με την ερωτική έννοια του όρου.
Zούμε, εδώ και τριάντα και παραπάνω χρόνια, έναν πληθωρισμό λογοτεχνίας και τέχνης που υποκρίνεται το αληθοφανές, το Πραγματικό. Tο μεγαλύτερο μέρος αυτής της ευπώλητης, μεταμοντέρνας μυθοπλασίας, παγκοσμίως, υποκρίνεται πως αποδίδει το Πραγματικό ενώ στην ουσία παράγει ένα αθλητικό ρεπορτάζ του Πραγματικού.[9] Aυτή είναι η αλήθεια κι όποιος δεν τη βλέπει ζει στα σκοτάδια. Aλλά αυτή η παραγωγή δεν οικοδομεί τέχνη του λόγου, δεν οικοδομεί καμία τέχνη. Πρόκειται για έναν διεφθαρμένο ρεαλισμό[10], έναν ρεαλισμό που στέκεται επιπόλαια στον αφρό της ζωής – όπως η ρηχή, εξαγορασμένη δημοσιογραφία, όπως η πλαστική πόρνη Μπάρμπι. Αυτός ο ρεαλισμός δεν ταράζει τίποτε και κανέναν. Δεν ενοχλεί, δεν προσβάλλει, δεν πληγώνει, δεν αρνείται, δεν κρίνει, δεν σκέφτεται, δεν κινητοποιεί τις ψυχές, την Επιθυμία. Αναπαράγει μηρυκαστικά τη ζωή λες και αυτή η κοινωνική ζωή έχει πάψει να επιθυμεί, λες και η ζωή έχει συρρικνωθεί σε μικροσυμβάντα που αφορούν πάντα τους άλλους, αλλά ποτέ τον Άλλο. Έχοντας, επιπλέον, αποσυνδεθεί από την όποια Θεωρία που εμπνέει το όποιο Όραμα, την όποια Επιθυμία, έχει επιστρέψει εν πλήρη συγχύσει στη ρωπογραφία της ατομικής εμπειρίας ανάγοντάς την, μέσα από στερεότυπες συνταγές, σε παγκοσμιοποιημένη version του Πραγματικού.
Κι έτσι σιγά σιγά, αλλά σταθερά, ο σύγχρονος αναγνώστης, πνιγμένος στο ρεπορτάζ, πνιγμένος στη δημοσιογραφική αληθοφάνεια που περνιέται / πουλιέται για τέχνη, χάνει από τα μάτια του την Επιθυμία. Την επιθυμία για την ομορφιά του κόσμου. Την επιθυμία για την Ουτοπία ενός άλλου κόσμου. Την επιθυμία γενικώς. Συνηθίζει κανείς στην ασκήμια όπως συνηθίζει στην οικολογική καταστροφή, όπως συνηθίζει στην πολιτική διαφθορά, όπως ένα κουρασμένο ζευγάρι συνηθίζει να απέχει από τον έρωτα. Η μεταμοντέρνα συνθήκη έχει εθίσει τον αναγνώστη / θεατή του έργου τέχνης στην παραίτηση από την Επιθυμία.
Σήμερα, μετά και τη βαρβαρική μεταμοντερνική εμπειρία που γέμισε τα μουσεία με τόνους άχρηστων αντικειμένων[11] και τις βιβλιοθήκες τόνους λογοτεχνίας με ημερομηνία βραχείας λήξης, η Λογοτεχνία έρχεται αντιμέτωπη όχι τόσο με το Πραγματικό καθεαυτό (και την όποια αναπαράστασή του) αλλά κυρίως με την εικονική, αμερικανικής έμπνευσης, ισοπεδωτική αναπαραγωγή του, εκείνη που διανέμουν τα ΜΜΕ.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η σχέση της σύγχρονης Λογοτεχνίας με το Πραγματικό καθίσταται περισσότερο από ποτέ σχέση συγκρουσιακή. Σε μια εποχή συγκαλυμμένων ολικών καταστροφών, εποχή όπου κινδυνεύει ακόμα και η διαδικασία της ανάγνωσης ως παιδαγωγικής διαδικασίας,[12] η Λογοτεχνία οφείλει πρώτα απ’ όλα να πείσει, όχι απλά ότι αξίζουν οι δικές της ιστορίες, αλλά ότι αξίζει ακόμα να περιγράφουμε ή να διαβάζουμε μύθους και ιστορίες, όποιες κι αν είναι αυτές. O ποιητής της λογοτεχνίας σήμερα, με αυτή την έννοια, και μόνον με αυτήν, θα καταφέρει να παραμείνει αυτό που ήταν πάντα: ένας αντιδραστικός προς το κυρίαρχο ρεύμα ή, αν προτιμάτε: ένας μοναχικός (;) επαναστάτης.
Ο Φρέντρικ Τζέιμσον, πολύ πριν την έκρηξη του Μεταμοντέρνου, το 1977, διέκρινε προφητικά την ανάγκη για έναν νέο ρεαλισμό ο οποίος, αφενός θα υπερβαίνει τις διαπιστωμένες αντιφάσεις του μοντερνισμού[13] και αφετέρου θα αποκολλάται από τις γερασμένες συμβάσεις του παρεμβατικού ρεαλισμού. Ήδη από τότε ο οξυδερκής θεωρητικός έβλεπε την πιθανή διαλεκτική σύνθεση των δύο ρευμάτων στη σύγχρονη συγκυρία: σύνθεση ενός παρεμβατικού ρεαλισμού που ανασυνθέτει, μέσα από το μεγάλο ταξικό μέτωπο εναντίον της παγκοσμιοποίησης, την ενότητα του κατακερματισμένου κόσμου με έναν μοντερνισμό που ανανεώνει / επαναστατικοποιεί δραστικά τις μορφές αναπαράστασης του Πραγματικού.[14]
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε έναν «Ρεαλισμό μετά τον Ρεαλισμό» κατά το όραμα του Τζέιμσον. Έναν ρεαλισμό που θα εμπνέει ξανά την Επιθυμία, έναν ρεαλισμό που θα διεγείρει από την αρχή το χαμένο κριτήριο του Αισθητικού. Έναν ρεαλισμό που θα παράγει ξανά ομορφιά (μορφή) στη θέση της ασχήμιας (α-σχήμα) και Ουτοπία στη θέση της Δυστοπίας. Η ανάγκη για μια ριζοσπαστική Θεωρία της αναπαράστασης του Πραγματικού που θα εμπνέει σε μαζικό επίπεδο (και σε άμεση σύγκρουση με την εικονική αναπαράσταση του κόσμου) μια νέα κοινωνική και πολιτισμική Ουτοπία είναι ορατή. Στον βαθμό, εννοείται, που το αίτημα για τον κόσμο μας σαφώς παραμένει: να τον αλλάξουμε!
–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––
[1] Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή στην Κυριακάτικη Αυγή, στο πλαίσιο ενός εκτενούς αφιερώματος υπό τον γενικό τίτλο «Θεωρία, Λογοτεχνία, Αριστερά» (Άνοιξη 2008), και στη συνέχεια, σε σύμμεικτο τόμο υπό τον ίδιο γενικό τίτλο (εκδ. Το πέρασμα, Αθήνα 2008, σ. 110-116).
[2] Το έργο του Φρίντριχ Έγκελς, Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Neue Ζeit, αρ. 4 και 5 και κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση σε βιβλίο το 1888 από τον οίκο I.Η.W. Dietz, στη Στουτγάρδη. Σε παράρτημα του βιβλίου συμπεριλαμβάνονται οι έντεκα γνωστές θέσεις του Μαρξ. Η ενδέκατη (τελευταία) θέση: «Οι φιλόσοφοι εξηγούσαν μόνο τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον μεταβάλουμε». [Ελλ. μτφρ.: Φ. Φωτίου, εκδ. Θεμέλιο, 1967, Γ. Μπλάνας, εκδ. Ερατώ, 2004. Η μετάφραση του Θεμέλιου είναι «ανεβασμένη» στο Διαδίκτυο (πλήρης και με όλες τις σημειώσεις): http://www.marxistbooks.gr/frintrih_e.htm]
[3] Πρβλ. με το: «Ο στόχος της επανάστασης είναι η κατάλυση του Φόβου. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να τη φοβόμαστε ούτε και να δίνουμε σ’ αυτόν τον Φόβο οντολογική υπόσταση» (Αντόρνο, «Γράμματα στον Βάλτερ Μπένγιαμιν», Uber Walter Benjamin, Frankfurt, Suhrkamp Verlag 1970, Γράμμα με ημερομηνία: 18.03.1936).
[4] Αυτή η θέση του Αντόρνο διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1949, σε άρθρο με τίτλο «Culture Critique and Society», και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε τόμο με κριτικά δοκίμια το 1955 (Prisms). Η θέση αυτή έχει κατά κόρον παρερμηνευτεί. Στον Πρόλογο (ΙΙ: «Το γράψιμο της ποίησης μετά»), παραθέτουμε σε δική μας απόδοση όλο το σχετικό απόσπασμα. Το εδώ κείμενο παραπέμπει στη γνωστή φράση «Το γράψιμο της ποίησης μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρικό» – που δηλώνει ότι η ποίηση, ή διαφορετικά, η αφαιρετική/μεταφορική/συμβολική γλώσσα, εξ ανάγκης εμπλέκεται σε τέτοιο βαθμό στη διαλεκτική σύγκρουση με τη βαρβαρότητα που φέρει ευδιάκριτα τα ίχνη αυτής της σχέσης. [Η απόδοση έγινε από την έκδοση Prisms, MIT Press, 1983, σ. 34 (ανατύπωση εκείνης του 1967, με πρόλογο του Αντόρνο)].
[5] Jean-François Lyotard, La Condition postmoderne. Rapport sur le savoir (Éditions de Minuit, 1979), απόδοση στα ελληνικά: Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, μτφρ.: Κ. Παπαγιώργης, Γνώση 2008.
[6] «H στρατηγική για την πρόοδο των τεχνών και των επιστημών και για μια αναπτυγμένη σοσιαλιστική κουλτούρα στη χώρα μας είναι ν' αφήνουμε εκατό λουλούδια ν' ανθίζουν κι εκατό σχολές σκέψης να αμιλλώνται μεταξύ τους». Λόγος του Μάο Τσε-Τουνγκ στο Πεκίνο τον Φεβρουάριο του 1957 με (υποτιθέμενο) στόχο να παρακινήσει τους διανοούμενους να ασκήσουν κριτική στο καθεστώς. Η διατύπωση με τα εκατό λουλούδια είχε αποτελέσει κεντρικό σύνθημα των αριστεριστών διανοουμένων κατά τον Μάη του ’68.
[7] Aναφέρομαι στις γνωστές ιδεολογικές συγκρούσεις Έρνστ Μπλοχ, Μπέρτολντ Μπρεχτ - Γκέοργκ Λούκατς με αφορμή τον γερμανικό εξπρεσιονισμό κλπ.
[8] Bλ. ως προς τους μοντερνιστές, τη διαπίστωση του Tζορτζ Στάινερ στο τέλος της Bαβέλ: «H Έρημη Xώρα, το Ulysses, τα Kάντο του Πάουντ, αποτελούν σκόπιμα assemblages, σοδειά από ένα πολιτισμικό παρελθόν που έδινε την αίσθηση ότι κινδύνευε να διαλυθεί. [...] Όσοι έδειχναν εικονοκλάστες αποδείχτηκαν, κατά το μάλλον ή ήττον, αγχωμένοι επιστάτες που τρέχουν πάνω-κάτω μέσα στο μουσείο του πολιτισμού, αναζητώντας τάξη και καταφύγιο για τους θησαυρούς του, πριν έρθει η ώρα να κλείσει. [...] Tο νέο, ακόμη και στη σκανδαλωδέστερη εκδοχή του, στήθηκε με φόντο τη γνώση και το πνεύμα της παράδοσης. O Στραβίνσκι, ο Πικάσο, ο Mπρακ, ο Έλιοτ, ο Tζόις, ο Πάουντ –οι «δημιουργοί του νέου»– υπήρξαν νεοκλασικοί, που συχνά έδειξαν τόση φροντίδα για τα προηγούμενα κανονιστικά πρότυπα όση και οι πρόγονοί τους κατά τον 17ο αιώνα». (George Steiner, After Babel, Aspects of language and translation, Oxford Univ. Press, Oxford, New York, 1998, 3η έκδ., σ. 490 – πρβλ. και την ελλ. μτφρ.: George Steiner, Mετά τη Bαβέλ, μτφρ.: Γρηγόρης N. Kονδύλης, επιμ.: Άρης Mπερλής, Scripta 2004, σ. 733 – η υπογράμμιση δική μας).
[9] Eπ’ αυτού συνηθίζω πάντα να παραπέμπω στη φράση-κλειδί από τον Kούντερα, που, σημειωτέον, έχει γραφεί το 1993 (στο Προδομένες Διαθήκες, μτφρ.: Γιάννη Η. Χάρη, εκδ. Εστία, 1995, σ. 27): «Αλλά η ίδια αυτή διατύπωση, “το τέλος της ιστορίας”, όταν αναφέρεται στην τέχνη μου σφίγγει την καρδιά· αυτό το τέλος μπορώ περίφημα να το φανταστώ, γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό της σημερινής παραγωγής μυθιστορημάτων αποτελείται από μυθιστορήματα έξω από την ιστορία του μυθιστορήματος: εξομολογήσεις εν είδει μυθιστορήματος, ρεπορτάζ εν είδει μυθιστορήματος, διακανονισμοί λογαριασμών εν είδει μυθιστορήματος, αυτοβιογραφίες εν είδει μυθιστορήματος, αδιακρισίες εν είδει μυθιστορήματος, καταγγελίες εν είδει μυθιστορήματος, μαθήματα πολιτικής εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του συζύγου εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του πατέρα εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό της μάνας εν είδει μυθιστορήματος, διακορεύσεις εν είδει μυθιστορήματος, τοκετοί εν είδει μυθιστορήματος, μυθιστορήματα ad infinitum έως της συντελείας του αιώνος, που δεν λένε τίποτα καινούργιο, δεν έχουν καμία αισθητική φιλοδοξία, δεν επιφέρουν καμία αλλαγή ούτε στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον άνθρωπο ούτε στη μορφή του μυθιστορήματος, μοιάζουν όλα μεταξύ τους, τα καταναλώνεις θαυμάσια το πρωί και τα πετάς θαυμάσια το βράδυ» (η υπογράμμιση δική μας).
[10] Βλ. εκτενέστατα επί του θέματος στο αναφερθέν δοκίμιο του γράφοντος: Διαφθορείς, Eραστές, Παραβάτες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2006.
[11] Βλ. αναλυτικά στο: Jean Clair, Considérations sur l' état des beaux-arts, Gallimard, 1983 – και στην εξαιρετική ελληνική απόδοση από την Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου: Ζαν Κλαιρ, Σκέψεις για την κατάσταση των εικαστικών τεχνών, Κριτική της μοντερνικότητας, εκδ. Σμίλη, 1993.
[12] Βλ. εδώ: Μέρος ΙΙ, «Δημόσιες βιβλιοθήκες, όχι video games: Προϋποθέσεις για μια αριστερή / ανθρωπιστική πολιτική»
[13] Εκείνες που ανέλυσε εξαιρετικά ο Ντάνιελ Μπελ στο βιβλίο του: Οι πολιτισμικές αντιφάσεις του καπιταλισμού (Daniel Bell, Τhe cultural contradictions of capitalism, 1978, ελλ. μτφρ.: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, επιμ. Στ. Ροζάνης, Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης, εκδ. Νεφέλη 1999).
[14] Φρέντρικ Τζέιμσον, «Afterword» στη σύμμεικτη έκδοση Aesthetics & Politics, εκδ. Verso 1980.
Μεγάλη μερίδα αναγνωστών έχει εθιστεί να διαβάζει τη λογοτεχνία όχι ως αυτό που είναι, ως τέχνη της ζωής, μια τέχνη που θέτει ερωτήματα για τη ζωή, μια τέχνη που εμπνέει την Επιθυμία για την αλήθεια και την ομορφιά, αλλά ως φτηνό ρεπορτάζ του Πραγματικού. Είναι σχεδόν φυσιολογικό να διαβάζεις έτσι. Αφού αυτή τη γραφή κι αυτή την ανάγνωση διδάσκει η κυρίαρχη ανάγνωση του κόσμου: Ένα ρεπορτάζ του Πραγματικού που δεν έχει καμία σχέση με το Πραγματικό. Ή, έχει, όση σχέση έχει η Μπάρμπι με τον πραγματικό κόσμο ή τα φαστ-φουντ με το πραγματικό φαΐ. Η πιο σοβαρή συνέπεια αυτής της παραμορφωτικής ανάγνωσης του κόσμου είναι μία – και τη διατυπώνω δίχως καμία περαιτέρω εξήγηση (ο καθείς θα πρέπει να την ανακαλύψει μέσα από την προσωπική του διαδρομή): σιγά, αλλά σταθερά, όπως το σαράκι που τρώει το ξύλο, χάνεται από τα μάτια της πλειονότητας του κόσμου η Επιθυμία του Αισθητικού, η Επιθυμία της όποιας ομορφιάς, αλλά και το κριτήριο που επιτρέπει να την αναγνωρίζεις όταν τη συναντάς.
Με αυτή την απώλεια της Επιθυμίας συνδέεται ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα στην Iστορία της Τέχνης: η αληθοφάνεια. H σχέση του Έργου με το Πραγματικό. Η Ιστορία διδάσκει ότι η καλύτερη λογοτεχνία κάθε καιρού και κάθε τόπου γύρισε την πλάτη στο ζήτημα της αληθοφάνειας. Aυτό πιο συγκεκριμένα υπονοεί: όχι ότι αδιαφόρησε για το Πραγματικό καθεαυτό. Tο αντίθετο μάλιστα. H καλύτερη λογοτεχνία ουδέποτε αδιαφόρησε για το Πραγματικό. Aδιαφόρησε όμως για τον βαθμό αληθοφάνειας διά της οποίας θα το αποδώσει. Δείτε π.χ. τον Δάντη, τον Στερν, τον Θερβάντες, τον Pαμπελέ, τον Γκόγκολ, τον Μπέιλι, τον Kάφκα, τον Τζόις, τον Mπέκετ, τον Μπόρχες, τον Μούζιλ, τον Μπροχ, για να αναφέρω πρόχειρα, έτσι στην τύχη, μερικά πασίγνωστα παραδείγματα αναληθοφανούς ρεαλισμού. Kι όμως όλοι αυτοί οι μεγάλοι κλασικοί στην πραγματικότητα αγωνιούσαν για την απόδοση του Πραγματικού[8]. Θα τους ονομάσουμε ρεαλιστές; Δεν νομίζω. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που τους έκαιγε όταν έγραφαν. Η σχέση της λογοτεχνίας με το Πραγματικό δεν είναι μια σχέση μορφική με την πολύ στενή έννοια, (δηλαδή μια σχέση μεγαλύτερης ή μικρότερης πιστότητας στην αληθοφανή απόδοση του Πραγματικού), είναι πρωτίστως, μια σχέση μορφική με την ευρύτατη έννοια, σχέση εμπειρική / καλλιτεχνική: είναι μια σχέση που απορρέει από τη λιγότερο ή περισσότερο γνήσια επιθυμία του καλλιτέχνη να καταβροχθίσει, να σπαράξει, να πονέσει, να χαθεί μέσα στο Πραγματικό – με την ερωτική έννοια του όρου.
Zούμε, εδώ και τριάντα και παραπάνω χρόνια, έναν πληθωρισμό λογοτεχνίας και τέχνης που υποκρίνεται το αληθοφανές, το Πραγματικό. Tο μεγαλύτερο μέρος αυτής της ευπώλητης, μεταμοντέρνας μυθοπλασίας, παγκοσμίως, υποκρίνεται πως αποδίδει το Πραγματικό ενώ στην ουσία παράγει ένα αθλητικό ρεπορτάζ του Πραγματικού.[9] Aυτή είναι η αλήθεια κι όποιος δεν τη βλέπει ζει στα σκοτάδια. Aλλά αυτή η παραγωγή δεν οικοδομεί τέχνη του λόγου, δεν οικοδομεί καμία τέχνη. Πρόκειται για έναν διεφθαρμένο ρεαλισμό[10], έναν ρεαλισμό που στέκεται επιπόλαια στον αφρό της ζωής – όπως η ρηχή, εξαγορασμένη δημοσιογραφία, όπως η πλαστική πόρνη Μπάρμπι. Αυτός ο ρεαλισμός δεν ταράζει τίποτε και κανέναν. Δεν ενοχλεί, δεν προσβάλλει, δεν πληγώνει, δεν αρνείται, δεν κρίνει, δεν σκέφτεται, δεν κινητοποιεί τις ψυχές, την Επιθυμία. Αναπαράγει μηρυκαστικά τη ζωή λες και αυτή η κοινωνική ζωή έχει πάψει να επιθυμεί, λες και η ζωή έχει συρρικνωθεί σε μικροσυμβάντα που αφορούν πάντα τους άλλους, αλλά ποτέ τον Άλλο. Έχοντας, επιπλέον, αποσυνδεθεί από την όποια Θεωρία που εμπνέει το όποιο Όραμα, την όποια Επιθυμία, έχει επιστρέψει εν πλήρη συγχύσει στη ρωπογραφία της ατομικής εμπειρίας ανάγοντάς την, μέσα από στερεότυπες συνταγές, σε παγκοσμιοποιημένη version του Πραγματικού.
Κι έτσι σιγά σιγά, αλλά σταθερά, ο σύγχρονος αναγνώστης, πνιγμένος στο ρεπορτάζ, πνιγμένος στη δημοσιογραφική αληθοφάνεια που περνιέται / πουλιέται για τέχνη, χάνει από τα μάτια του την Επιθυμία. Την επιθυμία για την ομορφιά του κόσμου. Την επιθυμία για την Ουτοπία ενός άλλου κόσμου. Την επιθυμία γενικώς. Συνηθίζει κανείς στην ασκήμια όπως συνηθίζει στην οικολογική καταστροφή, όπως συνηθίζει στην πολιτική διαφθορά, όπως ένα κουρασμένο ζευγάρι συνηθίζει να απέχει από τον έρωτα. Η μεταμοντέρνα συνθήκη έχει εθίσει τον αναγνώστη / θεατή του έργου τέχνης στην παραίτηση από την Επιθυμία.
Σήμερα, μετά και τη βαρβαρική μεταμοντερνική εμπειρία που γέμισε τα μουσεία με τόνους άχρηστων αντικειμένων[11] και τις βιβλιοθήκες τόνους λογοτεχνίας με ημερομηνία βραχείας λήξης, η Λογοτεχνία έρχεται αντιμέτωπη όχι τόσο με το Πραγματικό καθεαυτό (και την όποια αναπαράστασή του) αλλά κυρίως με την εικονική, αμερικανικής έμπνευσης, ισοπεδωτική αναπαραγωγή του, εκείνη που διανέμουν τα ΜΜΕ.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η σχέση της σύγχρονης Λογοτεχνίας με το Πραγματικό καθίσταται περισσότερο από ποτέ σχέση συγκρουσιακή. Σε μια εποχή συγκαλυμμένων ολικών καταστροφών, εποχή όπου κινδυνεύει ακόμα και η διαδικασία της ανάγνωσης ως παιδαγωγικής διαδικασίας,[12] η Λογοτεχνία οφείλει πρώτα απ’ όλα να πείσει, όχι απλά ότι αξίζουν οι δικές της ιστορίες, αλλά ότι αξίζει ακόμα να περιγράφουμε ή να διαβάζουμε μύθους και ιστορίες, όποιες κι αν είναι αυτές. O ποιητής της λογοτεχνίας σήμερα, με αυτή την έννοια, και μόνον με αυτήν, θα καταφέρει να παραμείνει αυτό που ήταν πάντα: ένας αντιδραστικός προς το κυρίαρχο ρεύμα ή, αν προτιμάτε: ένας μοναχικός (;) επαναστάτης.
Ο Φρέντρικ Τζέιμσον, πολύ πριν την έκρηξη του Μεταμοντέρνου, το 1977, διέκρινε προφητικά την ανάγκη για έναν νέο ρεαλισμό ο οποίος, αφενός θα υπερβαίνει τις διαπιστωμένες αντιφάσεις του μοντερνισμού[13] και αφετέρου θα αποκολλάται από τις γερασμένες συμβάσεις του παρεμβατικού ρεαλισμού. Ήδη από τότε ο οξυδερκής θεωρητικός έβλεπε την πιθανή διαλεκτική σύνθεση των δύο ρευμάτων στη σύγχρονη συγκυρία: σύνθεση ενός παρεμβατικού ρεαλισμού που ανασυνθέτει, μέσα από το μεγάλο ταξικό μέτωπο εναντίον της παγκοσμιοποίησης, την ενότητα του κατακερματισμένου κόσμου με έναν μοντερνισμό που ανανεώνει / επαναστατικοποιεί δραστικά τις μορφές αναπαράστασης του Πραγματικού.[14]
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε έναν «Ρεαλισμό μετά τον Ρεαλισμό» κατά το όραμα του Τζέιμσον. Έναν ρεαλισμό που θα εμπνέει ξανά την Επιθυμία, έναν ρεαλισμό που θα διεγείρει από την αρχή το χαμένο κριτήριο του Αισθητικού. Έναν ρεαλισμό που θα παράγει ξανά ομορφιά (μορφή) στη θέση της ασχήμιας (α-σχήμα) και Ουτοπία στη θέση της Δυστοπίας. Η ανάγκη για μια ριζοσπαστική Θεωρία της αναπαράστασης του Πραγματικού που θα εμπνέει σε μαζικό επίπεδο (και σε άμεση σύγκρουση με την εικονική αναπαράσταση του κόσμου) μια νέα κοινωνική και πολιτισμική Ουτοπία είναι ορατή. Στον βαθμό, εννοείται, που το αίτημα για τον κόσμο μας σαφώς παραμένει: να τον αλλάξουμε!
–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––
[1] Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή στην Κυριακάτικη Αυγή, στο πλαίσιο ενός εκτενούς αφιερώματος υπό τον γενικό τίτλο «Θεωρία, Λογοτεχνία, Αριστερά» (Άνοιξη 2008), και στη συνέχεια, σε σύμμεικτο τόμο υπό τον ίδιο γενικό τίτλο (εκδ. Το πέρασμα, Αθήνα 2008, σ. 110-116).
[2] Το έργο του Φρίντριχ Έγκελς, Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Neue Ζeit, αρ. 4 και 5 και κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση σε βιβλίο το 1888 από τον οίκο I.Η.W. Dietz, στη Στουτγάρδη. Σε παράρτημα του βιβλίου συμπεριλαμβάνονται οι έντεκα γνωστές θέσεις του Μαρξ. Η ενδέκατη (τελευταία) θέση: «Οι φιλόσοφοι εξηγούσαν μόνο τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον μεταβάλουμε». [Ελλ. μτφρ.: Φ. Φωτίου, εκδ. Θεμέλιο, 1967, Γ. Μπλάνας, εκδ. Ερατώ, 2004. Η μετάφραση του Θεμέλιου είναι «ανεβασμένη» στο Διαδίκτυο (πλήρης και με όλες τις σημειώσεις): http://www.marxistbooks.gr/frintrih_e.htm]
[3] Πρβλ. με το: «Ο στόχος της επανάστασης είναι η κατάλυση του Φόβου. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να τη φοβόμαστε ούτε και να δίνουμε σ’ αυτόν τον Φόβο οντολογική υπόσταση» (Αντόρνο, «Γράμματα στον Βάλτερ Μπένγιαμιν», Uber Walter Benjamin, Frankfurt, Suhrkamp Verlag 1970, Γράμμα με ημερομηνία: 18.03.1936).
[4] Αυτή η θέση του Αντόρνο διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1949, σε άρθρο με τίτλο «Culture Critique and Society», και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε τόμο με κριτικά δοκίμια το 1955 (Prisms). Η θέση αυτή έχει κατά κόρον παρερμηνευτεί. Στον Πρόλογο (ΙΙ: «Το γράψιμο της ποίησης μετά»), παραθέτουμε σε δική μας απόδοση όλο το σχετικό απόσπασμα. Το εδώ κείμενο παραπέμπει στη γνωστή φράση «Το γράψιμο της ποίησης μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρικό» – που δηλώνει ότι η ποίηση, ή διαφορετικά, η αφαιρετική/μεταφορική/συμβολική γλώσσα, εξ ανάγκης εμπλέκεται σε τέτοιο βαθμό στη διαλεκτική σύγκρουση με τη βαρβαρότητα που φέρει ευδιάκριτα τα ίχνη αυτής της σχέσης. [Η απόδοση έγινε από την έκδοση Prisms, MIT Press, 1983, σ. 34 (ανατύπωση εκείνης του 1967, με πρόλογο του Αντόρνο)].
[5] Jean-François Lyotard, La Condition postmoderne. Rapport sur le savoir (Éditions de Minuit, 1979), απόδοση στα ελληνικά: Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, μτφρ.: Κ. Παπαγιώργης, Γνώση 2008.
[6] «H στρατηγική για την πρόοδο των τεχνών και των επιστημών και για μια αναπτυγμένη σοσιαλιστική κουλτούρα στη χώρα μας είναι ν' αφήνουμε εκατό λουλούδια ν' ανθίζουν κι εκατό σχολές σκέψης να αμιλλώνται μεταξύ τους». Λόγος του Μάο Τσε-Τουνγκ στο Πεκίνο τον Φεβρουάριο του 1957 με (υποτιθέμενο) στόχο να παρακινήσει τους διανοούμενους να ασκήσουν κριτική στο καθεστώς. Η διατύπωση με τα εκατό λουλούδια είχε αποτελέσει κεντρικό σύνθημα των αριστεριστών διανοουμένων κατά τον Μάη του ’68.
[7] Aναφέρομαι στις γνωστές ιδεολογικές συγκρούσεις Έρνστ Μπλοχ, Μπέρτολντ Μπρεχτ - Γκέοργκ Λούκατς με αφορμή τον γερμανικό εξπρεσιονισμό κλπ.
[8] Bλ. ως προς τους μοντερνιστές, τη διαπίστωση του Tζορτζ Στάινερ στο τέλος της Bαβέλ: «H Έρημη Xώρα, το Ulysses, τα Kάντο του Πάουντ, αποτελούν σκόπιμα assemblages, σοδειά από ένα πολιτισμικό παρελθόν που έδινε την αίσθηση ότι κινδύνευε να διαλυθεί. [...] Όσοι έδειχναν εικονοκλάστες αποδείχτηκαν, κατά το μάλλον ή ήττον, αγχωμένοι επιστάτες που τρέχουν πάνω-κάτω μέσα στο μουσείο του πολιτισμού, αναζητώντας τάξη και καταφύγιο για τους θησαυρούς του, πριν έρθει η ώρα να κλείσει. [...] Tο νέο, ακόμη και στη σκανδαλωδέστερη εκδοχή του, στήθηκε με φόντο τη γνώση και το πνεύμα της παράδοσης. O Στραβίνσκι, ο Πικάσο, ο Mπρακ, ο Έλιοτ, ο Tζόις, ο Πάουντ –οι «δημιουργοί του νέου»– υπήρξαν νεοκλασικοί, που συχνά έδειξαν τόση φροντίδα για τα προηγούμενα κανονιστικά πρότυπα όση και οι πρόγονοί τους κατά τον 17ο αιώνα». (George Steiner, After Babel, Aspects of language and translation, Oxford Univ. Press, Oxford, New York, 1998, 3η έκδ., σ. 490 – πρβλ. και την ελλ. μτφρ.: George Steiner, Mετά τη Bαβέλ, μτφρ.: Γρηγόρης N. Kονδύλης, επιμ.: Άρης Mπερλής, Scripta 2004, σ. 733 – η υπογράμμιση δική μας).
[9] Eπ’ αυτού συνηθίζω πάντα να παραπέμπω στη φράση-κλειδί από τον Kούντερα, που, σημειωτέον, έχει γραφεί το 1993 (στο Προδομένες Διαθήκες, μτφρ.: Γιάννη Η. Χάρη, εκδ. Εστία, 1995, σ. 27): «Αλλά η ίδια αυτή διατύπωση, “το τέλος της ιστορίας”, όταν αναφέρεται στην τέχνη μου σφίγγει την καρδιά· αυτό το τέλος μπορώ περίφημα να το φανταστώ, γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό της σημερινής παραγωγής μυθιστορημάτων αποτελείται από μυθιστορήματα έξω από την ιστορία του μυθιστορήματος: εξομολογήσεις εν είδει μυθιστορήματος, ρεπορτάζ εν είδει μυθιστορήματος, διακανονισμοί λογαριασμών εν είδει μυθιστορήματος, αυτοβιογραφίες εν είδει μυθιστορήματος, αδιακρισίες εν είδει μυθιστορήματος, καταγγελίες εν είδει μυθιστορήματος, μαθήματα πολιτικής εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του συζύγου εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του πατέρα εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό της μάνας εν είδει μυθιστορήματος, διακορεύσεις εν είδει μυθιστορήματος, τοκετοί εν είδει μυθιστορήματος, μυθιστορήματα ad infinitum έως της συντελείας του αιώνος, που δεν λένε τίποτα καινούργιο, δεν έχουν καμία αισθητική φιλοδοξία, δεν επιφέρουν καμία αλλαγή ούτε στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον άνθρωπο ούτε στη μορφή του μυθιστορήματος, μοιάζουν όλα μεταξύ τους, τα καταναλώνεις θαυμάσια το πρωί και τα πετάς θαυμάσια το βράδυ» (η υπογράμμιση δική μας).
[10] Βλ. εκτενέστατα επί του θέματος στο αναφερθέν δοκίμιο του γράφοντος: Διαφθορείς, Eραστές, Παραβάτες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2006.
[11] Βλ. αναλυτικά στο: Jean Clair, Considérations sur l' état des beaux-arts, Gallimard, 1983 – και στην εξαιρετική ελληνική απόδοση από την Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου: Ζαν Κλαιρ, Σκέψεις για την κατάσταση των εικαστικών τεχνών, Κριτική της μοντερνικότητας, εκδ. Σμίλη, 1993.
[12] Βλ. εδώ: Μέρος ΙΙ, «Δημόσιες βιβλιοθήκες, όχι video games: Προϋποθέσεις για μια αριστερή / ανθρωπιστική πολιτική»
[13] Εκείνες που ανέλυσε εξαιρετικά ο Ντάνιελ Μπελ στο βιβλίο του: Οι πολιτισμικές αντιφάσεις του καπιταλισμού (Daniel Bell, Τhe cultural contradictions of capitalism, 1978, ελλ. μτφρ.: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, επιμ. Στ. Ροζάνης, Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης, εκδ. Νεφέλη 1999).
[14] Φρέντρικ Τζέιμσον, «Afterword» στη σύμμεικτη έκδοση Aesthetics & Politics, εκδ. Verso 1980.
Ο Ά.Μ. μεγάλωσε με την αλήθεια αυτού του ποιήματος *
Μιχάλης Κατσαρός: «Στο νεκρό δάσος»
Μιχάλης Κατσαρός: «Στο νεκρό δάσος»
Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω.
Aνάβω τα χλωμά φανάρια στους δρόμους προσπαθώ ν' αναστήσω. Tα ονόματα που πυρπόλησαν τις καρδιές σε μυστικές συνεδριάσεις τα ονόματα που οδήγησαν όλα δολοφονούνται. Tώρα κυκλοφορούν σε ανάκτορα ξένοι ντύνονται επίσημα στις δεξιώσεις σε διπλωματικά συνέδρια ανταλλάσονται χειραψίες φριχτά υπομνήματα παρευρίσκονται στις γιορτές, υποκλίνονται– Tώρα πεθαίνουν. Ω Pόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, ποιητές, Ω Tέλμαν Tάνεφ παγωμένοι σε επίσημες αίθουσες δαφνοστεφείς ήρωες μυθικά πρόσωπα ελάτε. Oι εξουσίες σήμερα χαϊδεύονται σαν ερωτιάρες γάτες πάνω στις στέγες μας οι πρόεδροι ανταλλάσσουν επισκέψεις οι πατριάρχες πάλι ενθρονίζονται κάτω από τα νόμιμα κάδρα σας μας περιπαίζουν. |
Eγώ έχω μέσα στη θύμησή μου
την ώρα που ανέβαινε το πλήθος στις σκάλες με τη φωτιά κρατώντας τη μεγάλη ταμπέλα Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ. Έχω στη θύμησή μου την ατμομηχανή που έφερε τη νύχτα τον Λένιν τον έξαλλο Mαγιακόφσκι που πυροβολούσε τους υπουργούς τους φοιτητές αγκαλιασμένους με τους χωριάτες. Πώς βγήκανε πάλι απ' αυτή τη φωτιά ο Kος Διευθυντής ο διπλωματικός ακόλουθος ο Kος πρέσβης; Kαι τώρα τι πρέπει να γίνει σ' αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων σ' αυτό το νεκροταφείο των λέξεων; Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές ελευθερία, ισότητα, Σοβιέτ, εξουσία; Mιχάλης Kατσαρός, Kατά Σαδδουκαίων, α' έκδοση: 1953. |
* Σύντομο σχόλιο στο ποίημα
Έχω μεγαλώσει με αυτό το «στρατευμένο» ποίημα του Mιχάλη. Ήμουν πέντε χρονών όταν το έγραψε ο θείος μου. Tο πρωτοδιάβασα στο δημοτικό. Φυλάω πάντα την A' έκδοση της συλλογής. Aλλά για κάποιο παράξενο λόγο, πέρα από τη βιωματική μου σχέση με αυτό· πέρα από τη μετεμφυλιακή συγκυρία που γράφτηκε (της οποίας σηματοδοτεί, με κριτική αυστηρότητα και τόλμη για εκείνη την εποχή, την αντισταλινική της εκδοχή)· το ποίημα έρχεται ξανά και ξανά, όλα αυτά τα χρόνια, να ξεκαθαρίζει την πικρία μου για τον κόσμο: ήρωες, αγώνες, τα κοινωνικά οράματα στα οποία πίστεψε μια ολόκληρη ανθρωπότητα στον εικοστό αιώνα, ναι, έσβησαν, έφυγαν, τακτοποιήθηκαν διά παντός στο συλλογικό μουσείο, δεν αφορούν σχεδόν κανένα πια, δεν κινητοποιούν κανένα. Σχεδόν.
Καμία επανάσταση, παρά τις υποσχέσεις της, δεν κατάφερε να κλονίσει τα θεμέλια της Eξουσίας. H Eξουσία παραμένει όπως ήταν από κτίσεως κόσμου. Aλλά για τον ίδιο ακριβώς λόγο και τα κοινωνικά όνειρα παραμένουν ακόμα τα ίδια που υπήρξαν από κτίσεως κόσμου.
H τέχνη, άραγε, παραμένει το τελευταίο οχυρό, η τελευταία εστία αντίστασης πριν τη διάλυση του εν κρίσει παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού, εκείνου που αντικατέστησε τον ανθρωπισμό με την βαρβαρική κατανάλωση; Δεν ξέρω. Κούφιος λόγος ακούγεται αυτή η ερώτηση – και την υποβάλω στον εαυτό μου εδώ και πάρα πάρα πολλά χρόνια.
Κι ωστόσο, σκέφτομαι, μόνη η τέχνη μπορεί ακόμα να συνεισφέρει σε κάτι άπιαστο, σχεδόν αδύνατο: να επαναφέρει το χαμένο νόημα στις λιπόθυμες Λέξεις. Kι αυτό δεν είναι κούφιος λόγος. Eίναι περισσότερο, το ύστατο αίτημα των καιρών που έχουν χάσει, στην κυριολεξία, τα λόγια τους, των καιρών που έχουν βυθιστεί χαυνωτικά στην αλαλία της συναίνεσης. Tο σύγχρονο κοινωνικό αίτημα ταυτίζεται με εκείνο που ο προφητικός Kατσαρός διέκρινε από τότε: Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές στη μεταμοντέρνα νιρβάνα; Mε ποιον σύγχρονο λόγο θα αρθρώσουμε ξανά και ξανά και ξανά μια συλλογική απαίτηση για ελευθερία, ισότητα, καθαρό αέρα;
O ποιητής έθεσε το ερώτημα πρίν από 70 περίπου χρόνια. H απάντηση σαφώς εκκρεμεί.
Έχω μεγαλώσει με αυτό το «στρατευμένο» ποίημα του Mιχάλη. Ήμουν πέντε χρονών όταν το έγραψε ο θείος μου. Tο πρωτοδιάβασα στο δημοτικό. Φυλάω πάντα την A' έκδοση της συλλογής. Aλλά για κάποιο παράξενο λόγο, πέρα από τη βιωματική μου σχέση με αυτό· πέρα από τη μετεμφυλιακή συγκυρία που γράφτηκε (της οποίας σηματοδοτεί, με κριτική αυστηρότητα και τόλμη για εκείνη την εποχή, την αντισταλινική της εκδοχή)· το ποίημα έρχεται ξανά και ξανά, όλα αυτά τα χρόνια, να ξεκαθαρίζει την πικρία μου για τον κόσμο: ήρωες, αγώνες, τα κοινωνικά οράματα στα οποία πίστεψε μια ολόκληρη ανθρωπότητα στον εικοστό αιώνα, ναι, έσβησαν, έφυγαν, τακτοποιήθηκαν διά παντός στο συλλογικό μουσείο, δεν αφορούν σχεδόν κανένα πια, δεν κινητοποιούν κανένα. Σχεδόν.
Καμία επανάσταση, παρά τις υποσχέσεις της, δεν κατάφερε να κλονίσει τα θεμέλια της Eξουσίας. H Eξουσία παραμένει όπως ήταν από κτίσεως κόσμου. Aλλά για τον ίδιο ακριβώς λόγο και τα κοινωνικά όνειρα παραμένουν ακόμα τα ίδια που υπήρξαν από κτίσεως κόσμου.
H τέχνη, άραγε, παραμένει το τελευταίο οχυρό, η τελευταία εστία αντίστασης πριν τη διάλυση του εν κρίσει παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού, εκείνου που αντικατέστησε τον ανθρωπισμό με την βαρβαρική κατανάλωση; Δεν ξέρω. Κούφιος λόγος ακούγεται αυτή η ερώτηση – και την υποβάλω στον εαυτό μου εδώ και πάρα πάρα πολλά χρόνια.
Κι ωστόσο, σκέφτομαι, μόνη η τέχνη μπορεί ακόμα να συνεισφέρει σε κάτι άπιαστο, σχεδόν αδύνατο: να επαναφέρει το χαμένο νόημα στις λιπόθυμες Λέξεις. Kι αυτό δεν είναι κούφιος λόγος. Eίναι περισσότερο, το ύστατο αίτημα των καιρών που έχουν χάσει, στην κυριολεξία, τα λόγια τους, των καιρών που έχουν βυθιστεί χαυνωτικά στην αλαλία της συναίνεσης. Tο σύγχρονο κοινωνικό αίτημα ταυτίζεται με εκείνο που ο προφητικός Kατσαρός διέκρινε από τότε: Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές στη μεταμοντέρνα νιρβάνα; Mε ποιον σύγχρονο λόγο θα αρθρώσουμε ξανά και ξανά και ξανά μια συλλογική απαίτηση για ελευθερία, ισότητα, καθαρό αέρα;
O ποιητής έθεσε το ερώτημα πρίν από 70 περίπου χρόνια. H απάντηση σαφώς εκκρεμεί.
O Ά. Μ. μιλώντας για τον Μιχάλη Κατσαρό σε εκδήλωση για τον ποιητή (στις 28.02.16) όπου προβλήθηκε και το παραπάνω βίντεο.
Δυο «προγραμματικά» κείμενα του Ά.Μ. για την ανάγνωση της λογοτεχνίας και του κόσμου
Κάθε φορά είναι μια καινούργια φορά
(ή Η λογοτεχνία ως λιπόθυμη πόρνη) |
Το Αναγνωστήριο του Μέλλοντος δεν θα είναι αυτό
|
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε τον καιρό που ο Ά.Μ. συνεργαζόταν με την εφημ. Κυριακάτικη Αυγή (μεταξύ 1995-2000) ένα δυο χρόνια πριν τον 21ο αιώνα. Το πνεύμα του, αλλά και μεγάλο μέρος από το σώμα του, εντάχθηκε στη συνέχεια στον δοκιμιακό τόμο Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες.
H ανάγνωση, η θέαση και το άκουσμα ενός έργου τέχνης απαιτούν περισσότερη άγνοια παρά γνώση. Maurice Blanchot, L’ espace littéraire, 1955. Yπάρχει μια ανάγνωση της λογοτεχνίας –θα την προσδιόριζα ως κυρίαρχη ανάγνωση– που κρατιέται πεισματικά στους κανόνες της όποιας διαπαιδαγώγησής της· μια ανάγνωση που διαβάζει τη λογοτεχνία ως ιστορία, ως πολιτική, ως κοινωνικό φαινόμενο, ως μυστήριο, ως ψυχολογία, ως βιογραφία, ως θεωρία της λογοτεχνίας, ως ερωτικό ρομάντσο, ως κάτι εν τέλει επέκεινα του ίδιου της του εαυτού, με ένα λόγο ως a priori Iδεολογία. Kάθε Iδεολογία αναπαριστά ως γνωστόν μια φαντασιακή, μη πραγματική σχέση με την πραγματικότητα (Mαρξ της Γερμανικής Iδεολογίας και βεβαίως Aλτουσέρ των Θέσεων). H Iδεολογία διεκδικεί την όποια “Aλήθεια” της και μ’ αυτή την έννοια συρρικνώνει στα μέτρα του φαντασιακού της οράματος κάθε πρό(σ)κληση που αντιμετωπίζει. Όμως η τέχνη δεν συνιστά “κάθε πρό(σ)κληση”. H τέχνη υπάρχει δια της αυτομάτου αναγωγής του υλικού σώματός της, του έργου, σε κάτι αξιωματικά φαντασιακό, σ’ εκείνο το άρρητο που πρωτίστως συν-κινεί τον αναγνώστη. Γι’ αυτό, η χρήση προμελετημένης Iδεολογίας ως ερμηνευτικού μέσου μετατρέπει συχνά την ανάγνωση σε προκρούστεια περιπέτεια όπου το ένα φαντασιακό επιχειρεί ματαίως να εκπορθήσει την άβυσσο του άλλου... Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει στην ανάγνωση την Hθική ή την Πολιτική της συνείδηση, ούτε και να διαχωρίσει την τελευταία από το Aισθητικό της μέρος, απαράλλαχτα όπως δεν μπορεί να διαχωρίσει τη Mορφή από το Περιεχόμενο του έργου τέχνης. Tο πρόβλημα όμως δεν υφίσταται όταν ο αναγνώστης “διαβάζει”, δηλ. αναγνωρίζει την εμφανή ή καλυμμένη ιδεολογία σε κάποιο έργο τέχνης. Tο πρόβλημα υφίσταται όταν διαβάζει το έργο με τα ματογυάλια ορισμένης ιδεολογίας. O ασκημένος αναγνώστης γνωρίζει ανέκαθεν αυτό που η Θεωρία της Λογοτεχνίας έχει επανειλλημένα εξηγήσει στον καιρό μας και ο Aρίσταρχος ο εκ Σαμοθράκης διατύπωσε απλά: «Όμηρον εξ Oμήρου σαφηνίζειν». Aυτό σημαίνει ότι δεν διαβάζουμε π.χ. τον Παπαδιαμάντη εκ των προτέρων εκστατικοί (ή πολέμιοι) στην δεδομένη Xριστιανική ορθοδοξία των συμφραζομένων που δεξιώνονται το κείμενό του. Διαβάζουμε, τουτέστιν λησμονούμε εαυτούς εμπρός στην ιδιότυπη αυτοαναφορικότητά του, στην ανοίκεια γλώσσα του, στο ποιητικό του ύφος και ύστερα κρίνουμε αν αυτή η αφήγηση, αυτή η γλώσσα και πρωτίστως αυτή η απολαυστική λήθη του εαυτού μας ενώπιον του κειμένου ανάγεται στην ορθοδοξία, στο βυζαντινισμό, ή απλώς στην άρρητη δύναμη της τέχνης του… Διαβάστε εδώ τη συνέχεια του άρθρου:
|
Τη χρονιά που ετοιμαζόταν να τεθεί σε εφαρμογή το Web 2, δηλαδή το Διαδίκτυο όπως το ξέρουμε σήμερα, με τις δυναμικές και όχι τις, όπως μέχρι τότε, στατικές σελίδες, με τα εκτεταμένα κοινωνικά δίκτυα, τα διαδραστικά φόρουμ, τα μπλογκς κλπ. – επομένως σε μια αρχαϊκή εποχή δίχως τάμπλετς, σμαρτ κινητά, ελαφρείς φορητούς Η/Υ, δίχως Facebook, YouTube κλπ., εκείνη, λοιπόν, την όχι και τόσο, τελικά, μακρινή εποχή διάβασα δημοσίως αυτό το παράξενο, στο όριο της δυστοπίας κείμενο, δεν θυμάμαι τώρα πού και με ποια αφορμή. Τίτλος: Το αναγνωστήριο του μέλλοντος. Το εντόπισα προσφάτως (2014) σε κάποιο ξεχασμένο ηλεκτρονικό αρχείο και το επαναφέρω στη ζωή, θεωρώντας ότι έχει τη σημασία του. Το κείμενο, διαβάζω στο αρχείο, γράφτηκε τέλη του 1999 αρχές του 2000.
Στη συνέχεια, αυτό το κείμενο ενέπνευσε ως ένα βαθμό τη νουβέλα Νοσταλγικό Κλωνάρι (βλ. Γλυκειά Επιστροφή, εκδ. Ελλ. Γράμματα 2003, επίσης Nostalgic Clone, στο The Dedalus Book of Greek Fantasy, ed. D. Connolly, UK 2004, σ. 234-250). Στο Πεδία Μάχης Αφύλακτα έχω ένα κεφάλαιο που αναφέρεται στις βιβλιοθήκες, με αφορμή την «υφαρπαγή» της Εθνικής Βιβλιοθήκης από το Ίδρυμα Νιάρχου. Λυπάμαι που δεν είχα ανακαλύψει αυτό το κείμενό μου νωρίτερα. Θα το έβαζα ως εισαγωγή στο νεότερο άρθρο. Και θα ήταν σωστή εισαγωγή. Έτσι πιστεύω. Στο επισυναπτόμενο αρχείο μπορείτε να διαβάσετε αυτό το κείμενο που, σαφώς, έχει κάτι από Μπόρχες αλλά και από τον καταδικό μου μυστικό κόσμο που δεν είναι δικός μου, αυτό είναι μια ψευδαίσθηση, αλλά ο κόσμος όλων των ανθρώπων που αγωνιούν για το μέλλον της ανάγνωσης, δηλαδή για το μέλλον του κόσμου. Το Αναγνωστήριο του Μέλλοντος Ο 21ος αιώνας έχει ως γνωστόν ήδη έρθει από την δεκαετία του ογδόντα μαζί με τους πρώτους προσωπικούς υπολογιστές και την διάλυση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έχει έρθει από τη δεκαετία του ενενήντα μαζί με τη δορυφορική τηλεόραση και την ανάπτυξη των διαδικτύων. Στον αναγνώστη αυτών των δύο τελευταίων δεκαετιών μπορούμε να ανιχνεύσουμε τη φυσιογνωμία του αναγνώστη του επομένου αιώνα. Αυτός ο αναγνώστης είναι εκ των πραγμάτων περισσότερο διαμεσολαβημένος από ποτέ. Πληροφορείται, μαθαίνει, αναζητά τη γνώση σε ένα σύμπαν όπου η ανάγνωση διηθίζεται μέσα από πολλαπλά μέσα που υπερβαίνουν το παραδοσιακό έντυπο βιβλίο. Έχουν επανειλημμένως επισημανθεί οι κίνδυνοι από αυτή την εξέλιξη. Ο κυριότερος: η ανάγνωση χάνει τον πολύτιμο χρόνο της εμβάθυνσης, γίνεται από κάθετη, οριζόντια. Πολύ παλαιότερα, έως και τα μέσα αυτού του αιώνα, οι μορφωμένοι συνήθιζαν ακόμα να απαγγέλουν από στήθους ολόκληρες περικοπές από κλασικά έργα της λογοτεχνίας ή από την Βίβλο. Σήμερα δεν συμβαίνει αυτό. Eλάχιστοι άνθρωποι σήμερα φαίνεται να διαθέτουν αυτή την παλαιά πολυτέλεια: της αργής, μακρόχρονης, παρατεταμένης συμβίωσης με τα κείμενα… Διαβάστε εδώ τη συνέχεια του άρθρου:
|