Το Χαστουκόδεντρο
Ιστορία / Πολιτική / Αγάπη σε δύστηνους καιρούς
Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες
Ιστορία / Πολιτική / Αγάπη σε δύστηνους καιρούς
Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες
|
…το Χαστουκόδεντρο είναι ακριβώς ο συμβολικός τόπος επεξεργασίας του εθνικού μας τραύματος. Και ο Άρης Μαραγκόπουλος είναι, ταυτόχρονα, ο «προδιαγεγραμμένος ασθενής», αλλά και ο εξεγερμένος άγγελος, ο φορέας της κάθαρσης και της συλλογικής αυτογνωσίας.
Γιώργος Κόκκινος καθηγητής Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας, Παν/μιο Αιγαίου Η λογοτεχνία γράφει πάντα ψέματα για να διατυπώσει πειστικά την αλήθεια.
Ά.Μ. (στην προμετωπίδα του βιβλίου) |
…το Χαστουκόδεντρο είναι πανοραμικό, πολυφωνικό βιβλίο. Όταν λέω πολυφωνικό εννοώ γνήσια πολυφωνικό, με την μπαχτινική έννοια: οι πολλές φωνές που αρθρώνονται δεν συγκλίνουν προς μία και δεσπόζουσα ερμηνεία είτε της βασικής πλοκής είτε του ελληνικού πανοράματος που πλαισιώνει την πλοκή. Ίσα-ίσα, οι φωνές εξακτινώνονται τελικά, αφού συνδιαλεχθούνε μεταξύ τους, λοξά συνήθως, αφού η μία -- μερικώς και ημιτελώς πολλές φορές -- απαντήσει στην άλλη. Αποτελεί κείμενο γεμάτο τάσεις και εντάσεις μεταξύ όχι αντιθέτων αλλά ανάμεσα σε διακριτές αποχρώσεις, διαθέσεις και (σίγουρα) αρχές: έρωτας και πολιτική, Ελλάδα και αλλού, Ωνάσης και Πάππας, Μπελογιάννης και Λαμπράκης, ελευθεριακότητα και κομματικός αυταρχισμός, αίμα και γέλιο, επαρχία και Αθήνα, εστεμμένοι και σελέμπριτυ, Σπυριδούλα και... -- και πάει λέγοντας. Μέσα από αυτό το πολυφωνικό και πολυπρισματικό έργο (ασυνήθιστα τεκμηριωμένο σε κάποια σημεία, ανέμελο μυθοπλαστικά σε άλλα) συντίθεται μια εικόνα πολύ ενδιαφέρουσα, όσο και ανησυχητική: αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα μετά το 2008, αυτό που ο Rakasha συζήτησε με όρους της 'κατάστασης εξαίρεσης' του Agamben, δεν είναι καθόλου μα καθόλου κατάσταση εξαίρεσης, παρά το business as usual της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Της εκάστοτε άρχουσας τάξης (πείτε τους 'διαπλεκόμενους' ή ό,τι άλλο) που μόνον προσχηματικά ενδιαφέρεται για εργασιακά, πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα, η οποία τιμά τους δημοκρατικούς θεσμούς με τον τρόπο που χειρίζονταν οι παλιοί αγρότες την κρεωφαγία: ως δαπανηρή και ίσως περιττή πολυτέλεια.
Sraosha, 24.11.2015, στο διαδικτυακό περ. Cloud.
Sraosha, 24.11.2015, στο διαδικτυακό περ. Cloud.
Το Χαστουκόδεντρο διαβάζει την Ιστορία, την Πολιτική και την Αγάπη στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι και τη μεταπολίτευση. Το περίφημο “χαστούκι” της Μπέτι Αμπατιέλου στη Βασίλισσα Φρειδερίκη τον Απρίλιο του 1963, έξω από το ξενοδοχείο «Κλάριτζες», στο Λονδίνο, βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας του, υπήρξε η αφορμή για τη συγγραφή του. Ουσιαστικά όμως το θέμα του είναι η απεγνωσμένη Οδύσσεια δύο ανθρώπων, της Μπέτι και του Τόνι, να σταθούν όρθιοι μες στην εμφύλια βαρβαρότητα της μεταπολεμικής εποχής τους. Σε αυτό το πλαίσιο το μυθιστόρημα προσπαθεί να απαντήσει σε πολύ συγκεκριμένα ερωτήματα που αφορούν την Ιστορία, την Πολιτική και τη συντροφική Αγάπη:
Το Χαστουκόδεντρο αποτελεί εντέλει (και με αυτή την πρόθεση γράφτηκε) ένα μυθιστόρημα-ντοκιμαντέρ για την αγωνία της μεταπολεμικής Ελλάδας να σταθεί με αξιοπρέπεια στα πόδια της στους πιο αναξιοπρεπείς καιρούς.
Το Χαστουκόδεντρο είναι ένα μυθιστόρημα που έχει γραφεί με ακατέργαστα υλικά της Ιστορίας – όπου αναπόφευκτα πρωταγωνιστούν γνωστά ιστορικά πρόσωπα. Πρόσωπα γνωστά κι ωστόσο απογυμνωμένα από τον γνωστό μύθο που τα συνοδεύει (από τον Ρούζβελτ και τον Τσόρτσιλ έως τον Πιουριφόι και τον Κένεντι, από τον Γ. Παπανδρέου και τον Κ. Καραμανλή έως τον Πάπας και τον Ωνάση, από τους βασιλείς της Ελλάδας έως τον Άρη, τον Σαράφη κλπ.).
Το Χαστουκόδεντρο είναι, ταυτόχρονα, ένα ντοκιμαντέρ* για τη συλλογική πολιτική απείθεια – σε μια χώρα που ο λαός της ανέκαθεν αντιμετωπίστηκε ως πειραματόζωο από τους κυρίαρχους πολιτικούς συσχετισμούς. [Το θέμα της πολιτικής απείθειας έχει απασχολήσει τον Ά.Μ. και σε άλλα δύο βιβλία του: την επιστολική νουβέλα Τα Δεδομένα της Ζωής μας (Α' εκδ. Ελλ. Γράμματα 2002, Β' Τόπος 2015) και το μυθιστόρημα Η μανία με την Άνοιξη (Ελλ. Γράμματα 2006, Τόπος 2009)].
* Διόλου τυχαία στο μυθιστόρημα παρατίθεται εκτενές Επίμετρο [υπό τον τίτλο «(Μυθ)ιστορίας τεκμήρια»] με αναφορές σε γεγονότα, πρόσωπα και πράγματα, ώστε οι νεότεροι αναγνώστες ή όσοι δεν κατέχουν τις συγκεκριμένες ιστορικές πληροφορίες που διατρέχουν ως κορμός την πλοκή του, να διευκολύνονται στην ανάγνωση αυτής της πυκνής, όσο και συγκεχυμένης, ιστορικής περιόδου.
- Πώς ζει ο «μέσος άνθρωπος» σε μια χώρα που η Ιστορία τον “χαστουκίζει” στην καθημερινότητά του με ενοχές, θλίψη, οργή, εμφύλιο μίσος, όπως συμβαίνει περίπου και σήμερα;
- Πώς, αλήθεια ζει, όταν η εκάστοτε Εξουσία επιμένει ότι αυτός «χρωστάει», ότι αυτός πρέπει να πληρώσει, σε αίμα, σε ψυχή, σε οδύνη σε δυστυχία; Και που, επομένως, το πιο πολύτιμο πράγμα γι’ αυτόν καταλήγει να είναι τα λεφτά και μόνο τα λεφτά;
- Πώς ερωτεύεται και πώς αγαπάει κάποιος που έχει μάθει να βάζει πάνω απ’ όλα το Κόμμα;
- Πώς ζει κάποιος που «σκοτώνεται» για τις ιδέες του, «σκοτώνοντας» τις πραγματικές του ανάγκες μέσα στη φυλακή για δέκα, δεκαπέντε και παραπάνω χρόνια;
- Τι είδους αγώνας, τι είδους ζωή είναι αυτή;
Το Χαστουκόδεντρο αποτελεί εντέλει (και με αυτή την πρόθεση γράφτηκε) ένα μυθιστόρημα-ντοκιμαντέρ για την αγωνία της μεταπολεμικής Ελλάδας να σταθεί με αξιοπρέπεια στα πόδια της στους πιο αναξιοπρεπείς καιρούς.
Το Χαστουκόδεντρο είναι ένα μυθιστόρημα που έχει γραφεί με ακατέργαστα υλικά της Ιστορίας – όπου αναπόφευκτα πρωταγωνιστούν γνωστά ιστορικά πρόσωπα. Πρόσωπα γνωστά κι ωστόσο απογυμνωμένα από τον γνωστό μύθο που τα συνοδεύει (από τον Ρούζβελτ και τον Τσόρτσιλ έως τον Πιουριφόι και τον Κένεντι, από τον Γ. Παπανδρέου και τον Κ. Καραμανλή έως τον Πάπας και τον Ωνάση, από τους βασιλείς της Ελλάδας έως τον Άρη, τον Σαράφη κλπ.).
Το Χαστουκόδεντρο είναι, ταυτόχρονα, ένα ντοκιμαντέρ* για τη συλλογική πολιτική απείθεια – σε μια χώρα που ο λαός της ανέκαθεν αντιμετωπίστηκε ως πειραματόζωο από τους κυρίαρχους πολιτικούς συσχετισμούς. [Το θέμα της πολιτικής απείθειας έχει απασχολήσει τον Ά.Μ. και σε άλλα δύο βιβλία του: την επιστολική νουβέλα Τα Δεδομένα της Ζωής μας (Α' εκδ. Ελλ. Γράμματα 2002, Β' Τόπος 2015) και το μυθιστόρημα Η μανία με την Άνοιξη (Ελλ. Γράμματα 2006, Τόπος 2009)].
* Διόλου τυχαία στο μυθιστόρημα παρατίθεται εκτενές Επίμετρο [υπό τον τίτλο «(Μυθ)ιστορίας τεκμήρια»] με αναφορές σε γεγονότα, πρόσωπα και πράγματα, ώστε οι νεότεροι αναγνώστες ή όσοι δεν κατέχουν τις συγκεκριμένες ιστορικές πληροφορίες που διατρέχουν ως κορμός την πλοκή του, να διευκολύνονται στην ανάγνωση αυτής της πυκνής, όσο και συγκεχυμένης, ιστορικής περιόδου.
Στοιχεία πλοκής για το Χαστουκόδεντρο
Το Χαστουκόδεντρο χωρίζεται σε δύο διακριτά «βιβλία» (Ι. Τόνι, ΙΙ. Μπέτι) και περιλαμβάνει συνολικά 30 κεφάλαια. Το βιβλίο αρχίζει σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, το «Πλάζα», και τελειώνει σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο του Λονδίνου, το «Κλάριτζες». Αυτό όμως τυπικά, επειδή στην ουσία το βιβλίο αρχίζει δύο φορές και τελειώνει δύο φορές – με την έννοια ότι ένας ιδιόρρυθμος «Πρόλογος» και ένας αντίστοιχος «Επίλογος» διαφοροποιούν την αρχή και το τέλος του.
Χριστούγεννα του 1941: Μια παράξενη συνάντηση στο ξενοδοχείο «Πλάζα», στη Νέα Υόρκη. Ο νεαρός ναυτικός Αντώνης (Τόνι) Αμπατιέλος συναντιέται με τον μεγαλέμπορο Τομ Πάπας και τους εφοπλιστές Ωνάση και Λιβανό.
Ιούνης του 1942: Ο Τόνι γνωρίζεται με την Ουαλή δασκάλα Μπέτι Μπάρτλετ στο λιμάνι του Κάρντιφ. Αυτός είκοσι οκτώ, εκείνη είκοσι τεσσάρων. Μέσα στη φρίκη του πολέμου τούς φέρνει κοντά η πίστη τους στο μέλλον. Είναι κομμουνιστές. Ο Τόνι, με έδρα το Κάρντιφ, ιδρύει ένα από τα ισχυρότερα συνδικάτα ναυτεργατών παγκοσμίως: Την ΟΕΝΟ, εκ μέρους της οποίας υπογράφει προνομιακή σύμβαση για τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων. Παντρεύονται με την Μπέτι και, με τη λήξη του πολέμου, έρχονται στην Ελλάδα.
Χριστούγεννα του 1947: Ο Τόνι, στιγματισμένος εχθρός των Ελλήνων εφοπλιστών, κλείνεται στη φυλακή, πρώτα ως θανατοποινίτης, μετά ως ισοβίτης. Είναι τριάντα τριών χρονών. Η Μπέτι κάνει τα πάντα για να ακυρώσει την καταδίκη του.
Απρίλης του 1963: Έξω από το ξενοδοχείο «Κλάριτζες», στο Λονδίνο, η Μπέτι προβαίνει σ’ ένα προκλητικό διάβημα διαμαρτυρίας με στόχο τη βασίλισσα Φρειδερίκη, που προκαλεί τεράστιο πολιτικό αντίκτυπο. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονείται τον Μάιο, ο Κ. Καραμανλής παραιτείται από πρωθυπουργός τον Ιούνιο.
Απρίλης του 1964: Ο Tόνι βγαίνει από τη φυλακή και ενώνεται ξανά με τη γυναίκα του. Είναι πια πενήντα χρονών. Το κυριότερο: Ανάμεσα στο ’47 και στο ’64 έχουν συμβεί πάρα πολλά πράγματα, που η Μπέτι έζησε από τη μία μεριά της φυλακής και ο Τόνι από την άλλη…
Αύγουστος του 1968: Στα απόνερα του γαλλικού Μάη ο Τόνι συναντιέται σ’ ένα καφέ στο Παρίσι με τον Αντώνη Μπόγα, τον Βενιαμίν Σανιδόπουλο (τους ήρωες της Μανίας με την Άνοιξη) και τον Θόδωρο Κάγκαλο…
Το Χαστουκόδεντρο χωρίζεται σε δύο διακριτά «βιβλία» (Ι. Τόνι, ΙΙ. Μπέτι) και περιλαμβάνει συνολικά 30 κεφάλαια. Το βιβλίο αρχίζει σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, το «Πλάζα», και τελειώνει σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο του Λονδίνου, το «Κλάριτζες». Αυτό όμως τυπικά, επειδή στην ουσία το βιβλίο αρχίζει δύο φορές και τελειώνει δύο φορές – με την έννοια ότι ένας ιδιόρρυθμος «Πρόλογος» και ένας αντίστοιχος «Επίλογος» διαφοροποιούν την αρχή και το τέλος του.
Χριστούγεννα του 1941: Μια παράξενη συνάντηση στο ξενοδοχείο «Πλάζα», στη Νέα Υόρκη. Ο νεαρός ναυτικός Αντώνης (Τόνι) Αμπατιέλος συναντιέται με τον μεγαλέμπορο Τομ Πάπας και τους εφοπλιστές Ωνάση και Λιβανό.
Ιούνης του 1942: Ο Τόνι γνωρίζεται με την Ουαλή δασκάλα Μπέτι Μπάρτλετ στο λιμάνι του Κάρντιφ. Αυτός είκοσι οκτώ, εκείνη είκοσι τεσσάρων. Μέσα στη φρίκη του πολέμου τούς φέρνει κοντά η πίστη τους στο μέλλον. Είναι κομμουνιστές. Ο Τόνι, με έδρα το Κάρντιφ, ιδρύει ένα από τα ισχυρότερα συνδικάτα ναυτεργατών παγκοσμίως: Την ΟΕΝΟ, εκ μέρους της οποίας υπογράφει προνομιακή σύμβαση για τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων. Παντρεύονται με την Μπέτι και, με τη λήξη του πολέμου, έρχονται στην Ελλάδα.
Χριστούγεννα του 1947: Ο Τόνι, στιγματισμένος εχθρός των Ελλήνων εφοπλιστών, κλείνεται στη φυλακή, πρώτα ως θανατοποινίτης, μετά ως ισοβίτης. Είναι τριάντα τριών χρονών. Η Μπέτι κάνει τα πάντα για να ακυρώσει την καταδίκη του.
Απρίλης του 1963: Έξω από το ξενοδοχείο «Κλάριτζες», στο Λονδίνο, η Μπέτι προβαίνει σ’ ένα προκλητικό διάβημα διαμαρτυρίας με στόχο τη βασίλισσα Φρειδερίκη, που προκαλεί τεράστιο πολιτικό αντίκτυπο. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονείται τον Μάιο, ο Κ. Καραμανλής παραιτείται από πρωθυπουργός τον Ιούνιο.
Απρίλης του 1964: Ο Tόνι βγαίνει από τη φυλακή και ενώνεται ξανά με τη γυναίκα του. Είναι πια πενήντα χρονών. Το κυριότερο: Ανάμεσα στο ’47 και στο ’64 έχουν συμβεί πάρα πολλά πράγματα, που η Μπέτι έζησε από τη μία μεριά της φυλακής και ο Τόνι από την άλλη…
Αύγουστος του 1968: Στα απόνερα του γαλλικού Μάη ο Τόνι συναντιέται σ’ ένα καφέ στο Παρίσι με τον Αντώνη Μπόγα, τον Βενιαμίν Σανιδόπουλο (τους ήρωες της Μανίας με την Άνοιξη) και τον Θόδωρο Κάγκαλο…
- ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΣΤΟΥΚΟΔΕΝΤΡΟ ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ ΕΔΩ
- ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΧΑΣΤΟΥΚΟΔΕΝΤΡΟ ΕΔΩ
- Χαρακτηριστικό κεφάλαιο του βιβλίου ΕΔΩ
Ι. Το Χαστουκόδεντρο ως Ανάγνωση / Σχόλιο / Παρέμβαση στην Ιστορία
Στο πλαίσιο μιας συζήτησης για το Το Χαστουκόδεντρο ο συγγραφέας απαντά στο ερώτημα που αφορά το κατά πόσον οι υπαρκτοί ήρωες που χρησιμοποίησε ως ήρωες στη μυθοπλασία του oφείλουν να έχουν τα ακριβή χαρακτηριστικά των πραγματικών ιστορικών προσώπων.
Ίσως κάποτε αποδειχθεί ότι τη λογοτεχνική συμβολή του Χαστουκόδεντρου στα Ελληνικά Γράμματα υπερέβη σε σημασία η συμβολή του στη λεγόμενη Δημόσια Ιστορία, με άλλα λόγια η συμβολή του στο είδος εκείνο της λογοτεχνίας που επιτρέπει την επανανάγνωση της Ιστορίας. Η μελέτη που, πιο εμπεριστατωμένα από οποιαδήποτε άλλη, ανέδειξε αυτή τη συμβολή είναι εκείνη τριών πανεπιστημιακών: του καθηγητή Γιώργου Κόκκινου (διδάσκει Ιστορία και Διδακτική της Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Αιγαίου), του αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας στο ίδιο πανεπιστήμιο Παναγιώτη Κιμουρτζή και της Μαρίας Ματούση (υποψήφιας διδάκτορος στο ίδιο παν/μιο). Στον σύμμεικτο τόμο Η Δημόσια Ιστορία στην Ελλάδα: Χρήσεις και Καταχρήσεις της Ιστορίας (εκδ. Επίκεντρο 2015), αναπτύσσεται ολόκληρη η συλλογιστική των παραπάνω ιστορικών επί του θέματος σε μελέτη με τον εύγλωττο τίτλο: Ιστορία και Λογοτεχνία: Χάδια, χαστούκια και το Χαστουκόδεντρο του Άρη Μαραγκόπουλου (σ.153-185, – μια καλή ιδέα για το περιεχόμενο μπορεί να έχει ο αναγνώστης στην πρώτη εκδοχή αυτού του κειμένου όπως παρουσιάστηκε σε ιστορικό συνέδριο στον Βόλο το 2013).
Ο Γιώργος Κόκκινος στις 10.06.14, στο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει» και σε εκδήλωση που είχε τον τίτλο: Xαστούκια & χάδια: μια συζήτηση για τη σχέση Ιστορίας και Μυθιστορίας ανέλυσε σε έκταση και βάθος τη συμβολή του Ά.Μ. στην επανανάγνωση της νεοελληνικής Ιστορίας. Εδώ παραθέτουμε ένα απόσπασμα από εκείνη την εισήγηση. Ολόκληρη τη διαβάζετε είτε στο εδώ επισυναπτόμενο αρχείο είτε στο μπλογκ του Ά.Μ.
Ο Γιώργος Κόκκινος στις 10.06.14, στο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει» και σε εκδήλωση που είχε τον τίτλο: Xαστούκια & χάδια: μια συζήτηση για τη σχέση Ιστορίας και Μυθιστορίας ανέλυσε σε έκταση και βάθος τη συμβολή του Ά.Μ. στην επανανάγνωση της νεοελληνικής Ιστορίας. Εδώ παραθέτουμε ένα απόσπασμα από εκείνη την εισήγηση. Ολόκληρη τη διαβάζετε είτε στο εδώ επισυναπτόμενο αρχείο είτε στο μπλογκ του Ά.Μ.
Όλη η εισήγηση Γ. Κόκκινου | |
File Size: | 174 kb |
File Type: |
Ιστοριογραφία και μυθιστόρημα: για το Χαστουκόδεντρο του Άρη Μαραγκόπουλου
«Η Ιστορία γενικά τείνει να εξημερώνει τα γεγονότα βρίσκοντας λογικές εξηγήσεις για όλα. Εγώ όμως ήθελα μια ορθή και τεκμηριωμένη αφήγηση, στην οποία, ωστόσο, να είναι παρόντα τα θύματα, τα οποία, με τον πόνο τους, τις αυταπάτες τους, τους φόβους τους, θα μας δώσουν αληθινές στιγμές στοχαστικής ιστορίας. Θα διαλύσουν την αυτoΐκανοποίηση της επιστημονικής απόστασης […]. Στην αφήγηση […] πρέπει να ακούσουμε απρόοπτα τη φωνή ενός παιδιού δώδεκα χρόνων από την Πολωνία, το οποίο στο ημερολόγιό του ρωτάει τον θεό τι είναι αυτό που συμβαίνει. Αυτό το σάστισμα είναι θεμελιώδες στοιχείο της ιστορίας.»
Σαούλ Φριντλέντερ (από συνέντευξη στην εφημ. La Repubblica, Νοέμβριος 2013)
Με λίγα λόγια, σχεδόν όλα όσα ζητάμε σήμερα από το ιστορικό μυθιστόρημα ή από κάθε μυθιστόρημα, κυρίως την πολυφωνικότητα, τα διεκδικεί πλέον για λογαρισμό της και η ιστοριογραφία. Η κάλυψη της μεγάλης απόστασης μεταξύ τους ήταν απόρροια ποικίλων οσμώσεων που εξακολουθούν όμως να παραμένουν στη σκιά, καθώς στο οπτικό μας νεύρο συνεχίζουν να αποτυπώνονται οι σκιές ειδολογικών συμβάσεων και διακρίσεων που ο διαζευκτικός τους χαρακτήρας δεν ισχύει πλέον.
Αν η καταστατική αξία της ιστοριογραφίας είναι η αλήθεια –που πρέπει να αναζητηθεί με κάθε τίμημα– , όπως και η ουδετερότητα / αντικειμενικότητα, από την άλλη πλευρά, η καταστατική αξία της λογοτεχνίας και ειδικότερα του μυθιστορήματος –ακόμα και όταν το αντικείμενο του ενδιαφέροντός του είναι τα πάθη της Ιστορίας ή το νόημά της– δεν μπορεί παρά να είναι η μυθοπλαστική αληθοφάνεια, η αναγωγή από το ειδικό στο καθολικό, η συγκρότηση εκφραστικών ανθρώπινων ιδεότυπων, η συγκίνηση, η αισθητική πληρότητα.
Όμως, όπως θα προσπαθήσω να δείξω και όπως προεξαγγέλλεται από το παράθεμα του Φριντλέντερ, η ιστοριογραφία και η λογοτεχνία δεν είναι δυο κόσμοι ασύμβατοι, δυο παράλληλα σύμπαντα. Δημιουργούν επίκοινες ζώνες, αλληλοδιεισδύουν, αλληλοτροφοδοτούνται, συγκαθορίζονται. Πρόκειται συνήθως για ένα παράδοξο «ερωτικό παιχνίδι» που, από τη μια πλευρά, ασκούν με χάρη και επιδεξιότητα οι λογοτέχνες –ενίοτε όμως και με οίηση, προσποίηση, προχειρότητα ή και αφέλεια– αλλά που, από την άλλη, αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας οι περισσότεροι ιστορικοί –κυρίως αυτοί που δαιμονοποιούν τον μεταμοντερνισμό–, αν και η ζήλια τους είναι μεγάλη για τις επιτυχίες των αντιπάλων τους. Όπως, εξάλλου, είναι μεγάλος και ο πειρασμός των λογοτεχνών να χρησιμοποιήσουν την ιστορική πραγματολογία μόνο σαν ιστορικό σκηνικό, σαν άλλοθι ή και σαν αγαπημένο υλικό ανατροπής, πηλό εύπλαστο στη διακριτική ευχέρεια της δημιουργικής τους βούλησης.
Προφανώς ο Άρης Μαραγκόπουλος δεν ανήκει σε αυτούς…
Σαούλ Φριντλέντερ (από συνέντευξη στην εφημ. La Repubblica, Νοέμβριος 2013)
Με λίγα λόγια, σχεδόν όλα όσα ζητάμε σήμερα από το ιστορικό μυθιστόρημα ή από κάθε μυθιστόρημα, κυρίως την πολυφωνικότητα, τα διεκδικεί πλέον για λογαρισμό της και η ιστοριογραφία. Η κάλυψη της μεγάλης απόστασης μεταξύ τους ήταν απόρροια ποικίλων οσμώσεων που εξακολουθούν όμως να παραμένουν στη σκιά, καθώς στο οπτικό μας νεύρο συνεχίζουν να αποτυπώνονται οι σκιές ειδολογικών συμβάσεων και διακρίσεων που ο διαζευκτικός τους χαρακτήρας δεν ισχύει πλέον.
Αν η καταστατική αξία της ιστοριογραφίας είναι η αλήθεια –που πρέπει να αναζητηθεί με κάθε τίμημα– , όπως και η ουδετερότητα / αντικειμενικότητα, από την άλλη πλευρά, η καταστατική αξία της λογοτεχνίας και ειδικότερα του μυθιστορήματος –ακόμα και όταν το αντικείμενο του ενδιαφέροντός του είναι τα πάθη της Ιστορίας ή το νόημά της– δεν μπορεί παρά να είναι η μυθοπλαστική αληθοφάνεια, η αναγωγή από το ειδικό στο καθολικό, η συγκρότηση εκφραστικών ανθρώπινων ιδεότυπων, η συγκίνηση, η αισθητική πληρότητα.
Όμως, όπως θα προσπαθήσω να δείξω και όπως προεξαγγέλλεται από το παράθεμα του Φριντλέντερ, η ιστοριογραφία και η λογοτεχνία δεν είναι δυο κόσμοι ασύμβατοι, δυο παράλληλα σύμπαντα. Δημιουργούν επίκοινες ζώνες, αλληλοδιεισδύουν, αλληλοτροφοδοτούνται, συγκαθορίζονται. Πρόκειται συνήθως για ένα παράδοξο «ερωτικό παιχνίδι» που, από τη μια πλευρά, ασκούν με χάρη και επιδεξιότητα οι λογοτέχνες –ενίοτε όμως και με οίηση, προσποίηση, προχειρότητα ή και αφέλεια– αλλά που, από την άλλη, αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας οι περισσότεροι ιστορικοί –κυρίως αυτοί που δαιμονοποιούν τον μεταμοντερνισμό–, αν και η ζήλια τους είναι μεγάλη για τις επιτυχίες των αντιπάλων τους. Όπως, εξάλλου, είναι μεγάλος και ο πειρασμός των λογοτεχνών να χρησιμοποιήσουν την ιστορική πραγματολογία μόνο σαν ιστορικό σκηνικό, σαν άλλοθι ή και σαν αγαπημένο υλικό ανατροπής, πηλό εύπλαστο στη διακριτική ευχέρεια της δημιουργικής τους βούλησης.
Προφανώς ο Άρης Μαραγκόπουλος δεν ανήκει σε αυτούς…
Απαντήσεις του Ά.Μ. στα ΜΜΕ για τη σχέση Ιστορίας και Μυθιστορίας (με αφορμή το Χαστουκόδεντρο)
|
|
Eκπομπή «Άξιον Εστί», Βασίλης Βασιλικός, ΕΡΤ 3, Νοέμβριος 2012.
|
Εκπομπή «Βιβλία στο Κουτί», γυρίστηκε για ΕΡΤ 2013, προβλήθηκε στη ΝΕΡΙΤ, 2015.
|
Με αφορμή τη νουβέλα Τα Δεδομένα της Ζωής μας μια ραδιοφωνική συζήτηση για τις αναζητήσεις του Ά.Μ. στην ιστορία της κουλτούρας. Amagi radio (δημοσιογράφος Διονύσης Μαρίνος), 20.11.2015.
|
1. Εν πολέμω
Γράφω έχοντας κατά νου αυτό το ανεξάντλητο πολυφωνικό μυθιστόρημα που συγκροτεί την Ιστορία. Γράφω, δηλαδή, εν πολέμω: σε διαρκή σύγκρουση με απόψεις, εμμονές, αγκυλώσεις, ιδεολογίες, μυθολογίες που επενδύονται φορτικά πάνω στο κάθε ιστορικό γεγονός. Γράφω αντιμετωπίζοντας χρόνια τραύματα και ανεπούλωτες πληγές. Γράφω γνωρίζοντας τη μεγάλη αλήθεια, ότι δηλαδή, η Ιστορία απομιμείται την πραγματικότητα, δεν είναι η πραγματικότητα. Τι σημαίνει αυτό: Ότι ένα ιστορικό γεγονός, από τη στιγμή που καταγράφεται, εμπεριέχει εν σπέρματι τις πολλαπλές του αναγνώσεις. Είναι δηλαδή όχι μόνον αυτό που (παραδίδεται ότι) συνέβη αλλά και αυτό που θα μπορούσε να έχει συμβεί. Αν η παραδομένη Ιστορία είναι μια σειρά κύβοι (όπως τα παλιά παιδικά παζλ), για να φτιάξεις τη σωστή εικόνα χρειάζεται να εξετάσεις σχολαστικά, ξανά και ξανά, όλες τις πλευρές των κομματιών που έχεις στη διάθεσή σου. (Παράβαλε το εξώφυλλο του Χαστουκόδεντρου.) Προσοχή όμως: "παίζοντας" απλώς με τους κύβους της Ιστορίας, δεν πετυχαίνεις να γράψεις το μυθιστόρημά της. Απλώς την αντιγράφεις, απλώς ανασυστήνεις μια ατμόσφαιρα, ένα κλίμα, ίσως και μια καρικατούρα της. Το ζήτημα είναι να υποχρεώσεις τον εαυτό σου (και άρα τον αναγνώστη) να σταθεί απέναντί της σαν ίσος προς ίσο, να την ανακρίνεις κανονικά, να της υποκλέψεις αλήθειες, να της σκοτώσεις το καλοσερβιρισμένο, νόστιμο ψέμα της. Για να το κατορθώσεις αυτό πρέπει να πολεμήσεις με τους (συν)ανθρώπους σου. Να δεις τι σόι πράγμα είναι αυτό το περίφημο υποκείμενο της Ιστορίας. Με τι αντοχές στα χαστούκια, με τι αντιστάσεις, με τι πίστη τρέφεται, επιβιώνει, συνεχίζει να υπάρχει και να διεκδικεί το μερτικό του στη ζωή. Αυτή είναι η δυσκολότερη μάχη του συγγραφέα (και η δική μου στο Χαστουκόδεντρο): με τον "μέσο" Άνθρωπο στο κέντρο της αφήγησης. Γι' αυτό και η πολυφωνία (να ακουστεί η φωνή του μες στην εποχή της)· οι μονόλογοι (να αρθρωθεί το σκοτάδι της ψυχής του)· τα συνεχή flash-back (να διαλυθεί η ομίχλη της μνήμης του)· η επιμονή στο τετριμμένο μικροπράγμα (να "μιλήσουν" τα διαθέσιμα τετραγωνικά του, οι εικόνες του, η κάθε του μέρα)· οι δημοσιογραφικοί μεσότιτλοι (να δηλωθεί το εφήμερο όνομά του στην Ιστορία)· η σποραδικά μεγαλογράμματη γραφή (να ξαναδιαβαστεί ο λόγος που τον αφορά: πειραχτικά, λοξά, πλαγίως)· το κινηματογραφικό ντεκουπάζ (να ξανασυστηθεί: ως ήρωας σε ντοκουμέντο)· το υπόγειο παιχνίδι με τα υπαρκτά ντοκουμέντα (να αποκαλυφθεί η μυθολογημένη του ταυτότητα). Τέλος, γι' αυτό εμφανίζεται πάλι και η περσόνα του αφηγητή Σανιδόπουλου: επειδή ο συγγραφέας που αναμετριέται με την Ιστορία δεν μπορεί να παριστάνει τον Πόντιο Πιλάτο. Πρέπει να αναλαμβάνει τις όποιες ευθύνες του. |
2. Η Ιστορία είναι ένα μυθιστόρημα*
Η Ιστορία είναι ένα απέραντο μυθιστόρημα-ποταμός όπου κάθε εποχή δημιουργεί τις δικές της προσχώσεις. Η Ιστορία δεν είναι μία. Υπάρχουν τόσες ιστορίες όσες και οι εμμονές των ανθρώπων που την καταγράφουν, όσες και οι λαοί που ενδιαφέρονται λιγότερο ή περισσότερο να την σφραγίσουν ως τίτλο ιδιοκτησίας ή, ακόμα χυδαιότερα, ως τίτλο «επαγγελματικής» ανάδειξης. Η Ιστορία δεν έχει ένα χρώμα. Έχει τόσα χρώματα όσα και το φως του ουρανού – ακόμα και όταν κάποιοι εμμένουν σε ένα μόνο αποκρύβοντας επιμελώς τα άλλα. Η Ιστορία είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα όπου η σύγκρουση των απόψεων, των εμμονών, των αγκυλώσεων, των ιδεολογιών, των μυθολογιών συχνά είναι εξίσου αιματηρή και οδυνηρή όσο και στην πραγματικότητα. Η Ιστορία εμπεριέχει στις ατέλειωτες αφηγήσεις της, χαρακτήρες και φωνές και πρόσωπα που, κατά περίπτωση, επουλώνουν πληγές ή ανοίγουν τεράστια τραύματα. Η Ιστορία ωστόσο, απομιμείται την πραγματικότητα, δεν είναι η πραγματικότητα – και ως προς αυτό η καταγραφή της (επομένως και η ανάγνωσή της) υπακούει σε κανόνες παρόμοιoυς με εκείνους ενός μυθιστορήματος. Γι' αυτό και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στην ενασχόληση με την Ιστορία είναι η ανακάλυψη των ρευστών εκείνων συνόρων όπου το Πραγματικό δείχνει να γειτνιάζει επικίνδυνα με το Μυθολογικό. Η εξερεύνηση των περιοχών όπου η Μυθολογία μεταμφιέζεται τεχνηέντως σε πραγματικότητα, μέσα από μια ομίχλη ψευδεπίγραφων γεγονότων, είναι εξίσου συναρπαστική για τον συγγραφέα της Ιστορίας όσο και για τον συγγραφέα της λογοτεχνίας. Εξαιτίας όμως αυτής της υπαρκτής συνθήκης, είτε γράφει (ή διαβάζει) κανείς ένα ιστορικό κείμενο ντυμένο τον «επίσημο» μανδύα της Ιστορίας, είτε γράφει (ή διαβάζει) ένα μυθιστόρημα που «αναπλάθει» την Ιστορία, δεν καταφέρνει τίποτε αν στέκεται απέναντί της ως άβουλος θεατής. Η γραφή και η ανάγνωση της Ιστορίας, η γραφή και η ανάγνωση ενός «ιστορικού» μυθιστορήματος, απαιτούν τελικά ορισμένο πολιτικό κριτήριο. Ο αναγνώστης, ο συγγραφέας, ο ιστορικός, που δεν έχει τεκμηριωμένη άποψη για τα βασικά ζητήματα της κοινωνικής ζωής, είναι εύκολο να υποκύψει στην οποιαδήποτε ιστορική φενάκη και να καταστεί έρμαιο των περιστάσεων (ιδιαιτέρως σε περιόδους κρίσης) μηρυκάζοντας, στη θέση του όποιου ιστορικού συμβάντος, μυθολογίες που είναι απροετοίμαστος να κρίνει σε ποιο βαθμό τον αφορούν, τον επηρεάζουν, τον εξαπατούν… * Eφημ. Έθνος, ένθετο «Ιστορία σήμερα», 21.01.2013 |
3. Ενάντια στην κακόγουστη καρικατούρα της Ιστορίας…*
H μυθοπλασία που αναπτύσσεται σε συγκεκριμένο ιστορικό τόπο και χρόνο κατά κανόνα εκφράζεται με δύο εκδοχές:
1. Λοξοκοιτάζει στην Ιστορία για αφηγηματικό άλλοθι, τη μεταχειρίζεται ως ένα είδος «εξωτισμό», περιγράφοντας μια επιφανειακή αναπαράσταση του παρελθόντος ως φολκλορικής ρωπογραφίας. Στις περιπτώσεις αυτές, αντί για ρομάντσο γίνεται λόγος για «ιστορικό ρομάντσο», αντί για θρίλερ για «ιστορικό θρίλερ» κ.ο.κ.
2. Ανασκάπτει στη δυσδιάκριτη εκείνη περιοχή ανάμεσα στην Ιστορία και τις όποιες αφηγήσεις της – αφηγήσεις στοιχειωμένες λιγότερο ή περισσότερο από τα κυρίαρχα ιδεολογήματα κάθε εποχής. Εδώ η Ιστορία δεν αναπαρίσταται απλώς: «πειράζεται», «ανακρίνεται», «δοκιμάζεται» ως προς την αντοχή των αφηγήσεών της. «Ξαναδιαβάζεται». Σ' αυτή τη δεύτερη εκδοχή (όπου ανήκει και το Χαστουκόδεντρο), η μυθοπλασία εμπνέει τον αναγνώστη να αναστοχαστεί τη δική του θέση απέναντι στη δοσμένη αφήγηση της Ιστορίας.
Οι περιγραφές του ιστορικού γεγονότος, όσο πειστικές και αν είναι στον ρεαλισμό τους, η προηγηθείσα αρχειακή κ.λπ. έρευνά του, εξαντλητική ή όχι, από μόνα τους δεν συνιστούν ούτε λογοτεχνικό κατόρθωμα ούτε ανάγνωση της Ιστορίας.
Ας είμαστε ειλικρινείς: όποια μυθοπλασία παραπέμπει / ερευνά / εικονογραφεί / αναπαριστά την Ιστορία, δεν σημαίνει ότι την «διαβάζει» κιόλας. Γι' αυτό και συχνά το αποτέλεσμα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα ανιστόρητο παραμυθάκι ή, ακόμα χειρότερα, μια κακόγουστη καρικατούρα της Ιστορίας…
* Εφημερίδα των Συντακτών, Νοέμβριος 2012.
H μυθοπλασία που αναπτύσσεται σε συγκεκριμένο ιστορικό τόπο και χρόνο κατά κανόνα εκφράζεται με δύο εκδοχές:
1. Λοξοκοιτάζει στην Ιστορία για αφηγηματικό άλλοθι, τη μεταχειρίζεται ως ένα είδος «εξωτισμό», περιγράφοντας μια επιφανειακή αναπαράσταση του παρελθόντος ως φολκλορικής ρωπογραφίας. Στις περιπτώσεις αυτές, αντί για ρομάντσο γίνεται λόγος για «ιστορικό ρομάντσο», αντί για θρίλερ για «ιστορικό θρίλερ» κ.ο.κ.
2. Ανασκάπτει στη δυσδιάκριτη εκείνη περιοχή ανάμεσα στην Ιστορία και τις όποιες αφηγήσεις της – αφηγήσεις στοιχειωμένες λιγότερο ή περισσότερο από τα κυρίαρχα ιδεολογήματα κάθε εποχής. Εδώ η Ιστορία δεν αναπαρίσταται απλώς: «πειράζεται», «ανακρίνεται», «δοκιμάζεται» ως προς την αντοχή των αφηγήσεών της. «Ξαναδιαβάζεται». Σ' αυτή τη δεύτερη εκδοχή (όπου ανήκει και το Χαστουκόδεντρο), η μυθοπλασία εμπνέει τον αναγνώστη να αναστοχαστεί τη δική του θέση απέναντι στη δοσμένη αφήγηση της Ιστορίας.
Οι περιγραφές του ιστορικού γεγονότος, όσο πειστικές και αν είναι στον ρεαλισμό τους, η προηγηθείσα αρχειακή κ.λπ. έρευνά του, εξαντλητική ή όχι, από μόνα τους δεν συνιστούν ούτε λογοτεχνικό κατόρθωμα ούτε ανάγνωση της Ιστορίας.
Ας είμαστε ειλικρινείς: όποια μυθοπλασία παραπέμπει / ερευνά / εικονογραφεί / αναπαριστά την Ιστορία, δεν σημαίνει ότι την «διαβάζει» κιόλας. Γι' αυτό και συχνά το αποτέλεσμα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα ανιστόρητο παραμυθάκι ή, ακόμα χειρότερα, μια κακόγουστη καρικατούρα της Ιστορίας…
* Εφημερίδα των Συντακτών, Νοέμβριος 2012.
4. Χωρίς θεμελιώδη ψέματα η λογοτεχνία δεν μπορεί ν' αγγίξει τη θεμελιώδη αλήθεια της Ιστορίας*
EΡ. Η δομή του βιβλίου από το στήσιμό του μέχρι το επίμετρο και τις αναφορές του θυμίζει ένα διαφορετικό δημοσιογραφικό ρεπορτάζ στα όρια του ‘’παιχνιδιού’’. Γιατί επιλέξατε αυτό το τρόπο;
ΑΠ. Το παιχνίδι με τους ξύλινους κύβους που σχηματίζουν διαφορετικές εικόνες, ανάλογα με το πώς τους τοποθετείς, είναι το κλειδί της ανάγνωσης του βιβλίου. Αυτή είναι η κύρια δομή του. Οι τίτλοι, οι εκατοντάδες τίτλοι παραπέμπουν σε ρεπορτάζ, αλλά πρόκειται, όπως κατανοεί εύκολα ο αναγνώστης, για «πειραγμένο» ρεπορτάζ. Η Ιστορία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση αλλά ταυτοχρόνως και μια υπόθεση απίστευτα ιδεολογημένη και μυθολογημένη, άρα παιγνιώδης. Κι αυτό, επειδή στην Ιστορία, το κάθε γεγονός, όπως κι αν έχει «επισήμως πιστοποιηθεί», πάντα μπορεί να έχει συμβεί και διαφορετικά. Αλίμονο στο μυθιστόρημα που δεν θα δοκιμάσει να παίξει με αυτόν τον κανόνα της Ιστορίας. Άλλωστε, χωρίς θεμελιώδη ψέματα η λογοτεχνία δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να αγγίξει τη θεμελιώδη αλήθεια.
ΕΡ. Όπως έχετε δηλώσει ‘’σας ενδιαφέρει η περιοχή ανάμεσα στο ιστορικό γεγονός και την μυθολογία που το περιβάλλει ‘’. Πόσο άβατη είναι αυτή η περιοχή για έναν συγγραφέα;
ΑΠ. Καθόλου άβατη. Όπως ελπίζω να κατέστησα κατανοητό, απαντώντας στο προηγούμενο ερώτημά σας, αυτή η περιοχή είναι το κατεξοχήν πεδίο για ένα συγγραφέα που καταπιάνεται με την πολιτική ή γενικότερα την Ιστορία. Επειδή σκοπός ενός τέτοιου μυθιστορήματος, όπως εν προκειμένω του Χαστουκόδεντρου, δεν είναι τόσο να αναπλάσει «ρεαλιστικά», «πειστικά», το «χρώμα» και την «ατμόσφαιρα» της εποχής, όσο να προσκαλέσει τον αναγνώστη να αναστοχαστεί τη δική του θέση στο εσωτερικό της (υπό αφήγηση) Ιστορίας. Είναι σαν να λέμε στον αναγνώστη: «Ξέχνα ό,τι ξέρεις για λίγο από την Ιστορία, για λίγο μόνο. Αφέσου τώρα στην ιστορία του μυθιστορήματος και, δες: υπάρχει κι αυτός ο δρόμος, κι εκείνος εκεί, και ο άλλος». Κι ύστερα προσθέτουμε: «πάρε αυτά τα κυβάκια, φίλε αναγνώστη, εγώ σου έδειξα, ένα δύο, τρεις, πέντε δρόμους. Πάρε τα κυβάκια, φτιάξε την εικόνα που θεωρείς ότι αποδίδει πιστότερα την Ιστορία, τη δική σου Ιστορία…»
* Από συνέντευξη στην εφημ. Κόσμος (Πάτρα), ένθετο «City Press», Δεκέμβριος 2012,
Ολόκληρη η συνέντευξη εδώ.
EΡ. Η δομή του βιβλίου από το στήσιμό του μέχρι το επίμετρο και τις αναφορές του θυμίζει ένα διαφορετικό δημοσιογραφικό ρεπορτάζ στα όρια του ‘’παιχνιδιού’’. Γιατί επιλέξατε αυτό το τρόπο;
ΑΠ. Το παιχνίδι με τους ξύλινους κύβους που σχηματίζουν διαφορετικές εικόνες, ανάλογα με το πώς τους τοποθετείς, είναι το κλειδί της ανάγνωσης του βιβλίου. Αυτή είναι η κύρια δομή του. Οι τίτλοι, οι εκατοντάδες τίτλοι παραπέμπουν σε ρεπορτάζ, αλλά πρόκειται, όπως κατανοεί εύκολα ο αναγνώστης, για «πειραγμένο» ρεπορτάζ. Η Ιστορία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση αλλά ταυτοχρόνως και μια υπόθεση απίστευτα ιδεολογημένη και μυθολογημένη, άρα παιγνιώδης. Κι αυτό, επειδή στην Ιστορία, το κάθε γεγονός, όπως κι αν έχει «επισήμως πιστοποιηθεί», πάντα μπορεί να έχει συμβεί και διαφορετικά. Αλίμονο στο μυθιστόρημα που δεν θα δοκιμάσει να παίξει με αυτόν τον κανόνα της Ιστορίας. Άλλωστε, χωρίς θεμελιώδη ψέματα η λογοτεχνία δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να αγγίξει τη θεμελιώδη αλήθεια.
ΕΡ. Όπως έχετε δηλώσει ‘’σας ενδιαφέρει η περιοχή ανάμεσα στο ιστορικό γεγονός και την μυθολογία που το περιβάλλει ‘’. Πόσο άβατη είναι αυτή η περιοχή για έναν συγγραφέα;
ΑΠ. Καθόλου άβατη. Όπως ελπίζω να κατέστησα κατανοητό, απαντώντας στο προηγούμενο ερώτημά σας, αυτή η περιοχή είναι το κατεξοχήν πεδίο για ένα συγγραφέα που καταπιάνεται με την πολιτική ή γενικότερα την Ιστορία. Επειδή σκοπός ενός τέτοιου μυθιστορήματος, όπως εν προκειμένω του Χαστουκόδεντρου, δεν είναι τόσο να αναπλάσει «ρεαλιστικά», «πειστικά», το «χρώμα» και την «ατμόσφαιρα» της εποχής, όσο να προσκαλέσει τον αναγνώστη να αναστοχαστεί τη δική του θέση στο εσωτερικό της (υπό αφήγηση) Ιστορίας. Είναι σαν να λέμε στον αναγνώστη: «Ξέχνα ό,τι ξέρεις για λίγο από την Ιστορία, για λίγο μόνο. Αφέσου τώρα στην ιστορία του μυθιστορήματος και, δες: υπάρχει κι αυτός ο δρόμος, κι εκείνος εκεί, και ο άλλος». Κι ύστερα προσθέτουμε: «πάρε αυτά τα κυβάκια, φίλε αναγνώστη, εγώ σου έδειξα, ένα δύο, τρεις, πέντε δρόμους. Πάρε τα κυβάκια, φτιάξε την εικόνα που θεωρείς ότι αποδίδει πιστότερα την Ιστορία, τη δική σου Ιστορία…»
* Από συνέντευξη στην εφημ. Κόσμος (Πάτρα), ένθετο «City Press», Δεκέμβριος 2012,
Ολόκληρη η συνέντευξη εδώ.
ΙΙ. Το Χαστοκόδεντρο ως ανάγνωση / σχόλιο / παρέμβαση στην Πολιτική
Σε οποιαδήποτε σελίδα του Χαστουκόδεντρου και αν ανατρέξει κανείς ανακαλύπτει κοιτάσματα όχι απλώς της Ιστορίας αλλά της εκάστοτε Πολιτικής που από το τέλος του πολέμου και μετά, ειδικά μετά τον Εμφύλιο, καλλιέργησε μεθοδικά τις ρίζες για μια μακρόχρονη, σταθερή και βαρβαρική στις μεθόδους της Εξουσία. Η τελευταία, πότε υπό το ένα (το ανοιχτά αντιδημοκρατικό / φασιστικό), πότε υπό το άλλο (το χοντροκομμένα λαϊκιστικό / φιλελεύθερο) προσωπείο, κατάφερε να «μορφώσει» μια συντηρητική στα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της κοινωνία, ευλαβικά προσηλωμένη σε σαθρές αξίες που με το πέρασμα του χρόνου απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τις θεμελιώδεις αξίες του ανθρωπισμού. Η Κρίση που εδώ και χρόνια χαστουκίζει προσβλητικά κάθε δικαίωμα, κάθε συλλογική διεκδίκηση ιστορικά κατοχυρωμένη, κάθε αξιοπρέπεια, η Κρίση που, εδώ και τώρα, επιχειρεί να δρέψει καρπούς δεκαετιών στη διάρκεια των οποίων η εκάστοτε εγκάθετη Εξουσία διέφθειρε, αγόρασε όσο όσο, εκπόρνευσε, ατίμασε, αποξήρανε, κατέστρεψε συνειδήσεις, η Κρίση είναι ώριμος καρπός μιας Πολιτικής που ο κόσμος εκπαιδεύτηκε να διαβάζει μονάχα σε επίπεδο μικροπολιτικής χάνοντας το δάσος ενώ σκοτωνόταν πάντοτε για το ορατό δέντρο.
1. H κοινωνική τυφλότητα
Υπάρχει αυτή η τεράστια τάξη ανθρώπων που συνήθως ονομάζεται «ο μέσος άνθρωπος». Πρόκειται για χαώδη, αχαρτογράφητη τάξη που στους κόλπους της συναντά κανείς τα πάντα: όλες τις ηλικίες, όλα τα είδη ανθρώπων, όλα τα επαγγέλματα. Ανθρώπους με τυπική μόρφωση, που όμως την απέκτησαν με πλάγια μέσα· με δουλειές, που όμως τις απέκτησαν με πλάγια μέσα· με άνετα σπίτια, που όμως τα απέκτησαν με πλάγια μέσα· ανθρώπους που ανέκαθεν έχουν γνώμη για τα πάντα και την εκφράζουν με αυτοπεποίθηση που αγγίζει τα όρια της τυφλότητας.
Αυτή η χαώδης ελληνική τάξη «αγαπούσε» ως τώρα τη δημοκρατία για έναν απλό λόγο. Επειδή της επέτρεπε να ζει όπως θέλει: με μικρές κομπίνες, με μικρές απάτες, με μικρές λαθροχειρίες, με μαύρο χρήμα, χωρίς αποδείξεις, με μετανάστες για τις βρώμικες δουλειές, με εξυπηρετικό συνδικαλισμό, κ.λπ. κ.λπ. Η τάξη του «μέσου ανθρώπου» αγαπούσε πολύ τη δημοκρατία επειδή η ελαστική δημοκρατία στην Ελλάδα της επέτρεπε να είναι «αφέντης στον τόπο της»: δηλαδή να απολαμβάνει προνόμια σε βάρος των άλλων.
Όποτε κοιταζόταν πασπαλισμένη με την τηλεοπτική γκλαμουριά του ΚΛΙΚ κ.λπ. στον καθρέφτη του πολυτελούς της αυτοκινήτου, στον καθρέφτη της πολυτελούς της μεζονέτας, διέκρινε μονάχα το παχύ της πορτοφόλι με το πλαστικό/δανεικό χρήμα. Τίποτε άλλο. Δεν υπήρχε άλλη ζωή, δεν υπήρχε άλλο πρόβλημα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η χαλαρή ελληνική δημοκρατία δούλευε ρολόι γι' αυτήν. Τώρα που οι καιροί άλλαξαν βίαια, και τα «ταξικά» προνόμια το ένα μετά το άλλο γκρεμίζονται, η πολυπληθής αυτή κοινότητα του «μέσου ανθρώπου» κοιτάζεται διστακτικά στον καθρέφτη. Βλέπει ένα γυμνό, αγανακτισμένο, θρασύδειλο, τέρας, που επιτίθεται λυσσασμένο κατά των δημοκρατικών θεσμών – επειδή δεν την εξυπηρετούν πια. Όμως δύσκολα αναγνωρίζει τον εαυτό της. Η τυφλότητά της δεν της επιτρέπει ακόμα να δει ότι αυτός ο Φρανκεστάιν της δημοκρατίας είναι πλασμένος κατ' εικόνα και ομοίωσή της.
Ένας από τους βασικούς λόγους που ο Ά.Μ. έγραψε αυτό το μυθιστόρημα είναι η πρόθεσή του (αρκετά σαφής στο βιβλίο) να ζωγραφίσει το πορτρέτο αυτής της τάξης, μιας τάξης που περιλαμβάνει στους κόλπους της όλα τα πολιτικά είδη, όλες τις τάσεις, όλα τα τυφλά και τυφλωμένα «πιστεύω».
Υπάρχει αυτή η τεράστια τάξη ανθρώπων που συνήθως ονομάζεται «ο μέσος άνθρωπος». Πρόκειται για χαώδη, αχαρτογράφητη τάξη που στους κόλπους της συναντά κανείς τα πάντα: όλες τις ηλικίες, όλα τα είδη ανθρώπων, όλα τα επαγγέλματα. Ανθρώπους με τυπική μόρφωση, που όμως την απέκτησαν με πλάγια μέσα· με δουλειές, που όμως τις απέκτησαν με πλάγια μέσα· με άνετα σπίτια, που όμως τα απέκτησαν με πλάγια μέσα· ανθρώπους που ανέκαθεν έχουν γνώμη για τα πάντα και την εκφράζουν με αυτοπεποίθηση που αγγίζει τα όρια της τυφλότητας.
Αυτή η χαώδης ελληνική τάξη «αγαπούσε» ως τώρα τη δημοκρατία για έναν απλό λόγο. Επειδή της επέτρεπε να ζει όπως θέλει: με μικρές κομπίνες, με μικρές απάτες, με μικρές λαθροχειρίες, με μαύρο χρήμα, χωρίς αποδείξεις, με μετανάστες για τις βρώμικες δουλειές, με εξυπηρετικό συνδικαλισμό, κ.λπ. κ.λπ. Η τάξη του «μέσου ανθρώπου» αγαπούσε πολύ τη δημοκρατία επειδή η ελαστική δημοκρατία στην Ελλάδα της επέτρεπε να είναι «αφέντης στον τόπο της»: δηλαδή να απολαμβάνει προνόμια σε βάρος των άλλων.
Όποτε κοιταζόταν πασπαλισμένη με την τηλεοπτική γκλαμουριά του ΚΛΙΚ κ.λπ. στον καθρέφτη του πολυτελούς της αυτοκινήτου, στον καθρέφτη της πολυτελούς της μεζονέτας, διέκρινε μονάχα το παχύ της πορτοφόλι με το πλαστικό/δανεικό χρήμα. Τίποτε άλλο. Δεν υπήρχε άλλη ζωή, δεν υπήρχε άλλο πρόβλημα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η χαλαρή ελληνική δημοκρατία δούλευε ρολόι γι' αυτήν. Τώρα που οι καιροί άλλαξαν βίαια, και τα «ταξικά» προνόμια το ένα μετά το άλλο γκρεμίζονται, η πολυπληθής αυτή κοινότητα του «μέσου ανθρώπου» κοιτάζεται διστακτικά στον καθρέφτη. Βλέπει ένα γυμνό, αγανακτισμένο, θρασύδειλο, τέρας, που επιτίθεται λυσσασμένο κατά των δημοκρατικών θεσμών – επειδή δεν την εξυπηρετούν πια. Όμως δύσκολα αναγνωρίζει τον εαυτό της. Η τυφλότητά της δεν της επιτρέπει ακόμα να δει ότι αυτός ο Φρανκεστάιν της δημοκρατίας είναι πλασμένος κατ' εικόνα και ομοίωσή της.
Ένας από τους βασικούς λόγους που ο Ά.Μ. έγραψε αυτό το μυθιστόρημα είναι η πρόθεσή του (αρκετά σαφής στο βιβλίο) να ζωγραφίσει το πορτρέτο αυτής της τάξης, μιας τάξης που περιλαμβάνει στους κόλπους της όλα τα πολιτικά είδη, όλες τις τάσεις, όλα τα τυφλά και τυφλωμένα «πιστεύω».
2. Η πολιτική απείθεια
Δεν μπορείς πάντα να αντιμετωπίζεις τη βαρβαρότητα by the book. Δεν μπορείς να τηρείς τους κανόνες όταν κατ' εξακολούθηση τους παραβιάζει η πλευρά της εξουσίας και του κράτους. Δεν μπορείς πάντα να κινείσαι διά της νόμιμης οδού. Αν έχεις τον κόσμο με το μέρος σου, αν η λαϊκή απαίτηση βροντοφωνάζει ναι, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Μπέτι, του Τόνι και των χιλιάδων έγκλειστων πολιτικών κρατουμένων, όταν η χώρα μετατρέπεται σε φυλακή, αγγίζεις τα όριά σου ως κίνημα, ως λαός, ως αντίσταση, ως διεκδίκηση της ελευθερίας. Οι συνθήκες καθορίζουν την αναγκαιότητα της πολιτικής απείθειας. Της συλλογικής πολιτικής απείθειας (όπως, εξάλλου, και της συλλογικής αλληλεγγύης). Ο Λαμπράκης υπήρξε μια τυπική εκδήλωση πολιτικής απείθειας. Το ίδιο και η Μπέτι.
Φυσικά, σ' αυτό το σημείο, πολλοί μπορεί να αισθάνονται την ανάγκη να υποβάλλουν την ίδια ερώτηση που υπέβαλε στην Κύπρο μια δημοσιογράφος στον Ά.Μ. (βλ. όλη τη συνέντευξη εδώ):
ΕΡ. Η ατομική αντίσταση μπορεί να φέρει αποτέλεσμα στο πλαίσιο ενός διεφθαρμένου συστήματος;
ΑΠ. Το θέμα της πολιτικής απείθειας δεν είναι απλό. Το χαστούκι του 1963 στη Φρειδερίκη ήταν μια μορφή απείθειας. Αλλά δεν αποτελούσε ατομική πρωτοβουλία. Δεν το έδωσε η Μπέτι το όποιο χαστούκι. Το έδωσε η συλλογική ανάγκη. Εκατοντάδες, πολλές εκατοντάδες υπήρξαν οι διαδηλωτές στα γεγονότα του Απριλίου και Ιουλίου του 1963, όταν, στο πλαίσιο αυτών των γεγονότων, η Μπέτι πλησίασε τη Φρειδερίκη. Δεν ήταν μόνη της, δεν το κατάφερε μόνη της ό,τι κατάφερε. Η πολιτική απείθεια ως ατομική πράξη δεν έχει απολύτως κανένα νόημα για την κοινωνία. Δεν προσφέρει τίποτε σε κανέναν, ούτε σ' αυτόν που την πραγματοποιεί. Η ατομική βία επιστρέφει σ' αυτόν που την πραγματοποιεί. Δεν τοκίζεται προς όφελος της κοινωνίας. Η συλλογική βία, η συλλογική πολιτική απείθεια, είναι τέκνο της ανάγκης, είτε μας αρέσει είτε όχι. Η κρατική βία, η κρατική πολιτική της μη ανοχής, αργά ή γρήγορα γεννά την απάντησή της με τη μορφή της συλλογικής πολιτικής απείθειας.
Ένας από τους βασικούς λόγους που ο Ά.Μ. έγραψε αυτό το μυθιστόρημα είναι η πρόθεσή του (αρκετά σαφής στο βιβλίο) να αναδείξει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η πολιτική απείθεια εμφανίζεται ως συλλογική αναγκαιότητα.
Δεν μπορείς πάντα να αντιμετωπίζεις τη βαρβαρότητα by the book. Δεν μπορείς να τηρείς τους κανόνες όταν κατ' εξακολούθηση τους παραβιάζει η πλευρά της εξουσίας και του κράτους. Δεν μπορείς πάντα να κινείσαι διά της νόμιμης οδού. Αν έχεις τον κόσμο με το μέρος σου, αν η λαϊκή απαίτηση βροντοφωνάζει ναι, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Μπέτι, του Τόνι και των χιλιάδων έγκλειστων πολιτικών κρατουμένων, όταν η χώρα μετατρέπεται σε φυλακή, αγγίζεις τα όριά σου ως κίνημα, ως λαός, ως αντίσταση, ως διεκδίκηση της ελευθερίας. Οι συνθήκες καθορίζουν την αναγκαιότητα της πολιτικής απείθειας. Της συλλογικής πολιτικής απείθειας (όπως, εξάλλου, και της συλλογικής αλληλεγγύης). Ο Λαμπράκης υπήρξε μια τυπική εκδήλωση πολιτικής απείθειας. Το ίδιο και η Μπέτι.
Φυσικά, σ' αυτό το σημείο, πολλοί μπορεί να αισθάνονται την ανάγκη να υποβάλλουν την ίδια ερώτηση που υπέβαλε στην Κύπρο μια δημοσιογράφος στον Ά.Μ. (βλ. όλη τη συνέντευξη εδώ):
ΕΡ. Η ατομική αντίσταση μπορεί να φέρει αποτέλεσμα στο πλαίσιο ενός διεφθαρμένου συστήματος;
ΑΠ. Το θέμα της πολιτικής απείθειας δεν είναι απλό. Το χαστούκι του 1963 στη Φρειδερίκη ήταν μια μορφή απείθειας. Αλλά δεν αποτελούσε ατομική πρωτοβουλία. Δεν το έδωσε η Μπέτι το όποιο χαστούκι. Το έδωσε η συλλογική ανάγκη. Εκατοντάδες, πολλές εκατοντάδες υπήρξαν οι διαδηλωτές στα γεγονότα του Απριλίου και Ιουλίου του 1963, όταν, στο πλαίσιο αυτών των γεγονότων, η Μπέτι πλησίασε τη Φρειδερίκη. Δεν ήταν μόνη της, δεν το κατάφερε μόνη της ό,τι κατάφερε. Η πολιτική απείθεια ως ατομική πράξη δεν έχει απολύτως κανένα νόημα για την κοινωνία. Δεν προσφέρει τίποτε σε κανέναν, ούτε σ' αυτόν που την πραγματοποιεί. Η ατομική βία επιστρέφει σ' αυτόν που την πραγματοποιεί. Δεν τοκίζεται προς όφελος της κοινωνίας. Η συλλογική βία, η συλλογική πολιτική απείθεια, είναι τέκνο της ανάγκης, είτε μας αρέσει είτε όχι. Η κρατική βία, η κρατική πολιτική της μη ανοχής, αργά ή γρήγορα γεννά την απάντησή της με τη μορφή της συλλογικής πολιτικής απείθειας.
Ένας από τους βασικούς λόγους που ο Ά.Μ. έγραψε αυτό το μυθιστόρημα είναι η πρόθεσή του (αρκετά σαφής στο βιβλίο) να αναδείξει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η πολιτική απείθεια εμφανίζεται ως συλλογική αναγκαιότητα.
3. Το σήμερα ως χθες
Ο αναγνώστης που διαβάζει στο Χαστουκόδεντρο για την αποφασιστική επέμβαση των Αγγλοσαξώνων στα εσωτερικά μας εκείνη την εποχή (πάλι μέσα από μια «πολιτική» συνεχών δανείων), για την ασύλληπτη διαφθορά των τότε πολιτικών, για την άγνοια / αθωότητα των οπαδών της Αριστεράς, για την αδυναμία των ηγετών της τελευταίας να προχωρήσουν σε κάτι πιο ουσιαστικό από μια θυσία των μελών της (συχνά άσκοπη), για τον τρόπο που το lifestyle και τα Μέσα της εποχής καθόριζαν τον τρόπο που σκεπτόταν ο «μέσος άνθρωπος», εύκολα θα αντιληφθεί τα κοινά σημεία ανάμεσα στο τότε και το χθες. Θα αντιληφθεί, δηλαδή, ο αναγνώστης ότι η σημερινή κατάσταση, έχει ρίζες, βάση, προϊστορία στο σαθρό πολιτικό οικοδόμημα της μεταπολεμικής Ελλάδας και στη σαθρή πολιτική κουλτούρα με την οποία ανατράφηκαν γενιές και γενιές έως και τη μεταπολίτευση. Θα αντιληφθεί, επίσης, ή έστω θα υποψιαστεί, ότι η Ελλάδα υπήρξε και εξακολουθεί να είναι το πειραματόζωο, όχι κάποιων μυστηριακών εξουσιών που πηγάζουν από θεωρίες συνομωσίας, αλλά πολύ συγκεκριμένων διεθνών οικονομικών παραγόντων που ανέκαθεν διαχειρίζονται την πολιτική της χώρας ως στυγνοί αποικιοκράτες.
Ένας από τους βασικούς λόγους που ο Ά.Μ. έγραψε αυτό το μυθιστόρημα είναι η πρόθεσή του (αρκετά σαφής στο βιβλίο) να αναδείξει τη διαλεκτική πολιτική σχέση του χθες με το σήμερα στην Ελλάδα.
Ο αναγνώστης που διαβάζει στο Χαστουκόδεντρο για την αποφασιστική επέμβαση των Αγγλοσαξώνων στα εσωτερικά μας εκείνη την εποχή (πάλι μέσα από μια «πολιτική» συνεχών δανείων), για την ασύλληπτη διαφθορά των τότε πολιτικών, για την άγνοια / αθωότητα των οπαδών της Αριστεράς, για την αδυναμία των ηγετών της τελευταίας να προχωρήσουν σε κάτι πιο ουσιαστικό από μια θυσία των μελών της (συχνά άσκοπη), για τον τρόπο που το lifestyle και τα Μέσα της εποχής καθόριζαν τον τρόπο που σκεπτόταν ο «μέσος άνθρωπος», εύκολα θα αντιληφθεί τα κοινά σημεία ανάμεσα στο τότε και το χθες. Θα αντιληφθεί, δηλαδή, ο αναγνώστης ότι η σημερινή κατάσταση, έχει ρίζες, βάση, προϊστορία στο σαθρό πολιτικό οικοδόμημα της μεταπολεμικής Ελλάδας και στη σαθρή πολιτική κουλτούρα με την οποία ανατράφηκαν γενιές και γενιές έως και τη μεταπολίτευση. Θα αντιληφθεί, επίσης, ή έστω θα υποψιαστεί, ότι η Ελλάδα υπήρξε και εξακολουθεί να είναι το πειραματόζωο, όχι κάποιων μυστηριακών εξουσιών που πηγάζουν από θεωρίες συνομωσίας, αλλά πολύ συγκεκριμένων διεθνών οικονομικών παραγόντων που ανέκαθεν διαχειρίζονται την πολιτική της χώρας ως στυγνοί αποικιοκράτες.
Ένας από τους βασικούς λόγους που ο Ά.Μ. έγραψε αυτό το μυθιστόρημα είναι η πρόθεσή του (αρκετά σαφής στο βιβλίο) να αναδείξει τη διαλεκτική πολιτική σχέση του χθες με το σήμερα στην Ελλάδα.
4. Αριστερά – Δεξιά
Η αγριότητα του τεχνητού διαχωρισμού, η αγριότητα του πειράματος Πιουριφόι και CIA (sic), η αγριότητα του Ζαχαριάδη και της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ, είναι μια υπολογισμένη, μεθοδευμένη αγριότητα. Δεν είναι της εποχής (του ψυχρού πολέμου κλπ.) μόνο. Δεν είναι των εφοπλιστών μόνο. Δεν είναι των εκάστοτε ξένων τοποτηρητών και των εδώ μαριονετών τους αποκλειστική υπόθεση. Είναι όλα αυτά μαζί, καθώς όλα δένονται με όλα, μια ιστορία δουλεμένη στις λεπτομέρειές της όπως μια πυκνή μυθοπλασία. Είναι μια ιστορία βαθμιαίας καθυπόταξης ενός λαού που έμεινε έξω από την ευρωπαϊκή παράδοση του διαφωτισμού και που, ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, δεν μπόρεσε ποτέ να στηριχτεί πραγματικά στις δικές του δυνάμεις (εκτός από την περίοδο της Αντίστασης), δεν μπόρεσε ποτέ να υπερνικήσει τον φόβο του Άλλου, δεν μπόρεσε ποτέ να συμφιλιωθεί. Προτίμησε να σκοτώνει τον άλλον. Προτίμησε να έχει αντιπάλους αντί για συνομιλητές. Προτίμησε να έχει αρχηγούς αντί για απόψεις. Προτίμησε, τελικά, να υπακούει (εδώ χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Πλουμπίδης) παρά να αντιστέκεται στο αλάθητο του Σχολείου, της Εκκλησίας, του Κράτους, του Κόμματος (και τώρα του Μνημονίου). Αλλά αυτά τα καταλαβαίνουμε τώρα, με την ασφάλεια της ύστερης γνώσης. Ένας από τους βασικούς λόγους που ο Ά.Μ. έγραψε αυτό το μυθιστόρημα είναι η πρόθεσή του (αρκετά σαφής στο βιβλίο) να αναδείξει αυτή τη σχεδόν ενδημική δυστυχία του τεχνητού κοινωνικού διαχωρισμού, το άγονο εμφύλιο τραύμα (που δεν ήταν απλώς προϊόν της ταξικής πάλης), αποτέλεσμα ενός διαρκούς θυμού για την «μοίρα» μιας χώρας πουλημένης στους ξένους κιόλας την επαύριο της Απελευθέρωσης του 1830.
Η αγριότητα του τεχνητού διαχωρισμού, η αγριότητα του πειράματος Πιουριφόι και CIA (sic), η αγριότητα του Ζαχαριάδη και της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ, είναι μια υπολογισμένη, μεθοδευμένη αγριότητα. Δεν είναι της εποχής (του ψυχρού πολέμου κλπ.) μόνο. Δεν είναι των εφοπλιστών μόνο. Δεν είναι των εκάστοτε ξένων τοποτηρητών και των εδώ μαριονετών τους αποκλειστική υπόθεση. Είναι όλα αυτά μαζί, καθώς όλα δένονται με όλα, μια ιστορία δουλεμένη στις λεπτομέρειές της όπως μια πυκνή μυθοπλασία. Είναι μια ιστορία βαθμιαίας καθυπόταξης ενός λαού που έμεινε έξω από την ευρωπαϊκή παράδοση του διαφωτισμού και που, ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, δεν μπόρεσε ποτέ να στηριχτεί πραγματικά στις δικές του δυνάμεις (εκτός από την περίοδο της Αντίστασης), δεν μπόρεσε ποτέ να υπερνικήσει τον φόβο του Άλλου, δεν μπόρεσε ποτέ να συμφιλιωθεί. Προτίμησε να σκοτώνει τον άλλον. Προτίμησε να έχει αντιπάλους αντί για συνομιλητές. Προτίμησε να έχει αρχηγούς αντί για απόψεις. Προτίμησε, τελικά, να υπακούει (εδώ χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Πλουμπίδης) παρά να αντιστέκεται στο αλάθητο του Σχολείου, της Εκκλησίας, του Κράτους, του Κόμματος (και τώρα του Μνημονίου). Αλλά αυτά τα καταλαβαίνουμε τώρα, με την ασφάλεια της ύστερης γνώσης. Ένας από τους βασικούς λόγους που ο Ά.Μ. έγραψε αυτό το μυθιστόρημα είναι η πρόθεσή του (αρκετά σαφής στο βιβλίο) να αναδείξει αυτή τη σχεδόν ενδημική δυστυχία του τεχνητού κοινωνικού διαχωρισμού, το άγονο εμφύλιο τραύμα (που δεν ήταν απλώς προϊόν της ταξικής πάλης), αποτέλεσμα ενός διαρκούς θυμού για την «μοίρα» μιας χώρας πουλημένης στους ξένους κιόλας την επαύριο της Απελευθέρωσης του 1830.
ΙΙΙ. Το Χαστοκόδεντρο ως η απεγνωσμένη συντροφικότητα
Ο Έρωτας είναι από τη φύση του ανατρεπτική δύναμη. Ο ερωτευμένος άνθρωπος επιθυμεί, ζητάει, απαιτεί, διεκδικεί τον Άλλο. Ο επαναστάτης κάνει ακριβώς το ίδιο: επιθυμεί περισσότερη ελευθερία, περισσότερα δικαιώματα, απαιτεί διεκδικεί. Δυο άνθρωποι που αγωνίζονται για τα ίδια πράγματα αντλούν από τη συντροφικότητα τεράστια αποθέματα αντοχής, τεράστιες δυνάμεις. Αυτό κράτησε όρθιους χιλιάδες ανθρώπους σε όλη τη μεταπολεμική ελληνική ιστορία, αυτός ο έρωτας, αυτή η επιθυμία για την ελευθερία. Σε όλα τα επαναστατικά κινήματα, σε κάθε μορφή αντίστασης, δυναμικές μορφές συντροφικότητας όπως του Τόνι και της Μπέτι αποτέλεσαν τον κανόνα, όχι την εξαίρεση. Στην Ελλάδα της εποχής του Τόνι, βέβαια, κανείς δεν μιλούσε ανοιχτά γι' αυτά τα θέματα. Κανείς δεν υπολόγιζε τη δύναμη, την αναγκαιότητα, τον ρόλο του έρωτα. Ή, τουλάχιστον, στα φανερά. Λέει χαρακτηριστικά ο Τόνι, κάποια στιγμή στο Χαστουκόδεντρο, (υποτίθεται) χρόνια μετά τα δύσκολα χρόνια, στη μεταπολίτευση, θέλοντας να απαντήσει σε σχετική ερώτηση του Βενιαμίν Σανιδόπουλου:
…Εμείς παλιότερα δεν πολυδίναμε σημασία σ’ αυτά. Αγάπες, έρωτες και τέτοια. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο. Έτσι και αρχίνιζες καμιά κουβέντα επί του θέματος, σε έπιανε ο άλλος με τα περί ταξικής αγάπης, οι πιο μορφωμένοι κατέβαζαν και κανένα τσιτάτο από τον Έγκελς, ξέρεις, εκείνο το γνωστό από την Καταγωγή της Οικογένειας, κι εκεί πάνω κάτω έληγε όλη η συζήτηση. Οπότε αυτό που ένιωθες για μια γυναίκα το κρατούσες μέσα σου, όχι πως το φύλαγες μυστικό, απλά δεν μπορούσες να το μοιραστείς άνετα με τους φίλους σου – για να καταλάβεις τι σου λέω, υπήρχαν σύντροφοι που ούτε στη γυναίκα τους τολμούσαν ν’ ανοίξουν κουβέντα περί ερωτικών. Φοβόντουσαν. Μην τυχόν και θεωρηθούν τζιτζιφιόγκοι μικροαστοί, μην τυχόν θεωρηθεί ότι ξεχνούσαν την ταξική πάλη, την ταξική αγάπη αυτά. Στην ίδια τους τη γυναίκα, καταλαβαίνεις!
Εγώ ήμουν τυχερός που βρέθηκα μικρός έξω από την Ελλάδα. Κατάλαβα νωρίς τον κόσμο. Τυχερός που γνώρισα και τη Μπέτι. Αυτή μου άνοιξε τα μάτια. Από νωρίς. Μου έδειξε πράγματα που ως τότε ήταν ανέγγιχτα για μένα, μου δίδαξε, ναι, δεν είναι ντροπή να το πω, μου δίδαξε τον έρωτα. Ρωτάς πώς; Με ό,τι έκανε. Με όλες τις κινήσεις της. Ακόμα και με το διάβασμα. Ξέρεις, εκείνη την εποχή που τη γνώρισα, στο Κάρντιφ, γινόταν πολλή συζήτηση στην Αγγλία για ένα μυθιστόρημα, εσύ το ξέρεις οπωσδήποτε, Εραστής της λαίδης Τσάτερλι, έχει γυριστεί και έργο, τότε είχε κάνει πάταγο για τις ερωτικές περιγραφές του. Είχε βγει πριν τον πόλεμο αλλά κυκλοφορούσε ακόμα παράνομα. Το είχε απαγορέψει η λογοκρισία. Ήταν ένα από τα πρώτα μου διαβάσματα σ’ αυτά τα ζητήματα. Πολύ με βοήθησε. Στην αρχή αντέδρασα. Άκουγα απ’ όλους τους συντρόφους ότι είναι πορνογράφημα. Όμως εκείνη επέμενε, επέμενε πολύ να το έχω κοντά μου, να το μελετάω, να το διαβάζω προσεχτικά. Στο τέλος με έπεισε. Ναι, το είχα και το διάβαζα στη φυλακή, ναι, το έπαιρνα παντού μαζί μου. Κρυφά απ’ το Κόμμα. Όπως κάποιοι άλλοι το Ευαγγέλιο…
Εννοείται ότι χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν στην Ελλάδα αυτά που κάποτε πέρασε ο Τόνι και η Μπέτι. Η κοινή ζωή τους κόπηκε απότομα από την πολιτική. Η πολιτική ένταξη υπήρξε τόσο κεφαλαιώδης στη ζωή αυτών των ανθρώπων ώστε θυσίαζε το προσωπικό βόλεμα, την προσωπική "τακτοποίηση", την "κανονική" ζωή, στο όνομα ενός ουτοπικού κοινωνικού-συλλογικού οράματος. Κι από την άλλη: ο έρωτας δεν είναι απλή υπόθεση. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η πράξη πολιτικής απείθειας της Μπέτι δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς τα αυθεντικά της αισθήματα για τον Τόνι. Δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τις πολιτικές της πεποιθήσεις.
Στο τέλος όμως, ο αγώνας της επιβίωσης απέναντι στην καταστολή, απέναντι στην αλαζονεία της εξουσίας, απέναντι τελικά σε δυνάμεις που είναι πολύ μεγάλες για να τις αντιμετωπίσει κανείς σε ιδιωτική βάση, μετατοπίζεται, αργά ή γρήγορα, μέσα στους κόλπους του συντροφικού ζευγαριού: πρόκειται για αγώνα όπου το συντηρητικό πνεύμα συγκρούεται με το πιο δεχτικό στις νέες προκλήσεις, η προσαρμογή στον κανόνα του Κόμματος με την απείθεια σ' αυτόν, η πολιτική υπακοή στην αργή διαδικασία της αντίστασης με την πολιτική απείθεια ως άμεση μορφή αντίστασης κλπ.
Αυτός ο αγώνας είναι πολύ δύσκολος, εξίσου δύσκολος με τον κοινωνικό – και αυτό αναδεικνύει το Χαστουκόδεντρο: έναν αγώνα συντροφικής αγάπης και συντροφικής ζωής κοινωνικών διεκδικήσεων ως ένα και το αυτό βίωμα. Η ξένη εξάρτηση κλπ. είναι τα δεδομένα, υπάρχουν ως κοινωνική ατμόσφαιρα, ως αναγκαία ιστορική συνθήκη, αλλά δεν πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα. Στο Χαστουκόδεντρο πρωταγωνιστής είναι ο αγώνας όσων πολέμησαν να ζήσουν με αξιοπρέπεια σε αναξιοπρεπείς καιρούς. Όπως δηλαδή συνέβη με χιλιάδες ανθρώπους, πέρα από τον Αντώνη και την Μπέτι, εκείνα τα βάρβαρα χρόνια. Όπως υποθέτουμε, γίνεται και σήμερα με τους περισσότερους Έλληνες.
…Εμείς παλιότερα δεν πολυδίναμε σημασία σ’ αυτά. Αγάπες, έρωτες και τέτοια. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο. Έτσι και αρχίνιζες καμιά κουβέντα επί του θέματος, σε έπιανε ο άλλος με τα περί ταξικής αγάπης, οι πιο μορφωμένοι κατέβαζαν και κανένα τσιτάτο από τον Έγκελς, ξέρεις, εκείνο το γνωστό από την Καταγωγή της Οικογένειας, κι εκεί πάνω κάτω έληγε όλη η συζήτηση. Οπότε αυτό που ένιωθες για μια γυναίκα το κρατούσες μέσα σου, όχι πως το φύλαγες μυστικό, απλά δεν μπορούσες να το μοιραστείς άνετα με τους φίλους σου – για να καταλάβεις τι σου λέω, υπήρχαν σύντροφοι που ούτε στη γυναίκα τους τολμούσαν ν’ ανοίξουν κουβέντα περί ερωτικών. Φοβόντουσαν. Μην τυχόν και θεωρηθούν τζιτζιφιόγκοι μικροαστοί, μην τυχόν θεωρηθεί ότι ξεχνούσαν την ταξική πάλη, την ταξική αγάπη αυτά. Στην ίδια τους τη γυναίκα, καταλαβαίνεις!
Εγώ ήμουν τυχερός που βρέθηκα μικρός έξω από την Ελλάδα. Κατάλαβα νωρίς τον κόσμο. Τυχερός που γνώρισα και τη Μπέτι. Αυτή μου άνοιξε τα μάτια. Από νωρίς. Μου έδειξε πράγματα που ως τότε ήταν ανέγγιχτα για μένα, μου δίδαξε, ναι, δεν είναι ντροπή να το πω, μου δίδαξε τον έρωτα. Ρωτάς πώς; Με ό,τι έκανε. Με όλες τις κινήσεις της. Ακόμα και με το διάβασμα. Ξέρεις, εκείνη την εποχή που τη γνώρισα, στο Κάρντιφ, γινόταν πολλή συζήτηση στην Αγγλία για ένα μυθιστόρημα, εσύ το ξέρεις οπωσδήποτε, Εραστής της λαίδης Τσάτερλι, έχει γυριστεί και έργο, τότε είχε κάνει πάταγο για τις ερωτικές περιγραφές του. Είχε βγει πριν τον πόλεμο αλλά κυκλοφορούσε ακόμα παράνομα. Το είχε απαγορέψει η λογοκρισία. Ήταν ένα από τα πρώτα μου διαβάσματα σ’ αυτά τα ζητήματα. Πολύ με βοήθησε. Στην αρχή αντέδρασα. Άκουγα απ’ όλους τους συντρόφους ότι είναι πορνογράφημα. Όμως εκείνη επέμενε, επέμενε πολύ να το έχω κοντά μου, να το μελετάω, να το διαβάζω προσεχτικά. Στο τέλος με έπεισε. Ναι, το είχα και το διάβαζα στη φυλακή, ναι, το έπαιρνα παντού μαζί μου. Κρυφά απ’ το Κόμμα. Όπως κάποιοι άλλοι το Ευαγγέλιο…
Εννοείται ότι χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν στην Ελλάδα αυτά που κάποτε πέρασε ο Τόνι και η Μπέτι. Η κοινή ζωή τους κόπηκε απότομα από την πολιτική. Η πολιτική ένταξη υπήρξε τόσο κεφαλαιώδης στη ζωή αυτών των ανθρώπων ώστε θυσίαζε το προσωπικό βόλεμα, την προσωπική "τακτοποίηση", την "κανονική" ζωή, στο όνομα ενός ουτοπικού κοινωνικού-συλλογικού οράματος. Κι από την άλλη: ο έρωτας δεν είναι απλή υπόθεση. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η πράξη πολιτικής απείθειας της Μπέτι δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς τα αυθεντικά της αισθήματα για τον Τόνι. Δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τις πολιτικές της πεποιθήσεις.
Στο τέλος όμως, ο αγώνας της επιβίωσης απέναντι στην καταστολή, απέναντι στην αλαζονεία της εξουσίας, απέναντι τελικά σε δυνάμεις που είναι πολύ μεγάλες για να τις αντιμετωπίσει κανείς σε ιδιωτική βάση, μετατοπίζεται, αργά ή γρήγορα, μέσα στους κόλπους του συντροφικού ζευγαριού: πρόκειται για αγώνα όπου το συντηρητικό πνεύμα συγκρούεται με το πιο δεχτικό στις νέες προκλήσεις, η προσαρμογή στον κανόνα του Κόμματος με την απείθεια σ' αυτόν, η πολιτική υπακοή στην αργή διαδικασία της αντίστασης με την πολιτική απείθεια ως άμεση μορφή αντίστασης κλπ.
Αυτός ο αγώνας είναι πολύ δύσκολος, εξίσου δύσκολος με τον κοινωνικό – και αυτό αναδεικνύει το Χαστουκόδεντρο: έναν αγώνα συντροφικής αγάπης και συντροφικής ζωής κοινωνικών διεκδικήσεων ως ένα και το αυτό βίωμα. Η ξένη εξάρτηση κλπ. είναι τα δεδομένα, υπάρχουν ως κοινωνική ατμόσφαιρα, ως αναγκαία ιστορική συνθήκη, αλλά δεν πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα. Στο Χαστουκόδεντρο πρωταγωνιστής είναι ο αγώνας όσων πολέμησαν να ζήσουν με αξιοπρέπεια σε αναξιοπρεπείς καιρούς. Όπως δηλαδή συνέβη με χιλιάδες ανθρώπους, πέρα από τον Αντώνη και την Μπέτι, εκείνα τα βάρβαρα χρόνια. Όπως υποθέτουμε, γίνεται και σήμερα με τους περισσότερους Έλληνες.
ΙV. Το Χαστοκόδεντρο ως υπαρξιακή αγωνία
Mια εκπομπή, μια ανάγνωση, ένα κείμενο
Στην εκπομπή «Ρεπεράζ» του τότε Δεύτερου προγράμματος της ΕΡΤ open (29.12.2013) o Παναγιώτης Φραντζής συζητά με τον Ά.Μ. για το Χαστουκόδεντρο και, πέρα από τις ερεθιστικές ερωτήσεις και τις εύστοχες παρεμβάσεις του, βάζει ωραίες μουσικές και δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να διαβάσει αποσπάσματα από το βιβλίο του.
Στο λινκ εδώ (με κλικ στην εικόνα) ακούτε όλη την εκπομπή.
Ακολουθεί ένα μικρό δείγμα ανάγνωσης, όπως ακούστηκε σ' εκείνη τη συζήτηση, καθώς και το κείμενο που διαβάστηκε.
Στην εκπομπή «Ρεπεράζ» του τότε Δεύτερου προγράμματος της ΕΡΤ open (29.12.2013) o Παναγιώτης Φραντζής συζητά με τον Ά.Μ. για το Χαστουκόδεντρο και, πέρα από τις ερεθιστικές ερωτήσεις και τις εύστοχες παρεμβάσεις του, βάζει ωραίες μουσικές και δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να διαβάσει αποσπάσματα από το βιβλίο του.
Στο λινκ εδώ (με κλικ στην εικόνα) ακούτε όλη την εκπομπή.
Ακολουθεί ένα μικρό δείγμα ανάγνωσης, όπως ακούστηκε σ' εκείνη τη συζήτηση, καθώς και το κείμενο που διαβάστηκε.
– Αυτές οι συζητήσεις δεν οδηγούν πουθενά! ξεσπάει ξαφνικά ο Αντώνης και πετάγεται απότομα όρθιος στη μέση της ομήγυρης επαναλαμβάνοντας δυνατότερα: Πουθενά! Εδώ και πολλή ώρα τον ενοχλεί που οι άλλοι σύντροφοι δείχνουν να το ευχαριστιούνται. Που συζητάνε έτσι όλοι μαζί, άταχτα παιδιά, αντάρτες παιδιά, ό,τι κατέβει του καθένα, έξω από καθοδηγητικά όργανα, κομματικές ιεραρχίες κλπ., με τους αδιάφορους δεσμώτες χωροφύλακες να πίνουν αδιάφορους καφέδες και ούζα πιο μακριά τους… Ακόμα κι αυτός, ακόμα κι αυτός παρασύρθηκε και άνοιξε το στόμα του χωρίς να το πολυσκεφτεί επειδή είχε άλλα να πολυσκεφτεί. Κι όσο το ευχαριστιούνται οι σύντροφοι και παίρνουν αέρα, ξεφουρνίζοντας ο καθένας την “ανεύθυνη” κουταμάρα του, τόσο περισσότερο εκνευρίζεται – άσε που κάθεται κοντά τους ακούγοντας σιωπηλά με θολό βλέμμα κι ένας σύντροφος που ο Αντώνης έχει αναλάβει να τον προσέχει, επειδή μετά τη Βάρκιζα έκανε δυο απόπειρες αυτοκτονίας
– Χωρίς τάξη, έτσι, μες στην αναρχία, δεν γίνεται να συζητάμε επ’ αόριστον, συνεχίζει, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τη μεριά εκείνου που έκανε τις απανωτές απόπειρες. …Εμείς κάναμε και κάνουμε το καθήκον μας. Προφανώς κι η ηγεσία κάνει το δικό της, ξέρει μια χαρά τη δουλειά της. Κατέχει πράγματα που δεν κατέχουμε εμείς. Δεν μπορούμε να κρίνουμε εμείς τη δική της δουλειά. Δεν έχουμε τα δεδομένα. Γιγαντώνεται ο αγώνας. Το βλέπουμε κάθε μέρα. Σ’ όλον τον κόσμο. Ο Μάο μπήκε στο Πεκίνο. Αυτό μας φτάνει. Κι εκεί που πάμε θα συνεχίσουμε τη δουλειά μας, ξαναλέει, πιο ενοχλημένος αυτή τη φορά, ενοχλημένος και κουρασμένος μαζί, σαν κακονυχτισμένος, σαν να μην έχει κοιμηθεί πολλές μέρες και θέλει να τελειώνει κάθε συζήτηση, να μείνει ήσυχος με τις σκέψεις του, να πάει επιτέλους για ύπνο. Κι αυτό κάνει, πηγαίνει λίγα μέτρα πιο εκεί, αφού με τα φρόνιμα λόγια του φαντάζεται ότι ησύχασε τους ανήσυχους συντρόφους, γέρνει σε μια γωνιά κάτω από μια σωσίβια λέμβο, τυλίγεται σε μια στρατιωτική χλαίνη, και τον παίρνει γρήγορα ο ύπνος.
Αλλά οι άλλοι συνεχίζουν πεισματικά την κουβέντα, μικρά σκανταλιάρικα παιδιά που κοιμάται ο μπαμπάς τους στο μέσα δωμάτιο. Μιλώντας σιγανά, προσέχοντας μην ξυπνήσουν τον Αντώνη, ξύνουν κρυφά άλλες πληγές, άλλα, πιο φοβερά ονόματα ακούγονται, Ζαχαριάδης, Άρης, πολύ ψιθυριστά, μην καταλάβει τίποτε ο Αντωνάκης κι εκνευριστεί πάλι και τα βάλει μαζί τους πάλι
ψιθυριστά:
Ζαχαριάδης
Άρης
Τζαβέλας
Βαν Φλιτ
Μπελής
Άρης–
– Χωρίς τάξη, έτσι, μες στην αναρχία, δεν γίνεται να συζητάμε επ’ αόριστον, συνεχίζει, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τη μεριά εκείνου που έκανε τις απανωτές απόπειρες. …Εμείς κάναμε και κάνουμε το καθήκον μας. Προφανώς κι η ηγεσία κάνει το δικό της, ξέρει μια χαρά τη δουλειά της. Κατέχει πράγματα που δεν κατέχουμε εμείς. Δεν μπορούμε να κρίνουμε εμείς τη δική της δουλειά. Δεν έχουμε τα δεδομένα. Γιγαντώνεται ο αγώνας. Το βλέπουμε κάθε μέρα. Σ’ όλον τον κόσμο. Ο Μάο μπήκε στο Πεκίνο. Αυτό μας φτάνει. Κι εκεί που πάμε θα συνεχίσουμε τη δουλειά μας, ξαναλέει, πιο ενοχλημένος αυτή τη φορά, ενοχλημένος και κουρασμένος μαζί, σαν κακονυχτισμένος, σαν να μην έχει κοιμηθεί πολλές μέρες και θέλει να τελειώνει κάθε συζήτηση, να μείνει ήσυχος με τις σκέψεις του, να πάει επιτέλους για ύπνο. Κι αυτό κάνει, πηγαίνει λίγα μέτρα πιο εκεί, αφού με τα φρόνιμα λόγια του φαντάζεται ότι ησύχασε τους ανήσυχους συντρόφους, γέρνει σε μια γωνιά κάτω από μια σωσίβια λέμβο, τυλίγεται σε μια στρατιωτική χλαίνη, και τον παίρνει γρήγορα ο ύπνος.
Αλλά οι άλλοι συνεχίζουν πεισματικά την κουβέντα, μικρά σκανταλιάρικα παιδιά που κοιμάται ο μπαμπάς τους στο μέσα δωμάτιο. Μιλώντας σιγανά, προσέχοντας μην ξυπνήσουν τον Αντώνη, ξύνουν κρυφά άλλες πληγές, άλλα, πιο φοβερά ονόματα ακούγονται, Ζαχαριάδης, Άρης, πολύ ψιθυριστά, μην καταλάβει τίποτε ο Αντωνάκης κι εκνευριστεί πάλι και τα βάλει μαζί τους πάλι
ψιθυριστά:
Ζαχαριάδης
Άρης
Τζαβέλας
Βαν Φλιτ
Μπελής
Άρης–