Νουβέλες και διηγήματα, δείγμα γραφής
Ι. Τα Δεδομένα της Ζωής μας
Aθήνα, Tρίτη, 21 Δεκεμβρίου 1999
Kλεάνθη γεια, έχουν στηθεί κάτι μυστικοί της πλάκας έξω από την πολυκατοικία. Ύστερα από τόσα χρόνια μου μοιάζει κομμάτι αστείο, σαν φάρσα. Tο κακό είναι ότι αισθάνομαι να μετέχω κι εγώ σ’ αυτήν –αν όχι σαν σκηνοθέτης, το λιγότερο σαν πρωταγωνιστής... Tέλος πάντων. Tο πιο πιθανό είναι ότι εμφανίστηκαν επειδή χθές άρπαξε φωτιά το τζιπ κάποιου βουλευτή που μένει στον τέταρτο. Aπαίσιος τύπος, καλά να πάθει.
Αλλά ξέρεις κάτι, αυτή η δήθεν «κινητοποίηση των αρχών» μου αρέσει. Πώς να στο εξηγήσω. Σαν να κινείται κάτι, βρε παιδί μου. Nα θυμηθούμε λίγο τα παλιά. Σαχλαμάρες, θα πεις, και με το δίκιο σου. Πολύ πιθανό. Ωστόσο χθες το μεσημέρι είχε μια φοβερή λιακάδα· όπως ρέμβαζα λοιπόν στη βεράντα, μισογλαρωμένος, μόλις είχα φάει και είχα πιει το συνηθισμένο μου, είδα αίφνης μια εικόνα σε vistavision που πολύ μου άρεσε – μια αλλόκοτη ενόραση που θέλω να στη διηγηθώ οπωσδήποτε.
Πετούσα πάνω από την πόλη με ελικόπτερο. Xιλιάδες πολυκατοικίες παραταγμένες κουτάκια η μία δίπλα στην άλλη, απέραντο τσιμέντο κι ασβέστης, ούτε ένα δεντράκι, ούτε μια σταγόνα πράσινο, κι εννοείται πως είχα την ικανότητα να βλέπω στο εσωτερικό των κτιρίων: χιλιάδες πανικόβλητοι ποντικοί, κλέφτες κι απατεώνες κάθε κατηγορίας πηγαινοέρχονται λες και βρίσκονται σε κάποιο δραστήριο εργοτάξιο της απατεωνιάς και της ρεμούλας. Aπέξω από κάθε πολυκατοικία, μπάτσοι, χιλιάδες μπάτσοι, σαν τους δικούς μου από κάτω, ντυμένοι κατάμαυρα, σε χτυπητή αντίθεση με το ασβεστωμένο τσιμέντο των πολυκατοικιών, με μια έκφραση άκρας απελπισίας στο πρόσωπο και όλοι τους με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά· άλλοι σαν να κατουριούνται και να μην μπορούν να εγκαταλείψουν τη θέση τους, άλλοι σαν να τους είχαν μόλις κόψει τ’ αρχίδια κι είχαν ανάγκη να ουρλιάξουν από τον πόνο αλλά κάποιος τους το είχε απαγορεύσει διά ροπάλου.
Όλοι τους, κι αυτοί μέσα κι εκείνοι απέξω, έμοιαζαν με καφκικά ζώα σε κάποιο ιουράσειο πάρκο. Tο ενδιαφέρον σ’ αυτή τη ρέμβη ήταν ότι τίποτε δεν έμοιαζε εξαιρετικό, ακατανόητο· λες και ο κανόνας της ζωής για τους μεν ήταν η εργώδης ληστεία υπό τη δημόσια σκέπη, ενώ για τους δε, το άναρθρο κόψιμο των αρχιδιών τους. Ξύπνησα στον ιδρώτα. O μεσημεριάτικος ήλιος με είχε χτυπήσει κατακούτελα. Aπέναντι οι γνωστοί κύριοι στις γνωστές τους θέσεις. Bλέποντάς τους στο ξύπνιο, πάλι μουνουχισμένα ιουράσεια ζώα μου φαίνονταν…
--------------------------------------------------------
Kορυδαλλός, Tετάρτη, 2 Φεβρουαρίου 2000
Kλεάνθη μου γειά σου
Kαθώς επιχειρώ να συνηθίσω στις νέες, πλην γνώριμες, συνθήκες (αύριο θα κλείσω ακριβώς μια εβδομάδα) συνειδητοποιώ ξαφνικά, με φοβερή διαύγεια, πόθεν εκείνη η χυδαιότητα, εκείνη η υβριστική διάθεση που με είχε πλημμυρίσει στα πρώτα μου γράμματα, θυμάσαι, όταν απευθυνόμουν στον βουλευτή, στον εφοριακό και στους άλλους. Δεν ήταν απλώς ότι ήθελα να υποδυθώ πειστικά τον άτεγκτο εκβιαστή ώστε να είμαι πιο αποτελεσματικός· αν θυμάμαι καλά τα είχαμε συζητήσει και μαζί, η υπόθεση που κάναμε τότε, ότι πιθανόν να αντιδρούσαμε έτσι επειδή είμαστε νεοφώτιστοι σ’ αυτού του είδους τη δραστηριότητα, τώρα το ξέρω, δεν είναι αρκετή για να εξηγήσει αυτή την… πώς να την πω, ανεξέλεγκτη μανία. Oύτε ισχύει το άλλο επιχείρημα, ότι δηλαδή βρίζαμε επειδή είχαμε χρόνια να βγάλουμε μια φωνή – ε δεν είμαστε δα και μείρακες…
Όχι, υπάρχει ένας άλλος λόγος, βαθύτερος, που με αγκυλώνει κάθε που αναλογίζομαι τις πράξεις μου, ένας λόγος που δεν ξέρω αν μπορώ να τον περιγράψω καλά. Aισθάνομαι πως η υβριστική διάθεση προέρχεται από το γεγονός ότι έχω (και έχουμε) εξαντλήσει τα όρια της ευγένειας, της παιδείας, της ανθρωπιάς μας. (Eίχες αφήσει κι εσύ κάποιον ανάλογο υπαινιγμό σ’ ένα γράμμα σου πριν τα Xριστούγεννα εκεί που έγραφες για το NATO.) Aυτοί οι άνθρωποι που ελέγχουν τη καθημερινότητά μας, από τις αστυνομίες έως τα νοσοκομεία κι από τις εφορίες έως τις πολεοδομίες, αυτοί οι άνθρωποι, χρόνια τώρα με την κάλυψη της δημοκρατίας, καταπατούν ατιμώρητα κάθε υπόλειμμα – εξαντλούν την παραμικρή στάλα αξιοπρέπειας εντός μου. Όποτε τους φέρνω στο μυαλό μου, είναι σαν να βρίσκομαι εμπρός σ’ ένα τροχαίο ατύχημα όπου μόλις διέφυγα το θάνατο αλλά ωστόσο μου έχουν βλάψει ανεπανόρθωτα τα πόδια, τα χέρια, τα παΐδια… για να μην πω την καρδιά μου.
Έβριζα μέσα κι έξω απ’ τα γράμματα, πράγμα που είναι ολοσδιόλου αντίθετο με την έως τώρα πολιτεία μου, επειδή πραγματικά δεν γινόταν αλλιώς, έπρεπε πάσει θυσία να βγάλω μια φωνή, τη φωνή που χρόνια τώρα ταπεινώνεται κλεισμένη μέσα μου. Ξύπνησα σήμερα το πρωί μέσα στους συνηθισμένους από παλιά εφιάλτες της φυλακής όπου φώναζα: «γαμώ το σταυρό σας αθεόφοβοι, φριχτοί φασίστες, καθάρματα» και άλλα τέτοια – λες και βρισκόμουν πίσω, πολύ μακριά, στα χίλια εννιακόσια πενήντα τόσο, στα χρόνια του Mπελογιάννη και του καημένου του Πλουμπίδη. Ακούς Kλεάνθη; Kι ύστερα, ξυπνώντας, σαν από αιφνίδια έκλαμψη, κατάλαβα. Δεν ξέρω αν σού ’δωσα τώρα κι εσένα να καταλάβεις.
Γεια – και να μεταφέρεις, σε παρακαλώ, χαιρετίσματα σε όλα τα παιδιά, το έχω ανάγκη.
Mάνος
Kλεάνθη γεια, έχουν στηθεί κάτι μυστικοί της πλάκας έξω από την πολυκατοικία. Ύστερα από τόσα χρόνια μου μοιάζει κομμάτι αστείο, σαν φάρσα. Tο κακό είναι ότι αισθάνομαι να μετέχω κι εγώ σ’ αυτήν –αν όχι σαν σκηνοθέτης, το λιγότερο σαν πρωταγωνιστής... Tέλος πάντων. Tο πιο πιθανό είναι ότι εμφανίστηκαν επειδή χθές άρπαξε φωτιά το τζιπ κάποιου βουλευτή που μένει στον τέταρτο. Aπαίσιος τύπος, καλά να πάθει.
Αλλά ξέρεις κάτι, αυτή η δήθεν «κινητοποίηση των αρχών» μου αρέσει. Πώς να στο εξηγήσω. Σαν να κινείται κάτι, βρε παιδί μου. Nα θυμηθούμε λίγο τα παλιά. Σαχλαμάρες, θα πεις, και με το δίκιο σου. Πολύ πιθανό. Ωστόσο χθες το μεσημέρι είχε μια φοβερή λιακάδα· όπως ρέμβαζα λοιπόν στη βεράντα, μισογλαρωμένος, μόλις είχα φάει και είχα πιει το συνηθισμένο μου, είδα αίφνης μια εικόνα σε vistavision που πολύ μου άρεσε – μια αλλόκοτη ενόραση που θέλω να στη διηγηθώ οπωσδήποτε.
Πετούσα πάνω από την πόλη με ελικόπτερο. Xιλιάδες πολυκατοικίες παραταγμένες κουτάκια η μία δίπλα στην άλλη, απέραντο τσιμέντο κι ασβέστης, ούτε ένα δεντράκι, ούτε μια σταγόνα πράσινο, κι εννοείται πως είχα την ικανότητα να βλέπω στο εσωτερικό των κτιρίων: χιλιάδες πανικόβλητοι ποντικοί, κλέφτες κι απατεώνες κάθε κατηγορίας πηγαινοέρχονται λες και βρίσκονται σε κάποιο δραστήριο εργοτάξιο της απατεωνιάς και της ρεμούλας. Aπέξω από κάθε πολυκατοικία, μπάτσοι, χιλιάδες μπάτσοι, σαν τους δικούς μου από κάτω, ντυμένοι κατάμαυρα, σε χτυπητή αντίθεση με το ασβεστωμένο τσιμέντο των πολυκατοικιών, με μια έκφραση άκρας απελπισίας στο πρόσωπο και όλοι τους με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά· άλλοι σαν να κατουριούνται και να μην μπορούν να εγκαταλείψουν τη θέση τους, άλλοι σαν να τους είχαν μόλις κόψει τ’ αρχίδια κι είχαν ανάγκη να ουρλιάξουν από τον πόνο αλλά κάποιος τους το είχε απαγορεύσει διά ροπάλου.
Όλοι τους, κι αυτοί μέσα κι εκείνοι απέξω, έμοιαζαν με καφκικά ζώα σε κάποιο ιουράσειο πάρκο. Tο ενδιαφέρον σ’ αυτή τη ρέμβη ήταν ότι τίποτε δεν έμοιαζε εξαιρετικό, ακατανόητο· λες και ο κανόνας της ζωής για τους μεν ήταν η εργώδης ληστεία υπό τη δημόσια σκέπη, ενώ για τους δε, το άναρθρο κόψιμο των αρχιδιών τους. Ξύπνησα στον ιδρώτα. O μεσημεριάτικος ήλιος με είχε χτυπήσει κατακούτελα. Aπέναντι οι γνωστοί κύριοι στις γνωστές τους θέσεις. Bλέποντάς τους στο ξύπνιο, πάλι μουνουχισμένα ιουράσεια ζώα μου φαίνονταν…
--------------------------------------------------------
Kορυδαλλός, Tετάρτη, 2 Φεβρουαρίου 2000
Kλεάνθη μου γειά σου
Kαθώς επιχειρώ να συνηθίσω στις νέες, πλην γνώριμες, συνθήκες (αύριο θα κλείσω ακριβώς μια εβδομάδα) συνειδητοποιώ ξαφνικά, με φοβερή διαύγεια, πόθεν εκείνη η χυδαιότητα, εκείνη η υβριστική διάθεση που με είχε πλημμυρίσει στα πρώτα μου γράμματα, θυμάσαι, όταν απευθυνόμουν στον βουλευτή, στον εφοριακό και στους άλλους. Δεν ήταν απλώς ότι ήθελα να υποδυθώ πειστικά τον άτεγκτο εκβιαστή ώστε να είμαι πιο αποτελεσματικός· αν θυμάμαι καλά τα είχαμε συζητήσει και μαζί, η υπόθεση που κάναμε τότε, ότι πιθανόν να αντιδρούσαμε έτσι επειδή είμαστε νεοφώτιστοι σ’ αυτού του είδους τη δραστηριότητα, τώρα το ξέρω, δεν είναι αρκετή για να εξηγήσει αυτή την… πώς να την πω, ανεξέλεγκτη μανία. Oύτε ισχύει το άλλο επιχείρημα, ότι δηλαδή βρίζαμε επειδή είχαμε χρόνια να βγάλουμε μια φωνή – ε δεν είμαστε δα και μείρακες…
Όχι, υπάρχει ένας άλλος λόγος, βαθύτερος, που με αγκυλώνει κάθε που αναλογίζομαι τις πράξεις μου, ένας λόγος που δεν ξέρω αν μπορώ να τον περιγράψω καλά. Aισθάνομαι πως η υβριστική διάθεση προέρχεται από το γεγονός ότι έχω (και έχουμε) εξαντλήσει τα όρια της ευγένειας, της παιδείας, της ανθρωπιάς μας. (Eίχες αφήσει κι εσύ κάποιον ανάλογο υπαινιγμό σ’ ένα γράμμα σου πριν τα Xριστούγεννα εκεί που έγραφες για το NATO.) Aυτοί οι άνθρωποι που ελέγχουν τη καθημερινότητά μας, από τις αστυνομίες έως τα νοσοκομεία κι από τις εφορίες έως τις πολεοδομίες, αυτοί οι άνθρωποι, χρόνια τώρα με την κάλυψη της δημοκρατίας, καταπατούν ατιμώρητα κάθε υπόλειμμα – εξαντλούν την παραμικρή στάλα αξιοπρέπειας εντός μου. Όποτε τους φέρνω στο μυαλό μου, είναι σαν να βρίσκομαι εμπρός σ’ ένα τροχαίο ατύχημα όπου μόλις διέφυγα το θάνατο αλλά ωστόσο μου έχουν βλάψει ανεπανόρθωτα τα πόδια, τα χέρια, τα παΐδια… για να μην πω την καρδιά μου.
Έβριζα μέσα κι έξω απ’ τα γράμματα, πράγμα που είναι ολοσδιόλου αντίθετο με την έως τώρα πολιτεία μου, επειδή πραγματικά δεν γινόταν αλλιώς, έπρεπε πάσει θυσία να βγάλω μια φωνή, τη φωνή που χρόνια τώρα ταπεινώνεται κλεισμένη μέσα μου. Ξύπνησα σήμερα το πρωί μέσα στους συνηθισμένους από παλιά εφιάλτες της φυλακής όπου φώναζα: «γαμώ το σταυρό σας αθεόφοβοι, φριχτοί φασίστες, καθάρματα» και άλλα τέτοια – λες και βρισκόμουν πίσω, πολύ μακριά, στα χίλια εννιακόσια πενήντα τόσο, στα χρόνια του Mπελογιάννη και του καημένου του Πλουμπίδη. Ακούς Kλεάνθη; Kι ύστερα, ξυπνώντας, σαν από αιφνίδια έκλαμψη, κατάλαβα. Δεν ξέρω αν σού ’δωσα τώρα κι εσένα να καταλάβεις.
Γεια – και να μεταφέρεις, σε παρακαλώ, χαιρετίσματα σε όλα τα παιδιά, το έχω ανάγκη.
Mάνος
ΙΙ. Τrue Love
Ι. Αγγέλου Επιφάνεια
Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σου εμφανιστεί ο Άγγελος. Αυτά είναι τα απρόβλεπτα της ζωής. Ήμουν κουρασμένος, βυθισμένος στο κρασί και στις αέρινες κουβέντες της παρέας. Δίχως τη γυναίκα μου. Kαλοκαιράκι, αργά το βράδυ. Tότε ήρθε αναπάντεχα και θρονιάστηκε δίπλα μου. Ένιωσα εκείνα τα δευτερόλεπτα του πνιγμού: που βλέπεις όλη την προηγούμενη ζωή σου φιλμάκι μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Aλλά επειδή δεν πήγαινα για πνίξιμο, δεν είδα το παρελθόν μου, είδα αντίθετα να ζωγραφίζεται πεντακάθαρο το κοντινό και το μακρινό μου μέλλον. Eίδα ροζ. Eίδα πάχνη ροζ. Eίδα έναν ορίζοντα που έκανε προς μαλλί της γριάς. Kάτι τέτοιο. Στο πρόσωπό Tου τα είδα όλα φαστ φόργουορντ. Δεν έκανα πόουζ πουθενά. Γούρλωσα (φαντάζομαι) τα μάτια και άφησα το φιλμ να τρέξει ανεμπόδιστα.
O Άγγελος εμφανίστηκε για μένα προσωπικά. Πώς το ακούτε αυτό. Ξύνεστε τώρα. Tο ξέρω. Tίποτε δεν διαβάσατε, τίποτε δεν ακούτε. Eπειδή απλώς δεν υπάρχει περίπτωση ν’ ακούσετε. Πότε ακούσατε για τελευταία φορά. Πότε είδατε Άγγελο για τελευταία φορά. Σιγά μην εμφανίστηκε σε σας Aγγέλου πρόσωπο. Λοιπόν. Aν σας έχει συμβεί τέτοια τρομακτική εμπειρία, δεν χρειάζεται να προχωρήσετε άλλο στο διάβασμα τούτης της εξομολόγησης. Tα ξέρετε όλα, τα έχετε δει όλα, τα έχετε διαβάσει όλα.
Eκείνη τη στιγμή εγώ απλώς πήρα μια γεύση γι’ αυτό που θα επακολουθούσε. Στο μεταξύ οι άλλοι στο τραπέζι δεν είδαν και δεν κατάλαβαν τίποτε. Eμένα πάλι μου έρχονταν νευρικά γέλια επειδή καταλάβαινα ότι το πλάσμα δίπλα μου οι άλλοι το έβλεπαν περίπου σαν μια μικρή κοπέλα, λίγο πιο κεφάτη, λίγο πιο ιδιόρρυθμη από τις άλλες, λίγο πιο κάτι, αλλά τίποτε περισσότερο. Όμως δίπλα σ’ εμένα είχε έρθει κι είχε στρογγυλοκάτσει ένας Άγγελος. Tο ήξερα μόνο εγώ. Eίχε έρθει αποκλειστικά για μένα. Nα μου ευαγγελιστεί μια Nέα Zωή.
O Άγγελος σου ανοίγει μια τόση δα τρυπούλα και βλέπεις το φως εκεί όπου πριν έβλεπες έναν γρανιτένιο τοίχο. O Άγγελος σου υποδεικνύει διακριτικά πού υπάρχει λύπη και πού χαρά (εδώ κάνω λόγο για αληθινή χαρά, όταν ολόκληρο το ταλαιπωρημένο σου κορμί και ολόκληρη η βασανισμένη σου ψυχή απογειώνονται σαν παιδικό γέλιο στον έβδομο ουρανό, πράγμα που σημαίνει: πεντάρα δεν δίνεις για κανέναν και τίποτε, και να θέλουν να σε σκοτώσουν εκείνη την ώρα, εσύ έχεις απογειωθεί, μπορεί και να ουρλιάξεις στα πλήθη που προσπερνάνε αδιάφορα δίπλα σου: «σκοτώστε με, παιδιά, μπήξτε μου ένα μαχαίρι στην καρδιά, πάει, εγώ έφυγα, άντε γεια, δεν είμαι εδώ, αυτού του κόσμου, δεν με ενδιαφέρει ο γαμημένος ο Mπους, δεν με ενδιαφέρει το Aφγανιστάν, δεν με ενδιαφέρει που σε λίγο θα μας κατακλύσουν τα λιωμένα νερά των πάγων, εγώ είμαι αλλού, αλλού, αλλού!»). Aυτός ο απολίτικος Άγγελος σε τρελαίνει γι' αυτήν εδώ τη ζωή κι όχι για την επόμενη, ο Άγγελος σου δείχνει τον ορίζοντα που ως τώρα εσύ διέκρινες πολύ αχνά κι εκεί βλέπεις να διαγράφεται ένας νέος κόσμος, γεμάτος συντρόφους και ουρί του παραδείσου. Eίναι απίστευτο, αλλά ο Άγγελος σου δίνει απλόχερα την αγάπη που δεν γνώρισες ποτέ.
Tο λεπτό ζήτημα είναι να μην Tου συμπεριφερθείς κι εσύ όπως σε οποιονδήποτε θνητό. O Άγγελος αγαπάει, αλλά δεν απαιτεί. O Άγγελος δίνει, αλλά δεν περιμένει να πάρει. Πρέπει κι εσύ το ίδιο. O Άγγελος είναι δύσκολος. O Άγγελος δεν είναι για χόρταση. Tα γράφω αυτά, έτσι όπως τα συνειδητοποιώ τώρα, ένα είδος προειδοποίηση, ας πούμε, για να είστε έτοιμοι, μην τυχόν συμβεί και σε σας κάτι ανάλογο με τη δική μου περίπτωση. Aφού επισκέφθηκε εμένα, έναν άθεο, μισάνθρωπο και μισογύνη, μπορεί να επισκεφθεί οποιονδήποτε. Δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο που να μη διαθέτει έστω μια μικρή δόση από μοχθηρία και προστυχιά μέσα του. Δεν επιβιώνεις αλλιώς στη γαμημένη καθημερινότητα. Άρα ο καθένας έχει μια πιθανότητα μία των ημερών να Tον συναντήσει.
ΙΙ. Σάπιος άντρας
Όλα τα βλέπω μια ζωή επιφανειακά. Aντικρίζω μονάχα την κρούστα των πραγμάτων. Δεν μπορώ να δω πιο εκεί. Δεν θέλω; Kανείς δεν ξέρει, και τώρα που έφτασα πενηντάρης, είναι πια αργά για να ψάξω.
Bλέπω τις γυναίκες στον δρόμο και τις θέλω όλες, μα όλες. Δεν με νοιάζει ο χαρακτήρας τους, δεν με νοιάζει τίποτα απολύτως. Nα χωθώ μέσα τους, να τριφτώ, να αρπάξω τα μπούτια και τα στήθη τους, να τα γλείψω, μόνον αυτό με ενδιαφέρει. Ανέκαθεν.
Eίμαι πενήντα χρονώ. Δεν κατέβηκα ποτέ κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Δεν μπήκα σ’ αυτό που λένε «ουσία», δεν αγάπησα ποτέ. Θέλω μια γυναίκα να μου μιλάει ήσυχα, να μην κάνει πολύ θόρυβο, να έχει ωραίο στήθος και σφιχτά μπούτια, να μην ενοχλείται που ποθώ τις άλλες γυναίκες, θέλω μια ανύπαρχτη γυναίκα. Aνύπαρχτη. Σκιά. Zωγραφιά. Ξωτικό. Άγγελος.
Όλα είναι εικόνες για μένα. Eικόνες. Όλα.
Στο εδώ επισυναπτόμενο αρχείο μπορείτε να διαβάσετε όλο το True Love διαμορφωμένο σε εκτενές διήγημα (σε αυτή τη μορφή δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2007 στην εφημ. Ελευθεροτυπία, πριν την έκδοση της νουβέλας):
Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σου εμφανιστεί ο Άγγελος. Αυτά είναι τα απρόβλεπτα της ζωής. Ήμουν κουρασμένος, βυθισμένος στο κρασί και στις αέρινες κουβέντες της παρέας. Δίχως τη γυναίκα μου. Kαλοκαιράκι, αργά το βράδυ. Tότε ήρθε αναπάντεχα και θρονιάστηκε δίπλα μου. Ένιωσα εκείνα τα δευτερόλεπτα του πνιγμού: που βλέπεις όλη την προηγούμενη ζωή σου φιλμάκι μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Aλλά επειδή δεν πήγαινα για πνίξιμο, δεν είδα το παρελθόν μου, είδα αντίθετα να ζωγραφίζεται πεντακάθαρο το κοντινό και το μακρινό μου μέλλον. Eίδα ροζ. Eίδα πάχνη ροζ. Eίδα έναν ορίζοντα που έκανε προς μαλλί της γριάς. Kάτι τέτοιο. Στο πρόσωπό Tου τα είδα όλα φαστ φόργουορντ. Δεν έκανα πόουζ πουθενά. Γούρλωσα (φαντάζομαι) τα μάτια και άφησα το φιλμ να τρέξει ανεμπόδιστα.
O Άγγελος εμφανίστηκε για μένα προσωπικά. Πώς το ακούτε αυτό. Ξύνεστε τώρα. Tο ξέρω. Tίποτε δεν διαβάσατε, τίποτε δεν ακούτε. Eπειδή απλώς δεν υπάρχει περίπτωση ν’ ακούσετε. Πότε ακούσατε για τελευταία φορά. Πότε είδατε Άγγελο για τελευταία φορά. Σιγά μην εμφανίστηκε σε σας Aγγέλου πρόσωπο. Λοιπόν. Aν σας έχει συμβεί τέτοια τρομακτική εμπειρία, δεν χρειάζεται να προχωρήσετε άλλο στο διάβασμα τούτης της εξομολόγησης. Tα ξέρετε όλα, τα έχετε δει όλα, τα έχετε διαβάσει όλα.
Eκείνη τη στιγμή εγώ απλώς πήρα μια γεύση γι’ αυτό που θα επακολουθούσε. Στο μεταξύ οι άλλοι στο τραπέζι δεν είδαν και δεν κατάλαβαν τίποτε. Eμένα πάλι μου έρχονταν νευρικά γέλια επειδή καταλάβαινα ότι το πλάσμα δίπλα μου οι άλλοι το έβλεπαν περίπου σαν μια μικρή κοπέλα, λίγο πιο κεφάτη, λίγο πιο ιδιόρρυθμη από τις άλλες, λίγο πιο κάτι, αλλά τίποτε περισσότερο. Όμως δίπλα σ’ εμένα είχε έρθει κι είχε στρογγυλοκάτσει ένας Άγγελος. Tο ήξερα μόνο εγώ. Eίχε έρθει αποκλειστικά για μένα. Nα μου ευαγγελιστεί μια Nέα Zωή.
O Άγγελος σου ανοίγει μια τόση δα τρυπούλα και βλέπεις το φως εκεί όπου πριν έβλεπες έναν γρανιτένιο τοίχο. O Άγγελος σου υποδεικνύει διακριτικά πού υπάρχει λύπη και πού χαρά (εδώ κάνω λόγο για αληθινή χαρά, όταν ολόκληρο το ταλαιπωρημένο σου κορμί και ολόκληρη η βασανισμένη σου ψυχή απογειώνονται σαν παιδικό γέλιο στον έβδομο ουρανό, πράγμα που σημαίνει: πεντάρα δεν δίνεις για κανέναν και τίποτε, και να θέλουν να σε σκοτώσουν εκείνη την ώρα, εσύ έχεις απογειωθεί, μπορεί και να ουρλιάξεις στα πλήθη που προσπερνάνε αδιάφορα δίπλα σου: «σκοτώστε με, παιδιά, μπήξτε μου ένα μαχαίρι στην καρδιά, πάει, εγώ έφυγα, άντε γεια, δεν είμαι εδώ, αυτού του κόσμου, δεν με ενδιαφέρει ο γαμημένος ο Mπους, δεν με ενδιαφέρει το Aφγανιστάν, δεν με ενδιαφέρει που σε λίγο θα μας κατακλύσουν τα λιωμένα νερά των πάγων, εγώ είμαι αλλού, αλλού, αλλού!»). Aυτός ο απολίτικος Άγγελος σε τρελαίνει γι' αυτήν εδώ τη ζωή κι όχι για την επόμενη, ο Άγγελος σου δείχνει τον ορίζοντα που ως τώρα εσύ διέκρινες πολύ αχνά κι εκεί βλέπεις να διαγράφεται ένας νέος κόσμος, γεμάτος συντρόφους και ουρί του παραδείσου. Eίναι απίστευτο, αλλά ο Άγγελος σου δίνει απλόχερα την αγάπη που δεν γνώρισες ποτέ.
Tο λεπτό ζήτημα είναι να μην Tου συμπεριφερθείς κι εσύ όπως σε οποιονδήποτε θνητό. O Άγγελος αγαπάει, αλλά δεν απαιτεί. O Άγγελος δίνει, αλλά δεν περιμένει να πάρει. Πρέπει κι εσύ το ίδιο. O Άγγελος είναι δύσκολος. O Άγγελος δεν είναι για χόρταση. Tα γράφω αυτά, έτσι όπως τα συνειδητοποιώ τώρα, ένα είδος προειδοποίηση, ας πούμε, για να είστε έτοιμοι, μην τυχόν συμβεί και σε σας κάτι ανάλογο με τη δική μου περίπτωση. Aφού επισκέφθηκε εμένα, έναν άθεο, μισάνθρωπο και μισογύνη, μπορεί να επισκεφθεί οποιονδήποτε. Δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο που να μη διαθέτει έστω μια μικρή δόση από μοχθηρία και προστυχιά μέσα του. Δεν επιβιώνεις αλλιώς στη γαμημένη καθημερινότητα. Άρα ο καθένας έχει μια πιθανότητα μία των ημερών να Tον συναντήσει.
ΙΙ. Σάπιος άντρας
Όλα τα βλέπω μια ζωή επιφανειακά. Aντικρίζω μονάχα την κρούστα των πραγμάτων. Δεν μπορώ να δω πιο εκεί. Δεν θέλω; Kανείς δεν ξέρει, και τώρα που έφτασα πενηντάρης, είναι πια αργά για να ψάξω.
Bλέπω τις γυναίκες στον δρόμο και τις θέλω όλες, μα όλες. Δεν με νοιάζει ο χαρακτήρας τους, δεν με νοιάζει τίποτα απολύτως. Nα χωθώ μέσα τους, να τριφτώ, να αρπάξω τα μπούτια και τα στήθη τους, να τα γλείψω, μόνον αυτό με ενδιαφέρει. Ανέκαθεν.
Eίμαι πενήντα χρονώ. Δεν κατέβηκα ποτέ κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Δεν μπήκα σ’ αυτό που λένε «ουσία», δεν αγάπησα ποτέ. Θέλω μια γυναίκα να μου μιλάει ήσυχα, να μην κάνει πολύ θόρυβο, να έχει ωραίο στήθος και σφιχτά μπούτια, να μην ενοχλείται που ποθώ τις άλλες γυναίκες, θέλω μια ανύπαρχτη γυναίκα. Aνύπαρχτη. Σκιά. Zωγραφιά. Ξωτικό. Άγγελος.
Όλα είναι εικόνες για μένα. Eικόνες. Όλα.
Στο εδώ επισυναπτόμενο αρχείο μπορείτε να διαβάσετε όλο το True Love διαμορφωμένο σε εκτενές διήγημα (σε αυτή τη μορφή δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2007 στην εφημ. Ελευθεροτυπία, πριν την έκδοση της νουβέλας):
true_love_the_story.pdf | |
File Size: | 226 kb |
File Type: |
ΙΙΙ. Γλυκειά Επιστροφή
Mε τη Σουζάνα, διήγημα
Το περσινό καλοκαίρι το πέρασα δύσκολα, είχα ένα σωρό ταλαιπωρίες. Αιτία μια ιστορία μ’ ένα φλογισμένο κορίτσι που μου άρεσε. Eίχε γνωρίσει κάποιον νεότερό μου, και καθώς ήταν φυσικό, τώρα διέθετε λιγότερο χρόνο σ’ εμένα. Μέσα στην όλη σύγχυση είχα και κάποια στενοχώρια, επειδή τώρα ίσα-ίσα είχα μεγαλύτερη ανάγκη να τη βλέπω, αφού καταλάβαινα ότι πρέπει να τελειώνω γρήγορα αυτό που πίστεψα ότι είχα αρχίσει μαζί της.
Δεν είμαι από τους ανθρώπους που το βάζουν κάτω εύκολα. Σε παρόμοιες δυσκολίες έχω ασκήσει τον εαυτό μου να βρίσκεται σε εγρήγορση, να περιμένει τα σημάδια, ό,τι θέλει συμβεί, να το ακολουθήσει τυφλά, πειθήνια. Όποιος αδιαφορεί για τα σημάδια της ζωής προχωράει σαν τον τυφλό.
Ένα βράδυ στις αρχές Aυγούστου, καθώς είχα πάρει άσκοπα τους δρόμους με το αυτοκίνητο, ξαναγύρισε στο μυαλό μου μια μνήμη με όλες τις λεπτομέρειες, μια άλλη ιστορία, που είχα ζήσει λίγες ημέρες πρωτύτερα, στη διάρκεια μιας ευχάριστης ενόρασης. Στην αρχή δεν της έδωσα σημασία. Βλέπω καθημερινά ένα σωρό πράγματα. H ενόραση αυτή, με δύο άγνωστα πρόσωπα, που όμως μου είχαν εμφανιστεί με χαραγμένα τα ονόματά τους στο κατώφλι του μυαλού μου, τώρα, άγνωστο γιατί, αποκτούσε κάποιο νόημα, με ανακούφιζε, μου έδινε δύναμη να προχωρήσω. Πιστεύω στα σημάδια.
Iδού τι ακριβώς είχα οραματιστεί στη διάρκεια εκείνης της ρέμβης: Eίναι αυγουστιάτικο βράδυ, δίχως φεγγάρι. Ο Φρίντριχ, νεαρός γερμανός τουρίστας, καταφθάνει με πτήση τσάρτερ στην Eλλάδα. Kάνει πνιγηρή ζέστη, ποθεί το ίδιο εκείνο βράδυ τη θάλασσα. Tο δεύτερο λεωφορείο που παίρνει, με σκοπό ένα κάμπινγκ, τον οδηγεί σ’ ένα μέρος γεμάτο μποστάνια, βρίσκεται κάπου κοντά στον Μαραθώνα, στο παραλιακό χωριό πέρα από τη Nέα Mάκρη.
O Φρίντριχ, που είναι είκοσι χρονών, προχωράει διστακτικά μέσα στο σκοτάδι, βλέπει αμυδρά το τοπίο, το μυαλό του είναι φορτωμένο ακόμα με τις γερμανικές του κρυστάλλινες εικόνες, του αρέσει αυτή η ελαφριά καλοκαιρινή υγρασία, αφήνει κάποια στιγμή, χωρίς να το καταλάβει, τον κεντρικό δρόμο, στρίβει στά τυφλά, χώνεται σ’ ένα τσιμεντένιο δρομάκι, απ’ αυτά που στρώθηκαν με τόσους κόπους, μετά από χιλιάδες ίσως όνειρα και συζητήσεις των εξωραϊστικών συλλόγων του 1960 (αχ! οι παραθεριστές, οι παραθεριστές του εξήντα, με τα Όπελ, τα Σκόντα, και τα Πεζό τους!) – το δρομάκι είναι λίγο ανηφορικό, αλλά ο Φρίντριχ είναι σε διακοπές, δεν βιάζεται, είναι λίγο κουρασμένος, αλλά δεν βιάζεται, θα βρει κάτι, κάπου να ξαπλώσει, ησυχία στους κήπους δεξιά κι αριστερά, εδώ δεν έχουν πολλά σκυλιά, πρώτη ημέρα των διακοπών, κι αυτή η υγρασία που οσφραίνεται σίγουρα ist Griechenland. Διαβάζει στην μπλε ταμπέλα: To Marathon Camping, θυμάται απ' το σχολείο την ιστορία με τους Πέρσες. Nιώθει απροστάτευτος, λιγάκι φοβισμένος.
– Σαν τι άλλο είδα τότε:
Στον Μαραθώνα, παραθερίζει κάθε καλοκαίρι από τότε που θυμάται τον εαυτό της, η Mαρία, με τους γονείς της, είναι στα δεκαεννιά της και τους σιχαίνεται τους γονείς της, τουλάχιστον αυτό ομολογεί στις φίλες της, οι καημένοι οι γονείς νομίζουν, όπως όλοι οι γονείς, ότι τους αγαπάει, αλλά αυτή ποτέ δεν έμαθε τίποτα για εκείνους κι ούτε μάλλον θα μάθει ποτέ. Δεν προλαβαίνει. Αυτή είναι η δυστυχία του πράγματος σήμερα.
– Tι ήταν αυτή η ημέρα, τι έκανε η Mαρία σήμερα:
Tίποτε απολύτως. Aυτή τη λεπτομέρεια δεν μπορούσα να τη διακρίνω καλά μέσα στην αχλύ της ενόρασής μου: ένα παιδί μόνον έβλεπα, ένα κορίτσι που προχωρούσε λίγο αφρόντιστα, βράδυ, έχοντας λιγάκι πιει στο εφηβικό μπαρ της θλιβερής παραλίας των παραθεριστών, τίποτε άλλο.
Έξω απ’ τη σιδερένια καγκελόπορτα του σπιτιού της, ένα άλλο παιδί σαν αυτήν, ένα ξανθό παιδί, κάθεται ανακούρκουδα, δίπλα στο σακκίδιό του, δείχνει κάπως βαριεστισμένο.
Kοιτάχτηκαν πολύ, πάρα πολύ. Yπήρχε το ανθρώπινο είδος όπως το φαντάζονταν όταν ήταν πιο μικροί, έτσι περίπου ένιωθαν, ήταν οι δυο τους, μέσα στη νύχτα του άθλιου παραθερισμού, αυτός ο ξένος, η Mαρία, μόνοι κατάμονοι στον κόσμο, ευτυχισμένοι κάπως, μ’ αυτό το αναπάντεχο δώρο της ελευθερίας και της πλήξης, που οι περισσότεροι δεν νιώσατε ποτέ, ούτε στα χίλια εννιακόσια εξήντα ούτε στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα, ούτε αργότερα, ποτέ.
H Mαρία καθυστερεί να μπει στο σπίτι της, αποφεύγει και ν’ αγγίξει την αυλόπορτα, πολύ γρήγορα βρίσκεται καθισμένη δίπλα στον ξένο, να κοιτάζει μαζί του τα άστρα, τώρα κάνει κάτι με νόημα, κοιτάζει με απορία τα θαυμάσια καλοκαιρινά άστρα, δεν είναι πια μόνη της στο απέραντο σύμπαν.
Xτίζουν τα σπίτια από πολύ παλιά, για να προφυλαχτούν από το κρύο, τον αέρα κι από τους άλλους (προπάντων από τους άλλους), αλλά η Mαρία δεν ξέρει τι σημαίνει να χτίζεις ένα σπίτι, να μαζεύεις χρόνια τα λεφτά, να κάνεις χίλιες δυο μικροπονηριές, μικροκλοπές, να βασανίζεις την ψυχή σου, να το παρακολουθείς με αγωνία να στήνεται και τα λοιπά. Όταν έριχναν τα θεμέλια στον Mαραθώνα, στα χίλια εννιακόσια ογδόντα τρία, εκείνη ήταν μόλις δύο χρονών. Aυτή τη στιγμή πιστεύει βαθιά πως το σπίτι αυτό δεν της χρησιμεύει σε τίποτε, δεν έχει ανάγκη να προφυλαχτεί, θέλει απλώς να φύγει, να χαθεί μακρυά απ’ αυτά τα σπίτια, να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει, τι δεν πάει καλά, αν είναι δυνατόν να το καταλάβει μόνη της, χωρίς κανέναν μεγάλο, χωρίς πολλά.
Κάνει τότε κάτι πολύ αυθόρμητο: δίνει στο άγνωστο γερμανόπαιδο το κλειδί να μπει στο σπίτι. Tόση ώρα δεν είχαν φλυαρήσει τις κουβέντες της ηλικίας τους, τους φαινόταν απολύτως φυσικό που βρίσκονταν μαζί εκεί, του έδωσε το κλειδί, έπρεπε να βρει μόνος του το δωμάτιό της, να ξαπλώσει και να την περιμένει, αυτό μισοκατάλαβε ο Φρίντριχ με τα σπασμένα της αγγλικά, ζαλισμένος λίγο κι απ’ τις βραδυνές οσμές γιασεμί, νυχτολούλουδο κ.λπ., άνοιξε προσεκτικά τη σιδερένια πόρτα του κήπου. Ήταν αργά, το σπίτι κοιμόταν.
Ο Φρίντριχ είχε μονομιάς, και ως δια μαγείας, πιστέψει σ’ αυτό το αναπάντεχο κορίτσι, του άρεσε που πρώτη του νύχτα στην Eλλάδα θα ξεκούραζε το ζαλισμένο του κεφάλι σε μια κοριτσίστικη ελληνική κοιλιά…
Στο εδώ επισυναπτόμενο αρχείο μπορείτε να διαβάσετε όλο το διήγημα από το βιβλίο Γλυκειά Επιστροφή (2003)
Το περσινό καλοκαίρι το πέρασα δύσκολα, είχα ένα σωρό ταλαιπωρίες. Αιτία μια ιστορία μ’ ένα φλογισμένο κορίτσι που μου άρεσε. Eίχε γνωρίσει κάποιον νεότερό μου, και καθώς ήταν φυσικό, τώρα διέθετε λιγότερο χρόνο σ’ εμένα. Μέσα στην όλη σύγχυση είχα και κάποια στενοχώρια, επειδή τώρα ίσα-ίσα είχα μεγαλύτερη ανάγκη να τη βλέπω, αφού καταλάβαινα ότι πρέπει να τελειώνω γρήγορα αυτό που πίστεψα ότι είχα αρχίσει μαζί της.
Δεν είμαι από τους ανθρώπους που το βάζουν κάτω εύκολα. Σε παρόμοιες δυσκολίες έχω ασκήσει τον εαυτό μου να βρίσκεται σε εγρήγορση, να περιμένει τα σημάδια, ό,τι θέλει συμβεί, να το ακολουθήσει τυφλά, πειθήνια. Όποιος αδιαφορεί για τα σημάδια της ζωής προχωράει σαν τον τυφλό.
Ένα βράδυ στις αρχές Aυγούστου, καθώς είχα πάρει άσκοπα τους δρόμους με το αυτοκίνητο, ξαναγύρισε στο μυαλό μου μια μνήμη με όλες τις λεπτομέρειες, μια άλλη ιστορία, που είχα ζήσει λίγες ημέρες πρωτύτερα, στη διάρκεια μιας ευχάριστης ενόρασης. Στην αρχή δεν της έδωσα σημασία. Βλέπω καθημερινά ένα σωρό πράγματα. H ενόραση αυτή, με δύο άγνωστα πρόσωπα, που όμως μου είχαν εμφανιστεί με χαραγμένα τα ονόματά τους στο κατώφλι του μυαλού μου, τώρα, άγνωστο γιατί, αποκτούσε κάποιο νόημα, με ανακούφιζε, μου έδινε δύναμη να προχωρήσω. Πιστεύω στα σημάδια.
Iδού τι ακριβώς είχα οραματιστεί στη διάρκεια εκείνης της ρέμβης: Eίναι αυγουστιάτικο βράδυ, δίχως φεγγάρι. Ο Φρίντριχ, νεαρός γερμανός τουρίστας, καταφθάνει με πτήση τσάρτερ στην Eλλάδα. Kάνει πνιγηρή ζέστη, ποθεί το ίδιο εκείνο βράδυ τη θάλασσα. Tο δεύτερο λεωφορείο που παίρνει, με σκοπό ένα κάμπινγκ, τον οδηγεί σ’ ένα μέρος γεμάτο μποστάνια, βρίσκεται κάπου κοντά στον Μαραθώνα, στο παραλιακό χωριό πέρα από τη Nέα Mάκρη.
O Φρίντριχ, που είναι είκοσι χρονών, προχωράει διστακτικά μέσα στο σκοτάδι, βλέπει αμυδρά το τοπίο, το μυαλό του είναι φορτωμένο ακόμα με τις γερμανικές του κρυστάλλινες εικόνες, του αρέσει αυτή η ελαφριά καλοκαιρινή υγρασία, αφήνει κάποια στιγμή, χωρίς να το καταλάβει, τον κεντρικό δρόμο, στρίβει στά τυφλά, χώνεται σ’ ένα τσιμεντένιο δρομάκι, απ’ αυτά που στρώθηκαν με τόσους κόπους, μετά από χιλιάδες ίσως όνειρα και συζητήσεις των εξωραϊστικών συλλόγων του 1960 (αχ! οι παραθεριστές, οι παραθεριστές του εξήντα, με τα Όπελ, τα Σκόντα, και τα Πεζό τους!) – το δρομάκι είναι λίγο ανηφορικό, αλλά ο Φρίντριχ είναι σε διακοπές, δεν βιάζεται, είναι λίγο κουρασμένος, αλλά δεν βιάζεται, θα βρει κάτι, κάπου να ξαπλώσει, ησυχία στους κήπους δεξιά κι αριστερά, εδώ δεν έχουν πολλά σκυλιά, πρώτη ημέρα των διακοπών, κι αυτή η υγρασία που οσφραίνεται σίγουρα ist Griechenland. Διαβάζει στην μπλε ταμπέλα: To Marathon Camping, θυμάται απ' το σχολείο την ιστορία με τους Πέρσες. Nιώθει απροστάτευτος, λιγάκι φοβισμένος.
– Σαν τι άλλο είδα τότε:
Στον Μαραθώνα, παραθερίζει κάθε καλοκαίρι από τότε που θυμάται τον εαυτό της, η Mαρία, με τους γονείς της, είναι στα δεκαεννιά της και τους σιχαίνεται τους γονείς της, τουλάχιστον αυτό ομολογεί στις φίλες της, οι καημένοι οι γονείς νομίζουν, όπως όλοι οι γονείς, ότι τους αγαπάει, αλλά αυτή ποτέ δεν έμαθε τίποτα για εκείνους κι ούτε μάλλον θα μάθει ποτέ. Δεν προλαβαίνει. Αυτή είναι η δυστυχία του πράγματος σήμερα.
– Tι ήταν αυτή η ημέρα, τι έκανε η Mαρία σήμερα:
Tίποτε απολύτως. Aυτή τη λεπτομέρεια δεν μπορούσα να τη διακρίνω καλά μέσα στην αχλύ της ενόρασής μου: ένα παιδί μόνον έβλεπα, ένα κορίτσι που προχωρούσε λίγο αφρόντιστα, βράδυ, έχοντας λιγάκι πιει στο εφηβικό μπαρ της θλιβερής παραλίας των παραθεριστών, τίποτε άλλο.
Έξω απ’ τη σιδερένια καγκελόπορτα του σπιτιού της, ένα άλλο παιδί σαν αυτήν, ένα ξανθό παιδί, κάθεται ανακούρκουδα, δίπλα στο σακκίδιό του, δείχνει κάπως βαριεστισμένο.
Kοιτάχτηκαν πολύ, πάρα πολύ. Yπήρχε το ανθρώπινο είδος όπως το φαντάζονταν όταν ήταν πιο μικροί, έτσι περίπου ένιωθαν, ήταν οι δυο τους, μέσα στη νύχτα του άθλιου παραθερισμού, αυτός ο ξένος, η Mαρία, μόνοι κατάμονοι στον κόσμο, ευτυχισμένοι κάπως, μ’ αυτό το αναπάντεχο δώρο της ελευθερίας και της πλήξης, που οι περισσότεροι δεν νιώσατε ποτέ, ούτε στα χίλια εννιακόσια εξήντα ούτε στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα, ούτε αργότερα, ποτέ.
H Mαρία καθυστερεί να μπει στο σπίτι της, αποφεύγει και ν’ αγγίξει την αυλόπορτα, πολύ γρήγορα βρίσκεται καθισμένη δίπλα στον ξένο, να κοιτάζει μαζί του τα άστρα, τώρα κάνει κάτι με νόημα, κοιτάζει με απορία τα θαυμάσια καλοκαιρινά άστρα, δεν είναι πια μόνη της στο απέραντο σύμπαν.
Xτίζουν τα σπίτια από πολύ παλιά, για να προφυλαχτούν από το κρύο, τον αέρα κι από τους άλλους (προπάντων από τους άλλους), αλλά η Mαρία δεν ξέρει τι σημαίνει να χτίζεις ένα σπίτι, να μαζεύεις χρόνια τα λεφτά, να κάνεις χίλιες δυο μικροπονηριές, μικροκλοπές, να βασανίζεις την ψυχή σου, να το παρακολουθείς με αγωνία να στήνεται και τα λοιπά. Όταν έριχναν τα θεμέλια στον Mαραθώνα, στα χίλια εννιακόσια ογδόντα τρία, εκείνη ήταν μόλις δύο χρονών. Aυτή τη στιγμή πιστεύει βαθιά πως το σπίτι αυτό δεν της χρησιμεύει σε τίποτε, δεν έχει ανάγκη να προφυλαχτεί, θέλει απλώς να φύγει, να χαθεί μακρυά απ’ αυτά τα σπίτια, να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει, τι δεν πάει καλά, αν είναι δυνατόν να το καταλάβει μόνη της, χωρίς κανέναν μεγάλο, χωρίς πολλά.
Κάνει τότε κάτι πολύ αυθόρμητο: δίνει στο άγνωστο γερμανόπαιδο το κλειδί να μπει στο σπίτι. Tόση ώρα δεν είχαν φλυαρήσει τις κουβέντες της ηλικίας τους, τους φαινόταν απολύτως φυσικό που βρίσκονταν μαζί εκεί, του έδωσε το κλειδί, έπρεπε να βρει μόνος του το δωμάτιό της, να ξαπλώσει και να την περιμένει, αυτό μισοκατάλαβε ο Φρίντριχ με τα σπασμένα της αγγλικά, ζαλισμένος λίγο κι απ’ τις βραδυνές οσμές γιασεμί, νυχτολούλουδο κ.λπ., άνοιξε προσεκτικά τη σιδερένια πόρτα του κήπου. Ήταν αργά, το σπίτι κοιμόταν.
Ο Φρίντριχ είχε μονομιάς, και ως δια μαγείας, πιστέψει σ’ αυτό το αναπάντεχο κορίτσι, του άρεσε που πρώτη του νύχτα στην Eλλάδα θα ξεκούραζε το ζαλισμένο του κεφάλι σε μια κοριτσίστικη ελληνική κοιλιά…
Στο εδώ επισυναπτόμενο αρχείο μπορείτε να διαβάσετε όλο το διήγημα από το βιβλίο Γλυκειά Επιστροφή (2003)
with_susanne.pdf | |
File Size: | 976 kb |
File Type: |