Giacomo Joyce
Α' 1994, Β' 2018
Α' 1994, Β' 2018
Το Giacomo Joyce [είναι] το πρώτο κείμενο που πρέπει να πάρει στα χέρια του
ένας νέος αναγνώστης με στόχο την εκπαίδευσή του στον Τζόις.
Fritz Senn *
* «Όσο και αν το Giacomo Joyce παραμένει αινιγματικό, διαθέτει ένα χρηστικό προτέρημα: είναι σύντομο και εύκολο να το διαχειριστεί κανείς, καθώς προτείνεται σε μικρές ομοιοπαθητικές δόσεις. Απ’ ό,τι αποδεικνύεται όλο και περισσότερο, περιέχει πολλές από τις τζοϊσικές περιπλοκές αλλά ως τώρα τίποτε ανάλογο προς τον απίστευτο όγκο και τις εκτροπές που χαρακτηρίζουν τα μείζονα έργα του. Ίσως αυτό να το καθιστά το πρώτο κείμενο που πρέπει να πάρει στα χέρια του ένας νέος αναγνώστης με στόχο την εκπαίδευσή του στον Τζόις» (Senn Fritz, «On not coming to terms with Giacomo Joyce» στο Hypermedia Joyce Studies, τ. 3, τεύχος 2, Ιανουάριος 2003»).
Πρβλ. και την, από διαφορετική σκοπιά, διαπίστωση του βιογράφου του Τζόις Ρίτσαρντ Έλμαν: «Στους αναγνώστες που έχουν εξοικειωθεί με τις εκτεταμένες μορφικές δομές του Τζόις, το μέγεθος και η άτυπη μορφικά δομή αυτής της τόσο λεπταίσθητης ιστορίας ίσως θεωρηθεί ότι επιζητά υπερβολικά τη συμπάθειά τους» (Giacomo Joyce, Eισαγωγή Richard Ellmann, εκδ. Faber & Faber 1968, σ. ΧΧV).
Πρβλ. και την, από διαφορετική σκοπιά, διαπίστωση του βιογράφου του Τζόις Ρίτσαρντ Έλμαν: «Στους αναγνώστες που έχουν εξοικειωθεί με τις εκτεταμένες μορφικές δομές του Τζόις, το μέγεθος και η άτυπη μορφικά δομή αυτής της τόσο λεπταίσθητης ιστορίας ίσως θεωρηθεί ότι επιζητά υπερβολικά τη συμπάθειά τους» (Giacomo Joyce, Eισαγωγή Richard Ellmann, εκδ. Faber & Faber 1968, σ. ΧΧV).
Μυητικό σεμινάριο στο Τζάκομο Τζόις και, δι' αυτού, στον Τζέιμς Τζόις.
Με κλικ στις εδώ εικόνες μπορείτε να παρακολουθήσετε το μυητικό σεμινάριο που ο Ά. Μ. πρόσφερε στο κοινό του ανήμερα της Bloomsday 2018 (16.06.2018) με αφορμή την πρώτη παρουσίαση στην Αθήνα του τόμου Τζάκομο Τζόις.
Giacomo Joyce
Σύντομο ιστορικό
Σύντομο ιστορικό
Το πεζό ποίημα Giacomo Joyce του Ιρλανδού συγγραφέα Τζέιμς Τζόις (1882-1941) αποτελεί εκ πρώτης όψεως γέννημα μιας τυπικής εν προόδω συγγραφικής διαδικασίας ζυμώσεων στο εργαστήρι του συγγραφέα: εμπειρίες του προσωπικού και κοινωνικού του βίου, στις οποίες εκείνος αποδίδει ορισμένη ποιητική / ηθική αξία, μεταγράφονται είτε ως κρυπτογραφημένη, ημερολογιακή ή ποιητική μορφή poème en prose, είτε ως περίτεχνα σχεδιάσματα μικρο-ιστοριών, είτε ως exercices de style / δοκιμές ύφους που επεξεργάζεται ενόψει του ευρύτερου έργου του.
Αλλά αυτό το μικρό πλην πυκνό στη λογοτεχνική διαστρωμάτωσή του κείμενο των πενήντα μόλις παραγράφων είναι ή, πιο σωστά, μεταπλάθεται στη διάρκεια της επί μακρό διάστημα διαπραγμάτευσής του, σε μήτρα μιας διαφορετικής συγγραφικής ολοκλήρωσης: ο Τζόις αντί να το δημοσιεύσει, προτιμά να το διαφυλάξει δι’ εαυτόν, κατά τον τρόπο που αυτό συμβαίνει με κάποια σχέδια καλλιτεχνών της αναγέννησης τα οποία συγκρατούν, έστω και σε ανολοκλήρωτη μορφή, την πολύτιμη σπερματική πηγή που οδήγησε στα μείζονα έργα τους· ίσως γι’ αυτό και φροντίζει να το καθαρογράψει σε μια εμφανώς εικαστική μορφή.[1]
Αυτή η αυστηρή επιλογή του επέτρεψε μια δεύτερη: να «συλήσει» ολόκληρες περικοπές του κειμένου που κυοφορούσαν σε εμβρυακή μορφή ζωτικές αισθητικές αναζητήσεις του και να τις εντάξει εν προόδω, λιγότερο ή περισσότερο αναμορφωμένες, σε μείζονα έργα του που εκ παραλλήλου επεξεργαζόταν.
Το απόκρυφο αυτό έργο που ο συγγραφέας είχε εγκαταλείψει στην Τεργέστη διέσωσε ο αδελφός του Στανίσλαος. Μετά τον θάνατο εκείνου πέρασε στα χέρια του Ρίτσαρντ Έλμαν, βιογράφου του Tζόις και αυτός, τελικά, το έδωσε στη δημοσιότητα, το 1968, είκοσι επτά χρόνια μετά τον θάνατο του Ιρλανδού.
Η αφετηρία της ιδιόμορφης συγγραφικής και εκδοτικής ιστορίας αυτού του κειμένου εγγράφεται στην αρχή του δημιουργικού βίου του Τζόις: όταν έχει προχωρήσει τη γραφή του Dubliners / Δουβλινέζοι και βρίσκεται στη διαδικασία αναμόρφωσης του πρωτόλειου Steven Hero / Στίβεν ο Ήρωας στη γνωστή μορφή τού Portrait of an Artist as a Young Man / Πορτρέτο του Καλλιτέχνη ως Νέου. Το απόγειο της επεξεργασίας του Giacomo συμπίπτει με τη συγγραφική ωριμότητα του συγγραφέα, όταν, δηλαδή, έχει ολοκληρώσει το Πορτρέτο και πλέον έχει εισέλθει κανονικά στη συγγραφή του επικού Ulysses. Το τέλος αυτής της ενδιαφέρουσας ιστορίας σημειώνει, εννοείται, η μεταθανάτια πλήρης έκδοση του διασωθέντος κειμένου το 1968.
[1] Το πρωτότυπο, καθαρογραμμένο με άψογη καλλιγραφία, χωρίς διορθώσεις, σε οκτώ λυτά φύλλα από βαρύ χαρτί σχεδίασης, μεγάλου σχήματος προστατευόταν από το μπλε κάλυμμα ενός σχολικού τετραδίου (λεπτομέρειες: Giacomo 1968: XI-XII). Το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτού του εικαστικού κειμένου, που κάνει άλλους ερευνητές να παραπέμπουν στο φαντασιακό «Ανοιχτό βιβλίο» του Μαλαρμέ και άλλους να το θεωρούν σχέδιο για πιθανό κινηματογραφικό σενάριο, είναι τα υπολογισμένα με ευδιάκριτη φροντίδα κενά διαστήματα ανάμεσα στις παραγράφους κάθε εδάφιου. Αυτή την εικαστική πλευρά του κειμένου φρόντισε να τονίσει και η πρώτη περιορισμένης κυκλοφορίας έκδοση του Viking Press (1968), αναπαράγοντας φωτοστατικά σ’ εκείνη την πολυτελή έκδοση, ως οbjet d'art, με αντίστοιχη γραφιστική φροντίδα, τις σελίδες του πρωτοτύπου (βλ. και στο βιβλίο κεφ. IV. «Iμερολόγιο Τεργέστης», υποενότητα: v. «Dark Lady / Σκοτεινή Νύμφη», σημ. 170).
Αλλά αυτό το μικρό πλην πυκνό στη λογοτεχνική διαστρωμάτωσή του κείμενο των πενήντα μόλις παραγράφων είναι ή, πιο σωστά, μεταπλάθεται στη διάρκεια της επί μακρό διάστημα διαπραγμάτευσής του, σε μήτρα μιας διαφορετικής συγγραφικής ολοκλήρωσης: ο Τζόις αντί να το δημοσιεύσει, προτιμά να το διαφυλάξει δι’ εαυτόν, κατά τον τρόπο που αυτό συμβαίνει με κάποια σχέδια καλλιτεχνών της αναγέννησης τα οποία συγκρατούν, έστω και σε ανολοκλήρωτη μορφή, την πολύτιμη σπερματική πηγή που οδήγησε στα μείζονα έργα τους· ίσως γι’ αυτό και φροντίζει να το καθαρογράψει σε μια εμφανώς εικαστική μορφή.[1]
Αυτή η αυστηρή επιλογή του επέτρεψε μια δεύτερη: να «συλήσει» ολόκληρες περικοπές του κειμένου που κυοφορούσαν σε εμβρυακή μορφή ζωτικές αισθητικές αναζητήσεις του και να τις εντάξει εν προόδω, λιγότερο ή περισσότερο αναμορφωμένες, σε μείζονα έργα του που εκ παραλλήλου επεξεργαζόταν.
Το απόκρυφο αυτό έργο που ο συγγραφέας είχε εγκαταλείψει στην Τεργέστη διέσωσε ο αδελφός του Στανίσλαος. Μετά τον θάνατο εκείνου πέρασε στα χέρια του Ρίτσαρντ Έλμαν, βιογράφου του Tζόις και αυτός, τελικά, το έδωσε στη δημοσιότητα, το 1968, είκοσι επτά χρόνια μετά τον θάνατο του Ιρλανδού.
Η αφετηρία της ιδιόμορφης συγγραφικής και εκδοτικής ιστορίας αυτού του κειμένου εγγράφεται στην αρχή του δημιουργικού βίου του Τζόις: όταν έχει προχωρήσει τη γραφή του Dubliners / Δουβλινέζοι και βρίσκεται στη διαδικασία αναμόρφωσης του πρωτόλειου Steven Hero / Στίβεν ο Ήρωας στη γνωστή μορφή τού Portrait of an Artist as a Young Man / Πορτρέτο του Καλλιτέχνη ως Νέου. Το απόγειο της επεξεργασίας του Giacomo συμπίπτει με τη συγγραφική ωριμότητα του συγγραφέα, όταν, δηλαδή, έχει ολοκληρώσει το Πορτρέτο και πλέον έχει εισέλθει κανονικά στη συγγραφή του επικού Ulysses. Το τέλος αυτής της ενδιαφέρουσας ιστορίας σημειώνει, εννοείται, η μεταθανάτια πλήρης έκδοση του διασωθέντος κειμένου το 1968.
[1] Το πρωτότυπο, καθαρογραμμένο με άψογη καλλιγραφία, χωρίς διορθώσεις, σε οκτώ λυτά φύλλα από βαρύ χαρτί σχεδίασης, μεγάλου σχήματος προστατευόταν από το μπλε κάλυμμα ενός σχολικού τετραδίου (λεπτομέρειες: Giacomo 1968: XI-XII). Το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτού του εικαστικού κειμένου, που κάνει άλλους ερευνητές να παραπέμπουν στο φαντασιακό «Ανοιχτό βιβλίο» του Μαλαρμέ και άλλους να το θεωρούν σχέδιο για πιθανό κινηματογραφικό σενάριο, είναι τα υπολογισμένα με ευδιάκριτη φροντίδα κενά διαστήματα ανάμεσα στις παραγράφους κάθε εδάφιου. Αυτή την εικαστική πλευρά του κειμένου φρόντισε να τονίσει και η πρώτη περιορισμένης κυκλοφορίας έκδοση του Viking Press (1968), αναπαράγοντας φωτοστατικά σ’ εκείνη την πολυτελή έκδοση, ως οbjet d'art, με αντίστοιχη γραφιστική φροντίδα, τις σελίδες του πρωτοτύπου (βλ. και στο βιβλίο κεφ. IV. «Iμερολόγιο Τεργέστης», υποενότητα: v. «Dark Lady / Σκοτεινή Νύμφη», σημ. 170).
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά σε δεύτερη, πλήρως αναθεωρημένη έκδοση, τον Απρίλιο του 2018 (εκδ. Τόπος), στην επέτειο των 50 χρόνων από την πρώτη του διεθνή έκδοση.
Ο Ά. Μ. μετέφρασε για πρώτη φορά το βιβλίο αυτό το 1994. Έκτοτε υπήρξαν πολλές νεότερες έρευνες, τοποθετήσεις και αναφορές στο έργο. Η νέα έκδοση περιλαμβάνει νέα μετάφραση, νέα εισαγωγή, νέα σχόλια, νέο επίμετρο. Δεξιά παρακολουθείτε ένα σύντομο promo video ενόψει της παρουσίασης του βιβλίου ανήμερα της Bloomsday 2018. Στη σελίδα των συνεντεύξεων μπορείτε να ακούσετε αποσπάσματα από τη σχετική συζήτηση στο Β' πρόγραμμα ΕΡΤ με τον Φώτη Απέργη και στο Γ' πρόγραμμα ΕΡΤ με την Αφροδίτη Κοσμά. |
|
H παλαιά (Σμίλη 1994) και
η νέα έκδοση του βιβλίου (Τόπος 2018) |
Ο Ά. Μ. στην Τεργέστη δίπλα στο άγαλμα του Τζόις. Το έργο (του Τριεστίνου γλύπτη Νino Spagnoli) τοποθετήθηκε το 2004 στο γεφυράκι του Canal Grande (Via Roma 16) με την αφορμή της 100ής επετείου από την άφιξη του Ιρλανδού στην πόλη.
|
Επιμέρους προδιαγραφές
Το Giacomo Joyce έχει ως εμφανή θέματα τον καημό του ανεκπλήρωτου έρωτα, την απώλεια της ερωτοπαθούς νεότητας και την, περίπου εξ ορισμού, αναπόφευκτη εξορία του συγγραφέα στον εξώστη του θεάτρου της πραγματικής ζωής. Σε μια βαθύτερη ανασκαφή, και υπό την εποπτεία που μας επιτρέπει το σύνολο του τζοϊσικού corpus καθώς και το πλήθος των μελετών που το συνοδεύουν εδώ και πενήντα χρόνια, το κείμενο δοκιμάζει να ιχνηλατήσει τα νεφελώδη όρια μιας πολύ προσωπικής, και πολύ «ελευθεριακής» (όχι μόνο για την εποχή της) ερωτικής ηθικής· μιας ηθικής προσανατολισμένης σε μια απαιτητική συντροφικότητα που υπερβαίνει τις αστικές συμβάσεις του γάμου, της οικογένειας κλπ.
Ως χρόνος αυτής της κρυπτικής ιστορίας μπορεί να θεωρηθεί ο χρόνος που το έργο απασχόλησε τον Τζόις: η δεκαετία που οδηγεί στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με απόγειο τα έτη 1911-1914· ως σκηνικό ο τόπος που γράφτηκε και επαρκώς επισημαίνεται σ’ αυτό το έργο, η ιστορική πόλη της Τεργέστης – όπου ο Τζόις έζησε μαζί με τη σύντροφό του Νόρα Μπάρνακλ τα δεκαέξι πιο γόνιμα χρόνια της ζωής του.
Διά της βιογραφίας ερμηνεία
Με την ευκαιρία ο αναγνώστης θα πρέπει να γνωρίζει ότι τα περισσότερα γεγονότα της βιογραφίας του Ιρλανδού που συνοδεύουν, οικοδομούν, συμπληρώνουν την κριτική / ερμηνευτική μας ανάγνωση στον παρόντα τόμο, δεν απορρέουν αποκλειστικώς από εξωκειμενικές βιογραφικές πηγές. Ο Τζόις, σε μια αγωνιώδη δοκιμασία οντολογικής αυτοσυνειδησίας, επεξεργαζόταν από νεαρή ηλικία εκφάνσεις της ζωής του που έκρινε ότι σηματοδούν την πορεία του στη ζωή και τη γραφή, σε ένα είδος αποκαλυπτικών σημειώσεων, τις «Επιφάνειες» και εκ παραλλήλου σε διαφορετικά σημειώματα για τις αναγνώσεις του άλλων συγγραφέων, σε επιστολές, στίχους, ημερολόγια, σχεδιάσματα κάθε είδους, αλλά, πάνω απ’ όλα, μέσα στο ίδιο το έργο του.
Ο Τζόις, πράγματι, διαρκώς μετέγραφε, διέγραφε, αντέγραφε, κατέγραφε, περιέγραφε, ανέπλαθε εξοντωτικά τη ζωή του στο έπακρο των αντοχών της φαντασίας και του μυαλού του, με αφορμή οποιοδήποτε, μικρό ή μεγάλο περιστατικό της καθημερινότητάς του σε βαθμό που τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και τη βιογραφία του να παραμένουν απροσδιόριστα. Αν, όπως έχει πολλές φορές διαπιστωθεί, τα μείζονα έργα του, το Ulysses και το Finnegans Wake, συγκροτούν τη διανοητική, φιλοσοφική και αισθητική σύνοψη του 20ού αιώνα, η ίδια η ζωή του υπήρξε ένα εν προόδω χωνευτήρι όπου κυρίαρχα συστατικά της σύγχρονής του σκέψης του 20ού αιώνα δοκιμάστηκαν πρώτα ως βιωματική εμπειρία και μετά ως ριζοσπαστική γραφή, σε βαθμό ώστε, από ένα σημείο κι έπειτα, να είναι δυσδιάκριτο τι προϋπήρξε, μια ανατρεπτική γραφή που οδήγησε σε δύσκολο βίωμα ή ένα δεύτερο που σαρκώθηκε στην πρώτη…
Δεν είναι εν προκειμένω τυχαίο ότι η κριτική ανάγνωση που ο ίδιος ο Τζόις επεφύλαξε στο έργο άλλων συγγραφέων (Ίψεν, Μπλέικ, Ντιφόου και, κυρίως, Σέξπιρ) κατέχεται από ανάλογη «βιογραφική» εμμονή καθώς αναλύει στο κάθε έργο θέμα, υπόθεση, χαρακτήρες κλπ. σε στενή συνάφεια με τη βιογραφία του δημιουργού του. Αντίστοιχη κριτική στάση, στον βαθμό του δυνατού, επιχειρεί και η διερεύνηση / διαχείριση εκ μέρους μας του πυκνότατου εμφανούς και αφανούς υλικού που συγκροτεί την ιστορία του Giacomo Joyce.
Η αδύνατη μετάφραση
Δουλειά του μεταφραστή δεν είναι να κάνει το σκοτεινό ξεκάθαρο,
αλλά να αποδώσει μια ισοδύναμη σκοτεινιά.
Robyn Marsack
Είναι γεγονός ότι τα κείμενα του Τζόις προβληματίζουν τον επίδοξο μεταφραστή τους κατά τον τρόπο που αυτό συμβαίνει με τα ποιητικά έργα. Επομένως αν, κατά τη γνωστή ρήση του Ρόμπερτ Φροστ, «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση»,[5] τότε στα κείμενα του Τζόις που όλα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αντλούν τη γοητεία τους από την πολύτροπη ποιητικότητα της γλώσσας του, ο κίνδυνος να χαθεί κατά τη μετάφραση η ποίησή τους, δηλαδή η ουσία τους, είναι φανερός.
Το Giacomo Joyce είναι ένα ολιγοσέλιδο κείμενο, αλλά από μεταφραστική άποψη, αυτές οι 16 σελίδες του ίσως να είναι οι πιο απαιτητικές σε όλη την αγγλοσαξωνική λογοτεχνία: ο υβριδικός ειδολογικός χαρακτήρας του και η ανοίκεια ρητορική του ύφους του· οι ριζοσπαστικές αφηγηματικές τεχνικές του από τη συνειδησιακή ροή και τους portemanteau νεολογισμούς έως την εξ ορισμού ύπαρξη ενός «αναγνώστη-arranger / διευθέτη»· οι αναφορές σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα (όχι μόνον του αγγλικού και ιρλανδικού κανόνα) όπως και σε κείμενα της βιβλικής και αρχαίας παράδοσης· η αυτοναφορικότητα, η διακειμενική του σχέση με επόμενα ή εν προόδω άλλα κείμενα του ίδιου· οι φιλοσοφικοί, ηθικοί, κοινωνικοί και αισθητικοί προβληματισμοί που το διαπερνούν από την αρχή ως το τέλος· τα ιστορικά υποστρώματα της αγγλικής γλώσσας όπου ο συγγραφέας ανασκάπτει και ανασύρει λεπταίσθητες αποχρώσεις στην παραμικρή λέξη του, στην κάθε φράση του· ακόμα το «πείραγμα» στη δομή της γλώσσας, από τη σύνταξη έως τον ρυθμό και την ποιητική εκφορά της· όλα αυτά μαζί και ξεχωριστά το καθένα σε συνδυασμό με τον κρυπτικό, σχεδόν μυστηριακό χαρακτήρα αυτού του περίτεχνου Τριεστίνικου έργου (του οποίου η «υπόθεση» διαρκώς ξεγλιστρά από τον αναγνώστη αφού, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ή, διαφορετικά, δεν είναι μία και αυτή), υψώνονται ως γοητευτικές, πλην εξαιρετικά απαιτητικές προκλήσεις για τον μεταφραστή που δεξιώνεται το Giacomo Joyce στη δική του γλώσσα.
Αυτές οι προκλήσεις, εννοείται, οφείλουν να απαντηθούν σε ένα νέο κείμενο που δεν θα θυσιάσει τη τζοϊσική «σκοτεινιά» εξομαλύνοντας απερίσκεπτα το πρωτότυπο προς μια ελληνοπρεπή μεθερμηνεία του (όπως έχει γίνει ως τώρα με τις περισσότερες «στολισμένες» / «Ωραίες πλην Άπιστες» μεταφράσεις του έργου του), αλλά αντιθέτως θα επιτρέψει, κατά τη μέγιστη δυνατή «πιστότητα», το τζοϊσικό «σκοτάδι» να εμβολιάσει γόνιμα τον ελληνικό μεταφραστικό λόγο.
Kείμενο-κλειδί
Το απόκρυφο Giacomo Joyce, αυθεντικό παιδί της μεσευρωπαϊκής κουλτούρας των αρχών του εικοστού αιώνα, εκείνης που σφράγιζε με κάθε έννοια του όρου τη «μοντέρνα» Τεργέστη της εποχής, αποτελεί ακριβές πορτρέτο του Ιρλανδού καλλιτέχνη κατά την προοδευτική μετάβασή του προς τη συγγραφική ωριμότητα. Ακόμα, σε επίπεδο αισθητικό και ευρύτερα ηθικό-φιλοσοφικό, αποτελεί σπερματική αφετηρία όλου του έργου του, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορεί να διαβαστεί ως ευσύνοπτη, γοητευτική μύηση στη γραφή του. Η τελευταία διαπίστωση απορρέει από το γεγονός ότι εδώ και καμιά τριανταριά χρόνια, τουλάχιστον, το μικρό αυτό αριστούργημα θεωρείται από τους έγκυρους ερευνητές κείμενο-κλειδί για την κατανόηση του ευρύτερου τζοϊσικού corpus.
Στην ελληνική έκδοση του Giacomo Joyce το κείμενο μεταφράζεται, ερμηνεύεται και σχολιάζεται με αντίστοιχες προς τα προηγουμένως λεχθέντα προγραμματικές προθέσεις και με κριτική μέθοδο, όπως ήδη εξηγήθηκε, ευθέως αντίστοιχη προς εκείνη που ακολούθησε ο ίδιος ο Τζόις στις κριτικές του αναγνώσεις.
Το Giacomo Joyce έχει ως εμφανή θέματα τον καημό του ανεκπλήρωτου έρωτα, την απώλεια της ερωτοπαθούς νεότητας και την, περίπου εξ ορισμού, αναπόφευκτη εξορία του συγγραφέα στον εξώστη του θεάτρου της πραγματικής ζωής. Σε μια βαθύτερη ανασκαφή, και υπό την εποπτεία που μας επιτρέπει το σύνολο του τζοϊσικού corpus καθώς και το πλήθος των μελετών που το συνοδεύουν εδώ και πενήντα χρόνια, το κείμενο δοκιμάζει να ιχνηλατήσει τα νεφελώδη όρια μιας πολύ προσωπικής, και πολύ «ελευθεριακής» (όχι μόνο για την εποχή της) ερωτικής ηθικής· μιας ηθικής προσανατολισμένης σε μια απαιτητική συντροφικότητα που υπερβαίνει τις αστικές συμβάσεις του γάμου, της οικογένειας κλπ.
Ως χρόνος αυτής της κρυπτικής ιστορίας μπορεί να θεωρηθεί ο χρόνος που το έργο απασχόλησε τον Τζόις: η δεκαετία που οδηγεί στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με απόγειο τα έτη 1911-1914· ως σκηνικό ο τόπος που γράφτηκε και επαρκώς επισημαίνεται σ’ αυτό το έργο, η ιστορική πόλη της Τεργέστης – όπου ο Τζόις έζησε μαζί με τη σύντροφό του Νόρα Μπάρνακλ τα δεκαέξι πιο γόνιμα χρόνια της ζωής του.
Διά της βιογραφίας ερμηνεία
Με την ευκαιρία ο αναγνώστης θα πρέπει να γνωρίζει ότι τα περισσότερα γεγονότα της βιογραφίας του Ιρλανδού που συνοδεύουν, οικοδομούν, συμπληρώνουν την κριτική / ερμηνευτική μας ανάγνωση στον παρόντα τόμο, δεν απορρέουν αποκλειστικώς από εξωκειμενικές βιογραφικές πηγές. Ο Τζόις, σε μια αγωνιώδη δοκιμασία οντολογικής αυτοσυνειδησίας, επεξεργαζόταν από νεαρή ηλικία εκφάνσεις της ζωής του που έκρινε ότι σηματοδούν την πορεία του στη ζωή και τη γραφή, σε ένα είδος αποκαλυπτικών σημειώσεων, τις «Επιφάνειες» και εκ παραλλήλου σε διαφορετικά σημειώματα για τις αναγνώσεις του άλλων συγγραφέων, σε επιστολές, στίχους, ημερολόγια, σχεδιάσματα κάθε είδους, αλλά, πάνω απ’ όλα, μέσα στο ίδιο το έργο του.
Ο Τζόις, πράγματι, διαρκώς μετέγραφε, διέγραφε, αντέγραφε, κατέγραφε, περιέγραφε, ανέπλαθε εξοντωτικά τη ζωή του στο έπακρο των αντοχών της φαντασίας και του μυαλού του, με αφορμή οποιοδήποτε, μικρό ή μεγάλο περιστατικό της καθημερινότητάς του σε βαθμό που τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και τη βιογραφία του να παραμένουν απροσδιόριστα. Αν, όπως έχει πολλές φορές διαπιστωθεί, τα μείζονα έργα του, το Ulysses και το Finnegans Wake, συγκροτούν τη διανοητική, φιλοσοφική και αισθητική σύνοψη του 20ού αιώνα, η ίδια η ζωή του υπήρξε ένα εν προόδω χωνευτήρι όπου κυρίαρχα συστατικά της σύγχρονής του σκέψης του 20ού αιώνα δοκιμάστηκαν πρώτα ως βιωματική εμπειρία και μετά ως ριζοσπαστική γραφή, σε βαθμό ώστε, από ένα σημείο κι έπειτα, να είναι δυσδιάκριτο τι προϋπήρξε, μια ανατρεπτική γραφή που οδήγησε σε δύσκολο βίωμα ή ένα δεύτερο που σαρκώθηκε στην πρώτη…
Δεν είναι εν προκειμένω τυχαίο ότι η κριτική ανάγνωση που ο ίδιος ο Τζόις επεφύλαξε στο έργο άλλων συγγραφέων (Ίψεν, Μπλέικ, Ντιφόου και, κυρίως, Σέξπιρ) κατέχεται από ανάλογη «βιογραφική» εμμονή καθώς αναλύει στο κάθε έργο θέμα, υπόθεση, χαρακτήρες κλπ. σε στενή συνάφεια με τη βιογραφία του δημιουργού του. Αντίστοιχη κριτική στάση, στον βαθμό του δυνατού, επιχειρεί και η διερεύνηση / διαχείριση εκ μέρους μας του πυκνότατου εμφανούς και αφανούς υλικού που συγκροτεί την ιστορία του Giacomo Joyce.
Η αδύνατη μετάφραση
Δουλειά του μεταφραστή δεν είναι να κάνει το σκοτεινό ξεκάθαρο,
αλλά να αποδώσει μια ισοδύναμη σκοτεινιά.
Robyn Marsack
Είναι γεγονός ότι τα κείμενα του Τζόις προβληματίζουν τον επίδοξο μεταφραστή τους κατά τον τρόπο που αυτό συμβαίνει με τα ποιητικά έργα. Επομένως αν, κατά τη γνωστή ρήση του Ρόμπερτ Φροστ, «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση»,[5] τότε στα κείμενα του Τζόις που όλα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αντλούν τη γοητεία τους από την πολύτροπη ποιητικότητα της γλώσσας του, ο κίνδυνος να χαθεί κατά τη μετάφραση η ποίησή τους, δηλαδή η ουσία τους, είναι φανερός.
Το Giacomo Joyce είναι ένα ολιγοσέλιδο κείμενο, αλλά από μεταφραστική άποψη, αυτές οι 16 σελίδες του ίσως να είναι οι πιο απαιτητικές σε όλη την αγγλοσαξωνική λογοτεχνία: ο υβριδικός ειδολογικός χαρακτήρας του και η ανοίκεια ρητορική του ύφους του· οι ριζοσπαστικές αφηγηματικές τεχνικές του από τη συνειδησιακή ροή και τους portemanteau νεολογισμούς έως την εξ ορισμού ύπαρξη ενός «αναγνώστη-arranger / διευθέτη»· οι αναφορές σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα (όχι μόνον του αγγλικού και ιρλανδικού κανόνα) όπως και σε κείμενα της βιβλικής και αρχαίας παράδοσης· η αυτοναφορικότητα, η διακειμενική του σχέση με επόμενα ή εν προόδω άλλα κείμενα του ίδιου· οι φιλοσοφικοί, ηθικοί, κοινωνικοί και αισθητικοί προβληματισμοί που το διαπερνούν από την αρχή ως το τέλος· τα ιστορικά υποστρώματα της αγγλικής γλώσσας όπου ο συγγραφέας ανασκάπτει και ανασύρει λεπταίσθητες αποχρώσεις στην παραμικρή λέξη του, στην κάθε φράση του· ακόμα το «πείραγμα» στη δομή της γλώσσας, από τη σύνταξη έως τον ρυθμό και την ποιητική εκφορά της· όλα αυτά μαζί και ξεχωριστά το καθένα σε συνδυασμό με τον κρυπτικό, σχεδόν μυστηριακό χαρακτήρα αυτού του περίτεχνου Τριεστίνικου έργου (του οποίου η «υπόθεση» διαρκώς ξεγλιστρά από τον αναγνώστη αφού, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ή, διαφορετικά, δεν είναι μία και αυτή), υψώνονται ως γοητευτικές, πλην εξαιρετικά απαιτητικές προκλήσεις για τον μεταφραστή που δεξιώνεται το Giacomo Joyce στη δική του γλώσσα.
Αυτές οι προκλήσεις, εννοείται, οφείλουν να απαντηθούν σε ένα νέο κείμενο που δεν θα θυσιάσει τη τζοϊσική «σκοτεινιά» εξομαλύνοντας απερίσκεπτα το πρωτότυπο προς μια ελληνοπρεπή μεθερμηνεία του (όπως έχει γίνει ως τώρα με τις περισσότερες «στολισμένες» / «Ωραίες πλην Άπιστες» μεταφράσεις του έργου του), αλλά αντιθέτως θα επιτρέψει, κατά τη μέγιστη δυνατή «πιστότητα», το τζοϊσικό «σκοτάδι» να εμβολιάσει γόνιμα τον ελληνικό μεταφραστικό λόγο.
Kείμενο-κλειδί
Το απόκρυφο Giacomo Joyce, αυθεντικό παιδί της μεσευρωπαϊκής κουλτούρας των αρχών του εικοστού αιώνα, εκείνης που σφράγιζε με κάθε έννοια του όρου τη «μοντέρνα» Τεργέστη της εποχής, αποτελεί ακριβές πορτρέτο του Ιρλανδού καλλιτέχνη κατά την προοδευτική μετάβασή του προς τη συγγραφική ωριμότητα. Ακόμα, σε επίπεδο αισθητικό και ευρύτερα ηθικό-φιλοσοφικό, αποτελεί σπερματική αφετηρία όλου του έργου του, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορεί να διαβαστεί ως ευσύνοπτη, γοητευτική μύηση στη γραφή του. Η τελευταία διαπίστωση απορρέει από το γεγονός ότι εδώ και καμιά τριανταριά χρόνια, τουλάχιστον, το μικρό αυτό αριστούργημα θεωρείται από τους έγκυρους ερευνητές κείμενο-κλειδί για την κατανόηση του ευρύτερου τζοϊσικού corpus.
Στην ελληνική έκδοση του Giacomo Joyce το κείμενο μεταφράζεται, ερμηνεύεται και σχολιάζεται με αντίστοιχες προς τα προηγουμένως λεχθέντα προγραμματικές προθέσεις και με κριτική μέθοδο, όπως ήδη εξηγήθηκε, ευθέως αντίστοιχη προς εκείνη που ακολούθησε ο ίδιος ο Τζόις στις κριτικές του αναγνώσεις.
Δύο αποσπάσματα από το (αποσπασματικό) Giacomo Joyce
II
She never blows her nose. A form of speech: the lesser for the greater. Rounded and ripened: rounded by the lathe of inter-marriage and ripened in the forcing-house of the seclusion of her race. A ricefield near Vercelli under creamy summer haze. The wings of her drooping hat shadow her false smile. Shadows streak her falsely smiling face, smitten by the hot creamy light, grey wheyhued shadows under the jawbones, streaks of eggyolk yellow on the moistened brow, rancid yellow humour lurking within the softened pulp of the eyes. |
IΙ
Ποτέ δεν φυσάει τη μύτη της. Μια μορφή λόγου: με το ελάχιστο τα μέγιστα. Στρογγυλεμένη κι ωριμασμένη: στρογγυλεμένη στον τόρνο της επιγαμίας κι ωριμασμένη στο καταναγκαστικό θερμοκήπιο αποκλεισμού της φυλής της. Σ’ ένα ορυζώνα κοντά στο Βερτσέλι μες στην κρεμώδη καλοκαιρινή αχλή. Οι πεσμένες άκρες του καπέλου της σκιάζουν το προσποιητό χαμόγελό της. Σκιές χαράζουν το πρόσωπό της με το προσποιητό χαμόγελο που το χτυπάει καυτό, κρεμώδες φως· φαιοκίτρινες, σπασμένες σκιές κάτω απ’ το σαγόνι, κροκί ραβδώσεις στο κάθιδρο φρύδι, ταγκιά κίτρινη διάθεση καραδοκεί στον λιωμένο πολτό των ματιών. |
ΙΙΙ
Α flower given by her to my daughter. Frail gift, frail giver, frail blue-veined child. Padua far beyond the sea. The silent middle age, night, darkness of history sleep in the Piazza delle Erbe under the moon. The city sleeps. Under the arches in the dark streets near the river the whores' eyes spy out for fornicators. Cinque servizi per cinque franchi. A dark wave of sense, again and again and again. Mine eyes fail in darkness, mine eyes fail, Mine eyes fail in darkness, love. Again. No more. Dark love, dark longing. No more. Darkness. Twilight. Crossing the piazza. Grey eve lowering on wide sagegreen pasturelands, shedding silently dusk and dew. She follows her mother with ungainly grace, the mare leading her filly foal. Grey twilight moulds softly the slim and shapely haunches, the meek supple tendonous neck, the fine-boned skull. Eve, peace, the dusk of wonder Hillo! Ostler! Hilloho! |
ΙΙΙ
Ένα λουλούδι δωρισμένο από εκείνη στην κόρη μου. Εύθραυστο δώρο, εύθραυστη δωρήτρια, εύθραυστο παιδί με τις γαλαζωπές του φλέβες. Πάντουα πέρα απ’ τη θάλασσα, μακριά. Ο σιωπηλός μεσαίωνας, η νύχτα, το σκότος της Ιστορίας: ύπνος στην Piazza delle Erbe κάτω απ’ το φεγγάρι. H πολιτεία κοιμάται. Kάτω από τις καμάρες, στους σκοτεινούς δρόμους κοντά στο ποτάμι, τα μάτια της πόρνης καραδοκούν για μοιχούς. Cinque servizi per cinque franchi.[1] Ένα σκοτεινό ρεύμα αισθήσεων, ξανά και ξανά και ξανά. Tα μάτια μου λαθεύουν στο σκοτάδι, λαθεύουν τα μάτια μου, Tα μάτια μου λαθεύουν στο σκοτάδι, αγάπη. Ξανά. Ποτέ πια. Σκοτεινός έρωτας, σκοτεινός καημός. Ποτέ πια. Σκοτεινιά. Λυκόφως. Καθώς διασχίζουν την piazza. Γκρίζο το σούρουπο χαμηλώνει στ’ απλωμένα σφακοπράσινα βοσκοτόπια, στάζοντας σιωπηλά μούχρωμα και δροσιά. Aκολουθεί τη μητέρα της με αδέξια χάρη, φοράδα που οδηγεί το θηλυκό πουλάρι της. Το γκρίζο λυκόφως πλάθει απαλά τους κομψούς καλοφτιαγμένους γλουτούς, τον πράο λυγερό νευρώδη λαιμό, τα λεπτά οστά του κρανίου. Σούρουπο, γαλήνη, μούχρωμα των θαυμάτων... Έϊιιιι! Σταυλίτη! Εϊιιόου... όου! [1] «Πέντε εξυπηρετήσεις για πέντε φράγκα». |
Αυτή η φωτογραφία, τραβηγμένη πριν πολλές δεκαετίες, περιέχει, από σύμπτωση (;), τέσσερα συστατικά στοιχεία του Giacomo Joyce. Αυτά τα αφηγηματικά στοιχεία είναι: η dark lady με τις σγουρές πλεξίδες· η φροϊδική ομπρέλα· το βιβλίο Ulysses· και η κρέμα σώματος που χρησιμοποιεί η κοπέλα και που περιέχει πιθανότατα οποπάνακα. |
Μερικές κριτικές για τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου
Ένα εργαστήρι της γραφής του Joyce
[...] H νέα έκδοση του Giacomo Joyce σε μετάφραση του Άρη Μαραγκόπουλου από τις εκδόσεις Τόπος περιλαμβάνει βεβαίως καθρεφτικά το πρωτότυπο, ερμηνευτικά σχόλια και κυρίως μια εκτεταμένη εισαγωγή και ένα υστερόγραφο. Η προσέγγιση γίνεται τώρα όχι πια μόνο μέσα από μια ανεκπλήρωτη ερωτική ιστορία –και τούτο άλλωστε εντάσσεται στον προσωπικό μύθο του Joyce, σε έναν από τους προσωπικούς του μύθους τουλάχιστον, αυτόν της δυνατότητας δημιουργίας μιας ανοιχτής συντροφικής σχέσης– αλλά και όλων των ερευνών που έχουν γίνει από τότε, για να αποκατασταθεί το κείμενο αυτό στο ύψος και το βάθος της γραμματείας για τον Joyce. Πρόκειται για ένα κείμενο γραμμένο με τον τρόπο της συνειδησιακής ροής και βεβαίως με πλήθος διακειμενικές αναφορές ανιχνεύσιμες και γνωστές (Σέξπηρ, Δάντης, Ίψεν, να πούμε τις πιο ονομαστές) και άγνωστες (που δεν έχουμε ακόμα αποκρυπτογραφήσει), το οποίο συνομιλεί με το υπόλοιπο έργο του όπως μας μαθαίνει ο Μαραγκόπουλος. Ούτως ή άλλως ο Τζόυς εργάζεται προσηλωμένος σε μια διαρκή επεξεργασία, μια αναδιατύπωση του βίου του ώστε να εξαχθεί το ελιξήριο, η πεμπτουσία της αλήθειας, η αντανάκλαση του εσωτερικού κόσμου, ο καλύτερος ρυθμός: η ουσία της ουσίας, ώστε να καταφέρει να διαμορφωθεί η προσωπική του αλήθεια στο αμόνι της ψυχής του, όπως άλλωστε επιθυμούσε να διατυπωθεί στο έργο του η αληθινή ψυχή της πατρίδας του της Ιρλανδίας.
Μια δεύτερη ευκαιρία για τον αναγνώστη
Έτσι λοιπόν, ο έλληνας αναγνώστης έχει στα χέρια του μια δίγλωσση έκδοση για την μετάφραση την οποία ο δημιουργός της μπορεί να υποστηρίξει λέξη προς λέξη, μια μετάφραση όπου ζυγίζονται μια μια οι λέξεις όχι μόνο για την αυτονόητη μετάβαση στην κόψη του νοήματος, αλλά με ένα βάρος και ένα ένδυμα που αποκτούν μέσα από την περιπλάνηση στις έννοιες και τους συμβολισμούς σε όλες τις υπόλοιπες σελίδες του έργου του Ιρλανδού, με το βάρος και τη σημασία που έχουν πάρει από εντρύφηση στις εμμονές και τη λογιότητα του συγγραφέα αλλά και του μεταφραστή του που τον ακολουθεί κατά πόδας.
Εκτός λοιπόν από το πλήθος των ερμηνευτικών σχολίων, των σημειώσεων που συνοδεύουν την μετάφραση ακολουθείς τη μαγεία μιας περιπλάνησης σε αντανακλάσεις και βυθομετρήσεις των νοημάτων, μια μαθητεία όπου "περιέχεται" όλο το υπόλοιπο έργο του Joyce. Μια κοπιώδης δημιουργική αναγνωστική εμπειρία, μια αίσθηση - κάλεσμα στον Άλλο για να δει ότι υπάρχει οδός, και ότι κάποιος «στεφανηφόρος» την έχει βαδίσει, παραπέμποντας και εξακτινώνοντας με συνειρμούς και σημειώσεις σε όλο το υπόλοιπο έργο τους οδοδείκτες του. Το μικρό αυτό απόκρυφο κείμενο πράγματι είναι ένα κλειδί για το άλλο, το απέραντο, το ταραγμένο, πολύτροπο έργο του Ιρλανδού, είναι μια αφορμή για μια νέα μοναχική γοητευτική διαδρομή, κάλεσμα στον αναγνώστη που ανέβαλε, να αρχίσει πάλι από την αρχή.
Πόλυ Χατζημανωλάκη, Η Αυγή της Κυριακής 15/7/2018
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ.
[...] H νέα έκδοση του Giacomo Joyce σε μετάφραση του Άρη Μαραγκόπουλου από τις εκδόσεις Τόπος περιλαμβάνει βεβαίως καθρεφτικά το πρωτότυπο, ερμηνευτικά σχόλια και κυρίως μια εκτεταμένη εισαγωγή και ένα υστερόγραφο. Η προσέγγιση γίνεται τώρα όχι πια μόνο μέσα από μια ανεκπλήρωτη ερωτική ιστορία –και τούτο άλλωστε εντάσσεται στον προσωπικό μύθο του Joyce, σε έναν από τους προσωπικούς του μύθους τουλάχιστον, αυτόν της δυνατότητας δημιουργίας μιας ανοιχτής συντροφικής σχέσης– αλλά και όλων των ερευνών που έχουν γίνει από τότε, για να αποκατασταθεί το κείμενο αυτό στο ύψος και το βάθος της γραμματείας για τον Joyce. Πρόκειται για ένα κείμενο γραμμένο με τον τρόπο της συνειδησιακής ροής και βεβαίως με πλήθος διακειμενικές αναφορές ανιχνεύσιμες και γνωστές (Σέξπηρ, Δάντης, Ίψεν, να πούμε τις πιο ονομαστές) και άγνωστες (που δεν έχουμε ακόμα αποκρυπτογραφήσει), το οποίο συνομιλεί με το υπόλοιπο έργο του όπως μας μαθαίνει ο Μαραγκόπουλος. Ούτως ή άλλως ο Τζόυς εργάζεται προσηλωμένος σε μια διαρκή επεξεργασία, μια αναδιατύπωση του βίου του ώστε να εξαχθεί το ελιξήριο, η πεμπτουσία της αλήθειας, η αντανάκλαση του εσωτερικού κόσμου, ο καλύτερος ρυθμός: η ουσία της ουσίας, ώστε να καταφέρει να διαμορφωθεί η προσωπική του αλήθεια στο αμόνι της ψυχής του, όπως άλλωστε επιθυμούσε να διατυπωθεί στο έργο του η αληθινή ψυχή της πατρίδας του της Ιρλανδίας.
Μια δεύτερη ευκαιρία για τον αναγνώστη
Έτσι λοιπόν, ο έλληνας αναγνώστης έχει στα χέρια του μια δίγλωσση έκδοση για την μετάφραση την οποία ο δημιουργός της μπορεί να υποστηρίξει λέξη προς λέξη, μια μετάφραση όπου ζυγίζονται μια μια οι λέξεις όχι μόνο για την αυτονόητη μετάβαση στην κόψη του νοήματος, αλλά με ένα βάρος και ένα ένδυμα που αποκτούν μέσα από την περιπλάνηση στις έννοιες και τους συμβολισμούς σε όλες τις υπόλοιπες σελίδες του έργου του Ιρλανδού, με το βάρος και τη σημασία που έχουν πάρει από εντρύφηση στις εμμονές και τη λογιότητα του συγγραφέα αλλά και του μεταφραστή του που τον ακολουθεί κατά πόδας.
Εκτός λοιπόν από το πλήθος των ερμηνευτικών σχολίων, των σημειώσεων που συνοδεύουν την μετάφραση ακολουθείς τη μαγεία μιας περιπλάνησης σε αντανακλάσεις και βυθομετρήσεις των νοημάτων, μια μαθητεία όπου "περιέχεται" όλο το υπόλοιπο έργο του Joyce. Μια κοπιώδης δημιουργική αναγνωστική εμπειρία, μια αίσθηση - κάλεσμα στον Άλλο για να δει ότι υπάρχει οδός, και ότι κάποιος «στεφανηφόρος» την έχει βαδίσει, παραπέμποντας και εξακτινώνοντας με συνειρμούς και σημειώσεις σε όλο το υπόλοιπο έργο τους οδοδείκτες του. Το μικρό αυτό απόκρυφο κείμενο πράγματι είναι ένα κλειδί για το άλλο, το απέραντο, το ταραγμένο, πολύτροπο έργο του Ιρλανδού, είναι μια αφορμή για μια νέα μοναχική γοητευτική διαδρομή, κάλεσμα στον αναγνώστη που ανέβαλε, να αρχίσει πάλι από την αρχή.
Πόλυ Χατζημανωλάκη, Η Αυγή της Κυριακής 15/7/2018
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ.
Ερωτευμένος Τζόις στην Τεργέστη
Η ανάδειξη της λογοτεχνικής και της αισθητικής ειδικότητας, του εύρους και της αξιοσύνης όσων έχουν εργαστεί σε επίπεδα λογοτεχνικής μελέτης ή, πολύ συγκεκριμένα, στο έργο κάποιων συγγραφέων ή ποιητών, μοιάζει, τις περισσότερες αν όχι όλες τις φορές, να προκαλεί περισσότερη αποστροφή παρά ικανοποίηση στους ευμαρείς κύκλους των ακατάπαυστων σχολιαστών της λογοτεχνίας. Και στις όποιες απίθανες αντιρρήσεις μπορεί να εγερθούν επ’ αυτού, ως επιβεβαίωση στέκονται οι μεταφραστικές αναθέσεις, η κριτική εγκαιρότητα καθώς και η εγκυρότητα κάθε σχετικού σχολιασμού.
Η περίπτωση του Άρη Μαραγκόπουλου ως μελετητή, μεταφραστή και κριτικού του Τζέιμς Τζόις, είναι μία τέτοια περίπτωση. Καθετί που εκδίδεται για τον Τζόις και φέρει την υπογραφή του, είναι σημαντικό και σε επίπεδο συγκριτικής τοποθέτησης, πολύτιμο. Το Τζάκομο Τζόις επανεκδόθηκε στα ελληνικά, ξανά ως ορυκτό από τη σκαπάνη του Άρη Μαραγκόπουλου, μα είναι σαν να κυκλοφορεί για πρώτη φορά.
Θα τολμήσω να πω ότι τα εισαγωγικά και ερμηνευτικά κείμενα που συνοδεύουν το πρωτότυπο έργο, αποτελούν ένα έργο υποχρεωτικώς συνοδευτικό, μα την ίδια στιγμή θα ήταν άδικο να μην αναγνωρίσει κανείς πως, σε επίπεδο διάρρηξης και εισχώρησης στο έργο του Τζόις, αποτελούν από μόνα τους ένα δεύτερο έργο το οποίο δεν είναι σημαντικό μόνο ως συνοδεύον.
Κατά τρόπο πεισματικό επιλέγω να μην μακρηγορήσω σχετικά με αυτό το αγαπημένο και εξαίρετο βιβλίο. Θαρρώ ότι πολλές παράγραφοι θα ξεπηδήσουν από τα πληκτρολόγια αρκετών βιβλιοκριτικών που θα νιώσουν, έστω, την υποχρέωση να αναδείξουν ένα σύνολο κειμένων τα οποία μόνο βελτιώνουν το ελληνικό βιβλιογραφικό αρχείο και ωθούν τον Έλληνα αναγνώστη να κάνει εκ νέου σκέψεις για τον άκμονα της ανάγνωσης και τη σφύρα της λογοτεχνικής δεινότητας.
Θα σημειώσω μόνο πως οι πολύ ειδικές περιπτώσεις της λογοτεχνίας, διαδραματίζουν σε επίπεδο πνευματικό, μία λειτουργία η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί, και δεν είναι, σε σχέση την υπόλοιπη λογοτεχνία, συμπεριληπτική, αλλά, αντιθέτως, είναι συμπεριλαμβανόμενη. Το λογοτεχνικό σώμα την έχει άμεση ανάγκη, μα η μοναδική ανάγκη της ίδιας είναι η γέννησή της.
Πιστεύω πως μία τέτοια έκδοση δεν έχει ανάγκη κανενός είδους βιβλιοκριτική υποστήριξη.
Γιάννης Λειβαδάς, Bookpress 09/06/18
Η ανάδειξη της λογοτεχνικής και της αισθητικής ειδικότητας, του εύρους και της αξιοσύνης όσων έχουν εργαστεί σε επίπεδα λογοτεχνικής μελέτης ή, πολύ συγκεκριμένα, στο έργο κάποιων συγγραφέων ή ποιητών, μοιάζει, τις περισσότερες αν όχι όλες τις φορές, να προκαλεί περισσότερη αποστροφή παρά ικανοποίηση στους ευμαρείς κύκλους των ακατάπαυστων σχολιαστών της λογοτεχνίας. Και στις όποιες απίθανες αντιρρήσεις μπορεί να εγερθούν επ’ αυτού, ως επιβεβαίωση στέκονται οι μεταφραστικές αναθέσεις, η κριτική εγκαιρότητα καθώς και η εγκυρότητα κάθε σχετικού σχολιασμού.
Η περίπτωση του Άρη Μαραγκόπουλου ως μελετητή, μεταφραστή και κριτικού του Τζέιμς Τζόις, είναι μία τέτοια περίπτωση. Καθετί που εκδίδεται για τον Τζόις και φέρει την υπογραφή του, είναι σημαντικό και σε επίπεδο συγκριτικής τοποθέτησης, πολύτιμο. Το Τζάκομο Τζόις επανεκδόθηκε στα ελληνικά, ξανά ως ορυκτό από τη σκαπάνη του Άρη Μαραγκόπουλου, μα είναι σαν να κυκλοφορεί για πρώτη φορά.
Θα τολμήσω να πω ότι τα εισαγωγικά και ερμηνευτικά κείμενα που συνοδεύουν το πρωτότυπο έργο, αποτελούν ένα έργο υποχρεωτικώς συνοδευτικό, μα την ίδια στιγμή θα ήταν άδικο να μην αναγνωρίσει κανείς πως, σε επίπεδο διάρρηξης και εισχώρησης στο έργο του Τζόις, αποτελούν από μόνα τους ένα δεύτερο έργο το οποίο δεν είναι σημαντικό μόνο ως συνοδεύον.
Κατά τρόπο πεισματικό επιλέγω να μην μακρηγορήσω σχετικά με αυτό το αγαπημένο και εξαίρετο βιβλίο. Θαρρώ ότι πολλές παράγραφοι θα ξεπηδήσουν από τα πληκτρολόγια αρκετών βιβλιοκριτικών που θα νιώσουν, έστω, την υποχρέωση να αναδείξουν ένα σύνολο κειμένων τα οποία μόνο βελτιώνουν το ελληνικό βιβλιογραφικό αρχείο και ωθούν τον Έλληνα αναγνώστη να κάνει εκ νέου σκέψεις για τον άκμονα της ανάγνωσης και τη σφύρα της λογοτεχνικής δεινότητας.
Θα σημειώσω μόνο πως οι πολύ ειδικές περιπτώσεις της λογοτεχνίας, διαδραματίζουν σε επίπεδο πνευματικό, μία λειτουργία η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί, και δεν είναι, σε σχέση την υπόλοιπη λογοτεχνία, συμπεριληπτική, αλλά, αντιθέτως, είναι συμπεριλαμβανόμενη. Το λογοτεχνικό σώμα την έχει άμεση ανάγκη, μα η μοναδική ανάγκη της ίδιας είναι η γέννησή της.
Πιστεύω πως μία τέτοια έκδοση δεν έχει ανάγκη κανενός είδους βιβλιοκριτική υποστήριξη.
Γιάννης Λειβαδάς, Bookpress 09/06/18
James Joyce, Τζάκομο Τζόις
Κριτική της παρουσίασης του Τζάκομο Τζόις
και του βιβλίου από την Γεωργία Κακούρου Χρόνη
Κριτική της παρουσίασης του Τζάκομο Τζόις
και του βιβλίου από την Γεωργία Κακούρου Χρόνη
Την 16η Ιουνίου επέλεξε ο Άρης Μαραγκόπουλος για την παρουσίαση το βιβλίου του «James Joyce. Τζάκομο Τζόις» (Εισαγωγή-Απόδοση-Ερμηνευτικά Σχόλια του ιδίου του συγγραφέα, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2018). Η ημερομηνία δεν είναι βέβαια τυχαία. Η 16η Ιουνίου έχει καθιερωθεί ως ημέρα μνήμης του Τζέιμς Τζόις με την επωνυμία «Bloomsday», από το όνομα του ήρωα, Leopold Bloom, του οποίου μία ημέρα της ζωής του (συγκεκριμένα η 16η Ιουνίου) περιγράφεται στο μνημειώδες έργο του Ιρλανδού συγγραφέα «Ulysses». Είναι ταυτόχρονα η ημέρα του πρώτου ραντεβού του Τζόις, στο Δουβλίνο, με τη μετέπειτα σύζυγό του Νόρα Μπάνακλ.
Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στο Polis Art Café, και πέρα από τον συμβολισμό της ημέρας, είχε την ιδιαιτερότητα να λάβει τη μορφή ενός εισαγωγικού σεμιναρίου μύησης στον Τζόις. Ο Άρης Μαραγκόπουλος, ο εμβριθέστερος μελετητής του Τζόις στην Ελλάδα, είναι κι ένας εξαιρετικός δάσκαλος. Με καλοεπιλεγμένες διαφάνειες που συνόδευαν τον λόγο του επέτυχε, όχι μόνο να μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρα της Τεργέστης των ημερών του Τζόις και να οριοθετήσει τη σημασία του «Τζάκομο» στο συνολικό έργο του συγγραφέα, αλλά και να παρασύρει το κοινό του να παρακάμψει ή να νικήσει τους ενδοιασμούς του για την προσέγγιση του έργου του μεγάλου Ιρλανδού και να επιχειρήσει το πρώτο βήμα, να μελετήσει – με τη δική του βοήθεια – τον «Τζάκομο Τζόις».
Έτσι επέδρασε, τουλάχιστον σε μένα, η παρουσίαση του «Τζάκομο Τζόις». Κι αν το σημείωμα αυτό έρχεται αρκετά αργά μετά την παρουσίαση, είναι γιατί με απασχόλησε απολαυστικά η μελέτη του βιβλίου. Σκέπτομαι ότι οι παρουσιάσεις των βιβλίων είναι, λίγο έως πολύ, προβλέψιμες. Συνήθως ο συγγραφέας εμπιστεύεται ως ομιλητές τους φίλους του που έχουν να πουν μόνο καλά λόγια για το βιβλίο. Ο Μαραγκόπουλος μίλησε ο ίδιος για το βιβλίο του χωρίς ωραιοποιητικές, μεσολαβητικές, αναφορές. Έθεσε τον στόχο της συγγραφικής του προσπάθειας και ανέπτυξε τον τρόπο με τον οποίο τον υπηρέτησε· κι αυτό ήταν αρκετό για να πείσει αφενός για τη σπουδαιότητα του «Giacomo Joyce», έργο ιδιαίτερο στο σύνολο της εργογραφίας του Τζέιμς Τζόις, και αφετέρου ότι η μελέτη του βιβλίου του Μαραγκόπουλου, θα μπορούσε να βοηθήσει τον αμύητο αναγνώστη, που επιτέλους θα αποφάσιζε να γνωριστεί με τον μεγάλο Ιρλανδό, από κάπου να αρχίσει.
Τα όρια ανάμεσα στη βιογραφία και τη μυθοπλασία προκειμένου για τον Τζόις είναι δυσδιάκριτα. Με τη συναίσθηση αυτής της σχέσης (βιογραφίας / μυθοπλασίας) προσεγγίζει και ο ίδιος ο Τζόις το έργο αγαπημένων του συγγραφέων (Χένρικ Ίψεν, Ουίλιαμ Μπλέικ, Γουίλιαμ Σέξπιρ). Την ίδια μέθοδο ακολουθεί και ο Άρης Μαραγκόπουλος στην προσέγγιση του «Τζάκομο Τζόις»: Τζέιμς Τζόις, «Τζάκομο Τζόις» και η Τεργέστη των χρόνων του Τζόις (ο Τζόις, όταν ήρθε στην Τεργέστη, τον Οκτώβριο του 1904, ήταν 22 ετών και εγκατέλειψε την πόλη οριστικά στα 38 του, με διαμορφωμένο το μεγαλύτερο μέρος του έργου του).
Έχει, ωστόσο, να παλέψει με τη μετάφραση ενός έργου που έτσι κι αλλιώς δεν μεταφράζεται. Η αντιπαράθεση του πρωτοτύπου και της μετάφρασης, που επιτρέπει στον αναγνώστη η έκδοση του Μαραγκόπουλου, καταδεικνύει, όχι μόνο το δύσκολο μεταφραστικό εγχείρημα, αλλά: α) τον χαρακτήρα των κειμένων του Τζόις και τη δυσκολία της προσέγγισής τους εξαιτίας της αυτοαναφορικότητάς τους, της διακειμενικής τους σχέσης με τα εν προόδω κείμενά του και τα κείμενα των ομοτέχνων του, των φιλοσοφικών, ηθικών, κοινωνικών, αισθητικών προβληματισμών που το διαπερνούν, των ιστορικών υποστρωμάτων της αγγλικής γλώσσας· του μυστηριακού του χαρακτήρα, αφού και η ίδια του η υπόθεση ξεγλυστρά, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει (σελ. 15) και β) τον στόχο που θέτει ο μεταφραστής και το κατά πόσον τον επιτυγχάνει: να μην θυσιάσει τη τζοϊσική «σκοτεινιά» εξομαλύνοντας το πρωτότυπο, αλλά να «επιτρέψει, κατά τη μέγιστη δυνατόν πιστότητα, το τζοϊσικό σκοτάδι να εμβολιάσει γόνιμα τον ελληνικό μεταφραστικό λόγο» (σελ. 15).
Ο Μαραγκόπουλος δεν μεταφράζει απλώς το «Τζάκομο», αλλά μας παραδίδει ένα μίτο που μας βοηθά να καταδυθούμε στο έργο του Τζόις. Συγγραφέας ο ίδιος που τίθεται ενώπιον ανάλογων ερωτημάτων και επιλογών· επαρκής αναγνώστης ταυτόχρονα που παιδεύει το κείμενο να του αποκαλύψει, όσο γίνεται, περισσότερα από τα μυστικά του· και πολύ πέρα από το «επαρκής», γνώστης των κορυφώσεων της λογοτεχνίας του δυτικού κανόνα, κι όχι μόνο, πολλές από τις οποίες διαβάζει στη γλώσσα τους· «δάσκαλος» ταυτόχρονα που προσπαθεί τη δική του κατάκτηση να την μεταφέρει στους «μαθητές» του με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια και πειθώ.
Ο αναγνώστης νιώθει την ασφάλεια που προσφέρει ο καλός δάσκαλος στον μαθητή με τον τρόπο που ο πρώτος αναλαμβάνει να τον καθοδηγήσει και να του αποκαλύψει τον κόσμο που ο δεύτερος υποψιάζεται ότι υπάρχει αλλά δεν διαθέτει τα κλειδιά για να τον ανοίξει. Και η αγωνία του δασκάλου, που δεν είναι σε θέση να ακούσει το «ερωτάν» του μαθητή του, όπως συμβαίνει με τον προφορικό λόγο, είναι εμφανής στις ερμηνευτικές σημειώσεις, στα motto, στις υποσημειώσεις, στα σημεία στίξης, στον παρενθετικό λόγο, στα πλάγια στοιχεία, στην αποκρυπτογράφηση των μελετημένων κενών του χειρογράφου του Τζόις, στην αγωνία του να καλύψει με όλα τα μέσα που επιστρατεύει τις απορίες του υποθετικού του αναγνώστη-μαθητή.
Αρκεί κανείς να διαβάσει μόνο την ενότητα «Who in the world?», για να του ανοιχτεί μια χαραμάδα από όπου αρκετά υποψιασμένος θα αντικρύσει το τζοϊσικό σύμπαν και από την άλλη θα ιχνηλατήσει τη σκέψη του Μαραγκόπουλου που παρακολουθεί ως και τον ρυθμό της ανάσας του «Τζάκομο» καταγράφοντάς την με τη σαφήνεια που προϋποθέτει η βαθιά κατανόηση και η ταυτόχρονη αισθητική απόλαυση. Και το επίτευγμά του, τίποτα από την ανάλυσή του δεν θυμίζει άλλες «ανατομικές» μελέτες που αποτρέπουν τον αναγνώστη να κοιτάξει στο «χειρουργικό τραπέζι». Ταυτόχρονα, ο αναγνώστης αποκωδικοποιεί θέματα και απαντήσεις που σχετίζονται με τη θεωρία της λογοτεχνίας. Περιορίζομαι μόνο σε δυο παραδείγματα, και από αυτή την μόλις τετρασέλιδη ενότητα, που αφορούν και τα δυο στις προσδοκίες του αναγνώστη: α. «αυτή άλλωστε είναι η ομορφιά της απορίας, του αινίγματος, της λογοτεχνίας: η ανασφάλεια του αναγνώστη», και προεκτείνει τη θέση του, πιο κάτω, υποστηρίζοντας ότι οι διαρκείς υποθέσεις είναι – κι αυτές – που εντείνουν την αναγνωστική απόλαυση· και β. «ας σκεφτεί [ο αναγνώστης] ότι στην παγκόσμια λογοτεχνία κανείς συγγραφέας που σέβεται τη δουλειά του δεν υποβάλλει προφανείς ερωτήσεις «Who?» με προφανή απάντηση «She» (σελ. 69-72).
Πέρα από ένα βιβλίο που φιλοδοξεί, και το επιτυγχάνει, να μυήσει τον αμύητο στο έργο του Τζόις, αποτελεί και μία πρόταση ερμηνείας. Αρκεί να εμμείνει λίγο ο αναγνώστης στην προσέγγιση της Dark Lady, της «Σκοτεινής Νύμφης» του «Τζάκομο»· πώς από ερμηνεία σε ερμηνεία, που γνωρίζει και αξιολογεί παραδομένες προσεγγίσεις, ο συγγραφέας εμπιστεύεται τελικά τον αναγνώστη του και το ίδιο το κείμενο για να προτείνει – για να προταθεί καλύτερα δια του κειμένου – η πλέον αποδεκτή ερμηνεία του σκοτεινού αυτού προσώπου που πρωταγωνιστεί στο Giacomo. O Μαραγκόπουλος είναι φιλόλογος, διαθέτει τα εργαλεία της επιστήμης του, αλλά απαλλαγμένα από έναν ξηρό, μηχανικό χειρισμό που αποστερούν τον αναγνώστη από το ενδιαφέρον της ανάγνωσης.
Μέσα από σηματοδοτημένες ατραπούς, που διευκολύνουν το πέρασμα, και οι απαντήσεις στο «Πού;» (Where?) και στο «Πότε;» (When?) του «Τζάκομο». Στην πρώτη διαδρομή («Πού;»), συνοδοιπορούμε με τον Καβάφη· το «πού;», ο χώρος, η πόλη, η Τεργέστη είναι ό,τι η Αλεξάνδρια για τον Καβάφη· πόλεις της «απώλειας» και του «καημού». Η Τεργέστη είναι τελικά η τζοϊσική «Πόλις», ένας ελευθεριακός, ουτοπικός τόπος· «μια κειμενική κατασκευή, έκφραση της μοντέρνας αστικής συνείδησης που χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή μητρόπολη των αρχών του 20ού αιώνα» (σελ. 76).
Δυσκολότερο το μονοπάτι του «Πότε;» (When?) διαμορφώθηκε ο «Τζάκομο». Η προφανής απάντηση στο ερώτημα είναι τότε που ο Τζόις, ανάμεσα στα είκοσι εννιά και τα τριάντα δύο του, αισθάνεται «την ανάγκη να υπερβεί τα στενά όρια του συντροφικού βίου. Να τα υπερβεί, όμως, διατηρώντας ακέραια, σε ηθικό και αισθηματικό επίπεδο, τη συντροφική του σχέση» (σελ. 77-78). Η αναζήτηση απαντήσεων στο «πότε;», και σ’ αυτό που θα γίνει ο Λίοπολντ Μπλουμ του «Ulysses», πιστοποιεί την ενδοκειμενική συνομιλία των έργων του Τζόις (κι ας πρόκειται εδώ για μελλοντική προβολή) και ταυτόχρονα ανοίγει την όρεξη του αναγνώστη για την ακόλουθή του επιλογή. Η τζοϊσική «Επιθυμία» ιχνηλατείται πέρα από την πραγμάτωσή της, έως τη συνειδητοποίηση της λυτρωτικής δύναμης της δουλειάς του καλλιτέχνη (σελ. 87).
Ο Μαραγκόπουλος, τζοϊσικός και ο ίδιος, από τα ερωτήματα που θέτει το «Τζάκομο» και επιχειρεί να απαντήσει («Who in the world?», «Where?», «When?»), με το «Υστερόγραφό» του στρέφεται στον αναγνώστη και του απευθύνει τα ίδια ακριβώς ερωτήματα: «Με ποιον, πότε, πού», «Τρεις λέξεις για τον αμύητο αναγνώστη» και χωρίς καθόλου να τον χαϊδέψει αναλαμβάνει και το κόστος των απαντήσειων: «1. Με ποιον αναγνώστη ο Τζόις; Με τον Κανένα και τον Καθένα. 2. Πότε ολοκληρώνεται η ανάγνωσή του; Με τον θάνατο του αναγνώστη. 3. Πού οδηγεί η ανάγνωσή του; Μα, πού αλλού, στ’ αστέρια κι ακόμα παραπέρα!» (σελ. 207).
Σημείωση: Ένας δάσκαλος δεν κρατά ποτέ τη γνώση για τον εαυτό του. Ο Άρης Μαραγκόπουλος, σωκρατικός ως προς αυτό, προσκαλεί τον τζοϊσικό μαθητή ελεύθερα στην «αίθουσα διδασκαλίας» της ιστοσελίδας του:
http://www.arisgrandmangr.com/giacomo-joyce.html και https://vimeo.com/275693931/3cec37a0ba
Press Publica, Αύγουστος 8, 2018.
Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στο Polis Art Café, και πέρα από τον συμβολισμό της ημέρας, είχε την ιδιαιτερότητα να λάβει τη μορφή ενός εισαγωγικού σεμιναρίου μύησης στον Τζόις. Ο Άρης Μαραγκόπουλος, ο εμβριθέστερος μελετητής του Τζόις στην Ελλάδα, είναι κι ένας εξαιρετικός δάσκαλος. Με καλοεπιλεγμένες διαφάνειες που συνόδευαν τον λόγο του επέτυχε, όχι μόνο να μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρα της Τεργέστης των ημερών του Τζόις και να οριοθετήσει τη σημασία του «Τζάκομο» στο συνολικό έργο του συγγραφέα, αλλά και να παρασύρει το κοινό του να παρακάμψει ή να νικήσει τους ενδοιασμούς του για την προσέγγιση του έργου του μεγάλου Ιρλανδού και να επιχειρήσει το πρώτο βήμα, να μελετήσει – με τη δική του βοήθεια – τον «Τζάκομο Τζόις».
Έτσι επέδρασε, τουλάχιστον σε μένα, η παρουσίαση του «Τζάκομο Τζόις». Κι αν το σημείωμα αυτό έρχεται αρκετά αργά μετά την παρουσίαση, είναι γιατί με απασχόλησε απολαυστικά η μελέτη του βιβλίου. Σκέπτομαι ότι οι παρουσιάσεις των βιβλίων είναι, λίγο έως πολύ, προβλέψιμες. Συνήθως ο συγγραφέας εμπιστεύεται ως ομιλητές τους φίλους του που έχουν να πουν μόνο καλά λόγια για το βιβλίο. Ο Μαραγκόπουλος μίλησε ο ίδιος για το βιβλίο του χωρίς ωραιοποιητικές, μεσολαβητικές, αναφορές. Έθεσε τον στόχο της συγγραφικής του προσπάθειας και ανέπτυξε τον τρόπο με τον οποίο τον υπηρέτησε· κι αυτό ήταν αρκετό για να πείσει αφενός για τη σπουδαιότητα του «Giacomo Joyce», έργο ιδιαίτερο στο σύνολο της εργογραφίας του Τζέιμς Τζόις, και αφετέρου ότι η μελέτη του βιβλίου του Μαραγκόπουλου, θα μπορούσε να βοηθήσει τον αμύητο αναγνώστη, που επιτέλους θα αποφάσιζε να γνωριστεί με τον μεγάλο Ιρλανδό, από κάπου να αρχίσει.
Τα όρια ανάμεσα στη βιογραφία και τη μυθοπλασία προκειμένου για τον Τζόις είναι δυσδιάκριτα. Με τη συναίσθηση αυτής της σχέσης (βιογραφίας / μυθοπλασίας) προσεγγίζει και ο ίδιος ο Τζόις το έργο αγαπημένων του συγγραφέων (Χένρικ Ίψεν, Ουίλιαμ Μπλέικ, Γουίλιαμ Σέξπιρ). Την ίδια μέθοδο ακολουθεί και ο Άρης Μαραγκόπουλος στην προσέγγιση του «Τζάκομο Τζόις»: Τζέιμς Τζόις, «Τζάκομο Τζόις» και η Τεργέστη των χρόνων του Τζόις (ο Τζόις, όταν ήρθε στην Τεργέστη, τον Οκτώβριο του 1904, ήταν 22 ετών και εγκατέλειψε την πόλη οριστικά στα 38 του, με διαμορφωμένο το μεγαλύτερο μέρος του έργου του).
Έχει, ωστόσο, να παλέψει με τη μετάφραση ενός έργου που έτσι κι αλλιώς δεν μεταφράζεται. Η αντιπαράθεση του πρωτοτύπου και της μετάφρασης, που επιτρέπει στον αναγνώστη η έκδοση του Μαραγκόπουλου, καταδεικνύει, όχι μόνο το δύσκολο μεταφραστικό εγχείρημα, αλλά: α) τον χαρακτήρα των κειμένων του Τζόις και τη δυσκολία της προσέγγισής τους εξαιτίας της αυτοαναφορικότητάς τους, της διακειμενικής τους σχέσης με τα εν προόδω κείμενά του και τα κείμενα των ομοτέχνων του, των φιλοσοφικών, ηθικών, κοινωνικών, αισθητικών προβληματισμών που το διαπερνούν, των ιστορικών υποστρωμάτων της αγγλικής γλώσσας· του μυστηριακού του χαρακτήρα, αφού και η ίδια του η υπόθεση ξεγλυστρά, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει (σελ. 15) και β) τον στόχο που θέτει ο μεταφραστής και το κατά πόσον τον επιτυγχάνει: να μην θυσιάσει τη τζοϊσική «σκοτεινιά» εξομαλύνοντας το πρωτότυπο, αλλά να «επιτρέψει, κατά τη μέγιστη δυνατόν πιστότητα, το τζοϊσικό σκοτάδι να εμβολιάσει γόνιμα τον ελληνικό μεταφραστικό λόγο» (σελ. 15).
Ο Μαραγκόπουλος δεν μεταφράζει απλώς το «Τζάκομο», αλλά μας παραδίδει ένα μίτο που μας βοηθά να καταδυθούμε στο έργο του Τζόις. Συγγραφέας ο ίδιος που τίθεται ενώπιον ανάλογων ερωτημάτων και επιλογών· επαρκής αναγνώστης ταυτόχρονα που παιδεύει το κείμενο να του αποκαλύψει, όσο γίνεται, περισσότερα από τα μυστικά του· και πολύ πέρα από το «επαρκής», γνώστης των κορυφώσεων της λογοτεχνίας του δυτικού κανόνα, κι όχι μόνο, πολλές από τις οποίες διαβάζει στη γλώσσα τους· «δάσκαλος» ταυτόχρονα που προσπαθεί τη δική του κατάκτηση να την μεταφέρει στους «μαθητές» του με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια και πειθώ.
Ο αναγνώστης νιώθει την ασφάλεια που προσφέρει ο καλός δάσκαλος στον μαθητή με τον τρόπο που ο πρώτος αναλαμβάνει να τον καθοδηγήσει και να του αποκαλύψει τον κόσμο που ο δεύτερος υποψιάζεται ότι υπάρχει αλλά δεν διαθέτει τα κλειδιά για να τον ανοίξει. Και η αγωνία του δασκάλου, που δεν είναι σε θέση να ακούσει το «ερωτάν» του μαθητή του, όπως συμβαίνει με τον προφορικό λόγο, είναι εμφανής στις ερμηνευτικές σημειώσεις, στα motto, στις υποσημειώσεις, στα σημεία στίξης, στον παρενθετικό λόγο, στα πλάγια στοιχεία, στην αποκρυπτογράφηση των μελετημένων κενών του χειρογράφου του Τζόις, στην αγωνία του να καλύψει με όλα τα μέσα που επιστρατεύει τις απορίες του υποθετικού του αναγνώστη-μαθητή.
Αρκεί κανείς να διαβάσει μόνο την ενότητα «Who in the world?», για να του ανοιχτεί μια χαραμάδα από όπου αρκετά υποψιασμένος θα αντικρύσει το τζοϊσικό σύμπαν και από την άλλη θα ιχνηλατήσει τη σκέψη του Μαραγκόπουλου που παρακολουθεί ως και τον ρυθμό της ανάσας του «Τζάκομο» καταγράφοντάς την με τη σαφήνεια που προϋποθέτει η βαθιά κατανόηση και η ταυτόχρονη αισθητική απόλαυση. Και το επίτευγμά του, τίποτα από την ανάλυσή του δεν θυμίζει άλλες «ανατομικές» μελέτες που αποτρέπουν τον αναγνώστη να κοιτάξει στο «χειρουργικό τραπέζι». Ταυτόχρονα, ο αναγνώστης αποκωδικοποιεί θέματα και απαντήσεις που σχετίζονται με τη θεωρία της λογοτεχνίας. Περιορίζομαι μόνο σε δυο παραδείγματα, και από αυτή την μόλις τετρασέλιδη ενότητα, που αφορούν και τα δυο στις προσδοκίες του αναγνώστη: α. «αυτή άλλωστε είναι η ομορφιά της απορίας, του αινίγματος, της λογοτεχνίας: η ανασφάλεια του αναγνώστη», και προεκτείνει τη θέση του, πιο κάτω, υποστηρίζοντας ότι οι διαρκείς υποθέσεις είναι – κι αυτές – που εντείνουν την αναγνωστική απόλαυση· και β. «ας σκεφτεί [ο αναγνώστης] ότι στην παγκόσμια λογοτεχνία κανείς συγγραφέας που σέβεται τη δουλειά του δεν υποβάλλει προφανείς ερωτήσεις «Who?» με προφανή απάντηση «She» (σελ. 69-72).
Πέρα από ένα βιβλίο που φιλοδοξεί, και το επιτυγχάνει, να μυήσει τον αμύητο στο έργο του Τζόις, αποτελεί και μία πρόταση ερμηνείας. Αρκεί να εμμείνει λίγο ο αναγνώστης στην προσέγγιση της Dark Lady, της «Σκοτεινής Νύμφης» του «Τζάκομο»· πώς από ερμηνεία σε ερμηνεία, που γνωρίζει και αξιολογεί παραδομένες προσεγγίσεις, ο συγγραφέας εμπιστεύεται τελικά τον αναγνώστη του και το ίδιο το κείμενο για να προτείνει – για να προταθεί καλύτερα δια του κειμένου – η πλέον αποδεκτή ερμηνεία του σκοτεινού αυτού προσώπου που πρωταγωνιστεί στο Giacomo. O Μαραγκόπουλος είναι φιλόλογος, διαθέτει τα εργαλεία της επιστήμης του, αλλά απαλλαγμένα από έναν ξηρό, μηχανικό χειρισμό που αποστερούν τον αναγνώστη από το ενδιαφέρον της ανάγνωσης.
Μέσα από σηματοδοτημένες ατραπούς, που διευκολύνουν το πέρασμα, και οι απαντήσεις στο «Πού;» (Where?) και στο «Πότε;» (When?) του «Τζάκομο». Στην πρώτη διαδρομή («Πού;»), συνοδοιπορούμε με τον Καβάφη· το «πού;», ο χώρος, η πόλη, η Τεργέστη είναι ό,τι η Αλεξάνδρια για τον Καβάφη· πόλεις της «απώλειας» και του «καημού». Η Τεργέστη είναι τελικά η τζοϊσική «Πόλις», ένας ελευθεριακός, ουτοπικός τόπος· «μια κειμενική κατασκευή, έκφραση της μοντέρνας αστικής συνείδησης που χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή μητρόπολη των αρχών του 20ού αιώνα» (σελ. 76).
Δυσκολότερο το μονοπάτι του «Πότε;» (When?) διαμορφώθηκε ο «Τζάκομο». Η προφανής απάντηση στο ερώτημα είναι τότε που ο Τζόις, ανάμεσα στα είκοσι εννιά και τα τριάντα δύο του, αισθάνεται «την ανάγκη να υπερβεί τα στενά όρια του συντροφικού βίου. Να τα υπερβεί, όμως, διατηρώντας ακέραια, σε ηθικό και αισθηματικό επίπεδο, τη συντροφική του σχέση» (σελ. 77-78). Η αναζήτηση απαντήσεων στο «πότε;», και σ’ αυτό που θα γίνει ο Λίοπολντ Μπλουμ του «Ulysses», πιστοποιεί την ενδοκειμενική συνομιλία των έργων του Τζόις (κι ας πρόκειται εδώ για μελλοντική προβολή) και ταυτόχρονα ανοίγει την όρεξη του αναγνώστη για την ακόλουθή του επιλογή. Η τζοϊσική «Επιθυμία» ιχνηλατείται πέρα από την πραγμάτωσή της, έως τη συνειδητοποίηση της λυτρωτικής δύναμης της δουλειάς του καλλιτέχνη (σελ. 87).
Ο Μαραγκόπουλος, τζοϊσικός και ο ίδιος, από τα ερωτήματα που θέτει το «Τζάκομο» και επιχειρεί να απαντήσει («Who in the world?», «Where?», «When?»), με το «Υστερόγραφό» του στρέφεται στον αναγνώστη και του απευθύνει τα ίδια ακριβώς ερωτήματα: «Με ποιον, πότε, πού», «Τρεις λέξεις για τον αμύητο αναγνώστη» και χωρίς καθόλου να τον χαϊδέψει αναλαμβάνει και το κόστος των απαντήσειων: «1. Με ποιον αναγνώστη ο Τζόις; Με τον Κανένα και τον Καθένα. 2. Πότε ολοκληρώνεται η ανάγνωσή του; Με τον θάνατο του αναγνώστη. 3. Πού οδηγεί η ανάγνωσή του; Μα, πού αλλού, στ’ αστέρια κι ακόμα παραπέρα!» (σελ. 207).
Σημείωση: Ένας δάσκαλος δεν κρατά ποτέ τη γνώση για τον εαυτό του. Ο Άρης Μαραγκόπουλος, σωκρατικός ως προς αυτό, προσκαλεί τον τζοϊσικό μαθητή ελεύθερα στην «αίθουσα διδασκαλίας» της ιστοσελίδας του:
http://www.arisgrandmangr.com/giacomo-joyce.html και https://vimeo.com/275693931/3cec37a0ba
Press Publica, Αύγουστος 8, 2018.