Η Τριλογία του ΄80
Δείγμα γραφής
Δείγμα γραφής
Ι. Oldsmobile (1982 / 2018)
ΚΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Κι έρχεται το βράδυ.
Φεύγω απ' το παράθυρο, μαζεύω σιγά-σιγά τα σκουπίδια πετάω τα πτώματα ταχτικά, εκεί που τα βάζουν κι οι άλλοι, στη γωνία του δρόμου.
Όπου να 'ναι θα 'μαι πάλι μόνος μου με τους φίλους μου. Τώρα θα βάζουν όλοι τη βραδυνή τους στολή, μονάχα όσοι δουλεύουν ακόμα ρουφηγμένοι δεν θ' αλλάξουν, μπα, κι αυτοί κάτι θα βάλουν κόκκινο ή μοβ μαντήλι και θα ορμήσουν μέσα σαν αφηνιασμένα άλογα που καβαλάνε ποδήλατα – καπούλια στις πέτσινες σέλες των παλιών ποδηλάτων – σε τεράστιες λεωφόρους φώτα αμερικάνικα θα κάτσουν για λίγο σιωπηλοί γύρω μου – σα να μιλάμε για τα νέα της μέρας 1908-1981, και μετά το πρώτο τσιγάρο αρχίζουμε να ονειρευόμαστε αυτό που έλεγε όλη την ώρα η... τα σπίτια όλα ζωγραφισμένα και χρωματιστά αλλά να μην είναι η Ν. Υόρκη ή το Παρίσι, το Βερολίνο, τα δικά μας τα μέρη, Χανιά κι Αιγάλεω και Κομοτηνή και Βόλο, ονειρευόμαστε, κατά πως το έλεγες, τις πόλεις που οι άνθρωποι δε δουλεύουν καθόλου, κάθε βράδυ η ίδια ιστορία σφηνωμένη στο μυαλό, τις πόλεις που μάλιστα δε δουλέψαν ποτέ και δε ζούνε βέβαια, πετάνε εκεί στις πόλεις των Ελεύθερων Κομμουνάρων και του Μιχάλη, την ίδια εκείνη ώρα που η γυναίκα του τρίβει με βιξ τη πλάτη του λοχαγού Paul γιατί τον πιάνουν νευρόπονοι και μου 'ρχεται στο μυαλό φαντάρος άνοιξη ξαπλωμένος στο χόρτο και να θέλω να 'μαι κλεισμένος στη φυλακή παρά να κάνω τον καλό και τον ήσυχο στους μαλάκες, την ώρα που η Μαρία εργάτρια στις κονσέρβες –δουλεύουν μες στα νερά κι αυτή κοιτάει πάντα τον λαιμό της άλλης τι καινούριο ρούχο ή μπιχλιμπίδι έχει στο λαιμό– γυρνάει πια στο σπίτι και το σπίτι είναι πολύτιμο φρούριο τέτοιες ώρες κι άντε εσύ να το γκρεμίσεις εκατό χρόνια τώρα με τις πολιτικές σου πραχτικές (φαντάσου είπα «πραχτικές», δεν είπα ιδέες!) και μαγειρεύει η εργάτρια κονσερβών Ida ή Μαρία και τρώτε μαζί το βράδυ και τρέχει η βρύση σαν τα προγράμματα της τηλεόρασης, ατελείωτη, κι άντε να σταματήσεις το νερό κλείνοντας τη βρύση το σταματάς και σου μένει η θλίψη –χαμένα ποτάμια και χείμαρροι και γυμνά πόδια αγόρια δέκα χρονώ άγρια– και μπαίνει μέσα ο καλύτερος φίλος μου η Ida, δε τη ξέρετε καλά, μπαίνει πάντα απότομα το κολόπαιδο για να μας κόψει στη μέση τα όνειρα που κάνουμε για το σοσιαλιστικό παράδεισο, τη βασιλεία των ουρανών, εκείνο το ροζ φόρεμα που έχω βάλει στο μάτι με τις πούλιες, το όραμα του αυριανού σου έρωτα, κι άλλοι κι άλλοι άντρες, κι άλλες χιλιάδες γυναίκες, είμαστε λοιπόν άντρες; υπάρχουν λοιπόν γυναίκες; και μας κοιτάει όλους ένα γύρω στριμωγμένους στα μαξιλάρια βλέπω τα πόδια της με τα κινέζικα παπούτσια και τις βαρειές μπότες, περνάνε μπροστά μου πάει και κάθεται στο παράθυρο και βλέπει τα φώτα της πόλης, τα φώτα των πλούσιων αμαξιών και λέει: Πάμε μια βόλτα, εδώ θα τη βγάλουμε απόψε; και την κοιτάμε, μας έκοψε στη μέση και χάνουμε τον εαυτό μας, χανόμαστε σου λέω και σηκωνόμαστε σαν κάθε μέρα κουρντισμένοι άνθρωποι, σαν όλα τα κουρντισμένα ανθρωπάκια ξύνουμε τη πλάτη μας εκεί που είναι το κουρντιστήρι θεόρατο από πίσω, σα δυό καμπούρες και πιανόμαστε απ' τα χεράκια και βγαίνουμε προσεχτικά έξω μιλώντας για...
1908
Βγαίνοντας έξω όλοι μαζί
κανείς δε προσέχει μια γριά
βρώμικια κι άσπρη που περνάει σα σκιά,
την είδα και σας τη θυμίζω...
Γιατί περπατάτε στο δρόμο
αφού δε μπορείτε
να κρατήσετε
ανοιχτά τα γλυκά σας μάτια...
ΠΕΡΝΑΝΕ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Περνάνε τα χρόνια κι αυτοί οι πούστηδες ΕΚΕΙ φτιάχνουν Oldsmobile, φτιάχνουν γιαλιστερές αυτοκινητάρες κόκκινες και μπλε με αυτόματο οδηγό
Και μετά 30 χρόνια θα 'μαστε γέροι όλοι εμείς που γεννηθήκαμε στα βουνά και μας φωνάζαν τότε Νίνα και Βλαδίμηρο και Λαουρατίφ. Ποιος να βαφτίσει το παιδί του Paul ποιος να το πει Γιάννη. Μα τι γίνεται; Σε 30 χρόνια οι φίλοι μου δε θα γαμούν πια τόσο πολύ. Δε θα μιλάνε πια για τον σοσιαλισμό, δε θα μιλάνε καθόλου, Θα 'ναι όλοι τους ήσυχοι, σαν τριπαρισμένα πουλιά
Γιατί να μην είναι ο αέρας γεμάτος τριπαρισμένα πουλιά.
Τι περιμένουμε ακόμα;
ΤΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
Ο δρόμος που δε γίνεται ποτέ απέραντη λεωφόρος περπατάμε ατέλειωτες ώρες μιλάμε όλο και λιγότερο, Κόκκινο Μαύρο. Κόκκινο Μαύρο, Πράσινα Φύλλα, Είναι δεν είναι; Είναι δεν είναι; Από πίσω είναι Όμορφος, Πλάτη στητή, Κορίτσια Κοριτσάκια, τα 4 Μικρά Κοριτσάκια, Χιλιάδες Μικρά Κοριτσάκια, Φιλί, Μαλλιά, Λοχαγοί, Πυροσβέστες, Ταμίας Στο Σουπερμάρκετ του Αμβούργου, 2 το μεσημέρι και Σπίτι περιμένει ο Πίτερ, οι Νέγροι του κόσμου στο Ντιτρόϊτ, Εσύ κι εγώ είμαστε πολύ λίγοι χιλιάδες εσύ χιλιάδες εγώ – Είμαι, Τεράστιος, Τεράστια, Τεράστιο, Χείλια Κόκκινα Γλυκά, Γλυκός, Ήρεμος, Φοβούνται ακόμα, Φόβοι Πατέρες το Φoβ το Φoβ το φόβητρο, το σκιάχτρο Μητέρες και Πατέρες Μαζί και Χώρια, Δουλεύουν, Δουλειά πολύ δουλειά, Μικρός πολύ Μικρός, Χαϊδεύω, Μέσα μπαίνω, μέσα-έξω, Κοιμάμαι, Κοιμούνται, Τεράστιοι ύπνοι, Τριπ, Ξυπνάω, πρωί, φριχτό άγριου ήλιου πρωί περασμένης ιστορίας που τη συνεχίζουν όμως οι άλλοι, ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, Νεύρα, νευρικός, Πολ και Γιάννης και Νίνα (μήπως Ida;) κι εγώ κι οι Άλλοι, μπρός αυτή πίσω εγώ, μπρός αυτή πίσω εγώ αυτή –αυτές πάντα λιγάκι πιο κει εγώ– οι άντρες λίγο πιο πίσω, μένουμε πολύ πίσω, αλλά αυτές τώρα τρέχουν με κείνα τα γυμνά πόδια αυτές τις πατούσες που χώνονται στο χώμα στη λάσπη στη σοκολάτα στ' αγριόχορτα, στο κρεβάτι πηδάνε όρθιες πάνω-κάτω πάνω-κάτω, σα μικρά παιδιά περνάνε οι μέρες κι αυτές εκεί ντύνονται τώρα με ρούχα γλυκά της νύχτας απ' τ' Αφγανιστάν κι αύριο απ' τη Γουατεμάλα ακούμε μουσική απ' όλα τα μέρη μέχρι να ησυχάσουμε να μη ντυνόμαστε πια να μη τραγουδάμε θα πάμε κάπου κι εκεί να μη πούμε λέξη να μην πούμε τι μέρες άφησα άχρηστες πίσω πίσω στη θάλασσα και τις λίμνες περπατάνε οι Άλλοι, Περίπατος-Μπετόν και σε Χαϊδεύω χαμηλά στα Πόδια, πόδια, τα μάτια σου με κοιτάνε γιατί κινηματογραφούνε κάθε μέρα την Ιστορία, οι αριθμοί αντιστοιχούνε στις ηλικίες, σε χρόνια ζωής 19, 20, 21, 22, 30 κλπ., Γαμούμε δεν γαμούμε. Πολύ, λίγο.
Κι έρχεται το βράδυ.
Φεύγω απ' το παράθυρο, μαζεύω σιγά-σιγά τα σκουπίδια πετάω τα πτώματα ταχτικά, εκεί που τα βάζουν κι οι άλλοι, στη γωνία του δρόμου.
Όπου να 'ναι θα 'μαι πάλι μόνος μου με τους φίλους μου. Τώρα θα βάζουν όλοι τη βραδυνή τους στολή, μονάχα όσοι δουλεύουν ακόμα ρουφηγμένοι δεν θ' αλλάξουν, μπα, κι αυτοί κάτι θα βάλουν κόκκινο ή μοβ μαντήλι και θα ορμήσουν μέσα σαν αφηνιασμένα άλογα που καβαλάνε ποδήλατα – καπούλια στις πέτσινες σέλες των παλιών ποδηλάτων – σε τεράστιες λεωφόρους φώτα αμερικάνικα θα κάτσουν για λίγο σιωπηλοί γύρω μου – σα να μιλάμε για τα νέα της μέρας 1908-1981, και μετά το πρώτο τσιγάρο αρχίζουμε να ονειρευόμαστε αυτό που έλεγε όλη την ώρα η... τα σπίτια όλα ζωγραφισμένα και χρωματιστά αλλά να μην είναι η Ν. Υόρκη ή το Παρίσι, το Βερολίνο, τα δικά μας τα μέρη, Χανιά κι Αιγάλεω και Κομοτηνή και Βόλο, ονειρευόμαστε, κατά πως το έλεγες, τις πόλεις που οι άνθρωποι δε δουλεύουν καθόλου, κάθε βράδυ η ίδια ιστορία σφηνωμένη στο μυαλό, τις πόλεις που μάλιστα δε δουλέψαν ποτέ και δε ζούνε βέβαια, πετάνε εκεί στις πόλεις των Ελεύθερων Κομμουνάρων και του Μιχάλη, την ίδια εκείνη ώρα που η γυναίκα του τρίβει με βιξ τη πλάτη του λοχαγού Paul γιατί τον πιάνουν νευρόπονοι και μου 'ρχεται στο μυαλό φαντάρος άνοιξη ξαπλωμένος στο χόρτο και να θέλω να 'μαι κλεισμένος στη φυλακή παρά να κάνω τον καλό και τον ήσυχο στους μαλάκες, την ώρα που η Μαρία εργάτρια στις κονσέρβες –δουλεύουν μες στα νερά κι αυτή κοιτάει πάντα τον λαιμό της άλλης τι καινούριο ρούχο ή μπιχλιμπίδι έχει στο λαιμό– γυρνάει πια στο σπίτι και το σπίτι είναι πολύτιμο φρούριο τέτοιες ώρες κι άντε εσύ να το γκρεμίσεις εκατό χρόνια τώρα με τις πολιτικές σου πραχτικές (φαντάσου είπα «πραχτικές», δεν είπα ιδέες!) και μαγειρεύει η εργάτρια κονσερβών Ida ή Μαρία και τρώτε μαζί το βράδυ και τρέχει η βρύση σαν τα προγράμματα της τηλεόρασης, ατελείωτη, κι άντε να σταματήσεις το νερό κλείνοντας τη βρύση το σταματάς και σου μένει η θλίψη –χαμένα ποτάμια και χείμαρροι και γυμνά πόδια αγόρια δέκα χρονώ άγρια– και μπαίνει μέσα ο καλύτερος φίλος μου η Ida, δε τη ξέρετε καλά, μπαίνει πάντα απότομα το κολόπαιδο για να μας κόψει στη μέση τα όνειρα που κάνουμε για το σοσιαλιστικό παράδεισο, τη βασιλεία των ουρανών, εκείνο το ροζ φόρεμα που έχω βάλει στο μάτι με τις πούλιες, το όραμα του αυριανού σου έρωτα, κι άλλοι κι άλλοι άντρες, κι άλλες χιλιάδες γυναίκες, είμαστε λοιπόν άντρες; υπάρχουν λοιπόν γυναίκες; και μας κοιτάει όλους ένα γύρω στριμωγμένους στα μαξιλάρια βλέπω τα πόδια της με τα κινέζικα παπούτσια και τις βαρειές μπότες, περνάνε μπροστά μου πάει και κάθεται στο παράθυρο και βλέπει τα φώτα της πόλης, τα φώτα των πλούσιων αμαξιών και λέει: Πάμε μια βόλτα, εδώ θα τη βγάλουμε απόψε; και την κοιτάμε, μας έκοψε στη μέση και χάνουμε τον εαυτό μας, χανόμαστε σου λέω και σηκωνόμαστε σαν κάθε μέρα κουρντισμένοι άνθρωποι, σαν όλα τα κουρντισμένα ανθρωπάκια ξύνουμε τη πλάτη μας εκεί που είναι το κουρντιστήρι θεόρατο από πίσω, σα δυό καμπούρες και πιανόμαστε απ' τα χεράκια και βγαίνουμε προσεχτικά έξω μιλώντας για...
1908
Βγαίνοντας έξω όλοι μαζί
κανείς δε προσέχει μια γριά
βρώμικια κι άσπρη που περνάει σα σκιά,
την είδα και σας τη θυμίζω...
Γιατί περπατάτε στο δρόμο
αφού δε μπορείτε
να κρατήσετε
ανοιχτά τα γλυκά σας μάτια...
ΠΕΡΝΑΝΕ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Περνάνε τα χρόνια κι αυτοί οι πούστηδες ΕΚΕΙ φτιάχνουν Oldsmobile, φτιάχνουν γιαλιστερές αυτοκινητάρες κόκκινες και μπλε με αυτόματο οδηγό
Και μετά 30 χρόνια θα 'μαστε γέροι όλοι εμείς που γεννηθήκαμε στα βουνά και μας φωνάζαν τότε Νίνα και Βλαδίμηρο και Λαουρατίφ. Ποιος να βαφτίσει το παιδί του Paul ποιος να το πει Γιάννη. Μα τι γίνεται; Σε 30 χρόνια οι φίλοι μου δε θα γαμούν πια τόσο πολύ. Δε θα μιλάνε πια για τον σοσιαλισμό, δε θα μιλάνε καθόλου, Θα 'ναι όλοι τους ήσυχοι, σαν τριπαρισμένα πουλιά
Γιατί να μην είναι ο αέρας γεμάτος τριπαρισμένα πουλιά.
Τι περιμένουμε ακόμα;
ΤΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
Ο δρόμος που δε γίνεται ποτέ απέραντη λεωφόρος περπατάμε ατέλειωτες ώρες μιλάμε όλο και λιγότερο, Κόκκινο Μαύρο. Κόκκινο Μαύρο, Πράσινα Φύλλα, Είναι δεν είναι; Είναι δεν είναι; Από πίσω είναι Όμορφος, Πλάτη στητή, Κορίτσια Κοριτσάκια, τα 4 Μικρά Κοριτσάκια, Χιλιάδες Μικρά Κοριτσάκια, Φιλί, Μαλλιά, Λοχαγοί, Πυροσβέστες, Ταμίας Στο Σουπερμάρκετ του Αμβούργου, 2 το μεσημέρι και Σπίτι περιμένει ο Πίτερ, οι Νέγροι του κόσμου στο Ντιτρόϊτ, Εσύ κι εγώ είμαστε πολύ λίγοι χιλιάδες εσύ χιλιάδες εγώ – Είμαι, Τεράστιος, Τεράστια, Τεράστιο, Χείλια Κόκκινα Γλυκά, Γλυκός, Ήρεμος, Φοβούνται ακόμα, Φόβοι Πατέρες το Φoβ το Φoβ το φόβητρο, το σκιάχτρο Μητέρες και Πατέρες Μαζί και Χώρια, Δουλεύουν, Δουλειά πολύ δουλειά, Μικρός πολύ Μικρός, Χαϊδεύω, Μέσα μπαίνω, μέσα-έξω, Κοιμάμαι, Κοιμούνται, Τεράστιοι ύπνοι, Τριπ, Ξυπνάω, πρωί, φριχτό άγριου ήλιου πρωί περασμένης ιστορίας που τη συνεχίζουν όμως οι άλλοι, ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, Νεύρα, νευρικός, Πολ και Γιάννης και Νίνα (μήπως Ida;) κι εγώ κι οι Άλλοι, μπρός αυτή πίσω εγώ, μπρός αυτή πίσω εγώ αυτή –αυτές πάντα λιγάκι πιο κει εγώ– οι άντρες λίγο πιο πίσω, μένουμε πολύ πίσω, αλλά αυτές τώρα τρέχουν με κείνα τα γυμνά πόδια αυτές τις πατούσες που χώνονται στο χώμα στη λάσπη στη σοκολάτα στ' αγριόχορτα, στο κρεβάτι πηδάνε όρθιες πάνω-κάτω πάνω-κάτω, σα μικρά παιδιά περνάνε οι μέρες κι αυτές εκεί ντύνονται τώρα με ρούχα γλυκά της νύχτας απ' τ' Αφγανιστάν κι αύριο απ' τη Γουατεμάλα ακούμε μουσική απ' όλα τα μέρη μέχρι να ησυχάσουμε να μη ντυνόμαστε πια να μη τραγουδάμε θα πάμε κάπου κι εκεί να μη πούμε λέξη να μην πούμε τι μέρες άφησα άχρηστες πίσω πίσω στη θάλασσα και τις λίμνες περπατάνε οι Άλλοι, Περίπατος-Μπετόν και σε Χαϊδεύω χαμηλά στα Πόδια, πόδια, τα μάτια σου με κοιτάνε γιατί κινηματογραφούνε κάθε μέρα την Ιστορία, οι αριθμοί αντιστοιχούνε στις ηλικίες, σε χρόνια ζωής 19, 20, 21, 22, 30 κλπ., Γαμούμε δεν γαμούμε. Πολύ, λίγο.
ΙΙ. Ψυχομπουρδέλο (1983 / 2018)
ΓΙΑΤΙ ΠΕΘΑΝΑΝ ΤΕΛΙΚΑ ΟΙ ΕΞΩΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΤΡΙΕΣ
Το βράδυ τρώμε, όπως πάντα, πολλοί μαζί.
Και λέω: σκατά, είναι σκατά αυτή η ζωή.
Μετά πάντα κάτι γίνεται, πάντα κάποια γυναίκα, κάποια καινούργια γυναίκα κι όλα ξαναρχίζουν δεν προλαβαίνω ποτέ να σκεφτώ τη ζωή όλα φτου κι από την αρχή σαν να μη συμβαίνει τίποτα, κι αυτό είναι το χειρότερο απ' όλα.
Απ' ότι θυμάμαι δεν έχω ποτέ μου πάει με εργάτριες δηλαδή με αληθινές εργάτριες, ποτέ μου κι αυτές οι εργάτριες που δεν τις πρόλαβα με ταλαιπωρούνε ακόμα, γιατί.
Πύργος φτιαγμένος από Σταχτοπούτες κι άλλα τέτοια παραμύθια κι εκεί μέσα στα υπόγεια κυκλοφορούνε χρόνια τώρα σκονισμένες και κατάμαυρες όλη η σχετική φιλολογία με φουγάρα φάμπρικες και τα λοιπά δαντελένια παρόλα αυτά πουκάμισα και μάτια πρησμένα πιάνουν, πού και πού, τη μέση τους σαν τις σιδερώτριες του Ντεγκά κι εκεί στα διαλείμματα ξεθεωμένες αλλά γυναίκες ο κόσμος να χαλάσει, ρίχνουν ξεθεωμένες ματιές δεξιά αριστερά μήπως και πετύχουν τον άντρα που θα τις πνίξει στα πιο τρυφερά ψέματα του κόσμου φυσικά δεν τον βρίσκουν ποτέ κι είναι αυτός ο λόγος που είναι έτσι πάντα λίγο νηστικές λίγο αναιμικές λίγο ρομαντικές όχι μονάχα τα χαμηλά μεροκάματα λίγο μικροαστές λίγο απ' όλα – με τίποτα στον κόσμο δεν θά 'θελα να δουλεύω σαν αυτές δηλαδή γυναίκα αλλά είναι τώρα πια μονάχα εξωτικά όντα κι ίσως γι' αυτό δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα μαζί τους οι άντρες τους τραγουδάνε στις εκδρομές τα τραγούδια του ραδιόφωνου κι οι φοιτητές τους διορθώνουν και το ρίχνουν σαν παλιοί ρεμπέτες στο αυθεντικό ρεμπέτικο.
Πώς να ζήσουν έτσι οι εργάτριες.
Το χειρότερο είναι πως δεν μπορούνε να πάνε πολύ μακριά, στη γωνία παραμονεύει το γαμήσι με τον άντρα τους κι όχι με μένα, με μένα ποτέ.
Πώς γαμιούνται τι να θέλουν αυτά τα ξεθεωμένα κορμιά αυτά τα αηδιασμένα βυζιά κλεισμένα μέσα σε μπλουζάκια κόκκινα φούξια ροζ-κιλοτέ κλπ.
Τώρα που το σκέφτομαι είναι πολύ δύσκολο να γαμηθώ μαζί τους αν και θα το ήθελα πολύ σαν να γαμιέμαι με τη Σταχτοπούτα ή τη Χιονάτη σπίτι δουλειά δουλειά σπίτι και τίποτα ψώνια στην αγορά καμιά επίσκεψη – μαλακίες, πού να βρεθούμε μαζί να χωθούμε με την ησυχία μας στο κρεβάτι να τις λέω ιστορίες και ν' ανοίγει να ένα στόμα το βράδυ.
Θυμάμαι τους ωραίους καιρούς των οργανώσεων ιδρωμένες κόκκινες εργάτριες μετά τη διαδήλωση κόκκινη Ελλάδα σοσιαλιστική πηδιόντουσαν κανονικά αλλά με προσοχή και προφυλάξεις γιατί μετά θα σε πηδούσε όλη η κεντρική επιτροπή εκτός από τον Γραμματέα, γέρος, πού να του σηκωθεί, αγώνες και στο μεταξύ λησμόνησε το γαμήσι των εργατών.
Οι εργάτριες χρειάζονται πολύ τρυφερότητα.
Κάθονται ξάγρυπνες όλη τη νύχτα βρυκολακιάζουν μαγειρεύουν δεν τρώνε δεν πίνουν πολύ ας πιω κι εγώ ένα ποτηράκι, διάφορα μητρικά προβλήματα τα μάτια τους δεν μπορούνε να προσέξουν πια τις λεπτομέρειες, τα πολύ γενικά μόνο, οι μισές παρόλο το μοντέρνο ντύσιμό τους ζούνε στην προηγούμενη γενεά, πιο πολύ απ' όλα τα πράγματα τους έχει μπει στο μάτι μια ηθοποιός, θέλαν να ζήσουν έτσι, όπως όλοι μας δηλαδή – σκατά, για όλα φταίνε οι πούστηδες οι αμερικάνοι γαμιούνται στη δουλειά σ' ένα μπερδεμένο ρυθμό κάτι ανάμεσα σε αργό νέγρικο μπλουζ και μουσική με συρτό κλαρίνο, αργή πολύ αργή μουσική, έτσι γαμιούνται στη δουλειά και παρόλα αυτά είναι φετίχ οι εργάτριες, φετίχ του 1917.
Διαβάζεις σ' ένα βιβλίο με συζητήσεις εργατών στη Ρωσία του 1923:
«Παίρνουν το τσάι τους με τη γυναίκα τους και τα παιδιά τους, και το απόγεμα βγαίνουν να κάνουν έναν περίπατο στις λεωφόρους και στα πάρκα ή κάνουν επίσκεψη σε κάποιο φιλικό τους σπίτι…», αυτά λέει το βιβλίο κι αυτές εκεί πηγαίνουν περίπατο βλαστήμιες βρώμικοι σιχαμένοι δρόμοι στην Πετρούπολη μεθυσμένοι που γυρνάνε κρυφά σπίτι βρίσκονται τώρα στη λεωφόρο κι ΑΥΤΟΣ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ πνίγεται για τα καλά κι ΑΥΤΗ η μητέρα εργάτρια θέλει μια αγκαλιά που θα την πάρει και θα τη σφίξει εκεί, στη μέση αυτής της λεωφόρου, αλλιώς θα την πνίξει ο σοσιαλισμός δεν έχει ένα μπαρ ένα καφενείο της προκοπής κάτι τέλος πάντων να βρεθείς σε κόσμο μακριά από τους κομματικούς να ρεμβάσουμε λίγο ν' ακούσουμε λίγο τον Τζιμ Μόρισον να λέει μ' αυτό το δραματικό ύφος λίγο πριν αυτοκτονήσει, σαν τον Μαγιακόφσκι, απ' τα ναρκωτικά στη μπανιέρα του σ' αυτό το σπίτι στο Παρίσι που έμενε που θα μπορούσε να έμενε ο Λένιν αλλά στο μεταξύ το κάνανε μουσείο THEN YOU CAME ALONG WITH A SUITCASE AND A SONG πού είναι τις αυτές οι ψεύτικες λεωφόροι της επανάστασης οδός Καβάλας διαδρομή Αιγάλεω-Καλλιθέα ποιος θα γαμήσει σε λίγο αυτά τα εργατικά κορμιά τότε κάνανε επισκέψεις μήπως και σήμερα τι κάνουν, ακόμα μου φαίνεται υπάρχουν σπίτια που σερβίρουν λικέρ ακόμα η μια συνοικία επισκέπτεται την κακομοιριά της άλλης και περνάει το φριχτό κυριακάτικο απόγεμα μ' ένα κρύο αέρα ανάμεσα Καλλιθέα κι Αιγάλεω στη διαδρομή αυτός είναι ζήτημα αν είδε τίποτε αυτηνής τα ματάκια της παίζουν βλέπει μακριά μαλλιά και στο σπίτι, αφού την κεράσουν καφέ ή λικέρ τρίβει μαλακά το μουνάκι της μη και περάσει πιο γρήγορα η ώρα να φύγουν, και πού να πάει αλλά της αρέσει η διαδρομή κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο όλα τα βλέπει από κει, κι είναι σαν να γαμιέται σιωπηλά με τον αέρα που μπάζει το παράθυρο του λεωφορείου, κεφάλια με μακριά μαλλιά να τους χαμογελάνε, να τις πειράζουν, να φεύγουν μακριά τους, να τους βλέπουν μετά στις ειδήσεις κάψανε το τάδε μαγαζί κάναν αυτό κι εκείνο αυτή να τρίβει το μουνάκι της με πάθος όχι αστεία ο εργάτης της να την γαμεί σε ρυθμό ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώστε του πιάνει ξαφνικά το κεφάλι του ανοίγει τα μάτια μάτια νεκρού από πάνω της τεντώνει το χέρι της δίπλα είναι το κουμπί του ραδιοφώνου το βάζει τέρμα ντουκ ντουκ ντουκ χτυπάει η μουσική ντουκ-ντουκ κουνιέται ο εργάτης της οι λεωφόροι τα πάρκα το λικεράκι τα περίεργα μαλλιά των προβοκατόρων, έχω πόδια λέει, έχω μουνί πρώτης, λέει, έχω τρομερά βυζιά τρομερά λέει έχω και δυο παιδιά δεν έχω φράγκο λέει άπλυτα πιάτα μην κουνιέσαι λέει αυτός μην κουνιέσαι τώρα, της κλείνω το μάτι εγώ αλλά πού να με δει με αυτόν τον μαλάκα από πάνω της πού να με δει χρόνια τώρα της κάνω νοήματα κλπ. κλπ.
1982.
Δεν έχω πάει ακόμα με Ινδιάνες και με εργάτριες.
Ούτε με Ινδιάνους.
Και ποτέ πια δεν θα πάω.
Το βράδυ τρώμε, όπως πάντα, πολλοί μαζί.
Και λέω: σκατά, είναι σκατά αυτή η ζωή.
Μετά πάντα κάτι γίνεται, πάντα κάποια γυναίκα, κάποια καινούργια γυναίκα κι όλα ξαναρχίζουν δεν προλαβαίνω ποτέ να σκεφτώ τη ζωή όλα φτου κι από την αρχή σαν να μη συμβαίνει τίποτα, κι αυτό είναι το χειρότερο απ' όλα.
Απ' ότι θυμάμαι δεν έχω ποτέ μου πάει με εργάτριες δηλαδή με αληθινές εργάτριες, ποτέ μου κι αυτές οι εργάτριες που δεν τις πρόλαβα με ταλαιπωρούνε ακόμα, γιατί.
Πύργος φτιαγμένος από Σταχτοπούτες κι άλλα τέτοια παραμύθια κι εκεί μέσα στα υπόγεια κυκλοφορούνε χρόνια τώρα σκονισμένες και κατάμαυρες όλη η σχετική φιλολογία με φουγάρα φάμπρικες και τα λοιπά δαντελένια παρόλα αυτά πουκάμισα και μάτια πρησμένα πιάνουν, πού και πού, τη μέση τους σαν τις σιδερώτριες του Ντεγκά κι εκεί στα διαλείμματα ξεθεωμένες αλλά γυναίκες ο κόσμος να χαλάσει, ρίχνουν ξεθεωμένες ματιές δεξιά αριστερά μήπως και πετύχουν τον άντρα που θα τις πνίξει στα πιο τρυφερά ψέματα του κόσμου φυσικά δεν τον βρίσκουν ποτέ κι είναι αυτός ο λόγος που είναι έτσι πάντα λίγο νηστικές λίγο αναιμικές λίγο ρομαντικές όχι μονάχα τα χαμηλά μεροκάματα λίγο μικροαστές λίγο απ' όλα – με τίποτα στον κόσμο δεν θά 'θελα να δουλεύω σαν αυτές δηλαδή γυναίκα αλλά είναι τώρα πια μονάχα εξωτικά όντα κι ίσως γι' αυτό δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα μαζί τους οι άντρες τους τραγουδάνε στις εκδρομές τα τραγούδια του ραδιόφωνου κι οι φοιτητές τους διορθώνουν και το ρίχνουν σαν παλιοί ρεμπέτες στο αυθεντικό ρεμπέτικο.
Πώς να ζήσουν έτσι οι εργάτριες.
Το χειρότερο είναι πως δεν μπορούνε να πάνε πολύ μακριά, στη γωνία παραμονεύει το γαμήσι με τον άντρα τους κι όχι με μένα, με μένα ποτέ.
Πώς γαμιούνται τι να θέλουν αυτά τα ξεθεωμένα κορμιά αυτά τα αηδιασμένα βυζιά κλεισμένα μέσα σε μπλουζάκια κόκκινα φούξια ροζ-κιλοτέ κλπ.
Τώρα που το σκέφτομαι είναι πολύ δύσκολο να γαμηθώ μαζί τους αν και θα το ήθελα πολύ σαν να γαμιέμαι με τη Σταχτοπούτα ή τη Χιονάτη σπίτι δουλειά δουλειά σπίτι και τίποτα ψώνια στην αγορά καμιά επίσκεψη – μαλακίες, πού να βρεθούμε μαζί να χωθούμε με την ησυχία μας στο κρεβάτι να τις λέω ιστορίες και ν' ανοίγει να ένα στόμα το βράδυ.
Θυμάμαι τους ωραίους καιρούς των οργανώσεων ιδρωμένες κόκκινες εργάτριες μετά τη διαδήλωση κόκκινη Ελλάδα σοσιαλιστική πηδιόντουσαν κανονικά αλλά με προσοχή και προφυλάξεις γιατί μετά θα σε πηδούσε όλη η κεντρική επιτροπή εκτός από τον Γραμματέα, γέρος, πού να του σηκωθεί, αγώνες και στο μεταξύ λησμόνησε το γαμήσι των εργατών.
Οι εργάτριες χρειάζονται πολύ τρυφερότητα.
Κάθονται ξάγρυπνες όλη τη νύχτα βρυκολακιάζουν μαγειρεύουν δεν τρώνε δεν πίνουν πολύ ας πιω κι εγώ ένα ποτηράκι, διάφορα μητρικά προβλήματα τα μάτια τους δεν μπορούνε να προσέξουν πια τις λεπτομέρειες, τα πολύ γενικά μόνο, οι μισές παρόλο το μοντέρνο ντύσιμό τους ζούνε στην προηγούμενη γενεά, πιο πολύ απ' όλα τα πράγματα τους έχει μπει στο μάτι μια ηθοποιός, θέλαν να ζήσουν έτσι, όπως όλοι μας δηλαδή – σκατά, για όλα φταίνε οι πούστηδες οι αμερικάνοι γαμιούνται στη δουλειά σ' ένα μπερδεμένο ρυθμό κάτι ανάμεσα σε αργό νέγρικο μπλουζ και μουσική με συρτό κλαρίνο, αργή πολύ αργή μουσική, έτσι γαμιούνται στη δουλειά και παρόλα αυτά είναι φετίχ οι εργάτριες, φετίχ του 1917.
Διαβάζεις σ' ένα βιβλίο με συζητήσεις εργατών στη Ρωσία του 1923:
«Παίρνουν το τσάι τους με τη γυναίκα τους και τα παιδιά τους, και το απόγεμα βγαίνουν να κάνουν έναν περίπατο στις λεωφόρους και στα πάρκα ή κάνουν επίσκεψη σε κάποιο φιλικό τους σπίτι…», αυτά λέει το βιβλίο κι αυτές εκεί πηγαίνουν περίπατο βλαστήμιες βρώμικοι σιχαμένοι δρόμοι στην Πετρούπολη μεθυσμένοι που γυρνάνε κρυφά σπίτι βρίσκονται τώρα στη λεωφόρο κι ΑΥΤΟΣ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ πνίγεται για τα καλά κι ΑΥΤΗ η μητέρα εργάτρια θέλει μια αγκαλιά που θα την πάρει και θα τη σφίξει εκεί, στη μέση αυτής της λεωφόρου, αλλιώς θα την πνίξει ο σοσιαλισμός δεν έχει ένα μπαρ ένα καφενείο της προκοπής κάτι τέλος πάντων να βρεθείς σε κόσμο μακριά από τους κομματικούς να ρεμβάσουμε λίγο ν' ακούσουμε λίγο τον Τζιμ Μόρισον να λέει μ' αυτό το δραματικό ύφος λίγο πριν αυτοκτονήσει, σαν τον Μαγιακόφσκι, απ' τα ναρκωτικά στη μπανιέρα του σ' αυτό το σπίτι στο Παρίσι που έμενε που θα μπορούσε να έμενε ο Λένιν αλλά στο μεταξύ το κάνανε μουσείο THEN YOU CAME ALONG WITH A SUITCASE AND A SONG πού είναι τις αυτές οι ψεύτικες λεωφόροι της επανάστασης οδός Καβάλας διαδρομή Αιγάλεω-Καλλιθέα ποιος θα γαμήσει σε λίγο αυτά τα εργατικά κορμιά τότε κάνανε επισκέψεις μήπως και σήμερα τι κάνουν, ακόμα μου φαίνεται υπάρχουν σπίτια που σερβίρουν λικέρ ακόμα η μια συνοικία επισκέπτεται την κακομοιριά της άλλης και περνάει το φριχτό κυριακάτικο απόγεμα μ' ένα κρύο αέρα ανάμεσα Καλλιθέα κι Αιγάλεω στη διαδρομή αυτός είναι ζήτημα αν είδε τίποτε αυτηνής τα ματάκια της παίζουν βλέπει μακριά μαλλιά και στο σπίτι, αφού την κεράσουν καφέ ή λικέρ τρίβει μαλακά το μουνάκι της μη και περάσει πιο γρήγορα η ώρα να φύγουν, και πού να πάει αλλά της αρέσει η διαδρομή κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο όλα τα βλέπει από κει, κι είναι σαν να γαμιέται σιωπηλά με τον αέρα που μπάζει το παράθυρο του λεωφορείου, κεφάλια με μακριά μαλλιά να τους χαμογελάνε, να τις πειράζουν, να φεύγουν μακριά τους, να τους βλέπουν μετά στις ειδήσεις κάψανε το τάδε μαγαζί κάναν αυτό κι εκείνο αυτή να τρίβει το μουνάκι της με πάθος όχι αστεία ο εργάτης της να την γαμεί σε ρυθμό ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώστε του πιάνει ξαφνικά το κεφάλι του ανοίγει τα μάτια μάτια νεκρού από πάνω της τεντώνει το χέρι της δίπλα είναι το κουμπί του ραδιοφώνου το βάζει τέρμα ντουκ ντουκ ντουκ χτυπάει η μουσική ντουκ-ντουκ κουνιέται ο εργάτης της οι λεωφόροι τα πάρκα το λικεράκι τα περίεργα μαλλιά των προβοκατόρων, έχω πόδια λέει, έχω μουνί πρώτης, λέει, έχω τρομερά βυζιά τρομερά λέει έχω και δυο παιδιά δεν έχω φράγκο λέει άπλυτα πιάτα μην κουνιέσαι λέει αυτός μην κουνιέσαι τώρα, της κλείνω το μάτι εγώ αλλά πού να με δει με αυτόν τον μαλάκα από πάνω της πού να με δει χρόνια τώρα της κάνω νοήματα κλπ. κλπ.
1982.
Δεν έχω πάει ακόμα με Ινδιάνες και με εργάτριες.
Ούτε με Ινδιάνους.
Και ποτέ πια δεν θα πάω.
ΙΙΙ. Δεν είναι όλα σινεμά! (1985 / 2018)
KAI TΩΡΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΠΑΙΖΕΙ ΣΙΝΕΜΑ
Και τώρα στο κανονικό δάσος παίζει σινεμά.
Παίζει το σινεμά στη μέση του δάσους και μερικά νυχτοπούλια λένει: τι είναι αυτό;
Και στην άκρη κάθονται σαλτιμπάγκοι κάτω από πολύχρωμα λαμπιόνια.
Είναι λαμπιόνια της πεντάρας απ' αυτά των Χριστουγέννων, είναι φοιτητές και παίζουν τους παλιάτσους για να βγάλουν κανένα φράγκο.
Είναι φοιτητές παλιάτσοι και κοιτάζονται στα μάτια καθώς περνάνε οι περαστικοί, κάνουν με κέφι το νούμερό τους.
Έστω κι έτσι είναι πολύ όμορφα.
Λοιπόν στη μέση του δάσους παίζει σινεμά.
Πιο παλιά, πολύ παλιά, έπαιζε ο λύκος με την Κοκκινοσκουφίτσα.
Έχει ομίχλη στο δάσος. Φθινόπωρο.
Μαζεύεται κόσμος και κόσμος.
Πουλόβερ κόκκινα, ζεστά που είναι, μαύρες κάλτσες οι γυναίκες, μικρά κορίτσια, καροτσάκια, ένα κιόσκι που δίνουν ζεστό τσάι, δεν μοιάζει ακριβώς με σινεμά, παίζει μουσική ροκ στο δάσος, παίζει ένα alto σαξόφωνο, ένα κλαρίνο, παίζει μουσική τελικά.
Τι δεν έρχεται εδώ:
Δεν πλησιάζουν σκατοαυτοκίνητα· δεν έχει σκατομηχανές ή άλλα θορυβώδη μηχανήματα.
Δεν έχει εφημερίδες περιοδικά και μαλάκες που τα διαβάζουν.
Δεν έχει σπίτια πόρτες κλειδιά παράθυρα.
Δεν έχει δραχμή, φράγκο δεν έχει. Το χώμα είναι πράσινο απ' τα μικρά χόρτα.
Μ' αρέσει που η ομίχλη δεν μ' αφήνει να διακρίνω καθαρά τα πρόσωπα.
Μ' αρέσει που υπάρχουν ακόμα δάση.
Μ' αρέσει που έρχονται εδώ τόσοι άγνωστοι άνθρωποι, τόσα μικρά παιδιά, τόσα καροτσάκια, τόσα σκυλιά, τόσες παλιές ιστορίες, μ' αρέσει που αφήσαν τα σπίτια τους κι έρχονται στο δάσος.
Δεν παίζει σινεμά, δεν παίζει μουσική ροκ.
Όχι, όχι.
Ο Γιώργος Κ. ήρθε επειδή θέλει να ξεχάσει τη στενοχώρια του που 'μεινε Σάββατο δίχως δραχμή.
Η Ιωάννα Ρ. ήρθε επειδή θέλει ν' αλλάξει το χρώμα της κρεβατοκάμαράς της και βαριέται πολύ.
Ο Παύλος Ν. ήρθε επειδή θέλει να σκεφτεί τη ζωή του απ' την αρχή.
Η Κατερίνα Κ. ήρθε επειδή κάποιος της είπε πως ο πρώην αγαπημένος της Γιώργος Κ. , συχνάζει εδώ.
Η Ρόζα Β. ήρθε επειδή βαρέθηκε τα μπαρ και θέλει, λέει, λίγη φύση.
Κάποιος απ' όλον αυτόν τον κόσμο θα βάλει τελικά μια απρόσεχτη, πολύ προσεχτική φωτιά. Το δάσος θα πάρει φωτιά και τα ζώα θα τρέχουν τρελά.
Κάποιος που θα πει πηγαίνετε να γαμηθείτε μαλάκες, κι εμείς θα πάμε να γαμηθούμε, το δάσος θα κρατήσει περίπου το μισό, τα παιδιά θα μεγαλώσουν και θα διηγούνται την ιστορία του, όχι δεν παίζαν σινεμά δεν παίζαν ροκ θα λένε, κι οι άλλοι θα καταλαβαίνουν πολύ δύσκολα, αυτά τα δύσκολα χρόνια με τις περιπέτειες στα δάση.
Μερικοί απ' αυτούς που μαζεύονται μου φαίνεται πως το θεωρούν πολύ φυσικό πριν και μετά τη δουλειά τους στην πόλη να περνάνει μέσα απ' το δάσος.
Αλλά δεν υπάρχει δάσος κοντά σ' αυτή την υβριδική πόλη, μονάχα δρόμοι που τραβάνε για κει και ξεχειλωμένα παιδιά που κάνουν οτοστόπ.
Στο δάσος ήρθε η Κατερίνα επειδή κάποιος της είπε πως το πιο πιθανό ο πρώην αγαπημένος της Γιώργος να βρίσκεται εδώ.
Στο δάσος ήρθε πριν λίγο ο Νίκος για να πιει, να μεθύσει και να τον πάρει ο ύπνος – πράγμα που στο σπίτι του ντρέπεται μπροστά στους άλλους, δεν το καταφέρνει ποτέ.
Στο δάσος με τραβάει η μυρωδιού του υγρού σπέρματος που αφήνουν τα δέντρα.
Πολλοί ρωτάνε τι θα γίνει, θα παίξει τελικά σινεμά, θα παίξει κανείς μουσική, τι είναι αυτό το alto σαξόφωνο που ακούγεται κάποιες στιγμές, μονάχα οι φοιτητές παλιάτσοι παίζουν ακόμα, η Κατερίνα Κ., δεν βρήκε τον Γιώργο, πρώην αγαπημένος κλπ., μάλλον τον ξέχασε επειδή έχει πάρει πολύ σοβαρό και λίγο μυστήριο ύφος καθώς μιλάει με την Ιωάννα Ρ., για τα χρώματα που εκείνη σκέφτεται να βάψει το σπίτι της, πού μένεις; τη ρωτάει και εκείνη την ώρα ο Παύλος Ν. τους περνάει το τσιγαριλίκι του, δεν γίνεται να σκεφτεί μόνος του τη ζωή του, θέλει παρέα, κι η Ρόζα Β., έχει δυο στρογγυλά, λίγο μεγάλα αλλά εκπληκτικά βυζιά που δένουν θαυμάσια με το περιβάλλον, λευκό σε πράσινο, έχει βγάλει τη μπλούζα της και τώρα τρέχει γύρω γύρω για να ζεσταθεί, την κοιτάζουν οι άλλοι καπνίζοντας ήσυχα.
Στο μεταξύ ήρθαν κι άλλοι κι άλλοι στο ξέφωτο του δάσους απ' όλες τις μεριές.
Απλώνουν κάτω τα σλίπινγκ μπαγκ και μιλάνε.
Είναι μια καθημερινή κοινή μέρα.
Γι' αυτό όσοι δουλεύουν στις καθημερινές δουλειές τους δεν μπορούν να έρθουν.
Μονάχα φοιτητές, ποιητές της πεντάρας, φρικιά, άνεργοι αλήτες και θλιβεροί διανοούμενοι με ελεύθερο ωράριο και κάτι γυναίκες τους που κάθονται στο σπίτι και μεγαλώνουν τα παιδιά τους.
Αυτοί.
Γιατροί, δικηγόροι, μπάτσοι, καθηγητές, δημοσιογράφοι του επαγγέλματος κλπ., δεν μπορούν να έρθουν, ούτε εργάτες.
Λιμενεργάτες.
Τελικά το δάσος της ελευθερίας και της μοναξιάς είναι για λίγους.
Τι δουλειά έχω εγώ ξαφνικά με γυναίκες του περασμένου αιώνα που νανουρίζουν τα μωρά τους; Αλλά οι άντρες τους δουλεύουν πέρα μακριά, σκέφτομαι, και χαμογελάω πονηρά, καθώς κοιτάζω τη φθαρτή ομορφιά μου στον καθρέφτη.
Και τώρα στο κανονικό δάσος παίζει σινεμά.
Παίζει το σινεμά στη μέση του δάσους και μερικά νυχτοπούλια λένει: τι είναι αυτό;
Και στην άκρη κάθονται σαλτιμπάγκοι κάτω από πολύχρωμα λαμπιόνια.
Είναι λαμπιόνια της πεντάρας απ' αυτά των Χριστουγέννων, είναι φοιτητές και παίζουν τους παλιάτσους για να βγάλουν κανένα φράγκο.
Είναι φοιτητές παλιάτσοι και κοιτάζονται στα μάτια καθώς περνάνε οι περαστικοί, κάνουν με κέφι το νούμερό τους.
Έστω κι έτσι είναι πολύ όμορφα.
Λοιπόν στη μέση του δάσους παίζει σινεμά.
Πιο παλιά, πολύ παλιά, έπαιζε ο λύκος με την Κοκκινοσκουφίτσα.
Έχει ομίχλη στο δάσος. Φθινόπωρο.
Μαζεύεται κόσμος και κόσμος.
Πουλόβερ κόκκινα, ζεστά που είναι, μαύρες κάλτσες οι γυναίκες, μικρά κορίτσια, καροτσάκια, ένα κιόσκι που δίνουν ζεστό τσάι, δεν μοιάζει ακριβώς με σινεμά, παίζει μουσική ροκ στο δάσος, παίζει ένα alto σαξόφωνο, ένα κλαρίνο, παίζει μουσική τελικά.
Τι δεν έρχεται εδώ:
Δεν πλησιάζουν σκατοαυτοκίνητα· δεν έχει σκατομηχανές ή άλλα θορυβώδη μηχανήματα.
Δεν έχει εφημερίδες περιοδικά και μαλάκες που τα διαβάζουν.
Δεν έχει σπίτια πόρτες κλειδιά παράθυρα.
Δεν έχει δραχμή, φράγκο δεν έχει. Το χώμα είναι πράσινο απ' τα μικρά χόρτα.
Μ' αρέσει που η ομίχλη δεν μ' αφήνει να διακρίνω καθαρά τα πρόσωπα.
Μ' αρέσει που υπάρχουν ακόμα δάση.
Μ' αρέσει που έρχονται εδώ τόσοι άγνωστοι άνθρωποι, τόσα μικρά παιδιά, τόσα καροτσάκια, τόσα σκυλιά, τόσες παλιές ιστορίες, μ' αρέσει που αφήσαν τα σπίτια τους κι έρχονται στο δάσος.
Δεν παίζει σινεμά, δεν παίζει μουσική ροκ.
Όχι, όχι.
Ο Γιώργος Κ. ήρθε επειδή θέλει να ξεχάσει τη στενοχώρια του που 'μεινε Σάββατο δίχως δραχμή.
Η Ιωάννα Ρ. ήρθε επειδή θέλει ν' αλλάξει το χρώμα της κρεβατοκάμαράς της και βαριέται πολύ.
Ο Παύλος Ν. ήρθε επειδή θέλει να σκεφτεί τη ζωή του απ' την αρχή.
Η Κατερίνα Κ. ήρθε επειδή κάποιος της είπε πως ο πρώην αγαπημένος της Γιώργος Κ. , συχνάζει εδώ.
Η Ρόζα Β. ήρθε επειδή βαρέθηκε τα μπαρ και θέλει, λέει, λίγη φύση.
Κάποιος απ' όλον αυτόν τον κόσμο θα βάλει τελικά μια απρόσεχτη, πολύ προσεχτική φωτιά. Το δάσος θα πάρει φωτιά και τα ζώα θα τρέχουν τρελά.
Κάποιος που θα πει πηγαίνετε να γαμηθείτε μαλάκες, κι εμείς θα πάμε να γαμηθούμε, το δάσος θα κρατήσει περίπου το μισό, τα παιδιά θα μεγαλώσουν και θα διηγούνται την ιστορία του, όχι δεν παίζαν σινεμά δεν παίζαν ροκ θα λένε, κι οι άλλοι θα καταλαβαίνουν πολύ δύσκολα, αυτά τα δύσκολα χρόνια με τις περιπέτειες στα δάση.
Μερικοί απ' αυτούς που μαζεύονται μου φαίνεται πως το θεωρούν πολύ φυσικό πριν και μετά τη δουλειά τους στην πόλη να περνάνει μέσα απ' το δάσος.
Αλλά δεν υπάρχει δάσος κοντά σ' αυτή την υβριδική πόλη, μονάχα δρόμοι που τραβάνε για κει και ξεχειλωμένα παιδιά που κάνουν οτοστόπ.
Στο δάσος ήρθε η Κατερίνα επειδή κάποιος της είπε πως το πιο πιθανό ο πρώην αγαπημένος της Γιώργος να βρίσκεται εδώ.
Στο δάσος ήρθε πριν λίγο ο Νίκος για να πιει, να μεθύσει και να τον πάρει ο ύπνος – πράγμα που στο σπίτι του ντρέπεται μπροστά στους άλλους, δεν το καταφέρνει ποτέ.
Στο δάσος με τραβάει η μυρωδιού του υγρού σπέρματος που αφήνουν τα δέντρα.
Πολλοί ρωτάνε τι θα γίνει, θα παίξει τελικά σινεμά, θα παίξει κανείς μουσική, τι είναι αυτό το alto σαξόφωνο που ακούγεται κάποιες στιγμές, μονάχα οι φοιτητές παλιάτσοι παίζουν ακόμα, η Κατερίνα Κ., δεν βρήκε τον Γιώργο, πρώην αγαπημένος κλπ., μάλλον τον ξέχασε επειδή έχει πάρει πολύ σοβαρό και λίγο μυστήριο ύφος καθώς μιλάει με την Ιωάννα Ρ., για τα χρώματα που εκείνη σκέφτεται να βάψει το σπίτι της, πού μένεις; τη ρωτάει και εκείνη την ώρα ο Παύλος Ν. τους περνάει το τσιγαριλίκι του, δεν γίνεται να σκεφτεί μόνος του τη ζωή του, θέλει παρέα, κι η Ρόζα Β., έχει δυο στρογγυλά, λίγο μεγάλα αλλά εκπληκτικά βυζιά που δένουν θαυμάσια με το περιβάλλον, λευκό σε πράσινο, έχει βγάλει τη μπλούζα της και τώρα τρέχει γύρω γύρω για να ζεσταθεί, την κοιτάζουν οι άλλοι καπνίζοντας ήσυχα.
Στο μεταξύ ήρθαν κι άλλοι κι άλλοι στο ξέφωτο του δάσους απ' όλες τις μεριές.
Απλώνουν κάτω τα σλίπινγκ μπαγκ και μιλάνε.
Είναι μια καθημερινή κοινή μέρα.
Γι' αυτό όσοι δουλεύουν στις καθημερινές δουλειές τους δεν μπορούν να έρθουν.
Μονάχα φοιτητές, ποιητές της πεντάρας, φρικιά, άνεργοι αλήτες και θλιβεροί διανοούμενοι με ελεύθερο ωράριο και κάτι γυναίκες τους που κάθονται στο σπίτι και μεγαλώνουν τα παιδιά τους.
Αυτοί.
Γιατροί, δικηγόροι, μπάτσοι, καθηγητές, δημοσιογράφοι του επαγγέλματος κλπ., δεν μπορούν να έρθουν, ούτε εργάτες.
Λιμενεργάτες.
Τελικά το δάσος της ελευθερίας και της μοναξιάς είναι για λίγους.
Τι δουλειά έχω εγώ ξαφνικά με γυναίκες του περασμένου αιώνα που νανουρίζουν τα μωρά τους; Αλλά οι άντρες τους δουλεύουν πέρα μακριά, σκέφτομαι, και χαμογελάω πονηρά, καθώς κοιτάζω τη φθαρτή ομορφιά μου στον καθρέφτη.