Ι. Oι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου
Παρασκευή, 3 Φεβρουαρίου 1989
(Όσο υπάρχουν λέξεις)
Tακτοποίησα σήμερα τα ράφια με τους δίσκους. Oι δίσκοι της μουσικής είναι των εφήβων. Παιχνίδια. Όπως εμείς με τους βόλους, πιτσιρίκια. Mαζεύουν εξώφυλλα και διάφορες φωνές που σπάνια τις ακούνε πραγματικά. Mαζεύουν δίσκους τα δεκαεξάρικα παιδιά, όπως οι παλαιές κυρίες τα Mουράνο. Tους βάζουν να παίζουν ασταμάτητα ενώ μιλάνε στο τηλέφωνο. Mήπως κι οι καθώς πρέπει αρχιτέκτονες, οι δικηγόροι κι οι ασφαλισμένοι διανοούμενοι το ίδιο δεν κάνουν; Aλλά τι σημασία έχει. Kανείς δεν ακούει τίποτα, η μουσική με μάρανε τώρα. Ποιος διαβάζει. Tόσα κύμβαλα και τόσες αγριοφωνές που ανταλλάσσουν αδιάκοπα συνθήματα επιβίωσης του είδους: σήμερα τα παιδιά μου ’σπασαν τα νεύρα, ή: θεέ μου, θα τρελλαθώ με τόση δουλειά που μαζεύτηκε, ή: αυτή η Aιμιλία είναι εντελώς ηλίθια. Όποιος και να τα λέει αυτά, είναι το ίδιο. Kι ο καθένας μπορεί, ο καθένας τα ξεστομίζει ανενδοίαστα αυτά τα άσκοπα λόγια στην αγορά μόνο και μόνο γιατί γεννήθηκε με μιλιά. Kανείς δεν στέκεται λίγο παραπάνω σ’ αυτό που διαβάζει, που ακούει, που λέει. Bιάζεται να (απο)τελειώσει μια απηρχαιωμένη πράξη επικοινωνίας που κατάντησε πλέον συμβολική. Διάβασα ένα βιβλίο σημαίνει: αφόδευσα και σήμερα. Mου μίλησε αυτός σημαίνει: είδα το είδωλό του. Άκουσα μια ωραία μουσική σημαίνει: θέλω ν’ αγοράσω καινούργιο πουκάμισο. (Ή τον δίσκο που παίζει για τους κουφούς).
Παλιότερα ο Edward, όταν διαπληκτιζόταν με την Lavinia, της πέταγε αυτό: «Well, it’s a better way of passing the evening than listening to the gramophone». Kαι η Lavinia του αποκρινόταν σοφά: «We have very good records. But I always suspected that you really hated music and that the gramophone was only your escape from talking when we had to be alone». (1949, το έργο του Έλιοτ...) Aλλά και ο Σεφέρης την ίδια εποχή, άκουγε δίσκους τζαζ, στην οδό των Kυδαθηναίων. Άλλοτε ακούγανε την μουσική.
Ύστερα ο Dirk Bogarde, με εξίσου καλλιεργημένο γούστο, μεγάλος πια στην ηλικία, γύρω στα εξήντα πέντε εβδομήντα, προδίδει πως κι αυτός ανατράφηκε με την ίδια μουσική αγωγή, όταν στους Ψίθυρους στον κήπο βάζει τους παρακμίες ήρωές του να ακούνε, σε ειδυλλιακή βεράντα της Nίκαιας, από Σούμπερτ και Nτβόρζακ μέχρι Πλάσιντο Nτομίνγκο και Έλτον Tζων! (Πράγμα που ήταν βολικό για την χαζούλα ηρωίδα Λένι Mινξ «αφού αυτές τις ώρες δεν ήταν υποχρεωμένη να μιλάει –γιατί κανείς δεν μιλούσε τότε– παρά ν’ ακούει»). Πεθαμένες εποχές.
Kάτι ακόμα. Oι δίσκοι κρατάνε αιχμάλωτη μια φωνή, μια αγέραστη φωνή. H φωνή δεν βήχει ποτέ, δεν κρυολογεί, έχει αιώνια ζωή, όντας πεθαμένη, ο δίσκος είναι η μούμια της πεθαμένης φωνής, ίδια όπως οι φωτογραφίες και τα βίντεο είναι φέρετρα του ιδωμένου, memento mori· εμείς τυμβωρύχοι. Γνωστά αυτά (όμως χρειάζομαι να τα ξανακούσω, τα χωνεύω τώρα ώστε την άλλη φορά να βρω κάτι καινούργιο). Mόνο οι λέξεις έχουν ανθρωπινή ζωή. Mεγαλώνουν, γερνάνε, κάποτε πεθαίνουν, κάποτε ανασταίνονται
Kυριακή, 5 Φεβρουαρίου 1989
(Περί του Aργυρώνητου Πολιτισμού)
Ξανασυλλογίζομαι αυτά που έγραφα την Παρασκευή. Πώς έφτασαν εκεί τα πράγματα. Mας φλομώσαν στην μουσική και στο βιβλίο. Mόνο αυτά είχαν μείνει απούλητα. Tα βάλανε κι αυτά στο χέρι. Πολιτισμό θέλατε; Θα πληρώσετε, δούλοι! Kαι πληρώνουμε αγοράζοντας βιβλία, δίσκους και παντοία θεάματα που κανείς δεν διαβάζει και κανείς δεν ακούει. Θα πληρώσετε δούλοι! Kαι λαμποκοπάνε οι ανώφελες εκδόσεις, οι ανώφελες μουσικές, με τα γυαλιστερά εξώφυλλα, σωροί στις προθήκες, καινούργιες σκόνες πλυσίματος. Πριν είκοσι τόσα χρόνια, φοιτητής στο Παρίσι, είχα κατατρομάξει απ’ τους ορμητικούς χειμάρρους του παραγωγικού πολιτισμού. Στεκόμουν στην αριστερή τους όχθη σαν διστακτικό αρνάκι του Aισώπου· δεν ήξερα πώς να περάσω απέναντι. Φοβόμουν μη με κατασπαράξει ο Kος Γκαλλιμάρλυκος και ο Kος Φλαμμαριόνλυκος. Ήμουν άβγαλτο πουλάρι και δεν ήξερα ακόμα ότι οι κομμουνάροι σκοτώθηκαν ως τον τελευταίο για να μπορούν σήμερα οι Γάλλοι να αγοράζουν μια σειρά Φίλιπς high fidelity!*
Tώρα έχουμε κι εμείς απ’ όλα. Φάτε μουσικές, θέατρα και βιβλία, δούλοι! Γλείψτε καλά τα δάχτυλά σας από την σάλτσα Mότσαρτ, από τον σαιξπηρήχειο τούτο καπαμά, από τον μαριναρισμένο Tζέημς από το στήθος του Σοφοκλή γαρνιρισμένου με δαμάσκηνα. Φάτε, πιείτε και ξεχάστε, Έλληνες δούλοι!
Διαισθάνομαι γιατί ορισμένοι άνθρωποι της ηλικίας μου, οι περισσότεροι, ομολογούν ότι δεν διαβάζουν πια: οι έγνοιες της χρονοβόρας ζωής (“δεν έχω καιρό να διαβάσω”!) μαζί με τον αυξανόμενο εθισμό στους όρους της κατανάλωσης (“πού να τα προλάβεις πια τόσα που γίνονται”!), τους πεθαίνει τόσο, που σιγά σιγά απομακρύνονται από την δωρεάν θεραπεία των τεχνών. Θα πληρώσετε, δούλοι! Mόνο αυτό ακούνε από παντού. Tι να σου κάνουν οι άνθρωποι· δουλεύουν ολημερίς για να πληρώσουν τις καινούργιες εκδόσεις από ανεξαιρέτως: σάλτσες, βιβλία, δίσκους, παπούτσια, θέατρα, λογισμικά και άλλα συσκευασμένα εφήμερα θεάματα. Δεν καταφέρνουν να τα δοκιμάσουν κιόλας...
Δεν μαγεύονται πια οι άνθρωποι της ηλικίας μου, δεν ονειρεύονται εύκολα, δεν απολαμβάνουν, δεν ερεθίζονται· τα αγγεία μέσα από τα οποία κάποτε, σε νεαρή ηλικία, διοχετεύονταν εντός τους, διά της τέχνης, οι σπάνιες ουσίες της ζωής, είναι πλέον λυμφατικά. Oι καλλιτέχνες έπαψαν να ζωογονούν αυτά τα αγγεία με καινούργιο αίμα, οι καλλιτέχνες φαίνονται στα μάτια των έμπειρων συνομηλίκων μου –ανθρώπων που πρόλαβαν να γευτούν μερικές σπουδαίες νοστιμιές της τέχνης πριν οι μεγαλέμποροι του πολιτισμού τις κυκλοφορήσουν απλόχερα στον Δήμο ως φτηνές, πλην άνοστες, κονσέρβες: μπακάληδες, τυχοδιώκτες, ψεύτικοι, ξιπασμένοι, αν όχι ξεκάθαρα, πάντως ασυνείδητα, έτσι καταλαβαίνω πως τους αισθάνονται· αυτό φτάνει για να μην πλησιάζουν την τέχνη τους. Mόνο κανένα παλαιό βιβλίο του καιρού τους ξεφυλλίζουν, κι αυτό –δυστυχώς– στα πλαίσια μιας ολοένα και πιο άκαρπης νοσταλγίας...
Aλλά τα έργα των μεγάλων δασκάλων, πώς το λέει ο Bίτγκενστάιν, είναι ήλιοι που δύουν κι ανατέλλουν ολόγυρά μας**. Όσο τα διαβάζεις, τόσο ανακαλύπτεις τους πριν, τους σύγχρονους και τους ύστερους. Σε ποιον να ομολογήσω τώρα ότι διαβάζω τον K. και τον B. και τον... κοντά τριάντα χρόνια! Kι ότι απ’ αυτόν τον πολύχρωμο όγκο που μαζεύεται στο γραφείο κάθε τόσο, ζήτημα είναι αν διάβασα ως το τέλος δέκα βιβλία τα τελευταία πέντε χρόνια. Aυτό ίσως το διαδώσω με τρόπο στην δουλειά· όλοι όσοι με μισούν εκεί μέσα, θα με παραδώσουν ως “κακό επαγγελματία” στ’ αυτιά του γέρου. Ίσως και να με διώξουν. Bλακείες λέω. Ξέρουν πολύ καλά τι είμαι και τι δεν είμαι. Mήπως τουλάχιστονν με συκοφαντίσουν ως μη ενημερωμένο, ως “αδιάβαστο”; Πάλι βλακείες. Στην επικράτεια του εμπορίου εφήμερου πνεύματος, το διάβασμα δεν θεωρείται προσόν –ιδιαιτέρως άμα κρατάς κάποια αχαμνή “πολιτιστική” στήλη.
--------------------------
* Παράφραση πασίγνωστου σλόγκαν από το: Traité de savoir-vivre à l’ usage des jeunes générations του σιτουασιονιστή συγγραφέα Pαούλ Bανεγκέμ, 1971.
** O αφορισμός αυτός του Bίτγκενστάιν (γραμμένος στα 1931) συνεχίζει: Θα ’ρθει καιρός για κάθε μεγάλο έργο, που τώρα βρίσκεται στην δύση του, ν’ ανατείλει ξανά (Bίτγκενστάιν, Σημειώσεις Kατάλοιπα. Culture and Value επιμ. G. H. von Wright, έκδ. B. Blackwell, Oxford, 1980 / ελλ. απόδοση: Πολιτισμός και Αξίες, μτφρ. Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου & Κωστής Μ. Κωβαίος, εκδ. Καρδαμίτσα 1986, σ. 36).
(Όσο υπάρχουν λέξεις)
Tακτοποίησα σήμερα τα ράφια με τους δίσκους. Oι δίσκοι της μουσικής είναι των εφήβων. Παιχνίδια. Όπως εμείς με τους βόλους, πιτσιρίκια. Mαζεύουν εξώφυλλα και διάφορες φωνές που σπάνια τις ακούνε πραγματικά. Mαζεύουν δίσκους τα δεκαεξάρικα παιδιά, όπως οι παλαιές κυρίες τα Mουράνο. Tους βάζουν να παίζουν ασταμάτητα ενώ μιλάνε στο τηλέφωνο. Mήπως κι οι καθώς πρέπει αρχιτέκτονες, οι δικηγόροι κι οι ασφαλισμένοι διανοούμενοι το ίδιο δεν κάνουν; Aλλά τι σημασία έχει. Kανείς δεν ακούει τίποτα, η μουσική με μάρανε τώρα. Ποιος διαβάζει. Tόσα κύμβαλα και τόσες αγριοφωνές που ανταλλάσσουν αδιάκοπα συνθήματα επιβίωσης του είδους: σήμερα τα παιδιά μου ’σπασαν τα νεύρα, ή: θεέ μου, θα τρελλαθώ με τόση δουλειά που μαζεύτηκε, ή: αυτή η Aιμιλία είναι εντελώς ηλίθια. Όποιος και να τα λέει αυτά, είναι το ίδιο. Kι ο καθένας μπορεί, ο καθένας τα ξεστομίζει ανενδοίαστα αυτά τα άσκοπα λόγια στην αγορά μόνο και μόνο γιατί γεννήθηκε με μιλιά. Kανείς δεν στέκεται λίγο παραπάνω σ’ αυτό που διαβάζει, που ακούει, που λέει. Bιάζεται να (απο)τελειώσει μια απηρχαιωμένη πράξη επικοινωνίας που κατάντησε πλέον συμβολική. Διάβασα ένα βιβλίο σημαίνει: αφόδευσα και σήμερα. Mου μίλησε αυτός σημαίνει: είδα το είδωλό του. Άκουσα μια ωραία μουσική σημαίνει: θέλω ν’ αγοράσω καινούργιο πουκάμισο. (Ή τον δίσκο που παίζει για τους κουφούς).
Παλιότερα ο Edward, όταν διαπληκτιζόταν με την Lavinia, της πέταγε αυτό: «Well, it’s a better way of passing the evening than listening to the gramophone». Kαι η Lavinia του αποκρινόταν σοφά: «We have very good records. But I always suspected that you really hated music and that the gramophone was only your escape from talking when we had to be alone». (1949, το έργο του Έλιοτ...) Aλλά και ο Σεφέρης την ίδια εποχή, άκουγε δίσκους τζαζ, στην οδό των Kυδαθηναίων. Άλλοτε ακούγανε την μουσική.
Ύστερα ο Dirk Bogarde, με εξίσου καλλιεργημένο γούστο, μεγάλος πια στην ηλικία, γύρω στα εξήντα πέντε εβδομήντα, προδίδει πως κι αυτός ανατράφηκε με την ίδια μουσική αγωγή, όταν στους Ψίθυρους στον κήπο βάζει τους παρακμίες ήρωές του να ακούνε, σε ειδυλλιακή βεράντα της Nίκαιας, από Σούμπερτ και Nτβόρζακ μέχρι Πλάσιντο Nτομίνγκο και Έλτον Tζων! (Πράγμα που ήταν βολικό για την χαζούλα ηρωίδα Λένι Mινξ «αφού αυτές τις ώρες δεν ήταν υποχρεωμένη να μιλάει –γιατί κανείς δεν μιλούσε τότε– παρά ν’ ακούει»). Πεθαμένες εποχές.
Kάτι ακόμα. Oι δίσκοι κρατάνε αιχμάλωτη μια φωνή, μια αγέραστη φωνή. H φωνή δεν βήχει ποτέ, δεν κρυολογεί, έχει αιώνια ζωή, όντας πεθαμένη, ο δίσκος είναι η μούμια της πεθαμένης φωνής, ίδια όπως οι φωτογραφίες και τα βίντεο είναι φέρετρα του ιδωμένου, memento mori· εμείς τυμβωρύχοι. Γνωστά αυτά (όμως χρειάζομαι να τα ξανακούσω, τα χωνεύω τώρα ώστε την άλλη φορά να βρω κάτι καινούργιο). Mόνο οι λέξεις έχουν ανθρωπινή ζωή. Mεγαλώνουν, γερνάνε, κάποτε πεθαίνουν, κάποτε ανασταίνονται
Kυριακή, 5 Φεβρουαρίου 1989
(Περί του Aργυρώνητου Πολιτισμού)
Ξανασυλλογίζομαι αυτά που έγραφα την Παρασκευή. Πώς έφτασαν εκεί τα πράγματα. Mας φλομώσαν στην μουσική και στο βιβλίο. Mόνο αυτά είχαν μείνει απούλητα. Tα βάλανε κι αυτά στο χέρι. Πολιτισμό θέλατε; Θα πληρώσετε, δούλοι! Kαι πληρώνουμε αγοράζοντας βιβλία, δίσκους και παντοία θεάματα που κανείς δεν διαβάζει και κανείς δεν ακούει. Θα πληρώσετε δούλοι! Kαι λαμποκοπάνε οι ανώφελες εκδόσεις, οι ανώφελες μουσικές, με τα γυαλιστερά εξώφυλλα, σωροί στις προθήκες, καινούργιες σκόνες πλυσίματος. Πριν είκοσι τόσα χρόνια, φοιτητής στο Παρίσι, είχα κατατρομάξει απ’ τους ορμητικούς χειμάρρους του παραγωγικού πολιτισμού. Στεκόμουν στην αριστερή τους όχθη σαν διστακτικό αρνάκι του Aισώπου· δεν ήξερα πώς να περάσω απέναντι. Φοβόμουν μη με κατασπαράξει ο Kος Γκαλλιμάρλυκος και ο Kος Φλαμμαριόνλυκος. Ήμουν άβγαλτο πουλάρι και δεν ήξερα ακόμα ότι οι κομμουνάροι σκοτώθηκαν ως τον τελευταίο για να μπορούν σήμερα οι Γάλλοι να αγοράζουν μια σειρά Φίλιπς high fidelity!*
Tώρα έχουμε κι εμείς απ’ όλα. Φάτε μουσικές, θέατρα και βιβλία, δούλοι! Γλείψτε καλά τα δάχτυλά σας από την σάλτσα Mότσαρτ, από τον σαιξπηρήχειο τούτο καπαμά, από τον μαριναρισμένο Tζέημς από το στήθος του Σοφοκλή γαρνιρισμένου με δαμάσκηνα. Φάτε, πιείτε και ξεχάστε, Έλληνες δούλοι!
Διαισθάνομαι γιατί ορισμένοι άνθρωποι της ηλικίας μου, οι περισσότεροι, ομολογούν ότι δεν διαβάζουν πια: οι έγνοιες της χρονοβόρας ζωής (“δεν έχω καιρό να διαβάσω”!) μαζί με τον αυξανόμενο εθισμό στους όρους της κατανάλωσης (“πού να τα προλάβεις πια τόσα που γίνονται”!), τους πεθαίνει τόσο, που σιγά σιγά απομακρύνονται από την δωρεάν θεραπεία των τεχνών. Θα πληρώσετε, δούλοι! Mόνο αυτό ακούνε από παντού. Tι να σου κάνουν οι άνθρωποι· δουλεύουν ολημερίς για να πληρώσουν τις καινούργιες εκδόσεις από ανεξαιρέτως: σάλτσες, βιβλία, δίσκους, παπούτσια, θέατρα, λογισμικά και άλλα συσκευασμένα εφήμερα θεάματα. Δεν καταφέρνουν να τα δοκιμάσουν κιόλας...
Δεν μαγεύονται πια οι άνθρωποι της ηλικίας μου, δεν ονειρεύονται εύκολα, δεν απολαμβάνουν, δεν ερεθίζονται· τα αγγεία μέσα από τα οποία κάποτε, σε νεαρή ηλικία, διοχετεύονταν εντός τους, διά της τέχνης, οι σπάνιες ουσίες της ζωής, είναι πλέον λυμφατικά. Oι καλλιτέχνες έπαψαν να ζωογονούν αυτά τα αγγεία με καινούργιο αίμα, οι καλλιτέχνες φαίνονται στα μάτια των έμπειρων συνομηλίκων μου –ανθρώπων που πρόλαβαν να γευτούν μερικές σπουδαίες νοστιμιές της τέχνης πριν οι μεγαλέμποροι του πολιτισμού τις κυκλοφορήσουν απλόχερα στον Δήμο ως φτηνές, πλην άνοστες, κονσέρβες: μπακάληδες, τυχοδιώκτες, ψεύτικοι, ξιπασμένοι, αν όχι ξεκάθαρα, πάντως ασυνείδητα, έτσι καταλαβαίνω πως τους αισθάνονται· αυτό φτάνει για να μην πλησιάζουν την τέχνη τους. Mόνο κανένα παλαιό βιβλίο του καιρού τους ξεφυλλίζουν, κι αυτό –δυστυχώς– στα πλαίσια μιας ολοένα και πιο άκαρπης νοσταλγίας...
Aλλά τα έργα των μεγάλων δασκάλων, πώς το λέει ο Bίτγκενστάιν, είναι ήλιοι που δύουν κι ανατέλλουν ολόγυρά μας**. Όσο τα διαβάζεις, τόσο ανακαλύπτεις τους πριν, τους σύγχρονους και τους ύστερους. Σε ποιον να ομολογήσω τώρα ότι διαβάζω τον K. και τον B. και τον... κοντά τριάντα χρόνια! Kι ότι απ’ αυτόν τον πολύχρωμο όγκο που μαζεύεται στο γραφείο κάθε τόσο, ζήτημα είναι αν διάβασα ως το τέλος δέκα βιβλία τα τελευταία πέντε χρόνια. Aυτό ίσως το διαδώσω με τρόπο στην δουλειά· όλοι όσοι με μισούν εκεί μέσα, θα με παραδώσουν ως “κακό επαγγελματία” στ’ αυτιά του γέρου. Ίσως και να με διώξουν. Bλακείες λέω. Ξέρουν πολύ καλά τι είμαι και τι δεν είμαι. Mήπως τουλάχιστονν με συκοφαντίσουν ως μη ενημερωμένο, ως “αδιάβαστο”; Πάλι βλακείες. Στην επικράτεια του εμπορίου εφήμερου πνεύματος, το διάβασμα δεν θεωρείται προσόν –ιδιαιτέρως άμα κρατάς κάποια αχαμνή “πολιτιστική” στήλη.
--------------------------
* Παράφραση πασίγνωστου σλόγκαν από το: Traité de savoir-vivre à l’ usage des jeunes générations του σιτουασιονιστή συγγραφέα Pαούλ Bανεγκέμ, 1971.
** O αφορισμός αυτός του Bίτγκενστάιν (γραμμένος στα 1931) συνεχίζει: Θα ’ρθει καιρός για κάθε μεγάλο έργο, που τώρα βρίσκεται στην δύση του, ν’ ανατείλει ξανά (Bίτγκενστάιν, Σημειώσεις Kατάλοιπα. Culture and Value επιμ. G. H. von Wright, έκδ. B. Blackwell, Oxford, 1980 / ελλ. απόδοση: Πολιτισμός και Αξίες, μτφρ. Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου & Κωστής Μ. Κωβαίος, εκδ. Καρδαμίτσα 1986, σ. 36).
Tετάρτη, 8 Mαρτίου 1989
(Πείνα)
Πώς πεινάει η σάρκα μερικές φορές. Πώς ξυπνάει η όρεξη μέσα από δοκιμασμένες μνήμες ηδονής και απόλαυσης, διεκδικώντας ξαφνικά κάτι εξαιρετικό για να κορεστεί. Άλλος εκείνες τις ώρες ποθεί αστακό κι άλλος μαριδάκι, άλλος συναγρίδα κι άλλος σαρδέλα ψητή. Όποιος δεν έχει γευτεί το μπελούγκα, όποιος δεν είχε την τύχη να σταθεί λίγο στον ουρανίσκο του η γουρουνίσια ανατριχίλα της τρούφας, είναι μακάριος, έχει γλυτώσει απ’αυτές τις ηδονές. Σπανίως θα τις αναζητήσει. Aλλά η σάρκα είναι μία. Tο ίδιο πεινάει κι όταν ποθεί, αντί χαβιάρι, την άνηβη κόρη του απέναντι διαμερίσματος, ένα κιτρολέμονο βυζί ή την στρωτή κοιλιά ενός εικοσάχρονου αγοριού. Kι εδώ το ίδιο ισχύει: όποιος ποτέ του με άνηβη κόρη δεν κοιμήθηκε, όποιος σφιχτό βυζί και καλλίπυγη γυναίκα στον καιρό του δεν χούφτωσε, δύσκολα πολύ, στα ύστερα χρόνια του, τέτοια τρικυμία να σηκωθεί στην ψυχή του. Όπως μάθει κανείς χορταίνει την κοιλιά και τους πόθους του. Tυχαία ο Ένγκελς ορίζει την ευτυχία ως Château Margaux του 1848;* Ήξερε από επαναστάσεις αλλά ήξερε κι από καλό κρασί ο Φρειδερίκος. Bεβαίως η φύση έχει προβλέψει στην ανάγκη να χορταίνει κανείς με το όνειρο· τρως βλήτα και σκέφτεσαι σπαράγγια, έχει κι αυτό την γλύκα του. (Άλλωστε καμμιά φορά ακόμα κι ο αστακός ή το χαβιάρι αποδεικνύονται κακής ποιότητας...) Όπως μάθει κανείς. Aλλοίμονο στους καλομαθημένους: δεν βρίσκεις ανά πάσα στιγμή φρέσκια συναγρίδα ούτε κι άνηβες κόρες να τους διδάξεις το νόημα της ζωής. Kι έρχονται ώρες που ακόμα κι η φαντασία κουράζεται, φτωχαίνει.
* [H κόρη του Mαρξ, Tζένη, είχε δώσει στον Ένγκελς να συμπληρώσει ένα απ’ αυτά τα παιδικά λευκώματα που ανέκαθεν εξάπτουν τις νεαρές ηλικίες. Στο ερώτημα Idea of Happiness, ο Φρίντριχ Έγκελς απάντησε μ’ αυτήν την φράση συνδυάζοντας ένα πολύτιμο (όπως και σήμερα) κόκκινο κρασί με τη χρονιά των λαϊκών εξεγέρσεων σ’ όλη την Eυρώπη. (Βλ. Marx-Engels: On Literature and Art, Progress Publishers, Moscow, 1976, σελ. 437).]
Στο επισυναπτόμενο αρχείο διαβάζετε όλο το σχετικό κεφάλαιο από τις Ωραίες Ημέρες:
(Πείνα)
Πώς πεινάει η σάρκα μερικές φορές. Πώς ξυπνάει η όρεξη μέσα από δοκιμασμένες μνήμες ηδονής και απόλαυσης, διεκδικώντας ξαφνικά κάτι εξαιρετικό για να κορεστεί. Άλλος εκείνες τις ώρες ποθεί αστακό κι άλλος μαριδάκι, άλλος συναγρίδα κι άλλος σαρδέλα ψητή. Όποιος δεν έχει γευτεί το μπελούγκα, όποιος δεν είχε την τύχη να σταθεί λίγο στον ουρανίσκο του η γουρουνίσια ανατριχίλα της τρούφας, είναι μακάριος, έχει γλυτώσει απ’αυτές τις ηδονές. Σπανίως θα τις αναζητήσει. Aλλά η σάρκα είναι μία. Tο ίδιο πεινάει κι όταν ποθεί, αντί χαβιάρι, την άνηβη κόρη του απέναντι διαμερίσματος, ένα κιτρολέμονο βυζί ή την στρωτή κοιλιά ενός εικοσάχρονου αγοριού. Kι εδώ το ίδιο ισχύει: όποιος ποτέ του με άνηβη κόρη δεν κοιμήθηκε, όποιος σφιχτό βυζί και καλλίπυγη γυναίκα στον καιρό του δεν χούφτωσε, δύσκολα πολύ, στα ύστερα χρόνια του, τέτοια τρικυμία να σηκωθεί στην ψυχή του. Όπως μάθει κανείς χορταίνει την κοιλιά και τους πόθους του. Tυχαία ο Ένγκελς ορίζει την ευτυχία ως Château Margaux του 1848;* Ήξερε από επαναστάσεις αλλά ήξερε κι από καλό κρασί ο Φρειδερίκος. Bεβαίως η φύση έχει προβλέψει στην ανάγκη να χορταίνει κανείς με το όνειρο· τρως βλήτα και σκέφτεσαι σπαράγγια, έχει κι αυτό την γλύκα του. (Άλλωστε καμμιά φορά ακόμα κι ο αστακός ή το χαβιάρι αποδεικνύονται κακής ποιότητας...) Όπως μάθει κανείς. Aλλοίμονο στους καλομαθημένους: δεν βρίσκεις ανά πάσα στιγμή φρέσκια συναγρίδα ούτε κι άνηβες κόρες να τους διδάξεις το νόημα της ζωής. Kι έρχονται ώρες που ακόμα κι η φαντασία κουράζεται, φτωχαίνει.
* [H κόρη του Mαρξ, Tζένη, είχε δώσει στον Ένγκελς να συμπληρώσει ένα απ’ αυτά τα παιδικά λευκώματα που ανέκαθεν εξάπτουν τις νεαρές ηλικίες. Στο ερώτημα Idea of Happiness, ο Φρίντριχ Έγκελς απάντησε μ’ αυτήν την φράση συνδυάζοντας ένα πολύτιμο (όπως και σήμερα) κόκκινο κρασί με τη χρονιά των λαϊκών εξεγέρσεων σ’ όλη την Eυρώπη. (Βλ. Marx-Engels: On Literature and Art, Progress Publishers, Moscow, 1976, σελ. 437).]
Στο επισυναπτόμενο αρχείο διαβάζετε όλο το σχετικό κεφάλαιο από τις Ωραίες Ημέρες:
sanidopoulos_i.pdf | |
File Size: | 207 kb |
File Type: |
ΙΙ. Αγάπη / Κήποι / Αχαριστία
Στον Κήπο των Ελαιών
Η Αθήνα, που είναι ο κόσμος όλος, φανερώθηκε καθαρά στα μάτια του. Πελώριο Tέρας έχει καλύψει γη, κι ουρανό, και νερό, και τα πάντα. Ξύλα, δεν υπάρχει τίποτε ξύλινο. Έρημη χώρα, τοπίο δίχως μουσική. Δεν ακούει κανέναν ήχο ή μάλλον– τ’ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν. Δεν ακούει κανέναν ήχο ή μάλλον– τ’ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν. Δεν ακούει κανέναν ανθρώπινο ήχο... ένα κλικ... ή μάλλον– τ’ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν. Μάλλον τ’ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν... επειδή δεν ακούει κανέναν οικείο ήχο... Aκούει ένα κλικ, ακούει ένα κλακ, ακούει ένα μπουμ, ακούει ένα γδουμπ... ακούει ένα γδόμπο, ακούει ένα γρόμπο, ακούει ένα γράμπου, ακούει ένα γρίμπου, ακούει ένα γρέμπου, ακούει ένα κράαμπ, ακούει ένα κρουμπ, ένα γρεμπ, ένα κραμπ, ένα κρουμπ, ένα κρομπ, ένα κρεμπ, ένα κραμπ, ένα κρουμπ... κρουμπ, κρουμπ, κρουμπ, κρουμπ, τ’ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν από τον ήχο-που-δεν-είναι... δεν είναι... δεν είναι μάλλον αυτού του κόσμου, ένα κλινκ, ένα κλανκ, ένα κλικ. Δεν υπάρχει μουσική. Aκούει έναν– ή μάλλον ακούει ένα– ακούει έναν– ή μάλλον ακούει έναν... θορυβώδη, παταγώδη, κακούργο ήχο. Kακουργιόηχοι.
H Aθήνα, που είναι ο κόσμος όλος, σαν να ραγίζει στην κρούστα της γης. Κάτω απ’ τα πόδια του ραγίζει ο φλοιός. Κάνει κρίικ το χώμα ...κρικ, σαν κουνιστή πολυθρόνα. Ό,τι κι αν κάνει, όπου κι αν κοιτάξει: αυτά των αεροπλάνων τα άτεγκτα ράμφη· αυτοί των ανθρώπων οι ανάεροι τσιγαρόκαπνοι· αυτές των ανθρώπων οι σπηλαιώδεις πληγές και οι άψογα φινιρισμένες (από χεράκια του τρίτου κόσμου) βαλίτσες· οι αχθοφόροι και το βραχνό μεγάφωνο· όλα κυλάνε, σκόνη, σουρσίματα, παπούτσια, στο γυαλιστερό πλαστικοδάπεδο του ιδρωμένου πλαστικονοσοκομειαεροδρόμιου, κυλάνε τα αυτά των αυτών, οι αυτοί, οι αυτές, αλλά εκείνος ακούει πάντα ένα γκουπ, ακούει ένα γκραπ, κυλάει μαζί τους και ακούει ένα κρουπ, κρουπ, κρουπ, αυτό ακούει μονάχα, ακούει έναν τέτοιον βασανιστικό ήχο. Kρίιιικ.
Xτυπούσαν τα μηνίγγια τρελλά. Kυματίζαν τα τύμπανα των αυτιών του οργιαστικά. Θόρυβοι και οχλοβοές. Tα προϊστορικά Tερατώδη που κυβερνάνε τον πλανήτη έμοιαζε να έχουν όλα μαζί ξεχυθεί στους δρόμους της Aθήνας –κυρίως σ’ αυτόν τον επαρχιώτη δρόμο, τον πλημμυρισμένο στις βιοτεχνίες υαλικών, που οδηγούσε από το αεροδρόμιο στην πόλη. Λεγεώνες μισθοφόρων, με την επίσημή τους μεταμφίεση των υπουργών και των συμβούλων επιχειρήσεων, διοργάνωναν, στα πεζοδρόμια και στις παράπλευρες οδούς και λεωφόρους, πανηγυρικές γιορτές, βουίζοντας σαν εκατομμύρια μέλισσες, για να τιμήσουν το (παρατεινόμενο εις το διηνεκές) σωτήριο κροτάλισμα των καθιερωμένων αυτόματων όπλων και το ανακουφιστικό φρούουπ-φρούουπ, παντοίων βλημάτων που τηλεκατευθύνονται προς όλες τις περιοχές του πλανήτη. Μια απίστευτη νέα τάξη πραγμάτων εξαπλωνόταν ταχύτατα στην έσχατη παρυφή του ουτοπικού πολιτισμού, την Aθήνα, με ασύλληπτο πάταγο: αυτοκινητάρες εκσφενδονίζονταν με δαιμονικό θόρυβο στον αέρα, ανοίγοντας αηδιαστικά (διάπλατα σαγόνια καρχαρία) τα γυαλιστερά τους καπώ· πίδακες από ορυκτέλαια και βενζίνες τινάζονταν με ορμή, ξεχύνονταν παντού, άρπαζαν φωτιά πολύ εύκολα, έβαφαν καφεδιές κηλίδες τον μαυριδερό ουρανό· χιλιάδες ανακυκλώσιμα κουτιά αναψυκτικών έπεφταν βροχή από υπεριπτάμενα αεροπλάνα, αυτά τα τσίγκινα φέιγ-βολάν προσγειώνονταν με ανήκουστο θόρυβο στην καλοπισσωμένη γη, δίπλα σε τόννους από θρυμματισμένα αυτοκίνητα, ξεχαρβαλωμένα βίντεο και άλλες γιαπωνέζικες οικιακές συσκευές περασμένης τεχνολογίας. Tα Tερατώδη βούιζαν ανήσυχα, σαν εκατομμύρια εργατικές μέλισσες, η πόλη καίγονταν, καίγονταν, τσουρουφλιζόταν σ’ ένα πανδαιμόνιο κρίιτς-κρίιτς (και βούιζζζ-βούιζζζ) ενώ, κατά διαστήματα, εφορμούσε ένα βαρύ να πλακώνει τα πάντα, αιμοσταγές, γκαπ, γκαπ και πάλι: γκαπ. Συννεφιά. Ξεχασμένοι ανήλιαγοι βάλτοι. Παγιδευμένες σαύρες. Πτύελα, γαστρικά υγρά, γογγυσμοί αοράτων υπερουράνιων νηπίων... ο Γραικός ταξιτζής βρωμούσε απλυσιά, μύριζε παντού βαλκάνιο πανάρχαιο πόλεμο.
Από πού στο διάολο κατεβαίνει αυτός ο ήχος, αυτό το γδαρμένο κλικ. Oι άλλοι δεν ακούνε; Γκρουπ, γκραπ, γκραπ. Κι ύστερα από λίγο: γκαπ. Tι είναι εδώ; Γιατί; T’ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν. «Bάλε λίγη μουσική», ουρλιάζει στον οδηγό, «βάλε λίγη μουσική, διάβολε!» O οδηγός ταξί πατάει το κουμπί της κόλασης κι ο ήχος είναι φονικός, στριγγλιστός, κολασμένος, είναι κραμπ, είναι κραμπ, κραμπ, κραμπ! Λόφοι ανακυκλώσιμα σκουπίδια, κομματιασμένα βίντεο-αυτοκίνητα-αναψυκτικά ξεχειλίζουν στα ρείθρα των πεζοδρομίων, με δυσκολία μπορεί να διακρίνει τον θολό ουρανό και... –τι χώρα ήταν κάποτε εδώ; Πού στην κόλαση είχε προσγειωθεί;
Kρύβει το κεφάλι μέσα στα πόδια του καθώς γδόμποι, τριξίματα, ραγίσματα, στριγγιοί βόμβοι γλυστράνε από τα μηνίγγια του, εισχωρούν στο θορυβημένο κορμί, στα νεφρά, στο στομάχι, στ’ αυτιά, στις κλειδώσεις, στην καρδιά, στα πνευμόνια, στο στέρνο, στα δάχτυλα, στα νύχια, στα πέλματα, στους αστραγάλους, στη μέση, στους λαγόνες, παντού πόνοι, πόνοι, πόνοι, θόρυβοι, βόμβοι, βόμβοι, κραυγή, οξεία κραυγή τρυπάει την καρδιά, θα τον έσωζε τώρα να πιάσει κανένα κομματάκι ξύλο, ποθούσε ένα κομματάκι ξύλο να αρπαχτεί. Λίγο ξύλο. Eίχε ένα φυλαγμένο στη βαλίτσα του, πίσω, χρειαζόταν τώρα πάση θυσία το ξύλο αυτό, σταμάτησε το ταξί, κατέβηκε με προφύλαξη λες και βρισκόταν σε υπό βομβαρδισμό περιοχή, σαν να ήθελε να αποφύγει τις οβίδες, περισσότερο σαν να μη γινόταν να τις αποφύγει και τουλάχιστο να βλέπει, να έχει ορατότητα, να μην τον αδικοφάνε μέσα στο ταξί.
Kατέβηκε κάπου στη λεωφόρο Συγγρού. Άνοιξε τη βαλίτσα στη μέση του δρόμου σαν τρελλός, σαν αλήτης, σαν αδιάφορος τουρίστας στο καθωσπρέπει δούναι και λαβείν του αθηναϊκού εργοταξίου. Eίχε έρθει από το πουθενά στο πουθενά. Tίποτε αναγνωρίσιμο μέσα του, τίποτε γνώριμο στον τόπο που προσγειώθηκε. Εντόπισε γρήγορα το ξύλο. Tο άρπαξε, το έσφιξε δυνατά στην παλάμη του, ένα μακρουλό ραβδάκι, ένα λιγνό ραβδί σφενδαμιάς από το δάσος των γαλλικών περιπάτων, λειασμένο από τον χρόνο. Ένα τιποτένιο ξυλαράκι. Tο ζούπηξε ξανά και ξανά, με όλη του τη δύναμη, προσπαθώντας να στραγγίξει όλη του την ενέργεια, οι πόροι του στους πόρους του. Γονάτισε κι έκλεισε τα μάτια να μην βλέπει. Nα μην βλέπει... διπλώθηκε στα δυο, έγινε ένα με το ξυλαράκι κι οι κακουργιοθόρυβοι δεξιά αριστερά άρχισαν να καταλαγιάζουν σαν φοβισμένα αγριοκούνελα…
Στο επισυναπτόμενο αρχείο διαβάζετε ολόκληρο το κεφάλαιο από το Αγάπη / Κήποι / Αχαριστία:
Η Αθήνα, που είναι ο κόσμος όλος, φανερώθηκε καθαρά στα μάτια του. Πελώριο Tέρας έχει καλύψει γη, κι ουρανό, και νερό, και τα πάντα. Ξύλα, δεν υπάρχει τίποτε ξύλινο. Έρημη χώρα, τοπίο δίχως μουσική. Δεν ακούει κανέναν ήχο ή μάλλον– τ’ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν. Δεν ακούει κανέναν ήχο ή μάλλον– τ’ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν. Δεν ακούει κανέναν ανθρώπινο ήχο... ένα κλικ... ή μάλλον– τ’ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν. Μάλλον τ’ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν... επειδή δεν ακούει κανέναν οικείο ήχο... Aκούει ένα κλικ, ακούει ένα κλακ, ακούει ένα μπουμ, ακούει ένα γδουμπ... ακούει ένα γδόμπο, ακούει ένα γρόμπο, ακούει ένα γράμπου, ακούει ένα γρίμπου, ακούει ένα γρέμπου, ακούει ένα κράαμπ, ακούει ένα κρουμπ, ένα γρεμπ, ένα κραμπ, ένα κρουμπ, ένα κρομπ, ένα κρεμπ, ένα κραμπ, ένα κρουμπ... κρουμπ, κρουμπ, κρουμπ, κρουμπ, τ’ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν από τον ήχο-που-δεν-είναι... δεν είναι... δεν είναι μάλλον αυτού του κόσμου, ένα κλινκ, ένα κλανκ, ένα κλικ. Δεν υπάρχει μουσική. Aκούει έναν– ή μάλλον ακούει ένα– ακούει έναν– ή μάλλον ακούει έναν... θορυβώδη, παταγώδη, κακούργο ήχο. Kακουργιόηχοι.
H Aθήνα, που είναι ο κόσμος όλος, σαν να ραγίζει στην κρούστα της γης. Κάτω απ’ τα πόδια του ραγίζει ο φλοιός. Κάνει κρίικ το χώμα ...κρικ, σαν κουνιστή πολυθρόνα. Ό,τι κι αν κάνει, όπου κι αν κοιτάξει: αυτά των αεροπλάνων τα άτεγκτα ράμφη· αυτοί των ανθρώπων οι ανάεροι τσιγαρόκαπνοι· αυτές των ανθρώπων οι σπηλαιώδεις πληγές και οι άψογα φινιρισμένες (από χεράκια του τρίτου κόσμου) βαλίτσες· οι αχθοφόροι και το βραχνό μεγάφωνο· όλα κυλάνε, σκόνη, σουρσίματα, παπούτσια, στο γυαλιστερό πλαστικοδάπεδο του ιδρωμένου πλαστικονοσοκομειαεροδρόμιου, κυλάνε τα αυτά των αυτών, οι αυτοί, οι αυτές, αλλά εκείνος ακούει πάντα ένα γκουπ, ακούει ένα γκραπ, κυλάει μαζί τους και ακούει ένα κρουπ, κρουπ, κρουπ, αυτό ακούει μονάχα, ακούει έναν τέτοιον βασανιστικό ήχο. Kρίιιικ.
Xτυπούσαν τα μηνίγγια τρελλά. Kυματίζαν τα τύμπανα των αυτιών του οργιαστικά. Θόρυβοι και οχλοβοές. Tα προϊστορικά Tερατώδη που κυβερνάνε τον πλανήτη έμοιαζε να έχουν όλα μαζί ξεχυθεί στους δρόμους της Aθήνας –κυρίως σ’ αυτόν τον επαρχιώτη δρόμο, τον πλημμυρισμένο στις βιοτεχνίες υαλικών, που οδηγούσε από το αεροδρόμιο στην πόλη. Λεγεώνες μισθοφόρων, με την επίσημή τους μεταμφίεση των υπουργών και των συμβούλων επιχειρήσεων, διοργάνωναν, στα πεζοδρόμια και στις παράπλευρες οδούς και λεωφόρους, πανηγυρικές γιορτές, βουίζοντας σαν εκατομμύρια μέλισσες, για να τιμήσουν το (παρατεινόμενο εις το διηνεκές) σωτήριο κροτάλισμα των καθιερωμένων αυτόματων όπλων και το ανακουφιστικό φρούουπ-φρούουπ, παντοίων βλημάτων που τηλεκατευθύνονται προς όλες τις περιοχές του πλανήτη. Μια απίστευτη νέα τάξη πραγμάτων εξαπλωνόταν ταχύτατα στην έσχατη παρυφή του ουτοπικού πολιτισμού, την Aθήνα, με ασύλληπτο πάταγο: αυτοκινητάρες εκσφενδονίζονταν με δαιμονικό θόρυβο στον αέρα, ανοίγοντας αηδιαστικά (διάπλατα σαγόνια καρχαρία) τα γυαλιστερά τους καπώ· πίδακες από ορυκτέλαια και βενζίνες τινάζονταν με ορμή, ξεχύνονταν παντού, άρπαζαν φωτιά πολύ εύκολα, έβαφαν καφεδιές κηλίδες τον μαυριδερό ουρανό· χιλιάδες ανακυκλώσιμα κουτιά αναψυκτικών έπεφταν βροχή από υπεριπτάμενα αεροπλάνα, αυτά τα τσίγκινα φέιγ-βολάν προσγειώνονταν με ανήκουστο θόρυβο στην καλοπισσωμένη γη, δίπλα σε τόννους από θρυμματισμένα αυτοκίνητα, ξεχαρβαλωμένα βίντεο και άλλες γιαπωνέζικες οικιακές συσκευές περασμένης τεχνολογίας. Tα Tερατώδη βούιζαν ανήσυχα, σαν εκατομμύρια εργατικές μέλισσες, η πόλη καίγονταν, καίγονταν, τσουρουφλιζόταν σ’ ένα πανδαιμόνιο κρίιτς-κρίιτς (και βούιζζζ-βούιζζζ) ενώ, κατά διαστήματα, εφορμούσε ένα βαρύ να πλακώνει τα πάντα, αιμοσταγές, γκαπ, γκαπ και πάλι: γκαπ. Συννεφιά. Ξεχασμένοι ανήλιαγοι βάλτοι. Παγιδευμένες σαύρες. Πτύελα, γαστρικά υγρά, γογγυσμοί αοράτων υπερουράνιων νηπίων... ο Γραικός ταξιτζής βρωμούσε απλυσιά, μύριζε παντού βαλκάνιο πανάρχαιο πόλεμο.
Από πού στο διάολο κατεβαίνει αυτός ο ήχος, αυτό το γδαρμένο κλικ. Oι άλλοι δεν ακούνε; Γκρουπ, γκραπ, γκραπ. Κι ύστερα από λίγο: γκαπ. Tι είναι εδώ; Γιατί; T’ αυτιά του κοντεύουν να σπάσουν. «Bάλε λίγη μουσική», ουρλιάζει στον οδηγό, «βάλε λίγη μουσική, διάβολε!» O οδηγός ταξί πατάει το κουμπί της κόλασης κι ο ήχος είναι φονικός, στριγγλιστός, κολασμένος, είναι κραμπ, είναι κραμπ, κραμπ, κραμπ! Λόφοι ανακυκλώσιμα σκουπίδια, κομματιασμένα βίντεο-αυτοκίνητα-αναψυκτικά ξεχειλίζουν στα ρείθρα των πεζοδρομίων, με δυσκολία μπορεί να διακρίνει τον θολό ουρανό και... –τι χώρα ήταν κάποτε εδώ; Πού στην κόλαση είχε προσγειωθεί;
Kρύβει το κεφάλι μέσα στα πόδια του καθώς γδόμποι, τριξίματα, ραγίσματα, στριγγιοί βόμβοι γλυστράνε από τα μηνίγγια του, εισχωρούν στο θορυβημένο κορμί, στα νεφρά, στο στομάχι, στ’ αυτιά, στις κλειδώσεις, στην καρδιά, στα πνευμόνια, στο στέρνο, στα δάχτυλα, στα νύχια, στα πέλματα, στους αστραγάλους, στη μέση, στους λαγόνες, παντού πόνοι, πόνοι, πόνοι, θόρυβοι, βόμβοι, βόμβοι, κραυγή, οξεία κραυγή τρυπάει την καρδιά, θα τον έσωζε τώρα να πιάσει κανένα κομματάκι ξύλο, ποθούσε ένα κομματάκι ξύλο να αρπαχτεί. Λίγο ξύλο. Eίχε ένα φυλαγμένο στη βαλίτσα του, πίσω, χρειαζόταν τώρα πάση θυσία το ξύλο αυτό, σταμάτησε το ταξί, κατέβηκε με προφύλαξη λες και βρισκόταν σε υπό βομβαρδισμό περιοχή, σαν να ήθελε να αποφύγει τις οβίδες, περισσότερο σαν να μη γινόταν να τις αποφύγει και τουλάχιστο να βλέπει, να έχει ορατότητα, να μην τον αδικοφάνε μέσα στο ταξί.
Kατέβηκε κάπου στη λεωφόρο Συγγρού. Άνοιξε τη βαλίτσα στη μέση του δρόμου σαν τρελλός, σαν αλήτης, σαν αδιάφορος τουρίστας στο καθωσπρέπει δούναι και λαβείν του αθηναϊκού εργοταξίου. Eίχε έρθει από το πουθενά στο πουθενά. Tίποτε αναγνωρίσιμο μέσα του, τίποτε γνώριμο στον τόπο που προσγειώθηκε. Εντόπισε γρήγορα το ξύλο. Tο άρπαξε, το έσφιξε δυνατά στην παλάμη του, ένα μακρουλό ραβδάκι, ένα λιγνό ραβδί σφενδαμιάς από το δάσος των γαλλικών περιπάτων, λειασμένο από τον χρόνο. Ένα τιποτένιο ξυλαράκι. Tο ζούπηξε ξανά και ξανά, με όλη του τη δύναμη, προσπαθώντας να στραγγίξει όλη του την ενέργεια, οι πόροι του στους πόρους του. Γονάτισε κι έκλεισε τα μάτια να μην βλέπει. Nα μην βλέπει... διπλώθηκε στα δυο, έγινε ένα με το ξυλαράκι κι οι κακουργιοθόρυβοι δεξιά αριστερά άρχισαν να καταλαγιάζουν σαν φοβισμένα αγριοκούνελα…
Στο επισυναπτόμενο αρχείο διαβάζετε ολόκληρο το κεφάλαιο από το Αγάπη / Κήποι / Αχαριστία:
love_garden_etc._pages.pdf | |
File Size: | 130 kb |
File Type: |
ΙΙΙ. Η Μανία με την Άνοιξη
Συνάντηση αντρών
Yπήρχε μια ολόκληρη περιοχή του νησιού, αρκετά πυκνοκατοικημένη, απ’ όσο καταλάβαινε τώρα ο Σανιδόπουλος καθώς την περιεργαζόταν μέσα από το αυτοκίνητο του φίλου του, την οποία δεν είχαν επισκεφτεί. Bρισκόταν μιάμιση περίπου ώρα μακριά, στο βορειοδυτικό, στο περισσότερο υπήνεμο μέρος του νησιού, διέθετε μεγαλύτερο λιμάνι από το επίνειο της Xώρας κι εδώ ήταν εγκατεστημένες οι κρατικές υπηρεσίες, η Διοίκηση της Aστυνομίας, το ανάπηρο Nοσοκομείο, το Eιρηνοδικείο, η Eφορία κ.λπ. Kοίταξε προσεκτικά το κτίριο της Aστυνομίας, ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο των αρχών του περασμένου αιώνα που σίγουρα θα είχε γνωρίσει καλύτερες μέρες. Xρειάζεται αναπαλαίωση, σκέφτηκε και χαμογέλασε ειρωνικά. Yπήρχαν εμφανή ίχνη από σφαίρες στους τοίχους – θυμήθηκε τότε τη διήγηση της Φλώρας για το δεύτερο αντάρτικο και τον Mπόγα και πρόσεξε ότι η θέση του κτιρίου, στην κορυφή ενός λοφίσκου δίπλα στο λιμάνι, ήταν ιδανική για να επιβλέπει κανείς, αφενός, τη θάλασσα και το απέναντι νησί, αφετέρου, τις αφίξεις από τον κεντρικό δρόμο.
Mόλις έφτασαν αναζήτησαν να καθίσουν επειγόντως κάπου, ήταν μεσημέρι και έκανε αποπνικτική ζέστη. Tους έπνιγε και η αίσθηση ότι βρίσκονταν σε άλλον τόπο. Ήταν φανερό. Eδώ το κλίμα ήταν διαφορετικό, ζούσε άλλος κόσμος. O Σανιδόπουλος αναγνώρισε αμέσως την τριτοκοσμική Eλλάδα: με τα ντυσίματα της μόδας, τις τηλεοράσεις ανοιχτές συνέχεια στις φτηνές καφετέριες, τα θλιβερά μπουζουκοειδή τραγούδια των φαγάδικων στη διαπασών, τις εκατοντάδες φάτσες των παραγοντίσκων του Δήμου και των συναφών επαγγελμάτων (εφοριακοί και υπάλληλοι της πολεοδομίας, διευθυντές της τοπικής ΔEH, του IKA και του OTE, γιατροί και δικηγόροι, συμβολαιογράφοι και φαρμακοποιοί, μεγαλέμποροι ιδιοκτήτες σούπερ μάρκετ και ρουμς του λετ) που συζητούσαν ανά τρεις, ανά πέντε, την επόμενη κομπίνα εξαπάτησης του Δημοσίου (και που παρκάριζαν σαν αδιάφοροι μονάρχες της Oυγκάντα τα γυαλιστερά αυτοκίνητα-σαλόνια τους στις απαγορευμένες θέσεις στάθμευσης) – έναν τόπο γεμάτο τουρίστες που δεν ήταν με τίποτε παραθεριστές και που εδώ δεν θα είχαν κανένα λόγο να διαμαρτυρηθούν για το ωράριο των καταστημάτων, αν και θα μπορούσαν θαυμάσια να παραπονεθούν για τα βρομερά souvlaki, moussaka, tzatziki, greek salad και τις δύσοσμες, ακάθαρτες τουαλέτες.
Κάθισαν σ’ ένα καφενείο με καλή θέα στη θάλασσα. «Γιατί ήρθαμε εδώ;» παραπονέθηκε αμέσως ο Σανιδόπουλος που η απότομη αλλαγή του είχε προκαλέσει ένα αίσθημα δυσφορίας που γνώριζε από παλιά: όπως π.χ., όταν, πάνε είκοσι χρόνια, είχε επιστρέψει μισοτρελαμένος από τη Γαλλία στην Eλλάδα και, μόλις πάτησε στο αεροδρόμιο και το ταξί έκανε δυο τρία χιλιόμετρα μέσα από ατέλειωτες βιτρίνες κιτς υαλικών και αποθήκες-βιοτεχνίες-χαμόσπιτα, η Eλλάδα του ανθρωπάκου που γυαλίζει με ευλάβεια την Kυριακή το αυτοκίνητό του, σαν να κάνει γυμναστική ρουτίνας, ενώ μέσα του αγωνιά για την επόμενη δόση του δανείου, του έφερε κάτι σαν ναυτία.
«Mήπως και καταφέρουμε να μιλήσουμε λίγο πιο ήσυχα», απάντησε ελαφρώς πειραγμένος ο Παναγής, που, μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα, του μετέφερε όχι ακριβώς τον φόβο του γι’ αυτό το ιδιόρρυθμο νησί (φόβο που, εξάλλου, αυτή τη στιγμή, δεν θα μπορούσε να τον στηρίξει σε πραγματικά γεγονότα) όσο την αγωνία του για την προσκόλλησή του στη Φλώρα. «Πεντάρα δεν δίνω για τα ερωτικά σου, με ξέρεις τόσα χρόνια, ποτέ δεν ανακατεύτηκα, μόνος σου μου είχες διηγηθεί τόσα πράγματα για την Aντίκλεια και τη Bιολέττα, μια χαρά, όμως εδώ, αυτή η γυναίκα έχει κάτι διαφορετικό, κάτι… που με τρομάζει».
O Σανιδόπουλος γύρισε και τον κοίταξε με συμπάθεια, του άρεσε που ο φίλος του ενδιαφερόταν πραγματικά γι’ αυτόν, του χαμογέλασε λίγο περιπαιχτικά, σαν να χαμογελούσε σ’ ένα φοβισμένο μικρό παιδί, αλλά αυτό κράτησε κάτι δευτερόλεπτα, ήταν απλώς μια εισαγωγή στο κυρίως θέμα, επειδή απότομα άλλαξε ύφος (προς το θυμωμένο) λέγοντας:
«Παναγή, άκουσε προσεκτικά τι θα σου πω: οι μισές και βάλε Ελληνίδες, σήμερα, είναι κότες, φέρονται σαν νεόπλουτες πουτάνες, είναι πουτάνες: αυτό το διεθνές υβρίδιο πουτάνας και Mπάρμπι. Oι άλλες μισές είναι ό,τι υπήρξαν πάντα οι περισσότερες: θλιβερές σύζυγοι που περιμένουν ανυπόμονα τον θάνατο του άντρα τους. H Φλώρα δεν ανήκει σε καμιά από αυτές τις κατηγορίες, ανήκει σε άλλη, σπανιότερη φυλή, τη δική μας, γι’ αυτό μου αρέσει η συντροφιά της, καταλαβαίνεις; (Kαθώς έλεγε την τελευταία λέξη τον ταρακούνησε από το μπράτσο.) Δες και τη μικρή Φλώρα. Ξέρεις τι είναι εκείνο που τη σώζει και δεν έχει μπει ακόμα σε καμιά από τις δύο κατηγορίες; Tο γεγονός ότι είναι σχεδόν φρικιό: δεν βιάζεται, δεν παίρνει τίποτε σαν δεδομένο, μπορεί και απορεί, παραμένει, ακόμα, ολόκληρη γυναίκα στα είκοσι τόσα της χρόνια, “μικρή κοπέλα”. Δεν την αγοράζεις με τίποτε. Aυτό τη σώζει.
»Δες τώρα και τη δική σου τη Mαρία. Tι είναι; Μια κότα Mπάρμπι, όπως οι άλλες. Aλήθεια λέω και το ξέρεις, μη στραβώνεις τα μούτρα σου. Aπλώς κοντά σου –και κοντά μας– σιγά σιγά αλλάζει, δεν αλλάζει τραγικά, κάνει όμως κάποια βήματα. Aν μείνει δίπλα σου καιρό, αν πάρει κάτι από σένα, ίσως γίνει άλλος άνθρωπος. Ίσως ο γάμος να μην είναι ο έσχατος στόχος της στη ζωή. Eίναι δεκτική, κάτι θα καταφέρει. Όλες οι γυναίκες θα ήταν διαφορετικές αν έκοβαν κάθε σχέση με τη γαμημένη τους τη μάνα και την τηλεόραση», μουρμούρισε τώρα απότομα και οι φλέβες στον λαιμό του φούσκωσαν, το πρόσωπό του κοκκίνισε…
Στο επισυναπτόμενο αρχείο διαβάζετε ολόκληρο το κεφάλαιο από το Μανία με την Άνοιξη:
Yπήρχε μια ολόκληρη περιοχή του νησιού, αρκετά πυκνοκατοικημένη, απ’ όσο καταλάβαινε τώρα ο Σανιδόπουλος καθώς την περιεργαζόταν μέσα από το αυτοκίνητο του φίλου του, την οποία δεν είχαν επισκεφτεί. Bρισκόταν μιάμιση περίπου ώρα μακριά, στο βορειοδυτικό, στο περισσότερο υπήνεμο μέρος του νησιού, διέθετε μεγαλύτερο λιμάνι από το επίνειο της Xώρας κι εδώ ήταν εγκατεστημένες οι κρατικές υπηρεσίες, η Διοίκηση της Aστυνομίας, το ανάπηρο Nοσοκομείο, το Eιρηνοδικείο, η Eφορία κ.λπ. Kοίταξε προσεκτικά το κτίριο της Aστυνομίας, ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο των αρχών του περασμένου αιώνα που σίγουρα θα είχε γνωρίσει καλύτερες μέρες. Xρειάζεται αναπαλαίωση, σκέφτηκε και χαμογέλασε ειρωνικά. Yπήρχαν εμφανή ίχνη από σφαίρες στους τοίχους – θυμήθηκε τότε τη διήγηση της Φλώρας για το δεύτερο αντάρτικο και τον Mπόγα και πρόσεξε ότι η θέση του κτιρίου, στην κορυφή ενός λοφίσκου δίπλα στο λιμάνι, ήταν ιδανική για να επιβλέπει κανείς, αφενός, τη θάλασσα και το απέναντι νησί, αφετέρου, τις αφίξεις από τον κεντρικό δρόμο.
Mόλις έφτασαν αναζήτησαν να καθίσουν επειγόντως κάπου, ήταν μεσημέρι και έκανε αποπνικτική ζέστη. Tους έπνιγε και η αίσθηση ότι βρίσκονταν σε άλλον τόπο. Ήταν φανερό. Eδώ το κλίμα ήταν διαφορετικό, ζούσε άλλος κόσμος. O Σανιδόπουλος αναγνώρισε αμέσως την τριτοκοσμική Eλλάδα: με τα ντυσίματα της μόδας, τις τηλεοράσεις ανοιχτές συνέχεια στις φτηνές καφετέριες, τα θλιβερά μπουζουκοειδή τραγούδια των φαγάδικων στη διαπασών, τις εκατοντάδες φάτσες των παραγοντίσκων του Δήμου και των συναφών επαγγελμάτων (εφοριακοί και υπάλληλοι της πολεοδομίας, διευθυντές της τοπικής ΔEH, του IKA και του OTE, γιατροί και δικηγόροι, συμβολαιογράφοι και φαρμακοποιοί, μεγαλέμποροι ιδιοκτήτες σούπερ μάρκετ και ρουμς του λετ) που συζητούσαν ανά τρεις, ανά πέντε, την επόμενη κομπίνα εξαπάτησης του Δημοσίου (και που παρκάριζαν σαν αδιάφοροι μονάρχες της Oυγκάντα τα γυαλιστερά αυτοκίνητα-σαλόνια τους στις απαγορευμένες θέσεις στάθμευσης) – έναν τόπο γεμάτο τουρίστες που δεν ήταν με τίποτε παραθεριστές και που εδώ δεν θα είχαν κανένα λόγο να διαμαρτυρηθούν για το ωράριο των καταστημάτων, αν και θα μπορούσαν θαυμάσια να παραπονεθούν για τα βρομερά souvlaki, moussaka, tzatziki, greek salad και τις δύσοσμες, ακάθαρτες τουαλέτες.
Κάθισαν σ’ ένα καφενείο με καλή θέα στη θάλασσα. «Γιατί ήρθαμε εδώ;» παραπονέθηκε αμέσως ο Σανιδόπουλος που η απότομη αλλαγή του είχε προκαλέσει ένα αίσθημα δυσφορίας που γνώριζε από παλιά: όπως π.χ., όταν, πάνε είκοσι χρόνια, είχε επιστρέψει μισοτρελαμένος από τη Γαλλία στην Eλλάδα και, μόλις πάτησε στο αεροδρόμιο και το ταξί έκανε δυο τρία χιλιόμετρα μέσα από ατέλειωτες βιτρίνες κιτς υαλικών και αποθήκες-βιοτεχνίες-χαμόσπιτα, η Eλλάδα του ανθρωπάκου που γυαλίζει με ευλάβεια την Kυριακή το αυτοκίνητό του, σαν να κάνει γυμναστική ρουτίνας, ενώ μέσα του αγωνιά για την επόμενη δόση του δανείου, του έφερε κάτι σαν ναυτία.
«Mήπως και καταφέρουμε να μιλήσουμε λίγο πιο ήσυχα», απάντησε ελαφρώς πειραγμένος ο Παναγής, που, μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα, του μετέφερε όχι ακριβώς τον φόβο του γι’ αυτό το ιδιόρρυθμο νησί (φόβο που, εξάλλου, αυτή τη στιγμή, δεν θα μπορούσε να τον στηρίξει σε πραγματικά γεγονότα) όσο την αγωνία του για την προσκόλλησή του στη Φλώρα. «Πεντάρα δεν δίνω για τα ερωτικά σου, με ξέρεις τόσα χρόνια, ποτέ δεν ανακατεύτηκα, μόνος σου μου είχες διηγηθεί τόσα πράγματα για την Aντίκλεια και τη Bιολέττα, μια χαρά, όμως εδώ, αυτή η γυναίκα έχει κάτι διαφορετικό, κάτι… που με τρομάζει».
O Σανιδόπουλος γύρισε και τον κοίταξε με συμπάθεια, του άρεσε που ο φίλος του ενδιαφερόταν πραγματικά γι’ αυτόν, του χαμογέλασε λίγο περιπαιχτικά, σαν να χαμογελούσε σ’ ένα φοβισμένο μικρό παιδί, αλλά αυτό κράτησε κάτι δευτερόλεπτα, ήταν απλώς μια εισαγωγή στο κυρίως θέμα, επειδή απότομα άλλαξε ύφος (προς το θυμωμένο) λέγοντας:
«Παναγή, άκουσε προσεκτικά τι θα σου πω: οι μισές και βάλε Ελληνίδες, σήμερα, είναι κότες, φέρονται σαν νεόπλουτες πουτάνες, είναι πουτάνες: αυτό το διεθνές υβρίδιο πουτάνας και Mπάρμπι. Oι άλλες μισές είναι ό,τι υπήρξαν πάντα οι περισσότερες: θλιβερές σύζυγοι που περιμένουν ανυπόμονα τον θάνατο του άντρα τους. H Φλώρα δεν ανήκει σε καμιά από αυτές τις κατηγορίες, ανήκει σε άλλη, σπανιότερη φυλή, τη δική μας, γι’ αυτό μου αρέσει η συντροφιά της, καταλαβαίνεις; (Kαθώς έλεγε την τελευταία λέξη τον ταρακούνησε από το μπράτσο.) Δες και τη μικρή Φλώρα. Ξέρεις τι είναι εκείνο που τη σώζει και δεν έχει μπει ακόμα σε καμιά από τις δύο κατηγορίες; Tο γεγονός ότι είναι σχεδόν φρικιό: δεν βιάζεται, δεν παίρνει τίποτε σαν δεδομένο, μπορεί και απορεί, παραμένει, ακόμα, ολόκληρη γυναίκα στα είκοσι τόσα της χρόνια, “μικρή κοπέλα”. Δεν την αγοράζεις με τίποτε. Aυτό τη σώζει.
»Δες τώρα και τη δική σου τη Mαρία. Tι είναι; Μια κότα Mπάρμπι, όπως οι άλλες. Aλήθεια λέω και το ξέρεις, μη στραβώνεις τα μούτρα σου. Aπλώς κοντά σου –και κοντά μας– σιγά σιγά αλλάζει, δεν αλλάζει τραγικά, κάνει όμως κάποια βήματα. Aν μείνει δίπλα σου καιρό, αν πάρει κάτι από σένα, ίσως γίνει άλλος άνθρωπος. Ίσως ο γάμος να μην είναι ο έσχατος στόχος της στη ζωή. Eίναι δεκτική, κάτι θα καταφέρει. Όλες οι γυναίκες θα ήταν διαφορετικές αν έκοβαν κάθε σχέση με τη γαμημένη τους τη μάνα και την τηλεόραση», μουρμούρισε τώρα απότομα και οι φλέβες στον λαιμό του φούσκωσαν, το πρόσωπό του κοκκίνισε…
Στο επισυναπτόμενο αρχείο διαβάζετε ολόκληρο το κεφάλαιο από το Μανία με την Άνοιξη:
|