Το Χαστουκόδεντρο
Ι. Χωρίς αναπνοή
Μου έχει μείνει κάτι δικό σου
…Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο, δεν μου αρέσει καθόλου ν’ αρχίσω τώρα να σε σκέφτομαι.
Έτσι απλώς βασανίζω τον εαυτό μου. Κι ούτε και σε σένα κάνει καλό αυτό.
Δεν μου αρέσει που βρίσκεσαι μακριά μου. Άμα όμως αρχίσω να τα βάφω μαύρα, κάπως σπαταλάμε κι οι δύο τις αντοχές μας.
Υπομονή, σταθερά υπομονή. Μ’ αυτόν εδώ κλείνω σαράντα χειμώνες.
Και δεν γίνεται να βάλω στην άκρη όλους τους προηγούμενους.
[…] Κι αν εσύ βρίσκεσαι στη Σκοτία κι εγώ στα Μίντλαντ, και δεν μπορώ να σε τυλίξω στην αγκαλιά μου
και να σ’ έχω ανάμεσα στα πόδια μου, ωστόσο μου ’χει μείνει κάτι δικό σου–
…Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο, δεν μου αρέσει καθόλου ν’ αρχίσω τώρα να σε σκέφτομαι.
Έτσι απλώς βασανίζω τον εαυτό μου. Κι ούτε και σε σένα κάνει καλό αυτό.
Δεν μου αρέσει που βρίσκεσαι μακριά μου. Άμα όμως αρχίσω να τα βάφω μαύρα, κάπως σπαταλάμε κι οι δύο τις αντοχές μας.
Υπομονή, σταθερά υπομονή. Μ’ αυτόν εδώ κλείνω σαράντα χειμώνες.
Και δεν γίνεται να βάλω στην άκρη όλους τους προηγούμενους.
[…] Κι αν εσύ βρίσκεσαι στη Σκοτία κι εγώ στα Μίντλαντ, και δεν μπορώ να σε τυλίξω στην αγκαλιά μου
και να σ’ έχω ανάμεσα στα πόδια μου, ωστόσο μου ’χει μείνει κάτι δικό σου–
H Mπέτι δεν μπόρεσε να συνεχίσει άλλο το διάβασμα. Δεν ήταν ο τύπος που την πιάνουν οι λυγμοί με το παραμικρό. Ήταν γενναία γυναίκα. Αλλά αυτό εδώ ήταν λυγμοί. Αποχαιρέτησε πριν λίγο τον Τόνι. Για πόσο τώρα; Δεν ήξερε. Αυτός πήγαινε στις φριχτές φυλακές του Ιτζεδίν, στην Κρήτη. Αυτή; Δεν ήξερε. Η παρήγορη σκέψη που έκανε αυθόρμητα, ότι δηλαδή ο Τόνι δεν είχε φτάσει τα σαράντα όπως ο κηπουρός Μέλορς, ότι είχε χρόνια μπροστά του ακόμα, αντί να την καθησυχάσει, της προκάλεσε νέο, ανεξέλεγκτο κύμα λυγμών. Πρώτη φορά στη ζωή της έκλαιγε έτσι. Η τελευταία εικόνα του, να φεύγει άλλη μια φορά πλημμυρισμένος στην αυταπάρνηση, άγνωστο για πόσο καιρό, άλλη μια φορά με το βλέμμα του ακλόνητα στυλωμένο πέρα μακριά στη θάλασσα, μακριά της, τη σκότωνε. Δεν έδειξε τίποτε μπροστά του. Δεν πρόδωσε τίποτε, ένα σωρό σύντροφοί του ήταν μαζί της στο κατευόδιο. Δεν έπρεπε να δείξει τίποτε, δεν έπρεπε να φανεί ότι λυγίζει. Στο κάτω κάτω αυτός έφευγε για το δύσκολο άγνωστο, όχι εκείνη. Εκείνη έμενε εδώ. Να κρατάει ζωντανή την επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο – αυτόν που δεν ήταν φυλακισμένος και θανατοποινίτης, που ανέπνεε κανονικά, περπατούσε κανονικά, έτρωγε κανονικά, υπέγραφε δηλώσεις νομιμοφροσύνης κανονικά, κοιμόταν κανονικά, ξυπνούσε κανονικά.
Τώρα μόνη στον Βασιλικό Κήπο, με τον Εραστή στα χέρια της, δεν άντεξε, ξέσπασε. Μόλις λίγες σελίδες πιο πίσω είχε ξαναδιαβάσει ένα αγαπημένο της κομμάτι που της θύμιζε εξαιρετικά τον Τόνι της πρώτης τους γνωριμίας. Ήταν ένας διάλογος που θα μπορούσε πολύ εύκολα να είναι και δικός τους.
– Ποιο είναι το νόημα της ζωής σου; (ρώτησε εκείνη).
– Θα σου πω, είναι αόρατο. Δεν πιστεύω στον κόσμο, στα λεφτά, στην προσωπική πρόοδο, ούτε στο μέλλον του πολιτισμού μας. Γιατί για να υπάρξει κάποιο μέλλον για την ανθρωπότητα θα πρέπει να συμβεί κάποια κοσμοϊστορική αλλαγή.
– Δηλαδή, πώς φαντάζεσαι ένα αληθινό μέλλον για τον πολιτισμό;
– Ένας Θεός ξέρει! Αισθάνομαι κάτι μέσα μου που είναι ανακατεμένο με μπόλικη οργή. Αλλά μέχρι πού μπορεί να φτάσει όλο αυτό, δεν ξέρω.
– Θέλεις να σου πω εγώ; είπε εκείνη κοιτάζοντάς τον κατάματα. Θες να σου πω τι είναι εκείνο που έχεις εσύ και που δεν το έχουν άλλοι άντρες και που θα οδηγήσει στο μέλλον; Θες να σου πω;
– Άντε, λέγε μου, της απάντησε.
– Είναι που έχεις το κουράγιο να είσαι τρυφερός, αυτό και μόνο: όπως όταν ακουμπάς το χέρι σου στον πισινό μου και λες πως είναι όμορφος.
Ναι, ο διάλογος θα μπορούσε θαυμάσια να είναι δικός τους. Όταν πρωτογνωρίστηκαν στο Κάρντιφ, όταν πάρθηκαν σαν έφηβοι στο πατάρι της παμπ. Κι όλο τον καιρό που πέρασαν εκεί. Διέθετε μεγάλα αποθέματα κουράγιου τότε ο Τόνι. Κι η Μπέτι είχε τη σελίδα αυτή τσακισμένη από τότε. Παρόλο που ήταν κοντά στο τέλος του βιβλίου, του την είχε διαβάσει κάποια στιγμή που εκείνος της είπε διστακτικά, λίγο μετά τον πρώτο έρωτα, κάτι τρυφερό για τη μικρή αγκαλιά της, κάτι για τον τρόπο που τον κρατούσε σφιχτά, πως δηλαδή αυτό το αγκάλιασμα δεν το είχε ξανανιώσει με άλλη γυναίκα, το έλεγε ξανά και ξανά εκείνες τις ώρες, κοκκινίζοντας, και ήταν φανερό ότι το πίστευε. Δεν είχε γνωρίσει και πολλές γυναίκες στη ζωή του. Το πίστευε. Ήταν αλήθεια.
Όμως τώρα οι ωραίες μέρες του Κάρντιφ ήταν μακριά. Είχε να τον σφίξει έτσι στην αγκαλιά της από εκείνο το μισάωρο που τους άφησαν μόνους στο επισκεπτήριο στα Βούρλα, πριν φύγει για Μακρόνησο. Της έλειπε. Είχε κιόλας περάσει μια χρονιά από πέρσι τα Χριστούγεννα και της φαινόταν αιώνας. Πιο σωστά: σαν να είχε γεράσει μέσα σ’ έναν χρόνο. Κι αυτή κι εκείνος. Το σώμα άμα δεν ρέουν οι χυμοί του κανονικά, γερνάει πριν την ώρα του, μαραζώνει. Δεν χρειαζόταν τον Λόρενς να της το εξηγήσει αυτό. Τώρα, καθισμένη σ’ ένα παγκάκι που συνήθιζαν να κάθονται μαζί, λίγο πιο κει από τη μεγάλη λίμνη του Κήπου, με το βιβλίο κάπως μαραμένο κι αυτό από την πολλή χρήση, δεν το πήρε μαζί του στη Μακρόνησο, το φοβήθηκε, κατάμονη με το βιβλίο και την εικόνα του Τόνι να φεύγει αγέρωχος στις δικές του έγνοιες, χωρίς πολλές πολλές τρυφερότητες, δεν ήξερε, δεν ήξερε, δεν ήξερε πια
από δω και μετά τι
δεν μπορούσε να σταματήσει τους λυγμούς
Ήθελε να φύγει, να φύγει μακριά από αυτή τη βαρβαρική χώρα που γερνούσε τα κορμιά πριν την ώρα τους…
Τώρα μόνη στον Βασιλικό Κήπο, με τον Εραστή στα χέρια της, δεν άντεξε, ξέσπασε. Μόλις λίγες σελίδες πιο πίσω είχε ξαναδιαβάσει ένα αγαπημένο της κομμάτι που της θύμιζε εξαιρετικά τον Τόνι της πρώτης τους γνωριμίας. Ήταν ένας διάλογος που θα μπορούσε πολύ εύκολα να είναι και δικός τους.
– Ποιο είναι το νόημα της ζωής σου; (ρώτησε εκείνη).
– Θα σου πω, είναι αόρατο. Δεν πιστεύω στον κόσμο, στα λεφτά, στην προσωπική πρόοδο, ούτε στο μέλλον του πολιτισμού μας. Γιατί για να υπάρξει κάποιο μέλλον για την ανθρωπότητα θα πρέπει να συμβεί κάποια κοσμοϊστορική αλλαγή.
– Δηλαδή, πώς φαντάζεσαι ένα αληθινό μέλλον για τον πολιτισμό;
– Ένας Θεός ξέρει! Αισθάνομαι κάτι μέσα μου που είναι ανακατεμένο με μπόλικη οργή. Αλλά μέχρι πού μπορεί να φτάσει όλο αυτό, δεν ξέρω.
– Θέλεις να σου πω εγώ; είπε εκείνη κοιτάζοντάς τον κατάματα. Θες να σου πω τι είναι εκείνο που έχεις εσύ και που δεν το έχουν άλλοι άντρες και που θα οδηγήσει στο μέλλον; Θες να σου πω;
– Άντε, λέγε μου, της απάντησε.
– Είναι που έχεις το κουράγιο να είσαι τρυφερός, αυτό και μόνο: όπως όταν ακουμπάς το χέρι σου στον πισινό μου και λες πως είναι όμορφος.
Ναι, ο διάλογος θα μπορούσε θαυμάσια να είναι δικός τους. Όταν πρωτογνωρίστηκαν στο Κάρντιφ, όταν πάρθηκαν σαν έφηβοι στο πατάρι της παμπ. Κι όλο τον καιρό που πέρασαν εκεί. Διέθετε μεγάλα αποθέματα κουράγιου τότε ο Τόνι. Κι η Μπέτι είχε τη σελίδα αυτή τσακισμένη από τότε. Παρόλο που ήταν κοντά στο τέλος του βιβλίου, του την είχε διαβάσει κάποια στιγμή που εκείνος της είπε διστακτικά, λίγο μετά τον πρώτο έρωτα, κάτι τρυφερό για τη μικρή αγκαλιά της, κάτι για τον τρόπο που τον κρατούσε σφιχτά, πως δηλαδή αυτό το αγκάλιασμα δεν το είχε ξανανιώσει με άλλη γυναίκα, το έλεγε ξανά και ξανά εκείνες τις ώρες, κοκκινίζοντας, και ήταν φανερό ότι το πίστευε. Δεν είχε γνωρίσει και πολλές γυναίκες στη ζωή του. Το πίστευε. Ήταν αλήθεια.
Όμως τώρα οι ωραίες μέρες του Κάρντιφ ήταν μακριά. Είχε να τον σφίξει έτσι στην αγκαλιά της από εκείνο το μισάωρο που τους άφησαν μόνους στο επισκεπτήριο στα Βούρλα, πριν φύγει για Μακρόνησο. Της έλειπε. Είχε κιόλας περάσει μια χρονιά από πέρσι τα Χριστούγεννα και της φαινόταν αιώνας. Πιο σωστά: σαν να είχε γεράσει μέσα σ’ έναν χρόνο. Κι αυτή κι εκείνος. Το σώμα άμα δεν ρέουν οι χυμοί του κανονικά, γερνάει πριν την ώρα του, μαραζώνει. Δεν χρειαζόταν τον Λόρενς να της το εξηγήσει αυτό. Τώρα, καθισμένη σ’ ένα παγκάκι που συνήθιζαν να κάθονται μαζί, λίγο πιο κει από τη μεγάλη λίμνη του Κήπου, με το βιβλίο κάπως μαραμένο κι αυτό από την πολλή χρήση, δεν το πήρε μαζί του στη Μακρόνησο, το φοβήθηκε, κατάμονη με το βιβλίο και την εικόνα του Τόνι να φεύγει αγέρωχος στις δικές του έγνοιες, χωρίς πολλές πολλές τρυφερότητες, δεν ήξερε, δεν ήξερε, δεν ήξερε πια
από δω και μετά τι
δεν μπορούσε να σταματήσει τους λυγμούς
Ήθελε να φύγει, να φύγει μακριά από αυτή τη βαρβαρική χώρα που γερνούσε τα κορμιά πριν την ώρα τους…
Πλήρες το κεφ. εδώ: | |
File Size: | 219 kb |
File Type: |
ΙΙ. Αύγουστος του 1958: ένα περιστατικό στη Βενετία
Honi soit qui mal y pense
Honi soit qui mal y pense
Καθώς η «Χριστίνα» γλιστρούσε αργά στον πορθμό του Λίντο, η Τζάκι, μαγεμένη από την πλωτή πολιτεία που σιγά σιγά ξετυλιγόταν στα μάτια της, για μια στιγμή, όπως έγερνε στην κουπαστή, κρατήθηκε από τη μέση του Τέλη. Γύρισε τότε και την κοίταξε. Αυτοπεποίθηση χορτασμένου εραστή. Τα πονηρά της αθώα μάτια χαμήλωσαν λίγο στα πρασινόμαυρα νερά της λιμνοθάλασσας πριν του χαρίσουν ένα βλέμμα λατρείας, ίδιο μ’ αυτό που δωρίζει ένα παιδί στον μπαμπά του μόλις εκείνος του φέρει το δώρο που ονειρεύτηκε. Αυτός συνέχισε να την κοιτάζει. Πατέρας που ανταποκρίθηκε στην προσδοκία του κοριτσιού του. Ένα πεταχτό φιλί στο χαλαρό μάγουλο του πενηντάρη “μπαμπά” κι ένα τσιριχτό αμερικάνικο γέλιο επισφράγισαν το “ευχαριστώ” της ανέμελης μπάρμπι.
– Tζον, Τζον, φτάσαμε, φτάσαμε, έλα να δεις, φτάσαμε! έκανε χοροπηδώντας σαν μαζορέτα και απομακρύνθηκε από την κουπαστή.
Ήταν δική της ιδέα αυτό το ταξίδι αστραπή από το Μόντε Κάρλο στη Βενετία. Ένα καπρίτσιο της στιγμής που, όπως διατυπώθηκε, με συρτή φωνή, χέρια σταυρωμένα σε ικεσία και γλυκά μάτια πονηρά, βρήκε αναπάντεχα σύμφωνο τον σκληροτράχηλο οικοδεσπότη.
– Τζον, άκουσες, Τζον; φεύγουμε αμέσως για Βενετία… Μεθαύριο θα είμαστε εκεί!
– Μα Τζάκι… μερικές φορές γίνεσαι πολύ φορτική, πώς μπόρεσες να ζητήσεις αυτό το πράγμα από τον κύριο Ωνάση…!
– Δεν ζήτησα τίποτε, Τζον, μόνο ότι πολύ θα ήθελα κάποια στιγμή να πάω… αυτό είπα, και ο κύριος Ων–
– Εντάξει, εντάξει, μικρή… τη διέκοψε ήσυχα ο σαραντάρης άντρας με το στρατιωτικό αμερικάνικο κούρεμα και γυρνώντας στoν πλαδαρό όγκο με το λινό κοστούμι δίπλα του πρόσθεσε χαμογελώντας:
– Το καλό είναι ότι θα έχουμε στη διάθεσή μας περισσότερο χρόνο για συζήτηση με τον σερ Ουίνστον, αν φυσικά δεν τον κουράζω με τη φλυαρία μου…
Η γεροντική φιγούρα άφησε με δυσκολία το ποτήρι του στο τραπέζι και, γυρνώντας με δυσκολία από την αναπηρική του καρέκλα προς τη μεριά του συνομιλητή του, έπαιξε ελαφρά τα μικρά του μάτια πριν απαντήσει μελαγχολικά:
– Aπ’ ό,τι ξέρω, επειδή το έχω ξανακάνει το ταξίδι, προβλέπεται μια μικρή στάση στη Νάπολη. Ωραία… Θα μιλήσουμε, φυσικά και θα μιλήσουμε, αρκεί να μην σηκώσει πολύ αέρα, με κουράζει αφάνταστα ο θαλασσινός αέρας…
[…]
…η «Χριστίνα» είχε γίνει για τον γερο-Γουίνι η μικρή του κοινωνική έξοδος από την απομόνωση της έπαυλης. Αυτή τη φορά όμως ο οικοδεσπότης του είχε κουβαλήσει εδώ αυτόν τον νεαρό φιλόδοξο πολιτικό που κάπως τον κούραζε με τον αμέτρητο θαυμασμό του – αλλά αυτό ήταν το αντίτιμο για τη συγκεκριμένη φιλοξενία. Επειδή ο Τέλης, ως κλασικός έμπορος, δεν έκανε τίποτε χωρίς αντάλλαγμα: Πριν τέσσερα χρόνια το μπλέξιμο με τα αμερικάνικα δικαστήρια για την αμερικάνικη υπηκοότητα των καραβιών του του είχε στοιχίσει εφτά εκατομμύρια δολάρια. Δεν ήθελε να ξαναπληρώσει. Ήθελε να πληρώσουν οι κωλοαμερικάνοι, κυρίως «αυτή η αδερφή, ο Χούβερ, που με έχει βάλει στο μάτι κιόλας από τον πόλεμο». Στο Μόντε Κάρλο πληροφορήθηκε ότι ο ανερχόμενος γερουσιαστής από την ισχυρή οικογένεια των Κένεντι έκανε διακοπές στη Νίκαια. Όταν άκουσε ότι ο νεαρός Αμερικάνος είχε ίνδαλμά του τη γριά εγγλέζικη αλεπού προσκάλεσε και τους δύο στη «Χριστίνα». Είχε τα μακρόπνοα σχέδιά του ο Τέλης. Μόλις είχε φτιάξει την Olympic Airways στην Ελλάδα. Ένιωθε δυνατός σε αέρα και θάλασσα, μπορούσε να ξαναφτιάξει τον κόσμο από την αρχή. Κι αν όχι να τον ξαναφτιάξει, να τον ξαναγοράσει.
[…]
Η «Χριστίνα» έδεσε απ’ τη μεριά της πλατείας του Αγίου Μάρκου, πλευρίζοντας ένα όμορφο επιβατικό πλοίο με ελληνική σημαία. Η Τζάκι, πάντα μαγεμένη, συλλάβισε σαν μικρό παιδί το όνομά του: «Pe-ga-sus»! Κι αμέσως μετά την εταιρεία: «Ε-pi-ro-ti-ki lines»!
Την ώρα που ετοιμάζονταν να αποβιβαστούν, για να πάνε μια βόλτα στην πόλη, μια φασαρία από τον «Πήγασο» διέκοψε απότομα το όνειρό της. Δυο σωματώδεις, κοντοκουρεμένοι τύποι, με σκούρα κοστούμια παρόλη την Αυγουστιάτικη ζέστη, με μουστάκι κι οι δύο, έσπρωχναν βάναυσα μια μικρόσωμη γυναίκα έξω από την πλαϊνή μπουκαπόρτα του «Πήγασου», ο ένας κρατούσε μάλιστα αυτό που, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν η βαλίτσα της. Η γυναίκα τούς απευθυνόταν σε άπταιστα αγγλικά αναμιγμένα με σπασμένα ελληνικά, εκείνοι σε άθλια αγγλικά. Πιο πίσω τους, άναυδος, άπραγος, τους παρακολουθούσε κάποιος αξιωματικός του πλοίου μαζί με ένα δυο ναύτες.
– You have no right to do that! Ι am a Greek citizen! E-li-ni-da, a-kou-is, e-li-ni-da i-me!* φώναζε έξαλλη η γυναίκα προσπαθώντας με νεύρο να απομακρύνει τα χέρια των διωκτών της που με πείσμα την έσερναν κακήν κακώς έξω από το πλοίο. Φώναζε πολύ δυνατά, με έκδηλη την αγωνία στα μάτια της, θέλοντας να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου, των περαστικών, των τουριστών. Κάτι λιμενικοί κατευθύνθηκαν αμέσως προς το επεισόδιο, και σχεδόν μαζί τους, δυο καραμπινιέροι. Σιγά σιγά μαζεύτηκε πολύς κόσμος γύρω τους, φασαρία, μια βαβέλ από γλώσσες, αλλά η γυναίκα δεν είχε τρόπο να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Ήταν μόνη της, περικυκλωμένη από άσχετο, αδιάφορο ή απλώς περίεργο κόσμο. Στο λιμάνι την παρέλαβαν οι καραμπινιέροι ακολουθούμενοι από τους διώκτες της.
– Τhey took my passport, my Greek passport! συνέχισε να ωρύεται η γυναίκα καθώς την έσερναν στο αυτοκίνητο, they don’t want me to visit my husband, a prisoner in Corfu… he’s no criminal or murderer, he’s in jail for his beliefs!** φώναζε ξανά και ξανά η γυναίκα χειρονομώντας απεγνωσμένα για να απωθήσει τους διώκτες της, έκανε σαν να σιχαινόταν ακόμα και που την ακουμπούσαν αυτοί οι βάρβαροι άντρες, lasciate mi, lasciate mi! ούρλιαζε στους καραμπινιέρους – αλλά κανείς από τους παριστάμενους δεν πήρε ή δεν πρόλαβε να πάρει το μέρος της. Οι καραμπινιέροι, ψυχροί, αδιάφοροι, τη στοίβαξαν μαζί με τους άλλους σ’ ένα αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκαν.
––––––––––––––––––––––––––––––
* Δεν έχετε δικαίωμα να μου το κάνετε αυτό. Είμαι Ελληνίδα υπήκοος!
** Μου πήραν το διαβατήριο, το Ελληνικό μου διαβατήριο! Και παρακάτω: Δεν θέλουν να επισκεφτώ τον σύζυγό μου, κρατούμενο στην Κέρκυρα… δεν είναι κανένας εγκληματίας ή δολοφόνος, έχει φυλακιστεί για τα πιστεύω του! Και παρακάτω: Αφήστε με, αφήστε με!…
– Tζον, Τζον, φτάσαμε, φτάσαμε, έλα να δεις, φτάσαμε! έκανε χοροπηδώντας σαν μαζορέτα και απομακρύνθηκε από την κουπαστή.
Ήταν δική της ιδέα αυτό το ταξίδι αστραπή από το Μόντε Κάρλο στη Βενετία. Ένα καπρίτσιο της στιγμής που, όπως διατυπώθηκε, με συρτή φωνή, χέρια σταυρωμένα σε ικεσία και γλυκά μάτια πονηρά, βρήκε αναπάντεχα σύμφωνο τον σκληροτράχηλο οικοδεσπότη.
– Τζον, άκουσες, Τζον; φεύγουμε αμέσως για Βενετία… Μεθαύριο θα είμαστε εκεί!
– Μα Τζάκι… μερικές φορές γίνεσαι πολύ φορτική, πώς μπόρεσες να ζητήσεις αυτό το πράγμα από τον κύριο Ωνάση…!
– Δεν ζήτησα τίποτε, Τζον, μόνο ότι πολύ θα ήθελα κάποια στιγμή να πάω… αυτό είπα, και ο κύριος Ων–
– Εντάξει, εντάξει, μικρή… τη διέκοψε ήσυχα ο σαραντάρης άντρας με το στρατιωτικό αμερικάνικο κούρεμα και γυρνώντας στoν πλαδαρό όγκο με το λινό κοστούμι δίπλα του πρόσθεσε χαμογελώντας:
– Το καλό είναι ότι θα έχουμε στη διάθεσή μας περισσότερο χρόνο για συζήτηση με τον σερ Ουίνστον, αν φυσικά δεν τον κουράζω με τη φλυαρία μου…
Η γεροντική φιγούρα άφησε με δυσκολία το ποτήρι του στο τραπέζι και, γυρνώντας με δυσκολία από την αναπηρική του καρέκλα προς τη μεριά του συνομιλητή του, έπαιξε ελαφρά τα μικρά του μάτια πριν απαντήσει μελαγχολικά:
– Aπ’ ό,τι ξέρω, επειδή το έχω ξανακάνει το ταξίδι, προβλέπεται μια μικρή στάση στη Νάπολη. Ωραία… Θα μιλήσουμε, φυσικά και θα μιλήσουμε, αρκεί να μην σηκώσει πολύ αέρα, με κουράζει αφάνταστα ο θαλασσινός αέρας…
[…]
…η «Χριστίνα» είχε γίνει για τον γερο-Γουίνι η μικρή του κοινωνική έξοδος από την απομόνωση της έπαυλης. Αυτή τη φορά όμως ο οικοδεσπότης του είχε κουβαλήσει εδώ αυτόν τον νεαρό φιλόδοξο πολιτικό που κάπως τον κούραζε με τον αμέτρητο θαυμασμό του – αλλά αυτό ήταν το αντίτιμο για τη συγκεκριμένη φιλοξενία. Επειδή ο Τέλης, ως κλασικός έμπορος, δεν έκανε τίποτε χωρίς αντάλλαγμα: Πριν τέσσερα χρόνια το μπλέξιμο με τα αμερικάνικα δικαστήρια για την αμερικάνικη υπηκοότητα των καραβιών του του είχε στοιχίσει εφτά εκατομμύρια δολάρια. Δεν ήθελε να ξαναπληρώσει. Ήθελε να πληρώσουν οι κωλοαμερικάνοι, κυρίως «αυτή η αδερφή, ο Χούβερ, που με έχει βάλει στο μάτι κιόλας από τον πόλεμο». Στο Μόντε Κάρλο πληροφορήθηκε ότι ο ανερχόμενος γερουσιαστής από την ισχυρή οικογένεια των Κένεντι έκανε διακοπές στη Νίκαια. Όταν άκουσε ότι ο νεαρός Αμερικάνος είχε ίνδαλμά του τη γριά εγγλέζικη αλεπού προσκάλεσε και τους δύο στη «Χριστίνα». Είχε τα μακρόπνοα σχέδιά του ο Τέλης. Μόλις είχε φτιάξει την Olympic Airways στην Ελλάδα. Ένιωθε δυνατός σε αέρα και θάλασσα, μπορούσε να ξαναφτιάξει τον κόσμο από την αρχή. Κι αν όχι να τον ξαναφτιάξει, να τον ξαναγοράσει.
[…]
Η «Χριστίνα» έδεσε απ’ τη μεριά της πλατείας του Αγίου Μάρκου, πλευρίζοντας ένα όμορφο επιβατικό πλοίο με ελληνική σημαία. Η Τζάκι, πάντα μαγεμένη, συλλάβισε σαν μικρό παιδί το όνομά του: «Pe-ga-sus»! Κι αμέσως μετά την εταιρεία: «Ε-pi-ro-ti-ki lines»!
Την ώρα που ετοιμάζονταν να αποβιβαστούν, για να πάνε μια βόλτα στην πόλη, μια φασαρία από τον «Πήγασο» διέκοψε απότομα το όνειρό της. Δυο σωματώδεις, κοντοκουρεμένοι τύποι, με σκούρα κοστούμια παρόλη την Αυγουστιάτικη ζέστη, με μουστάκι κι οι δύο, έσπρωχναν βάναυσα μια μικρόσωμη γυναίκα έξω από την πλαϊνή μπουκαπόρτα του «Πήγασου», ο ένας κρατούσε μάλιστα αυτό που, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν η βαλίτσα της. Η γυναίκα τούς απευθυνόταν σε άπταιστα αγγλικά αναμιγμένα με σπασμένα ελληνικά, εκείνοι σε άθλια αγγλικά. Πιο πίσω τους, άναυδος, άπραγος, τους παρακολουθούσε κάποιος αξιωματικός του πλοίου μαζί με ένα δυο ναύτες.
– You have no right to do that! Ι am a Greek citizen! E-li-ni-da, a-kou-is, e-li-ni-da i-me!* φώναζε έξαλλη η γυναίκα προσπαθώντας με νεύρο να απομακρύνει τα χέρια των διωκτών της που με πείσμα την έσερναν κακήν κακώς έξω από το πλοίο. Φώναζε πολύ δυνατά, με έκδηλη την αγωνία στα μάτια της, θέλοντας να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου, των περαστικών, των τουριστών. Κάτι λιμενικοί κατευθύνθηκαν αμέσως προς το επεισόδιο, και σχεδόν μαζί τους, δυο καραμπινιέροι. Σιγά σιγά μαζεύτηκε πολύς κόσμος γύρω τους, φασαρία, μια βαβέλ από γλώσσες, αλλά η γυναίκα δεν είχε τρόπο να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Ήταν μόνη της, περικυκλωμένη από άσχετο, αδιάφορο ή απλώς περίεργο κόσμο. Στο λιμάνι την παρέλαβαν οι καραμπινιέροι ακολουθούμενοι από τους διώκτες της.
– Τhey took my passport, my Greek passport! συνέχισε να ωρύεται η γυναίκα καθώς την έσερναν στο αυτοκίνητο, they don’t want me to visit my husband, a prisoner in Corfu… he’s no criminal or murderer, he’s in jail for his beliefs!** φώναζε ξανά και ξανά η γυναίκα χειρονομώντας απεγνωσμένα για να απωθήσει τους διώκτες της, έκανε σαν να σιχαινόταν ακόμα και που την ακουμπούσαν αυτοί οι βάρβαροι άντρες, lasciate mi, lasciate mi! ούρλιαζε στους καραμπινιέρους – αλλά κανείς από τους παριστάμενους δεν πήρε ή δεν πρόλαβε να πάρει το μέρος της. Οι καραμπινιέροι, ψυχροί, αδιάφοροι, τη στοίβαξαν μαζί με τους άλλους σ’ ένα αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκαν.
––––––––––––––––––––––––––––––
* Δεν έχετε δικαίωμα να μου το κάνετε αυτό. Είμαι Ελληνίδα υπήκοος!
** Μου πήραν το διαβατήριο, το Ελληνικό μου διαβατήριο! Και παρακάτω: Δεν θέλουν να επισκεφτώ τον σύζυγό μου, κρατούμενο στην Κέρκυρα… δεν είναι κανένας εγκληματίας ή δολοφόνος, έχει φυλακιστεί για τα πιστεύω του! Και παρακάτω: Αφήστε με, αφήστε με!…
Όλο το κεφάλαιο εδώ: | |
File Size: | 193 kb |
File Type: |