Στο ''Βιβλιοδρόμιο'' των Νέων
03.11.12, Μικέλα Χαρτουλάρη Είκοσι πέντε σελίδες για ένα χαστούκι! Αλλά με πόσο βαριά συμβολική αξία. Ηταν το χαστούκι που έδωσε (ή παραλίγο να δώσει) στη βασίλισσα Φρειδερίκη η ουαλή δασκάλα και ακτιβίστρια Μπέτι Αμπατιέλου στις 20 Απριλίου 1963, εκεί στο κέντρο του αριστοκρατικού Λονδίνου, για να απελευθερωθούν επιτέλους έπειτα από 16 χρόνια ο Toni my husband και οι πολιτικοί κρατούμενοι, που πλήρωναν με τις τσακισμένες ζωές τους στις φυλακές και στα ξερονήσια το τίμημα της μετεμφυλιακής ανασυγκρότησης της Ελλάδας. Εκείνης που είχαν σχεδιάσει οι Αμερικανοί και οι φίλοι τους, προκειμένου να επικρατήσουν στον Ψυχρό Πόλεμο. Είναι η φοβερή εποχή μετά τη δολοφονία του Πολκ και πριν από τη δολοφονία του Λαμπράκη, παραμονές της δολοφονίας Κένεντι και ενώ βράζει το Κυπριακό, όταν η θεσμοποιημένη ξενοκρατία στην Ελλάδα έχει φτάσει στο απόγειό της, και το μεγάλο κεφάλαιο έχει διεισδύσει στην πολιτική. Αυτή την εποχή ζωντανεύει ανάγλυφα και με εξαιρετική μαεστρία ο Αρης Μαραγκόπουλος στο Χαστουκόδεντρο (Εκδ. Τόπος), ένα μυθιστόρημα-ντοκιμαντέρ «για την αγωνία της μεταπολεμικής Ελλάδας να σταθεί με αξιοπρέπεια στα πόδια της στους πιο αναξιοπρεπείς καιρούς». Ο ίδιος το ορίζει ως «μυθιστορία» επειδή αγκαλιάζει και τη μυθολογία γύρω από τα πρόσωπα και τα γεγονότα της εποχής. Και το προικίζει με 40 σελίδες κριτικά παρουσιασμένα ιστορικά τεκμήρια για τα πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά παιχνίδια που όρισαν την ελληνική υπόθεση στις δεκαετίες '40, '50, '60, και που ξεπροβάλλουν σαν απειλητικά φαντάσματα σήμερα. (...) Στο Ποντίκι Αrt
8.11.12, Ξενοφώντας Μπρουντζάκης Στις ανθρώπινες σχέσεις, στην πιο εκλεπτυσμένη τους εκδοχή, αυτήν του έρωτα, επικεντρώνει τον θαυμασμό του ο συγγραφέας: στην απλή, καθημερινή ιστορία ενός Έλληνα ναυτεργάτη και μιας Ουαλής δασκάλας. Και οι δυο τους θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τη μοίρα τους υπό το βάρος τεράστιων ιστορικών γεγονότων. Γεγονότων που παρασέρνουν τις ζωές όπως ο άνεμος τα φύλλα των δέντρων. Ωστόσο, το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής είναι πάντα αυτό που υπερβαίνει το αδύνατο, έτσι που τελικά οι άνθρωποι να μη γίνονται φτερά στον άνεμο της ιστορίας που συμμετέχουν. Είναι η δύναμη του έρωτα, η ιδεολογία, η ακλόνητη πίστη ότι μπορεί να υπάρχει ένας καλύτερος κόσμος; Ό,τι κι αν είναι, ο άνθρωπος θέλει να προβάλλει την ύπαρξή του στο μέλλον, γι’ αυτό και μερικοί αντιστέκονται, παλεύουν, αγωνιούν και μπορούν να ερωτεύονται μέσα στις πιο απάνθρωπες συνθήκες. Σαν κι αυτές στις οποίες τοποθετεί το ζευγάρι ο συγγραφέας: στη ρημαγμένη μεταπολεμική Ελλάδα, στην εξαθλιωμένη απελευθερωμένη Ελλάδα, στην Ελλάδα όπου έσβησαν τα όνειρα πριν καν προλάβουν να φωτιστούν. Στο μυθιστόρημα του Μαραγκόπουλου πρωταγωνιστούν αληθινά πρόσωπα, περιστατικά και γεγονότα, ωστόσο με μυθιστορηματική εκδοχή. Ως εκ τούτου, η λογοτεχνία, αντί της Ιστορίας, έχει το πάνω χέρι κι ο μύθος διηγείται εκείνη ακριβώς την αλήθεια που πάντα χάνεται μέσα στην τύρβη της καθημερινότητας. Το πολυσέλιδο αυτό μυθιστόρημα ξαναζωντανεύει την τραγικότητα της μετακατοχικής Ελλάδας μέσα από τη ζωή ενός ζευγαριού που βρέθηκε αντιμέτωπο με θεούς και δαίμονες χαρίζοντάς μας τελικά μια συγκλονιστική ερωτική περιπέτεια ως το απόλυτο ζητούμενο της πολιτικής και της Ιστορίας! Στην εφημ. Έξι μέρες
01.12.12, Βασίλης Βασιλικός Το Χαστουκόδεντρο του Άρη Μαραγκόπουλου είναι το τρίτο αμιγώς λογοτεχνικό βιβλίο που έρχεται να προστεθεί στο δικό μου Ζ και στο Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Και λέω «αμιγώς» γιατί και τα τρία, αν τα δει κανείς σαν τριλογία, ενώ βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα καταφέρνουν να τα «μυθοποιήσουν» με κανόνες αυστηρά μυθιστορηματικούς. Το Ζ αφορά αυτή καθεαυτή τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, το Τομάρι του σκύλου, το λούμπεν-προλεταριάτο σαν υπόβαθρο της δολοφονίας αυτής και Το Χαστουκόδεντρο, που μόλις κυκλοφόρησε, την αφορμή της: δηλαδή το χαστούκι (που δεν έδωσε) η Μπέτι Αμπατιέλου στην τότε βασίλισσα της Ελλάδος Φρειδερίκη, στο Λονδίνο, ζητώντας την αποφυλάκιση του συζύγου της Αντώνη, ναυτεργάτη και μεγάλου στελέχους του παράνομου –τότε– ΚΚΕ, έγκλειστου για 17 ολόκληρα χρόνια σε 7 φυλακές της επικράτειας με το νόμο 509. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα-σταθμό στην πεζογραφία μας των τελευταίων χρόνων. Γιατί ο συγγραφέας του καταφέρνει να φτιάξει δύο αυτοτελείς ανθρώπινους χαρακτήρες (Τόνι και Μπέτι, θα μπορούσε να είναι ένας άλλος τίτλος του) που ξεπερνούν κατά πολύ τα πραγματικά πρόσωπα που στάθηκαν πηγή της έμπνευσής του. Γίνονται, για τον αναγνώστη, ανθρώπινα σύμβολα, που μπορούσαν να είναι είτε το ζεύγος Ρόζενμπεργκ, είτε οι Sacco και Vanzetti, ή ο Arthur London και η γυναίκα του, στην Ομολογία του Κώστα Γαβρά. Εκείνο που εντυπωσιάζει και κάνει τον αναγνώστη να μην μπορεί να το αφήσει από τα χέρια του, είναι η απόλυτα νεωτεριστική δομή του χρόνου και του χώρου, και η σύνδεσή του με παλαιότερα βιβλία του ίδιου συγγραφέα. Ο καλύτερος μελετητής του James Joyce στην Ελλάδα, ο Άρης Μαραγκόπουλος, (Ulysses, Οδηγός ανάγνωσης, του Οδυσσέα του Τζόις, εκδ. Τόπος, 2010), καταφέρνει να μιλάει με το πάθος και τη γλώσσα της εποχής που διαδραματίζεται η υπόθεση (1941-1968), να στήνει σκηνές απείρου κάλλους σαν να βλέπεις μια ασπρόμαυρη ταινία του Aνρί Ζορζ Κλουζό, με δράση, ένταση, σασπένς, τραγωδία χωρίς κάθαρση, με μια σειρά από εξαιρετικά ενδιαφέροντα δευτερεύοντα πρόσωπα (εφοπλιστές, ακτιβίστριες, πράκτορες, μπάτσους κι αγωνιστές) και όλα αυτά να συμβαίνουν ταυτόχρονα σε τρεις χώρες: ΗΠΑ, Μεγάλη Βρεταννία, Ελλάδα. Είναι να απορεί κανείς πώς τα ίδια αυθεντικά γεγονότα (που επικυρώνονται με σύντομες αναφορές στο Επίμετρο του βιβλίου), μεταπλάθονται στα χέρια αυτού του προικισμένου πεζογράφου σε μαγικές μυθιστορηματικές περσόνες. Πώς από ένα τίποτα, λέγονται πολλά. Πώς μικρές φράσεις-κλειδιά επανέρχονται, σαν μουσικά μοτίβα, σε όλη τη διαδρομή της ιστορίας. Πώς εν τέλει Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλι, σχεδόν πρωταγωνιστεί σε μια διαμάχη καθαρά εμφύλια (ή των δύο φύλων: ενός «ορθόδοξου» κομμουνιστή και μιας «διαμαρτυρόμενης» κομμουνίστριας). Όσο για τον παράξενο τίτλο του βιβλίου, θα βρείτε την αιτιολογία του στις συναρπαστικές σελίδες 363-390. Είναι μια ακριβής μεταφορά από την κέλτικη μυθολογία (τόπο καταγωγής της δασκάλας Μπέτι). Εκεί όπου οι αρχαίοι Κέλτες συναντούν τους αρχαίους Έλληνες, κάτι που απασχόλησε εξάλλου τις μυθοπλασίες του Γιώργου Χειμωνά, του μεγάλου προδρόμου της νεωτερικής πεζογραφίας στη χώρα μας. Στο Rednotebook
07.12.12, Έφη Γιαννοπούλου […] Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται σε έναν στενό εναγκαλισμό με την ελληνική ιστορία από το 1941 μέχρι το 1968 (στον επίλογο φτάνει μέχρι το 1989, όταν ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος συναντά το ζεύγος Αμπατιέλου και συλλέγει τις ψηφίδες ή τα κυβάκια που θα αποτελέσουν το υλικό για να αφηγηθεί την ιστορία τους) και το κάνει μέσα από μια εντυπωσιακή πολυφωνία, χρησιμοποιώντας πολλά διαφορετικά είδη λόγου και ύφη· αρχειακό υλικό από ντοκουμέντα της εποχής, επιστολές και ημερολογιακές καταγραφές, εσωτερικός μονόλογος και κλασική τριτοπρόσωπη αφήγηση συμπλέκονται σε έναν απολύτως ελεύθερο χειρισμό του χρόνου προκειμένου να αφηγηθούν την ιστορία και την Ιστορία. […] Όμως ο Μαραγκόπουλος δεν γράφει ένα ιστορικό μυθιστόρημα, δεν αναζητά την ιστορική αλήθεια, τη μεταπλάθει, τη μετατρέπει σε λογοτεχνία γιατί, όπως λέει ο ίδιος σε μια πρόσφατη συνέντευξη: «Η λογοτεχνία διαθέτει μια σπουδαία ιδιότητα: διηγείται ψέματα για να πει αλήθειες. Αξιοποιώντας αυτή την ιδιότητα ο συγγραφέας μπορεί να ξαναμιλήσει για την Ιστορία, την επίσημη Ιστορία που κατά κανόνα κάνει το αντίθετο: διηγείται ψέματα για να κρύψει αλήθειες». […] Το Χαστουκόδεντρο είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα, που παίρνει σαφή θέση για τα γεγονότα τα οποία αφηγείται. Ταυτοχρόνως είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα, που ομνύει στην επαναστατική διάσταση του έρωτα και της αυθεντικής αγάπης, και διατρέχεται από αναφορές σε ένα άλλο μυθιστόρημα, που προκάλεσε σκάνδαλο στην εποχή του, τον Εραστή της λαίδης Τσάττερλυ, το βιβλίο που η Μπέτι χαρίζει στον Τόνι, που το διαβάζουν μαζί κι έπειτα τον συνοδεύει στα χρόνια της φυλακής ως η δική του Βίβλος της ερωτικής ελευθερίας. Και κυρίως είναι ένα μυθιστόρημα νεωτερικό που χρησιμοποιεί καθαρά λογοτεχνικά εργαλεία, τη γλώσσα, το ύφος, την πολυφωνία, προκειμένου να απαντήσει σε ένα από τα πιο βασανιστικά ερωτήματα της λογοτεχνίας «πώς αφηγείται κανείς τα πραγματικά γεγονότα;».
Από την κλειδαρότρυπα της ιστορίας
(Ανάγνωση ενός κεφαλαίου του βιβλίου από την Έφη Γιαννοπούλου) Στο περ. Unfollow, τ. 12, Δεκ. 2012.
Σ’ ένα κεφάλαιο του Χαστουκόδεντρου (''Αύγουστος του 1958: ένα περιστατικό στη Βενετία''), ο Άρης Μαραγκόπουλος στήνει μια αριστοτεχνική σκηνή που εκτυλίσσεται στη θαλαμηγό «Χριστίνα» με πρωταγωνιστές τον Τέλη (Ωνάση), τον Τζον (τον αμερικανό γερουσιαστή Τζ. Φ. Κένεντι), τη σύζυγό του Τζάκι και τον Γουίνι (Τσώρτσιλ). Στη σκηνή συμμετέχει, αν και απούσα, μέσα από τη φωνή της, που ακούγεται από το πικάπ, η Μαρία Κάλλας. Η συνύπαρξη των Κένεντι με τον Τσώρτσιλ στη θαλαμηγό είναι πραγματικό γεγονός, ο Ωνάσης φρόντιζε να προσφέρει εξυπηρετήσεις και δώρα στους πολιτικούς που του ήταν χρήσιμοι, κι εκείνοι τα εκμεταλλεύονταν. Business as usual. Το μελλοντικό ειδύλλιο Ωνάση-Τζάκι, που θα οδηγήσει σε γάμο λίγα χρόνια μετά τη δολοφονία του Κένεντι, προαναγγέλλεται εδώ. Ενώ οι τέσσερις απολαμβάνουν την κρουαζιέρα, σ’ ένα πλοίο της γραμμής που βρίσκεται δεμένο στο λιμάνι του Αγ. Μάρκου, η Μπέτι Αμπατιέλου απαιτεί να την αφήσουν να ταξιδέψει για να επισκεφθεί τον άντρα της στις φυλακές της Κέρκυρας, προκαλώντας το ενδιαφέρον των επιφανών θεατών του επεισοδίου. (Η ερωτική ιστορία του κομμουνιστή συνδικαλιστή Αντώνη Αμπατιέλου και της ιρλανδής δασκάλας Μπέτι Μπάρλετ είναι το κέντρο του μυθιστορήματος.) Αυτό το ηδονοβλεπτικό παιχνίδι διασήμων σε ιδιωτικές στιγμές είναι πολύ ερεθιστικό για τη λογοτεχνία. Μήπως και στο παρόν καμιά φορά δεν αναρωτιόμαστε πώς μιλούν πίσω από ανακοινώσεις και δελτία Τύπου όσοι κρατούν στα χέρια τους τη μοίρα μας; Ο Μαραγκόπουλος, χρησιμοποιώντας δημιουργικά όσα στοιχεία προσφέρουν η ιστορία, η δημοσιογραφία, η βιογραφία, απογειώνει τη σκηνή με δύο λογοτεχνικές ταχυδακτυλουργίες: ένα παιχνίδι που παίζουν, σε μια πρόταση μιάμισης σελίδας, οι τέσσερις προσπαθώντας να φανταστούν σε τι αντιστοιχούσε το επεισόδιο με την Μπέτι, ένα παιχνίδι που ξεφεύγει εντέλει από τον έλεγχό τους· και την απαρίθμηση των ιδιοτήτων, των παρασήμων και των μεταλλίων των δύο πολιτικών· φορτίζει έτσι τη φευγαλέα ιδιωτική στιγμή με το βάθος της ιστορίας. Μυθιστόρημα πολυφωνικό και πολυπρισματικό, Το Χαστουκόδεντρο (εκδ. Τόπος), με βαρυτικό κέντρο μια εμβληματική ιστορία αγάπης, καταφέρνει, με περισσότερους από έναν τρόπους, και μάλιστα τρόπους αμιγώς λογοτεχνικούς, να αφηγηθεί την Ελλάδα και τα πάθη της από το 1941 μέχρι το 1968…
Επιστροφή στην Ιστορία
Στην εφημ. Athens Voice
Ελένη Μπακοπούλου, 20.12.20, Νο 418. […] Γύρω από αυτή λοιπόν την ανθρώπινη, ερωτική ιστορία, και με αφορμή ένα περιβόητο χαστούκι, ο Μαραγκόπουλος στο τελευταίο του βιβλίο, βαθύτατα πολιτικό και πολυφωνικό, όχι μόνο ξετυλίγει με έμπνευση και μαεστρία μία μυθιστορηματική βιογραφία, αλλά μας δίνει κι ένα κατατοπιστικό, σοβαρό ρεπορτάζ για το σκοτεινό κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον όπου διαμείφθηκαν πράγματα περισσότερο άγρια από ό,τι μπορεί να φανταστεί ο νεότερος αναγνώστης. Υπηρετεί και τα δύο είδη με σοβαρότητα και ταλέντο, καταφέρνοντας να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον παρά τον όγκο του βιβλίου. Το Χαστουκόδεντρο είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο και ταυτόχρονα ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα. Κι είναι τόσο καλά συνυφασμένα αυτά τα δυο που συχνά σε κάνει να αναρωτιέσαι: Υπήρξε πράγματι η γνωριμία του Τόνι (Αμπατιέλου) με τον Τ. Πάπας στη Νέα Υόρκη, συναντήθηκαν κάπου στη Βενετία η Μπέτι, η Τζάκι Κένεντι, ο Τσόρτσιλ, ο Ωνάσης; Το έφαγε τελικά το χαστούκι της η Αυτής Μεγαλειότης από την ακατάβλητη κι επίμονη Αγγλίδα; Κι αλήθεια διάβαζαν τον Εραστή της λαίδης Τσάτερλι; Μυθιστορία, όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Μαραγκόπουλος, στους εσωτερικούς τίτλους, το Χαστουκόδεντρο (από έναν ωραίο κέλτικο θρύλο) σκοπό έχει, μεταξύ άλλων, να μας παρακινήσει να ξαναδιαβάσουμε την ιστορία, να την ξανασκεφτούμε. Κάτι που μπορεί να είναι και πολύ συναρπαστικό. Στο διαδικτυακό Left.gr, 06.11.12
[…] Το Χαστουκόδεντρο δεν είναι, απλά, άλλο ένα ιστορικό-πολιτικό βιβλίο, δεν είναι, απλά, άλλη μια καλογραμμένη ρεαλιστική μυθιστορία! Στην ουσία, πρόκειται για μια μαρτυρία ζωής! Μια απίστευτη ιστορία με κινηματογραφική ροή που περνά μέσα από τις μαύρες σελίδες της σύγχρονης πολιτικής ιστορία του τόπου με όχημα την αγάπη και τον αγώνα για ελευθερία ενός ζευγαριού… Τον αγώνα για ζωή, για έρωτα… Με γραφή που καθηλώνει και με «ιστορικά χτυπήματα» ωμού ρεαλισμού, ο Άρης Μαραγκόπουλος, δημιουργεί ένα πεζογραφικό στολίδι που αξίζει βαθειάς μελέτης και όχι απλής ανάγνωσης! Η σύγχρονη πολιτική τραγωδία αυτού του τόπου και η αγωνία του να σταθεί όρθιος ανάμεσα σε… προσκυνημένα ερπετά, φωτισμένη, πραγματικά με τρόπο εξαιρετικό, μέσα από 400 σελίδες γεμάτες λέξεις! Μυθιστόρημα - ντοκιμαντέρ με πολλές αναγνώσεις
Στο διαδικτυακό περ. Book Press
Μιχ. Περαντωνάκης, 06.01.13 […] Η ζωή τού Αντώνη Αμπατιέλου δεν γίνεται αντικείμενο μιας γραμμικής αφήγησης, αλλά μιας εκτεταμένης μονταζιακής γραφής που συναιρεί σε ένα φυγόκεντρο όλον τα περιστατικά τής ζωής του σε συνδυασμό με τον κοινωνικό και πολιτικό βίο, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της διεθνούς σκηνής μεταξύ 1941 και 1968. Ένα πλήθος πραγματολογικού υλικού παρατίθεται με μια αλλόκοτη εκ πρώτης όψεως σύνδεση, ναι μεν βασισμένη στη χρονική σειρά, αλλά συνάμα υφασμένη με συνάψεις που ξεφεύγουν από την αυστηρότητα του χρονικού άξονα. Το μυθιστόρημα-ντοκιμαντέρ μοιάζει με τους κύβους των οποίων οι πλευρές είναι ζωγραφισμένες με διαφορετικό σχέδιο κι, ανάλογα με το πώς θα τοποθετηθούν, αναδεικνύουν και άλλο πίνακα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Άρης Μαραγκόπουλος δεν εστιάζει απλώς στον ελλαδικό χώρο και στα παρεπόμενα του αδελφοκτόνου εμφύλιου πολέμου, αλλά ανοίγει τον φακό του σε μια πανοραμική απόδοση του διεθνούς σκηνικού στο πλαίσιο τού ψυχρού πολέμου που μαινόταν παγκοσμίως. Έτσι, δίπλα στην ατμόσφαιρα του ελληνικού εμφυλίου, που συνεχίστηκε και μετά την επίσημη λήξη του, βλέπουμε την παρέμβαση των διεθνών παραγόντων στην ελλαδική σκηνή, από τους έλληνες εφοπλιστές και το συνδικάτο ναυτικών στο Κάρντιφ μέχρι τους Άγγλους πράκτορες και την πολιτική τού Τσόρτσιλ στην Αθήνα, από τη δολοφονία τού Πολκ και την ταινία “Στέλλα” έως τον Μάη του ’68 και τη διεθνή κάλυψη της χούντας των συνταγματαρχών. Το κάδρο δείχνει καθαρά τον ξένο δάκτυλο που, αφού εξασφάλισε με τη Γιάλτα τη δυτική επιρροή στην Ελλάδα, συμμαχεί παρασκηνιακά με τις ντόπιες αρχές και υποβάλλει σε διώξεις τούς αριστερούς, που δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να αποδεχτούν ότι η Σοβιετική Ένωση έχει αφήσει τη χώρα εκτός του κομμουνιστικού μανδύα. Ολόκληρο το άρθρο εδώ. Στην εφημ. Τα Νέα
Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Βιβλιοδρόμιο», 29.12.12. Δέσμια αγάπη σε μια δέσμια χώρα Μια δυναμική σύγχρονη Πηνελόπη κι ένας φυλακισμένος Οδυσσέας πρωταγωνιστές σε μια αφήγηση που, μεταξύ μυθοπλασίας και ιστορικής τεκμηρίωσης, επιχειρεί ν’ ακτινογραφήσει τη μεταπολεμική Ελλάδα. [Ο Μαραγκόπουλος] συνθέτει μια ασυνήθιστα ζωντανή, στη ζοφερότητά της, τοιχογραφία της μετεμφυλιακής περιόδου, με περιστατικά όχι μόνο πολιτικής αλλά και κοινωνικής βαρβαρότητας (υφαίνει στην πλοκή ώς και την ιστορία της Σπυριδούλας, της ανήλικης υπηρέτριας που τ΄ αφεντικά της σιδέρωσαν κυριολεκτικά το 1955), αλλά και με αναφορές στην αρχιτεκτονική, τα τραγούδια, τον κινηματογράφο της εποχής, όχι απλώς ως σχόλια αλλά ως οργανικά στοιχεία της αφήγησης, που επηρεάζουν τη συνείδηση των χαρακτήρων ή φέρνουν στο φως κρυμμένα στρώματά της. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, η πιο ενδιαφέρουσα παράμετρος της «μυθιστορίας» (και από πολιτική επίσης άποψη) είναι ο τρόπος που ο συγγραφέας σκιαγραφεί το ζευγάρι των πρωταγωνιστών της και πραγματεύεται τη σχέση τους. Οι δυο τους, μολονότι ομοϊδεάτες, έχουν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα και στάση απέναντι στην ιδεολογία τους. Ο Αμπατιέλος είναι ο τύπος του κομμουνιστή που ζει μόνο για τον αγώνα, που είναι αταλάντευτα πιστός στην κομματική γραμμή, που οργανώνει τη διαβίωσή του στη φυλακή (και τη διαβίωση των συγκρατουμένων του) όπως και το συνδικάτο του: με σχολαστική τάξη και πειθαρχία. Προκαλεί ωστόσο αρκετή συμπάθεια με την προσπάθειά του να καταπνίξει συναισθήματα και αμφιβολίες του που θεωρεί άκαιρα ή αποπροσανατολιστικά, παραμένοντας κατά κάποιον τρόπο παιδί, με πολλή αφέλεια, ουσιαστική άγνοια της ζωής και συστολή απέναντι στις προκλήσεις των αισθήσεων. Η Μπέτι, από την άλλη, είναι πολύ πιο γήινη και ανοιχτόμυαλη. Γι' αυτήν, η κοινή ιδεολογία τους σημαίνει απελευθέρωση όχι μόνον από τον ταξικό ζυγό αλλά από κάθε τι που αλλοτριώνει, εξευτελίζει κι εκμηδενίζει το ανθρώπινο υποκείμενο, αδιάφορο σε τίνος σκοπού τ' όνομα. […] Είναι εμβληματικός ο ρόλος που παίζει στην επικοινωνία τους το μυθιστόρημα του Ντ. Χ. Λόρενς «Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι», που η Μπέτι παρακινεί συνεχώς τον άνδρα της να διαβάσει: ο έρωτας, ο σαρκικός έρωτας ως αλήθεια των σωμάτων, που υπερισχύει κοινωνικών φραγμών, συμβάσεων και ιδεών, είναι κάτι που φοβίζει τον Αμπατιέλο, αλλά και τον έλκει κρυφά ολοένα περισσότερο. Οι καλύτερες σελίδες του βιβλίου (που ευτυχώς συναποτελούν ένα μεγάλο μέρος του) είναι εκείνες που παρακολουθούν τις εσωτερικές διαδρομές της Μπέτι και του Αμπατιέλου στα χρόνια του εγκλεισμού του και των σποραδικών συναντήσεών τους στις φυλακές. Ο Μαραγκόπουλος τις αποδίδει μ' ένα ύφος ανήσυχο, σπασμωδικό, γεμάτο μεταπτώσεις από το ένα γλωσσικό επίπεδο στο άλλο, προτάσεις που σπάνε απότομα πριν από την ευνόητη ολοκλήρωσή τους ή πριν δηλώσουν κάτι δυσάρεστο κ.λπ. Μέσα από αυτούς τους οιονεί εσωτερικούς μονολόγους βλέπουμε τον αγώνα της Μπέτι για τον άνδρα της ν' αυτονομείται σταδιακά από την πολιτική της στράτευση (χωρίς ωστόσο να την απαρνείται) και να εμπνέεται ολοένα πιο αυτοτελώς από την προσωπική αγάπη και αφοσίωση, παρ' όλες τις απογοητεύσεις της από τον σύντροφό της. Και είναι ιδιαίτερα συγκινητική η περιγραφή της πρώτης ερωτικής συνεύρεσης του ζευγαριού μετά την αποφυλάκιση του Αμπατιέλου, γεμάτης αμηχανία, αδεξιότητα, βίαιο πάθος αλλά και τρυφερότητα… Όλη η κριτική εδώ. |
Στον Επενδυτή
17.11.12, Κωστής Παπαγιώργης Το γόνιμο τέχνασμα του Μαραγκόπουλου είναι ότι ξαναδιηγείται τον Εμφύλιο από σκοπιές που ούτε κατά διάνοια σκέφτηκε κανείς να τον περιγράψει. Πολλαπλή έμπνευση φαίνεται να θέρμανε τη φαντασία του Άρη Μαραγκόπουλου. Το βιβλίο του (με τον παράδοξο τίτλο Το χαστουκόδεντρο, εκδόσεις Τόπος) δεν είναι απλώς ένα βιβλίο ακόμη για τον Ελληνικό Εμφύλιο, αλλά ένα κοίταγμα από μια θέση που ως σήμερα ουδείς την εκμεταλλεύτηκε. […] Έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο που μεγαλοπιάνεται, που έχει τρόπο να ανεβοκατεβαίνει κοινωνικές κλίμακες με μεγάλη άνεση και κυρίως να αφηγείται, όχι τόσο εξ Ελλάδος, αλλά εξ Αμερικής και εξ Αγγλίας. […] Το υλικό του Μαραγκόπουλου είναι ικανό να ανταποκριθεί σε όλες τις απορίες του αναγνώστη. Μάλιστα, οι πιο αυθεντικοί μάρτυρες της άθλιας κατάστασης που κυριαρχεί στη χώρα δεν είναι άλλοι από τους ίδιους τους απεσταλμένους Αμερικανούς πράκτορες: «Οι πολιτικοί τους; Είναι όλοι ανεξαιρέτως απατεώνες. Κανείς από αυτούς δεν αγαπάει τη χώρα του. Κανείς δεν κάνει κάτι για τον φτωχόκοσμο. Όταν δοκιμάσεις να μιλήσεις μαζί τους για κάτι, το βλέμμα τους θολώνει σαν μπαγιάτικο ψάρι. Εδώ κυβερνάει αλαζονικά μια κλίκα τραπεζιτών και επιχειρηματιών που μετατρέπουν τα πάντα σε χρυσές λίρες και τα φυγαδεύουν σε ελβετικές τράπεζες. Έτσι, κλέβουν κανονικά τη χώρα. Κανονικά θα έπρεπε να απολύσουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, που ρίχνουν έξω τον προϋπολογισμό της χώρας. Μόνο ένα θαύμα μπορεί να σώσει αυτόν τον άτυχο λαό»… […] Το slap-tree, το «Χαστουκόδεντρο», μυθικό και ονειρεμένο, πρέπει να το τρυγάει ο καθένας κατά το μερίδιό του στα χαστούκια, περίπου σαν το δέντρο του καλού και του κακού που στέκει εκεί από κτίσεως κόσμου.
Στο Βήμα της Κυριακής
02.12.12, Ρέα Γαλανάκη Ένα χαστούκι για τη βασίλισσα Το μυθιστόρημα του Αρη Μαραγκόπουλου Το χαστουκόδεντρο αφορά τον αναστοχασμό μιας σχετικά παλαιότερης εποχής (κυρίως από το 1941 ως το 1978), που και αυτή απλώνει το σκοτεινό της δίχτυ πάνω στη σημερινή Ελλάδα. Ο συγγραφέας δηλώνει εξαρχής ότι οι ήρωες του βιβλίου, ο Αντώνης Αμπατιέλος (ιστορικό ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, γραμματέας το 1943 της δυναμικής Διεθνούς Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων), η δασκάλα γυναίκα του Μπέτι Μπάρτλετ, αλλά και άλλες γνωστές προσωπικότητες της εποχής, δεν ταυτίζονται με τα υπαρκτά τους πρόσωπα. Η λογοτεχνία είναι λογοτεχνία. Ιδιαίτερα γι' αυτό το μυθιστόρημα, το οποίο, μολονότι πολιτικό, σκληρά πολιτικό, βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού - λογοτεχνικό ρεύμα που για πολλούς θα ήταν το αναμενόμενο για μια τέτοια υπόθεση. Ετσι, η διαφορετική προσέγγιση του Χαστουκόδεντρου σε πρόσωπα και γεγονότα τόσο ανελαστικά σε αποχρώσεις και ερμηνείες, οι πολλαπλές του εστιάσεις, η κατακερματισμένη χρονικά αφήγηση, η ανθρωποκεντρική του, τέλος, ματιά, που αποτίει τον οφειλόμενο σεβασμό στον ηρωισμό και στην αντίσταση εκείνων των χρόνων - χωρίς ωστόσο να αγνοεί και τα από τότε διαφαινόμενα όριά τους -, αυτά κάνουν σημαντικό αυτό το μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει διά στόματος άλλου στο βιβλίο τη συγγραφική του μέθοδο: στηρίζεται σε εκείνο το παλιό παιδικό παιχνίδι με τους δώδεκα κύβους. Σε κάθε πλευρά του κύβου είναι ζωγραφισμένο το κομμάτι μιας ζωγραφιάς, αλλά για να τη δεις ολόκληρη πρέπει να βρεις τις σωστές πλευρές και να τις συνθέσεις. Φτιάχνεις μια εικόνα, που μπορεί να χαλάσει στην επόμενη κίνηση για να φτιαχτεί μια διαφορετική εικόνα. Στους σωριασμένους, άλλωστε, κύβους στο εξώφυλλο του βιβλίου εικονίζονται, εκτός από τα κομμάτια μιας παιδικής ζωγραφιάς (που συμπίπτει με τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα), τα πρόσωπα της Μπέτι και του Τόνι Αμπατιέλου όταν αυτός αποφυλακίζεται το 1964, έπειτα από δεκαεπτά χρόνια, της βασίλισσας Φρειδερίκης την οποία η Μπέτι είχε «χαστουκίσει» τον προηγούμενο χρόνο στο Λονδίνο ζητώντας την αποφυλάκιση του άντρα της, το πρόσωπο του Στάλιν, μέρος από το πανό της ειρήνης που κρατούσε ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο Ωνάσης με την Κάλλας και, ανεστραμμένο αυτό, το πρόσωπο του Νίκου Πλουμπίδη με τους δεσμώτες του. Συναρπαστική αφήγηση
Αλλά δεν ήταν μόνο το πασίγνωστο «χαστούκι» της Μπέτι αφορμή για τον τίτλο Χαστουκόδεντρο. Σαν από δέντρο καρπερό, βροχή «έπεφταν τα χαστούκια» τότε, σε μικρή και μεγάλη κλίμακα, στη δημόσια και στην οικογενειακή ζωή, επισήμως και ανεπισήμως. Μία κίνηση αυτονόητης και καθ' όλα αποδεκτής συμπεριφοράς του πιο ισχυρού προς συμμόρφωση του πιο ανίσχυρου. Ολοι τα θυμόμαστε. Το «χαστούκι», ωστόσο, της Μπέτι, ανατρέποντας τους ρόλους, απέκτησε τεράστια συμβολική σημασία και ως σύμβολο πλέον έγινε αποδέκτης αρκετών ερμηνειών, αποδοχής ή κριτικής, ακόμη και κάποιας απόρριψης από τον οικείο κομματικό χώρο, ενώ με τον τρόπο τουλάχιστον που όλα αυτά αναδημιουργούνται στο μυθιστόρημα μένει το ερώτημα αν όντως υπήρξε. Το Χαστουκόδεντρο είναι ένα από τα ελάχιστα ελληνικά πολιτικά μυθιστορήματα όπου η ιστορία εκείνης της περιόδου εντάσσεται σε ένα διεθνές περιβάλλον και συνομιλεί σταθερά μαζί του, είτε από την πλευρά του λαϊκού κινήματος είτε από την απέναντι πλευρά, δηλαδή του διεθνούς επιχειρηματικού κεφαλαίου ελλήνων επιχειρηματιών, ή των ισχυρών βασιλιάδων, πρωθυπουργών, υπουργών, διπλωματών κ.ά., που καθόριζαν τη μοίρα του ελληνικού λαού, τη μοίρα δηλαδή ενός ιδεατού, κατασκευασμένου, ξένου σε μεγάλο βαθμό αντικειμένου γι' αυτούς. Συνετέλεσε, χωρίς να είναι και η μόνη αιτία, το ότι οι πρωταγωνιστές δεν έδρασαν μόνον εντός Ελλάδος ούτε έζησαν μόνο στις φυλακές και στα ξερονήσια της. Τα παραπάνω απαιτούν - και έχουν - τέτοια ποικιλία γλωσσικής διατύπωσης, που εντυπωσιάζει: από το απλό ντοκουμέντο, που είτε χρησιμεύει αυτούσιο είτε αναπτύσσεται μυθοπλαστικά· από το διαφορετικό ύφος όχι μόνο κάθε μυθιστορηματικού ήρωα, αλλά και της χρονικής στιγμής κατά την οποία μιλά· από την τριτοπρόσωπη σε αρκετά σημεία αφήγηση του συγγραφέα, που λίγο πιο κάτω διευρύνεται από τον μονόλογο κάποιου πρωταγωνιστή· από επιστολικά κείμενα ή από τις γεμάτες συγκίνηση περιγραφές κάποιων ιστορικών ή πολύ προσωπικών στιγμών· από τις αυτοβιογραφικές ακόμη παρεμβολές του ίδιου του συγγραφέα (με τη γνωστή από προηγούμενα έργα του περσόνα του ως Βενιαμίν Σανιδόπουλου). Στερεώνει, επίσης, τα ιστορικά γεγονότα και την ιστορική διάσταση πολλών προσώπων του βιβλίου με αναλυτικές σημειώσεις ή την παράθεση ντοκουμέντων στις 36 σελίδες του Επιμέτρου. Μέσα από όλα αυτά, το Χαστουκόδεντρο, παρά το πρώτο ίσως ξάφνιασμα του αναγνώστη από την αποσπασματικότητα αλλά και από την ιδιότυπη τυπογραφική του εμφάνιση, δένεται σιγά-σιγά σε μιαν εντελώς συναρπαστική αφήγηση. Ο έρωτας της Μπέτι και του Τόνι Η χωροφυλακίστικη βαρβαρότητα της Ελλάδας της Μακρονήσου και των εκτελέσεων υπογραμμίζεται στο Χαστουκόδεντρο με κάποια χαρακτηριστικά άθλια περιστατικά, π.χ. τον βασανισμό της υπηρέτριας Σπυριδούλας, που εμφυτεύεται προσφυώς μέσα στην αφήγηση. Καθεαυτή η ωμή βία - όχι μόνο τα χαστούκια - υπήρξε μια καθημερινή, πολυεπίπεδη, κοινωνικά αποδεκτή τελετουργία. Είχε όμως το αντίβαρό της. Το απελευθερωτικό αντίβαρο απέναντι στην ελληνική βαρβαρότητα αποτέλεσε, κατά τον συγγραφέα, η ερωτική σχέση που διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά του. Κυρίως αυτή. Φυσικά, ο έρωτας της Μπέτι και του Τόνι ανήκει σε άλλη εποχή· ανήκει επίσης, μέχρι κεραίας, στον βαθύ κομμουνιστικό πουριτανισμό. Γι' αυτό και είναι αξιοθαύμαστες η ευρηματικότητα και η λεπτότητα του συγγραφέα, καθώς αναδημιουργεί τον μυθικό εκείνον έρωτα, όχι μόνο διερευνώντας τη γυναικεία και την ανδρική πλευρά κατά τη διάρκεια μιας φυλάκισης δεκαεπτά χρόνων, όσο και κατά την πριν και τη μετά τη φυλακή διάρκειά της. Ο ίδιος, όπως γράφει τουλάχιστον στον Επίλογο του βιβλίου, είχε συναντηθεί αρκετές φορές, γύρω στο 1989, με τους υπαρκτούς πρωταγωνιστές του, ιδίως με τον Αμπατιέλο, για να συζητήσουν φιλικά, να συμφωνήσουν, αλλά και να διαφωνήσουν σε πάρα πολλά. Η Ιστορία μέσα στις ιστορίες
Στο Έθνος, ένθετο περ. «Η Ιστορία σήμερα»
08.12.12, Ελένη Γκίκα «Γράφοντας το Χαστουκόδεντρο προσπάθησα να καταλάβω πρώτα απ' όλα τι σημαίνει το ρήμα “αντέχω”. Τι σημαίνει δηλαδή να τρως απανωτά ''χαστούκια'', όπως συνέβη με χιλιάδες ανθρώπους στην Ελλάδα από τον πόλεμο ως το 1974, κι εσύ, ωστόσο, εκεί, ακλόνητος, εφ ω ετάχθης, να αντέχεις συνέχεια. Κι από την ανάποδη: τι σημαίνει για τη ζωή σου να αντέχεις τα ''χαστούκια”», εξηγεί ο συγγραφέας κρατώντας όσον αφορά τον αναγνώστη έναν γρίφο σε σχέση με τον τίτλο, και σε ένα μυθιστόρημα-ντοκιμαντέρ όπως το χαρακτηρίζει, αναφέρεται στον τελευταίο μισό του αιώνα μια πολύπαθης χώρας. Τις σελίδες του διατρέχει η ερωτική σχέση δύο ανθρώπων, δύο κομμουνιστών της εποχής, του Τόνι Αμπατιέλου και της Μπέτι Μπάρτλετ. Εκείνος, μπαίνει στη φυλακή στα 33 του, αποφυλακίζεται στα 50 και ζει έγκλειστος για τα φρονήματά του 17 χρόνια. Εκείνη, κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι της για να τον ελευθερώσει. Επιλέγοντας την επαναστατικότητα του έρωτα για ν' αποδείξει την αλληλένδετη σχέση έρωτα και πολιτικής, ο συγγραφέας παραθέτει στοιχεία εποχής για ό,τι συνέβαινε παράλληλα μέσα και έξω απ' την χώρα. Εκείνοι οι δύο κι ο κόσμος, οι ήρωες που αγωνίζονται και οι παράπλευρες απώλειες, όταν η Ιστορία αλλάζει πλευρό. Προσπαθώντας να κατανοήσει για να εξηγήσει «πώς γίνεται να μη ζεις σαν κανονικός άνθρωπος για να αντέξεις, πώς γίνεται να μένεις τις δυο πιο σημαντικές δεκαετίες της ζωής σου φυλακή, να μην υπογράφεις, να ζεις τη ζωή κλεισμένος μέσα, να αγωνίζεσαι για «ένα καλύτερο αύριο» και η ζωή απέξω να προχωράει με τον όποιο βηματισμό, να βγαίνεις μια μέρα στην πραγματικότητα που έχει αλλάξει χωρίς εσένα. Και μαζί μ' αυτό πώς γίνεται να έχεις ζήσει αυτή την υπεράνθρωπη «αντοχή» και μια μέρα να μαθαίνεις ότι μερικά απ' όσα πίστευες, τα περισσότερα, δεν ήταν ακριβώς έτσι». Η συγγραφική άποψη: «Κι εμείς είμαστε πάντα ένας λαός πειραματόζωο με διεφθαρμένους πολιτικούς, ζούμε μια ζωή ως guinea pigs: μια χώρα που δεν αγαπάει τον εαυτό της, μια χώρα που σκοτώνει τον καλύτερο εαυτό της, μια χώρα σταθερά σε εμφύλια διαμάχη, το πιο συχνά για ένα τίποτε, για ένα άδειο πουκάμισο». Το αναγνωστικό αποτέλεσμα, ένα μυθιστόρημα που είναι Ιστορία αλλά και ζωντανός οργανισμός, έχει δηλαδή πολλαπλές αναγνώσεις. Στην Κυριακάτικη Αυγή Ανταίος Χρυσοστομίδης, 23.12.12 Ο Άρης Μαραγκόπουλος αποφάσισε να μεταφέρει την υπόθεση Αμπατιέλου σε ένα μυθιστόρημα-ντοκιμαντέρ, όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει. Και πράγματι το Χαστουκόδενδρο (εκδ. Τόπος) μοιάζει με ένα μοντέρνο ντοκιμαντέρ. Ο Μαραγκόπουλος συλλέγει στοιχεία, τα τοποθετεί όχι απαραιτήτως με την κανονική τους σειρά, κι ύστερα τα μπολιάζει με εικόνες, σκέψεις, αναφορές, φτιάχνοντας ένα παζλ που κρύβει μέσα του τη συγκίνηση, τον πόνο, την θλίψη για την πορεία μιας Ελλάδας επαρχιακής, κακομοίρας, μιας Ελλάδας τραυματισμένης και ανάπηρης. Μοντερνιστικό μυθιστόρημα, από αυτά που σπάνια γράφονται στην Ελλάδα (και πάντως όχι τα τελευταία χρόνια), που μπορεί και αναπαριστά μια ολόκληρη ιστορική εποχή χωρίς γλυκανάλατους συναισθηματισμούς και χωρίς ίχνος ηθογραφικών περιγραφών. Αποικία η Ελλάς
Στην Αυγή της Τρίτης
Νίκος Κουρμουλής, 08.01.13 […] Ο Άρης Μαραγκόπουλος, σ’ ένα βιβλίο-ποταμό, αναστοχάζεται πάνω στην Ιστορία αυτού του τόπου. Με βλέμμα παρατηρητή, εφεσιβάλλει το πραγματικό μέσα στα πέπλα της αναπεπταμένης φαντασίας. Ένα βιβλίο που σκαλίζει το έρμα εκείνων που μετέφρασαν το θυμίαμα της ήττας, σε μάχιμη στάση ζωής. Ελεγειακό ντοκουμέντο, δίχως τα ψήγματα μιας μελό διάθεσης για εκταφή των μαρτύρων. […] Μια επιθεώρηση επί σκηνής, που κρύβει επιμελώς τον απολυταρχικό χαρακτήρα των καθεστωτικών αναγκών και προτιμήσεων. Η κρίση είνα βαθιά και οντολογική πρωτίστως. Η κοινωνική ενδόρηξη, οδηγει στη φενάκη της αποσιώπησης. Η Ελλάδα ανοικοδομείται και στα σπλάχνα της κρύβει το μίσος, τον διχασμό. Τους ανοιχτούς λογαριασμούς, που δεν λένε να κλείσουν. Το βιβλίο δεν διαιωνίζει εμφυλίους. Προοιωνίζεται όμως τις αθεράπευτες νόσους, που τσακίζουν τη νέα ελληνική ιστορία…
Επιστροφή στην ψυχή των πραγμάτων
Στην εφημ. Πριν
Παναγιώτης Φραντζής, 05.01.13 Ρεαλισμός υψηλού επιπέδου και πολυφωνική δυναμική αφήγηση, τα κύρια λογοτεχνικά προτερήματα του νέου βιβλίου του Άρη Μαραγκόπουλου, που με όχημα την ιστορία δύο ανθρώπων φτιάχνει την ιστορία της σύγκρουσης δύο κοινωνικών κόσμων. […] Στο Χαστουκόδεντρο (εκδ. Τόπος, 2012), με όχημα την ιστορία του ναυτεργάτη κομμουνιστή Αντώνη Αμπατιέλου και της συζύγου του Μπέτι Μπάρτλετ, ο Άρης Μαραγκόπουλος γράφει για τα χρόνια της φρίκης (1947-1964) εξετάζοντας από πολλές γωνίες, και αντιπαραβάλλοντας, τον μικρό και τον μεγάλο κόσμο των νικητών και των νικημένων της επικής δεκαετίας του 1940. Ξεκινάει να διαβάζει κανείς για την Οδύσσεια μιας εμποδισμένης αγάπης και καταλήγει στην ψυχή των πραγμάτων στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. […] Ο συγγραφέας έχει μελετήσει προσεκτικά την ιστορία, κι έχει δουλέψει πολύ με τα γεγονότα, τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτή. Δεν υποτιμά καμία πλευρά της ζωής. Μας δείχνει τη στάση του αγωνιστή και τη στάση του καταπιεστή, τη στράτευση και τη φθορά του πρώτου, την ποικιλία των συνηθειών του δεύτερου· τις αντιθέσεις στο στρατόπεδο των νικητών, τις αντιθέσεις και στο στρατόπεδο των ηττημένων· τον έρωτα και την αγάπη για τη ζωή, την αφοσίωση και την ψύχρα, τη θέληση και την ταλάντευση, τη θερμότητα και την αδεξιότητα των σκληρών σωμάτων· τα σώματα που έμειναν αλύγιστα και τ’ άλλα που δίπλωσαν στα δυο. Οι απότομες μεταβάσεις από τη μια στην άλλη πραγματικότητα, από τις εστεμμένες βασίλισσες στους εσταυρωμένους αγωνιστές, δημιουργούν αντιστίξεις στις οποίες καταγράφεται η σφοδρή σύγκρουση δύο κόσμων, δύο αντίπαλων κοινωνικών παρατάξεων. Σκηνές υψηλής λογοτεχνικής αξίας, σε φυλακές όπου εισβάλλει η ποίηση του Κατσαρού, σε θαλαμηγούς όπου η φωνή της Κάλλας σκεπάζει το υπαρξιακό κενό, στη μοναχική πορεία ειρήνης του Γρηγόρη Λαμπράκη, προσφέρουν στον ίδιο τον αναγνώστη την αίσθηση ενός παντογνώστη αφηγητή. Αφηγητή μιας ιστορίας που γράφεται ακόμα.
Παραμυθία σε μια δύσκολη εποχή
Στην Καθημερινή
Τιτίκα Δημητρούλια, 27.01.13 Ένα γιγάντιο δέντρο με μύρια μικρά και μεγάλα σκαμπίλια που κρέμονται τσαμπιά ολόκληρα και ο καθένας μπορεί να τραβήξει μια αρμαθιά και να αρχίσει να χαστουκίζει όποιον τον αδίκησε, όποιον του έπρηξε το συκώτι, όποιον τον έκλεψε, τον πόνεσε, τον αγνόησε, τον τσαλαπάτησε, όποιον του στέρησε δύο-τρία βασικά πράγματα. Αυτό είναι το κατά Μαραγκόπουλο χαστουκόδεντρο και έτσι περίπου περιγράφεται, αλλά πολύ πιο αναλυτικά, στο νέο του βιβλίο, το οποίο και τιτλοφορεί. Το ονειρεύεται μια γυναίκα που πολύ την αδίκησαν και πολλά της στέρησαν, η Ουαλλή δασκάλα Μπέτι Μπάρτλετ, μια γυναίκα λαϊκή όπως όλοι την περιγράφουν, αλλά με μεγάλο τσαγανό, μια κομμουνίστρια που ερωτεύτηκε στο λιμάνι του Κάρντιφ, μες στον πόλεμο, τον ομοϊδεάτη της Ελληνα ναυτεργάτη Αντώνη Αμπατιέλο και τον περίμενε δεκαεφτά χρόνια να βγει από τη φυλακή. Με διαβήματα και παραστάσεις, με διαμαρτυρίες και δηλώσεις, μετέτρεψε τη θανατική καταδίκη του επικεφαλής συνδικαλιστή της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων, η οποία στήριξε καίρια τον αντιφασιστικό αγώνα, σε ισόβια κι επέτυχε κάποια στιγμή στην απελευθέρωσή του. Η πραγματική ιστορία του Αντώνη Αμπατιέλου και της Μπέτι Μπάρτλετ είχε περάσει στον χώρο του παραμυθιού στον καιρό της ακόμη, ειδικά με το θρυλούμενο χαστούκι της Μπέτι στη βασίλισσα Φρειδερίκη στο Λονδίνο. Την ιστορία τους αφηγείται ο Μαραγκόπουλος στο νέο του έργο, το οποίο χαρακτηρίζει –προσφυώς– μυθιστορία. Η μεσαιωνική μυθιστορία αναμειγνύει το πραγματικό με το φανταστικό και στην ηρωική της εκδοχή είναι μια αφήγηση ερωτική: ένας ιππότης περνά από σαράντα κύματα για να κερδίσει την αγαπημένη του και να ζήσει μαζί της. Ο Μαραγκόπουλος προτείνει μια αντεστραμμένη μυθιστορία: σε ένα κείμενο ανάμεσα στο πραγματικό και στη μυθοπλασία, μια γυναίκα κάνει τα πάντα για να κερδίσει τον άντρα της και να ζήσει μαζί του, ενεργώντας, όπως λέει, κατά τύχη ηρωικά. Σαφώς πολιτικό, το μυθιστόρημα περιγράφει, με αφηγηματικά τερτίπια που περνούν και στην ίδια τη σελίδα και την εμφάνισή της, μια πολύ δύσκολη ιστορία αγάπης, σε μια πολύ δύσκολη εποχή, σε μια πολύ δύσκολη χώρα, «γοτθική», όπως την ονομάζει η Μπέτι – στα συν του βιβλίου προσμετριέται η διαφορετική εικόνα της Ελλάδας μέσα από τα μάτια της ξένης, όπως και η εικόνα του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος αντίστοιχα και των επιλογών του. Από τη μια, ο αμετακίνητος κομμουνιστής συνδικαλιστής, που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη «σοβιετική ελπίδα» του, όπως λέει στο τέλος. Αυτή τον κρατά στα δύσκολα. Από την άλλη, η κομμουνίστρια δασκάλα που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς το αγόρι της. Ο Αντώνης λατρεύει την Μπέτι και την αφήνει να καθοδηγεί τη ζωή του, με εξαίρεση τα κομματικά. Η Μπέτι λατρεύει τον Αντώνη και αυτήν ακριβώς την κομματική του προσήλωση αντέχει λιγότερο. Κι οι δύο λατρεύουν την επανάσταση. Μόνο που για τον έναν τα πάντα είναι απλά και ό,τι λέει είναι. Για την άλλη, τα πάντα είναι πολυσύνθετα και ό,τι λέει μπορεί να είναι, μπορεί και όχι. Και το αγαπημένο της βιβλίο ήταν επί μακρόν «Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλι». Και έμαθε και στον Αντώνη να το διαβάζει, ακόμη και στη φυλακή. Ο Μαραγκόπουλος, ωστόσο, δεν αφηγείται απλώς έναν μεγάλο, εμποδισμένο έρωτα, ούτε κάνει μόνο άλλο ένα μυθιστόρημα για τα πέτρινα χρόνια. Γράφει με πόνο για το σήμερα, για μια χώρα που συνεχίζει να είναι δύσκολη με νέους τρόπους, για τον «σπάταλο αγώνα και τα βάσανα λιγοστών εξεγερμένων για μια Πολιτεία που δεν θα υπάρξει ποτέ» και τα «βρωμόσκατα» της πραγματικότητας του «μέσου» ανθρώπου, που εύκολα ξεπουλιέται και βολεύεται. Προτείνει ως παραμυθία –;– το χαστουκόδεντρο. Μαζί όμως με το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, τον έρωτα και τη γραφή την ίδια. Το καλύτερο, ίσως, μυθιστόρημα του Μαραγκόπουλου. Στo διαδικτυακό περ. Bookstand
Διονύσης Μαρίνος, 28/05/2013 Ο Μαραγκόπουλος συναρμόζει, αποδομεί, επανατοποθετεί, σχολιάζει, παρεμβαίνει και σίγουρα εμφανίζει μια άλλη εκδοχή των ιστορικών γεγονότων. Ουσιαστικά ξεφλουδίζει τα στρώματα του κοινωνικού και πολιτικού βίου της εποχής: από το πογκρόμ κατά των αριστερών, τα πολιτικά αλισβερίσια, το απεχθές παρασκήνιο, έως την ιστορία της ταλαίπωρης Σπυριδούλας, που είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο. […] Από το μερικό στο γενικό, από το προσωπικό δράμα στην εθνική τραγωδία, από το μικροσκόπιο στον μεγεθυντικό φακό. Ο Μαραγκόπουλος «παίζει» με την κάμερά του. Άλλοτε βαθαίνει το πεδίο κι άλλοτε ψαύει το μικροσκοπικό χνούδι που έχει κατακαθίσει στη ζωή ενός ανθρώπου, που πρόσφερε τη ζωή του στον αγώνα. Θαυμαστή, το δίχως άλλο, είναι και η τεχνική που ο συγγραφέας αποφασίζει να χρησιμοποιήσει. Η γλώσσα υφίσταται διαδοχικές μεταπτώσεις. Εμφανίζεται ασθματική, αλλά και πεζή, στο όριο του ποιητικού, αλλά ταυτοχρόνως φλερτάρει και με τον απογυμνωμένο δημοσιογραφικό λόγο. Λέξεις υπερτονίζονται, νοήματα υποσημειώνονται, φράσεις ολόκληρες συγκροτούν μια αυτόνομη εμπειρία. Αυτό ακριβώς είναι Το Χαστουκόδεντρο: ένα βαθύ κείμενο εμπειρίας με πολλαπλές αναγνώσεις.
|
H πολυφωνικότητα του Χαστουκόδεντρου και η «ιστορική» παθογένεια της Ελλάδας
Στο blog Sraosha με αναδημοσίευση στο διαδικτυακό Cloud (24.11.15)
Φοίβος Παναγιωτίδης (Sraosha) 01/04/2013.
Από την Ελλάδα του Χαστουκόδεντρου.
Κάθησα να δω το 'Δεμένη κόκκινη κλωστή'. Άντεξα περίπου δέκα λεπτά: το εμφυλιοπολεμικό θέαμα είναι πια υπερβολικά επίκαιρο σε μια χώρα στης οποίας τα σύνορα πεθαίνουν εκατοντάδες άμοιροι άνθρωποι, στους δρόμος της οποίας αλωνίζουνε συμμορίες ναζιστών ενώ η αστυνομία της έχει αφοσιωθεί στη στυγνή καταστολή, που μέσα στις εφημερίδες της πίνουνε καφέ και γράφουν άνθρωποι έτοιμοι για όλα, έτοιμοι να δικαιολογήσουνε τα πάντα προκειμένου να γλυτώσουμε από την ανομία και την "ακροαριστερή βία".
Για μια φορά ακόμα σκέφτηκα το προφανές: δεν υπάρχουνε δύο άκρα. Υπάρχει η πλευρά των λίγων, προνομιούχων και καλά οπλισμένων που επιτίθεται. Υπάρχει και η πλευρά των πολλών που υφίστανται την κατακρεούργηση, την εξαθλίωση, τη σύνθλιψη, την υποδούλωση (το "εξανδραποδισμός" ακούγεται σαν ανεπίτρεπτη καλλιέπεια πια) και την καταπίεση. Κάποιοι από τους πολλούς αμύνονται. Τότε είναι που οι λίγοι επικαλούνται τη μεσότητα, τη σωφροσύνη, την κοσμιότητα, την πραότητα, τη μετριοπάθεια. Συνήθως δι' αντιπροσώπων.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρά μου να δω την ταινία, ξαναθυμήθηκα το Χαστουκόδεντρο του Άρη Μαραγκόπουλου. Τελειώνοντας τη δική μου ανάγνωση του βιβλίου πριν λίγο καιρό αποκόμισα έντονα, έκτυπα σχεδόν, δύο συμπεράσματα. Ενδεχομένως 'συμπεράσματα' να είναι ο λάθος όρος: επρόκειτο για κάτι βαθύτερο και σαφέστερο από 'εντυπώσεις', αλλά και πιο υπόρρητο και υπαινικτικό από τα 'συμπεράσματα' στα οποία καταλήγει κανείς μελετώντας π.χ. μια μονογραφία ή μια ιστορική πραγματεία.
Το πρώτο συμπέρασμα το υπαινίχθηκα ήδη: μεγάλωσα σε μια οικογένεια και σε μια κοινωνία στις οποίες οι μακρινές και ξορκισμένες (νομίζαμε) αναμνήσεις του Εμφυλίου και του ζόρικου 1950-1967 αποδίδονταν σε "φαγωμάρες για τα πολιτικά", λες και τα πολιτικά είναι κάποιου είδους βίαιο και υψηλού ρίσκο ποδόσφαιρο, όπου εξ ορισμού κανείς δεν έχει δίκιο ή άδικο. Άκουγα για τη "διχόνοια της φυλής" που γεννάει εμφυλίους και διχασμούς, λες και επρόκειτο για λ.χ. τη βρώση ζωικού λίπους και κατάποση άφθονων ποσοτήτων αλκοόλ που κουτσουρεύουν τα προσδόκιμα ζωής των λαών του ευρωπαϊκού Βορρά: ενός είδους πολιτισμική ιδιορρυθμία. Μιλούσανε για "τους μεν και τους δε", λες και ο θίασος των βλαχοαστών που παρελαύνουν από το Χαστουκόδεντρο (και την Ελλάδα του '50, του '60 και του '70) είναι εξίσου ισχυροί και προνομιούχοι με τον ακτήμονα, τον εργάτη του Μαντζάκου, ή και τον πατέρα μου, γιο τυπογράφου που είχε φάκελο (αν και με περιεχόμενα διόλου ηρωικά ή αγωνιστικά). Με δυο λόγια: η ισότιμη κι ισοβαρής αντιπροσώπευση των δύο "παρατάξεων", "άκρων" αν θέλετε, είναι μαζί μας από τη δεκαετία του '40: ίσα κι όμοια ο κατσαπλιάς κι ο αντάρτης με τον ταγματασφαλίτη και τον χίτη -- με το αόρατο Κέντρο να απαρτίζεται από όσους ήσυχα έκαναν αντίσταση μέσα στη φαντασία τους. Ο νεόπλουτος μαυραγορίτης ή από τα περιουσιακά εξοντωμένων Εβραίων ίσα κι όμοια με τον εξόριστο και βασανισμένο κομμουνιστή κι "ιδεολόγο" -- ενώ το φαντασιακό Κέντρο στελεχώνεται με δηλωσίες, φιλήσυχους νομοταγείς, "οικογενειάρχες". Και πάει λέγοντας. Και εν πάση περιπτώσει, το Χαστουκόδεντρο τα λέει τάξεις μεγέθους καλύτερα από μένα.
Το δεύτερο συμπέρασμα: το Χαστουκόδεντρο είναι πανοραμικό, πολυφωνικό βιβλίο. Όταν λέω πολυφωνικό εννοώ γνήσια πολυφωνικό, με την μπαχτινική έννοια: οι πολλές φωνές που αρθρώνονται δεν συγκλίνουν προς μία και δεσπόζουσα ερμηνεία είτε της βασικής πλοκής είτε του ελληνικού πανοράματος που πλαισιώνει την πλοκή. Ίσα-ίσα, οι φωνές εξακτινώνονται τελικά, αφού συνδιαλεχθούνε μεταξύ τους, λοξά συνήθως, αφού η μία -- μερικώς και ημιτελώς πολλές φορές -- απαντήσει στην άλλη. Αποτελεί κείμενο γεμάτο τάσεις και εντάσεις μεταξύ όχι αντιθέτων αλλά ανάμεσα σε διακριτές αποχρώσεις, διαθέσεις και (σίγουρα) αρχές: έρωτας και πολιτική, Ελλάδα και αλλού, Ωνάσης και Πάππας, Μπελογιάννης και Λαμπράκης, ελευθεριακότητα και κομματικός αυταρχισμός, αίμα και γέλιο, επαρχία και Αθήνα, εστεμμένοι και σελέμπριτυ, Σπυριδούλα και... -- και πάει λέγοντας. Μέσα από αυτό το πολυφωνικό και πολυπρισματικό έργο (ασυνήθιστα τεκμηριωμένο σε κάποια σημεία, ανέμελο μυθοπλαστικά σε άλλα) συντίθεται μια εικόνα πολύ ενδιαφέρουσα, όσο και ανησυχητική: αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα μετά το 2008, αυτό που ο Rakasha συζήτησε με όρους της 'κατάστασης εξαίρεσης' του Agamben, δεν είναι καθόλου μα καθόλου κατάσταση εξαίρεσης, παρά το business as usual της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Της εκάστοτε άρχουσας τάξης (πείτε τους 'διαπλεκόμενους' ή ό,τι άλλο) που μόνον προσχηματικά ενδιαφέρεται για εργασιακά, πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα, η οποία τιμά τους δημοκρατικούς θεσμούς με τον τρόπο που χειρίζονταν οι παλιοί αγρότες την κρεωφαγία: ως δαπανηρή και ίσως περιττή πολυτέλεια.
Φοίβος Παναγιωτίδης (Sraosha) 01/04/2013.
Από την Ελλάδα του Χαστουκόδεντρου.
Κάθησα να δω το 'Δεμένη κόκκινη κλωστή'. Άντεξα περίπου δέκα λεπτά: το εμφυλιοπολεμικό θέαμα είναι πια υπερβολικά επίκαιρο σε μια χώρα στης οποίας τα σύνορα πεθαίνουν εκατοντάδες άμοιροι άνθρωποι, στους δρόμος της οποίας αλωνίζουνε συμμορίες ναζιστών ενώ η αστυνομία της έχει αφοσιωθεί στη στυγνή καταστολή, που μέσα στις εφημερίδες της πίνουνε καφέ και γράφουν άνθρωποι έτοιμοι για όλα, έτοιμοι να δικαιολογήσουνε τα πάντα προκειμένου να γλυτώσουμε από την ανομία και την "ακροαριστερή βία".
Για μια φορά ακόμα σκέφτηκα το προφανές: δεν υπάρχουνε δύο άκρα. Υπάρχει η πλευρά των λίγων, προνομιούχων και καλά οπλισμένων που επιτίθεται. Υπάρχει και η πλευρά των πολλών που υφίστανται την κατακρεούργηση, την εξαθλίωση, τη σύνθλιψη, την υποδούλωση (το "εξανδραποδισμός" ακούγεται σαν ανεπίτρεπτη καλλιέπεια πια) και την καταπίεση. Κάποιοι από τους πολλούς αμύνονται. Τότε είναι που οι λίγοι επικαλούνται τη μεσότητα, τη σωφροσύνη, την κοσμιότητα, την πραότητα, τη μετριοπάθεια. Συνήθως δι' αντιπροσώπων.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρά μου να δω την ταινία, ξαναθυμήθηκα το Χαστουκόδεντρο του Άρη Μαραγκόπουλου. Τελειώνοντας τη δική μου ανάγνωση του βιβλίου πριν λίγο καιρό αποκόμισα έντονα, έκτυπα σχεδόν, δύο συμπεράσματα. Ενδεχομένως 'συμπεράσματα' να είναι ο λάθος όρος: επρόκειτο για κάτι βαθύτερο και σαφέστερο από 'εντυπώσεις', αλλά και πιο υπόρρητο και υπαινικτικό από τα 'συμπεράσματα' στα οποία καταλήγει κανείς μελετώντας π.χ. μια μονογραφία ή μια ιστορική πραγματεία.
Το πρώτο συμπέρασμα το υπαινίχθηκα ήδη: μεγάλωσα σε μια οικογένεια και σε μια κοινωνία στις οποίες οι μακρινές και ξορκισμένες (νομίζαμε) αναμνήσεις του Εμφυλίου και του ζόρικου 1950-1967 αποδίδονταν σε "φαγωμάρες για τα πολιτικά", λες και τα πολιτικά είναι κάποιου είδους βίαιο και υψηλού ρίσκο ποδόσφαιρο, όπου εξ ορισμού κανείς δεν έχει δίκιο ή άδικο. Άκουγα για τη "διχόνοια της φυλής" που γεννάει εμφυλίους και διχασμούς, λες και επρόκειτο για λ.χ. τη βρώση ζωικού λίπους και κατάποση άφθονων ποσοτήτων αλκοόλ που κουτσουρεύουν τα προσδόκιμα ζωής των λαών του ευρωπαϊκού Βορρά: ενός είδους πολιτισμική ιδιορρυθμία. Μιλούσανε για "τους μεν και τους δε", λες και ο θίασος των βλαχοαστών που παρελαύνουν από το Χαστουκόδεντρο (και την Ελλάδα του '50, του '60 και του '70) είναι εξίσου ισχυροί και προνομιούχοι με τον ακτήμονα, τον εργάτη του Μαντζάκου, ή και τον πατέρα μου, γιο τυπογράφου που είχε φάκελο (αν και με περιεχόμενα διόλου ηρωικά ή αγωνιστικά). Με δυο λόγια: η ισότιμη κι ισοβαρής αντιπροσώπευση των δύο "παρατάξεων", "άκρων" αν θέλετε, είναι μαζί μας από τη δεκαετία του '40: ίσα κι όμοια ο κατσαπλιάς κι ο αντάρτης με τον ταγματασφαλίτη και τον χίτη -- με το αόρατο Κέντρο να απαρτίζεται από όσους ήσυχα έκαναν αντίσταση μέσα στη φαντασία τους. Ο νεόπλουτος μαυραγορίτης ή από τα περιουσιακά εξοντωμένων Εβραίων ίσα κι όμοια με τον εξόριστο και βασανισμένο κομμουνιστή κι "ιδεολόγο" -- ενώ το φαντασιακό Κέντρο στελεχώνεται με δηλωσίες, φιλήσυχους νομοταγείς, "οικογενειάρχες". Και πάει λέγοντας. Και εν πάση περιπτώσει, το Χαστουκόδεντρο τα λέει τάξεις μεγέθους καλύτερα από μένα.
Το δεύτερο συμπέρασμα: το Χαστουκόδεντρο είναι πανοραμικό, πολυφωνικό βιβλίο. Όταν λέω πολυφωνικό εννοώ γνήσια πολυφωνικό, με την μπαχτινική έννοια: οι πολλές φωνές που αρθρώνονται δεν συγκλίνουν προς μία και δεσπόζουσα ερμηνεία είτε της βασικής πλοκής είτε του ελληνικού πανοράματος που πλαισιώνει την πλοκή. Ίσα-ίσα, οι φωνές εξακτινώνονται τελικά, αφού συνδιαλεχθούνε μεταξύ τους, λοξά συνήθως, αφού η μία -- μερικώς και ημιτελώς πολλές φορές -- απαντήσει στην άλλη. Αποτελεί κείμενο γεμάτο τάσεις και εντάσεις μεταξύ όχι αντιθέτων αλλά ανάμεσα σε διακριτές αποχρώσεις, διαθέσεις και (σίγουρα) αρχές: έρωτας και πολιτική, Ελλάδα και αλλού, Ωνάσης και Πάππας, Μπελογιάννης και Λαμπράκης, ελευθεριακότητα και κομματικός αυταρχισμός, αίμα και γέλιο, επαρχία και Αθήνα, εστεμμένοι και σελέμπριτυ, Σπυριδούλα και... -- και πάει λέγοντας. Μέσα από αυτό το πολυφωνικό και πολυπρισματικό έργο (ασυνήθιστα τεκμηριωμένο σε κάποια σημεία, ανέμελο μυθοπλαστικά σε άλλα) συντίθεται μια εικόνα πολύ ενδιαφέρουσα, όσο και ανησυχητική: αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα μετά το 2008, αυτό που ο Rakasha συζήτησε με όρους της 'κατάστασης εξαίρεσης' του Agamben, δεν είναι καθόλου μα καθόλου κατάσταση εξαίρεσης, παρά το business as usual της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Της εκάστοτε άρχουσας τάξης (πείτε τους 'διαπλεκόμενους' ή ό,τι άλλο) που μόνον προσχηματικά ενδιαφέρεται για εργασιακά, πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα, η οποία τιμά τους δημοκρατικούς θεσμούς με τον τρόπο που χειρίζονταν οι παλιοί αγρότες την κρεωφαγία: ως δαπανηρή και ίσως περιττή πολυτέλεια.
Κριτική στo περ. Εντευκτήριο
Έρωτας για πάντα
Έρωτας για πάντα
[…] Το Χαστουκόδεντρο δεν είναι μόνο ένας συνδυασμός ιστορικού και πολιτικού μυθιστορήματος, που προσφεύγει συχνά και στη λογοτεχνία των τεκμηρίων […], αλλά και ένα roman a thèse: ένα μυθιστόρημα όπου ο τριτοπρόσωπος, αντικειμενικός αφηγητής δεν κρύβει την αριστερή του ιδεολογία, που εκφράζεται μέσω της αποστροφής του για τη διαπλοκή της οικονομίας με την πολιτική (το μεγάλο κεφάλαιο χαράσσει τη γραμμή της οποιασδήποτε κυβέρνησης) και δεν έχει πρόβλημα να υιοθετήσει ακόμα και συνωμοσιολογικές θεωρίες του τύπου ότι η Φρειδερίκη διέταξε περίπου αυτοπροσώπως τη δολοφονία του Λαμπράκη ή ότι το αμερικανικό σχέδιο Άτσεσον για το Κυπριακό είχε ως βασικό του σκοπό το ψαλίδισμα της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας…
Ο συγγραφέας μολοντούτο δεν είναι απαράσκευος (όπως το έχει δείξει πολύ καλά στη Μανία με την άνοιξη) ούτε πολιτικά ούτε λογοτεχνικά. Εκείνος που κινεί τα νήματα της αφήγησης σε πρώτο ή σε τρίτο ενικό στο Χαστουκόδεντρο είναι μια περσόνα η οποία έρχεται από τα παλιά: από το πρώτο μυθιστόρημα του Μαραγκόπουλου, που κυκλοφόρησε το 1998 υπό τον τίτλο Οι ωραίες ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου. Όταν γνωρίζει ο Σανιδόπουλος τον Αμπατιέλο στο Παρίσι, η πόλη είναι συγκλονισμένη από τα γεγονότα του Μάη του 1968 κι ο ίδιος έχει προσχωρήσει στους καταστασιακούς. Όταν τον ξανασυναντά τριάντα χρόνια μετά μαζί με την Μπέτι, αρχίζοντας να καταγράφει τα επεισόδια της ζωής τους σε μια μεγάλη σύνθεση, της οποίας η εξέλιξη θα είναι το Χαστουκόδεντρο, έχει απομακρυνθεί από τον σιτουασιονισμό, αλλά δεν έχει αποβάλει κατά το παραμικρό τον ριζοσπαστισμό του (όπως ξέρουμε ήδη από τις Ωραίες ημέρες, ο Σανιδόπουλος είναι συγγραφέας με αντισυστημική πολιτική ταυτότητα). Άρα η οπτική και η προοπτική του Χαστουκόδεντρου δεν μπορεί παρά να είναι η οπτική και η προοπτική ενός στρατευμένου μυθιστοριογράφου, ο οποίος μυθιστοριοποιημένος πλέον με τη σειρά του από τον Μαραγκόπουλο μπορεί ως αντισυστημικός να ανατριχιάζει με τον σταλινισμό του Αμπατιέλου, αλλά ταυτοχρόνως αδυνατεί να αγνοήσει την τραγική θέρμη της πίστης του, που μετέτρεψε τον βίο του σε παρανάλωμα του πυρός.
[…] …ο Μαραγκόπουλος εφαρμόζει στο Χαστουκόδεντρο μιαν ιδιοφυή στρατηγική. Ο Σανιδόπουλος παραμένει ιδεολογικά κολλημένος, αλλά συγκλονίζεται ως συγγραφέας από το δράμα ζωής του Αντώνη και της Μπέτι: ο ένας θα αγωνιστεί να αλλάξει την πραγματικότητα και θα μείνει ξένος προς τους πάντες και τα πάντα όταν η πραγματικότητα θα έχει όντως αλλάξει ενώ η άλλη θα χαραμίσει τα καλύτερα χρόνια της ως σύντροφος ενός μονίμως φυλακισμένου και απόντος συζύγου. Αμφότεροι θα καταφέρουν, παρ’ όλες τις τρομακτικές αντιξοότητες, το σπουδαιότερο: να κρατήσουν αλώβητο τον έρωτά τους (ο Εραστής της λαίδης Τσάτερλι θα αποτελέσει επί δεκαετίες το μοναδικό τους ανάγνωσμα), φροντίζοντας να κερδίσουν μέσα από τη σχέση τους και κάτι ακόμα – τη χαμένη τους παιδικότητα.
Κατά τα άλλα, ο χαρακτήρας-κλειδί του Χαστουκόδεντρου είναι η Μπέτι: με υψηλό αγωνιστικό πνεύμα, κομματικά και πολιτικά ακαπέλωτη (οι κομματικοί δεσμοί του Αμπατιέλου θα τη φέρουν κατ΄επανάληψη στα όριά της), πρότυπο γυναικείας ανεξαρτησίας αλλά και ερωτικής αφοσίωσης, ταυτίζεται σίγουρα με τη συγγραφική φωνή του Μαραγκόπουλου, ο οποίος βρίσκει εν προκειμένω το μέσον για να απελευθερωθεί από το προσωπείο του Σανιδόπουλου, χωρίς εκ παραλλήλου να τον βγάλει από το μυθιστορηματικό πλάνο και να τον αδειάσει σκηνοθετικά. Σε κάθε περίπτωση, ένα σημαντικό βιβλίο.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Εντευκτήριο, τ. 98/2012
Ο συγγραφέας μολοντούτο δεν είναι απαράσκευος (όπως το έχει δείξει πολύ καλά στη Μανία με την άνοιξη) ούτε πολιτικά ούτε λογοτεχνικά. Εκείνος που κινεί τα νήματα της αφήγησης σε πρώτο ή σε τρίτο ενικό στο Χαστουκόδεντρο είναι μια περσόνα η οποία έρχεται από τα παλιά: από το πρώτο μυθιστόρημα του Μαραγκόπουλου, που κυκλοφόρησε το 1998 υπό τον τίτλο Οι ωραίες ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου. Όταν γνωρίζει ο Σανιδόπουλος τον Αμπατιέλο στο Παρίσι, η πόλη είναι συγκλονισμένη από τα γεγονότα του Μάη του 1968 κι ο ίδιος έχει προσχωρήσει στους καταστασιακούς. Όταν τον ξανασυναντά τριάντα χρόνια μετά μαζί με την Μπέτι, αρχίζοντας να καταγράφει τα επεισόδια της ζωής τους σε μια μεγάλη σύνθεση, της οποίας η εξέλιξη θα είναι το Χαστουκόδεντρο, έχει απομακρυνθεί από τον σιτουασιονισμό, αλλά δεν έχει αποβάλει κατά το παραμικρό τον ριζοσπαστισμό του (όπως ξέρουμε ήδη από τις Ωραίες ημέρες, ο Σανιδόπουλος είναι συγγραφέας με αντισυστημική πολιτική ταυτότητα). Άρα η οπτική και η προοπτική του Χαστουκόδεντρου δεν μπορεί παρά να είναι η οπτική και η προοπτική ενός στρατευμένου μυθιστοριογράφου, ο οποίος μυθιστοριοποιημένος πλέον με τη σειρά του από τον Μαραγκόπουλο μπορεί ως αντισυστημικός να ανατριχιάζει με τον σταλινισμό του Αμπατιέλου, αλλά ταυτοχρόνως αδυνατεί να αγνοήσει την τραγική θέρμη της πίστης του, που μετέτρεψε τον βίο του σε παρανάλωμα του πυρός.
[…] …ο Μαραγκόπουλος εφαρμόζει στο Χαστουκόδεντρο μιαν ιδιοφυή στρατηγική. Ο Σανιδόπουλος παραμένει ιδεολογικά κολλημένος, αλλά συγκλονίζεται ως συγγραφέας από το δράμα ζωής του Αντώνη και της Μπέτι: ο ένας θα αγωνιστεί να αλλάξει την πραγματικότητα και θα μείνει ξένος προς τους πάντες και τα πάντα όταν η πραγματικότητα θα έχει όντως αλλάξει ενώ η άλλη θα χαραμίσει τα καλύτερα χρόνια της ως σύντροφος ενός μονίμως φυλακισμένου και απόντος συζύγου. Αμφότεροι θα καταφέρουν, παρ’ όλες τις τρομακτικές αντιξοότητες, το σπουδαιότερο: να κρατήσουν αλώβητο τον έρωτά τους (ο Εραστής της λαίδης Τσάτερλι θα αποτελέσει επί δεκαετίες το μοναδικό τους ανάγνωσμα), φροντίζοντας να κερδίσουν μέσα από τη σχέση τους και κάτι ακόμα – τη χαμένη τους παιδικότητα.
Κατά τα άλλα, ο χαρακτήρας-κλειδί του Χαστουκόδεντρου είναι η Μπέτι: με υψηλό αγωνιστικό πνεύμα, κομματικά και πολιτικά ακαπέλωτη (οι κομματικοί δεσμοί του Αμπατιέλου θα τη φέρουν κατ΄επανάληψη στα όριά της), πρότυπο γυναικείας ανεξαρτησίας αλλά και ερωτικής αφοσίωσης, ταυτίζεται σίγουρα με τη συγγραφική φωνή του Μαραγκόπουλου, ο οποίος βρίσκει εν προκειμένω το μέσον για να απελευθερωθεί από το προσωπείο του Σανιδόπουλου, χωρίς εκ παραλλήλου να τον βγάλει από το μυθιστορηματικό πλάνο και να τον αδειάσει σκηνοθετικά. Σε κάθε περίπτωση, ένα σημαντικό βιβλίο.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Εντευκτήριο, τ. 98/2012
|
O Bαγγέλης Ραπτόπουλος αφιερώνει την εκπομπή του «Και λίγα λέω» στο ρ/σ «Κόκκινο 105.5» στο Χαστουκόδεντρο, στις 16.01.15.
|