Πολ & Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, Η ΑΡΧΗ
Έ-να φά-ντα-σμα στοι-χειώ-νει την Ευ-ρώ-πη: το φά-ντα-σμα του κομ-μου-νι-σμού. Ό-λες οι δυ-νά-μεις της γη-ραι-άς Ευ-ρώ-πης ενώ-θη-καν σε Ιε-ρή συμ-μα-χία για να–
– Αλλά εμείς, μπαμπά, δεν πιστεύουμε καθόλου στα φαντάσματα, έτσι δεν είναι; έκανε το ξανθό κοριτσάκι διακόπτοντας την ανάγνωση της μεγαλύτερης αδελφής της.
Η τελευταία συλλάβιζε πολύ σχολαστικά κάθε λέξη, προφέροντας σωστά το γερμανικό κείμενο από ένα φυλλάδιο που προοριζόταν για εργάτες και που, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, ήταν τυπωμένο με τεράστιους χαρακτήρες, όπως τα αλφαβητάρια της εποχής.
Ο πατέρας τους, ένας μελαχρινός, σγουρομάλλης άντρας κοντά στα τριανταπέντε, με διαπεραστικά σχιστά μάτια και πλατύ μέτωπο, άφησε κάτω την πένα του, κοίταξε από το ύψος του γραφείου του τη μικρότερη κόρη του (έμοιαζε πολύ της γυναίκας του) και χαμογέλασε κάτω απ' το παχύ μουστάκι του.
– Εμείς είμαστε κομμουνιστές, Λόρα, απάντησε η επτάχρονη αδελφή της με δασκαλίστικο ύφος.
Λονδίνο, ένα ανοιξιάτικο πρωινό στα 1866
Η νεαρή με τις πλούσιες ξανθές μπούκλες και τα πρασινωπά μάτια, καθώς έφερε στο μυαλό της αυτό το επεισόδιο των παιδικών της χρόνων χαμογέλασε επίσης. Έτσι όπως καθόταν νωχελικά στην πολυθρόνα ρεμβάζοντας, θα μπορούσε θαυμάσια να έχει βγει μέσα από τις εικονογραφημένες σελίδες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων. Ήταν ένα ωραίο μαγιάτικο πρωινό και ο πατέρας της έκλεινε πια τα σαράντα οκτώ του χρόνια. Ήταν χαρούμενη που είχαν επιτέλους μετακομίσει σε ένα κανονικό σπίτι, στο Μέτλαντ Παρκ, που είχε το δικό της δωμάτιο, που μπορούσαν να χαίρονται αυτόν τον όμορφο κήπο και που, πενήντα μέτρα πιο κει, υπήρχε ένα απ' αυτά τα καινούργια pillar boxes για να ρίχνουν την καθημερινή τους αλληλογραφία.
– Βρισκόμαστε σ' αυτό το ωραίο σπίτι χάρη στην κληρονομιά που μας άφησε ο πολίτης Λούπους, καμιά σας μην το ξεχνάει αυτό, ανακοίνωσε με επισημότητα ο πατέρας τη μέρα που μετακόμισαν. Είχε συνοδέψει την ανακοίνωση μ' εκείνο το ανήσυχο ύφος που έπαιρνε από τον καιρό της τρώγλης στην οδό Ντιν, στο Σόχο, κάθε φορά που στένευαν απελπιστικά τα οικονομικά τους· το είχαν όλοι συνηθίσει στην οικογένεια, ακόμα και η μικρή Έλενορ: όση ώρα μίλαγε τραβούσε με μανία το γένι του, λες και ζητούσε να το ξεριζώσει.
– Βρισκόμαστε εδώ επειδή επίσης κληρονομήσαμε και τη γιαγιά Βεστφάλεν, έσπευσε να δηλώσει εξίσου επίσημα στην ομήγυρη η γυναίκα του και, ισιώνοντας απότομα την πλάτη της, φανέρωσε στο αδρό στόμα της ένα πείσμα ίδιο με της βασίλισσας όταν έπαιρνε τις δύσκολες αποφάσεις της για το ιρλανδικό ζήτημα.
Τα κορίτσια διασκέδαζαν πολύ μ' αυτές τις οικογενειακές αψιμαχίες που στα μεταξύ τους πειράγματα είχαν βαφτίσει «Ρικάρντο». Στα σκληρά χρόνια του Σόχο, όταν παρουσιάστηκε κάποια σοβαρή ανάγκη με την ασθενική αδελφή της, η μητέρα τους παρέδωσε στο ενεχυροδανειστήριο το αντίτυπο των Αρχών της Πολιτικής Οικονομίας και ο πατέρας είχε πολύ αγριέψει
– Μα τον ανύπαρκτο Θεό! Έβαλες ενέχυρο τον Ρικάρντο, τον Ρικάρντο μου;
– Για ηρέμησε, είχε απαντήσει εκείνη, ίδια η βασίλισσα απέναντι στον εκνευρισμένο Πάλμερστον. Ξέχασες ότι μόλις την προηγούμενη βδομάδα βάλαμε ενέχυρο το δαχτυλίδι της γιαγιάς μου;
– Όχι, δεν ξεχνώ τη σοβαρή συνδρομή της μητέρας σου γι' αυτό το σπίτι, αγαπητή μου Τζένη, συμφώνησε τώρα ο πατέρας, περιφέροντας αργά το βλέμμα στις τρεις κόρες τους που παρακολουθούσαν με νεανική περιέργεια το νέο επεισόδιο της οπερέτας «Ρικάρντο», έτοιμες να απολαύσουν το παίξιμο των πρωταγωνιστών.
» Το ζήτημα όμως που θίγω είναι ότι αυτά τα λεφτά δεν θα μας κρατήσουν επ' άπειρον. Θα πρέπει να προσέχουμε όλοι να μην κάνουμε περιττά έξοδα εδώ πέρα, είπε και ξανατράβηξε νευρικά το γένι του.
Eπειδή στα πόδια της κι ως εκεί που έφτανε το μάτι, απλώνονταν σε βρετανική γεωμετρία περιποιημένες βραγιές με ροδαλές oρτανσίες, λευκές ίριδες, πορφυρές καμπανούλες, εκθαμβωτικές μαργαρίτες και ιώδεις λεβάντες, μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η νεαρή απλώς χάζευε τα ανοιξιάτικα λουλούδια που έσταζαν ακόμα δροσιά μες στην πρωινή πάχνη. Ένας προσεκτικότερος όμως παρατηρητής θα καταλάβαινε ότι στην πραγματικότητα ήταν πολύ συλλογισμένη.
Πολύς κόσμος έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι σ’ αυτή την ηλικία των δεκαεννιά είκοσι χρόνων τα κορίτσια σκέφτονται ασημαντότητες. Αυτό δεν μπορούσε να ισχύει με αυτή την κοπέλα που ο μπαμπάς της, όταν εκείνη ήταν μόλις τριών ετών και ζούσαν στις Βρυξέλλες διωγμένοι από το Παρίσι, κατάφερε παρ’ όλα τα δεινά τους να εκδώσει (χάρη και στον αδελφικό του φίλο, τον νεαρό βιομήχανο Ένγκελς) εκείνο το βιβλιαράκι απ' όπου «διάβαζε» η αδελφή της όταν έπαιζαν τις «δασκάλες»: ένα βιβλιαράκι που δεν έπαψε ποτέ να μεταφράζεται, να διαβάζεται, να συζητιέται και να εκδίδεται παντού ξανά και ξανά, αναστατώνοντας τις συνειδήσεις των αναγνωστών του, αφού προσκαλούσε σε πολεμικό συναγερμό τους βασανισμένους όλης της γης· βιβλιαράκι, που εκείνη πια το είχε μάθει σχεδόν απέξω, φέρνοντας σε αμηχανία τους μεγαλύτερους σε ηλικία συνομιλητές της. Όχι, αυτό δεν ίσχυε για την κοπέλα που μεγάλωσε με αυτόν τον θεληματικό πατέρα, πρόθυμο πάντα να της διδάξει τον κόσμο. Όχι με τη Λόρα. Όποιος τη γνώριζε καταλάβαινε γρήγορα ότι αυτή ήταν ένα διαφορετικό κορίτσι και, στα είκοσί της, πέρα απ' όλα τα άλλα που ο πατέρας της είχε φροντίσει να της μάθει, ήδη έγραφε και μιλούσε τρεις γλώσσες. Γι' αυτό και τούτο το πρωινό η κοπέλα δεν χάζευε τις φουντωμένες ορτανσίες και τις αστείες καμπανούλες, όπως θα έκανε κάθε άλλο κορίτσι της αστικής τάξης στο Λονδίνο του 1866.
Όχι, αυτό το πρωινό η Λόρα διάβαζε σελίδες από άγραφα ημερολόγια, απ’ αυτά τα καταχωνιασμένα στην καρδιά του καθένα, αυτά που οι παλιοί άνθρωποι τα συμβουλεύονταν όποτε ήθελαν να πάρουν μια δύσκολη απόφαση. Διάβαζε, μάλιστα, τις σελίδες της με πολλή περίσκεψη επειδή μια μέρα, ένας από τους πολλούς φοιτητές που καθημερινά επισκέπτονταν το σπίτι για να συναντήσουν τον μπαμπά της, ένας από τους βαρετούς εξεγερμένους νεαρούς που επί ώρες συζητούσε μαζί του για τη χειραφέτηση των συνδικάτων στην Αγγλία, την κοίταξε διαφορετικά από τους άλλους «μνηστήρες» κι εκείνη αισθάνθηκε απροετοίμαστη, δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς να διαχειριστεί το θέμα.
Από εκείνη τη στιγμή, κάθε φορά που ο νεαρός έφτανε σπίτι την έψαχνε, ρωτούσε αμέσως τις αδελφές της, ρωτούσε επίμονα γι' αυτήν. Μόλις την αντίκριζε, της φιλούσε με πάθος το χέρι, δυσκολεύοντάς την πολύ να το αποσύρει. Είναι αλήθεια ότι την «έτρωγε» με τα σκοτεινά του μάτια αλλά το βλέμμα του δεν πρόδιδε ούτε αγένεια ούτε χυδαιότητα. Όποτε περνούσε από μπροστά της συνοδεύοντας τον πατέρα της γούρλωνε αστεία τα μάτια του και της έστελνε ένα μεγαλειώδες χαμόγελο, της ερχόταν να βάλει τα γέλια μ' αυτή την προκλητική οδοντοστοιχία που θύμιζε νέγρικο παιδί. Φυσικά δεν έβαλε ποτέ τα γέλια. Φυσικά δεν έδειξε τίποτε. Τι θα έλεγε η μητέρα αν έκανε κάτι τέτοιο. Τι θα έλεγαν όλοι. Αλλά αυτός επέμενε, κάθε φορά που τους επισκεπτόταν, να την κοιτάζει το ίδιο ανοιχτόκαρδα, να της χαμογελάει πάντα σαν άτακτο νεγράκι, να κρατάει κάμποση ώρα το χέρι της κολλημένο στα χείλη του, να της πιάνει συζήτηση με την παραμικρή ευκαιρία που η προσοχή του πατέρα της στρεφόταν αλλού.
Οι αδελφές της, η μητέρα της, ακόμα και η Νιμ, η οικονόμος του σπιτιού, όλοι κατάλαβαν γρήγορα, ίσως και πιο γρήγορα απ' αυτήν, ότι κάτι περίεργο τρέχει μ' αυτόν τον θερμόαιμο Γαλλο-κρεολό αλλά απέφευγαν να το συζητήσουν μπροστά της. Επειδή την ήξεραν. Η Λόρα ήταν δύσκολο, μαζεμένο κορίτσι, δεν της άρεσαν τα πολλά αστεία, δεν γέλαγε εύκολα, το πιο ερωτικό βιβλίο που είχε διαβάσει στην εφηβεία της ήταν το Ρωμαίος και Ιουλιέτα (οι αδελφές της «έπαιζαν» συνέχεια το έργο, η μεγαλύτερη έκανε τον Ρωμαίο, η μικρότερη την Ιουλιέτα) και, αντίθετα από τα άλλα κορίτσια της ηλικίας της που βιάζονταν να παντρευτούν (και διάβαζαν, εκτός από τα ρομαντικά keepsakes της εποχής, μετά μανίας Πολ ντε Κοκ), εκείνη σ' έναν άντρα περισσότερο απ' οτιδήποτε μετρούσε την εξυπνάδα, τις γνώσεις, τους τρόπους του.
Και η αλήθεια ήταν ότι τώρα δεν ήξερε πώς ν' ανταποκριθεί σε όλο αυτό που της είχε ξαφνικά συμβεί, της ήταν ανησυχητικά άγνωστη αυτή η αίσθηση. Έψαχνε, αλλά δεν έβρισκε την ακριβή απάντηση στα εσώψυχα ημερολόγιά της (η Λόρα είχε μάθει να επιζητεί εκεί μέσα, πάντα ακριβείς, συγκεκριμένες απαντήσεις στο καθετί). Καθώς ένα αεράκι τάραξε ελαφρά τις ευαίσθητες ίριδες και τις λιγνές λεβάντες που πρόβαλαν εμπρός της, μια ανεπαίσθητη μυρωδιά έφτασε ως εκείνη και την έκανε να ανατριχιάσει παράξενα σ' όλο της το σώμα· βιάστηκε να τακτοποιήσει προσεκτικά το μακρύ πτυχωτό της φόρεμα ανάμεσα στα διπλωμένα της πόδια, σαν να είχε απότομα κρυώσει. Αλλά τώρα δεν έμοιαζε στην Αλίκη. Έτσι όπως συλλογιζόταν σοβαρά την απρόβλεπτη ορμή αυτού του μελαψού Ντάρσι η Λόρα ένιωσε ξαφνικά την καρδιά της να σφίγγεται, όπως κάποιες φορές της προσφιλούς της Ελίζαμπεθ στο Περηφάνια και Προκατάληψη…
– Αλλά εμείς, μπαμπά, δεν πιστεύουμε καθόλου στα φαντάσματα, έτσι δεν είναι; έκανε το ξανθό κοριτσάκι διακόπτοντας την ανάγνωση της μεγαλύτερης αδελφής της.
Η τελευταία συλλάβιζε πολύ σχολαστικά κάθε λέξη, προφέροντας σωστά το γερμανικό κείμενο από ένα φυλλάδιο που προοριζόταν για εργάτες και που, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, ήταν τυπωμένο με τεράστιους χαρακτήρες, όπως τα αλφαβητάρια της εποχής.
Ο πατέρας τους, ένας μελαχρινός, σγουρομάλλης άντρας κοντά στα τριανταπέντε, με διαπεραστικά σχιστά μάτια και πλατύ μέτωπο, άφησε κάτω την πένα του, κοίταξε από το ύψος του γραφείου του τη μικρότερη κόρη του (έμοιαζε πολύ της γυναίκας του) και χαμογέλασε κάτω απ' το παχύ μουστάκι του.
– Εμείς είμαστε κομμουνιστές, Λόρα, απάντησε η επτάχρονη αδελφή της με δασκαλίστικο ύφος.
Λονδίνο, ένα ανοιξιάτικο πρωινό στα 1866
Η νεαρή με τις πλούσιες ξανθές μπούκλες και τα πρασινωπά μάτια, καθώς έφερε στο μυαλό της αυτό το επεισόδιο των παιδικών της χρόνων χαμογέλασε επίσης. Έτσι όπως καθόταν νωχελικά στην πολυθρόνα ρεμβάζοντας, θα μπορούσε θαυμάσια να έχει βγει μέσα από τις εικονογραφημένες σελίδες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων. Ήταν ένα ωραίο μαγιάτικο πρωινό και ο πατέρας της έκλεινε πια τα σαράντα οκτώ του χρόνια. Ήταν χαρούμενη που είχαν επιτέλους μετακομίσει σε ένα κανονικό σπίτι, στο Μέτλαντ Παρκ, που είχε το δικό της δωμάτιο, που μπορούσαν να χαίρονται αυτόν τον όμορφο κήπο και που, πενήντα μέτρα πιο κει, υπήρχε ένα απ' αυτά τα καινούργια pillar boxes για να ρίχνουν την καθημερινή τους αλληλογραφία.
– Βρισκόμαστε σ' αυτό το ωραίο σπίτι χάρη στην κληρονομιά που μας άφησε ο πολίτης Λούπους, καμιά σας μην το ξεχνάει αυτό, ανακοίνωσε με επισημότητα ο πατέρας τη μέρα που μετακόμισαν. Είχε συνοδέψει την ανακοίνωση μ' εκείνο το ανήσυχο ύφος που έπαιρνε από τον καιρό της τρώγλης στην οδό Ντιν, στο Σόχο, κάθε φορά που στένευαν απελπιστικά τα οικονομικά τους· το είχαν όλοι συνηθίσει στην οικογένεια, ακόμα και η μικρή Έλενορ: όση ώρα μίλαγε τραβούσε με μανία το γένι του, λες και ζητούσε να το ξεριζώσει.
– Βρισκόμαστε εδώ επειδή επίσης κληρονομήσαμε και τη γιαγιά Βεστφάλεν, έσπευσε να δηλώσει εξίσου επίσημα στην ομήγυρη η γυναίκα του και, ισιώνοντας απότομα την πλάτη της, φανέρωσε στο αδρό στόμα της ένα πείσμα ίδιο με της βασίλισσας όταν έπαιρνε τις δύσκολες αποφάσεις της για το ιρλανδικό ζήτημα.
Τα κορίτσια διασκέδαζαν πολύ μ' αυτές τις οικογενειακές αψιμαχίες που στα μεταξύ τους πειράγματα είχαν βαφτίσει «Ρικάρντο». Στα σκληρά χρόνια του Σόχο, όταν παρουσιάστηκε κάποια σοβαρή ανάγκη με την ασθενική αδελφή της, η μητέρα τους παρέδωσε στο ενεχυροδανειστήριο το αντίτυπο των Αρχών της Πολιτικής Οικονομίας και ο πατέρας είχε πολύ αγριέψει
– Μα τον ανύπαρκτο Θεό! Έβαλες ενέχυρο τον Ρικάρντο, τον Ρικάρντο μου;
– Για ηρέμησε, είχε απαντήσει εκείνη, ίδια η βασίλισσα απέναντι στον εκνευρισμένο Πάλμερστον. Ξέχασες ότι μόλις την προηγούμενη βδομάδα βάλαμε ενέχυρο το δαχτυλίδι της γιαγιάς μου;
– Όχι, δεν ξεχνώ τη σοβαρή συνδρομή της μητέρας σου γι' αυτό το σπίτι, αγαπητή μου Τζένη, συμφώνησε τώρα ο πατέρας, περιφέροντας αργά το βλέμμα στις τρεις κόρες τους που παρακολουθούσαν με νεανική περιέργεια το νέο επεισόδιο της οπερέτας «Ρικάρντο», έτοιμες να απολαύσουν το παίξιμο των πρωταγωνιστών.
» Το ζήτημα όμως που θίγω είναι ότι αυτά τα λεφτά δεν θα μας κρατήσουν επ' άπειρον. Θα πρέπει να προσέχουμε όλοι να μην κάνουμε περιττά έξοδα εδώ πέρα, είπε και ξανατράβηξε νευρικά το γένι του.
Eπειδή στα πόδια της κι ως εκεί που έφτανε το μάτι, απλώνονταν σε βρετανική γεωμετρία περιποιημένες βραγιές με ροδαλές oρτανσίες, λευκές ίριδες, πορφυρές καμπανούλες, εκθαμβωτικές μαργαρίτες και ιώδεις λεβάντες, μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η νεαρή απλώς χάζευε τα ανοιξιάτικα λουλούδια που έσταζαν ακόμα δροσιά μες στην πρωινή πάχνη. Ένας προσεκτικότερος όμως παρατηρητής θα καταλάβαινε ότι στην πραγματικότητα ήταν πολύ συλλογισμένη.
Πολύς κόσμος έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι σ’ αυτή την ηλικία των δεκαεννιά είκοσι χρόνων τα κορίτσια σκέφτονται ασημαντότητες. Αυτό δεν μπορούσε να ισχύει με αυτή την κοπέλα που ο μπαμπάς της, όταν εκείνη ήταν μόλις τριών ετών και ζούσαν στις Βρυξέλλες διωγμένοι από το Παρίσι, κατάφερε παρ’ όλα τα δεινά τους να εκδώσει (χάρη και στον αδελφικό του φίλο, τον νεαρό βιομήχανο Ένγκελς) εκείνο το βιβλιαράκι απ' όπου «διάβαζε» η αδελφή της όταν έπαιζαν τις «δασκάλες»: ένα βιβλιαράκι που δεν έπαψε ποτέ να μεταφράζεται, να διαβάζεται, να συζητιέται και να εκδίδεται παντού ξανά και ξανά, αναστατώνοντας τις συνειδήσεις των αναγνωστών του, αφού προσκαλούσε σε πολεμικό συναγερμό τους βασανισμένους όλης της γης· βιβλιαράκι, που εκείνη πια το είχε μάθει σχεδόν απέξω, φέρνοντας σε αμηχανία τους μεγαλύτερους σε ηλικία συνομιλητές της. Όχι, αυτό δεν ίσχυε για την κοπέλα που μεγάλωσε με αυτόν τον θεληματικό πατέρα, πρόθυμο πάντα να της διδάξει τον κόσμο. Όχι με τη Λόρα. Όποιος τη γνώριζε καταλάβαινε γρήγορα ότι αυτή ήταν ένα διαφορετικό κορίτσι και, στα είκοσί της, πέρα απ' όλα τα άλλα που ο πατέρας της είχε φροντίσει να της μάθει, ήδη έγραφε και μιλούσε τρεις γλώσσες. Γι' αυτό και τούτο το πρωινό η κοπέλα δεν χάζευε τις φουντωμένες ορτανσίες και τις αστείες καμπανούλες, όπως θα έκανε κάθε άλλο κορίτσι της αστικής τάξης στο Λονδίνο του 1866.
Όχι, αυτό το πρωινό η Λόρα διάβαζε σελίδες από άγραφα ημερολόγια, απ’ αυτά τα καταχωνιασμένα στην καρδιά του καθένα, αυτά που οι παλιοί άνθρωποι τα συμβουλεύονταν όποτε ήθελαν να πάρουν μια δύσκολη απόφαση. Διάβαζε, μάλιστα, τις σελίδες της με πολλή περίσκεψη επειδή μια μέρα, ένας από τους πολλούς φοιτητές που καθημερινά επισκέπτονταν το σπίτι για να συναντήσουν τον μπαμπά της, ένας από τους βαρετούς εξεγερμένους νεαρούς που επί ώρες συζητούσε μαζί του για τη χειραφέτηση των συνδικάτων στην Αγγλία, την κοίταξε διαφορετικά από τους άλλους «μνηστήρες» κι εκείνη αισθάνθηκε απροετοίμαστη, δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς να διαχειριστεί το θέμα.
Από εκείνη τη στιγμή, κάθε φορά που ο νεαρός έφτανε σπίτι την έψαχνε, ρωτούσε αμέσως τις αδελφές της, ρωτούσε επίμονα γι' αυτήν. Μόλις την αντίκριζε, της φιλούσε με πάθος το χέρι, δυσκολεύοντάς την πολύ να το αποσύρει. Είναι αλήθεια ότι την «έτρωγε» με τα σκοτεινά του μάτια αλλά το βλέμμα του δεν πρόδιδε ούτε αγένεια ούτε χυδαιότητα. Όποτε περνούσε από μπροστά της συνοδεύοντας τον πατέρα της γούρλωνε αστεία τα μάτια του και της έστελνε ένα μεγαλειώδες χαμόγελο, της ερχόταν να βάλει τα γέλια μ' αυτή την προκλητική οδοντοστοιχία που θύμιζε νέγρικο παιδί. Φυσικά δεν έβαλε ποτέ τα γέλια. Φυσικά δεν έδειξε τίποτε. Τι θα έλεγε η μητέρα αν έκανε κάτι τέτοιο. Τι θα έλεγαν όλοι. Αλλά αυτός επέμενε, κάθε φορά που τους επισκεπτόταν, να την κοιτάζει το ίδιο ανοιχτόκαρδα, να της χαμογελάει πάντα σαν άτακτο νεγράκι, να κρατάει κάμποση ώρα το χέρι της κολλημένο στα χείλη του, να της πιάνει συζήτηση με την παραμικρή ευκαιρία που η προσοχή του πατέρα της στρεφόταν αλλού.
Οι αδελφές της, η μητέρα της, ακόμα και η Νιμ, η οικονόμος του σπιτιού, όλοι κατάλαβαν γρήγορα, ίσως και πιο γρήγορα απ' αυτήν, ότι κάτι περίεργο τρέχει μ' αυτόν τον θερμόαιμο Γαλλο-κρεολό αλλά απέφευγαν να το συζητήσουν μπροστά της. Επειδή την ήξεραν. Η Λόρα ήταν δύσκολο, μαζεμένο κορίτσι, δεν της άρεσαν τα πολλά αστεία, δεν γέλαγε εύκολα, το πιο ερωτικό βιβλίο που είχε διαβάσει στην εφηβεία της ήταν το Ρωμαίος και Ιουλιέτα (οι αδελφές της «έπαιζαν» συνέχεια το έργο, η μεγαλύτερη έκανε τον Ρωμαίο, η μικρότερη την Ιουλιέτα) και, αντίθετα από τα άλλα κορίτσια της ηλικίας της που βιάζονταν να παντρευτούν (και διάβαζαν, εκτός από τα ρομαντικά keepsakes της εποχής, μετά μανίας Πολ ντε Κοκ), εκείνη σ' έναν άντρα περισσότερο απ' οτιδήποτε μετρούσε την εξυπνάδα, τις γνώσεις, τους τρόπους του.
Και η αλήθεια ήταν ότι τώρα δεν ήξερε πώς ν' ανταποκριθεί σε όλο αυτό που της είχε ξαφνικά συμβεί, της ήταν ανησυχητικά άγνωστη αυτή η αίσθηση. Έψαχνε, αλλά δεν έβρισκε την ακριβή απάντηση στα εσώψυχα ημερολόγιά της (η Λόρα είχε μάθει να επιζητεί εκεί μέσα, πάντα ακριβείς, συγκεκριμένες απαντήσεις στο καθετί). Καθώς ένα αεράκι τάραξε ελαφρά τις ευαίσθητες ίριδες και τις λιγνές λεβάντες που πρόβαλαν εμπρός της, μια ανεπαίσθητη μυρωδιά έφτασε ως εκείνη και την έκανε να ανατριχιάσει παράξενα σ' όλο της το σώμα· βιάστηκε να τακτοποιήσει προσεκτικά το μακρύ πτυχωτό της φόρεμα ανάμεσα στα διπλωμένα της πόδια, σαν να είχε απότομα κρυώσει. Αλλά τώρα δεν έμοιαζε στην Αλίκη. Έτσι όπως συλλογιζόταν σοβαρά την απρόβλεπτη ορμή αυτού του μελαψού Ντάρσι η Λόρα ένιωσε ξαφνικά την καρδιά της να σφίγγεται, όπως κάποιες φορές της προσφιλούς της Ελίζαμπεθ στο Περηφάνια και Προκατάληψη…
Τρίτο κεφάλαιο: Τo ευαίσθητο πέπλο των οικογενειακών σχέσεων
La joie de vivre στα 1870
La joie de vivre στα 1870
Η Αδυνατούλα και άλλα βρέφη
– Ω! θεέ μου, έκανε η κυρία Ντεπουά μόλις αντίκρισε το νεογέννητο, την επομένη της Πρωτοχρονιάς.
– Τι τρέχει; πρόφερε πολύ αργά, σαν ναρκωμένη, φανερά εξαντλημένη από τη γέννα, η μητέρα του με μισόκλειστα μάτια δοκιμάζοντας χωρίς επιτυχία να ανασηκωθεί στα μαξιλάρια της.
Η μαία έκανε αυστηρό νόημα στην κυρία Ντεπουά, να προσέξει τι θα πει.
– ...Τίποτε, ξεροκατάπιε εκείνη, απλώς... να, δεν το φανταζόμουν ότι θα γεννήσετε τόσο γρήγορα, τον άλλο μήνα δεν το περιμένατε; είπε και πλησίασε πιο κοντά στη μαία που προσπαθούσε να ηρεμήσει το βρέφος στην κούνια του.
– Ναι, θα την πούμε Τζένη, όπως τη μητέρα μου, απάντησε η λεχώνα σαν να μην άκουσε, ή σαν να αγνόησε, την παρατήρηση της οικονόμου.
Την ίδια μέρα το όνομα της γιαγιάς έδωσε τη θέση του σε άλλο
– Τι κάνει η Σναπίν μου; έκανε ο Πολ το απόγευμα παίρνοντάς την για λίγο στην αγκαλιά του. Η Λόρα είχε αποκοιμηθεί δίπλα της κι ο Σνάπι έπαιζε ήσυχα στο χαλί.
– Σαν αδύνατη σε βλέπω, μονολόγησε.
– Γιατρέ, είπε η οικονόμος, η κυρία δεν έχει αρκετό γάλα, δυσκολεύεται πολύ να θηλάσει. Η μαμή είπε ότι θα πρέπει σύντομα να βρεθεί μια λύση διαφορετικάέσκυψε το κεφάλι της αφήνοντας ατέλειωτη τη φράση της.
Στα 1870, το λιγότερο τρία στα δέκα βρέφη πεθαίναν μερικούς μήνες, το πολύ, μετά τη γέννησή τους. Τα παιδιά των φτωχότερων τάξεων, εν-νοείται, όχι όλα τα παιδιά. Η οικογένεια Μαρξ είχε παράδοση σ’ αυτό. Ανάμεσα στα πέντε με δέκα χρόνια της η Λόρα είδε τη μητέρα της να γεννάει και να χάνει τρία παιδιά. Αυτή η θνησιμότητα εξηγείται με διάφορους λόγους που η επιστήμη τότε δεν γνώριζε με επάρκεια. Πολλές γυναίκες, αδυνατισμένες από τις αρρώστιες ή από τις συνεχείς γέννες, δεν κατάφερναν να θηλάσουν τα μικρά τους. Για να τα κρατήσουν στη ζωή είχαν δύο επιλογές: είτε να τα δώσουν σε μια τροφό είτε να τους δώσουν αγελαδινό γάλα. Και οι δύο επιλογές έβαζαν σε κίνδυνο το νεογνό. Τα μικρόβια θέριζαν, αφού στα περισσότερα σπίτια δεν τηρούνταν στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής.
Ο Πολ, ως γιατρός, γνωρίζει αυτούς τους κανόνες, φροντίζει για τον αερισμό του σπιτιού, για την καθαριότητα, για τα πάντα, σε συνεργασία με την πάντα πρόθυμη (αν και συχνά απλήρωτη) κυρία Ντεπουά. Αλλά αυτό με το γάλα τον ξεπερνάει. Λεφτά για τροφό δεν υπάρχουν. Επιπλέον στη σχολή έχει ακούσει ότι πολλοί θάνατοι οφείλονται στο ότι οι τροφοί, συνήθως αμάθητες κοπέλες από την επαρχία, δεν προσέχουν καθόλου την καθαριότητα κ.λπ.
Η ανάγκη τον οδήγησε να προκρίνει τη λύση με το αγελαδινό γάλα. Στην Αγγλία πολλοί συνάδελφοί του συνιστούσαν αυτή τη λύση και οι αγγλικές εφημερίδες ήταν γεμάτες διαφημίσεις για την καινούργια επινόηση: τα feeding bottles. Υπήρχαν, βέβαια, αρκετοί σοβαροί γιατροί που τάσσονταν κατά των μπιμπερό (η πλειονότητα των Γάλλων γιατρών) αλλά ο πολύς κόσμος τους αντιμετώπιζε ως συντηρητικούς. Εξάλλου οι προκλητικές διαφημίσεις γι’ αυτά τα μπουκάλια, που τους έδιναν διάφορα φανταχτερά ονόματα όπως «Πριγκίπισσα της Ουαλίας», «Βικτωριανή μητέρα», «Αλεξάνδρα», «Ρόδινα μάγουλα» κ.ά., έπειθαν τον κοσμάκη περισσότερο από τις ιατρικές συμβουλές. Γενικά τον καιρό που γεννήθηκε η Σναπίν επικρατούσε σύγχυση γύρω από το θέμα. Σπανίως έβραζαν το γάλα. Η λέξη παστερίωση δεν υπήρχε ακόμα στα λεξικά. Εξάλλου ο Πολ, απομακρυσμένος από τα ιατρικά θέματα εδώ και καιρό, πνιγμένος ως τον λαιμό με τα πολιτικά, δεν παρακολουθούσε καθόλου τις ανατρεπτικές για την εποχή εξελίξεις.
Λίγες μέρες μετά τη γέννηση της κόρης των Λαφάργκ, εκεί στις αρχές του Γενάρη, ο πρίγκιπας Πιeρ Μποναπάρτ, συγγενής του Λουί Ναπολεόν, δολοφονεί εν ψυχρώ, μέσα στο ίδιο του το σπίτι, τον εικοσιδυάχρονο αντιβοναπαρτιστή δημοσιογράφο Βικτόρ Νουάρ της La Marseillaise, της μαχητικής αντιπολιτευτικής εφημερίδας του Ροσφόρ με την οποία συνεργαζόταν ο Πολ. Δυο μέρες μετά, τα Ηλύσια Πεδία, με επικεφαλής τον Μπλανκί, τη Λουίζ Μισέλ, τον Ροσφόρ και τον Γκαμπετά πλημμυρίζουν από εκατό χιλιάδες αγανακτισμένους ανθρώπους που συνοδεύουν τον νεκρό ως την τελευταία του κατοικία στο Νεϊγί, διαδηλώνοντας οργισμένα κατά του Μικρού. Η σύρραξη αποφεύγεται την τελευταία στιγμή καθώς οι διαδηλωτές πολύ γρήγορα βρίσκονται αντιμέτωποι με ισχυρά κυβερνητικά στρατεύματα.
– Ω! θεέ μου, έκανε η κυρία Ντεπουά μόλις αντίκρισε το νεογέννητο, την επομένη της Πρωτοχρονιάς.
– Τι τρέχει; πρόφερε πολύ αργά, σαν ναρκωμένη, φανερά εξαντλημένη από τη γέννα, η μητέρα του με μισόκλειστα μάτια δοκιμάζοντας χωρίς επιτυχία να ανασηκωθεί στα μαξιλάρια της.
Η μαία έκανε αυστηρό νόημα στην κυρία Ντεπουά, να προσέξει τι θα πει.
– ...Τίποτε, ξεροκατάπιε εκείνη, απλώς... να, δεν το φανταζόμουν ότι θα γεννήσετε τόσο γρήγορα, τον άλλο μήνα δεν το περιμένατε; είπε και πλησίασε πιο κοντά στη μαία που προσπαθούσε να ηρεμήσει το βρέφος στην κούνια του.
– Ναι, θα την πούμε Τζένη, όπως τη μητέρα μου, απάντησε η λεχώνα σαν να μην άκουσε, ή σαν να αγνόησε, την παρατήρηση της οικονόμου.
Την ίδια μέρα το όνομα της γιαγιάς έδωσε τη θέση του σε άλλο
– Τι κάνει η Σναπίν μου; έκανε ο Πολ το απόγευμα παίρνοντάς την για λίγο στην αγκαλιά του. Η Λόρα είχε αποκοιμηθεί δίπλα της κι ο Σνάπι έπαιζε ήσυχα στο χαλί.
– Σαν αδύνατη σε βλέπω, μονολόγησε.
– Γιατρέ, είπε η οικονόμος, η κυρία δεν έχει αρκετό γάλα, δυσκολεύεται πολύ να θηλάσει. Η μαμή είπε ότι θα πρέπει σύντομα να βρεθεί μια λύση διαφορετικάέσκυψε το κεφάλι της αφήνοντας ατέλειωτη τη φράση της.
Στα 1870, το λιγότερο τρία στα δέκα βρέφη πεθαίναν μερικούς μήνες, το πολύ, μετά τη γέννησή τους. Τα παιδιά των φτωχότερων τάξεων, εν-νοείται, όχι όλα τα παιδιά. Η οικογένεια Μαρξ είχε παράδοση σ’ αυτό. Ανάμεσα στα πέντε με δέκα χρόνια της η Λόρα είδε τη μητέρα της να γεννάει και να χάνει τρία παιδιά. Αυτή η θνησιμότητα εξηγείται με διάφορους λόγους που η επιστήμη τότε δεν γνώριζε με επάρκεια. Πολλές γυναίκες, αδυνατισμένες από τις αρρώστιες ή από τις συνεχείς γέννες, δεν κατάφερναν να θηλάσουν τα μικρά τους. Για να τα κρατήσουν στη ζωή είχαν δύο επιλογές: είτε να τα δώσουν σε μια τροφό είτε να τους δώσουν αγελαδινό γάλα. Και οι δύο επιλογές έβαζαν σε κίνδυνο το νεογνό. Τα μικρόβια θέριζαν, αφού στα περισσότερα σπίτια δεν τηρούνταν στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής.
Ο Πολ, ως γιατρός, γνωρίζει αυτούς τους κανόνες, φροντίζει για τον αερισμό του σπιτιού, για την καθαριότητα, για τα πάντα, σε συνεργασία με την πάντα πρόθυμη (αν και συχνά απλήρωτη) κυρία Ντεπουά. Αλλά αυτό με το γάλα τον ξεπερνάει. Λεφτά για τροφό δεν υπάρχουν. Επιπλέον στη σχολή έχει ακούσει ότι πολλοί θάνατοι οφείλονται στο ότι οι τροφοί, συνήθως αμάθητες κοπέλες από την επαρχία, δεν προσέχουν καθόλου την καθαριότητα κ.λπ.
Η ανάγκη τον οδήγησε να προκρίνει τη λύση με το αγελαδινό γάλα. Στην Αγγλία πολλοί συνάδελφοί του συνιστούσαν αυτή τη λύση και οι αγγλικές εφημερίδες ήταν γεμάτες διαφημίσεις για την καινούργια επινόηση: τα feeding bottles. Υπήρχαν, βέβαια, αρκετοί σοβαροί γιατροί που τάσσονταν κατά των μπιμπερό (η πλειονότητα των Γάλλων γιατρών) αλλά ο πολύς κόσμος τους αντιμετώπιζε ως συντηρητικούς. Εξάλλου οι προκλητικές διαφημίσεις γι’ αυτά τα μπουκάλια, που τους έδιναν διάφορα φανταχτερά ονόματα όπως «Πριγκίπισσα της Ουαλίας», «Βικτωριανή μητέρα», «Αλεξάνδρα», «Ρόδινα μάγουλα» κ.ά., έπειθαν τον κοσμάκη περισσότερο από τις ιατρικές συμβουλές. Γενικά τον καιρό που γεννήθηκε η Σναπίν επικρατούσε σύγχυση γύρω από το θέμα. Σπανίως έβραζαν το γάλα. Η λέξη παστερίωση δεν υπήρχε ακόμα στα λεξικά. Εξάλλου ο Πολ, απομακρυσμένος από τα ιατρικά θέματα εδώ και καιρό, πνιγμένος ως τον λαιμό με τα πολιτικά, δεν παρακολουθούσε καθόλου τις ανατρεπτικές για την εποχή εξελίξεις.
Λίγες μέρες μετά τη γέννηση της κόρης των Λαφάργκ, εκεί στις αρχές του Γενάρη, ο πρίγκιπας Πιeρ Μποναπάρτ, συγγενής του Λουί Ναπολεόν, δολοφονεί εν ψυχρώ, μέσα στο ίδιο του το σπίτι, τον εικοσιδυάχρονο αντιβοναπαρτιστή δημοσιογράφο Βικτόρ Νουάρ της La Marseillaise, της μαχητικής αντιπολιτευτικής εφημερίδας του Ροσφόρ με την οποία συνεργαζόταν ο Πολ. Δυο μέρες μετά, τα Ηλύσια Πεδία, με επικεφαλής τον Μπλανκί, τη Λουίζ Μισέλ, τον Ροσφόρ και τον Γκαμπετά πλημμυρίζουν από εκατό χιλιάδες αγανακτισμένους ανθρώπους που συνοδεύουν τον νεκρό ως την τελευταία του κατοικία στο Νεϊγί, διαδηλώνοντας οργισμένα κατά του Μικρού. Η σύρραξη αποφεύγεται την τελευταία στιγμή καθώς οι διαδηλωτές πολύ γρήγορα βρίσκονται αντιμέτωποι με ισχυρά κυβερνητικά στρατεύματα.
Με κλικ στο pdf αρχείο διαβάζετε όλο το κεφάλαιο (σ. 85-97):
|
|