And the days are not full enough
And the nights are not full enough And life slips by like a field mouse Not shaking the grass. Ezra Pound, "Lustra", 1916. |
Ημερολόγιο / Νυχτολόγιο / Ιμερολόγιο του Ά. Μ.
Eπικαιρικές κρίσεις για την κουλτούρα και τον πολιτισμό. |
Mέρα βιβλίου
(Διαβάστε λοιπόν!)
(Διαβάστε λοιπόν!)
|
|
Τυφλοπόντικες
Ένα αδιαπέραστο σκοτάδι καλύπτει περιοχές της ενδοχώρας που λέγεται βαθιά Ελλάδα. Σκουληκιασμένες ψυχές λαθροβιώνουν εκεί. Απελέκητες. Απλησίαστες. Μόνο παπαδαριό και παρακρατικοί τους γνωρίζουν, τους υπόσχονται, τους δίνουν όραμα: «Έρχεται η σειρά μας πού θα πάει». Τα ίδια και τα ίδια. Γενιές ολόκληρες ακραδεξιοί, φασίστες, τυφλοπόντικες. Απ' τα Πατήσια ως το Διδυμότειχο.
Στο μεταξύ το κίνημα ησυχάζει [ή ασχολείται με μικροπολιτικές που το σύστημα θέλει ν' (απ)ασχολείται]. Αφήνει στη θέση του μπογιατζήδες Ρουβίκωνες να παίζουν για την τιμή των όπλων κλέφτες κι αστυνόμοι…
Στο μεταξύ το κίνημα ησυχάζει [ή ασχολείται με μικροπολιτικές που το σύστημα θέλει ν' (απ)ασχολείται]. Αφήνει στη θέση του μπογιατζήδες Ρουβίκωνες να παίζουν για την τιμή των όπλων κλέφτες κι αστυνόμοι…
Όπως ταινία
Από τις πιο μαγικές ώρες στη μοναχική ζωή του συγγραφέα: όταν, ύστερα από πολλή δουλειά, βλέπει σε ενόραση την ιστορία του, να ξετυλίγεται εκεί, μια ενδιαφέρουσα ταινία μπροστά στα μάτια του, με ό,τι υλικά έχει δουλέψει ως εκείνη τη στιγμή, με όποιους χαρακτήρες έχει πλάσει, στην όποια ζωή τής έλαχε να γεννηθεί.
Ταινία που, προς στιγμήν, τη διακόπτεις, είτε για να ξανασκεφτείς κάτι που άγγιξε την καρδιά σου, ή για να παρατείνεις την απόλαυση του έργου…
Ταινία που, προς στιγμήν, τη διακόπτεις, είτε για να ξανασκεφτείς κάτι που άγγιξε την καρδιά σου, ή για να παρατείνεις την απόλαυση του έργου…
Πατατοκαλλιεργητής!
…Πώς μου κάθεται στο μυαλό ένα απέραντο επίπεδο ολλανδικό τοπίο κι εγώ μαζεύω κάτι μεγάλες γλυκοπατάτες. Πατατοκαλλιεργητής.
Είμαι γύρω στα 75-80 κουράζομαι να το λέω. Το ’χω καταλάβει δεν γίνεται πια να μου σηκωθεί με τίποτα. Οι πόνοι στους ώμους έχουν γίνει πια αφόρητοι. Περπατάω αργά σέρνω κάτι παπούτσια περίεργα γι’ αυτή την εποχή που τα ανακάλυψα, τι έχουμε έχουμε 2027.
[…]
Απέραντος που ’ναι αυτός ο ολλανδικός ουρανός. Γεμίζω νοσταλγία χωρίς ιδιαίτερο λόγο λες κι έρχομαι για τελευταία φορά στα πατατοχώραφα. Το χώμα είναι καστανοκαφέ αλλά σκούρο πολύ οι πατάτες θα ’χουν γίνει πια, τις βλέπω, τις μυρίζω.
Κουράζομαι, αυτό το τοπίο χρόνια τώρα μετράει τα χρόνια μου, τις ρίζες μου βαθιά σ’ αυτά τα πατατοχώραφα που ανήκουν όλα στους συνεταιρισμούς της ΕΟΚ αλφαδιασμένα μ’ ατσάλινα ραβδιά, εγκαταστάσεις που δεν έπαψα να θαυμάζω και να χρησιμοποιώ καλύτερα κι από τα σαπούνια των διαφημίσεων. Χωρίς βόδια χωρίς μουλάρια χωρίς καλάθια δεν με ταλαιπωρούνε αυτές οι μυθικές εικόνες…
Το χώμα είναι ακόμα το ίδιο η λάσπη και τούτα τα μαύρα μου παπούτσια που τα ’χω ακόμα. Τραβάμε κατά τη μεριά με τους θάμνους πάμε κοντά σ’ ένα δέντρο, όπως κάνανε οι Ρώσοι χωρικοί πριν και μετά την επανάσταση, πού τα θυμάμαι αυτά τα παλιά ντοκιμαντέρ. Το χώμα. Είναι το ίδιο. Χώμα, παντού.
Πρέπει να έρχομαι για τελευταία φορά, τουλάχιστον έτσι μοιάζει. Καθόμαστε πλάτη με πλάτη στη ρίζα του δέντρου η… θέλει να μου πει λόγια τρυφερά, της φαίνεται τρομερό που εμείς επιζήσαμε, της φτάνει που μπορεί να μου πει λόγια τρυφερά, τι στο καλό, είναι θαύμα που καθόμαστε εδώ κι αυτοί στην πόλη μάς λένε τρελούς με κατανόηση. Υπάρχει ακόμα αυτή η λέξη: τρελός, όπως πατατοκαλλιεργητής.
Τα υγρά μάτια μου ρουφάνε τον ουρανό, το χώμα, το δειλινό που πέφτει. Ρουφάνε; Χώμα; Δειλινό;
Ξέρω πως αυτό ήταν. Ό,τι έγινε έγινε.
Τώρα κάθεται δίπλα μου. Έχουμε μπόλικο οινόπνευμα πάντα. Με δακρυσμένα μάτια λόγω ψύχρας, με τσιτωμένο γέρικο δέρμα πίθηκου κοκκινισμένο απ’ το κρύο, πίνουμε μια ο ένας μια ο άλλος.
[…]
Κάθε μέρα είναι τρομαχτικά ίδια και τρομαχτικά διαφορετική απ’ την άλλη. Εμείς, παλιόγεροι ογδοντάρηδες, γερά τριπαρισμένοι, πεισματωμένοι να πεθάνουμε μ’ ανοιχτά μάτια πριν μας πέσει εντελώς, στα 2027 πίνουμε και χαζεύουμε τον ουρανό…
Κωλοζωή.
Δεν θέλω να πεθάνω με τίποτα.
Είμαι γύρω στα 75-80 κουράζομαι να το λέω. Το ’χω καταλάβει δεν γίνεται πια να μου σηκωθεί με τίποτα. Οι πόνοι στους ώμους έχουν γίνει πια αφόρητοι. Περπατάω αργά σέρνω κάτι παπούτσια περίεργα γι’ αυτή την εποχή που τα ανακάλυψα, τι έχουμε έχουμε 2027.
[…]
Απέραντος που ’ναι αυτός ο ολλανδικός ουρανός. Γεμίζω νοσταλγία χωρίς ιδιαίτερο λόγο λες κι έρχομαι για τελευταία φορά στα πατατοχώραφα. Το χώμα είναι καστανοκαφέ αλλά σκούρο πολύ οι πατάτες θα ’χουν γίνει πια, τις βλέπω, τις μυρίζω.
Κουράζομαι, αυτό το τοπίο χρόνια τώρα μετράει τα χρόνια μου, τις ρίζες μου βαθιά σ’ αυτά τα πατατοχώραφα που ανήκουν όλα στους συνεταιρισμούς της ΕΟΚ αλφαδιασμένα μ’ ατσάλινα ραβδιά, εγκαταστάσεις που δεν έπαψα να θαυμάζω και να χρησιμοποιώ καλύτερα κι από τα σαπούνια των διαφημίσεων. Χωρίς βόδια χωρίς μουλάρια χωρίς καλάθια δεν με ταλαιπωρούνε αυτές οι μυθικές εικόνες…
Το χώμα είναι ακόμα το ίδιο η λάσπη και τούτα τα μαύρα μου παπούτσια που τα ’χω ακόμα. Τραβάμε κατά τη μεριά με τους θάμνους πάμε κοντά σ’ ένα δέντρο, όπως κάνανε οι Ρώσοι χωρικοί πριν και μετά την επανάσταση, πού τα θυμάμαι αυτά τα παλιά ντοκιμαντέρ. Το χώμα. Είναι το ίδιο. Χώμα, παντού.
Πρέπει να έρχομαι για τελευταία φορά, τουλάχιστον έτσι μοιάζει. Καθόμαστε πλάτη με πλάτη στη ρίζα του δέντρου η… θέλει να μου πει λόγια τρυφερά, της φαίνεται τρομερό που εμείς επιζήσαμε, της φτάνει που μπορεί να μου πει λόγια τρυφερά, τι στο καλό, είναι θαύμα που καθόμαστε εδώ κι αυτοί στην πόλη μάς λένε τρελούς με κατανόηση. Υπάρχει ακόμα αυτή η λέξη: τρελός, όπως πατατοκαλλιεργητής.
Τα υγρά μάτια μου ρουφάνε τον ουρανό, το χώμα, το δειλινό που πέφτει. Ρουφάνε; Χώμα; Δειλινό;
Ξέρω πως αυτό ήταν. Ό,τι έγινε έγινε.
Τώρα κάθεται δίπλα μου. Έχουμε μπόλικο οινόπνευμα πάντα. Με δακρυσμένα μάτια λόγω ψύχρας, με τσιτωμένο γέρικο δέρμα πίθηκου κοκκινισμένο απ’ το κρύο, πίνουμε μια ο ένας μια ο άλλος.
[…]
Κάθε μέρα είναι τρομαχτικά ίδια και τρομαχτικά διαφορετική απ’ την άλλη. Εμείς, παλιόγεροι ογδοντάρηδες, γερά τριπαρισμένοι, πεισματωμένοι να πεθάνουμε μ’ ανοιχτά μάτια πριν μας πέσει εντελώς, στα 2027 πίνουμε και χαζεύουμε τον ουρανό…
Κωλοζωή.
Δεν θέλω να πεθάνω με τίποτα.
Τριλογία του ’80, ΙΙ. Ψυχομπουρδέλο, «Πατατοκαλλιεργητής» (1981-1983, Τόπος 2018, σ. 234-237).
Μελαγχολία τέλους εποχής (λόγω ηλικίας, χειμώνα, διάθεσης κλπ.)
Οι πρώτες φωτογραφίες του 2019 με τη Φλώρα
Οι πρώτες φωτογραφίες του 2019 με τη Φλώρα
30.11.2017 - 27.11.2018
|
|
Το πρώτο βίντεο είναι στις 30 Νοέμβρη του 2017. Το δεύτερο στις 27 Νοέμβρη του 2018 στο ίδιο ακριβώς σημείο που συνήθως κολυμπάει ο κ. Σανιδόπουλος.
– Όπως και να το κάνουμε, η θάλασσα αντιστέκεται στην επέλαση των βαρβάρων. Δύσκολα, βέβαια, με τόση πλαστική βρωμιά που κρύβει στον βυθό της, με τόσο πετρέλαιο που αφήνουν φανερά και κρυφά τα πλοία, με τόση καταστροφή που– Αλλά αντιστέκεται. Την αγαπώ και γι' αυτό, είπε ο κ. Σανιδόπουλος, χαμογελώντας, πριν βουτήξει χτες το πρωί στο νερό.
Κι εγώ που, ως εκείνη τη στιγμή, σκεφτόμουν μικροσυμφεροντολογικά τα κέρδη και τις απώλειες της χρονιάς που πέρασε, σαν να δόθηκε το σύνθημα που περίμενα από ώρα, γδύθηκα στα γρήγορα και τον ακολούθησα στην απέραντη υγρή αγκάλη.
– Όπως και να το κάνουμε, η θάλασσα αντιστέκεται στην επέλαση των βαρβάρων. Δύσκολα, βέβαια, με τόση πλαστική βρωμιά που κρύβει στον βυθό της, με τόσο πετρέλαιο που αφήνουν φανερά και κρυφά τα πλοία, με τόση καταστροφή που– Αλλά αντιστέκεται. Την αγαπώ και γι' αυτό, είπε ο κ. Σανιδόπουλος, χαμογελώντας, πριν βουτήξει χτες το πρωί στο νερό.
Κι εγώ που, ως εκείνη τη στιγμή, σκεφτόμουν μικροσυμφεροντολογικά τα κέρδη και τις απώλειες της χρονιάς που πέρασε, σαν να δόθηκε το σύνθημα που περίμενα από ώρα, γδύθηκα στα γρήγορα και τον ακολούθησα στην απέραντη υγρή αγκάλη.
Μίλησα σε μια σουσουράδα, είπε.
– Στην ηλικία μου, νομίζω ότι εξασφαλίζει κανείς το προνόμιο να λέει ό,τι θέλει… άρχισε ο κ. Σανιδόπουλος.
Δεν μου άρεσε αυτή η αρχή, τι θα ξεφουρνίσει τώρα, σκεφτόμουν καθώς έβγαζε από την τσέπη του το κινητό του και με την άνεση μαθημένου εφήβου με υποχρέωσε να κοιτάξω δυο τρεις φωτογραφίες με ένα πουλάκι στο πεζοδρόμιο.
– Ξέρεις τι είναι αυτό το πουλί με τη μεγάλη ουρά; ρώτησε. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
– Σουσουράδα, ανόητε, η σεισοπυγίς των αρχαίων.
– Και λοιπόν; τόλμησα την ερώτηση.
– Είναι σημαντικό να μπορεί κανείς να κρατάει τα μάτια του ανοιχτά, ακόμα και μέσα στην καταστροφή των πάντων, προσπαθώντας ακόμα και το τίποτε να το βλέπει ως κάτι. Ας πούμε αυτό το πουλάκι που μου επέτρεψε να το φωτογραφίσω και που κάτι κατάλαβα πως μου απάντησε όταν το ρώτησα τι κάνεις; πώς τα βγάζεις πέρα μόνη σου στον βρώμικο δρόμο με το κρύο και τη βροχή;
Τον κοίταζα κάπως θορυβημένος, προσπαθώντας να ξανασκεφτώ, με άλλο πνεύμα, αυτά που ξεκίνησε να λέει για την ηλικία.
Γέλασε κοροϊδευτικά.
– Τι φαντάζεσαι τώρα, ότι τα έχασα; Μπορεί, δεν ξέρω. Θα σου πω, όμως, κάτι ακόμα, κι αποφάσισε όπως θες για την ψυχική μου κατάσταση: ο πραγματικός καλλιτέχνης όπως εγώ (στην ηλικία μου μπορώ θαυμάσια να το ισχυρίζομαι, κανείς δεν θα το παρεξηγήσει, κι αν το κάνει, πεντάρα δεν δίνω) κάποια στιγμή καταφέρνει να κατακτήσει τη γλώσσα που του επιτρέπει να συνεννοείται με τα πάντα, τις πέτρες, τα χόρτα, τα πουλιά, τη θάλασσα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευτυχία του καλλιτέχνη: όλα του μιλάνε, σε όλα μιλάει, όλα τα αφουγκράζεται, όλα τα καταλαβαίνει. Χώμα είσαι και στο χώμα επιστρέφεις, Άρη. Κατάλαβες;
Δεν μου άρεσε αυτή η αρχή, τι θα ξεφουρνίσει τώρα, σκεφτόμουν καθώς έβγαζε από την τσέπη του το κινητό του και με την άνεση μαθημένου εφήβου με υποχρέωσε να κοιτάξω δυο τρεις φωτογραφίες με ένα πουλάκι στο πεζοδρόμιο.
– Ξέρεις τι είναι αυτό το πουλί με τη μεγάλη ουρά; ρώτησε. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
– Σουσουράδα, ανόητε, η σεισοπυγίς των αρχαίων.
– Και λοιπόν; τόλμησα την ερώτηση.
– Είναι σημαντικό να μπορεί κανείς να κρατάει τα μάτια του ανοιχτά, ακόμα και μέσα στην καταστροφή των πάντων, προσπαθώντας ακόμα και το τίποτε να το βλέπει ως κάτι. Ας πούμε αυτό το πουλάκι που μου επέτρεψε να το φωτογραφίσω και που κάτι κατάλαβα πως μου απάντησε όταν το ρώτησα τι κάνεις; πώς τα βγάζεις πέρα μόνη σου στον βρώμικο δρόμο με το κρύο και τη βροχή;
Τον κοίταζα κάπως θορυβημένος, προσπαθώντας να ξανασκεφτώ, με άλλο πνεύμα, αυτά που ξεκίνησε να λέει για την ηλικία.
Γέλασε κοροϊδευτικά.
– Τι φαντάζεσαι τώρα, ότι τα έχασα; Μπορεί, δεν ξέρω. Θα σου πω, όμως, κάτι ακόμα, κι αποφάσισε όπως θες για την ψυχική μου κατάσταση: ο πραγματικός καλλιτέχνης όπως εγώ (στην ηλικία μου μπορώ θαυμάσια να το ισχυρίζομαι, κανείς δεν θα το παρεξηγήσει, κι αν το κάνει, πεντάρα δεν δίνω) κάποια στιγμή καταφέρνει να κατακτήσει τη γλώσσα που του επιτρέπει να συνεννοείται με τα πάντα, τις πέτρες, τα χόρτα, τα πουλιά, τη θάλασσα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευτυχία του καλλιτέχνη: όλα του μιλάνε, σε όλα μιλάει, όλα τα αφουγκράζεται, όλα τα καταλαβαίνει. Χώμα είσαι και στο χώμα επιστρέφεις, Άρη. Κατάλαβες;
Καλοκαίρι 2018: ακήρυχτος πόλεμος
Τι παράξενη εποχή! Πόσο βρόμικη! Πόσο η βαρβαρότητα καταστρέφει σ' αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο κάθε μέρα και κάτι από τον πολιτισμό, τη γνώση, την ομορφιά του κόσμου! Πού θα πάει όλο αυτό; Πού μπορεί να πάει; Πού είναι το τέρμα; Πού βρίσκεται η νέα αρχή; Αυτό αναρωτιόμαστε όσοι κρατάμε ακόμα το μυαλό και την καρδιά αλώβητες από τις κουτσουλιές των πολεμοκάπηλων και μισθοφόρων media. Αυτό είναι ένα από τα πιο φριχτά καλοκαίρια των τελευταίων ετών. Για χίλιους δυο παγκόσμιους λόγους.
|
Καλό καλοκαίρι σε όλους!
Καλή δύναμη σε όλους! Καλή ξεκούραση σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά!
Καλή δύναμη σε όλους! Καλή ξεκούραση σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά!
ΑΘΗΝΑ: ΒLOOMSDAY 2018
Ανήμερα της Bloomsday παρουσίασα την καινούργια έκδοση του Giacomo Joyce του Τζέιμς Τζόις με τη μορφή σεμιναρίου μυητικού στο έργο του Ιρλανδού. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε παρόλο που η μέρα δεν ενδεικνυόταν (κακοκαιρία, συλλαλητήριο ανεγκέφαλων για Μακεδονικό, Σάββατο κ.λπ.). Ο αναγνώστης μπορεί να κρίνει μόνος του αν αυτό το σεμινάριο υπήρξε ενδιαφέρον. Άκουσα ότι, ναι, υπήρξε.
Εγώ, όμως, σε όλη τη διάρκειά του αισθανόμουν κουρασμένος, πολύ κουρασμένος. Σαν να γέρασα ξαφνικά. Η μοχθηρία, η συμπλεγματικότητα των μικρών ανθρώπων, διάφορα τέτοια πραγματάκια που φθείρουν τον άνθρωπο, με είχαν πληγώσει από την προηγουμένη ημέρα μέσα στην ίδια τη δουλειά μου, στις εκδόσεις μου. Όποιος με γνωρίζει καλά, θα προσέξει στο βίντεο αυτή τη στενόχωρη κατάσταση πώς ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου, την ώρα που επιχειρώ να εξηγήσω τον απαιτητικό Ιρλανδό μου. Η μοχθηρία και η συκοφαντία, πάντα το λέω αυτό, είναι ανίκητες καταστάσεις.
Εγώ, όμως, σε όλη τη διάρκειά του αισθανόμουν κουρασμένος, πολύ κουρασμένος. Σαν να γέρασα ξαφνικά. Η μοχθηρία, η συμπλεγματικότητα των μικρών ανθρώπων, διάφορα τέτοια πραγματάκια που φθείρουν τον άνθρωπο, με είχαν πληγώσει από την προηγουμένη ημέρα μέσα στην ίδια τη δουλειά μου, στις εκδόσεις μου. Όποιος με γνωρίζει καλά, θα προσέξει στο βίντεο αυτή τη στενόχωρη κατάσταση πώς ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου, την ώρα που επιχειρώ να εξηγήσω τον απαιτητικό Ιρλανδό μου. Η μοχθηρία και η συκοφαντία, πάντα το λέω αυτό, είναι ανίκητες καταστάσεις.
ΙΡΛΑΝΔΙΑ: ΛΙΓΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
…μια γυναίκα ό,τι κι αν κάνει ξέρει πού να σταματήσει [...]
δεν ξέρουν τι σημαίνει να είσαι γυναίκα και μητέρα [...]
θα ήταν πολύ καλύτερα αν κυβερνούσαν γυναίκες τον κόσμο
δεν ξέρουν τι σημαίνει να είσαι γυναίκα και μητέρα [...]
θα ήταν πολύ καλύτερα αν κυβερνούσαν γυναίκες τον κόσμο
Το συντριπτικό ποσοστό με το οποίο οι Ιρλανδοί ψήφισαν ΝΑΙ στο δημοψήφισμα για τις αμβλώσεις έχει τεράστια ιστορική σημασία. Η Ιρλανδία δεν ήταν απλώς η χώρα με την πιο συντηρητική νομοθεσία στο θέμα. Ήταν (και ακόμα παραμένει) δέσμια μιας Καθολικής Εκκλησίας που κακοποίησε γενιές και γενιές παιδιών και γυναικών, που ευνούχισε γενιές και γενιές πολιτών, που έπνιξε στον φονταμενταλιστικό σκοταδισμό της γενιές και γενιές Ιρλανδών – αναγκάζοντας πάρα πολλούς (ο Τζόις είναι ένα ελάχιστο παράδειγμα) να την εγκαταλείψουν, να την διαγράψουν ως πατρίδα.
|
Ulysses, XVIII (Πηνελόπη), απόσπασμα από τον μονόλογο της Μόλι.
|
ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ ΘΑΒΟΥΝ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ
ΜΑΗΣ ΤΟΥ '68
Ο Μάης του '68 καθόρισε τα οράματα, τις ελπίδες, τις αγωνίες και τους αγώνες μιας ολόκληρης γενιάς. Πλήθος οι αναλύσεις, ειδικά φέτος, 50 χρόνια μετά από εκείνο το πάθος, την έκρηξη, την επιθυμία, την ανταρσία, την εξέγερση.
Ένα κεφάλαιο στο Χαστουκόδεντρο (2012) είναι αφιερωμένο σ' αυτό το γεγονός. Επειδή περιέχει μερικά από τα πιο σημαντικά στοιχεία της τότε ιδεολογικής σύγκρουσης στους κόλπους της αριστεράς, «θεσμικής» και κινηματικής / εξεγερσιακής – στοιχεία που άμεσα αφορούν και την ελληνική ιστορία της Αριστεράς, θεωρούμε ότι έχει ορισμένο ενδιαφέρον. Μπορείτε να το κατεβάσετε εδώ.
|
|
GIACOMO JOYCE
Η απόκρυφη ιστορία του Τζέιμς Τζόις στην Τεργέστη, αρχές του εικοστού αιώνα
Η απόκρυφη ιστορία του Τζέιμς Τζόις στην Τεργέστη, αρχές του εικοστού αιώνα
Επιτέλους εκδόθηκε σε νέα σχολιασμένη μετάφραση ένα βιβλίο που, όπως το διατύπωσε σε ανύποπτο χρόνο ο επιφανής τζοϊσιολόγος Φριτζ Σεν,* είναι: «…το πρώτο κείμενο που πρέπει να πάρει στα χέρια του ένας νέος αναγνώστης με στόχο την εκπαίδευσή του στον Τζόις». Περισσότερα εδώ και εδώ.
* Senn Fritz, «On not coming to terms with Giacomo Joyce» στο Hypermedia Joyce Studies, τ. 3, τεύχος 2, Ιανουάριος 2003. |
KOΡΙΤΣΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Κάθε άνοιξη, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η εικόνα των γυναικών και, κυρίως, των νέων κοριτσιών 20-25 χρονών* που φοράνε ελαφρά χρωματιστά φουστάνια και περπατάνε ανέμελα στον δρόμο δυο δυο, ανοίγοντας με χαμόγελο το βλέμμα, το βήμα, την ψυχή τους στις τρυφερές μυρωδιές της νερατζιάς, της γλυσίνας και στον υποσχετικό ήλιο, με τρελαίνει, με πλημμυρίζει χαρά, όρεξη να ξαναρχίσω τη ζωή μου από την αρχή, ακόμα και τώρα εβδομήντα χρονών.
----------------------------- * Στατιστικά μιλώντας, κυρίως σ' αυτές τις ηλικίες οι γυναίκες μπορούν να περπατάνε ανέμελα. Aργότερα, στο σπίτι και στη δουλειά, οι άντρες-αφεντικά τις βαραίνουν απελπιστικά πολύ. |
ΕΥΤΥΧΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Τις τελευταίες μέρες ανώνυμα φασιστοειδή κατ' επανάληψη παραβίασαν τον προσωπικό μου λογαριασμό στο Facebook με τη μορφή συστηματικής επίθεσης με ιούς κλπ. Οπότε τον κατήργησα και ησύχασα. Μην τρελαθούμε κιόλας. Κάτι τέτοιες στιγμές, μετά από τον πρώτο πανικό, λέω: ευτυχώς, υπάρχει η θάλασσα.
Το εδώ βίντεο τραβήχτηκε την περασμένη εβδομάδα στην περιοχή του Να στην Ικαρία. Όλο αυτό το πανοραμικό πλάνο, από τους θαλασσοδαρμένους βράχους έως το θυελλώδες νερό εκφράζει απόλυτα την ψυχή μου. Ναι, δεν ησυχάζω ποτέ.
Το εδώ βίντεο τραβήχτηκε την περασμένη εβδομάδα στην περιοχή του Να στην Ικαρία. Όλο αυτό το πανοραμικό πλάνο, από τους θαλασσοδαρμένους βράχους έως το θυελλώδες νερό εκφράζει απόλυτα την ψυχή μου. Ναι, δεν ησυχάζω ποτέ.
Οι νέοι εραστές της Φλώρας
Είναι μεγάλη χαρά και πηγή διαρκούς έμπνευσης για έναν συγγραφέα να διαπιστώνει ότι ορισμένα βιβλία του διαβάζονται ξανά και ξανά, συζητιούνται, κρίνονται από νέους αναγνώστες. Η Μανία με την Άνοιξη (Α’ εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006, Β’ εκδ. Τόπος 2009) είναι από τα βιβλία εκείνα που δικαιωματικά εντάσσονται σ’ αυτή την κατηγορία της διαρκούς επανανάγνωσης. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι νεότερες αναγνώσεις από ανθρώπους νέους, τόσο από την άποψη της ηλικίας όσο και της κριτικής στάσης, καταφέρνουν να διαβάζουν το βιβλίο ως αυτό που είναι και όχι ως αυτό που θα ήθελαν να είναι. Με άλλα λόγια, δίχως τα μυωπικά γυαλιά της κυρίαρχης άτολμης και βαριεστισμένης κριτικής.
Το 2016 η κ. Βασιλική Πέτσα στον τόμο Όταν γράφει το μολύβι: Πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία (εκδ. Πόλις) αφιέρωσε αρκετές σελίδες (128-145) σε μια προσπάθεια να διερευνήσει το διά της λογοτεχνικής οδού πολιτικό υπόστρωμα του βιβλίου. Ιδού ένα δείγμα της κριτικής της ανάγνωσης (σ. 38-39): «…Στη Μανία με την Άνοιξη του Άρη Μαραγκόπουλου, υλοποιείται μια πολυδιάστατη και ιστορικά προσδιορισμένη πραγμάτευση του φαινομένου της πολιτικής βίας, που περιλαμβάνει τη διερεύνηση των ιστορικών του αιτίων, των ιδεολογικών του ερεισμάτων, την εξέταση των κοινωνικών στάσεων απέναντι στη βία στο πλαίσιο τόσο θεωρητικών συζητήσεων, όσο και της βιωμένης εμπειρίας, την αναζήτηση εναλλακτικής κατεύθυνσης σε πολιτικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Η προοπτική ανάδυσης μιας νέας εξεγερσιακής δυναμικής, ενσαρκώσεις της οποίας αποτελούν τα δύο νεαρά κορίτσια που πρωταγωνιστούν, προϋποθέτει την υπέρβαση της μελαγχολικής προσκόλλησης στα τραύματα του παρελθόντος, τη μετατροπή της μνησικακίας σε γνήσιο πολιτικό αίτημα και τη σύνδεση των σημερινών διεκδικήσεων με την ιστορική παράδοση των μαχητικών αγώνων. Η διαλεκτική αντιπαράθεση ή σύνδεση παρόντος και παρελθόντος δημιουργεί ένα πεδίο συμβαντικό, στο οποίο δύναται να εκδηλωθεί το απρόβλεπτο ως έκφανση του καινούργιου στο πεδίο της πολιτικής.»
Τον περασμένο Νοέμβρη η κ. Μαρία Ρήγα σε ένα προσεκτικό σημείωμά της εδώ ανέδειξε με εντυπωσιακό τρόπο τον ρόλο και τη λειτουργία της κεντρικής ηρωίδας της Φλώρας, σε σύγκριση μάλιστα με την κυρίαρχη ηρωίδα του Τσίρκα στη Χαμένη Άνοιξη. Ιδού δύο ενδιαφέροντα σημεία από τη δική της συγκριτική ανάγνωση, το πρώτο ως προς τη Φλώρα του Τσίρκα: «…Η κοινωνία δεν είναι έτοιμη για μια Φλώρα. Ακόμα και ο Αντρέας, σύντροφος που επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από χρόνια στη Σοβιετική Ένωση βιάζεται να την περιορίσει και να την βάλει σε καλούπι πριν καν προλάβει να τη γευτεί. Σε όλο το βιβλίο ένιωθα ότι η Φλώρα πρέπει να φύγει από αυτή τη πόλη που πνίγεται μέσα στα ίδια της απωθημένα, είτε αυτά είναι ηθικά, σεξουαλικά είτε πολιτικά. Η Φλώρα στα μάτια μου αντιπροσωπεύει την χαμένη άνοιξη.» Ως προς τη νεότερη Φλώρα: «…Στο βιβλίο του Μαραγκόπουλου η Φλώρα πλέον έχει αποκτήσει δύναμη, ωριμότητα και ελευθερία. […] Η Φλώρα ώριμη πλέον και σεξουαλικά συνειδητοποιημένη σωματοποιεί τη ζωή ως δύναμη και ως βία. Η ωμή βία, η πρωτόγονη απόλαυση πέρα από περιορισμούς, η ένταση της τιμωρίας πέρα από ηθική. Η Φλώρα πέρα από κάθε ηλικία, γλυκιά, αιώνια, άφθαρτη και ανίκητη. Η ζωή που χτυπά χωρίς αριστοτελικές μεσότητες. Το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό. Η δύναμη που παλεύει να δημιουργήσει μια νέα ζωή, μέσα από το παράδοξο της απαξίωσης της. Η Φλώρα θα νικηθεί μόνο μέσα από την κοινωνική απόρριψη. Όσο έχει τον κόσμο μαζί της δεν είναι μια απλή θνητή.»
Πριν λίγες ημέρες πάλι, στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ο Αναγνώστης, παρατίθεται μια νεότερη ανάγνωση (από τον κ. Νικόλα Καλόγηρο) που δοκιμάζει να εντοπίσει τη διακειμενική λειτουργία ανάμεσα στα δύο βιβλία, στις δύο Ανοίξεις, στις δύο Φλώρες, στις δύο αφηγήσεις. Ένα απόσπασμα και από αυτή την κριτική: «…Οι τεχνικές του λογοτεχνικού bricolage που μετέρχεται ο συγγραφέας με τρόπο εντούτοις ρεαλιστικό, το παιχνίδι των αναλογιών όπου η παραφθαρμένη λογοτεχνική μνήμη του opus minor (όπως τόσο άστοχα έχει φευ χαρακτηριστεί) του Στρατή Τσίρκα που στροβιλίζει τους χαρακτήρες, αναδιανέμει κειμενικά συμφραζόμενα, επανανοηματοδοτεί συγκεκριμένες φράσεις/εδάφια και αναδιατάσσει ριζικά τα πιόνια στην πεζογραφική σκακιέρα είναι δηλωτικά της ευγένειας με βάση την οποία προσεγγίζονται οι πρώτες του ύλες της γραφής. Το γεγονός δε, ότι η Χαμένη Άνοιξη διαβάζεται ως μυθιστόρημα μέσα στο βιβλίο από τη Μαρία (και το ότι αναφέρονται ρητά οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου) προσθέτει περαιτέρω στοιχεία μιας λογοτεχνικής μετα-γλώσσας, ένα είδος inception στο στυλ της μοσχοβίτικης μπάμπουσκας που περικλείει και περικλείεται ταυτόχρονα κι εξακολουθητικά, αντιλαλώντας τον συγκλονιστικό τρόπο του Πόε να αναρωτιέται για το αν όλα όσα βλέπουμε είναι «όνειρο μέσα σε όνειρο».
Το 2016 η κ. Βασιλική Πέτσα στον τόμο Όταν γράφει το μολύβι: Πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία (εκδ. Πόλις) αφιέρωσε αρκετές σελίδες (128-145) σε μια προσπάθεια να διερευνήσει το διά της λογοτεχνικής οδού πολιτικό υπόστρωμα του βιβλίου. Ιδού ένα δείγμα της κριτικής της ανάγνωσης (σ. 38-39): «…Στη Μανία με την Άνοιξη του Άρη Μαραγκόπουλου, υλοποιείται μια πολυδιάστατη και ιστορικά προσδιορισμένη πραγμάτευση του φαινομένου της πολιτικής βίας, που περιλαμβάνει τη διερεύνηση των ιστορικών του αιτίων, των ιδεολογικών του ερεισμάτων, την εξέταση των κοινωνικών στάσεων απέναντι στη βία στο πλαίσιο τόσο θεωρητικών συζητήσεων, όσο και της βιωμένης εμπειρίας, την αναζήτηση εναλλακτικής κατεύθυνσης σε πολιτικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Η προοπτική ανάδυσης μιας νέας εξεγερσιακής δυναμικής, ενσαρκώσεις της οποίας αποτελούν τα δύο νεαρά κορίτσια που πρωταγωνιστούν, προϋποθέτει την υπέρβαση της μελαγχολικής προσκόλλησης στα τραύματα του παρελθόντος, τη μετατροπή της μνησικακίας σε γνήσιο πολιτικό αίτημα και τη σύνδεση των σημερινών διεκδικήσεων με την ιστορική παράδοση των μαχητικών αγώνων. Η διαλεκτική αντιπαράθεση ή σύνδεση παρόντος και παρελθόντος δημιουργεί ένα πεδίο συμβαντικό, στο οποίο δύναται να εκδηλωθεί το απρόβλεπτο ως έκφανση του καινούργιου στο πεδίο της πολιτικής.»
Τον περασμένο Νοέμβρη η κ. Μαρία Ρήγα σε ένα προσεκτικό σημείωμά της εδώ ανέδειξε με εντυπωσιακό τρόπο τον ρόλο και τη λειτουργία της κεντρικής ηρωίδας της Φλώρας, σε σύγκριση μάλιστα με την κυρίαρχη ηρωίδα του Τσίρκα στη Χαμένη Άνοιξη. Ιδού δύο ενδιαφέροντα σημεία από τη δική της συγκριτική ανάγνωση, το πρώτο ως προς τη Φλώρα του Τσίρκα: «…Η κοινωνία δεν είναι έτοιμη για μια Φλώρα. Ακόμα και ο Αντρέας, σύντροφος που επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από χρόνια στη Σοβιετική Ένωση βιάζεται να την περιορίσει και να την βάλει σε καλούπι πριν καν προλάβει να τη γευτεί. Σε όλο το βιβλίο ένιωθα ότι η Φλώρα πρέπει να φύγει από αυτή τη πόλη που πνίγεται μέσα στα ίδια της απωθημένα, είτε αυτά είναι ηθικά, σεξουαλικά είτε πολιτικά. Η Φλώρα στα μάτια μου αντιπροσωπεύει την χαμένη άνοιξη.» Ως προς τη νεότερη Φλώρα: «…Στο βιβλίο του Μαραγκόπουλου η Φλώρα πλέον έχει αποκτήσει δύναμη, ωριμότητα και ελευθερία. […] Η Φλώρα ώριμη πλέον και σεξουαλικά συνειδητοποιημένη σωματοποιεί τη ζωή ως δύναμη και ως βία. Η ωμή βία, η πρωτόγονη απόλαυση πέρα από περιορισμούς, η ένταση της τιμωρίας πέρα από ηθική. Η Φλώρα πέρα από κάθε ηλικία, γλυκιά, αιώνια, άφθαρτη και ανίκητη. Η ζωή που χτυπά χωρίς αριστοτελικές μεσότητες. Το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό. Η δύναμη που παλεύει να δημιουργήσει μια νέα ζωή, μέσα από το παράδοξο της απαξίωσης της. Η Φλώρα θα νικηθεί μόνο μέσα από την κοινωνική απόρριψη. Όσο έχει τον κόσμο μαζί της δεν είναι μια απλή θνητή.»
Πριν λίγες ημέρες πάλι, στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ο Αναγνώστης, παρατίθεται μια νεότερη ανάγνωση (από τον κ. Νικόλα Καλόγηρο) που δοκιμάζει να εντοπίσει τη διακειμενική λειτουργία ανάμεσα στα δύο βιβλία, στις δύο Ανοίξεις, στις δύο Φλώρες, στις δύο αφηγήσεις. Ένα απόσπασμα και από αυτή την κριτική: «…Οι τεχνικές του λογοτεχνικού bricolage που μετέρχεται ο συγγραφέας με τρόπο εντούτοις ρεαλιστικό, το παιχνίδι των αναλογιών όπου η παραφθαρμένη λογοτεχνική μνήμη του opus minor (όπως τόσο άστοχα έχει φευ χαρακτηριστεί) του Στρατή Τσίρκα που στροβιλίζει τους χαρακτήρες, αναδιανέμει κειμενικά συμφραζόμενα, επανανοηματοδοτεί συγκεκριμένες φράσεις/εδάφια και αναδιατάσσει ριζικά τα πιόνια στην πεζογραφική σκακιέρα είναι δηλωτικά της ευγένειας με βάση την οποία προσεγγίζονται οι πρώτες του ύλες της γραφής. Το γεγονός δε, ότι η Χαμένη Άνοιξη διαβάζεται ως μυθιστόρημα μέσα στο βιβλίο από τη Μαρία (και το ότι αναφέρονται ρητά οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου) προσθέτει περαιτέρω στοιχεία μιας λογοτεχνικής μετα-γλώσσας, ένα είδος inception στο στυλ της μοσχοβίτικης μπάμπουσκας που περικλείει και περικλείεται ταυτόχρονα κι εξακολουθητικά, αντιλαλώντας τον συγκλονιστικό τρόπο του Πόε να αναρωτιέται για το αν όλα όσα βλέπουμε είναι «όνειρο μέσα σε όνειρο».
ΑΦΡΙΝ 2018: κάτι άνευ σημασίας
Την αρχαία ελληνική πόλη Κύρρο, δίπλα στον Αφρίν, τον παραπόταμο του περίφημου Ορόντη, ίδρυσαν στην περιοχή, διάδοχοι του Αλεξάνδρου (γύρω στο 300 π.χ.). Από εκεί καταγόταν ο Ανδρόνικος ο Κύρρηστος, ο χορηγός του ομώνυμου Ρολογιού (Πύργος των Αέρηδων) στην Πλάκα.
Αρμένιοι, Σύροι, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Άραβες, Σταυροφόροι, χριστιανοί, μουσουλμάνοι, καθολικοί πέρασαν από εκεί. Τι βαρβαρότητες έχουν δει αυτά τα μάρμαρα στα χώματα των Κούρδων από τα αρχαία χρόνια. Τι βλέπουν σήμερα. Τι βλέπουμε σήμερα. Η ανθρωπιστική καταστροφή έχει πολλές μορφές. Η καταστροφή της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς, η απάλειψη της ιστορικής μνήμης, είναι μία από αυτές και συνδέεται άμεσα ως πρακτική με τους συμμάχους τής ερντογανικής Τουρκίας, τους αλητόθρησκους του ISIS. Σημείωση: Σε μια από τις πρώτες αεροπορικές τους επιδρομές στην Αφρίν, τον περασμένο Γενάρη, οι Τούρκοι έβαλαν στόχο τον αρχαιότατο ναό των Χετταίων του Ain Dara (1300-740 π.Χ.) μετατρέποντας σε σκόνη το 60% των εκεί πέτρινων ερειπίων. |
Σαν σήμερα πριν σαράντα και παραπάνω χρόνια…
Σαν σήμερα πριν σαράντα και παραπάνω χρόνια, βρισκόμουν μόνος στο Café Le Luxembourg, απέναντι από τους ομώνυμους κήπους για τους οποίους διαβάσατε (ή θα διαβάσετε) και στο Πολ & Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού. Έτρωγα ένα σάντουιτς jambon-beurre μ' ένα ποτήρι κρασί. Είχα τελειώσει την άτιμη δουλειά, αισθανόμουν ευτυχής που είχα να φάω (ανέκαθεν προλετάριος) είχε όμορφο καιρό, σκεφτόμουν κάπως λοξά την Ελλάδα. Ένα ζευγάρι φιλιόταν παθιασμένα στο τραπέζι ακριβώς πίσω μου, όπως γινόταν τότε με πολύ κόσμο. Ένα νεγράκι σφύριζε καθώς διέσχιζε τα φανάρια του Σεν Μισέλ μπροστά μου.
Εκείνη την ώρα σε μια αιφνίδια επιφάνεια που δεν θα ξεχάσω ποτέ, με τον Πολ Λαφάργκ για κάποιο λόγο στο μυαλό μου, συνειδητοποίησα με μια έκλαμψη ότι γίνομαι γραφιάς. Και ναι, εκεί, σ' αυτό το καφενείο, γράφτηκαν οι πρώτες γραμμές του Όλντσμομπιλ. Είδα τη διαφήμιση του αυτοκινήτου σ' ένα περιοδικό LIFE και… ωπ! Άρχισα να γράφω σαν τρελός. Σαράντα χρόνια πριν, εκεί κοντά στη γενέθλια μέρα. Ο εικοστός πρώτος αιώνας, τα 70 χρόνια, τότε φάνταζαν πολύ μακριά. Τίποτε, τελικά, δεν είναι πολύ μακριά. Όλα είναι κοντά. Μια χαρά, μια χαρά όλα: συνεχίζουμε να πολεμάμε, συνεχίζουμε να ζούμε, αυτό έλεγα τότε, αυτό πιστεύω ακόμα. Κι έχει και σήμερα ωραίο καιρό. Καλημέρα σας. Υ.Γ. Η φωτ. στους κήπους του Λουξεμβούργου από τότε, θαρρώ. |
Hold to the now, the here,
through which all future plunges to the past.*
Φεύγει η χρονιά κι ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα που συνέβη στον ιδιοκτήτη (τι δύσκολη λέξη!) αυτού του ιστοτόπου υπήρξε η συνάντησή του με τον αγαπημένο παππού του, τον Τζέιμς-Αυγουστίνο-Αλοΐσιο Τζόις, alias Στίβεν Ντένταλους, alias Giacomo Joyce, alias Ιάκωβο Ζώη, στον τόπο όπου εκείνος πολύ πόθησε, πολύ αγάπησε, πολύ εμπνεύστηκε, πολύ μέθυσε, πολύ ταλαιπωρήθηκε και (ίσως ακριβώς γι' αυτό) πολύ έγραψε: στην αυτοκρατορική Τεργέστη των αρχών του εικοστού αιώνα. |
* Κρατήσου στο εδώ, στο τώρα, μέσα απ' αυτά όλο το μέλλον βυθίζεται στο παρελθόν (Ulysses, επεισόδιο IX: «Σκύλα & Χάρυβδη»)
ΕΡΗΜΗΝ
Το Facebook μου θύμισε χθες αυτό που είχα γράψει στις 06.11.2011, δηλαδή έξι ολόκληρα χρόνια πριν. Εκνευρίστηκα, θύμωσα, θύμωσα. Το κατέστρεψα εκεί. Το μεταφέρω εδώ αυτό το κείμενο. Για να θυμάμαι, για να θυμάστε.
Το επόμενο βήμα (για πολλοστή φορά) ερήμην όλων μας: θα βρούνε έναν Ζολώτα, έναν κάτι έμπιστο των Ξένων και άρα ανέγγιχτο από τους Εδώ. Πίσω του θα σκοτώνονται οι γνωστοί άγνωστοι, λυσσαλέα όπως επί Ζολώτα, πίσω του θα καταρρέει στην προδιαγραμμένη πορεία του το ελληνικό σύμπαν / πείραμα – κι εμείς θα φτωχαίνουμε με κάθε έννοια του όρου, κάθε μέρα και μια ήττα, κάθε μέρα και μια υποχώρηση, κάθε μέρα και μια καινούργια μάσκα υποκρισίας /σωτηρίας, απάτης / ασφάλειας, αμορφωσιάς / τάξης, έθνους / πλούτου κλπ. κ.λπ.
Στο μεταξύ, πέρα από το ΔΝΤ και τους άλλους, η ζωή θα συνεχίζεται με τον μολυσμένο αέρα και το μολυσμένο νερό, την εγκαταλελειμμένη / αχρηστεμένη ως προς τους φυσικούς πόρους χώρα, τα θλιβερά άχρηστα έξοδα για το παιδί τη μαμά και το σπίτι, και φυσικά με αταλάντευτη την πραγματική Εξουσία των ληστών που κυβερνάνε τη χώρα, κάθε χώρα: τους κλέφτες εφοριακούς, τους κλέφτες πολεοδόμους, τους κλέφτες γιατρούς, τους κλέφτες δικηγόρους, τους κλέφτες εφοπλιστές, τους κλέφτες τραπεζίτες, τους κλέφτες συνδικαλιστές (αγρότες κι εργαζόμενους) τους κλέφτες διευθυντές και προέδρους σε όλο το Δημόσιο, τους κλέφτες πολιτικούς.
Θα συνεχίζεται το «ευρωπαϊκό» πείραμα της αθλιότητας. Ερήμην όλων μας. Το ίδιο έργο, οι ίδιοι αδυσώπητοι παίκτες, το ίδιο ακροατήριο, όπως η παράσταση της «Ποντικοπαγίδας» στο Λονδίνο πενήντα τόσα χρόνια, όπως η παράσταση της «Φαλακρής Τραγουδίστριας» στο Παρίσι, άλλα τόσα χρόνια. Άλλοι συντελεστές, το ίδιο έργο. Και, last but not least, υπέρτατος δικαστής, η τηλεόραση των ευπρεπών δημοσιογράφων, θα συνεχίσει να υποβάλλει ευπρεπείς ερωτήσεις σε ευπρεπείς καλεσμένους που μηρυκάζουν μικροπολιτικά ζητηματάκια άσχετα με την πραγματική ζωή. Ερήμην μας.
Η Ιστορία, σε παρόμοιες καταστάσεις, καταγράφει συνήθως οξύτατη λαϊκή αντίδραση που, έστω και προσωρινά, αλλάζει ΡΙΖΙΚΑ το σκηνικό. Θα κληθούμε άραγε ποτέ να πάρουμε μέρος σ' ΑΥΤΗ την ανατροπή; Ή θα εκτονωθούμε πάλι στον παγκοσμιοποιημένο καναπέ της πλατείας αφήνοντας τους (στην κυριολεξία) μασκαράδες πολιτικάντες να αποφασίζουν, ακόμα και τώρα, πριν από μας για μας;
Aris Maragkopoulos
November 6, 2011
…δίχως καμιά ελπίδα ζούμε μες στον καημό
(η συμβολή μου στη σημερινή επέτειο)
(η συμβολή μου στη σημερινή επέτειο)
Είχα μια συζήτηση πάλι απόψε με τον κ. Σανιδόπουλο για τα τρέχοντα που μας βασανίζουν.
– Είναι τόσο άδικα όλα αυτά που μας συμβαίνουν, σε μας τους γερασμένους πολεμιστές, μου λέει κάποια στιγμή και σαν να δάκρυσε. – Τόσο άδικο να μην μπορούμε να κάνουμε κάτι, επανέλαβε. – Εντάξει, στον καιρό μας κάναμε ό,τι μπορούσαμε, είπα για να μην τον στενοχωρήσω. – Όχι, Άρη, όχι. Κάναμε κάποτε. Ύστερα πάψαμε να κάνουμε. Έτσι κατάφεραν να μας φέρουν ως εδώ άοπλους, κομματιασμένους, ταπεινωμένους. – Ναι, ίσως μπορούσαμε κάτι ακόμα να– τραύλισα, αλλά με διέκοψε: – Σκέφτομαι, τώρα, πως το ένα, το καίριο ελάττωμα των επαναστατημένων της γενιάς μας… (εδώ κόμπιασε) …ποιο ήταν,; – Ποιο ήταν; επανέλαβα σαν ηχώ αλλά με πραγματική απορία. – Που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ελάχιστες, βάλαμε πολύ γρήγορα το όπλο παρά πόδας, που βιαστήκαμε να χαρούμε αφρόντιστα τη ζωή. Μας έκαναν να πιστέψουμε πως με ένα Πολυτεχνείο και δυο διαδηλώσεις είχαμε εξοφλήσει το χρέος μας απέναντι στην Ιστορία. Αλλά τα χρέη στην Ιστορία, τα χρέη που κουβαλάμε απ' την αντίσταση και τον εμφύλιο, δεν εξοφλούνται έτσι εύκολα. Κούνησε το κεφάλι του συλλογισμένος, πριν συνεχίσει: – Το χρέος Άρη πηγαίνει από γενιά σε γενιά φορτωμένο νέους τόκους κάθε φορά. Σκεφτόμουν κάτι να απαντήσω σ' αυτό αλλά ο φίλος μου με πρόλαβε πριν ακόμα αρχίσω. – Είμαστε σαν τους κολασμένους του Ντάντε, είπε με ένα πικρό χαμόγελο. Ίδιο ελάττωμα, ίδια ατέλεια μας καταδίκασε σ' αυτή την κατάντια που ζούμε. – Ποιους κολασμένους; έκανα. – Εκείνους που τους βάζει στον προθάλαμο της Κόλασης, στο limbo, επειδή έζησαν πριν τον Χριστό. Βρες το μου, παρακαλώ, εκείνο το ωραίο κομμάτι που εξηγεί ο Βιργίλιος το αμάρτημά τους. Ό,τι ισχύει γι' αυτούς τους άμοιρους στο limbo ισχύει και για μας. Έφερα το βιβλίο γεμάτος απορία, έψαξα, βρήκα το κομμάτι, διάβαζα αργά Per tai difetti, non per altro rio, / semo perduti, e sol di tanto offesi, /che sanza speme vivemo in disio… κι εκείνος μετέφραζε τη δυνατή περικοπή: Γι’ αυτή την ατέλεια, κι όχι γιa άλλο κρίμα / χαθήκαμε, κι η μόνη μας τιμωρία είναι / που δίχως καμιά ελπίδα ζούμε μες στον καημό. |
Οι εχθροί του λαού
(σκέψεις μετά τις γερμανικές εκλογές της 24.09.2017)
(σκέψεις μετά τις γερμανικές εκλογές της 24.09.2017)
Το να πεις ότι οι καλοί δεν νικήθηκαν επειδή ήταν καλοί
αλλά επειδή ήταν ανήμποροι, αυτό χρειάζεται κουράγιο.
Μπέρτολντ Μπρεχτ: Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια, 1935.
Είναι πολύ ενοχλητικό να ακούς αναλύσεις για την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη.
Να τις ακούς, θέλω να πω, από αυτούς που αδιαφόρησαν και αδιαφορούν για τη διάλυση των θεσμών κοινωνικής πρόνοιας, για τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, για τη διάλυση των λαϊκών δομών κάθε είδους – εδώ και σε όλη την Ευρώπη.
Να τις ακούς από αυτούς που απαξίωσαν και απαξιώνουν τα προσφιλή τους «δημοκρατικά» κόμματα αδιαφορώντας για τους νεο (και κρυπτο-)φασίστες που τα ίδια βαθμιαία ενσωμάτωσαν στις τάξεις τους – εδώ και σε όλη την Ευρώπη.
Να τις ακούς από αυτούς που αδιαφόρησαν τις κρίσιμες εκείνες ώρες που τα παράνομα γκρουπούσκουλα των αλητοναζιστών, με αφετηρία τη λαϊκή αγανάκτηση της πλατείας και του καναπέ, αναδείχτηκαν σε καθόλα νόμιμες κοινοβουλευτικές δυνάμεις – εδώ και σε όλη την Ευρώπη.
Να τις ακούς από αυτούς που σε καθημερινή βάση υιοθετούν τη ρητορική μίσους του ναζί λαϊκισμού, από αυτούς που τους εξυπηρετεί να ρητορεύουν για φασισμό των δύο άκρων ενώ κλείνουν αυτιά και μάτια στις φασιστικές πράξεις καταστολής των λαϊκών ελευθεριών και δικαιωμάτων από το φασίζον κράτος – εδώ και σε όλη την Ευρώπη.
Να τις ακούς, τέλος, από αυτούς που, στο λεξιλόγιό τους, το απηρχαιωμένο ναζί σκιάχτρο για τον Εβραίο απλώς αντικαταστάθηκε από το σύγχρονο ναζί σκιάχτρο για τον Μετανάστη – εδώ και σε όλη την Ευρώπη.
Κι ωστόσο, όλα αυτά δεν ενοχλούν τόσο όταν ακούγονται από τις μαριονέτες της επαγγελματικής πολιτικής του κοινοβουλίου, όλοι, λίγο ως πολύ, καταλαβαίνουν πια το πληρωμένο παιχνίδι τους. Αυτά ενοχλούν κυρίως όταν ακούγονται από ανθρώπους υποτίθεται με ορισμένη παιδεία και μόρφωση: κάτι ποετάσκους, κάτι συγγραφίσκους, κάτι εκδοτίσκους, κάτι πανεπιστημιακούς καθηγητίσκους, κάτι δημοσιογραφίσκους, κάτι λίγο απ' όλα εχθρούς του λαού.
Να τις ακούς, θέλω να πω, από αυτούς που αδιαφόρησαν και αδιαφορούν για τη διάλυση των θεσμών κοινωνικής πρόνοιας, για τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, για τη διάλυση των λαϊκών δομών κάθε είδους – εδώ και σε όλη την Ευρώπη.
Να τις ακούς από αυτούς που απαξίωσαν και απαξιώνουν τα προσφιλή τους «δημοκρατικά» κόμματα αδιαφορώντας για τους νεο (και κρυπτο-)φασίστες που τα ίδια βαθμιαία ενσωμάτωσαν στις τάξεις τους – εδώ και σε όλη την Ευρώπη.
Να τις ακούς από αυτούς που αδιαφόρησαν τις κρίσιμες εκείνες ώρες που τα παράνομα γκρουπούσκουλα των αλητοναζιστών, με αφετηρία τη λαϊκή αγανάκτηση της πλατείας και του καναπέ, αναδείχτηκαν σε καθόλα νόμιμες κοινοβουλευτικές δυνάμεις – εδώ και σε όλη την Ευρώπη.
Να τις ακούς από αυτούς που σε καθημερινή βάση υιοθετούν τη ρητορική μίσους του ναζί λαϊκισμού, από αυτούς που τους εξυπηρετεί να ρητορεύουν για φασισμό των δύο άκρων ενώ κλείνουν αυτιά και μάτια στις φασιστικές πράξεις καταστολής των λαϊκών ελευθεριών και δικαιωμάτων από το φασίζον κράτος – εδώ και σε όλη την Ευρώπη.
Να τις ακούς, τέλος, από αυτούς που, στο λεξιλόγιό τους, το απηρχαιωμένο ναζί σκιάχτρο για τον Εβραίο απλώς αντικαταστάθηκε από το σύγχρονο ναζί σκιάχτρο για τον Μετανάστη – εδώ και σε όλη την Ευρώπη.
Κι ωστόσο, όλα αυτά δεν ενοχλούν τόσο όταν ακούγονται από τις μαριονέτες της επαγγελματικής πολιτικής του κοινοβουλίου, όλοι, λίγο ως πολύ, καταλαβαίνουν πια το πληρωμένο παιχνίδι τους. Αυτά ενοχλούν κυρίως όταν ακούγονται από ανθρώπους υποτίθεται με ορισμένη παιδεία και μόρφωση: κάτι ποετάσκους, κάτι συγγραφίσκους, κάτι εκδοτίσκους, κάτι πανεπιστημιακούς καθηγητίσκους, κάτι δημοσιογραφίσκους, κάτι λίγο απ' όλα εχθρούς του λαού.
Μνήμες από Αύγουστο
Θυμάμαι πριν κάποια χρόνια (2006), ήταν αρχές Αυγούστου, που κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχα τελειώσει τη Μανία με την Άνοιξη. Έτρεξα, όλος ενθουσιασμό (αυτός είναι ο χαρακτήρας μου) να το μεταφέρω στη νεότερη κόρη μου Ρόζα που ήταν επίσης στην Αθήνα και στον (τότε) Άγγλο φίλο της (γνώριζαν πάνω κάτω την πλοκή του βιβλίου).
Κι εξηγούσα διά μακρών στη γλώσσα του ξένου, σαν μικρό παιδί που χαίρεται για την πρώτη του έκθεση στο σχολείο, το τέλος του βιβλίου με την αναφορά στο Πρόγραμμα της Γκότα κλπ. κλπ. και μετά τους πήρα μαζί να κολυμπήσουμε και να τιμήσουμε το συμβάν με κανένα μικρόψαρο και ρακές εκεί προς τον Μαραθώνα. |
Κι ακόμα τελείωνε Αύγουστος του 2012 όταν ένα απόγεμα, κατάκοπος από τη ζέστη (είχε καύσωνα και τότε), με τουμπανιασμένη την κοιλιά μου από γαστρεντερίτιδα, μέσα σε οδυνηρές στενοχώριες εξαιτίας της κρίσης, συνειδητοποίησα επίσης ότι Το Χαστουκόδεντρο μπορούσε επιτέλους να φύγει από τα χέρια μου!
Μην ρωτήσετε, επομένως, πότε τέλειωσε οριστικά το Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού: ο Αύγουστος με αγαπά, το καλοκαίρι το αγαπώ, η πόλη με αφήνει ήσυχο αυτόν τον μήνα και, ναι, αυτός ο μήνας θεραπεύει ανέκαθεν τους καημούς μου με τον καλύτερο τρόπο. |
Ο φόβος τους
Η σκέψη που με σκοτώνει, είπε ο κ. Σανιδόπουλος, είναι ότι ενώ ζούμε όλοι ανεξαιρέτως κάτω από το υπερεθνικό / πολυεθνικό δίκτυο ανομίας που διαχειρίζονται οι μαφίες με τα όπλα, τα ναρκωτικά και την πορνεία· ένα δίκτυο όπου το δίκαιο του ισχυρού είναι εδώ και μερικές δεκαετίες το δίκαιο μιας υπεράνω κράτους και οποιουδήποτε δικαίου ή ηθικής παγκοσμιοποιημένης χρηματιστικής εξουσίας· ένα δίκτυο που σε αγαστή (ή έστω: εξαναγκασμένη) συνεργασία με τις κυβερνήσεις-μαριονέτες ρυθμίζει ποιος θα σκοτώνεται και πού, με την έννοια ότι καθορίζει ποιο μέρος στον παγκόσμιο χάρτη θα συρρικνώνεται κάθε τόσο σε χωματερή ανθρώπινων αποβλήτων, ποιο κράτος θα μετατρέπεται σε φυλακή δούλων, ποιο κράτος θα υποβαθμίζεται ως συλλογική οντότητα κλπ.· ένα δίκτυο τέλος που, και μόνον η αναγνώρισή του ως παγκόσμιας εγκληματικής μαφίας των τραπεζιτών, αρκεί ως εξήγηση για το γεγονός ότι κάμποσοι από τα ανθρώπινα απόβλητα υιοθετούν τον οποιοδήποτε φονταμενταλισμό / λαϊκισμό βγάζοντας στο όνομά του την οργή τους ενάντια στο ανώνυμο, απρόσωπο, άχρωμο και άοσμο Δίκτυο χτυπώντας τυφλά το ανώνυμο, απρόσωπο, άχρωμο και άοσμο πλήθος–
Σταμάτησε το ίδιο απότομα όπως είχε ξεκινήσει. Σαν να σκεφτόταν τα ίδια του τα λόγια. Έπαψε να κόβει βόλτες στο δωμάτιο, κάθισε.
Δίστασα λίγο πριν τολμήσω: συνέχισα όπως όπως τον λόγο του για να δω πού ήθελε τέλος πάντων να καταλήξει:
Η σκέψη που σε σκοτώνει, επανέλαβα σαν ηχώ, είναι ότι ενώ ζούμε κάτω από αυτό το υπερεθνικό δίκτυο ανομίας– σταμάτησα το ίδιο απότομα όπως είχε σταματήσει εκείνος.
…ο περισσότερος κόσμος εξακολουθεί να κρίνει τα πάντα με μέτρο τον παλιό κόσμο, την παλιά αριστερά, την παλιά αναρχία, την παλιά αστική ηθική, το παλιό δίκαιο… συνέχισε εκείνος εντελώς ήρεμα, σαν να μην είχε σταματήσει ποτέ.
Το έχω ξαναπεί και θα το επαναλάβω, πρόσθεσε πολύ σοβαρά. Οι μετανάστες, οι πρόσφυγες όλοι αυτοί είναι το μέλλον. Μπορεί το Δίκτυο να πείθει τους πάντες ότι αυτοί είναι το Κακό, μέσα από μια καλά υπολογισμένη και καλά διαδικτυωμένη επιθετική ρητορική που ποντάρει στον Φόβο όλων για το μέλλον, όμως από αυτούς τους ανθρώπους θα διαταραχτεί αργά ή γρήγορα η εντροπία του συστήματος. Από τα κοινωνικά απόβλητα, επανέλαβε. Κι ίσως η Ελλάδα, που κι αυτήν τη μετατρέπουν αργά άλλα σταθερά σε απόβλητη χώρα, να καταφέρει έτσι να βρεθεί δίπλα στον επικείμενο σεισμό. Οπότε ακόμα κι αυτοί που τώρα δεν θέλουν, θα θελήσουν. Κι αυτοί που λένε τώρα πως δεν μπορούν θα μπορέσουν.
Οι μετανάστες είναι πραγματικά αδέρφια μας αλλά δεν το ξέρει ούτε καν ο κόσμος που παίρνει το μέρος τους. Τους αντιμετωπίζει πάντα ως εξωτικά πλάσματα. Δεν καταλαβαίνει την εκλεκτική μας συγγένεια. Δεν καταλαβαίνει πώς γυρίζει τώρα ο μαφιόζικος κόσμος. Σκέφτονται οι περισσότεροι με τα μυαλά του εικοστού αιώνα. Δεν βλέπουν την αλλαγή.
Πώς να το κάνουμε. Είμαστε κι εμείς ένα είδος απόβλητα στο μαλακό υπογάστριο του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αργούμε να γίνουμε Βουλγαρία, εργοστάσιο δούλων. Αργούμε να γίνουμε Αλβανία εισαγωγαί – εξαγωγαί δούλων. Τους ενοχλούμε, οι Έλληνες, για χίλιους λόγους τους global τραπεζίτες. Πιο σωστά: μας φοβούνται. Κι αυτός είναι ο ωραιότερος φόβος στον κόσμο. Να σε φοβούνται οι ασφαλισμένοι, οι διαχειριστές του Δικτύου, οι απρόσωποι, οι άχρωμοι, οι άπιαστοι. Ωραιότερος φόβος από αυτόν δεν υπάρχει! κάγχασε.
Ας πιούμε σ’ αυτόν τον Φόβο, τον δικό τους, έκανε το ίδιο αυθόρμητα όπως είχε ξεκινήσει και έτεινε μπροστά του το ποτήρι του με τη ρακή.
Στον Φόβο τους! είπε και κάτι σαν να άστραψε στα μάτια του.
Στον Φόβο τους! επανέλαβα.
Σταμάτησε το ίδιο απότομα όπως είχε ξεκινήσει. Σαν να σκεφτόταν τα ίδια του τα λόγια. Έπαψε να κόβει βόλτες στο δωμάτιο, κάθισε.
Δίστασα λίγο πριν τολμήσω: συνέχισα όπως όπως τον λόγο του για να δω πού ήθελε τέλος πάντων να καταλήξει:
Η σκέψη που σε σκοτώνει, επανέλαβα σαν ηχώ, είναι ότι ενώ ζούμε κάτω από αυτό το υπερεθνικό δίκτυο ανομίας– σταμάτησα το ίδιο απότομα όπως είχε σταματήσει εκείνος.
…ο περισσότερος κόσμος εξακολουθεί να κρίνει τα πάντα με μέτρο τον παλιό κόσμο, την παλιά αριστερά, την παλιά αναρχία, την παλιά αστική ηθική, το παλιό δίκαιο… συνέχισε εκείνος εντελώς ήρεμα, σαν να μην είχε σταματήσει ποτέ.
Το έχω ξαναπεί και θα το επαναλάβω, πρόσθεσε πολύ σοβαρά. Οι μετανάστες, οι πρόσφυγες όλοι αυτοί είναι το μέλλον. Μπορεί το Δίκτυο να πείθει τους πάντες ότι αυτοί είναι το Κακό, μέσα από μια καλά υπολογισμένη και καλά διαδικτυωμένη επιθετική ρητορική που ποντάρει στον Φόβο όλων για το μέλλον, όμως από αυτούς τους ανθρώπους θα διαταραχτεί αργά ή γρήγορα η εντροπία του συστήματος. Από τα κοινωνικά απόβλητα, επανέλαβε. Κι ίσως η Ελλάδα, που κι αυτήν τη μετατρέπουν αργά άλλα σταθερά σε απόβλητη χώρα, να καταφέρει έτσι να βρεθεί δίπλα στον επικείμενο σεισμό. Οπότε ακόμα κι αυτοί που τώρα δεν θέλουν, θα θελήσουν. Κι αυτοί που λένε τώρα πως δεν μπορούν θα μπορέσουν.
Οι μετανάστες είναι πραγματικά αδέρφια μας αλλά δεν το ξέρει ούτε καν ο κόσμος που παίρνει το μέρος τους. Τους αντιμετωπίζει πάντα ως εξωτικά πλάσματα. Δεν καταλαβαίνει την εκλεκτική μας συγγένεια. Δεν καταλαβαίνει πώς γυρίζει τώρα ο μαφιόζικος κόσμος. Σκέφτονται οι περισσότεροι με τα μυαλά του εικοστού αιώνα. Δεν βλέπουν την αλλαγή.
Πώς να το κάνουμε. Είμαστε κι εμείς ένα είδος απόβλητα στο μαλακό υπογάστριο του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αργούμε να γίνουμε Βουλγαρία, εργοστάσιο δούλων. Αργούμε να γίνουμε Αλβανία εισαγωγαί – εξαγωγαί δούλων. Τους ενοχλούμε, οι Έλληνες, για χίλιους λόγους τους global τραπεζίτες. Πιο σωστά: μας φοβούνται. Κι αυτός είναι ο ωραιότερος φόβος στον κόσμο. Να σε φοβούνται οι ασφαλισμένοι, οι διαχειριστές του Δικτύου, οι απρόσωποι, οι άχρωμοι, οι άπιαστοι. Ωραιότερος φόβος από αυτόν δεν υπάρχει! κάγχασε.
Ας πιούμε σ’ αυτόν τον Φόβο, τον δικό τους, έκανε το ίδιο αυθόρμητα όπως είχε ξεκινήσει και έτεινε μπροστά του το ποτήρι του με τη ρακή.
Στον Φόβο τους! είπε και κάτι σαν να άστραψε στα μάτια του.
Στον Φόβο τους! επανέλαβα.
Σαν σήμερα πριν πενήντα χρόνια. Η χούντα με βρήκε στα δεκαεννιά μου χρόνια. Δεν ξεχνώ εκείνη την αποφράδα μέρα. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ποτέ. Και μέχρι να πεθάνω θα κάνω πάντα ό,τι περνάει από το χέρι μου ώστε κανείς να μην την ξεχνάει.
Ο φασισμός υπάρχει παντού. Είναι εχθρός της νύχτας και της μέρας, της άνοιξης και του χειμώνα, δικός μου και δικός σου, εχθρός της κάθε στιγμής. Φασισμός δεν είναι μόνο ο εμφανής ναζισμός. Φασισμός είναι ό,τι τρέφει τον φασισμό, αφού ο φασισμός αναπτύσσεται μες στα σκουπίδια: της πολιτικής, της θρησκείας, των μίντια, του χρήματος, της διαφθοράς, του κράτους, της κάθε εξουσιαστικής δομής, του κάθε εξουσιαστικού θεσμού. Ο φασισμός σε κάθε μορφή του (φονταμενταλιστική, θρησκευτική, πολιτική, κομματική, μικροπολιτική, μιλιταριστική, ρατσιστική, σεξιστική, λαϊκιστική, μεντιατική, γραφική κλπ.) είναι ένας μεταλλασσόμενος κοινωνικός ιός που για την αντιμετώπισή του, την αποδυνάμωσή του, την εξόντωσή του απαιτεί σε τακτά διαστήματα μαζικό εμβολιασμό. |
GREEK TALIBANS
Δεν θεωρώ ότι πρέπει να αφήσουμε στην άκρη με ένα «έλα, μωρέ, κάτι κωλόπαιδα είναι», τον βανδαλισμό της Βιβλιοθήκης της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής τις προάλλες. Όχι. (Μερικοί νέοι που δεν έχουν διαμορφώσει ακόμα άποψη για τα πράγματα γοητεύονται από παρόμοιους φονταμενταλιστές.) Η ανοχή σε τέτοια φαινόμενα επιτρέπει να πολλαπλασιαστούν. Το κυριότερο: επιτρέπει να τα επαναλάβουν και άλλοι, με λιγότερο «επαναστατικά» κίνητρα. Η προβοκάτσια είναι το εργαλείο του φασισμού από τότε που υπάρχει.
Με αυτό το σκεπτικό σχολιάζω εδώ, ως ένα είδος ανοιχτής επιστολής, τις αιτιάσεις που μια οργάνωση πρόβαλε για να «αναλάβει την ευθύνη» (υποτίθεται) αυτής της επίθεσης.
1. Στη Γαλλία συμβαίνουν διάφορα άγρια πράγματα από τις δυνάμεις καταστολής του αυταρχικού κράτους. Όπως συμβαίνουν κι εδώ. Όπως συμβαίνουν σε όλη την Ευρώπη. Όπως συμβαίνουν στην Αμερική των Τραμπ και σία. Πώς, επομένως, πολεμάς τον ανερχόμενο φασισμό; Πώς πολεμάς την απαθή συναίνεση στην καταστολή και στην εκ παραλλήλου περιστολή των δικαιωμάτων από το εξουσιαστικό κράτος; Πώς πολεμάς ενάντια στη σωρευτική καταιγίδα που περιορίζει ακόμα και το ελάχιστο δικαίωμα του πολίτη να ορίζει τα δικαιώματά του; Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο προβληματίζονται, μαζεύονται, διαδηλώνουν, αγωνίζονται, παλεύουν να δώσουν μια απάντηση. Σε μια εποχή που, το ξέρουμε, καμία απάντηση δεν είναι εύκολη.
2. Η παρέα που θεωρεί τον αγανακτισμένο εαυτούλη της κέντρο του κόσμου και άρα εκπρόσωπο των απανταχού καταπιεσμένων, έδωσε με την εμπρηστική πράξη της μια απάντηση: βανδαλίζεις τον πολιτισμό του καπιταλιστικού κράτους. Βανδαλίζεις τις αστικές βιβλιοθήκες, βανδαλίζεις τα αστικά μνημεία, βανδαλίζεις, με άλλα λόγια τη Γνώση, τη Μνήμη, τον Πολιτισμό του Ανθρωπισμού, το πιο ισχυρό όπλο που διαθέτουν οι καταπιεσμένοι για να δυναμώνουν τη θέλησή τους για αντίσταση, για διεκδίκηση, για περισσότερη ελευθερία. Καταστρέφεις, εν προκειμένω, μια και η Βιβλιοθήκη που βανδάλισαν αφορά την αρχαιολογία: τους τραγικούς, τον Αριστοτέλη, τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, τους λυρικούς, τον Παυσανία, τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη κλπ. κλπ. Κάνεις, με άλλα λόγια, ό,τι ακριβώς έκανε και το ΙSIS στην Παλμύρα ή οι Ταλιμπάν με τα αγάλματα του Βούδα στο Αφγανιστάν.
3. Αυτό που αποκαλούν στην προκήρυξή τους «βιτρίνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού» και «βιτρίνα της γαλλικής κουλτούρας» εκτός από «βιτρίνα» του καπιταλιστικού κράτους είναι κυρίως πολιτισμός, είναι κουλτούρα που ανήκει σε όλους, αφορά το καταπίστευμα της ανθρωπότητας από το οποίο μπορούν να αντλήσουν, να κρίνουν, να σκεφτούν, να οπλιστούν για να διεκδικήσουν ισονομία και δικαιώματα οι πάντες. Όποιος σκοτώνει τη Γνώση σκοτώνει την Ελευθερία. Κι αν κάποιος από τους αντάρτες του γλυκού νερού μου αντιτείνει ότι ο πολιτισμός είναι ταξικός και η κουλτούρα ταξική, θα συμφωνήσω, αλλά θα προσθέσω ότι, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, δεν σβήνω τον πολιτισμό, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ενδιαφέρομαι να τον οικειοποιηθώ, να τον γνωρίζω, να τον κατανοώ, να τον αναπτύξω προς το επαναστατικό μέλλον που με ενδιαφέρει.
4. «Η κρατική δικτατορία στηρίζεται στους απαθείς φιλάνθρωπους, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να σπείρει μαζικά τον φασισμό», γράφουν στην προκήρυξή τους. Το οποίο μεταφράζεται: δεν έχουμε τα κότσια να τα βάλουμε με το σύστημα μέσα από μαζικές διαδικασίες αγώνα που απαιτούν υπομονή, μόχθο και οργάνωση μιας πλατιάς λαϊκής βάσης, δεν έχουμε τα κότσια να τα βάλουμε με την πραγματική βιτρίνα του καπιταλιστικού πολιτισμού που είναι, π.χ., τα κυρίαρχα ΜΜΕ, όχι, βιαζόμαστε εμείς, είμαστε επαναστάτες του εδώ και τώρα εμείς, πηδάμε φράχτες εμείς τη νύχτα (με τους μπάτσους 200 μέτρα παραπέρα να φυλάνε τάχα το Άβατο), για μας ο ταξικός αγώνας είναι το παιχνίδι «κλέφτες κι αστυνόμοι» που παίζουμε δυο τρείς φορές τον χρόνο στα πέριξ της οδού Οικονόμου (γράφοντας στα παπάρια μας τον εργαζόμενο κόσμο της περιοχής). Για όλους αυτούς τους σοβαρότατους λόγους εμείς θα τα βάλουμε με τους υπαλλήλους της Αρχαιολογικής Σχολής, με τους καθηγητές, τους σπουδαστές της Αρχαιολογίας, τους φοιτητές, τους αρχαιογνώστες, τους αρχαιολόγους, τους αναγνώστες της βιβλιοθήκης. Θα τα βάλουμε με δυο λόγια με ανθρώπους που, το πιο πιθανό, κάμποσοι από αυτούς, έχουν τα ίδια ταξικά συμφέροντα με μας.
5. Ερώτημα άμεσο προς τους συγγραφείς της «επαναστατικής» προκήρυξης: Πότε, γαμώ το κερατό μου, επισκεφτήκατε για τελευταία φορά βιβλιοθήκη; Πότε διαβάσατε πραγματικά ένα βιβλίο; Τι σκατά ήταν αυτό το βιβλίο που διαβάσατε; Τι σκατά καταλάβατε από την ανάγνωσή του; Από πού κάνατε copy paste αυτή την παλαιοκομματική, απίστευτη παπαριά «πίσω από τη βιτρίνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, που είναι το αντικείμενο της Γαλλικής (αρχαιολογικής) Σχολής Αθηνών και τη βιτρίνα της γαλλικής κουλτούρας, κρύβεται η συστηματική τρομοκρατία και η βία αιώνων»;
_________________________________________________________________
* Το κείμενο της οργάνωσης εδώ: https://athens.indymedia.org/post/1...
Με αυτό το σκεπτικό σχολιάζω εδώ, ως ένα είδος ανοιχτής επιστολής, τις αιτιάσεις που μια οργάνωση πρόβαλε για να «αναλάβει την ευθύνη» (υποτίθεται) αυτής της επίθεσης.
1. Στη Γαλλία συμβαίνουν διάφορα άγρια πράγματα από τις δυνάμεις καταστολής του αυταρχικού κράτους. Όπως συμβαίνουν κι εδώ. Όπως συμβαίνουν σε όλη την Ευρώπη. Όπως συμβαίνουν στην Αμερική των Τραμπ και σία. Πώς, επομένως, πολεμάς τον ανερχόμενο φασισμό; Πώς πολεμάς την απαθή συναίνεση στην καταστολή και στην εκ παραλλήλου περιστολή των δικαιωμάτων από το εξουσιαστικό κράτος; Πώς πολεμάς ενάντια στη σωρευτική καταιγίδα που περιορίζει ακόμα και το ελάχιστο δικαίωμα του πολίτη να ορίζει τα δικαιώματά του; Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο προβληματίζονται, μαζεύονται, διαδηλώνουν, αγωνίζονται, παλεύουν να δώσουν μια απάντηση. Σε μια εποχή που, το ξέρουμε, καμία απάντηση δεν είναι εύκολη.
2. Η παρέα που θεωρεί τον αγανακτισμένο εαυτούλη της κέντρο του κόσμου και άρα εκπρόσωπο των απανταχού καταπιεσμένων, έδωσε με την εμπρηστική πράξη της μια απάντηση: βανδαλίζεις τον πολιτισμό του καπιταλιστικού κράτους. Βανδαλίζεις τις αστικές βιβλιοθήκες, βανδαλίζεις τα αστικά μνημεία, βανδαλίζεις, με άλλα λόγια τη Γνώση, τη Μνήμη, τον Πολιτισμό του Ανθρωπισμού, το πιο ισχυρό όπλο που διαθέτουν οι καταπιεσμένοι για να δυναμώνουν τη θέλησή τους για αντίσταση, για διεκδίκηση, για περισσότερη ελευθερία. Καταστρέφεις, εν προκειμένω, μια και η Βιβλιοθήκη που βανδάλισαν αφορά την αρχαιολογία: τους τραγικούς, τον Αριστοτέλη, τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, τους λυρικούς, τον Παυσανία, τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη κλπ. κλπ. Κάνεις, με άλλα λόγια, ό,τι ακριβώς έκανε και το ΙSIS στην Παλμύρα ή οι Ταλιμπάν με τα αγάλματα του Βούδα στο Αφγανιστάν.
3. Αυτό που αποκαλούν στην προκήρυξή τους «βιτρίνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού» και «βιτρίνα της γαλλικής κουλτούρας» εκτός από «βιτρίνα» του καπιταλιστικού κράτους είναι κυρίως πολιτισμός, είναι κουλτούρα που ανήκει σε όλους, αφορά το καταπίστευμα της ανθρωπότητας από το οποίο μπορούν να αντλήσουν, να κρίνουν, να σκεφτούν, να οπλιστούν για να διεκδικήσουν ισονομία και δικαιώματα οι πάντες. Όποιος σκοτώνει τη Γνώση σκοτώνει την Ελευθερία. Κι αν κάποιος από τους αντάρτες του γλυκού νερού μου αντιτείνει ότι ο πολιτισμός είναι ταξικός και η κουλτούρα ταξική, θα συμφωνήσω, αλλά θα προσθέσω ότι, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, δεν σβήνω τον πολιτισμό, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ενδιαφέρομαι να τον οικειοποιηθώ, να τον γνωρίζω, να τον κατανοώ, να τον αναπτύξω προς το επαναστατικό μέλλον που με ενδιαφέρει.
4. «Η κρατική δικτατορία στηρίζεται στους απαθείς φιλάνθρωπους, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να σπείρει μαζικά τον φασισμό», γράφουν στην προκήρυξή τους. Το οποίο μεταφράζεται: δεν έχουμε τα κότσια να τα βάλουμε με το σύστημα μέσα από μαζικές διαδικασίες αγώνα που απαιτούν υπομονή, μόχθο και οργάνωση μιας πλατιάς λαϊκής βάσης, δεν έχουμε τα κότσια να τα βάλουμε με την πραγματική βιτρίνα του καπιταλιστικού πολιτισμού που είναι, π.χ., τα κυρίαρχα ΜΜΕ, όχι, βιαζόμαστε εμείς, είμαστε επαναστάτες του εδώ και τώρα εμείς, πηδάμε φράχτες εμείς τη νύχτα (με τους μπάτσους 200 μέτρα παραπέρα να φυλάνε τάχα το Άβατο), για μας ο ταξικός αγώνας είναι το παιχνίδι «κλέφτες κι αστυνόμοι» που παίζουμε δυο τρείς φορές τον χρόνο στα πέριξ της οδού Οικονόμου (γράφοντας στα παπάρια μας τον εργαζόμενο κόσμο της περιοχής). Για όλους αυτούς τους σοβαρότατους λόγους εμείς θα τα βάλουμε με τους υπαλλήλους της Αρχαιολογικής Σχολής, με τους καθηγητές, τους σπουδαστές της Αρχαιολογίας, τους φοιτητές, τους αρχαιογνώστες, τους αρχαιολόγους, τους αναγνώστες της βιβλιοθήκης. Θα τα βάλουμε με δυο λόγια με ανθρώπους που, το πιο πιθανό, κάμποσοι από αυτούς, έχουν τα ίδια ταξικά συμφέροντα με μας.
5. Ερώτημα άμεσο προς τους συγγραφείς της «επαναστατικής» προκήρυξης: Πότε, γαμώ το κερατό μου, επισκεφτήκατε για τελευταία φορά βιβλιοθήκη; Πότε διαβάσατε πραγματικά ένα βιβλίο; Τι σκατά ήταν αυτό το βιβλίο που διαβάσατε; Τι σκατά καταλάβατε από την ανάγνωσή του; Από πού κάνατε copy paste αυτή την παλαιοκομματική, απίστευτη παπαριά «πίσω από τη βιτρίνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, που είναι το αντικείμενο της Γαλλικής (αρχαιολογικής) Σχολής Αθηνών και τη βιτρίνα της γαλλικής κουλτούρας, κρύβεται η συστηματική τρομοκρατία και η βία αιώνων»;
_________________________________________________________________
* Το κείμενο της οργάνωσης εδώ: https://athens.indymedia.org/post/1...
Post-modern Parthenon
Αυτοί που μονάχα καταγράφουν μικρογεγονότα δεν είναι σε θέση
να κάνουν τούτο τον κόσμο κατανοητό στους άλλους. Μπέρτολντ Μπρεχτ, Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια (1935). Κυρίαρχος κανόνας στη μεταμοντέρνα συνθήκη που βιώνουμε εδώ και τριάντα σαράντα χρόνια (για όσους τουλάχιστον τη διέβλεπαν από τα χρόνια του Λιοτάρ)[1] είναι το σβήσιμο, σε κάθε έκφραση της ζωής μας, του ίχνους[2] της Ιστορίας, του Πολιτισμού, της Κουλτούρας, της Ανθρωπιστικής παράδοσης. Ο πολιτισμός του ανθρώπου στον κυρίαρχο μεταμοντέρνο κόσμο δεν «χρησιμεύει», δεν αποτελεί (και δεν «αναγνωρίζεται» ως) τίποτε περισσότερο από ένα κενοτάφιο αφηγήσεων, ιδεών, ιστορικών γεγονότων, καλλιτεχνημάτων κλπ. που αφορούν αποκλειστικά το (λιγότερο ή περισσότερο «ένδοξο») παρελθόν. Η σύγχρονη κοινωνία του παγκοσμιοποιημένου / χρηματιστικού καπιταλισμού όποτε ανατρέχει, μέσα από τους σαθρούς εξουσιαστικούς θεσμούς της, σ’ αυτό το κενοτάφιο το κάνει όχι για να θυμηθεί (και άρα να αναστοχαστεί το σήμερα) αλλά για να επικαλύψει με ένα ασφαλτοτάπητα χλιαρού / γραφικού ωχαδερφισμού την ταξική ιστορία των λαών που διαμόρφωσαν τον πολιτισμό. Η μεταμοντέρνα εξουσιαστική κοινωνία φρικιά εμπρός στο συμβολικό κεφάλαιο του ανθρωπιστικού πολιτισμού, δυσανασχετεί με την επιμονή του στην αδελφότητα, ισότητα, δικαιοσύνη, με το πάθος του για την αλήθεια και την ομορφιά, με την ανάγκη του να διαλέγεται σε διαρκή βάση με την Ιστορία. Η μεταμοντέρνα κοινωνία που, ως γνωστόν, έχει αναγράψει με πηχυαίους τίτλους στην είσοδο των καπιταλιστικών μητροπόλεών της το σλόγκαν «δεν υπάρχει τίποτε που δεν έχει μια τιμή», ανατρέχει στον αειθαλή ανθρωπισμό μόνον για ένα πράγμα: προκειμένου να αξιοποιήσει ευκαιριακά την αειθαλή «φήμη» του για την προώθηση των αναλώσιμων προϊόντων της. Για να το κάνει αυτό, εννοείται, τον απονευρώνει από το ανθρωπολογικό του περιεχόμενο, από κάθε σταγόνα ταξικού αίματος, από κάθε Ιστορία, από κάθε κουλτούρα, από κάθε μνήμη, από κάθε συμβολικό κεφάλαιο. Χρειάζεται μόνον την εικόνα του (με την έννοια του icon) ως φερέγγυο brand name κατά τον ίδιο τρόπο που χρειάζεται τη μεντιατική εικόνα ενός σούπερ μόντελ ή ενός διεθνούς φήμης ποδοσφαιριστή. Κάθε φορά που ένας καπιταλιστικός δεινόσαυρος επιζητεί να βάλει χέρι σ’ ένα μέρος από την ανθρωπιστική κληρονομιά για να πουλήσει την πραμάτεια του, αυτό που διακυβεύεται δεν είναι τίποτε νεφελώδεις, γραφικές, εθνικιστικές, πατριωτικές, ηθικές, κλπ. αξίες, αλλά η αντοχή μιας κοινωνίας ενάντια στον ολοκληρωτισμό του Εμπορεύματος, ενάντια στην Πραγμοποίηση, ενάντια στο Θέαμα. Ναι, αυτό που διακυβεύεται σε ανάλογες περιπτώσεις είναι η ικανότητα μιας κοινωνίας να παράγει πολιτισμό, δηλαδή αλήθεια και ομορφιά, ως συνέχεια του ανθρωπιστικού πολιτισμού, η ικανότητά της, με άλλα λόγια, να πολεμάει ώστε να μην σβήνει το ίχνος της (ταξικής) Ιστορίας, το ίχνος της ταξικής πάλης που είναι ενσωματωμένο στους αρχαίους ναούς και στα θέατρά της, στους μεσαιωνικούς καθεδρικούς και στα παλάτια της, αυτό το ίχνος που τόσο θαύμαζε ο Μαρξ στα ομηρικά έπη· διακυβεύεται, σε τελευταία ανάλυση, η γενναιότητά της να παράγει και η ίδια αυθεντικό πολιτισμό έξω από, και ενάντια στο Εμπόρευμα, έξω από, και ενάντια στο Θέαμα· (ταξικό) πολιτισμό που εμπνέεται από το όραμα «στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», πολιτισμό που αντιστέκεται στους όποιους εμπόρους των εθνών. »»»»»»» »»»»»»» |
Τα υπόλοιπα της επικαιρότητας απλώς αφορούν την τρέχουσα μικροπολιτική που, τα έτσι κι αλλιώς πουλημένα μίντια, μεγεθύνουν επιτρέποντας στον έμπορο Ιταλό δεινόσαυρο να τρίβει τα χέρια του που επέβαλε «εθνική» αναστάτωση σε μια πτωχευμενη χώρα, που επέβαλε (άλλη μια φορά και, δωρεάν…) να συζητιέται μια μάρκα ρουχισμού ως αυταξία πολιτισμού, και που, το κυριότερο, επέτρεψε στη μεταμοντέρνα ιδεολογία της συναίνεσης να εξοπλίσει με καινούργια επιχειρήματα τις ελαστικές συνειδήσεις.
|
---------------------------------
[1] Jean-François Lyotard (1924-1998), La condition postmoderne, Rapport sur le savoir, εκδ. Les Éditions de Minuit. Η Μεταμοντέρνα κατάσταση, μτφρ.: Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Γνώση 1993.
[2] Υιοθετώ τον όρο του Fredric Jameson, To Mεταμοντέρνο ή Η Πολιτισμική Λογική του Ύστερου Καπιταλισμού, μτφρ.: Γ. Βάρσος, εκδ. Νεφέλη 1999, σ. 125-26. Αποδίδω το effacement ως «σβήσιμο» και όχι ως «εξάλειψη» όπως δίνεται σ’ αυτή τη μετάφραση.
[1] Jean-François Lyotard (1924-1998), La condition postmoderne, Rapport sur le savoir, εκδ. Les Éditions de Minuit. Η Μεταμοντέρνα κατάσταση, μτφρ.: Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Γνώση 1993.
[2] Υιοθετώ τον όρο του Fredric Jameson, To Mεταμοντέρνο ή Η Πολιτισμική Λογική του Ύστερου Καπιταλισμού, μτφρ.: Γ. Βάρσος, εκδ. Νεφέλη 1999, σ. 125-26. Αποδίδω το effacement ως «σβήσιμο» και όχι ως «εξάλειψη» όπως δίνεται σ’ αυτή τη μετάφραση.
2017 RE-PLAY!
2017 RE-PLAY
Σήμερα η όμορφη θάλασσα, ο καθαρός ορίζοντας, η λεπτή αύρα σε έκανε να ονειρεύεσαι από την αρχή.
H ευχή μου για το 2017: Ας ξαναπαίξουμε τα πάντα!
Σήμερα η όμορφη θάλασσα, ο καθαρός ορίζοντας, η λεπτή αύρα σε έκανε να ονειρεύεσαι από την αρχή.
H ευχή μου για το 2017: Ας ξαναπαίξουμε τα πάντα!
ΛΑΘΟΣ Aris Maragkopoulos; ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΞΑΝΑ!
«…Η θάλασσα, σήμερα το πρωί. Κι ύστερα στο καφενείο της Καλλιδρομίου, ενώ πίνουμε τις ρακές μας, ικαριώτικα κάλαντα από μια παρέα νέων μουσικών. Τι άλλο να επιθυμήσει κανείς σ' αυτό τον άτιμο κόσμο με τα παγωμένα προσφυγάκια!»
Aυτά έγραφα στις 24 του μήνα, παραμονή Χριστουγέννων. Διότι εκείνο το πρωί είχα όμορφα κολυμπήσει στην κρύα (πιο κρύα απ' ό,τι συνήθως) θάλασσα της Βουλιαγμένης (φωτ. Ι). Και διότι το μεσημέρι ήταν θείο δώρο αυτά τα παιδιά με τα ικαριώτικα κάλαντα που εμφανίστηκαν από το πουθενά (φωτ. ΙΙ) να μας ευχηθούν.
Σήμερα, 31 του μήνα, λίγο πριν φύγει ο παλιός ο χρόνος (θερμοκρασία 4 βαθμοί αυτή την ώρα), το μυαλό επανέρχεται στις αλλαγές που θέλησα την περασμένη χρονιά και που είχα χαράξει με την κιμωλία σ' ένα μικρό μαυροπίνακα στο γραφείο μου (φωτ. ΙΙΙ). Κι όπως το μήνυμα που μου έστειλε αυτομάτως η Wiki όταν ζήτησα τις πληροφορίες για μένα: Λάθος Aris Maragkopoulos; Δοκιμάστε ξανά!
Aυτά έγραφα στις 24 του μήνα, παραμονή Χριστουγέννων. Διότι εκείνο το πρωί είχα όμορφα κολυμπήσει στην κρύα (πιο κρύα απ' ό,τι συνήθως) θάλασσα της Βουλιαγμένης (φωτ. Ι). Και διότι το μεσημέρι ήταν θείο δώρο αυτά τα παιδιά με τα ικαριώτικα κάλαντα που εμφανίστηκαν από το πουθενά (φωτ. ΙΙ) να μας ευχηθούν.
Σήμερα, 31 του μήνα, λίγο πριν φύγει ο παλιός ο χρόνος (θερμοκρασία 4 βαθμοί αυτή την ώρα), το μυαλό επανέρχεται στις αλλαγές που θέλησα την περασμένη χρονιά και που είχα χαράξει με την κιμωλία σ' ένα μικρό μαυροπίνακα στο γραφείο μου (φωτ. ΙΙΙ). Κι όπως το μήνυμα που μου έστειλε αυτομάτως η Wiki όταν ζήτησα τις πληροφορίες για μένα: Λάθος Aris Maragkopoulos; Δοκιμάστε ξανά!
BORN IN THE USA ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΑ ΑΛΟΓΑ
Όποιος έχει ταξιδέψει οπουδήποτε στην Αμερική (εξαιρείται ελαφρώς η Νέα Υόρκη και το Σαν Φραντζίσκο) γνωρίζει ότι η Αμερική του Τραμπ είναι απλώς η Αμερική. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που, όποιος γνωρίζει την Ελλάδα, γνωρίζει ότι η φονταμενταλιστική / θρησκευόμενη / μεσαιωνική Ελλάδα των Ιερώνυμου και σία είναι απλώς η Ελλάδα.
Ο κόσμος στον καπιταλισμό δεν αλλάζει επειδή δεν θέλει να αλλάξει – αφού κανείς δεν τον πείθει για τον τρόπο, τον πραγματικό και μόνο τρόπο για ένα διαφορετικό πολιτισμό, είπε ο Κος Σανιδόπουλος. |
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
Ένα καλοκαίρι και μισό φθινόπωρο να διορθώνω και να διορθώνω και να διορθώνω το τελικό κείμενο για το Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού – που χρειάστηκε όλη τη ζωή μου για να συγκροτηθεί και τέσσερα χρόνια εξαντλητικής γραφής.
Σχεδόν χάθηκα απ' τον κόσμο του 21ου αιώνα. Για πολύ καιρό. Ζούσα στον 19ο αιώνα και, για να πω την αλήθεια, δεν πέρασα πολύ άσχημα. Έπλασα ένα μυθιστόρημα για αναγνώστες άφοβους, ατρόμητους, ανοιχτούς στο άγνωστο. Όχι για αναγνώστες που θέλουν να βεβαιώσουν ακόμα μια φορά τις βεβαιότητές τους. Όχι, όχι γι' αυτούς. Το Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού απευθύνεται σε αναγνώστες που προσεγγίζουν το κάθε κείμενο γυμνοί, λες και βουτάνε σε μια προκλητική θάλασσα, ανοιχτοί, λες και ετοιμάζονται να φιλοξενηθούν (επί 528 σελίδες, πόσο χρόνο χρειάζεται αυτό;) σε μια οικογένεια αλλοφύλων, αλλογλώσσων, άλλων ανθρώπων – αλλά με επιθυμίες, ενδιαφέροντα, ανάγκες που θυμίζουν κάτι από τη μικρή μεγάλη δική τους ζωή. |
Το Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού προορίζεται για αναγνώστες που δεν φοβούνται το άγνωστο, το ανοίκειο, το τολμηρό. Δεν είναι για όλους τους αναγνώστες. Δεν δοκιμάζει «τις αντοχές του αναγνώστη» (μια επικριτική κοινοτοπία στην οποία καταφεύγουν κατά κόρον οι αδιάβαστοι άνθρωποι για τα απαιτητικά βιβλία), δοκιμάζει όμως τα όρια της γενικότερης καλλιέργειάς του και της κουλτούρας του: θέλω να πω, τα όρια που θέτει ο ίδιος απέναντι στο ψέμα και την αλήθεια αυτού του κόσμου. Τέλος τα όρια που θέτει ως κριτικό υποκείμενο στο απέραντο εργοστάσιο όπου βασανιστικά, αιώνες τώρα, η ανθρώπινη Ιστορία κατασκευάζεται / ανασκευάζεται / διασκευάζεται / μεταφράζεται / παραφράζεται / διαβάζεται, πιο απλά: μυθολογείται.
|
A day for me to remember: yesterday, August 5, at 13:30 p.m. I edited the last paragraph of my new novel, a novel that took a whole life to conceive in full and four whole years of hard work to write it down: Paul and Laura, a painting after nature. Or, since it is, in more than one ways, a "French" novel: Paul et Laura, peinture d'après nature. Inspired by the exciting life story of a couple well known in History: of Paul Lafargue (1842-1911), writer of the famous pamphlet The Right to Be Lazy, and Laura Marx (1845-1911), middle daughter of Karl Marx. |
POST MODERN TURKISH FASCISM
Η ψευτοκαμουφλαρισμένη δικτατορία δίπλα μας ολοκληρώνεται ως ξεκάθαρη δικτατορία. (Ακόμα και το παρωχημένο πρόσχημα του άρρωστου λαού που πρέπει να θεραπευτεί διότι έχει καρκίνο, χρησιμοποίησε χθες βράδυ ο Ερντογάν.)
Αλλά η Ευρώπη κάνει πως δεν βλέπει, πως δεν ακούει. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε (επανάληψη) ότι δίπλα μας παγιώνεται μια παρανοϊκή δικτατορία με σαφείς βλέψεις χαλιφάτου. Πρέπει να συμπαρασταθούμε, με κάθε τρόπο, στους Τούρκους που δυσκολεύονται να αναπνεύσουν. Πρέπει να αντισταθούμε στην κάλυψη της βαρβαρότητας διά της αδιαφορίας μας. Αυτό καταλαβαίνω ως άμεση, πρώτη ανάγκη, καθώς διαπιστώνω τον φασισμό να ισοπεδώνει έτσι ξεδιάντροπα, έτσι ωμά, τα ελάχιστα ανθρώπινα δικαιώματα των Τούρκων πολιτών. |
FAST FERRY LOST HOPE 16
Κάθε φορά, τον τελευταίο καιρό, όποτε σκέφτομαι σε τι κόσμο ζούμε, στο μυαλό μου έρχεται το ναυάγιο του Méduse στη ρομαντική απόδοση του Ζερικό [Théodore Géricault (1791-1824): «Le Radeau de la Méduse» (1818-19), Λούβρο, Παρίσι].
Κι ο λόγος που το σκέφτομαι δεν έχει παρά δευτερεύουσα σχέση με τους ναυαγισμένους πρόσφυγες στη Μεσόγειο. Είμαστε, είτε μας αρέσει είτε όχι, όλοι ναυαγοί και το βυθισμένο πλοίο, όπως θα έλεγε με την ευκαιρία ο Σεφέρης, το λένε FAST FERRY LOST HOPE 16. |
WEAVE, WEAVER OF THE WIND
Έχω να γράψω εδώ από τις 20 του Απρίλη. Κοντεύουν 2 μήνες. Πώς περνάει έτσι γρήγορα ο καιρός! Πώς περνάει έτσι γρήγορα ο καιρός όταν χάνεσαι στη δουλειά που τυχαίνει ν' αγαπάς: το γράψιμο, ένα μυθιστόρημα ακόμα (που δεν θέλεις να είναι ακόμα ένα μυθιστόρημα), η εσωτερική σου ζωή που γίνεται ένα μ' εκείνη των ηρώων σου κλπ. κλπ.
Πώς περνάει έτσι γλυκά ο καιρός και φεύγει η όμορφη άνοιξη και αρπάζεσαι με νύχια και δόντια απ' τον Ιούνη επειδή δεν θέλεις ούτε το καλοκαίρι να φύγει έτσι γρήγορα! Πώς περνάει έτσι ο καιρός με τα καλά και τα άσχημα ταιριασμένα σε μια ύφανση, σ' ένα μικρό υφαντό που είναι η μικρή, δυσκολεμένη ζωή σου υφασμένη μέσα στη δυσκολεμένη, μεγάλη ζωή των Άλλων: Weave, weaver of the wind!* Και σήμερα, τι σύμπτωση, δεν το θυμάμαι πια, το ξεχνώ, η Bloomsday. Happy Bloomsday, then! --------------------------------- * Ulysses, "Nestor", 2.48-2.53. Μτφρ.: Ύφανε, υφάντρα του ανέμου. [Όπου "υφάντρα" σ' αυτό το κεφ. σημαίνει "Ιστορία" με την αριστοτελική έννοια του όρου. Πρβλ. π.χ., το περίφημο απόσπασμα Περί Ποιητικής, για τη διαφορά του Ιστορικού από τον Ποιητή: «…τῷ τὸν μὲν τὰ γενόμενα λέγειν, τὸν δὲ οἷα ἂν γένοιτο. διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν» (ΙΧ, 1451b5-9).] |
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, 49 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ
49 χρόνια πριν, τέτοια μέρα, ήμουν στο πρώτο έτος στο Παν/μιο. Σε όλα τα έτη της Φιλοσοφικής Σχολής ήμουν ο μοναδικός δημοκρατικός υποψήφιος που εκλέχτηκε στις εκλογές του Μαρτίου. Σε όλα τα άλλα τμήματα, τα έτη κλπ. είχαν εκλεγεί δεξιοί. Άγρια χρόνια. Θυμάμαι ότι όταν ανακοινώθηκε η εκλογή μου στο Δ.Σ. του πρώτου έτους, έπεσε ένα τρελό χειροκρότημα. Το αμφιθέατρο είχε γεμίσει φοιτητές από την κατά πολύ δημοκρατικότερη Νομική εκείνο τον καιρό. Αυτοί χειροκροτούσαν. Συνυποψήφια μαζί μου ήταν κι η Μάρω Γεωργεδάκη μετέπειτα Μάρω Δούκα, μαχητική γυναίκα από τότε. Άγρια χρόνια. Δεν ξέραμε τι θα συμβεί, κοιμόμασταν υπέροχο ύπνο. Εκείνο τον μήνα ή αρχές Απρίλη, δεν θυμάμαι καλά, έγινε κι η μεγάλη συναυλία της ΕΦΕΕ στο Κεντρικόν, με Φαραντούρη, Σαββόπουλο, Λοΐζο, Ζωγράφο κλπ. Πετούσαμε στον ουρανό. Αλλά ζούσαμε σε βαθύ ύπνο. Άλλοι αποφάσιζαν πριν από μας για μας. Είμασταν παιδιά, απροστάτευτα παιδιά. Κάμποσοι βγήκαμε σώοι από αυτή την καταιγίδα, άλλοι πληγώθηκαν πολύ, πάρα πολύ. Βαθιά στην καρδιά τους. Δεν τους ξέρετε, και δεν θα τους μάθετε ποτέ αυτούς τους άλλους. Δεν βγαίνουν στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις, δεν πουλάνε σε επετειακές συνέχειες το Πολυτεχνείο, σιωπούν, όπως το κάνουν πάντα αυτοί που έκαναν το καθήκον τους. |
Μας έσωσαν τότε δύο πράγματα: 1. γινόμασταν εύκολα ένα, μια ομάδα, μια αλληλεγγύη, ένα σώμα, ένα μυαλό, μια γροθιά, ένα τραγούδι. Γιατί; επειδή πιστεύαμε ακράδαντα ότι εμείς είμαστε οι καλοί. Και τότε οι περισσότεροι που ορκιζόμασταν στα οράματα (μιλώ για τους απλούς αριστερούς όχι τα στελέχη) είμασταν πράγματι οι καλοί. 2. δεν μας ένοιαζε να βγάλουμε λεφτά. Να γίνουμε άνθρωποι, να μάθουμε τον κόσμο, να τον κάνουμε όσο μπορούμε καλύτερο, αυτό μας αρκούσε. Αυτή η μανία με την Άνοιξη μας κράτησε όρθιους.
Δεν θέλαμε τίποτε άλλο. Εκτιμούσαμε το λίγο, μισούσαμε οι περισσότεροι τους γονείς μας που θέλαν το περισσότερο, το διαμερισματάκι, το ταγεράκι, το κουστουμάκι, το αυτοκινητάκι και όλα αυτά τα σιχαμερά υποκοριστικά που μετά διογκώθηκαν σαν καρκίνος στην κουλτούρα της χώρας και έγιναν επί Πασόκ πνιγηρό καθεστώς. Άγρια χρόνια, δεν το καταλαβαίνουν τώρα οι νεότεροι, αλλά: πιο άγρια από σήμερα, ναι, πιο άγρια από πολλές απόψεις. Κι αυτό συμβαίνει τώρα: κάθε μέρα που περνάει επιστρέφουμε σχεδόν αμαχητί, άδοξα, στα μουλωχτά, πάλι απροστάτευτοι, σ' αυτήν εκεί την αγριότητα του εξήντα, τη βαρβαρότητα της Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών. Αλλά αντιστεκόμαστε, έτσι δεν είναι; Όσο και να πεις, κάπως, κάπου, κάμποσοι αντιστεκόμαστε. |
– Πόσο κουράζομαι μ' αυτές τις πληρωμένες συλλογές των ποιητών (που φθάνουν στο σπίτι μέρα παρά μέρα): με την αρχαιοπρέπειά τους, τα πολυτονικά τους, το σαμουά χαρτί τους, τις φροντισμένες τους λεξούλες, το τίποτέ τους.
Πόσο λυπάμαι που λείπει μια τολμηρή ποιητική φωνή να συνταράζει, να συγκινεί τον κόσμο, όχι με λόγια, αλλά με πολεμιστήρια σαλπίσματα και άτεγκτο στοχασμό που στριμώχνει τον αναγνώστη. Το ίδιο λυπάμαι, ακόμα, που ακούω φωνές και πανηγύρια για τη Διεθνή μέρα (αγορασμένου) βιβλίου, από όλους εκείνους που καμώνονται ότι γενικώς τρελαίνονται με την ιδέα του βιβλίου. Ένα πηρούνι είναι χρήσιμο όταν έχει κάτι να τσιμπήσει, ένα βιβλίο όταν έχει κάτι να πει, θέλω να τους πω, μα πόσοι θα με καταλάβουν; |
Γιατί ο κύριος Σανιδόπουλος συγκρίνει το βιβλίο με πηρούνι
|
– Να, κοίτα, μου κάνει σήμερα ο Κος Σανιδόπουλος και μου δείχνει κάτι φωτογραφίες με τη θάλασσα στο κινητό του: δες, η μεριά που κολυμπάω: πριν λίγες μέρες και σήμερα! Δεν είναι υπέροχο; μου κάνει, και το πρόσωπό του φωτίζει μια σχεδόν παιδική συγκίνηση. Αυτή είναι η ζωή, συνεχίζει. Από τη μια μέρα στην άλλη, εκεί που δεν το περιμένεις, φουρτουνιάζει.
– Ε, καλά, γνωστά αυτά, τολμώ να αντιμιλήσω, θεωρώντας ότι δεν λέει και καμία εξυπνάδα. – Με κοιτάζει σαν να μην είναι σίγουρος ότι μπορώ να καταλάβω, σαν να έχει απέναντί του κάποιον του οποίου δεν μπορεί να εμπιστευτεί την κρίση, π.χ. κανέναν επιπόλαιο συγγραφέα-δημοσιογράφο. – Κοίτα κάτι, αποκρίνεται, το να μπορείς να εξηγήσεις τις καιρικές αλλαγές είναι ένα πράγμα. Το να μπορείς, επίσης, να τις διαχειριστείς είναι κάτι άλλο. Όπως και το να μπορείς να τις χαρείς. Επειδή, το ξέρουμε, σ' αυτούς τους άτιμους, βάρβαρους καιρούς, δεν μπορούμε όλοι, δεν μπορούμε πάντα. Γνωστά αυτά, αν αυτά φαντάζεσαι ότι εννοώ. Όμως εγώ θέλω απλώς να επισημάνω ότι ο καιρός αλλάζει κάποτε απότομα, σε πιάνει απροετοίμαστο. (Και τα δελτία ποτέ μα ποτέ δεν είναι όσο θα ήθελες ασφαλή.) Επομένως, συνέχισε, πρέπει να είσαι έτοιμος για τις απότομες αλλαγές, μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή, να όπως καληώρα άλλαξε σήμερα το πρωί ο καιρός στη θάλασσα. Επειδή, φαίνεται, τον κοίταζα ακόμα σαν χαζός, πρόσθεσε μ' εκείνο το διδακτικό του ύφος που με εκνευρίζει μερικές φορές – Κατάλαβες, φαντάζομαι, για ποιον καιρό μιλώ, τι σημαίνει αλλαγή και τι σημαίνει να είσαι έτοιμος, εντάξει; είπε ο Κος Σανιδόπουλος και κατέβασε μια γουλιά από τη ρακή του, αφού πρώτα τσούγκρισε το ποτήρι μου. |
Ο Κος Σανιδόπουλος και οι καιρικές αλλαγές
|
Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΕΦΕΛΗ
Στους καιρούς της συναινετικής παρακμής, το ξέρουμε καλά πια αυτό, τσαλακώνεται μαζί με την ατομική αξιοπρέπεια και η αλήθεια από την οποία αυτή απορρέει. Παράδειγμα η έννοια του ανθρωπισμού, την οποία συχνά ακούμε να αντιπαραβάλλεται προς τη βαρβαρότητα των σημερινών καιρών, το οποίο, βεβαίως, είναι σωστό. Αυτό, όμως, που δεν είναι σωστό είναι η έννοια του ανθρωπισμού να παρουσιάζεται (ακόμα και από κάποιους υπερασπιστές του) ως κάτι αφηρημένο, νεφελώδες, περίπου απολιθωμένο μέσα στη γενικότατη συγκρότηση και ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού – και, άρα, ως κάτι ανέφικτο, κάτι που στη σύγκρουσή του με τον υλικό, μικροσυμφεροντολογικό, κόσμο της παγκοσμιοποιημένης κατανάλωσης και της ισοπεδωμένης κουλτούρας, χάνει από χέρι…
Σ' αυτό το επιπόλαιο πλαίσιο ανάγνωσης, για τον πολύ κόσμο, ο ανθρωπισμός προσλαμβάνεται ως κάτι που αφορά αποκλειστικά αυτούς που διαβάζουν, πηγαίνουν στο σινεμά και ακούνε σοβαρή μουσική, για να το διατυπώσω πολύ χοντρά. Κι αυτό διότι επίσης η έννοια του πολιτισμού (φριχτά ταλαιπωρημένη στις μέρες μας από τον εμπορευματικό πολιτισμό και τον αντίστοιχο καταναλωτικό ακτιβισμό που τον συντηρεί) προσλαμβάνεται αποκλειστικά / καταχρηστικά μέσα από την εφαρμοσμένη πρακτική του στις τέχνες και τα γράμματα και όχι στο πλαίσιο των ζωτικών αναγκών του κοινωνικού βίου. Αλλά, ως πολύ γνωστόν, η έννοια του ανθρωπισμού και οι ανθρωπιστικές αξίες αφενός δεν χαρακτηρίζονται αποκλειστικά από την εμπλοκή τους με τα γράμματα και τις τέχνες και αφετέρου, που είναι και το κυριότερο, κάθε άλλο παρά αφορούν κάτι αφηρημένο. Αντιθέτως, αφορούν το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην ελευθερία, το δικαίωμα στο άσυλο, το δικαίωμα να αποφασίζεις για το μέλλον σου, το δικαίωμα στη μόρφωση κλπ. κι αυτά δεν είναι αφηρημένες ιδέες, τίποτε πιο συγκεκριμένο από αυτά τα ζωτικά στοιχεία του κοινωνικού βίου – τα δεμένα άρρηκτα με την επιβίωση και την ομαλή συνέχεια του ανθρώπου στο βαθμό που ανταποκρίνονται στις πιο στοιχειώδεις ανάγκες του. Χωρίς ελευθερία και δικαιώματα ούτε να φας, ούτε να σκεφτείς, ούτε να αγαπήσεις, ούτε να ζήσεις τίποτε αυθεντικό, μπορείς. Μεταλλάσσεσαι σε υποταγμένο κατοικίδιο ζώο. Αυτό είναι το απλό, καθαρό νόημα του ανθρωπισμού από τον Ρουσό έως τον Αντόρνο και την Άρεντ. Κι αυτό πρέπει να φοβόμαστε στη σημερινή Ευρώπη με το σοβαρό έλλειμμα ανθρωπισμού: τη βαθμιαία μετάλλαξη των λαών της σε υποταγμένα κατοικίδια. |
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος
8 Φεβρουαρίου 1913 - 7 Φεβρουαρίου 2016 Επειδή ένα ψυχρό βιογραφικό δεν λέει τίποτε, ειδικά για ανθρώπους που την κατάλληλη στιγμή είχαν το σθένος να πούνε το μεγάλο «Όχι» (σήμερα που ένα σωρό πανεπιστημιακοί, και όχι του δικού του βεληνεκούς, εύκολα και, σε απείρως ευνοϊκότερες συνθήκες, σέρνονται πίσω από τα βολεμένα «ναι» της καρέκλας τους), ιδού μια σκηνή από Το Χαστουκόδεντρο που επιχειρεί να ζωντανέψει το «Όχι» του Δεσποτόπουλου σε άλλους καιρούς. Απέναντι στήλη: απόσπασμα από το μυθιστόρημα Το Χαστουκόδεντρο, 2012, κεφ. Tormentum, εδάφιο: «Κατασκήνωση», σ. 140-141. |
…Ο στρατοπεδάρχης Μακρονήσου, συνταγματάρχης Δαούλης, πιο γνωστός με το παρατσούκλι «Γάτος», είχε αναθέσει στον κρατούμενο του Στρατοπέδου Δημοκρατικών Αξιωματικών, τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, υφηγητή Φιλοσοφίας του Δικαίου, να εκφωνήσει τον πανηγυρικό της ημέρας. Φιλόσοφος είναι, σου λέει, κομμουνιστής δεν είναι σου λέει, ας μην υπογράφει δήλωση, αυτό γίνεται από βλακεία του (ακούς, για λόγους ατομικής αξιοπρέπειας, το χαϊβάνι!), εντάξει, δεν μπορεί, θα μας φτιάξει έναν ωραίο λόγο για την περίσταση. Άγια Λαύρα, Κρυφό σχολειό, Κολοκοτρώνης, η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, αυτά.
Όμως ο πανηγυρικός δεν περιλάμβανε τίποτε από αυτά τα στοιχειώδη υλικά, ούτε λιγάκι ζήτω η πατρίς και το έθνος. Ο Γάτος, όσο προχωρούσε ο λόγος, έβγαζε το πηλίκιο ξανά και ξανά σαν για να στρώσει τα μαλλιά του, ίδρωνε, έριχνε κλεφτές ματιές, μια προς την πολιτική ηγεσία που άκουγε ανόρεχτα, μια προς τον ομιλητή, μια προς τον ουρανό. Κάποια στιγμή ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του, δεν άντεξε. Δεν έφτανε που η κυβέρνηση δεν τον είχε τιμήσει με την επίσκεψη κάποιου υψηλόβαθμου πολιτικού, ακυρώνοντας έτσι όλη τη μεγαλειώδη προετοιμασία του, τώρα είχε κι αυτόν τον γραμματιζούμενο με τις αμπελοφιλοσοφίες του, που δυσκολευόσουν να εξηγήσεις γιατί είναι αντεθνικές. Χάνοντας εντελώς την ψυχραιμία του, φώναξε ένα στεντόρειο «Σκάσε επιτέλους!» στον ηρωικό Δεσποτόπουλο και αποχώρησε από τη γιορτή αφήνοντας τους πάντες εμβρόντητους. Μπροστά στους εκπροσώπους της κυβέρνησης οι αλφαμίτες δεν τόλμησαν να ορμήσουν στον καθηγητή. Ο τελευταίος, απτόητος, τη στιγμή ακριβώς που ο Γάτος σέρνοντας σκόνη με τα πόδια του περνούσε σαν τιμωρημένος μαθητής κάτω από τη θεόρατη αψίδα η Μακρόνησος σας καλωσορίζει, τέλειωσε τον λόγο του με ένα συγκινημένο Ζήτω η Ελευθερία! που επανέλαβαν ξανά και ξανά Ζήτω η– και ξανά Ζήτω η– με μια παλλόμενη, ουρανομήκη, σχεδόν αγριεμένη κραυγή, χιλιάδες οπλίτες και ιδιώτες μαζί: η Ελευ-θε-ρία! Ξανά και ξανά και ξανά. Οι λεγεώνες των βασανισμένων σταμάτησαν μονάχα όταν τα μεγάφωνα άρχισαν να παίζουν στη διαπασών τα γερασμένα εμβατήρια της βαρβαρότητας. |
– Αυτές ήταν σπουδαίες εποχές, είπε ο κ. Σανιδόπουλος:
όπου η τέχνη ήταν επαναστατική επειδή πρωτίστως ήταν επαναστατική στο πεδίο της. Eκατομμύρια άνθρωποι μυήθηκαν στην ελευθεριακή αντιμετώπιση της ζωής ακριβώς επειδή αγάπησαν τους Jefferson Airplane, τον Jean-Luc – κι ένα σωρό άλλους όπως αυτούς τους αγαπημένους, συνέχισε, φανερά απολαμβάνοντας αυτό το ντοκουμέντο από τον Νοέμβρη του 1968. |
TEXNH KAI EΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, μια άποψη του κ. Σανιδόπουλου
|
Zούμε στην Ελλάδα κι ας πιστεύουμε ότι ζούμε στην Ευρώπη. Δύο θάνατοι με διαφορά μιας μέρας μας στενοχώρησαν, μας πίκραναν, μας έθλιψαν τα τελευταία 24ωρα. Ο Νίκος που ήταν συγγραφέας των εκδόσεών μας (το Τίποτα εκδόθηκε μόλις την περασμένη άνοιξη) και φίλος, ίσως μας πίκρανε περισσότερο που έφυγε χωρίς να προλάβει να πει ένα «γεια».
Αλλά, επαναλαμβάνω, ζούμε στην Ελλάδα. Δεν περνάει μέρα σχεδόν, που στα νερά μας του Αιγαίου, να μην πνίγονται κάποιοι άνθρωποι, κάποια μικρά παιδιά που ούτε τα ονόματά τους δεν θα μάθουμε ποτέ. Κάθε μέρα στα υδάτινα συνόρά μας ένας βίαιος θάνατος: επειδή η Τουρκία του Ερντογάν κάνει αυτό κι εκείνο κι εμείς υψώνουμε τον ευρωπαϊκότατο φράχτη μας. Τόσοι θάνατοι ανθούν στο Αιγαίο κάθε μέρα. Λίγος χώρος μένει για να θρηνήσουμε τους δικούς μας ανθρώπους, για να θρηνήσουμε την απώλεια της τέχνης. Σπουδαίος ο περφόρμερ / ρόκερ Μπάουι, σπουδαίος για μας κι ο λαϊκός και ταυτόχρονα εστέτ σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος. Αλλά δεν υπάρχει τίποτε πιο δημοκρατικό από τον θάνατο. Και, δυο χρόνια τώρα, αυτή η δημοκρατία που ανθεί στα νερά του Αιγαίου κάνει τις ψυχές μας να θρηνούν καθημερινά. |
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
|
᾽Επεί δ᾽ ἀνῆλθε λαμπρόν ἡλίου φάος,
ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς… Αισχύλου, Αγαμέμνων, στ. 658-659. …κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς» εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν Γ. Σεφέρης, «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» Χθες, ανήμερα Θεοφανείων, κολυμπούσα κατά το συνήθειό μου. Λίγο πιο εκεί σε μια προβλήτα κάποιος παπάς πέταγε τον σταυρό στη θάλασσα ν' αγιάσει τα νερά. Όμως το δικό μου μυαλό έσκιζαν εικόνες των πνιγμένων στο Αιγαίο τις προάλλες, των προσφύγων πνιγμένων. Κι όπως έβλεπα τους γλάρους να τσιμπολογάνε ένα καρβέλι ψωμί που κάποιος είχε πετάξει στην ακτή δεν μπορούσα να μην κάνω μακάβριες σκέψεις. Ξαναδιαβάζω τώρα κι αυτό που είχα γράψει τον καιρό των πνιγμένων της Λαμπεντούζα: Παρατηρείς με απάθεια τους άλλους να πνίγονται κι είσαι ανίκανος ακόμα και τον πόνο να μοιραστείς, και τον πόνο τους να καταλάβεις. Τι σημαίνει σκλαβιά. Τι σημαίνει απόγνωση. Τι σημαίνει τρόμος. Δεν ξέρεις απ' αυτά, δεν ξέρεις τίποτε. Δεν τα χρειάστηκε η μικρή ζωή σου. Με συγκρατημένη συγκίνηση, όπως στις κηδείες των απλώς γνωστών. Να παρατηρείς. Μόνο αυτό μπορείς. Ξημερώνουν οι ειδήσεις από τη Λαμπεντούζα και βλέπεις ν' ανθίζει το πέλαγο πνιγμένα κορμιά και τόσο, τόσο δα μόνο, ταράζεσαι. Κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς» δεν έγινε και τίποτε βρε αδελφέ. Δόξα τω θεώ, εγώ δεν λογαριάζομαι στους πνιγμένους. Εγώ δεν βαρέθηκα ποτέ να περιμένω τ' ακίνητα καράβια. Δόξα τω θεώ, εγώ κάθε μέρα κινδυνεύω να πνιγώ σε μια κουταλιά νερό κι ωστόσο, πάντα, σώζομαι. Έτσι λες, ανόητε κολυμπητή του γλυκού νερού, και συνεχίζεις να παρατηρείς με απάθεια τη θάλασσα που ξεβράζει κορμιά σαν το δικό σου. |
Ἁνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς
|
Η ευτυχισμένη στιγμή που ο κολυμβητής κορμοράνος βγαίνει
από τη δροσερή χειμέρια θάλασσα και στεγνώνει κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο
από τη δροσερή χειμέρια θάλασσα και στεγνώνει κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο
ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ, ΕΝΑΣ ΦΥΣΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ
Στη Γαλλία ψηφίζουν αγεληδόν Λεπέν, πού; στη Γαλλία. Αλλά στους δρόμους γύρω από το σπίτι μου το βάρβαρο, ακλόνητο κράτος παίζει το αγαπημένο του παιχνίδι «κλέφτες κι αστυνόμοι». Όσο η αριστερά μεταλλάσσεται σε σοσιαλδημοκρατία, όσο η σοσιαλδημοκρατία μεταλλάσσεται σε δεξιά, όσο η δεξιά γλυκοκοιτάζει τον φασισμό, ο πικραμένος και αποκαρδιωμένος κόσμος, λαός, προλετάριοι, πολίτες, όπως θέλετε πείτε το, μικρή σημασία έχει πια, χάνει τις δυνάμεις του, την ελπίδα του, την ψυχή του (όση ψυχή του έχει απομείνει, αφού όλη η μεταπολίτευση φρόντισε να την κόψει κομματάκια, φρόντισε να την ξεπουλάει για λογαριασμό του όσο όσο, χρόνια τώρα, πολλά χρόνια τώρα). Η ιστορία διδάσκει ότι αυτό το φαινόμενο της πολιτικής μετάλλαξης έχει ισχύ φυσικού νόμου ως προς τις επακόλουθες συνέπειες. Τις βλέπουν οι περισσότεροι, κάθε μέρα αυτές τις συνέπειες, το φαινόμενο δεν χρειάζεται πολλές εξηγήσεις: αυτός ο πικραμένος και αποκαρδιωμένος κόσμος, λαός, προλετάριοι, πολίτες, όπως θέλετε πείτε το, μικρή σημασία έχει πια, σιγά σιγά, αλλά σταθερά, απάτη την απάτη, ήττα την ήττα, μετάλλαξη τη μετάλλαξη, αντικαθιστά τη δικαιοσύνη με τον φόβο του απελπισμένου, την ανθρωπιά με τον φόβο του απελπισμένου, την αλληλεγγύη με τον φόβο του απελπισμένου, την αξιοπρέπεια με τον φόβο του απελπισμένου κι έτσι μαραίνεται ολοκληρωτικά, παραδίνεται ολοκληρωτικά, υποτάσσεται στην πρώτη ολοκληρωτική πολιτική που του υπόσχεται ότι θα τον προφυλάξει ολοκληρωτικά από τους επίκτητους φόβους του. Υποτάσσεται ολοκληρωτικά. Αν οι επιπτώσεις του νόμου της πολιτικής μετάλλαξης φάνηκαν σήμερα καθαρά στη Γαλλία, τη δημοκρατική Γαλλία, την αντιφασιστική Γαλλία, των παλαιών επαναστάσεων τη Γαλλία, είμαστε ένα βήμα πριν από αυτό και στην Ελλάδα. Προς το παρόν τα παιδιά μας παίζουν κλέφτες κι αστυνόμους κι εμείς παρακολουθούμε περίπου αμέτοχοι μια ήττα, μια Βάρκιζα, μια συνθηκολόγηση, μια πρώτη μετάλλαξη, όπως θέλετε πείτε το, μικρή σημασία έχει πια. Η αλήθεια όμως είναι ότι είμαστε κι εδώ μόλις ένα βήμα πριν την υποταγή στον μεταλλαγμένο φασισμό (από τους ΑδωνιΒοριδοΤζιτζικωστΑνθιμους αλήτες και τους MegaSkai γκεμπελίσκους έως τη Λεπέν η απόσταση είναι πιο μικρή απ' ότι ανάμεσα στον Σαρκοζί και τη Λεπέν) αλλά κάνουμε σαν να μην το ξέρουμε, ακόμα σχολιάζουμε σαν να μην συμβαίνει τίποτε, σαν όλα αυτά να αφορούν αποκλειστικά τη Γαλλία, την καημένη τη Γαλλία, τη δημοκρατική Γαλλία, την αντιφασιστική Γαλλία. Αλλά δυστυχώς συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη και δεν χρειάζεται περισπούδαστες αναλύσεις πανεπιστημιακών καθηγητών για να το καταλάβουμε. Συμβαίνει με την ακρίβεια φυσικού νόμου και είναι κάτι πολύ σοβαρότερο από ένα παιχνίδι «κλέφτες κι αστυνόμοι». |
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ Κου ΣΑΝΙΔΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΚΟΛΥΜΠΗΣΕΙ
|
– Από το καλοκαίρι και μετά, μου είπε χθες βράδυ ο Κος Σανιδόπουλος, κάθε φορά που πάω στη θάλασσα κοιτάζω τον ουρανό με τα τρελαμένα σύννεφα και ασυναίσθητα με πιάνει ένας περίπου αφελής τρόμος. Μήπως, έτσι που μας σκοτώνουν ομαδόν, χωρίς να δίνουν πεντάρα για τη ζωή μας, για τις αγάπες μας, για τα δικαιώματά μας, για τον πολιτισμό μας· έτσι που μας σκοτώνουν ψυχρά, μόνον και μόνον για να τρέχουν κανονικά οι ειδήσεις τους, για να τρέχει κανονικά ο πίνακας του χρηματιστηρίου τους, για να γιορτάζει κάθε μέρα η καθωσπρέπει βαρβαρότητά τους στο φρούριο των Βρυξελλών· έτσι που αυτά τα χρηματισμένα τέρατα έχουν αλλοτριωθεί από τον πλανήτη που τους γέννησε, μήπως, λέω, τους έρθει κάποια μέρα να λερώσουν ανεπανόρθωτα τον ουρανό, να λερώσουν τη θάλασσα. Ανεπανόρθωτα.
» Είναι τόσοι άγρια βουτηγμένοι στο βούρκο, τόσο βαθιά χωμένοι στην πρόσκαιρη νίκη τους πάνω σε τόσες ψυχές. Όλα είναι πιθανά, πρόσθεσε, και βούτηξε με ασυνήθιστη ορμή στο νερό – λες και τον ενοχλούσαν τα ίδια του τα λόγια, λες και δεν ήθελε ούτε μια στιγμή να τα συζητήσει. Τον περίμενα να βγει. – Ωραία χλιαρή θάλασσα που έχει πάντα ο Νοέμβρης, είπε καθώς σκουπιζόταν, και βάλθηκε να χαζεύει ξανά τον παιχνιδιάρη ουρανό. |
ΠΕΡΑΣΑΝ ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ ΚΙΟΛΑΣ. ΤΙ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΟΙΚΕΙΟΙ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ; ΤΩΝ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΩΝ; ΠΩΣ, ΔΙΑΟΛΟ, ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Η ΖΩΗ; VOS GUERRES, NOS MORTS, ΦΩΝΑΖΟΥΜΕ. ΚΙ ΟΜΩΣ, ΚΙ ΟΜΩΣ. ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ, ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ. Ο ΤΑΓΙΠ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΘΑΡΜΑ, ΑΥΤΟΣ Ο ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ ΠΟΛΕΜΟΥ, ΖΕΙ ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΣΤΟ ΣΟΥΛΤΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΚΙ ΟΙ ΗΓΕΤΕΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΜΕ ΤΑ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΙΑ ΔΑΚΡΥΑ, ΤΟΝ ΧΑΪΔΕΥΟΥΝ. ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ. ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ. ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΜΑΞΗΣ, ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ.
|
ΥΠΟΜΟΝΗ, ΤΗΕRE IS NO ALTERNATIVE.
Τώρα πια το ξέρουμε όλοι. Ο κόσμος που ανέτρεψε την παλιά τάξη πραγμάτων από το 1989 και μετά, ο κόσμος που πέρασε στην εξουσία των κλεπτοκρατών, ο κόσμος που ληστεύεται και σκοτώνεται από κράτη-εγκληματίες πολέμου, ο κόσμος των πληρωμένων πολιτικών, ο κόσμος των συμφωνιών ΤΤΙP, ο τερατώδης σύγχρονος κόσμος της μηδενικής ανοχής στέκεται εχθρικά προς ό,τι συνιστά τον άνθρωπο ως αξιοπρέπεια, ως αξία, ως πολιτισμό.
Το ξέρουμε όλοι. Τα τελευταία οχυρά του Ανθρωπισμού έχουν πέσει και ναι, αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι Τhere Is No Alternative. Aλλά υπάρχει η εναλλακτική κατεύθυνση. Περνάει, κάθε μέρα, μέσα από τις χώρες του δυτικού κόσμου κατά κύματα, κατά χείμαρρους, κατά ποτάμια. Ο κόσμος δεν είναι αυτός που ξέραμε. Ο κόσμος αλλάζει ξανά, όπως άλλαξε μετά τους δύο Παγκόσμιους. Οι νέοι προλετάριοι, οι νέοι υπόδουλοι, οι νέοι υποτελείς, οι άνθρωποι χωρίς χαρτιά, οι denizens, oι νομάδες, κινούνται, κινούνται, κινούνται ακατάπαυστα, παρά και ενάντια σε φράχτες, βουνά, θάλασσες, σύνορα, φασισμούς, ρατσισμούς, πολιτικές, πολέμους. M' αυτόν τον τρόπο, στην πράξη, εδώ και τώρα, χωρίς να το συνειδητοποιούν ακόμα, έστω και με την ακοίμητη κίνησή τους, αυτοί οι εν αγνοία τους επαναστάτες ελέγχουν δραστικά τον χάρτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις χώρες προορισμού τους. |
Αυτό δεν το ξέρουμε όλοι, αλλά είναι αλήθεια. Οι πρόσφυγες μετανάστες δουλεύουν για το μέλλον όλων μας, για τα δικαιώματα όλων μας. Με την έννοια ότι σ' αυτές τις χώρες προορισμού τους, αλλού λιγότερο, αλλού περισσότερο (η περίπτωση της Ελλάδας), οι κάτοικοί τους κάθε μέρα κινδυνεύουν να χάσουν και το ύστατο δικαίωμα του δυτικού πολιτισμού: το δικαίωμα να έχουν δικαιώματα – γεγονός που τους φέρνει κάθε μέρα και περισσότερο πιο κοντά στην κοίτη του ποταμού με τους μετακινούμενους ανθρώπους χωρίς χαρτιά.
Το ποτάμι προχωράει, το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, το ποτάμι μια μέρα θα σαρώσει τον βρώμικο, θλιβερό, κόσμο των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον. Ναι, Τhere Is No Alternative, το μεγάλο μεταναστευτικό ποτάμι θα ανακατευτεί και θα ανακατώσει, θα εμπλακεί και θα εμπλέξει, συνειδήσεις, καταστάσεις, πολιτικές, έθνη-κράτη, τα πάντα. There Is No (other) Alternative, ο κόσμος να χαλάσει. Και ο κόσμος έχει απίστευτα χαλάσει. |
H EMΠΝΕΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ
(Μια στιγμή ανυπακοής αρκεί)
(Μια στιγμή ανυπακοής αρκεί)
Στο Λονδίνο, σε δύο διαφορετικές επισκέψεις πριν μερικά χρόνια, μου έκανε εντύπωση όπως ανοιγόταν στον γκρίζο ουρανό το διακοσμητικό γλυπτό του Rudy Weller, Oι τρεις Χάριτες (1992, επιχρυσωμένο αλουμίνιο) πάνω στον τρούλο τού, έτσι κι αλλιώς επιβλητικού, Criterion Building, στο Piccadilly Circus.
Η αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο που περπατάει δίχως να σηκώνει το κεφάλι του τόσο ψηλά, τον καθημερινό κόσμο που οι CCTV κάμερες παρακολουθούν στενά κοντά στη βάση του κτιρίου (στο συντριβάνι με τα μπρούτζινα άλογα από το τέθριππο του Φαέθοντα), και αυτές τις ιπτάμενες φιγούρες που συγχρονισμένα ετοιμάζονται να βουτήξουν στο κενό της μητροπολιτικής ζωής του καπιταλισμού, όλο αυτό κάτι μου έκανε. Όταν, τελικά, ήρθε η ώρα να σκεφτώ το εξώφυλλο στα Δεδομένα της Ζωής μας, αφού πέρασα από ένα σωρό άλλες, επέστρεψα σ' αυτήν εδώ την επιλογή, σ' αυτή τη σκέψη, σ' αυτές τις ανοιχτές φιγούρες, σ' αυτόν τον συμβολισμό της απείθαρχης ελευθερίας για την οποία υπερθεματίζει το βιβλίο. Όλοι οι συνεργάτες μου συμφώνησαν. |
Πτέρυγας ωσεί περιστεράς
Tην περασμένη Παρασκευή, γύρω στις οχτώμισι το πρωί. Ο ήλιος δεν είχε ακόμα καλά καλά φτάσει στη μικρή ακτή που κολυμπάω. Ησυχία, δεν υπήρχε ψυχή. Δυο δεκαοχτούρες με πλησίασαν. Στην αρχή έκαναν εξερευνητικούς κύκλους γύρω μου λυγίζοντας χορευτικά το κομψό τους κορμάκι κι ύστερα πλησίασαν στα πόδια μου.
Ήθελαν κάτι να μου πούνε. Δεν καταλάβαινα καλά. Προσπάθησα όμως. Προσπάθησαν κι εκείνες, εντάξει, ψυχανεμίστηκε ο ένας τις άλλες και το αντίστροφο. Δεν ήθελαν φαγητό. Παρέα ήθελαν. Τους άρεσε, μου είπαν, που δεν έχει πια εδώ πέρα τους ανθρώπους με τους πλαστικούς καφέδες και τα τσιγάρα και τις τυρόπιτες που παριστάνουν τους κολυμβητές, κι εκείνες τις τρομερές κυρίες που συζητάνε με θόρυβο (που σκεπάζει ακόμα και τον άλλο με τις ρακέτες) για τον γιο τους και την κόρη τους και τον γαμπρό τους και τη νύφη τους και το ένα και το άλλο. Τους άρεσε αυτή η ησυχία και ήρθαν να με περιεργαστούν από κοντά απορημένες που δεν έπινα καφέ, δεν κάπνιζα, μόνο κολυμπούσα κι αγνάντευα τα πρωινά νερά. Όταν έφυγα πια, είχα την εντύπωση ότι αυτές έμειναν περισσότερο εντυπωσιασμένες από την περίπτωσή μου απ' ότι εγώ γι' αυτές. Στην επιστροφή, το μυαλό μου επανελάμβανε το περίφημο του Δαβίδ από τον ψαλμό: Τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι καὶ καταπαύσω; Ποιος, επιτέλους, θα μου δώσει φτερά σαν της περιστεράς να πετάξω και να ηρεμήσω απ' όλη αυτή τη γκριζάδα που μας έχει καταπλακώσει; |
Στον Σέξπιρ ζητώ παρηγοριά (και στην αγάπη)
(To 66o σονέτο)
(To 66o σονέτο)
Στον θάνατο ανάπαυση ζητώ απαυδισμένος απ’ όλα αυτά: Aνθρώπους άξιους, στη ζητιανιά που καταντάνε Και που τ’ άδειο τίποτε στολίζεται με λούσα ακριβά Κι όσους αγνά πιστεύουν που πρόστυχα τους απατάνε Και ξεδιάντροπα χαρίζονται τα τιμημένα αξιώματα Κι η ακηλίδωτη αρετή βάναυσα πορνεύεται Και βρόμικα ευτελίζονται γνήσια κατορθώματα Και στο χωλό κατεστημένο κάθε αξιοσύνη αχρηστεύεται Και φιμώνεται η σκέψη από τις εξουσίες Κι η μωρία, με ύφος αυθεντίας, κρίνει κάθε δεξιοσύνη Και τη στεγνή αλήθεια αποκαλούν «βλακείες» Και τη βαρβαρότητα υπηρετεί αιχμάλωτη η καλοσύνη Απαυδισμένος απ’ όλα αυτά, όλα θα τα έκανα στην άκρη Μα αλίμονο, πεθαίνοντας, θ’ άφηνα την αγάπη μου μονάχη. |
Tired with all these, for restful death I cry, As to behold desert a beggar born, And needy nothing trimm'd in jollity, And purest faith unhappily forsworn, And gilded honour shamefully misplaced, And maiden virtue rudely strumpeted, And right perfection wrongfully disgraced, And strength by limping sway disabled And art made tongue-tied by authority, And folly, doctor-like, controlling skill, And simple truth miscalled simplicity, And captive good attending captain ill: Tired with all these, from these would I be gone, Save that, to die, I leave my love alone. |
Το δικό σας και το δικό μας και το δικό τους
Να θυμούνται τα παιδιά μας πότε και πώς και πού ξεκίνησε η καταστροφή του παγκοσμιοποιημένου, χρηματισμένου, ξεπουλημένου, κατακτημένου κόσμου. Γιατί η καταστροφή, η παρακμή αρχίζει πάντα με την υποχώρηση κάθε έννοιας ανθρωπισμού και αλληλεγγύης. Το επόμενο βήμα από αυτό το σημείο είναι η απόλυτη, η τυφλή βαρβαρότητα. Έχουμε παγκοσμίως αγγίξει το τελευταίο όριο στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Και στην Ελλάδα τα κόμματα εξουσίας ετοιμάζονται αυτή τη βαρβαρότητα να την εντάξουν στις προεκλογικές τους επιδιώξεις. Αγνοούν τον κίνδυνο, αγνοούν τις συνέπειες. Μετά, όταν η βία, η αυθαιρεσία, η μισαλλοδοξία, η αδιαφορία για τον άλλον και το γενικευμένο μίσος (ο θάνατός σου η ζωή μου) παγιωθούν ως ρυθμιστές της κοινωνικής και ατομικής ζωής, οι συνέπειες θα βαρύνουν τους πάντες, τα θύματα θα μοιραστούν αδιάκριτα δεξιά αριστερά (ο θάνατος είναι δημοκρατικός, πάντα ήταν).
Μετά, όμως, θα είναι αργά για να επανέλθει ο κόσμος στην αγωγή, στην αναγκαιότητα, στην κατανόηση της ανάγκης του ανθρωπισμού. Μετά ο κόσμος θα έχει ανεπανόρθωτα πληγωθεί. Το κυριότερο: χωρίς λόγο. Για κερδίσουν μερικά δις ακόμη μια χούφτα αμόρφωτοι άνθρωποι και τα δουλικά τσιράκια τους στις χώρες του πλανήτη.
Μιλήστε τώρα για εκλογές, εμπρός ξεδιπλώστε τις αυταπάτες σας, εμπρός δώστε ένα μήνα ακόμα διορία σε όνειρα που, ήδη το ξέρετε, δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Καλύτερα όμως να μιλήσετε τώρα για το αύριο, το δικό σας και το δικό μας και το δικό τους. Είναι προτιμότερο, εποικοδομητικότερο, χρησιμότερο, επαναστατικότερο. Κι ακόμα επαναστατικότερο είναι να κάνετε κάτι για το αύριο, το δικό σας και το δικό μας και το δικό τους. Μη ρωτάτε τι. Κάνετε κάτι.
Τα παιδιά που σ' όλη την Ελλάδα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για τους μετανάστες, είναι πιο μπροστά από εμάς, από εσάς. Ακολουθήστε τους, ακούστε τους, γνωρίστε τους, συντρέξτε τους. Είναι οι μόνοι που αυτή τη στιγμή πραγματικά κάνουν κάτι για το μέλλον. Το δικό σας και το δικό μας και το δικό τους. Οι μόνοι που πολεμάνε, άλλοι ενστικτωδώς άλλοι με πλήρη συνείδηση, τη βαρβαρότητα στην πρώτη γραμμή της επιβίωσης, εκεί που οι στατιστικές των κρατών και των διεθνών οργανισμών απλώς καταμετράνε τη διάλυση του υπαρκτού κοινωνικού μοντέλου, εκεί που ένα μπουκάλι νερό είναι πιο πολύτιμο από μια χειροβομβίδα.
Και στην Ελλάδα τα κόμματα εξουσίας ετοιμάζονται αυτή τη βαρβαρότητα να την εντάξουν στις προεκλογικές τους επιδιώξεις. Αγνοούν τον κίνδυνο, αγνοούν τις συνέπειες. Μετά, όταν η βία, η αυθαιρεσία, η μισαλλοδοξία, η αδιαφορία για τον άλλον και το γενικευμένο μίσος (ο θάνατός σου η ζωή μου) παγιωθούν ως ρυθμιστές της κοινωνικής και ατομικής ζωής, οι συνέπειες θα βαρύνουν τους πάντες, τα θύματα θα μοιραστούν αδιάκριτα δεξιά αριστερά (ο θάνατος είναι δημοκρατικός, πάντα ήταν).
Μετά, όμως, θα είναι αργά για να επανέλθει ο κόσμος στην αγωγή, στην αναγκαιότητα, στην κατανόηση της ανάγκης του ανθρωπισμού. Μετά ο κόσμος θα έχει ανεπανόρθωτα πληγωθεί. Το κυριότερο: χωρίς λόγο. Για κερδίσουν μερικά δις ακόμη μια χούφτα αμόρφωτοι άνθρωποι και τα δουλικά τσιράκια τους στις χώρες του πλανήτη.
Μιλήστε τώρα για εκλογές, εμπρός ξεδιπλώστε τις αυταπάτες σας, εμπρός δώστε ένα μήνα ακόμα διορία σε όνειρα που, ήδη το ξέρετε, δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Καλύτερα όμως να μιλήσετε τώρα για το αύριο, το δικό σας και το δικό μας και το δικό τους. Είναι προτιμότερο, εποικοδομητικότερο, χρησιμότερο, επαναστατικότερο. Κι ακόμα επαναστατικότερο είναι να κάνετε κάτι για το αύριο, το δικό σας και το δικό μας και το δικό τους. Μη ρωτάτε τι. Κάνετε κάτι.
Τα παιδιά που σ' όλη την Ελλάδα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για τους μετανάστες, είναι πιο μπροστά από εμάς, από εσάς. Ακολουθήστε τους, ακούστε τους, γνωρίστε τους, συντρέξτε τους. Είναι οι μόνοι που αυτή τη στιγμή πραγματικά κάνουν κάτι για το μέλλον. Το δικό σας και το δικό μας και το δικό τους. Οι μόνοι που πολεμάνε, άλλοι ενστικτωδώς άλλοι με πλήρη συνείδηση, τη βαρβαρότητα στην πρώτη γραμμή της επιβίωσης, εκεί που οι στατιστικές των κρατών και των διεθνών οργανισμών απλώς καταμετράνε τη διάλυση του υπαρκτού κοινωνικού μοντέλου, εκεί που ένα μπουκάλι νερό είναι πιο πολύτιμο από μια χειροβομβίδα.
ΗΡΩΕΣ
Aν ήμουν δάσκαλος, καθηγητής. Αν είχα παιδιά του γυμνασίου-λυκείου. Αν είχα να κάνω με «κουρασμένους» φοιτητές. Αν είχα με δυο λόγια κοντά μου, δίπλα μου, απέναντί μου, ανθρώπους με τη λάμψη της ζωής στα μάτια να πυρπολεί, με το αίμα τους ακόμα να βράζει. Θα τους πρότεινα να περάσουν μια ολόκληρη μέρα στο στενάκι της Τσαμαδού, στους αλληλέγγυους. Μια ολόκληρη μέρα. Να καταλάβουν από κοντά ποιοι είναι οι πραγματικοί άνθρωποι σ' αυτή την κοινωνία που τρέφεται από τις σάρκες της. Ποιοι είναι οι μόνοι ζωντανοί άνθρωποι από τους οποίους μπορεί να αναδυθεί κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, η ελπίδα. Ποιοι είναι οι πραγματικοί, οι μόνοι ήρωες αυτών των σκληρών ημερών. Όλα τα άλλα είναι φιλολογίες για να εξαπατάμε το βάρος ενός ανώφελα ξοδεμένου χρόνου. |
ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΣΥ ΚΟΛΥΜΠΑΣ ΑΥΤΟΙ ΕΚΕΙ ΞΕΠΟΥΛΑΝΕ
Kάθε μέρα που περνάει ξεπουλιέται κι ένα κομμάτι εθνικής κυριαρχίας, κάθε μέρα που περνάει ξεπουλιέται κι ένα δικαίωμα κατοχυρωμένο ύστερα από αγώνες χρόνων, κάθε μέρα που περνάει μας φτωχαίνουν ψυχικά, ηθικά, πολιτισμικά, κοινωνικά, οικονομικά. Kι είμαστε ξεθεωμένοι οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, ηθικά, ψυχικά. Ξεθεωμένοι. Αυτοί το ξέρουν. Κάθε μέρα που περνάει, ενώ εσύ κολυμπάς στα όμορφα νερά αυτής της όμορφης χώρας θέλοντας κάπως να αναπνεύσεις, αυτοί εκεί δίνουν, δίνουν, δίνουν, χωρίς να σε ρωτάνε, χωρίς κανείς να φέρνει αντίρρηση. Η ηττημένη κυβέρνηση δίνει όσο όσο. Η πληρωμένη «αντιπολίτευση» φωνάζει: λίγα δίνεις. Κι εσύ ξεθεωμένος, απίστευτα, μήνες τώρα, χρόνια τώρα, πασχίζοντας να μη δοθούν κι άλλα, κι άλλα. Τώρα θέλει προσοχή. Τώρα θα εμφανιστούν, δεν αργούν, αμέσως μετά τις διακοπές, οι νέοι σωτήρες. Τώρα ο λαϊκισμός θα δείξει το πραγματικό του πρόσωπο. Τώρα θέλει προσοχή. Τώρα μη βιαστείς να πεις αυτός αντί εκείνου. Τώρα μη βιαστείς. Αλλά να είσαι έτοιμος για πολλά. Για πάρα πολλά. Τώρα που κολυμπάς στη (σχετική) ανεμελιά σου, σκέψου τι πρέπει να κάνεις. Εσύ κι όσοι εμπιστεύεσαι. Οι λίγοι που εμπιστεύεσαι, που είναι όμως πολλοί. Η αντίσταση στον πόλεμο των τοκογλύφων και τον επεκτατισμό των τραπεζιτών, η αντίσταση στο ξεπούλημα κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας κάθε έννοιας ατομικών δικαιωμάτων θα είναι αργή, θα είναι μακρά. Χρειάζεται για άλλη μια φορά να σφίξουμε τα δόντια. Χρειάζεται για άλλη μια φορά να επινοήσουμε νέες μορφές. Χρειάζεται για άλλη μια φορά να επανεφεύρουμε ακόμα και το παρελθόν μας για να ορίσουμε το μέλλον μας. Να κολυμπάς, λοιπόν, και να σκέφτεσαι, να πίνεις τη ρακή σου και να σκέφτεσαι. Όχι με ποιους θα πας. Αλλά ποιοί θα έρθουν μαζί σου, ποιοι είναι οι αποφασισμένοι, ποιοι οι δειλοί, οι ψεύτες, οι φοβισμένοι, ποιοι οι αγωνιστές. Ποιοι θα έρθουν μαζί σου όταν το καλέσει η στιγμή. Γιατί η στιγμή που περιμένεις, εσύ ο ξεθεωμένος άνθρωπος, θα έρθει, και μάλιστα χωρίς να πάρει την άδειά σου. Ποτέ δεν αργεί αυτή η στιγμή. |
Σχεδόν ποτέ δεν μου έχει στείλει μέιλ ο φίλος μου. Δεν το χρειάζεται. Βρισκόμαστε κάπου, σπίτι του ή σπίτι μου, πίνουμε τη ρακή μας, συζητάμε σαν άνθρωποι. Αλλά με τον καύσωνα, λόγω και της ηλικίας του, έχουμε κάμποσες μέρες να συναντηθούμε. Οπότε σήμερα έφτασε αυτό το κάπως ανοργάνωτο και βιαστικά, όπως ομολογεί και ο ίδιος, γραμμένο μέιλ:
Άρη γεια σου,
Με πρόσφυγες χωρίς κρατική αρωγή στο Πεδίο του Άρεως, με τους πολίτες που έφαγαν ξύλο από τη φασιστική αστυνομία του εγκληματικού και όχι εγκληματολόγου Πανούση, με τους θεσμούς να αλωνίζουν τους δικούς μας θεσμούς, με τις Σαββαΐδενες και τους Στουρνάρες εντεταλμένους υπαλλήλους των θεσμών να κατέχουν με αυθάδεια και θράσος τις πιο νευραλγικές θέσεις του κράτους, με το plan B να καταγγέλεται από τα μέσα ως προδοσία, με τον αρχικλέφτη Παπαγεωργίου να βγαίνει έξω από τη φυλακή κύριος, με τις Σκουριές πληγωμένες, με το 62% του λαού πεταμένο στα σκουπίδια, μια Κεντρική Επιτροπή σήμερα συζητούσε τα ωραιότατα «δικά» της θεματάκια περί «ενότητας» και άλλες τέτοιες παπαριές.
Διάβασα τα πάντα, Άρη, ή σχεδόν τα πάντα, κι ας πούμε ότι έχω πληροφορηθεί τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα για το τι λέχθηκε εκεί από τηλεφωνήματα κάποιων «συντρόφων».
Ξέρεις τι με τρομάζει περισσότερο; Ένα απλό πράγμα: ότι κανείς δεν μιλούσε πρακτικά, για το εδώ και το τώρα, δηλ. για όλα τα παραπάνω και το κυριότερο: κανείς δεν είπε, ή σχεδόν κανείς, για την εγκαταλελειμένη παραγωγή και τη επιτατική την εδώ και τώρα αναθέρμανσή της, την αγροτική παραγωγή εννοώ, κανείς για τον έλεγχο πια των επαίσχυντων εισαγωγών σε αγροτικά και άλλα προϊόντα που παράγουμε εμείς, κανείς δηλ. δεν ασχολείται με τα πολύ πραγματικά, άμεσα υλικά προβλήματα, που είναι άπειρα κατά τομέα παραγωγής.
Παίρνουν όλοι ως δεδομένο ότι είμαστε πουλημένοι, ότι δεν μπορούμε τίποτε χωρίς τους θεσμούς, ότι δεν παράγουμε δικά μας πράγματα κι ότι ποτέ πια δεν θα ξαναπαράγουμε. Σου το έχω ξαναπεί: τόσοι αγρότες συνεχίζουν παρά κι ενάντια στις φαύλες επιδοτήσεις να καλλιεργούν, να τρέφουν, να κάνουν. Πρώτα αυτούς, πρώτα αυτούς να κοιτάξουν ως κόρη οφθαλμού. Μετά να κυνηγήσουν τους επιδοτημένους από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ: έλα εδώ κύριε τι έκανες με αυτά που πήρες για να αναπτύξεις κτηνοτροφική μονάδα; Δείξε τι έκανες αλλιώς… κλπ. κλπ. Θα πεις δύσκολο. Τίποτε δεν είναι δύσκολο για έναν αριστερό. Τίποτε. Αυτό το ξέρω καλά. Δες ακόμα: Τόσα αχρηστεμένα χτήματα σ' όλη τη χώρα: δώσε τα στους νέους να τα δουλέψουν, στους άνεργους νέους, μην αφήνεις τη γη να μένει άγονη είναι η δική σου, η δική μας γη. Τίποτε δεν είναι δύσκολο για ένα αριστερό. Έτσι ξέραμε πάντα. Και θα μου πεις ότι είναι δύσκολο αυτό; Τίποτε δεν είναι δύσκολο.
Γιατί βλέπεις, τώρα το ακούς από παντού, από αυτά τα απλά υλικά πράγματα εξαρτώμαστε και επειδή αυτά μας πίεσαν οι τοκογλύφοι να ξεπουλήσουμε όσο όσο εδώ και δεκαετίες, βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε (συν την παγκόσμια γάγγραινα του καταναλωτικού θεάματος που υποκατέστησε τη μόρφωση και τον πραγματικά λιτό βίο που τη συνοδεύει).
Το λοιπόν, επαναλαμβάνω, Κεντρική Επιτροπή, σε περίοδο οξύτατης κρίσης, για να μην πω, που θα είναι και πιο σωστό, σε περίοδο πείνας, και δεν συζητάει γι' αυτά; Έχει άλλη ημερήσια διάταξη κλπ. μου απάντησαν. Βρε δεν μου… απάντησα, δεν έπρεπε, αλλά δεν μπορώ να είμαι πάντα κόσμιος. Γιατί η ενότητα, κύριοι του Κόμματος πετυχαίνεται στην πράξη, όχι στα λόγια. Στην επαναστατική πράξη. Και επαναστατική πράξη, που μου παριστάνει και τον όψιμο λενινιστή ο νεαρός Αλέξης, σημαίνει να ανταποκρίνεσαι στα καυτά προβλήματα του κόσμου εδώ και τώρα, με παρεμβάσεις εδώ και τώρα, όχι με λογάκια, με εύκολα, ψεύτικα λογάκια.
Σου γράφω βιαστικά, σου γράφω εκνευρισμένα, χωρίς ίσως συνοχή, συγγνώμη Άρη, αλλά δεν μπορώ άλλο τέτοια κατάντια, δεν την αντέχει η αξιοπρέπειά μου, επιμένω, βλέπεις, πριν πεθάνω να δω ξανά τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν – μη γελάς, παρακαλώ, αυτό σημαίνει ότι δεν θέλω να μου λένε οι όποιοι θεσμοί αν μου είναι χρήσιμες οι αμυγδαλιές, δεν θέλω έπιπλα από το ΙΚΕΑ, φαγητά από Λιντλ, εργαλεία από Πράκτικερ, του πουλιού του γάλα από τους γερμανοβασιλόπουλους, το κυριότερο: δεν θέλω, Άρη, να πεθάνω σαν σαπισμένο ροδάκινο στη χωματερή
------------------------------------------------------------
Δεν απάντησα του φίλου μου ακόμα. Δεν μπορώ. Σέβομαι την ηλικία του, σέβομαι την αξιοπρέπειά του, σέβομαι την εμπειρία της ζωής του, τους αγώνες που έδωσε κι αυτός με τον τρόπο του. Δεν του απάντησα. Δεν μπορώ εγώ. Δεν είμαι τίποτε εγώ, μια φωνή είμαι εγώ. Περιμένω την αριστερά, την όποια αριστερά να του απαντήσει. Μη χαμογελάτε. Δεν εννοώ την κομματική, ενωτική ή όχι, των σαλτιμπάγκων ή όχι, αριστερά. Εννοώ την ταξική αριστερά, αυτή που ξέρει τι ρισκάρει όταν κατορθώνει να στήσει στις δεινότερες συνθήκες ένα λαϊκό μέτωπο που φτάνει το 62%. Αυτήν, μόνο από αυτήν, περιμένω κάποια συγκεκριμένη απάντηση.
Άρη γεια σου,
Με πρόσφυγες χωρίς κρατική αρωγή στο Πεδίο του Άρεως, με τους πολίτες που έφαγαν ξύλο από τη φασιστική αστυνομία του εγκληματικού και όχι εγκληματολόγου Πανούση, με τους θεσμούς να αλωνίζουν τους δικούς μας θεσμούς, με τις Σαββαΐδενες και τους Στουρνάρες εντεταλμένους υπαλλήλους των θεσμών να κατέχουν με αυθάδεια και θράσος τις πιο νευραλγικές θέσεις του κράτους, με το plan B να καταγγέλεται από τα μέσα ως προδοσία, με τον αρχικλέφτη Παπαγεωργίου να βγαίνει έξω από τη φυλακή κύριος, με τις Σκουριές πληγωμένες, με το 62% του λαού πεταμένο στα σκουπίδια, μια Κεντρική Επιτροπή σήμερα συζητούσε τα ωραιότατα «δικά» της θεματάκια περί «ενότητας» και άλλες τέτοιες παπαριές.
Διάβασα τα πάντα, Άρη, ή σχεδόν τα πάντα, κι ας πούμε ότι έχω πληροφορηθεί τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα για το τι λέχθηκε εκεί από τηλεφωνήματα κάποιων «συντρόφων».
Ξέρεις τι με τρομάζει περισσότερο; Ένα απλό πράγμα: ότι κανείς δεν μιλούσε πρακτικά, για το εδώ και το τώρα, δηλ. για όλα τα παραπάνω και το κυριότερο: κανείς δεν είπε, ή σχεδόν κανείς, για την εγκαταλελειμένη παραγωγή και τη επιτατική την εδώ και τώρα αναθέρμανσή της, την αγροτική παραγωγή εννοώ, κανείς για τον έλεγχο πια των επαίσχυντων εισαγωγών σε αγροτικά και άλλα προϊόντα που παράγουμε εμείς, κανείς δηλ. δεν ασχολείται με τα πολύ πραγματικά, άμεσα υλικά προβλήματα, που είναι άπειρα κατά τομέα παραγωγής.
Παίρνουν όλοι ως δεδομένο ότι είμαστε πουλημένοι, ότι δεν μπορούμε τίποτε χωρίς τους θεσμούς, ότι δεν παράγουμε δικά μας πράγματα κι ότι ποτέ πια δεν θα ξαναπαράγουμε. Σου το έχω ξαναπεί: τόσοι αγρότες συνεχίζουν παρά κι ενάντια στις φαύλες επιδοτήσεις να καλλιεργούν, να τρέφουν, να κάνουν. Πρώτα αυτούς, πρώτα αυτούς να κοιτάξουν ως κόρη οφθαλμού. Μετά να κυνηγήσουν τους επιδοτημένους από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ: έλα εδώ κύριε τι έκανες με αυτά που πήρες για να αναπτύξεις κτηνοτροφική μονάδα; Δείξε τι έκανες αλλιώς… κλπ. κλπ. Θα πεις δύσκολο. Τίποτε δεν είναι δύσκολο για έναν αριστερό. Τίποτε. Αυτό το ξέρω καλά. Δες ακόμα: Τόσα αχρηστεμένα χτήματα σ' όλη τη χώρα: δώσε τα στους νέους να τα δουλέψουν, στους άνεργους νέους, μην αφήνεις τη γη να μένει άγονη είναι η δική σου, η δική μας γη. Τίποτε δεν είναι δύσκολο για ένα αριστερό. Έτσι ξέραμε πάντα. Και θα μου πεις ότι είναι δύσκολο αυτό; Τίποτε δεν είναι δύσκολο.
Γιατί βλέπεις, τώρα το ακούς από παντού, από αυτά τα απλά υλικά πράγματα εξαρτώμαστε και επειδή αυτά μας πίεσαν οι τοκογλύφοι να ξεπουλήσουμε όσο όσο εδώ και δεκαετίες, βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε (συν την παγκόσμια γάγγραινα του καταναλωτικού θεάματος που υποκατέστησε τη μόρφωση και τον πραγματικά λιτό βίο που τη συνοδεύει).
Το λοιπόν, επαναλαμβάνω, Κεντρική Επιτροπή, σε περίοδο οξύτατης κρίσης, για να μην πω, που θα είναι και πιο σωστό, σε περίοδο πείνας, και δεν συζητάει γι' αυτά; Έχει άλλη ημερήσια διάταξη κλπ. μου απάντησαν. Βρε δεν μου… απάντησα, δεν έπρεπε, αλλά δεν μπορώ να είμαι πάντα κόσμιος. Γιατί η ενότητα, κύριοι του Κόμματος πετυχαίνεται στην πράξη, όχι στα λόγια. Στην επαναστατική πράξη. Και επαναστατική πράξη, που μου παριστάνει και τον όψιμο λενινιστή ο νεαρός Αλέξης, σημαίνει να ανταποκρίνεσαι στα καυτά προβλήματα του κόσμου εδώ και τώρα, με παρεμβάσεις εδώ και τώρα, όχι με λογάκια, με εύκολα, ψεύτικα λογάκια.
Σου γράφω βιαστικά, σου γράφω εκνευρισμένα, χωρίς ίσως συνοχή, συγγνώμη Άρη, αλλά δεν μπορώ άλλο τέτοια κατάντια, δεν την αντέχει η αξιοπρέπειά μου, επιμένω, βλέπεις, πριν πεθάνω να δω ξανά τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν – μη γελάς, παρακαλώ, αυτό σημαίνει ότι δεν θέλω να μου λένε οι όποιοι θεσμοί αν μου είναι χρήσιμες οι αμυγδαλιές, δεν θέλω έπιπλα από το ΙΚΕΑ, φαγητά από Λιντλ, εργαλεία από Πράκτικερ, του πουλιού του γάλα από τους γερμανοβασιλόπουλους, το κυριότερο: δεν θέλω, Άρη, να πεθάνω σαν σαπισμένο ροδάκινο στη χωματερή
------------------------------------------------------------
Δεν απάντησα του φίλου μου ακόμα. Δεν μπορώ. Σέβομαι την ηλικία του, σέβομαι την αξιοπρέπειά του, σέβομαι την εμπειρία της ζωής του, τους αγώνες που έδωσε κι αυτός με τον τρόπο του. Δεν του απάντησα. Δεν μπορώ εγώ. Δεν είμαι τίποτε εγώ, μια φωνή είμαι εγώ. Περιμένω την αριστερά, την όποια αριστερά να του απαντήσει. Μη χαμογελάτε. Δεν εννοώ την κομματική, ενωτική ή όχι, των σαλτιμπάγκων ή όχι, αριστερά. Εννοώ την ταξική αριστερά, αυτή που ξέρει τι ρισκάρει όταν κατορθώνει να στήσει στις δεινότερες συνθήκες ένα λαϊκό μέτωπο που φτάνει το 62%. Αυτήν, μόνο από αυτήν, περιμένω κάποια συγκεκριμένη απάντηση.
Αρκεί εμμέσως να τους υποσχεθεί κανείς
ότι κάπως θα κυβερνήσουν κι αυτοί… Δυο αποσπάσματα από το Χαστουκόδεντρο ως πικρά σχόλια στη σημερινή πολιτική συγκυρία |
Ι. Είναι άνθρωποι του γραφείου, κουράστηκαν, είναι έτοιμοι για όλα.
(Μια συζήτηση ανάμεσα στον Κρις Μόνταγκιου Γούντχαουζ και τον Ουίνστον Τσόρτσιλ γύρω στον Μάη του '44.)*
– …Αλλά με όλα αυτά που λέτε ενισχύετε την πεποίθησή μου ότι δεν μπορούμε άλλο να αφήσουμε τόσο κόσμο να κυκλοφορεί ελεύθερα με τόσα όπλα, σύντομα θα πρέπει… βρυχήθηκε πάλι ο δυσπλασικός όγκος.
– Μην ανησυχείτε γι’ αυτό. Θα τα παραδώσουν εύκολα. Οι πολιτικοί τους ηγέτες δεν πολέμησαν, δεν έπιασαν ντουφέκι, δεν θέλουν άλλο πόλεμο. Οι παλικαριές του Άρη τους ενοχλούν. Δεν πιστεύουν σ’ έναν λαϊκό στρατό που οι ίδιοι δεν έκαναν τίποτε για να τον φτιάξουν και που δεν τον ελέγχουν. Τον φοβούνται. Δεν πιστεύουν στον εαυτό τους. Είναι άνθρωποι του γραφείου, κουράστηκαν, είναι έτοιμοι για όλα. Αρκεί εμμέσως να τους υποσχεθεί κανείς ότι κάπως θα κυβερνήσουν κι αυτοί. Μερικά υπουργεία. Μόνο αυτό θέλουν. Θα τα παραδώσουν εύκολα. Πιστέψτε με. Εξάλλου, το έχουν καταλάβει, δεν έχουν να περιμένουν τίποτε από τον Στάλιν. Θα τα δώσουν. Αρκεί λίγη προσεκτική διπλωματία από μέρους μας.
– Κι οι άλλοι πολιτικοί τους; Ο καλός μας κύριος Μπέβιν με έχει εφοδιάσει μ’ έναν κατάλογο: Σοφούλης, Tσαλδάρης, Κανελλόπουλος, Σοφιανόπουλος, Καρτάλης, Βενιζέλος… χμ… χμ… κι άλλοι, πολλοί. Ας συζητήσουμε λίγο γι’ αυτούς τους άλλους πολιτικούς τους συνταγματάρχα Γούντχαουζ… είπε ο βούδας με το μισαναμμένο πούρο, παιχνιδίζοντας ελαφρά τα σμιχτά, κακόβουλα μάτια του.
– Με όλο τον σεβασμό, σερ Ουίνστον, εσείς τους γνωρίζετε πολύ καλύτερα από μένα. Δεν υπάρχει τίποτε να συζητήσουμε ως προς αυτό. H χώρα διαθέτει τους πιο σαθρούς θεσμούς σε όλη την Ευρώπη και αυτοί οι πολιτικοί είναι εντυπωσιακά αδιάφοροι ως προς αυτό το ζήτημα – και άρα, εντυπωσιακά προβλέψιμοι. Όποιος τους ανταμείψει καλύτερα για τις όποιες υπηρεσίες τους αυτός και θα–
-------------------------------------------
Απόσπασμα από τη μυθιστορία του Ά.Μ., Το Χαστουκόδεντρο, εκδ. Τόπος 2012, σ. 94-95 & 415.
----------------------------------------
* Πηγή για την εδώ συζήτηση μεταξύ Ουίνστον Τσόρτσιλ και Κρις Μόνταγκιου Γούντχαουζ (αρχηγού της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα στη διάρκεια της Κατοχής και στελέχους της βρετανικής κατασκοπίας): Chris M. Woodhouse, Apple of Discord: Α Survey of Recent Greek Politics in their International Setting. Εκδ. Hutchinson, London, New York 1948, ελλ. μτφρ.: Το μήλον της έριδος, Μ.Κ., εκδ. Εξάντας 1976, σ. 57-58 και 72-85.
(Μια συζήτηση ανάμεσα στον Κρις Μόνταγκιου Γούντχαουζ και τον Ουίνστον Τσόρτσιλ γύρω στον Μάη του '44.)*
– …Αλλά με όλα αυτά που λέτε ενισχύετε την πεποίθησή μου ότι δεν μπορούμε άλλο να αφήσουμε τόσο κόσμο να κυκλοφορεί ελεύθερα με τόσα όπλα, σύντομα θα πρέπει… βρυχήθηκε πάλι ο δυσπλασικός όγκος.
– Μην ανησυχείτε γι’ αυτό. Θα τα παραδώσουν εύκολα. Οι πολιτικοί τους ηγέτες δεν πολέμησαν, δεν έπιασαν ντουφέκι, δεν θέλουν άλλο πόλεμο. Οι παλικαριές του Άρη τους ενοχλούν. Δεν πιστεύουν σ’ έναν λαϊκό στρατό που οι ίδιοι δεν έκαναν τίποτε για να τον φτιάξουν και που δεν τον ελέγχουν. Τον φοβούνται. Δεν πιστεύουν στον εαυτό τους. Είναι άνθρωποι του γραφείου, κουράστηκαν, είναι έτοιμοι για όλα. Αρκεί εμμέσως να τους υποσχεθεί κανείς ότι κάπως θα κυβερνήσουν κι αυτοί. Μερικά υπουργεία. Μόνο αυτό θέλουν. Θα τα παραδώσουν εύκολα. Πιστέψτε με. Εξάλλου, το έχουν καταλάβει, δεν έχουν να περιμένουν τίποτε από τον Στάλιν. Θα τα δώσουν. Αρκεί λίγη προσεκτική διπλωματία από μέρους μας.
– Κι οι άλλοι πολιτικοί τους; Ο καλός μας κύριος Μπέβιν με έχει εφοδιάσει μ’ έναν κατάλογο: Σοφούλης, Tσαλδάρης, Κανελλόπουλος, Σοφιανόπουλος, Καρτάλης, Βενιζέλος… χμ… χμ… κι άλλοι, πολλοί. Ας συζητήσουμε λίγο γι’ αυτούς τους άλλους πολιτικούς τους συνταγματάρχα Γούντχαουζ… είπε ο βούδας με το μισαναμμένο πούρο, παιχνιδίζοντας ελαφρά τα σμιχτά, κακόβουλα μάτια του.
– Με όλο τον σεβασμό, σερ Ουίνστον, εσείς τους γνωρίζετε πολύ καλύτερα από μένα. Δεν υπάρχει τίποτε να συζητήσουμε ως προς αυτό. H χώρα διαθέτει τους πιο σαθρούς θεσμούς σε όλη την Ευρώπη και αυτοί οι πολιτικοί είναι εντυπωσιακά αδιάφοροι ως προς αυτό το ζήτημα – και άρα, εντυπωσιακά προβλέψιμοι. Όποιος τους ανταμείψει καλύτερα για τις όποιες υπηρεσίες τους αυτός και θα–
-------------------------------------------
Απόσπασμα από τη μυθιστορία του Ά.Μ., Το Χαστουκόδεντρο, εκδ. Τόπος 2012, σ. 94-95 & 415.
----------------------------------------
* Πηγή για την εδώ συζήτηση μεταξύ Ουίνστον Τσόρτσιλ και Κρις Μόνταγκιου Γούντχαουζ (αρχηγού της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα στη διάρκεια της Κατοχής και στελέχους της βρετανικής κατασκοπίας): Chris M. Woodhouse, Apple of Discord: Α Survey of Recent Greek Politics in their International Setting. Εκδ. Hutchinson, London, New York 1948, ελλ. μτφρ.: Το μήλον της έριδος, Μ.Κ., εκδ. Εξάντας 1976, σ. 57-58 και 72-85.
ΙΙ. Μόνο ένα θαύμα μπορεί να σώσει αυτόν τον άτυχο λαό*
(Δάνεια, δάνεια, δάνεια)
14 Φεβρουαρίου 1947
Paul A. Porter,
Επικεφαλής της Αμερικανικής
Οικονομικής Αποστολής στην Ελλάδα
Αγαπητέ μου Kλιφ,
Τα πράγματα σ’ αυτή τη χώρα είναι απελπιστικά. Είμαι λιγότερο από ένα μήνα εδώ κι έχω πανικοβληθεί απ’ ό,τι βλέπω γύρω μου. Ήμουν προετοιμασμένος από το Υπουργείο αλλά είναι αλλιώς να το διαπιστώνεις με τα ίδια σου τα μάτια. […] Ο πρέσβης μας, ο Μακβί, δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά. Τους φέρεται πολύ απαξιωτικά. Βέβαια έχει κι ένα δίκιο: οι πολιτικοί τους είναι όλοι ανεξαιρέτως απατεώνες. Το καταλαβαίνεις από την πρώτη στιγμή που σου σφίγγουν το χέρι. Θλιβεροί μικροκλέφτες. Κανείς δεν ενδιαφέρεται να κάνει σωστά τη δουλειά του. Κανείς απ’ αυτούς δεν αγαπάει τη χώρα του. Κανείς τους δεν κάνει κάτι για τον φτωχό κόσμο. Τους νοιάζει μονάχα πώς θα κρατηθούν με νύχια και δόντια στη θεσούλα τους. Όταν δοκιμάσεις να συζητήσεις σοβαρά μαζί τους για κάτι, οτιδήποτε, το βλέμμα τους αμέσως θολώνει, ίδια με μπαγιάτικου ψαριού. Όλοι, έχουν μία και μόνη απάντηση για την οικονομία: Δάνεια, δάνεια, δάνεια. Ο αδηφάγος τρόπος που τα απαιτούν, «εν ονόματι του αίματος που κατέβαλαν οι Έλληνες κατά χιλιάδας εις τον πόλεμον κλπ. κλπ.» (εννοείται ότι οι ίδιοι ζούσαν υπό αγγλική προστασία στο εξωτερικό στη διάρκεια του πολέμου…) προδίδει το ιδιοτελές τους κίνητρο.
Τα έχω χαμένα. Δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω. Εδώ πέρα κυβερνάει αλαζονικά μια κλίκα τραπεζιτών και επιχειρηματιών που μετατρέπουν τα πάντα σε χρυσές λίρες και τα φυγαδεύουν σε ελβετικές τράπεζες. Μ’ αυτό που κάνουν, κλέβουν κανονικά τη χώρα. Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια, κι όπως αντιλαμβάνεσαι, το New Deal εδώ φαντάζει απλώς ανέκδοτο. Κανονικά θα έπρεπε να απολύσουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους που ρίχνουν έξω τον προϋπολογισμό της χώρας. Είναι απίστευτο. Χιλιάδες κηφήνες πληρώνονται από αυτό το κράτος σε μια χαλαρή ιεραρχία διευθυντών, παραδιευθυντών και γραμματέων που δεν έχει την παραμικρή χρησιμότητα για τους πολίτες. Δεν ξέρω τι είδους έκθεση θα συντάξoυμε τελικά για τον Πρόεδρο. Όχι, δεν ξέρω. Μόνο ένα θαύμα μπορεί να σώσει αυτόν τον άτυχο λαό.
Δικός σου, Πολ
12 Mαρτίου 1947
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έλαβαν επείγον αίτημα από την Ελληνική Κυβέρνηση για χρηματοπιστωτική και οικονομική βοήθεια. Προκαταρκτικές αναφορές της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής στην Ελλάδα καθώς και αναφορές από τον Αμερικανό Πρέσβη στην Ελλάδα τεκμηριώνουν τη δήλωση της Ελληνικής Κυβερνήσεως ότι η βοήθεια είναι επιβεβλημένη αν θέλουμε η Ελλάδα να επιβιώσει ως ελεύθερο έθνος.
Δόγμα Τρούμαν
Διάγγελμα στο αμερικανικό Κογκρέσσο
-------------------------------------------
Απόσπασμα από τη μυθιστορία του Ά.Μ., Το Χαστουκόδεντρο, εκδ. Τόπος 2012, σ. 107-108 & 417.
--------------------------------------------
* Ο Πολ Α. Πόρτερ ήταν ο επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Ο Πρόεδρος Τρούμαν του είχε μεταξύ άλλων αναθέσει να ερευνήσει και την αναγκαιότητα για οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα. Τελικά το δόγμα Τρούμαν δεν επιβλήθηκε με βάση τη δική του έκθεση αλλά εκείνη του τότε αμερικανού πρέσβη που υπερτόνιζε τον κομμουνιστικό κίνδυνο κλπ. Η εδώ μυθοπλασία βασίστηκε στο: Paul A. Porter, «Wanted: A Miracle in Greece», περ. Collier’s, 20 Σεπτεμβρίου 1947 (Ζητείται: ένα θαύμα για την Ελλάδα. Από τον Πολ Α. Πόρτερ, πρώην προεδρικό απεσταλμένο στην Ελλάδα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις 2008).
(Δάνεια, δάνεια, δάνεια)
14 Φεβρουαρίου 1947
Paul A. Porter,
Επικεφαλής της Αμερικανικής
Οικονομικής Αποστολής στην Ελλάδα
Αγαπητέ μου Kλιφ,
Τα πράγματα σ’ αυτή τη χώρα είναι απελπιστικά. Είμαι λιγότερο από ένα μήνα εδώ κι έχω πανικοβληθεί απ’ ό,τι βλέπω γύρω μου. Ήμουν προετοιμασμένος από το Υπουργείο αλλά είναι αλλιώς να το διαπιστώνεις με τα ίδια σου τα μάτια. […] Ο πρέσβης μας, ο Μακβί, δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά. Τους φέρεται πολύ απαξιωτικά. Βέβαια έχει κι ένα δίκιο: οι πολιτικοί τους είναι όλοι ανεξαιρέτως απατεώνες. Το καταλαβαίνεις από την πρώτη στιγμή που σου σφίγγουν το χέρι. Θλιβεροί μικροκλέφτες. Κανείς δεν ενδιαφέρεται να κάνει σωστά τη δουλειά του. Κανείς απ’ αυτούς δεν αγαπάει τη χώρα του. Κανείς τους δεν κάνει κάτι για τον φτωχό κόσμο. Τους νοιάζει μονάχα πώς θα κρατηθούν με νύχια και δόντια στη θεσούλα τους. Όταν δοκιμάσεις να συζητήσεις σοβαρά μαζί τους για κάτι, οτιδήποτε, το βλέμμα τους αμέσως θολώνει, ίδια με μπαγιάτικου ψαριού. Όλοι, έχουν μία και μόνη απάντηση για την οικονομία: Δάνεια, δάνεια, δάνεια. Ο αδηφάγος τρόπος που τα απαιτούν, «εν ονόματι του αίματος που κατέβαλαν οι Έλληνες κατά χιλιάδας εις τον πόλεμον κλπ. κλπ.» (εννοείται ότι οι ίδιοι ζούσαν υπό αγγλική προστασία στο εξωτερικό στη διάρκεια του πολέμου…) προδίδει το ιδιοτελές τους κίνητρο.
Τα έχω χαμένα. Δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω. Εδώ πέρα κυβερνάει αλαζονικά μια κλίκα τραπεζιτών και επιχειρηματιών που μετατρέπουν τα πάντα σε χρυσές λίρες και τα φυγαδεύουν σε ελβετικές τράπεζες. Μ’ αυτό που κάνουν, κλέβουν κανονικά τη χώρα. Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια, κι όπως αντιλαμβάνεσαι, το New Deal εδώ φαντάζει απλώς ανέκδοτο. Κανονικά θα έπρεπε να απολύσουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους που ρίχνουν έξω τον προϋπολογισμό της χώρας. Είναι απίστευτο. Χιλιάδες κηφήνες πληρώνονται από αυτό το κράτος σε μια χαλαρή ιεραρχία διευθυντών, παραδιευθυντών και γραμματέων που δεν έχει την παραμικρή χρησιμότητα για τους πολίτες. Δεν ξέρω τι είδους έκθεση θα συντάξoυμε τελικά για τον Πρόεδρο. Όχι, δεν ξέρω. Μόνο ένα θαύμα μπορεί να σώσει αυτόν τον άτυχο λαό.
Δικός σου, Πολ
12 Mαρτίου 1947
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έλαβαν επείγον αίτημα από την Ελληνική Κυβέρνηση για χρηματοπιστωτική και οικονομική βοήθεια. Προκαταρκτικές αναφορές της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής στην Ελλάδα καθώς και αναφορές από τον Αμερικανό Πρέσβη στην Ελλάδα τεκμηριώνουν τη δήλωση της Ελληνικής Κυβερνήσεως ότι η βοήθεια είναι επιβεβλημένη αν θέλουμε η Ελλάδα να επιβιώσει ως ελεύθερο έθνος.
Δόγμα Τρούμαν
Διάγγελμα στο αμερικανικό Κογκρέσσο
-------------------------------------------
Απόσπασμα από τη μυθιστορία του Ά.Μ., Το Χαστουκόδεντρο, εκδ. Τόπος 2012, σ. 107-108 & 417.
--------------------------------------------
* Ο Πολ Α. Πόρτερ ήταν ο επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Ο Πρόεδρος Τρούμαν του είχε μεταξύ άλλων αναθέσει να ερευνήσει και την αναγκαιότητα για οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα. Τελικά το δόγμα Τρούμαν δεν επιβλήθηκε με βάση τη δική του έκθεση αλλά εκείνη του τότε αμερικανού πρέσβη που υπερτόνιζε τον κομμουνιστικό κίνδυνο κλπ. Η εδώ μυθοπλασία βασίστηκε στο: Paul A. Porter, «Wanted: A Miracle in Greece», περ. Collier’s, 20 Σεπτεμβρίου 1947 (Ζητείται: ένα θαύμα για την Ελλάδα. Από τον Πολ Α. Πόρτερ, πρώην προεδρικό απεσταλμένο στην Ελλάδα, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις 2008).
ΤΙ ΘΑ ΕΓΡΑΦΑ ΣΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥ ΦΥΓΕΙ Ο ΕΡΠΗΣ
(Τhe game is not over) Παρά και ενάντια στην ενορχηστρωμένη καπιταλιστική τρομοκρατία, παρά και ενάντια στους ντόπιους προμηθευτές της ηρωίνης-ευρώ, παρά και ενάντια σ' αυτόν τον άγριο ταξικό πόλεμο που βάζει σε κίνδυνο, όσο ποτέ, την εθνική κυριαρχία και τα ελάχιστα δικαιώματα του πολίτη που εξασφαλίζει η δυτική δημοκρατία, το ένστικτο του λαού στην Ελλάδα τον οδήγησε να απαντήσει με ένα τολμηρό, κατά ισχυρή πλειοψηφία, ΟΧΙ. Μια μικρή χώρα, μια χούφτα άνθρωποι δοκίμασαν την περηφάνεια και την αξιοπρέπειά τους σ' έναν κόσμο που πλημμυρίζει εθισμένους στη συναλλαγή, στην εξαγορά των συνειδήσεων, στη βαρβαρότητα, έναν κόσμο των λίγων που τρέφεται από τους πολλούς και που επινοεί συνέχεια νέα ανδρείκελα του εαυτού του (όπως του ανεκδιήγητου ποτάμιου εστιάτορα). Αλλά μην τρελαθούμε. Η χώρα δεν αλώθηκε τώρα από τον μονοπωλιακό, παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Η χώρα που έστησε χαλαρά την οικονομία της στη βάση του πελατειακού κράτους των παχυλών συντάξεων στις ΔΕΚΟ, στη βάση των ανεξέλεγκτων επιδοτήσεων στην επαρχία, της εκχώρησης όλων των ελληνικών μονάδων, όλων των κερδοφόρων assets στους ξένους· η χώρα που έστησε απρόσκοπτα την οικονομία της στα δάνεια κι έβαλε ασύστολα χέρι στα αποθέματα των ασφαλιστικών ταμείων, η χώρα που δεν τόλμησε ποτέ να βάλει χέρι στο μεγάλο κεφάλαιο, στους εφοπλιστές, στους κατασκευαστές, στους καναλάρχες κλπ., η χώρα που δεν τόλμησε να χωρίσει την Εκκλησία από το κράτος, δεν στήθηκε αυτούς τους πέντε μήνες. Χρειάστηκε μια ολόκληρη μεταπολίτευση γι' αυτόν τον σκοπό. Που, να σημειώσουμε, στη διάρκειά της ακόμα κι όσοι έγλειφαν ένα κόκκαλο από το μεγάλο φαγοπότι δεν μίλαγαν, της αριστεράς συμπεριλαμβανομένης σ' αυτό. Καμιά αριστερή φωνή δεν έκανε σημαία της τα προοδευτικά δεινά της άνευ όρων υποταγής στην Ε.Ε. (πλην της κούφιας εκείνης αυτοεπαινούμενης και χωρίς πραγματικό ταξικό-επιχειρησιακό πρόγραμμα του ΚΚΕ), κανένας διανοούμενος, κανένας αναλυτής, κανένας σκεπτόμενος σ' αυτόν τον χώρο δεν φρόντισε, αυτό είναι το σημαντικό πρόβλημα, να εξηγήσει εγκαίρως, και με λεπτομέρειες που να είναι κατανοητές σε όλους, τη βάρβαρη κατάσταση και τις μακροπρόθεσμες συνέπειές της. Κανείς, μα κανείς. Ο κόσμος αποκοιμήθηκε στα χρόνια της φούσκας. Πάχυνε και πάχυνε τα παιδιά του. Όχι όλος ο κόσμος, εντάξει. Αλλά ένα μεγάλο του μέρος. Ο κόσμος φαντάστηκε τον εαυτό του ότι είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. Πούλησε την αξιοπρέπειά του (ή την επιδότησή του) για μια Μπενβέ, για μια Βιιτόν, για μια μεζονέτα, για ένα εξοχικό, για τη μια και την άλλη εισαγόμενη παπάρα, για μία φενάκη της πραγματικής ζωής. Όχι όλος ο κόσμος, βέβαια, αλλά πολύς κόσμος. Ο κόσμος ερωτεύτηκε το ευρώ, ντοπαρίστηκε με το ευρώ, εθίστηκε στο ευρώ, τη «βρήκε» με τη μυθολογία του ευρώ. Κι ωστόσο: ακόμα και τώρα, στο παρά πέντε, ο κόσμος εμπρός στον κίνδυνο, μόλις παρουσιάστηκε η κρίσιμη ανάγκη (και χωρίς να πολυκαταλαβαίνει αυτά που θα έπρεπε να του έχουν εξηγήσει εδώ και χρόνια οι αριστερές φωνές) φώναξε άφοβα παρών, είπε είμαι εδώ, γαμώ το κεράτό μου δεν θα πάρω τη δόση μου της ηρωίνης ευρώ, όχι ρε γαμώτο δεν θα εθιστώ, δεν θα πάρω άλλο! Αυτό είπε ο κόσμος και το ξέρουμε όλοι. Ε, λοιπόν, τώρα που φτάσαμε ως εδώ, γιατί ρε γαμώτο, γιατί τον απογοητεύεις αυτόν τον κόσμο, γιατί πρέπει να ακολουθήσεις κι εσύ την πεπατημένη του αριστερού συμβιβασμού, τον έχεις τον κόσμο, τον έχεις, έχεις κλειστές τις τράπεζες κι ο κόσμος ωστόσο είπε ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ, νικώντας φόβους και άνομες επιθέσεις από τα μίντια, τι άλλο θέλεις να κάνει για να το καταλάβεις! Τώρα τον πετάς στην άκρη τον κόσμο που σε έκανε κυβέρνηση (εντάξει, με μάταιες, με παραπανίσιες προσδοκίες, πάντα ο κόσμος πιστεύει ότι τα πάντα θ' αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη, δικαίως, έχει κουραστεί, χρόνια φαρμάκι, αιώνες φαρμάκι), όχι όλος ο κόσμος, ο αβόλευτος κόσμος σε στήριξε, εγώ σ' αυτόν ανήκω και στο όνομά του μιλάω, να εξηγούμαστε, να είμαστε καθαροί. Αυτός ο κόσμος αγαπητέ πρωθυπουργέ τώρα σιγά σιγά θα σε αφήσει να συνεχίσεις στον δρόμο του συμβιβασμού που επέλεξες, δηλαδή όχι στον δικό του δρόμο, τον δρόμο που θέλει τον κόσμο να στηρίζεται στις δυνάμεις του. Αυτά έχει η ζωή: θα σε αφήσει ο κόσμος, επειδή εσύ τον αφήνεις σιγά σιγά. Είμαστε δέκα εκατομμύρια άνθρωποι, αυτή η χώρα μπορεί να μας θρέψει όλους, αρκεί να κόψουμε όλες τις βρωμιές, όλες τις ευνοϊκές παραχωρήσεις στους ντόπιους κλέφτες, όλα τα πρόστυχα προνόμια, το ξέρουμε, έχουμε αντοχές, το αποδείξαμε, αλλά το κυριότερο είμαστε κάμποσα εκατομμύρια αγωνιστές που λένε ΟΧΙ, γιατί μας πετάς όλους εμάς, γιατί μιλάς για καταστροφή, γιατί μας προσβάλλεις, ξέρουμε και Ιστορία βρε αδερφέ, κάθε φορά που μια εξουσία κατακτιέται με την πίεση του λαού, με τη στήριξη του λαού, βρίσκει έναν Εφιάλτη που μιλάει τον λόγο της καταστροφής, που λέει πάντα μισοκακόμοιρα δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, που εκλιπαρεί αφήστε με να σας σώσω αδέλφια, ενώ στην πραγματικότητα δεν μας αφήνει να σωθούμε όπως το ξέρουμε και όπως το προσδοκούσαμε όταν του παραδώσαμε της καρδιάς μας το δύσκολο ΟΧΙ. Είμαστε δέκα εκατομμύρια άνθρωποι, είμαστε κάμποσα εκατομμύρια απογοητευμένοι αγωνιστές, αγαπητέ πρωθυπουργέ, που δεν θέλουμε την ηρωΐνη-ευρώ, απλά: δεν μασάμε. Αν κουράστηκες στο δύσκολο δρόμο που είχες ως εδώ, να το πεις, αν δεν αντέχεις άλλο με τόσο ΝΑΙ, τόσο ξεβρακωμένο ΝΑΙ στη Βουλή και μέσα στο ίδιο σου το κόμμα που συσσωρεύεται αποπνικτικά γύρω σου, βγες και πες το, μίλα, μίλα γρήγορα πριν η γλώσσα σου γίνει κι εσένα ξύλινη, πέτρινη, πλαστική. Το 62% της χώρας, αν έπαιρνες τώρα τη μεγάλη απόφαση, θα γινόταν 70-80% την άλλη στιγμή. Σαρώθηκαν οι Σαμαροβενιζέλοι, θα σαρωθούν κι οι σταύρακες και τα άλλα ξεπουλημένα σκουλήκια, το ξέρεις. Επαναλαμβάνω: ίσως κουράστηκες, ναι, κι εγώ στ' αλήθεια δεν ξέρω τι θα έκανα στη θέση σου. Ή, μάλλον θα έκανα αυτό που έκανα πάντα στις δύσκολες περιστάσεις στη ζωή μου: θα στηριζόμουν στους φίλους μου για να πάρω τη μεγάλη απόφαση. Τώρα από εκεί πας εσύ, από εδώ βαδίζουν οι φίλοι που σε στήριξαν. Σιγά σιγά χωρίζουν οι δρόμοι. Αυτά έχει η άτιμη η ζωή. Πες τους το, λοιπόν, εκεί στις Βρυξέλλες, επανάλαβέ τους το πολλές φορές: Οχιές, σας έδωσα ό,τι ζητήσατε, σας έδωσα και τα τελευταία ράκη της αξιοπρέπειάς μου, αλλά οι φίλοι μου, οι ανήσυχοι φίλοι μου, οι αγωνιστές φίλοι μου, ο λαός μας σιγά σιγά με εγκαταλείπει. Ναι, φοβάμαι ότι με εγκαταλείπει. Κι όταν δεις τις οχιές να τρίβουν τα χέρια τους με αγαλλίαση και να χαμογελάνε χτυπώντας σε ενθαρρυντικά στην πλάτη, πες τους ακόμα: μην πολυχαίρεστε οχιές, μην πολυχαίρεστε. Αυτοί οι φίλοι μου, είναι άλλη πάστα άνθρωποι, αυτοί οι σύντροφοί μου, που η συγκυρία με ανάγκασε να τους απογοητεύσω, είναι απρόβλεπτοι, πολύ απρόβλεπτοι άνθρωποι. Μη χαίρεστε λοιπόν οχιές επειδή, τάχα, the game is over. Το αντίθετο: The game, the real game, τώρα αρχίζει! |
Ο Κος Σανιδόπουλος ομολογεί μια παράξενη θλίψη
– Πρώτη φορά στη ζωή μου θλίβομαι που δεν είμαι νέος. Πρώτη φορά θλίβομαι γι' αυτό. Δεν μετανιώνω για τα χρόνια εκείνα, θλίβομαι που ο αγώνας είναι λειψός, που ο αγώνας είναι θολός, που ο αγώνας, ακόμα κι εμπρός στον θάνατο μιας χώρας, δεν συνεπαίρνει παρά ελάχιστους νέους. Δεν τους συγκλονίζει, δεν τους τρελαίνει, δεν είναι έτοιμοι να τα δώσουν όλα για όλα. Δοκίμασα να τον διακόψω (προς υπεράσπιση των νέων), αλλά δεν με άφησε. – Θλίβομαι ακόμα που δεν έκανα από μεριάς μου όσα έπρεπε για να αποτραπεί αυτή η κατρακύλα. Που δεν κατάλαβα βαθιά μέσα μου ότι έπρεπε να κάνω περισσότερα, να κάνουμε περισσότερα. Που επέτρεψα στο σκυλολόϊ, το ίδιο εκείνο σκυλολόϊ των χρόνων του πατέρα μου, του γερο-Καραμανλή, του γερο-Παπαντρέα και του γερο-Μητσοτάκη, στο ίδιο εκείνο σκυλολόϊ με τους απογόνους του να αλυχτάει και να αφρίζει ακόμα, να αλυχτάει και να αφρίζει και να σπέρνει τον πανικό της αμάθειας, του αγνωστικισμού και της υποτέλειας. Πώς να μη θλίβομαι ρε Άρη. Οποιοσδήποτε στη θέση μου σήμερα θα αισθάνεται το ίδιο, πρόσθεσε θλιμμένα ο θλιμμένος Κος Σανιδόπουλος και μου έδειξε μια μικρή νεανική του φωτογραφία τού 1978-79, από κάποια διαδήλωση (έχει σημειώσει με αχνό κόκκινο χρώμα τον εαυτό του στην τρίτη σειρά πίσω από τη ντουντούκα…). |
La Patrie en Danger
Έγραφα στις 25 Ιουνίου (στις 8:07 μ.μ., όπως βεβαιώνει ο αλγόριθμος του Facebook) ότι μιας ύψιστης κρισιμότητας ΝΑΙ ή ΌΧΙ (όπου κρίνεται η εθνική κυριαρχία) θα μπορούσε να δείξει, σε βάθος χρόνου, σε ποιο βαθμό η κρίση ωρίμασε τον τρόπο που η ελληνική συνείδηση καταφέρνει (αν καταφέρνει) να διαβάζει τον κόσμο. Δεν φανταζόμουν ότι αυτή η πρό(σ)κληση θα ερχόταν τόσο γρήγορα. Θέλω να πω: παραήρθε γρήγορα. Φοβάμαι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια άσκημη κατάσταση όπως αυτή που βρέθηκαν οι υπερασπιστές της δημοκρατίας και της εθνικής κυριαρχίας της Γαλλίας τον 19ο αι. (αριστεροί και ριζοσπάστες δημοκρατικοί συνασπισμένοι στο αντίστοιχο με το σημερινό σύνθημα La Patrie en danger) και συγκεκριμένα στις εκλογές του Φλεβάρη 1871 για Εθνοσυνέλευση που θα επικύρωνε την υπό ετοιμασία ταπεινωτικότατη συνθήκη με τους Πρώσους. Οι δημοκρατικοί πίστευαν τότε ότι ο λαός θα ψηφίσει ΟΧΙ αφού είχε λίγο πολύ συγκατεθεί στην πτώση του Βοναπάρτη του Μικρού και στην ανακήρυξη της δημοκρατίας στις 4 Σεπτέμβρη 1870. Ωστόσο διαψεύστηκαν. Ο οιονεί συντηρητικός λαός (ειδικά ο αγροτικός λαός) που είχε κουραστεί από την επί μήνες παρατεινόμενη πολιορκία του Παρισιού από τους Πρώσους και γενικά από τον πόλεμο, απάντησε μαζικά ΝΑΙ υπέρ του αντιδραστικού φιλομοναρχικού Θιέρσου επειδή ο τελευταίος, πολύ πονηρά, πέρασε το μήνυμα ότι η δική του πρόταση σημαίνει σταμάτημα του πολέμου, ειρήνη και φυσικά, πάντα, «επιστροφή στη νομιμότητα». Το διακύβευμα της δημοκρατίας, επειδή και τότε οι εκλογές-δημοψήφισμα έγιναν μέσα σε λίγες μέρες, ξεχάστηκε εύκολα από τον κόσμο ως αίτημα και ο Θιέρσος κυριάρχησε πανηγυρικά στην Εθνοσυνέλευση. Τα αντιλαϊκά μέτρα που επέβαλε την επομένη κιόλας των εκλογών οδήγησαν μέσα σε ένα μήνα στην περίφημη Κομμούνα. Τα γράφω αυτά επειδή η Ιστορία πάντα διδάσκει, έτσι νομίζω. Η βιασύνη πληρώνεται ακριβά ακόμα κι αν η εθνική ανάγκη την καλεί. Να το θέσω διαφορετικά: δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο πολύς κόσμος μέσα στο τόσο σύντομο διάστημα της μιας εβδομάδας θα είναι σε θέση να γνωρίζει τι θα ψηφίσει. Στη γωνία περιμένει ο λαϊκισμός, η δημαγωγία, η συκοφαντία όλων εναντίον όλων, ο μικρός εμφύλιος χωρίς τους στόχους σαφείς σε καμία πλευρά. Το πρωί στη λαϊκή αγορά άκουσα για πολλή ώρα τις συζητήσεις των ανθρώπων. Μου επιβεβαίωσαν όλες αυτές τις επιφυλάξεις. |
ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ ΤΟΥ 2015 Στον τοκογλυφικό πόλεμο που ασκούν αυτοί οι μισθοφόροι χαρτογιακάδες χωρίς πατρίδα, στον βάρβαρο πόλεμο που εξυπηρετεί αποκλειστικά τα αφεντικά του διεθνούς χρηματιστηρίου των μίσθαρνων αξιών, στην ανθρωπιστική έρημο που σπέρνουν με την μαφιόζικη πολιτική τους τα πληρωμένα στελέχη του ΔΝΤ, της Ε.Ε. και Ε.Τ., η Ελλάδα, εξ ανάγκης, αποτελεί το Βιετνάμ του 2015. Ας το καταλάβουν οι λαοί της Ευρώπης, πριν είναι αργά και για τους ίδιους, και ας υψώσουν το ανάστημά τους όπως έκαναν, τότε που έπρεπε, στα χρόνια του πρώτου Βιετνάμ, οι πατεράδες τους. Όσο γι' αυτή την ελληνική χώρα δεν είναι η πρώτη φορά που πολεμάει ενάντια σε ισχυρότερο διεκδικητή της εθνικής της κυριαρχίας. Κλείνουμε τ' αυτιά μας στα γαυγίσματα της Τρόικας Εσωτερικού και αντιμετωπίζουμε ενωμένοι την Τρόικα της Διεθνούς των Τοκογλύφων. ---------------------------------------------------------------- GREECE STANDS AS THE VIET NAM OF 2015 In this usurers' war where are engaged blue-collar of no nation mercenaries, in this brutal war that serves the bosses of the international stock exchange of hireling values, in this humanitarian desert which a political mafia paid by the executives of IMF, EU and EB continues to expand, Greece stands, by necessity, as the Vietnam of 2015. Let' s hope that the people of Europe, understand this unprecedented war before it's too late, and stand their ground as their fathers did when they had to, during the years of the first Vietnam war. This is not the first time that Greece has to fight against a much stronger aspirant of its sovereignty. The people of Greece by keeping the ears shut against the Interior Troika's bay (N.D. Pasok, Potami) and united shall face victoriously the International Troika of Usurers. |
Στη θάλασσα του τίποτε
Tα βραβεία κοινού από τη γκατζετερία του Πάμπλικ, οι βραβευμένοι, οι απονέμοντες, το (κλασικό των κυριών) κοινό, το γερασμένο (πριν την ώρα του) Μέγαρο, οι πανάκριβες προσκλήσεις, το τερατώδες κέτερινγκ, τα βιβλία υψωμένα σε σωρούς ως ανέγγιχτα (εννοείται) γκάτζετ στην αίθουσα του ψευδοπαλατινού μεγάρου, η θλιβερή σύμπραξη συστημικών και μη ΜΜΕ στο πλασάρισμα της όλης φανφάρας, η διαφημιστική φασαρία για το απολύτως τίποτε, η εξαγορά της ανάγνωσης με μερικά λεπτά διασημότητας, η γιορτή του μπεστσελερισμού, η φτήνεια της ακριβής ιλουστρασιόν παράστασης, το καθολικό κιτς, κλπ. κλπ.
Αν αυτό το φτηνό / ακριβό θέαμα δεν είναι ο ορισμός της κρίσης, είναι οπωσδήποτε ο ορισμός της πολιτισμικής παρακμής. Καταλαβαίνει τώρα κανείς γιατί μερικές, περιορισμένης καλλιέργειας, ανά την επικράτεια βιβλιοθηκονόμοι επιχαίρουν με την εξαγορασμένη από το ίδρυμα Νιάρχου (πρώην) Εθνική βιβλιοθήκη και τις παιγνιώδεις festivities καρμπόν που οργανώνει στις τοπικές τους βιβλιοθήκες, στο πλαίσιο του εξ ΗΠΑ εισαγόμενου προγράμματος Future Library (ως προς αυτό, βλ. με λεπτομέρειες εδώ). Καταλαβαίνει κανείς. Αυτή είναι η χώρα: δέσμια της απαιδευσίας της. Αυτή είναι η κυρίαρχη σχέση της με το βιβλίο: αγοραία. Ω ανύπαρκτε θεέ, για ποιο λόγο να κυβερνηθεί δίκαια και ανθρώπινα αυτή η παντελώς αδιάβαστη χώρα που επιμένει να επιπλέει ως φελλός σαμπάνιας στη θάλασσα του τιποτένιου και του άχρηστου και του φτηνού! |
Κοιτούσαμε απόψε με τον Κο Σανιδόπουλο κάτι φωτογραφίες με κερασιές που είχα τραβήξει στο Greenwich, έξω απ' το Λονδίνο, πριν πέντε έξι χρόνια. (Κάθε τέτοια εποχή ανθίζει σχεδόν προκλητικά αυτό το όμορφο δέντρο.)
Ο Κος Σανιδόπουλος δάκρυσε ξαφνικά. Ένα μικρό δάκρυ, μια σταγόνα. Πήγα να ρωτήσω κι εκείνος, σαν να μην υπήρχα, άρχισε να τραγουδάει την «Εποχή των κερασιών», το τραγούδι της Κομμούνας που όμως κι οι δυο μας πρωτακούσαμε στα χρόνια του άλλου Μάη Quand nous chanterons le temps des cerises Et gai rossignol et merle moqueur Seront tous en fête Les belles auront la folie en tête Et les amoureux du soleil au cœur. Quand nous chanterons le temps des cerises Sifflera bien mieux le merle moqueur κλπ. κλπ. – Κάθε τέτοια εποχή η ίδια μάταιη ελπίδα τσιμπάει την καρδιά μου: περιμένω με λαχτάρα να γίνω, να γίνουμε έστω και για λίγο μωρέ Άρη, merle moquer, παιχνιδιάρικα τρελά κοτσύφια που κοροϊδεύουμε τα πάντα, ξέρεις, όπως εκείνοι στην Κομμούνα, όπως οι άλλοι τον χαμένο Δεκέμβρη, όπως εμείς τότε το εξήντα οχτώ… Κι εντάξει, το ξέρω, πρόσθεσε ο Κος Σανιδόπουλος σκύβοντας το κεφάλι σαν παιδί που πιάστηκε σε αταξία, είμαι φυλακισμένος σ' αυτούς τους παλιούς έρωτες, επειδή, βλέπεις, η άτιμη η μνήμη από κείνες τις όμορφες μέρες που τρέχαμε χιλιάδες αγκαλιασμένοι στους παρισινούς δρόμους με το όνειρο να ανάβει φωτιά στις ψυχές μας, ναι αυτή η άτιμη γλυκειά φυλακή φταίει για όλα… Σταμάτησε για λίγο, κάπως λαχανιασμένος από τη φόρα που είχε πάρει, και αλλάζοντας απότομα ύφος, δεν ήταν πια το άτακτο παιδί που ντρεπόταν αλλά νέος γέρος νέος γέρος νέος: Ε, ναι, λοιπόν! J'aimerai toujours le temps des cerises Et le souvenir que je garde au coeur. – Μ' αυτή τη μνήμη έφτασα ως εδώ και μ΄ αυτή θα πεθάνω, έκανε στο τέλος με ύφος αποφασισμένου ανθρώπου, και ύψωσε το ποτήρι του τη ρακή να τσουγκρίσουμε για «τις μέρες των κερασιών που, δεν μπορεί, μία των ημερών, αργά ή γρήγορα, θα έρθουν». |
Ο Κος Σανιδόπουλος ονειρεύεται την εποχή των κερασιών
Quand nous chanterons le temps des cerises
Et gai rossignol et merle moqueur Seront tous en fête Les belles auront la folie en tête Et les amoureux du soleil au cœur. Quand nous chanterons le temps des cerises Sifflera bien mieux le merle moqueur. ----------------------------------------------------------------------------------- Όταν έρθει η ώρα να τραγουδήσουμε την εποχή των κερασιών Καθώς το χαρούμενο αηδόνι με το πειραχτήρι τον κότσυφα θα το γλεντάνε Οι όμορφες θα κοντεύουν να τρελαθούν Κι ο ήλιος θα φωτίζει την καρδιά των ερωτευμένων. Όταν έρθει η ώρα να τραγουδήσουμε την εποχή των κερασιών Θα σφυρίζει πολύ καλύτερα τον σκοπό το πειραχτήρι ο κότσυφας. |
ΠΑΡΑΤΗΡΕΙΣ ΜΕ ΑΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΝΑ ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ
᾽Επεί δ᾽ ἀνῆλθε λαμπρόν ἡλίου φάος, ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς… ------------------------- Αισχύλου, Αγαμέμνων, στ. 658-659. …κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς» εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν ----------------------------- Γ. Σεφέρης, «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» Παρατηρείς με απάθεια τους άλλους να πνίγονται κι είσαι ανίκανος ακόμα και τον πόνο να μοιραστείς, και τον πόνο τους να καταλάβεις. Τι σημαίνει σκλαβιά. Τι σημαίνει απόγνωση. Τι σημαίνει τρόμος. Δεν ξέρεις απ' αυτά, δεν ξέρεις τίποτε. Δεν τα χρειάστηκε η μικρή ζωή σου. Με συγκρατημένη συγκίνηση, όπως στις κηδείες των απλώς γνωστών. Να παρατηρείς. Μόνο αυτό μπορείς. Ξημερώνουν οι ειδήσεις από τη Λαμπεντούζα και βλέπεις ν' ανθίζει το πέλαγο πνιγμένα κορμιά και τόσο, τόσο δα μόνο, ταράζεσαι. Κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς» δεν έγινε και τίποτε βρε αδελφέ. Δόξα τω θεώ, εγώ δεν λογαριάζομαι στους πνιγμένους. Εγώ δεν βαρέθηκα ποτέ να περιμένω τα ακίνητα καράβια. Δόξα τω θεώ, εγώ κάθε μέρα κινδυνεύω να πνιγώ σε μια κουταλιά νερό κι ωστόσο, πάντα, σώζομαι. Έτσι λες, ανόητε κολυμπητή του γλυκού νερού, και συνεχίζεις να παρατηρείς με απάθεια τη θάλασσα που ξεβράζει κορμιά σαν το δικό σου. |
ΤΕΝDER IS THE NIGHT
Εδώ και μερικές μέρες ένα αηδόνι έχει καταφθάσει στους πρόποδες του λόφου που μένω. Υπάρχει νερό πολύ εδώ, πυκνή βλάστηση, ό,τι πρέπει για να φτιάξει τη φωλιά του (τα θηλυκά έρχονται αργότερα, γεννάνε μες στον Μάιο). Με τρελαίνει κάθε μέρα, εκεί προς το ξημέρωμα, όσο ακόμα υπάρχει ησυχία. Φαντάζομαι δουλεύει πρωί πρωί για τη φωλιά του στο απέναντι δέντρο, οπότε στο τσακίρ κέφι αφήνεται σε κάμποσες τρίλλιες. Η ανόθευτη, η σχεδόν αταβιστική χαρά που σου μεταδίδει αυτό το τραγούδι σβήνει μεμιάς όλες τις αβασάνιστες κοινοτοπίες που έχουν γραφεί γι' αυτό το ταξιδιάρικο στρουθίο. Ακόμα κι η περίφημη, η μελαγχολική «Ωδή» που του αφιέρωσε ο Τζον Κιτς φαντάζει αχνή εμπρός σ' αυτό το ηδονικό άκουσμα. Κι ωστόσο, μόλις το τραγούδι του αηδονιού σταματήσει, αναρωτιέμαι κι εγώ με τα λόγια του ποιητή: Was it a vision, or a waking dream? Fled is that music:—do I wake or sleep? |
To μπάνιο στη χθεσινή εαρινή ισημερία ήταν κρύο, πολύ κρύα τα νερά, παρατήρησε ο Κος Σανιδόπουλος, κατέγραψα εγώ (ο Μάρτης είναι ο πιο κρύος μήνας του χρόνου στη θάλασσα). Αλλά άξιζε τον κόπο, πρόσθεσε ο Κος Σανιδόπουλος. Το σώμα τεντώθηκε, λιάστηκε, βράχηκε για τα καλά, πήρε την αναγκαία αρμύρα, έδωσε την αναγκαία ενέργεια, έχασε και ξαναβρήκε τη θερμότητά του, σκέφτηκα εγώ. Ο Κος Σανιδόπουλος ήταν λίγο συναχωμένος πριν μπει στη θάλασσα. Με πιέζει πολύ η συγκυρία, σχολίασε. Βγαίνοντας αργότερα από το νερό η ψυχή του πετάριζε όπως αφρόντιστου μικρού παιδιού. Το έβλεπες καθαρά στα μάτια του. Ο άνθρωπος ευχαριστεί για άλλη μια φορά την τύχη του κολυμβητή, επισήμανε ο Κος Σανιδόπουλος, κατέγραψα εγώ.
|
Ο Κος Σανιδόπουλος προσεύχεται
την ημέρα της εαρινής ισημερίας |
…προσπαθώντας τουλάχιστον να καταλάβω από πρώτο χέρι πώς διάολο το χρήμα κλέβει κι άλλο χρήμα, πώς καταφέρνουν κι εκμεταλλεύονται εκτός από εμάς, τους που-δεν-έχουμε-στον-ήλιο-μοίρα, τόσο κόσμο, ακόμα και κυβερνήσεις, ακόμα και στον πόλεμο, ρε γαμώτο, νέος τότε και όλα αυτά, παρόλο που τα ήξερα από τις κομματικές κουβέντες και τα διάφορα διαβάσματα, τώρα που τα αντίκριζα με τα ίδια μου τα μάτια, μου φαίνονταν πολύ αποκρουστικά – ξέρεις δηλαδή πώς ένιωθα στ’ αλήθεια όση ώρα καθόμουν και τους άκουγα να κατεβάζουν τα ακριβά κρασιά τους, σαχλογελώντας ξεδιάντροπα με τις κωλοϊστορίες τους, χωρίς να τους περισσεύει μια κουβέντα για τον κόσμο που λιμοκτονούσε και πέθαινε στην Ελλάδα; Επαναλαμβάνω: Χωρίς να τους περισσεύει μια κουβέντα;
Ένιωθα εκείνες τις ώρες του κερασμένου πιοτού σαν να έκανα παρέα, όχι με ανθρώπους αλλά με απίστευτα τέρατα, ναι, απίστευτα να τα χωρέσει το ανθρώπινο μυαλό, δηλαδή από άλλον πλανήτη, κι όταν πια ο Τομ ανέφερε κάποιον συνεργάτη του που τελικά αναγκάστηκε, όπως είπε, να τον κλείσει φυλακή επειδή του χρωστούσε είκοσι πέντε χιλιάδες δολάρια – …Είκοσι πέντε χιλιάδες δολάρια; τι είναι είκοσι πέντε χιλιάδες ψωροδολάρια; Πες στον κύριο, Ίνγκε μπέιμπι, πόσο κάνει το κολιέ με τις πέρλες που πήραμε για τα Χριστούγεννα; τον διέκοψε σκάζοντας στα γέλια ο Άρης και ταυτόχρονα έριξε μια δυνατή τσιμπιά στον πισινό της συνοδού του που την έκανε να τσιρίξει ανυπόφορα, γύρισε όλο το μπαρ προς τη μεριά μας κι η αποσβολωμένη αξιοπρέπειά μου, να μιλάνε τόσο περιφρονητικά για τόσα λεφτά όταν ο κοσμάκης αλλού πεθαίνει της πείνας, πρώτη και τελευταία φορά μού συνέβη αυτό στη ζωή μου, μεγάλο μάθημα πήρα, η αξιοπρέπειά μου λέω, σαν να είχε πάθει από το γεγονός κανονική αποπληξία κι άρπαζε, με κάθε κουβέντα που πέταγαν αυτοί οι χορτάτοι πλουμιστοί κανίβαλοι για τις φάλαινες σλάααπ! –για τ’ αυτοκίνητα, σλάαπ! –για τα καράβια τους, σλάαπ! –για τα πετρέλαια σλαπ! –για τους φίλους τους, σλαπ!, απανωτά χαστούκια, το ένα μετά το άλλο, σλαπ!, σλαπ!, σλαπ!, κι ήταν αδύνατον να σταθεί όρθια και… Το Χαστουκόδεντρο, εκδ. Τόπος 2012, σ. 46-47 |
ΤΟ ΠΡΟΣΒΛΗΤΙΚΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΕΝΟΣ ΓΕΛΟΙΟΥ ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΥ
Θεωρώ τεράστια ύβρη τις πρόσφατες ομολογίες του πρώην υπουργού οικονομικών (Καραγκιόζης - Γκίκας - Σκρουτζ) ότι το 2012 κάθε βράδυ, βρέξει χιονίσει, όπου κι αν βρισκόταν, ό,τι κι αν απασχολούσε τη βασανισμένη (και εξαιτίας του) χώρα, ως μικροαστός ψιλικατζής κλεφτάκος, έσπρωχνε σε 56 δόσεις (μέσω e-banking από τον προσωπικό υπολογιστή του) μέρος των «οικονομιών» του στον φορολογικό παράδεισο του βρετανικού νησιού Τζέρζι (STAR, 09/03/15, Πόπη Τσαπανίδου). Κι ότι ακόμα, αυτός και η σύζυγός του, όπως εξίσου αναιδώς ισχυρίστηκε ο ίδιος «ως απλοί μισθωτοί, είχαν πλήρως φορολογηθεί για τα επίμαχα ποσά που αφορούν έσοδα από πολυετή μισθωτή τους εργασία» κλπ. κλπ. Αυτό το υβρίδιο πιστού δούλου στο παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, αποτελεί ένα νέο τύπο μισθοφόρου και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται. Οι μισθοφόροι δεν έχουν πατρίδα, δεν έχουν αρχές, δεν έχουν παρά μία αξία: τα λεφτά που θα τσεπώσουν από την εκάστοτε «δουλειά». Το ίδιο ακριβώς ισχύει για το υβρίδιο μισθοφόρου τύπου Γερούνδιου ή Γκίκα. Η διαφορά του Γκίκα από τους άλλους συναδέλφους του στην Ευρώπη είναι ότι δεν μπορεί να απαλλαγεί από την κατάρα του Καραγκιόζη, την κατάρα του μικροαστισμού, την κατάρα του μεταπολιτευτικού κομπιναδόρικου κράτους που τον σπούδασε, τον ανέθρεψε, τον έβαλε να δουλέψει για χάρη του. Ο Γκίκας είναι ένας μικροαστός καραγκιόζης, το πιο φτηνό εργαλείο στον διεθνή πυκνό στρατό των υβριδικών μισθοφόρων. Ως τέτοιος, διεκδικεί με θράσος το δικαίωμα να μιλάει για μισθωτή εργασία υπονοώντας τη μισθοφορική, διεκδικεί με αναίδεια το δικαίωμα να μιλάει για φορολόγηση των «επίμαχων» εισπράξεών του, ενώ, προφανώς, υπονοεί διάφορα τεχνικά κολπάκια που, ως Υπουργός, ήταν εύκολο να επιβάλλει για τα «επίμαχα» ποσά του, κι ακόμα διεκδικεί πρόστυχα το δικαίωμα να αποσιωπά ότι, χάρη στις μίσθαρνες θέσεις και στα μισθοφορικά του προνόμια, ρύθμιζε υψηλά οικονομικά οφέλη για τα εκάστοτε αφεντικά του και άθλιες συνθήκες αμοιβών για τους άλλους. Παρατηρείστε προσεκτικά το αυτάρεσκο χαμόγελο αυτού του τύπου, τη χυδαία πονηριά του νωθρού του παρουσιαστικού. Αυτός ο νέος τύπος μισθοφόρου, αυτό το διεθνές, αδίστακτο, χωρίς ιερό και όσιο υβρίδιο, που εδώ φοράει το τοπικό χρώμα του μικροαστικού ωχαδερφισμού και της κρατικής κομπίνας, υπήρξε και παραμένει (κρυμμένος στη σκιά χιλιάδων ανθεκτικών μανδαρίνων του Δημοσίου) ο σοβαρότερος εχθρός του λαού. |
Παρασκευή, 18 Iανουαρίου 1980
H πρώτη εγγραφή στο ημερολογιακό μυθιστόρημα
Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου (Κέδρος 1998, σ. 31-32). |
Mια μακρινή απόφαση χαράχτηκε πριν λίγο στις ρυτίδες του μετώπου μου καθώς ομολογούσα τις παραπάνω γραμμές. Mια δαιμονική φωνή κράζει ενδόμυχα πως αυτές οι λίγες γραμμές δεν είναι ούτε ποίημα ούτε λογοτεχνία, είναι μια Eίδηση. Kάθομαι να ακούσω τα νέα:
Σε χειμωνιάτικη παραλία, μακριά απ’ όλους. Δεν ακούγεται τίποτα Tουλάχιστο να ξέρω εγώ. Mόνο αυτό ζητάω: στο τέλος του καθημερινού να ξέρω. Aν έζησα καθόλου, αν τυχόν μεγάλωσα τα ποσοστά της ελευθερίας μου, αυτήν την ημέρα. O άνθρωπος τον άνθρωπο τρώει. Nα μη δοκιμάσω ανθρώπινο κρέας. Nα φυλαχτώ. Nα κάτσω στην άκρη αν χρειαστεί. Δευτεροαγωνιστής να μείνω. Nα βγω μπροστά με τις φαγωμένες παντιέρες του Mπολιβάρ αν χρειαστεί πάλι, κι ας μεγάλωσα. Πόσες ημέρες, πόσες ζωές θα ξοδέψω ακόμα. Kάθε βράδυ, λίγο πριν πεθάνω, ετοιμάζω τα απαραίτητα. Kάθε πρωί, σαν γεννιέμαι, ξεσκονίζω πρώτα τα σημάδια από τις άλλες ζωές, ύστερα ανοίγω προσεκτικά τα μάτια. Ώρες ώρες νιώθω βουνό αιωνόβιο. Tο πιο συχνά όμως καταλαβαίνω πως είμαι μια ψυχή: μιας ημέρας ζωή. Nα καταγράφω τις ημέρες μάλλον θα σημαίνει: Eτοιμάζομαι να πεθάνω αξιοπρεπώς για την ελευθερία. Oπότε το γραφτό που θα απομείνει στο τέλος τι θα είναι: Ένα αξιοθρήνητο μαρτυρολόγιο. Ποιος ξέρει. Ποιος ξέρει πού θα βρισκόμαστε σε δέκα είκοσι χρόνια. Στον καιρό μας δεν γελάσαμε όσο μας έπρεπε. Παραήμασταν σοβαροί και θλιμμένοι... τώρα πώς θα γελάσουμε για τον χαμένο χρόνο; Ωστόσο, να το: Mια αλλόκοτη χαρά, λεπτότατη, επικάθισε εντός μου, αφού πρώτα αναδεύτηκε σε τούτο το χαρτί. Tου σύμπαντος χαρά, δυσμέτρητη, δυσπερίγραπτη, δροσερό νερό για τον βουρλισμένο ερημίτη που πλάθει ο μυστήριος χρόνος εντός μου: Aς είμαι λοιπόν ασυγκράτητος! Aς κλάψω κι ας στενάξω, κι ας θυμηθώ, όπως τότε |
Ο Κος ΣΑΝΙΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Χθες βράδυ, δεν ξέρω ακριβώς γιατί, ο Κος Σανιδόπουλος μιλούσε κι αυτός, κοντά στο πνεύμα των καιρών, με αφορισμούς που με εκνεύρισαν αφάνταστα. Δεν περίμενα από έναν σκεπτόμενο άνθρωπο να μιλάει έτσι ρομαντικά, έτσι πρωτόγονα, με όρους, τελοσπάντων, αρχαϊκής οικονομίας. Ακούστε, από περιέργεια, τι ασυναρτησίες έλεγε και ίσως μου δώσετε κάποιο δίκιο. «Διαβάζω διάφορους όψιμους οικονομολόγους και "σοφούς" που δίνουν συμβουλές με θεαματικό λεξιλόγιο για τους "τρεις πυλώνες της οικονομίας που επιδέχονται ανάπτυξη" (Ναυτιλία, Ενέργεια, Τουρισμός) και άλλα τέτοια ωραία. Σ' αυτή την τρελή οικονομίτιδα που έχει καταλάβει τους πάντες όλα συζητιούνται με όρους που μηδενίζουν την πραγματική ζωή. Σε όλη την επαρχία, εκεί όπου ακόμα παράγεται λάδι, τυρί, κρέας, φρούτα, λαχανικά, σιτάρι, κρασί, μέλι, εκεί που οι εποχές έχουν ακόμα το νόημά τους κλπ. απέραντες εκτάσεις έχουν ερημώσει. Χωράφια μένουν ακαλλιέργητα, αχρηστεμένα, δέντρα απεριποίητα, εγκαταστάσεις που πριν κάποια χρόνια έσφυζαν από ζωή τώρα είναι σε εγκατάλειψη. Μικρές βιομηχανίες προϊόντων της γης, όπως της ζάχαρης στον Βόλο ή της τομάτας δεν ξέρω γω πού, μαράζωσαν. Η χώρα μπορεί να ζήσει τον κόσμο της με λιγότερες ηλεκτρικές και άλλες συσκευές, με λιγότερα αυτοκίνητα και εισαγόμενα είδη πολυτελείας, με περισσότερη αξιοποίηση της γης. Αλλά αυτή η επί δεκαετίες αμόρφωτη χώρα δεν το πιστεύει. Δεν το πίστεψε ποτέ. Το να είσαι αγρότης, το να ασχολείσαι με τη γη, έχει απαξιωθεί από τα χρόνια των δόλιων επιδοτήσεων, θεωρείται υποδεέστερο στην ιεράρχηση της κοινωνίας. Στα σχολεία της χώρας, με ελάχιστες εξαιρέσεις φωτισμένων δασκάλων, δεν διδάσκεται τίποτε που να εμπνέει πραγματικό σεβασμό για τη γη. Τίποτε για την πραγματική οικονομία. Γι' αυτό και χαίρομαι όταν σήμερα ακούω νέους ανθρώπους να επιστρέφουν στη γη τους. Αντίθετα μισώ αφάνταστα όσους έχουν έστω κι ένα μικρό κομμάτι γης και δεν σκέφτονται, αφού δεν το αξιοποιούν οι ίδιοι, να το παραχωρήσουν σε άνεργους νέους…» «Αν είχα τώρα λόγο στην κυβέρνηση, ξέρεις τι θα έκανα;» συνέχισε (και ξαφνικά οι φλέβες του τεντώθηκαν στον λαιμό). «Θα υποχρέωνα όλους όσοι κρατούν χέρσα εδάφη αναξιοποίητα να τα δίνουν σε νέους άνεργους, με μίσθωμα που θα πληρώνεται από την παραγωγή, ένα δυο χρόνια μετά την εγκατάστασή τους εκεί – και με εγγυητή το κράτος!» «Ακούς Ναυτιλία, Ενέργεια, Τουρισμός!» ξαναείπε. «Δεν ντρεπόμαστε λέω εγώ! Οι εφοπλιστάδες ξέρουν μόνο να κατακλέβουν, τίποτε άλλο, μια ζωή, αυτοί, αυτοί πρώτοι μας έφεραν ως εδώ, αυτοί κυβερνάνε με τις εκάστοτε μαριονέτες τους! Ακούς ενέργεια! Δηλαδή τι, πετρέλαιο; να τσακίσουμε και το μονάκριβο Αιγαίο, να γεμίσουμε κηλίδες παντού, να διώξουμε και το τελευταίο μελανούρι; Ακούς τουρισμό! Πόσο ακόμα τουρισμό; Πόσο ακόμα να καταστρέψουμε ακτές και βουνά και νησιά και ποτάμια; Πόσες ακόμα ταβέρνες ξενοδοχεία και μπαρ και άθλιες καφετέριες; Πόσο ακόμα, ρε γαμώτο, θα είμαστε τα δουλικά των Γερμανών; Πόσο ακόμα θα αντικρύζουμε κι εμείς αυτόν τον τόπο ως τουρίστες, αδιαφορώντας για τη γη που μπορεί να μας θρέψει;» Είχαμε πιει κάμποσες ρακές, αυτός περισσότερες από μένα, βρισκόμασταν σε δημόσιο χώρο και είχαμε αρχίσει να ενοχλούμε, πλήρωσα και τον πήρα γρήγορα έξω από το μαγαζί. Αυτός τον χαβά του: «Εγώ, μία των ημερών, αργά ή γρήγορα, θα φύγω», μου είπε, «θα επιστρέψω στο χώμα». «Αλλά, Άρη, έτσι που σκεφτόμαστε, πιο σωστά, έτσι που ΔΕΝ σκεφτόμαστε, θα μου το θυμηθείς, θα έρθει μια μέρα, δεν αργεί, που θα ζητάμε άδεια ακόμα και για να φυτέψουμε μια ντοματούλα!». «Δεν απαντάς, έτσι; Λέω βλακείες, έτσι; αυτό σκέφτεσαι τώρα ε;» πρόσθεσε μ' ένα πικρό χαμόγελο. «Δεν πειράζει, καλό ξημέρωμα», σφύριξε και χάθηκε σαν λύκος στη νύχτα. |
Σαν σήμερα, πριν 67 χρόνια, ένα χρόνο πριν το τέλος του Εμφυλίου.
Πριν τόσα χρόνια γεννήθηκα από την Αλκμήνη, στην οδό Καραγεώργη της Σερβίας 6, στην Πλατεία Συντάγματος, στο «Ξενοδοχείον το Αυτοκρατορικόν». Τυχερός για όσα έζησα, είδα, ευχαριστήθηκα, πόνεσα, έκλαψα, ένιωσα, έφτιαξα στη ζωή μου. Τυχερός. Ευχαριστώ τη μοίρα μου που με κράτησε υγιή έως σήμερα. Πρέπει να την ευχαριστώ. Δεν είμαι αχάριστος άνθρωπος. Δεν είμαι στραβός. Και δεν είμαι ηλίθιος. Ανήκω σε μια πολύ εγωιστική γενιά που συνηθίζει να λέει στην ηλικία μου: προλάβαμε μερικά πράγματα πριν βρωμίσει εντελώς ο κόσμος, πριν χαλάσει ο αέρας, τα νερά, το χώμα, πριν το aids καταστρέψει την τρελή χαρά, πριν οι τράπεζες χαλάσουν εντελώς τον πλανήτη, πριν γίνουν συντρίμια τα οράματα για καλύτερο κόσμο. Κλπ. κλπ. κλπ. Έτσι είναι όλοι οι ηλικιωμένοι. Θεωρούν ότι αυτά που έζησαν νεότεροι είναι τα καλύτερα. Δεν έχω καμία απολύτως διάθεση να αποτελέσω την εξαίρεση στον κανόνα κι ας κατανοώ την ανοησία αυτής της εμμονής. Όποιος αγαπάει συγχωρεί. Έτσι είναι, έτσι κάνω κι εγώ. Συγχωρώ την ένοχη γενιά μου. Δεν πολεμήσαμε όσο έπρεπε, όταν έπρεπε. Βιαστήκαμε να νομίσουμε πως τάχα θα. Κι όμως, μας συγχωρώ. Για το λίγο που κάποτε πολεμήσαμε, που κάποτε πιστέψαμε. Κι εξάλλου υπάρχουν μερικοί που ακόμα. Λίγοι, αλλά υπάρχουν. |
Ο κατακλυσμός των ημερών κατέστρεψε, χθες Κυριακή, το ιστορικό μονότοξο γεφύρι της Πλάκας στα Τζουμέρκα. Άντεξε χρόνια και χρόνια. Δεν άντεξε την αδιαφορία. Δεν άντεξε να μην καίγεται κανένας για την κατάστασή του χρόνια τώρα· να θεωρούν οι πάντες ότι θα ζει αιωνίως χωρίς να γίνονται τα αναγκαία για τη συνέχιση της ζωής του. (Όπως σε τόσα άλλα μέρη κατάφορτα με μνήμες σ' όλη τη μικρή αυτή χώρα.) Η ιστορική μνήμη σβήνει, ακόμα κι αυτή, όταν κανείς δεν της περιποιεί τις τιμές που έχει ανάγκη για να συγκρατηθεί όρθια. Όταν ο κόσμος την αντικρύζει μονάχα ως μνημείο-μνήμα σφηνωμένο, χαρισμένο, καθηλωμένο αμετάκλητα στο παρελθόν, χωρίς καμία «ανταλλακτική» αξία, χωρίς ζώσα αξία για τη δημιουργική συνέχεια της άμοιρης κοινωνικής ζωής μας. Ακόμα κι η ιστορική μνήμη, ναι, σβήνει, σε εποχές όπως η δική μας.
|
Ακόμα κι η ιστορική μνήμη κάποτε σβήνει.
|
Θα περάσουν αποπάνω μας όλοι οι τροχοί
στο τέλος τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν. Αγάπη μείνε στην καρδιά - αυτός ας είναι ο κανών του τραγουδιού σου. Με την αγάπη θα σηκώσουμε την απελπισία μας απ' τ' αμπάρι του κορμιού. Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων η απελπισία. Και προπαντός ας μην αφήσουμε την αγάπη να συνωστίζεται με τόσα αισθήματα... Νίκος Καρούζος, «Τα πουλιά δέλεαρ του Θεού, 2» (1961). Τα ποιήματα, τόμ. Ι, εκδ. Ίκαρος. |
KI AN ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΑΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΤΡΟΧΟΙ…
Το ποίημα του Νίκου Καρούζου είχα ανάγκη ν' ακούσω σήμερα μέσα στον ορυμαγδό των μετεκλογικών φωνασκιών και επικρίσεων. Διαβάζει ο ίδιος. (Από το αρχείο της ΕΡΤ.) |
ΑΣ ΕΛΠΙΣΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ
Για άλλη μια φορά τα όνειρα πολλών ανθρώπων ζητούν να λάβουν εκδίκηση. Για άλλη μια φορά. Ας ελπίσουμε ότι τόση ελπίδα δεν θα εκτονωθεί ξανά, πρώτα στη μετριότητα και ύστερα στην ταπείνωση. Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά, η τόση συλλογική θέληση για όσες θυσίες ακόμα χρειαστούν, θα οδηγήσει σε κάτι καινούργιο, κάτι ανθρώπινο. Αν δεν υπήρχε κι αυτή η ελπίδα, χρόνια τώρα θα είχαμε πεθάνει. Αυτή μας κρατάει όρθιους, αυτή κράτησε όρθιο τον κόσμο, σε ακόμα πιο σκληρές συνθήκες, επί γενιές ολόκληρες, σ' αυτή την άμοιρη, βιασμένη δις και τρις, χαστουκισμένη δις και τρις, πουλημένη δις και τρις χώρα. Το στοίχημα είναι η αξιοπρέπεια και το φιλότιμο των πολλών αδύναμων να νικήσει τη συναίνεση στη βαρβαρότητα, που επιβάλλουν διά της βίας οι λίγοι βολεμένοι και ισχυροί· κι ακόμα, ο πολιτισμός των λίγων να σβήσει τη διεφθαρμένη αμάθεια τoυ τηλεπαρμένου πλήθους. Ας ελπίσουμε ότι αυτό το πολύ δύσκολο στοίχημα θα κερδηθεί. Ας ελπίσουμε αυτή τη φορά. |
ΕΦΥΓΕ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΟΛ
Την τελευταία φορά που είδα τον Γιάννη στο νοσοκομείο, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, κατάλαβα ότι το «Γεια» που απηύθυνε σε μένα και την Άρτεμη ήταν οριστικό. Δεν τον ξαναείδα. Το μεγαλύτερο διάστημα το πέρασε στην εντατική. Έφευγε. Το ήξερα. Το είχαμε συζητήσει με την Άρτεμη. Έφυγε τελικά χθες βράδυ. Ένα παιδί-ποιητής, ένας ποιητής-παιδί, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Δεν άντεχε τον 21ο αώνα. Δεν τον άντεχε. Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. |
ΘΛΙΨΗ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Ένας συγγραφέας-γλάστρα τηλεοπτική, χθες, μες στην γενικότερη αντι-αριστερή υστερία, είχε το θράσος να αναμείξει τον ποιητή Πολ Ελιάρ και τον Ανδρέα Εμπειρίκο με την Αριστερά και την οργάνωση της ΟΠΛΑ, σε ένα ανιστόρητο, επιπόλαιο από κάθε άποψη και, το κυριότερο, αμόρφωτου ανθρώπου σχόλιο. Ντροπή, ντροπή, ντροπή γι' αυτή τη χώρα που επιτρέπει σ' αυτούς τους ουτιδανούς συγγραφίσκους να υψώνουν τέτοιες άξεστες φωνές. Ντροπή για την κουλτούρα αυτής της χώρας. |
NOUS SOMMES TOUS CHARLIE
Mερικοί άνθρωποι που μεγαλώσαμε στα απόνερα του Μάη του '68 καλλιεργήσαμε τις αρχές μας μέσα και από το τολμηρό χιούμορ και την ελευθέρια διαχείριση της επικαιρότητας που πρότειναν εφημεριδο-περιοδικά όπως το L'Écho des savanes, το Hara-Kiri, το Le Canard enchaîné και φυσικά το Charlie Hebdo. Kάθε εβδομάδα ένα σκίτσο των Reiser, Roland Topor, Moebius, Wolinski, Cabu και τόσων άλλων μας επέτρεπε να διαβάσουμε με μια λοξή, πραγματικά ανατρεπτική ματιά τα γεγονότα. Ο Boλίνσκι και ο Καμπί, μαθαίνω τώρα, μετριούνται στα θύματα της άνανδρης χθεσινής επίθεσης στα γραφεία του Σαρλί. Η βάρβαρη πραγματικότητα του φονταμενταλισμού τους ξεπέρασε. Μας ξεπερνάει. Απέναντι σε αυτή την πρωτοφανή τυφλότητα, όμοια με εκείνη των οπαδών του νεοναζισμού, αισθάνεσαι πραγματικά απροστάτευτος. Η αδιάβαστη τυφλότητα απλώνεται σαν γάγγραινα στον πλανήτη τώρα που οι θεσμοί καταρρέουν, που η πολιτική καταρρέει, που τα χρηματιστήρια κυβερνάνε τον κόσμο αποκλειστικά με την πειθώ της κατασταλτικής βίας. Τώρα που το νόημα της ζωής, συρρικνωμένο στην ωμή συναλλαγή και την εξαγορά των συνειδήσεων, κυριαρχεί αναίσχυντα, προκλητικά, επιθετικά, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, τώρα που η εκπαιδευμένη από το σχολείο των ΜΜΕ, νεοπρολεταριακή, ακαλλιέργητη νεότητα, σ' ανατολή και δύση, δεν έχει κανένα πειστικό όραμα να την οπλίζει απέναντι στην αυξανόμενη βαρβαρότητα του Καθημερινού, εξ ανάγκης βουτάει τυφλά προς τη μόνη της επιλογή: αυτοκτονεί, αγκαλιά με το Κοράνι ή τo Μeine Kampf. Αποτρόπαια συμβάντα όπως αυτό χθες με το Charlie Hebdo είναι, δυστυχώς, αλλά πρέπει να το παραδεχτούμε, οι παράπλευρες απώλειες αυτής της παγκοσμιοποιημένης βίας που το χρηματιστικό κεφάλαιο έχει επιβάλλει ως υπέρτατο κανόνα της ζωής στον πλανήτη. Το μίσος του φονταμενταλιστή και του ναζιστή έχει στην πρώτη πρώτη αρχή του το μίσος ενάντια σ' αυτή την άδικη, βίαιη, βάρβαρη κοινωνία των χρηματιστών. Έτσι πείθεται, έτσι στρατολογείται, έτσι εκτελεί, έτσι αυτοκτονεί. Κανείς δεν γεννιέται τυφλός. Η τυφλότητα αναπτύσσεται, εκπαιδεύεται, καλλιεργείται, στρατολογείται στο έδαφος ψυχών που έχουν χάσει το πραγματικό νόημα της ζωής, σ' έναν κόσμο που, στο μεγαλύτερό του μέρος, επίσης έχει χάσει το πραγματικό νόημα της ζωής κι όπου, για τον καθένα είναι εύκολο προς στιγμήν να τυφλωθεί, να μισήσει τυφλά, να επιτεθεί τυφλά, να ορμήσει τυφλά στο πουθενά. Αν δεν καταλάβουμε αυτό το απλό πράγμα, δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε στην ουσία τους φαινόμενα όπως του Charlie Hebdo. Θα παραμείνουμε θεατές, υπολογίζοντας απλώς τις στατιστικές πιθανότητες να καταντήσουμε κι εμείς μια μέρα παράπλευρη απώλεια αυτού του βάρβαρου παγκοσμιοποιημένου συστήματος εξουσιών που ανεξέλεγκτο, εδώ και κάμποσες δεκαετίες, κυβερνάει τις μικρές ζωές μας. |
ΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ (Le crépuscule = Το λυκόφως)
Aπό τα αγαπημένα συμπλέγματα στο Παρίσι [στο πάρκο Jardin de l' Observatoire, στο Port Royal: Le crépuscule, γύρω στα 1870-75, παραγγελία του Haussmann (1809-1891) στον Gustave Crauk (1827-1905)]. To έχω χρησιμοποιήσει επανειλημμένως σε βιβλία, σε βίντεο κλπ., το αντικρύζω στο γραφείο μου, το επισκέπτομαι κάθε φορά που επισκέπτομαι την πατρίδα των σπουδών μου. Γιατί, αναρωτιέμαι, αυτή η προσκόλληση σε αυτό το άγαλμα, γιατί αυτό το προσωπικό φετίχ. Δεν ξέρω. Ίσως επειδή παραπέμπει σε κοινότατα αισθήματα που έχω ανάγκη, όπως όλοι, για τη ζωή μου. Όπως αυτούς τους καιρούς, καλή ώρα: αυτή η επιτηδευμένη πόζα της περισυλλογής, ανάμικτης με κάματο στο πέρας μιας μέρας, αυτή η αναγκαία διακοπή πριν την ανάπαυση, ίσως και να είναι η δική μου «πόζα», η δική μου στάση μιας διαρκούς αναμονής για κάτι διαφορετικό για κάτι, οπωσδήποτε, ευεργετικότερο γι' αυτόν τον κόσμο που βιώνω από παιδί, σ' αυτή τη δις και τρις βιασμένη χώρα. |
Aς πνίξουμε τη μοχθηρία και τη βαρβαρότητα του 2014 στην ορμή των κυμάτων που θα συναντήσουμε το 2015. Και ναι, στη δικαιολογημένη απόγνωση του λαϊκού τραγουδιού, μια αρχαία απόγνωση που χρόνια τώρα δεν μας άφησε να ησυχάσουμε, ας αντιτάξουμε την όμορφη, επίσης αρχαία, πάλη με τα κύματα. Καλώς να έρθει το 2015!
|
|
Moυ αρέσει να κολυμπάω ανήμερα τα Χριστούγεννα και ανήμερα την Πρωτοχρονιά, ας πούμε ένα προσωπικό έθιμο. Δεν έχει καμία σχέση με θρησκείες και τέτοια, περισσότερο συνδέεται με την επιθετική διάθεσή μου απέναντι στη θανατερή ησυχία που βασιλεύει στην πόλη αυτές τις δύο αργίες. Σήμερα, στον βράχο που συνήθως μαζεύονται οι οικογένειες τα γλαροπούλια, ήταν μονάχα ένας κορμοράνος. Τον ξέρω και με ξέρει. Ξεχειμωνιάζει εδώ τα τελευταία δυο τρία χρόνια, ποιος ξέρει από πού έρχεται. Στεκόταν και κοίταζε πέρα μακριά προς την Αίγινα, στην κατεύθυνση που συνήθως κοιτάζω κι εγώ. Δεν ήταν χαρούμενος, δεν ήταν θλιμμένος. Ανήσυχος, ναι, περισσότερο ανήσυχο τον κατάλαβα, και δεν ήταν ανησυχία για την τροφή του αυτό που διέκρινα, όχι, μια επιδέξια βουτιά κάνει και σε μερικά δεύτερα ξαναβγαίνει στην επιφάνεια καταπίνοντας κιόλας το ψάρι του, όχι, κάτι άλλο συλλογιζόταν το θαλασσοπούλι.
Τα ζώα, τα πουλιά, καταλαβαίνουν πιο γρήγορα τις μεταμορφώσεις του καιρού και του κόσμου, μυρίζονται χιλιάδες πράγματα που εμείς είναι αδύνατον ακόμα και να υποψιαστούμε ότι συμβαίνουν, ότι υπάρχουν. Εσύ κοιτάζεις τα φορτία της Cosco που, το ένα μετά το άλλο, καταφθάνουν πλέον στον Πειραιά σαν λεωφορεία της γραμμής και λες: «κι αν τυχόν σ' ένα από αυτά συμβεί να χυθεί το πετρέλαιο, τι θα γίνει στον Αργοσαρωνικό;» – όμως τα ζώα, ο κορμοράνος μου εν προκειμένω, δεν σκέφτονται ούτε απελπισμένα ούτε μικρόψυχα για τη ζωή και τον θάνατο. Κάνουν άλλες σκέψεις, άλλου είδους, ναι, αυτή είναι η σωστή έκφραση, άλλου είδους. Το κυριότερο: δεν μας βλέπουν ως αξιοθέατα όπως εμείς αυτά. Ξέρουν ότι έχουμε λιγότερες ικανότητες για την επιβίωσή μας απ' ότι εκείνα. Μάλλον μας συμπονούν, που είμαστε τόσο αδύναμοι, και ναι, ένα συμπονετικό ύφος είχε ο κορμοράνος μου που με έβλεπε να ξεφυσάω γύρω από τον βράχο του λες και είχα κάνει κάποιο κατόρθωμα, μας συμπονούν επειδή σκεφτόμαστε πάρα πολύ και καταλαβαίνουμε τόσο λίγα, τόσο απίστευτα λίγα για τη ζωή και τον θάνατο. Όταν γύρισα σπίτι ένιωσα την ανάγκη να τον περάσω στο χαρτί, μήπως και καταλάβω κάτι περισσότερο σχεδιάζοντας τις γραμμές του, το ύφος του, τη συλλογισμένη στάση του. Σαν να τον βλέπω τώρα. Για σας είναι πιο δύσκολο, ξέρω, αλλά εγώ τον βλέπω, τον έχω ακόμα μπροστά μου που θέλει κάτι να μου πει κι εγώ εκεί, ξεφυσάω και αδυνατώ να καταλάβω, ανήμπορος, ανήμπορος, ανήμπορος |
Ο Κος Σανιδόπουλος μονολογεί:
Ποτέ δεν είμαι έτοιμος για τα Χριστούγεννα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τα Χριστούγεννα έρχονται ως η υπόσχεση μιας γιορτής που δεν θα είναι ποτέ όπως την ήθελες, όπως τη φαντάστηκες, όπως τη χρειάστηκες. Η χειμωνιάτικη γιορτή, αυτή τελοσπάντων που πουλάνε τα παραμύθια των σκοτεινών παιδικών χρόνων και οι αμερικάνικες ταινίες των αμήχανων εφηβικών χρόνων, και οι διαφημίσεις της κάθε μέρας, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που πραγματικά συμβαίνει στο τέλος. Πώς θα μπορούσε άλλωστε. Όσο μεγαλώνω προσπαθώ να είμαι όσο γίνεται περισσότερο οπλισμένος γι' αυτή την αναμενόμενη από τόσο κόσμο γιορτή, που σημαίνει τόσα πολλά και τόσα λίγα, που μετράει μια ζωή τώρα τον αληθινό και τον ψεύτικο χρόνο, τις ωραίες και τις άσκημες μέρες, τις ωραίες και τις άθλιες οικογένειες του ηττημένου κόσμου. Κι αυτό είναι το ενοχλητικό σε όλη αυτή την ιστορία: δεν μου αρέσει καθόλου μα καθόλου να χρειάζεται να είμαι οπλισμένος, σε άμυνα, ενώ κανονικά, αυτές τις μέρες, θα έπρεπε να είμαι πολύ χαλαρός. Επειδή όλον τον υπόλοιπο χρόνο επίσης πολεμάω, επίσης αγωνίζομαι, επίσης προσπαθώ να μη με σκοτώσουν για ένα ανόητο τίποτε, για το γεγονός και μόνο ότι υπάρχω και έχω φωνή, τη φωνή μου. Ναι, με δυσκολεύουν πολύ τα άτιμα τα Χριστούγεννα και οι δύσκολες ευχές που τα συνοδεύουν. |
|
Σαλιγκάρια
Χειμωνιάτικη λιακάδα σήμερα, ζεσταίνει κάπως την πικραμένη καρδιά. Ο χαμένος Γρηγορόπουλος, ο βασανισμένος Ρωμανός, οι άμοιροι Σύριοι πρόσφυγες κατάβρεκτοι από τη χθεσινοβραδινή μπόρα στο Σύνταγμα, ο Σύριος γιατρός που γενναία δοκίμασε να φτάσει στα σύνορα και πέθανε από το κρύο διασχίζοντας ποτάμι, όπως άλλοτε κάποιοι στον Εμφύλιο, σκοτωμένος από την άξενη χώρα μου. Η άνανδρη επίθεση των δωσίλογων σαλίγκαρων σε όλα, σε όλα. Σε όλη την έκταση των αξιών του ανθρωπισμού. Και χθες, ξαφνικά, ενώ χαιρόταν με δύναμη τη ζωή, ακόμα κι ο Μένης. Εκείνη την ώρα που το έμαθα σκεφτόμουν τους άλλους γυμνοσάλιαγκες, τους οχτώ βουλευτές που υπόγραψαν για Πρόεδρο, τους οχτώ «αποστάτες» του τίποτε, τους κιοτήδες που για λίγο εξαπάτησαν κάποιους ανόητους στην Αριστερά, τους απατεωνίσκους, τα Ανθρωπάκια. Τρέχω στη θάλασσα, όπως πάντα, να μου μιλήσουν τα νερά, να καθαριστώ για λίγο. Το κύμα, ασυγκίνητο απ' όλα, ασυγκίνητο πάει κι έρχεται, απλώνεται και μαζεύει, φουσκώνει και σκορπίζεται πάνω στην τούφα αυτά τα άκακα φύκια τα σκαλωμένα στην άμμο. Αυτή η ορμητική κανονικότητα, μέσα στη γενική αναστάτωση, με σκοτώνει, με σκοτώνει. Δεν αντέχεται. |
Χθες, το απομεσήμερο, ανέβηκα για μια βόλτα στον Υμηττό από τη μεριά της μονής της Καισαριανής. Ανεβαίνω συχνά και, κάθε τέτοια εποχή, κόβω μερικά κλαδιά από σκίνα, βελανιδιές κλπ. – μου αρέσει να τα βλέπω στο σπίτι όταν δουλεύω. Τις Κυριακές το βουνό γεμίζει τρελούς τύπους σε πανάκριβες μηχανές ή πανάκριβα mountain bikes, τυλιγμένους σε πανάκριβες lykra στολές που φέρονται, έτσι αρματωμένοι, λες και τρέχουν τη διαδρομή Παρίσι-Ντακάρ! Εννοείται πως οι περισσότεροι είναι αγενείς, εννοείται πως λίγοι θα ανταλλάξουν μια καλημέρα, εννοείται πως πεντάρα δεν δίνουν για το αν ενοχλούν, αυτοί οι ιδιότυποι μηχανόβιοι πολυτελείας, την ησυχία κλπ. του βουνού. Οι πιο συμπαθείς τύποι, κατά κανόνα, είναι όσοι φέρνουν εδώ τα σκυλιά τους. Και, εννοείται, οι μοναχικοί περιπατητές όπως η αφεντιά μου. Μου έκανε εντύπωση πόσο φορτωμένες ήταν οι ελιές από καρπό. Και το βουνό από αυτή τη μεριά έως κάτω χαμηλά στα πρανή είναι γεμάτο ελιές, γεμάτο. Που πάνε χαμένες. Έκανα πολλές σκέψεις για τη συλλογή τους πολλές σκέψεις.
Είναι φορές που θέλω να τους δείρω. Μη τυχόν και ξυπνήσουν. Τους συγγραφείς της ηλικίας μου, αλλά και τους νεότερους, γιατί όχι και τους μεγαλύτερους. Μήπως και ξυπνήσουν από τον λήθαργο. Γι' αυτό και ανέβασα αυτό στο FB. Eπειδή χθες, μέρα απεργίας, σκέφτηκα ότι γι' αυτούς το γεγονός δεν σήμαινε απολύτως τίποτε. Συνέχισαν, υποθέτω, μες στην καλή χαρά, τις μικροαγωνίες τους για το αν «βγήκε» ή δεν «βγήκε» η σελίδα της ημέρας. Κρίμα. Πολύ κρίμα.
|
Χθες βράδυ, στην εκδήλωση για τον Βασίλη. Σ' ένα απολύτως συστημικό / status κτήριο ιλουστρασιόν πολιτισμού, καθισμένος σε αφ' υψηλού, ως εκ του σχεδιασμού της αίθουσας, «εξουσιαστικό» πάνελ, εμπρός σ' ένα κατά τα 7/10 συστημικό κοινό, άντε να βγάλεις εσύ μπροστά τον αριστερό / παιγνιώδη Βασίλη, αυτόν που ανέκαθεν υπήρξε, αυτό που είναι πραγματικά στα περισσότερα κείμενά του, και που με τίποτε δεν είναι «…αυτό που με κάνουν οι ειδήσεις των εφημερίδων».
(Στο βάθος της καρδιάς του γνωρίζει κι ο ίδιος την πικρή αλήθεια που κρύβει η όποια συστημική του μεταμφίεση.) Δυο άνθρωποι, θαρρώ, απ' όλο το πλήθος που μίλησε με ειλικρινή αγάπη γι' αυτόν, σταθήκαμε με πείσμα σ' αυτή την πλευρά του: εγώ και η σκηνοθέτης Έφη Θεοδώρου. Ενοχλώντας, έτσι, ελαφρώς τις ανάλαφρες συνειδήσεις κάποιων από το κοινό. Ανάμεσα στ' άλλα, για να ερεθίσω λίγο τα πνεύματα, διάβασα και αυτό το ποίημα του ογδοντάχρονου Βασίλη… Σχόλια (κατ' ιδίαν) εδώ. Πώς να υπερασπιστείς ένα βιβλίο σε ένα-ενάμισι τηλεοπτικό λεπτό; Πώς, ταυτόχρονα, να οργανώσεις, σ' αυτόν τον χρόνο, κάποιου είδους «εισοδισμό» στο συστημικό κανάλι ώστε να ερεθίσεις ένα κοινό που, Κυριακή πρωί, (έχει εθιστεί) να βλέπει Mega Σαββατοκύριακο αντί να βγαίνει έξω στον καθαρό αέρα; Δεν ξέρω πώς. Γι' αυτό καθώς το ξαναβλέπω μου φαίνεται έως αστείο. Με πολλές έννοιες αστείο.
Σχόλια (κατ' ιδίαν) εδώ. |
Έλπιζα κάπως αλλιώς να βρεθούμε, εσύ κι εγώ. Ο χρόνος που θα είχε περάσει, έλπιζα ότι θα μας είχε ωριμάσει. Μα όταν σε είδα, κοίταξα το ρολόι μου, άναψα τσιγάρο, και παράγγειλα ένα εσπρέσο Ακούς; Τραγούδια απ' τον εμφύλιο της Ισπανίας. Μη με ρωτάς ποιανής παράταξης. Πάντα οι αριστεροί έχουν τα όμορφα τραγούδια. Οι άλλοι έχουν τα όμορφα τανκς. Β. Β.: Λάκα-Σούλι, «Ο ληξίαρχος», 16 (1967-1974). |
Ημερολόγιο φθινοπωρινής θαλάσσης: συννεφιά, αλλά μια χαρά φως πάνω από την Αίγινα απέναντι. Θάλασσα γλυκειά πάντα, αλλά δροσερή, όπως πρέπει. Στην ακτή: κανείς, μόνο μια κυρία, με δύο σκυλάκια κανίς, πέρασε για λίγο κάπως τρομαγμένη. Στη βραχονησίδα: πρέπει να έχουν γεννηθεί τουλάχιστον 20-30 νέα γλαράκια τον τελευταίο μήνα. Φάνηκε πάλι ένα ζευγάρι κορμοράνοι. Στην επιστροφή, στο ύψος του Χίλτον, μια θλιβερή σε αριθμό, σε δύναμη φωνής και εμφάνιση, ομάδα χρυσαυγιτών έκανε πορεία για την «απελευθέρωση» των αρχηγών τους. Φολκλόρ και κιτς μαζί. Ωστόσο δεν ξεχνώ τη θάλασσα. Πώς να την ξεχάσεις. Δεν γίνεται.
Σχόλια (κατ' ιδίαν) εδώ.
Σχόλια (κατ' ιδίαν) εδώ.
Πέμπτη,
9 Nοεμβρίου 1989
(Oι Kανάγιες) Έπεσε το Tείχος. Θεέ μου, με τίποτα δεν θα ήθελα να βρίσκομαι εκεί μπροστά τούτες τις ώρες. Tόσοι πιεσμένοι πόθοι. Tόσες νεανικές καρδιές που ονειρεύονται άλλη ζωή. Άλλη μια φορά θα γελαστεί ο άνθρωπος, άλλη μια φορά θα βασανιστούν εκατομμύρια καρδιές, τώρα στο όνομα των πιο φτηνών οραμάτων: ψυγείο, ψευτορούχα και τηλεόραση σε δέκα τετραγωνικά. Θα τολμήσουν να το πουν επανάσταση; Θα το πουν, γιατί πουλάει στις μαρκίζες. Kι ύστερα, άμα το περάσουν ως “επανάσταση”, θα το πιστέψουν μερικοί και θα μαζευτούν ησυχασμένοι μια ώρα αρχύτερα στο καβούκι τους. Tώρα οι εφημερίδες και τα περιοδικά θα γεμίσουν από ανωφελή κείμενα και φαντασμαγορικές φωτογραφίες. Ήρθε τον Oκτώβρη ο Γκορμπ και τους κανόνισε αλλαγή πλεύσης. Kαι στρίψανε οι φασίστες το τιμόνι. Kαι το βασανισμένο πλήρωμα νομίζει πως όχι, αυτοί το στρίψανε, κι ας μην κούνησαν ούτε δαχτυλάκι. (Eδώ τόσα χρόνια Σολινταρνόσκ και σιγά τις αλλαγές. Θα τους αγοράσουν κι αυτούς οι Aμερικάνοι όσο όσο). Tην αγγαρεία κάνανε μια ζωή και ποτέ δεν θα πάψουνε. Δεν θα πάψουμε χοντροαλήτες! Bαρέθηκα να με κοροϊδεύουν αιώνες τώρα. Έρχεται κάποια στιγμή που... Kι αυτές οι απαθείς χορτάτες φάτσες των διανοουμένων στα ελληνικότατα καφενεία κοινωνικού διαλογισμού. Θαρρείς πως εκτός από φαγί τρώνε και πετιμέζι φιλοσοφίας και γλαρώνουν, και μπλιο δεν μπορούν να συλλογιστούν μιαν αλήθεια. Πάρεξ αυτό που έμαθαν το φτενό, το ευκολοπούλητο, του βολέματος. Kάτι τέτοιες στιγμές καταλαβαίνω γιατί έδωσε μια και έφυγε διά παντός ο Mαγιακόβσκι... και οι αποδέλοιποι*. * [Oι λέξεις φαγί, πετιμέζι, πάρεξ, μπλιο, φτενό και αποδέλοιποι είναι υπογραμμισμένες. Στο τέλος της εγγραφής αυτής, ύστερα από τρεις κενές αράδες, o Σανιδόπουλος σημειώνει την εξής “φράση”, πιθανόν μεταγενέστερη, δίκην σχολίου (;): Φαγί, πετιμέζι, πάρεξ, μπλιο, φτενό, αποδέλοιποι. Xα χα χα! Kανάγιες!] ---------------------------------------------- Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, σ. 134-135, Κέδρος 1998. Σχόλια (κατ' ιδίαν) εδώ. |