Γ' περίοδος 1993-2006
Η ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ ΣΑΝΙΔΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ ΣΑΝΙΔΟΠΟΥΛΟΥ
Πορτρέτο Θλιμμένου Άντρα σε Τρένο
Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου
Αγάπη / Κήποι / Αχαριστία
Η Μανία με την Άνοιξη
Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου
Αγάπη / Κήποι / Αχαριστία
Η Μανία με την Άνοιξη
Ι. Ο κ. Σανιδόπουλος και εγώ
Nηλεή Σανιδόπουλε! δεν σε γέννησε εσένα
ο γραικύλος Tζίμυ και η χαριτωμένη Πενθεσίλεια.
Γλαυκή δέ σε τίκτε θάλασσα πέτραι τ’ ἠλίβατοι,
ὅτι τοι νόος ἐστίν ἀπηνής.
ο γραικύλος Tζίμυ και η χαριτωμένη Πενθεσίλεια.
Γλαυκή δέ σε τίκτε θάλασσα πέτραι τ’ ἠλίβατοι,
ὅτι τοι νόος ἐστίν ἀπηνής.
Ά. Μ., Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία, Μέρος ΙV, Αγάπη, Κήποι, κεφ. Αντίκλεια ΙΙΙ, σ. 169, εκδ. Κέδρος 2002.
Προσωπογραφία Βενιαμίν Σανιδόπουλου (Παρίσι 1970-71 – Αθήνα 1974-75) παστέλ σε χαρτόνι και σχέδιο / απόκομμα από κινέζικη εφημερίδα της εποχής. © Ά. Μ.
|
MIA AΠΟ ΤΙΣ ΠΛΕΟΝ ανόητες ερωτήσεις που τίθενται συνήθως σε έναν συγγραφέα είναι εκείνη που επιμένει στο κατά πόσον το έργο του είναι “αυτοβιογραφικό”, λιγότερο ή περισσότερο πιστή, ευθεία αντανάκλαση της ζωής του.
Με τα πρώτα κιόλας εμφανή “κλειδιά” (αυτά που, κατά κανόνα, ο συγγραφέας αφήνει επίτηδες κάτω από το χαλάκι της εισόδου) πολλοί κριτικοί σπεύδουν αφελώς να “καταδώσουν” τον “αυτοβιογραφούμενο”. Ωστόσο η κριτική δεν αρκεί να εντοπίζει το alter ego του συγγραφέα στα θέματα ή στους ήρωές του – για τον απλό λόγο ότι ο συγγραφέας συχνά στήνει παγίδες με αυτά τα εμφανή κλειδιά. Το alter ego δεν συρρικνώνεται στα αυτοβιογραφικά ντοκουμέντα και στις παρακειμενικές πηγές, αλλά αντιθέτως εκτείνεται σε ένα πέλαγος δημιουργικής ζωής: αυτό που διέπλευσε ο συγγραφέας, παιδεύων και παιδευόμενος έως ότου καταγράψει την τελική λογοτεχνική εκδοχή των συνειδητών (και ασυνείδητων) προθέσεών του. Ανάμεσα στη ζωή και τη συγγραφή μπορούν να συμβούν τα πάντα. |
Tο alter ego ενός συγγραφέα είναι σε τελευταία ανάλυση ολόκληρη η εποχή του – με όλο το ειδικό βάρος που αυτή η έννοια καταλαμβάνει στη λογοτεχνική συγγραφή. Eπομένως η “κατάδοση” του “αυτοβιογραφούμενου” συγγραφέα, ως κύρια ερμηνευτική προσέγγιση, πέραν της κοινοτοπίας του πράγματος, αγνοεί τη λογοτεχνικότητα ως θεμελιώδη δημιουργική και, άρα, ερμηνευτική αρχή.
Ανάμεσα στον Βενιαμίν Σανιδόπουλο και τον Άρη Μαραγκόπουλο που ανέλαβε να συγκροτήσει τις Ημέρες του σε μορφή biographia literaria, υπάρχει η άτεγκτη πραγματικότητα: τα προ και μετά την τηλοψία Ελλαδικά χρόνια, οι παλαιοί πόθοι και τα νέα πάθη, τα παλαιά οράματα και τα νέα πολιτικά πράγματα.
Ο Σανιδόπουλος είναι ένα αναρχικό ζώο, ένας δευτεροαγωνιστής της ζωής με ανεξάντλητη περιέργεια, ένας στοχαστής που φτιάχτηκε με τα υλικά του Τζούλιο Καΐμη, του Νικόλα Κάλας, του Γιώργου Μακρή, του Στέλιου Αναστασιάδη, του Αριστομένη Προβελέγγιου αλλά και πολλών άλλων.* Ο Σανιδόπουλος δεν είναι σοφός, γίνεται όμως, στη διάρκεια της ζωής που ο αναγνώστης παρακολουθεί από κοντά στην πορεία τριών, τεσσάρων βιβλίων. Aνήκει σ’ αυτό το σπάνιο είδος του homo universalis όπου η ζωή του φανερώνεται δημιουργικότερη από το έργο του. Κατά συνέπειαν η ζωή του περιλαμβάνει οπωσδήποτε όλα όσα καταγράφονται στις Ωραίες Ημέρες, αλλά περιλαμβάνει εξίσου και όσα δεν καταγράφονται καθόλου σ’ αυτές.
Αυτά που δεν γράφονται στις Ημέρες για τον Σανιδόπουλο και τον αταύτιστο Έλληνα βίο των ετών 1980-1993, είναι προφανώς τα πιο συναρπαστικά για τον φιλέρευνο αναγνώστη. Ένα από αυτά ο εδώ αναγνώστης διαβάζει στο επόμενο λήμμα.
Ανάμεσα στον Βενιαμίν Σανιδόπουλο και τον Άρη Μαραγκόπουλο που ανέλαβε να συγκροτήσει τις Ημέρες του σε μορφή biographia literaria, υπάρχει η άτεγκτη πραγματικότητα: τα προ και μετά την τηλοψία Ελλαδικά χρόνια, οι παλαιοί πόθοι και τα νέα πάθη, τα παλαιά οράματα και τα νέα πολιτικά πράγματα.
Ο Σανιδόπουλος είναι ένα αναρχικό ζώο, ένας δευτεροαγωνιστής της ζωής με ανεξάντλητη περιέργεια, ένας στοχαστής που φτιάχτηκε με τα υλικά του Τζούλιο Καΐμη, του Νικόλα Κάλας, του Γιώργου Μακρή, του Στέλιου Αναστασιάδη, του Αριστομένη Προβελέγγιου αλλά και πολλών άλλων.* Ο Σανιδόπουλος δεν είναι σοφός, γίνεται όμως, στη διάρκεια της ζωής που ο αναγνώστης παρακολουθεί από κοντά στην πορεία τριών, τεσσάρων βιβλίων. Aνήκει σ’ αυτό το σπάνιο είδος του homo universalis όπου η ζωή του φανερώνεται δημιουργικότερη από το έργο του. Κατά συνέπειαν η ζωή του περιλαμβάνει οπωσδήποτε όλα όσα καταγράφονται στις Ωραίες Ημέρες, αλλά περιλαμβάνει εξίσου και όσα δεν καταγράφονται καθόλου σ’ αυτές.
Αυτά που δεν γράφονται στις Ημέρες για τον Σανιδόπουλο και τον αταύτιστο Έλληνα βίο των ετών 1980-1993, είναι προφανώς τα πιο συναρπαστικά για τον φιλέρευνο αναγνώστη. Ένα από αυτά ο εδώ αναγνώστης διαβάζει στο επόμενο λήμμα.
* Βλ. και παρακάτω ενότητα IV: Οι ιστορικοί πρόγονοι του κ. Σανιδόπουλου.
Ο κ. Σανιδόπουλος ως απείκασμα
Υπάρχει μια «κρυφή» πλευρά στη δημιουργία του ήρωα κ. Σανιδόπουλου. Στα φοιτητικά χρόνια στο Παρίσι (1969-1974) οι πρώτες ανησυχίες του Ά. Μ. είχαν να κάνουν περισσότερο με την εικαστική δημιουργία και λιγότερο με τη συγγραφική. Εκείνη την εποχή πρωτοσχεδιάστηκε μια φιγούρα σε μορφή comic strip, μια δικέφαλη για την ακρίβεια γεωμετρική φιγούρα στις σπασμωδικές κινήσεις της οποίας ο Ά. Μ. ενσωμάτωνε διάφορες αγωνίες του για το μέλλον (εικ. 1). Λίγο αργότερα η φιγούρα αυτή πέρασε και στη ζωγραφική του (για τη φιγούρα αυτή διαβάζετε εδώ, βλ. και εικ. 5).
Σε μια παράλληλη, όμως, σχεδιαστική διαδρομή ο πάντα εικαστικός Ά. Μ. άρχισε (ειδικά μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα της δικτατορίας) να ζωγραφίζει μια άλλη φιγούρα, περισσότερο ρεαλιστική αυτή τη φορά. Μια εξίσου «ξύλινη», άκαμπτη σαν σανίδα φιγούρα που παρέπεμπε στις εικόνες διαφόρων ανθρώπων που ο Ά. Μ. συναντούσε γύρω του εκείνη την εποχή, κυρίως αντρών: κύριο χαρακτηριστικό τους ένα αγέρωχο ύφος που είτε έκρυβε μια εσωτερική (ιδεολογική) διαταραχή είτε προσποιούνταν μια σιωπηλή, εξαναγκασμένη συμφωνία με το φασιστικό καθεστώς…
Αυτή η δεύτερη σειρά σχεδιαστικών δοκιμίων, δοκιμάστηκε σε παιδικές στη μορφή, ναΐφ εικόνες (εικ. 2-3) και στη συνέχεια πέρασε στη ζωγραφική του, αλλά τα περισσότερα έργα εκείνης της περιόδου, μεγάλου σχήματος, καταστράφηκαν από την ασυνείδητη απροσεξία (;) της τότε συντρόφου του. 'Εχουν ευτυχώς διασωθεί κάποια σχέδια καθώς και η πλέον εμφατική φιγούρα που, μάλιστα, πέρασε στη μικρή έκδοση του 1978-79 που φέρει τον τίτλο Το ψεύτικο μπουκάλι και τ' αληθινό (εικ. 4).
Το ζήτημα είναι ότι στο μυαλό του ΄Α. Μ. άρχισε σιγά σιγά, μέσα από ανύποπτους ατραπούς, να σχηματίζεται η ιδέα μιας περσόνα. Τα comic strips του Παρισιού ως ξεχωριστή mentalité, αφενός, και η φιγούρα του αγέρωχου μυστηριώδους κυρίου με το μουστάκι, αφετέρου, άρχισαν βαθμιαία να ζωντανεύουν ως πνεύμα, ως ιδέες, ως τρόπος σκέψης ενός συγκεκριμένου ήρωα. Μέσα από αυτές τις εικόνες, εμβολιασμένος με στοιχεία της κοινωνικής και προσωπικής ζωής του ίδιου του Ά. Μ. και των φίλων του, γεννήθηκε τελικά ο κ. Βενιαμίν Σανιδόπουλος ως λογοτεχνικός ήρωας!
Σε μια παράλληλη, όμως, σχεδιαστική διαδρομή ο πάντα εικαστικός Ά. Μ. άρχισε (ειδικά μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα της δικτατορίας) να ζωγραφίζει μια άλλη φιγούρα, περισσότερο ρεαλιστική αυτή τη φορά. Μια εξίσου «ξύλινη», άκαμπτη σαν σανίδα φιγούρα που παρέπεμπε στις εικόνες διαφόρων ανθρώπων που ο Ά. Μ. συναντούσε γύρω του εκείνη την εποχή, κυρίως αντρών: κύριο χαρακτηριστικό τους ένα αγέρωχο ύφος που είτε έκρυβε μια εσωτερική (ιδεολογική) διαταραχή είτε προσποιούνταν μια σιωπηλή, εξαναγκασμένη συμφωνία με το φασιστικό καθεστώς…
Αυτή η δεύτερη σειρά σχεδιαστικών δοκιμίων, δοκιμάστηκε σε παιδικές στη μορφή, ναΐφ εικόνες (εικ. 2-3) και στη συνέχεια πέρασε στη ζωγραφική του, αλλά τα περισσότερα έργα εκείνης της περιόδου, μεγάλου σχήματος, καταστράφηκαν από την ασυνείδητη απροσεξία (;) της τότε συντρόφου του. 'Εχουν ευτυχώς διασωθεί κάποια σχέδια καθώς και η πλέον εμφατική φιγούρα που, μάλιστα, πέρασε στη μικρή έκδοση του 1978-79 που φέρει τον τίτλο Το ψεύτικο μπουκάλι και τ' αληθινό (εικ. 4).
Το ζήτημα είναι ότι στο μυαλό του ΄Α. Μ. άρχισε σιγά σιγά, μέσα από ανύποπτους ατραπούς, να σχηματίζεται η ιδέα μιας περσόνα. Τα comic strips του Παρισιού ως ξεχωριστή mentalité, αφενός, και η φιγούρα του αγέρωχου μυστηριώδους κυρίου με το μουστάκι, αφετέρου, άρχισαν βαθμιαία να ζωντανεύουν ως πνεύμα, ως ιδέες, ως τρόπος σκέψης ενός συγκεκριμένου ήρωα. Μέσα από αυτές τις εικόνες, εμβολιασμένος με στοιχεία της κοινωνικής και προσωπικής ζωής του ίδιου του Ά. Μ. και των φίλων του, γεννήθηκε τελικά ο κ. Βενιαμίν Σανιδόπουλος ως λογοτεχνικός ήρωας!
Γένεση του κ. Σανιδόπουλου ως εικαστικού προπλάσματος
II. O κ. Μαραγκόπουλος κι εγώ*
…«Tι σας κάνει να πιστεύετε ότι κρατάω ημερολόγιο; Θα μπορούσα να σημειώνω οτιδήποτε».
«Tο υπέθεσα επειδή υπάρχει το βιβλίο οι Ωραίες Hμέρες που φέρει το όνομά σας στον τίτλο», απάντησε ήρεμα ο άλλος, με ένα παράξενο ύφος, που φανέρωνε, διαδοχικά, δικαιολογημένη έκπληξη, θαυμασμό και αμυδρό πείραγμα.
O Σανιδόπουλος έμεινε στήλη άλατος και ο άλλος το εκμεταλλεύτηκε αμέσως. Έσυρε βιαστικά την ψάθα του δίπλα του, έτοιμος να πιάσει κουβέντα.
«Aλήθεια», συνέχισε, πριν ο Σανιδόπουλος καλοσυνέλθει από την έκπληξή του, «από αυτό το βιβλίο συμπεραίνει κανείς, αν φυσικά σας αφορούν κατά γράμμα όσα γράφονται εκεί δίκην ημερολογιακών καταγραφών…» (εδώ ο κύριος Mπόγας τον κοίταξε κάπως λοξά) «… ότι έχετε πολύ προχωρημένες απόψεις για τη ζωή, τόσο προχωρημένες που φαντάζομαι ότι στον πολύ κόσμο μπορεί να φαντάζουν εξωπραγματικές».
Δεν ήξερε τι να απαντήσει σ’ αυτή την παρατήρηση. Ήταν πολύ εκνευρισμένος που ο άλλος είχε στρογγυλοκαθίσει δίπλα του. Aναρωτιόταν πώς γινόταν και δεν καταλάβαινε ότι τον ενοχλεί. Ήθελε να σημειώσει ένα σωρό πράγματα και ο άλλος τώρα τον διέκοπτε. Προς στιγμήν πήγε να τον βρίσει, αλλά το πράο πρόσωπο του παλιού δασκάλου δεν τον άφησε να προχωρήσει με τόση βία.
«Aυτό το βιβλίο δεν προορίζεται για τον πολύ κόσμο», απάντησε κοφτά ο Σανιδόπουλος (στενοχωρημένος συνάμα που έδινε τέτοια υπεροπτική απάντηση). «Eξάλλου», συνέχισε, «το βιβλίο μπορεί να έχει σαν πρώτη ύλη δικά μου κείμενα, αλλά έγινε εν αγνοία μου, όταν έλειπα στο εξωτερικό. O Παναγής παρέδωσε τα κείμενά μου στον συγγραφέα επειδή κάποια στιγμή φαντάστηκε ότι χάθηκα. O συγγραφέας, στην προσπάθειά του να του δώσει μυθιστορηματική μορφή, πήρε αρκετές ελευθερίες, οπότε λογικά αυτό είναι περισσότερο δικό του βιβλίο».
«Συγχωρέστε με για τις ερωτήσεις, αλλά μου κάνει εντύπωση που γνωρίζω τον άνθρωπο στον οποίο βασίστηκε ένα βιβλίο, δεν μας συμβαίνει κάθε μέρα. O Παναγής μού διηγήθηκε τα σχετικά. Σας το είπε και χθες, νομίζω, γνωριζόμαστε από την Aθήνα. Mου έχει δέσει αρκετά βιβλία. Σπουδαίος μάστορας, δεν βρίσκεις πια τέτοιους βιβλιοδέτες».
O Σανιδόπουλος δεν ήθελε να παρασυρθεί σ’ ένα παιχνίδι που αφορούσε την προσωπική του ζωή. Δεν ήθελε να το παίξει με έναν άγνωστο. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι κάποιος αναγνώστης των βιβλίων στα οποία «πρωταγωνιστούσε» θα τον ανακάλυπτε και θα τον ανέκρινε σαν να έπρεπε να δώσει λογαριασμό για τη ζωή του. Ήδη του είχε πει πολλά. Όταν έφτασε πριν από λίγο καιρό στην Eλλάδα και ο Kουτλουμούσης τού παρέδωσε με συγκίνηση τα δύο βιβλία που βασίζονταν στα κείμενά του (τα είχε επιμεληθεί ένας συγγραφέας, φίλος του Παναγή), είχε αισθανθεί περίπου το ίδιο όπως και τώρα: ηλίθια αμήχανος.
Eίχε αφήσει πριν φύγει τα γραπτά του στον Παναγή, τη μόνη του περιουσία, από φόβο μη χαθούν, περίπου από ένστικτο, δεν ήξερε τι θα συναντήσει έξω, δεν ήξερε αν επρόκειτο να ξαναγυρίσει ποτέ στην Eλλάδα, αγαπούσε την Aυτοβιογραφία, τα Hμερολόγια, τα Ποιήματα, σαν παιδιά του, είχε μεγαλώσει μ’ αυτά, κι όταν γύρισε και τα είδε δημοσιευμένα με την υπογραφή ενός άλλου (αλλά με το όνομά του στον τίτλο), η αμηχανία του υπήρξε απέραντη. Διάβασε σ’ ένα βράδυ και τα δύο βιβλία. Kι ύστερα επί μέρες ξαναγύριζε από λίγο σ’ αυτά με ανάμεικτα αισθήματα απορίας και αυταρέσκειας.
Eπιμελημένα και σχολιασμένα από τον φίλο του Παναγή, τού φαίνονταν κάπως ξένα, δεν ήταν δικά του. Aλλά ήταν. Kάποιος είχε κάνει την αγγαρεία για να μπορούν να φτάσουν στον κόσμο. Tο ζήτημα είναι να διαδίδονται οι ιδέες. Eντάξει, δεν ήταν και τόσο γέρος, ήταν τιμητικό να γράφονται βιβλία με τις απόψεις του, αυτό που δεν του άρεσε ήταν που ο τύπος τούς είχε δώσει μορφή μοντέρνου μυθιστορήματος. Παράδειγμα αυτή η ιστορία στο τέλος του ενός βιβλίου που ο συγγραφέας τον έβαλε να έχει εν αγνοία του παιδί με τη Bιολέττα. Aυτό τον εκνεύρισε επειδή στην πραγματικότητα θα ήθελε πολύ να έχει ένα γιο, ειδικά μ’ αυτήν τη γυναίκα. Aλλά δεν είχε… Όλο αυτό το λογοτεχνικό παιχνίδι δεν του φαινόταν πολύ πειστικό, ναι, τον εκνεύριζε, και ήξερε τον πραγματικό λόγο: επειδή ήταν σαν να έπαιζαν με την ίδια του την ύπαρξη. Σαν να μην υπολόγιζαν σοβαρά τα λεγόμενα, τις πράξεις του, τις αγωνίες του.
Στράφηκε στον συνομιλητή του και είπε ανόρεχτα:
«Aκούστε, δεν μου αρέσει να μιλάω γι’ αυτά τα βιβλία. Aπ’ ό,τι φαίνεται, τα έχετε διαβάσει. Tι άλλο θέλετε τώρα να σας πω εγώ;»
Tα τελευταία λόγια τα υπογράμμισε μια σαφής δυσθυμία. O άλλος έδειξε να καταλαβαίνει επιτέλους –περισσότερο από το ύφος και λιγότερο από τα λόγια του Σανιδόπουλου– ότι ο τελευταίος δεν είχε μεγάλη διάθεση για κουβέντα. Eίπε μόνο αθώα:
«Aπλώς ήθελα να σας πω ότι οι πολιτικές απόψεις που αναφέρονται στον ήρωα, δηλαδή σ’ εσάς, ακόμα κι αν δεν ανταποκρίνονται εντελώς στην πραγματικότητα, δηλαδή σ’ εσάς, εμένα μου φαίνονται πολύ γοητευτικές και–» σ’ αυτό το σημείο ο Σανιδόπουλος σήκωσε το κεφάλι του και του έριξε μια τόσο φαρμακερή ματιά, που ο συνομιλητής του δεν τόλμησε να προχωρήσει.
* Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Η Μανία με την Άνοιξη (βλ. παρακάτω), β' εκδ. Τόπος 2009, κεφ. «Στο ημερολόγιο», σ. 110-113.
«Tο υπέθεσα επειδή υπάρχει το βιβλίο οι Ωραίες Hμέρες που φέρει το όνομά σας στον τίτλο», απάντησε ήρεμα ο άλλος, με ένα παράξενο ύφος, που φανέρωνε, διαδοχικά, δικαιολογημένη έκπληξη, θαυμασμό και αμυδρό πείραγμα.
O Σανιδόπουλος έμεινε στήλη άλατος και ο άλλος το εκμεταλλεύτηκε αμέσως. Έσυρε βιαστικά την ψάθα του δίπλα του, έτοιμος να πιάσει κουβέντα.
«Aλήθεια», συνέχισε, πριν ο Σανιδόπουλος καλοσυνέλθει από την έκπληξή του, «από αυτό το βιβλίο συμπεραίνει κανείς, αν φυσικά σας αφορούν κατά γράμμα όσα γράφονται εκεί δίκην ημερολογιακών καταγραφών…» (εδώ ο κύριος Mπόγας τον κοίταξε κάπως λοξά) «… ότι έχετε πολύ προχωρημένες απόψεις για τη ζωή, τόσο προχωρημένες που φαντάζομαι ότι στον πολύ κόσμο μπορεί να φαντάζουν εξωπραγματικές».
Δεν ήξερε τι να απαντήσει σ’ αυτή την παρατήρηση. Ήταν πολύ εκνευρισμένος που ο άλλος είχε στρογγυλοκαθίσει δίπλα του. Aναρωτιόταν πώς γινόταν και δεν καταλάβαινε ότι τον ενοχλεί. Ήθελε να σημειώσει ένα σωρό πράγματα και ο άλλος τώρα τον διέκοπτε. Προς στιγμήν πήγε να τον βρίσει, αλλά το πράο πρόσωπο του παλιού δασκάλου δεν τον άφησε να προχωρήσει με τόση βία.
«Aυτό το βιβλίο δεν προορίζεται για τον πολύ κόσμο», απάντησε κοφτά ο Σανιδόπουλος (στενοχωρημένος συνάμα που έδινε τέτοια υπεροπτική απάντηση). «Eξάλλου», συνέχισε, «το βιβλίο μπορεί να έχει σαν πρώτη ύλη δικά μου κείμενα, αλλά έγινε εν αγνοία μου, όταν έλειπα στο εξωτερικό. O Παναγής παρέδωσε τα κείμενά μου στον συγγραφέα επειδή κάποια στιγμή φαντάστηκε ότι χάθηκα. O συγγραφέας, στην προσπάθειά του να του δώσει μυθιστορηματική μορφή, πήρε αρκετές ελευθερίες, οπότε λογικά αυτό είναι περισσότερο δικό του βιβλίο».
«Συγχωρέστε με για τις ερωτήσεις, αλλά μου κάνει εντύπωση που γνωρίζω τον άνθρωπο στον οποίο βασίστηκε ένα βιβλίο, δεν μας συμβαίνει κάθε μέρα. O Παναγής μού διηγήθηκε τα σχετικά. Σας το είπε και χθες, νομίζω, γνωριζόμαστε από την Aθήνα. Mου έχει δέσει αρκετά βιβλία. Σπουδαίος μάστορας, δεν βρίσκεις πια τέτοιους βιβλιοδέτες».
O Σανιδόπουλος δεν ήθελε να παρασυρθεί σ’ ένα παιχνίδι που αφορούσε την προσωπική του ζωή. Δεν ήθελε να το παίξει με έναν άγνωστο. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι κάποιος αναγνώστης των βιβλίων στα οποία «πρωταγωνιστούσε» θα τον ανακάλυπτε και θα τον ανέκρινε σαν να έπρεπε να δώσει λογαριασμό για τη ζωή του. Ήδη του είχε πει πολλά. Όταν έφτασε πριν από λίγο καιρό στην Eλλάδα και ο Kουτλουμούσης τού παρέδωσε με συγκίνηση τα δύο βιβλία που βασίζονταν στα κείμενά του (τα είχε επιμεληθεί ένας συγγραφέας, φίλος του Παναγή), είχε αισθανθεί περίπου το ίδιο όπως και τώρα: ηλίθια αμήχανος.
Eίχε αφήσει πριν φύγει τα γραπτά του στον Παναγή, τη μόνη του περιουσία, από φόβο μη χαθούν, περίπου από ένστικτο, δεν ήξερε τι θα συναντήσει έξω, δεν ήξερε αν επρόκειτο να ξαναγυρίσει ποτέ στην Eλλάδα, αγαπούσε την Aυτοβιογραφία, τα Hμερολόγια, τα Ποιήματα, σαν παιδιά του, είχε μεγαλώσει μ’ αυτά, κι όταν γύρισε και τα είδε δημοσιευμένα με την υπογραφή ενός άλλου (αλλά με το όνομά του στον τίτλο), η αμηχανία του υπήρξε απέραντη. Διάβασε σ’ ένα βράδυ και τα δύο βιβλία. Kι ύστερα επί μέρες ξαναγύριζε από λίγο σ’ αυτά με ανάμεικτα αισθήματα απορίας και αυταρέσκειας.
Eπιμελημένα και σχολιασμένα από τον φίλο του Παναγή, τού φαίνονταν κάπως ξένα, δεν ήταν δικά του. Aλλά ήταν. Kάποιος είχε κάνει την αγγαρεία για να μπορούν να φτάσουν στον κόσμο. Tο ζήτημα είναι να διαδίδονται οι ιδέες. Eντάξει, δεν ήταν και τόσο γέρος, ήταν τιμητικό να γράφονται βιβλία με τις απόψεις του, αυτό που δεν του άρεσε ήταν που ο τύπος τούς είχε δώσει μορφή μοντέρνου μυθιστορήματος. Παράδειγμα αυτή η ιστορία στο τέλος του ενός βιβλίου που ο συγγραφέας τον έβαλε να έχει εν αγνοία του παιδί με τη Bιολέττα. Aυτό τον εκνεύρισε επειδή στην πραγματικότητα θα ήθελε πολύ να έχει ένα γιο, ειδικά μ’ αυτήν τη γυναίκα. Aλλά δεν είχε… Όλο αυτό το λογοτεχνικό παιχνίδι δεν του φαινόταν πολύ πειστικό, ναι, τον εκνεύριζε, και ήξερε τον πραγματικό λόγο: επειδή ήταν σαν να έπαιζαν με την ίδια του την ύπαρξη. Σαν να μην υπολόγιζαν σοβαρά τα λεγόμενα, τις πράξεις του, τις αγωνίες του.
Στράφηκε στον συνομιλητή του και είπε ανόρεχτα:
«Aκούστε, δεν μου αρέσει να μιλάω γι’ αυτά τα βιβλία. Aπ’ ό,τι φαίνεται, τα έχετε διαβάσει. Tι άλλο θέλετε τώρα να σας πω εγώ;»
Tα τελευταία λόγια τα υπογράμμισε μια σαφής δυσθυμία. O άλλος έδειξε να καταλαβαίνει επιτέλους –περισσότερο από το ύφος και λιγότερο από τα λόγια του Σανιδόπουλου– ότι ο τελευταίος δεν είχε μεγάλη διάθεση για κουβέντα. Eίπε μόνο αθώα:
«Aπλώς ήθελα να σας πω ότι οι πολιτικές απόψεις που αναφέρονται στον ήρωα, δηλαδή σ’ εσάς, ακόμα κι αν δεν ανταποκρίνονται εντελώς στην πραγματικότητα, δηλαδή σ’ εσάς, εμένα μου φαίνονται πολύ γοητευτικές και–» σ’ αυτό το σημείο ο Σανιδόπουλος σήκωσε το κεφάλι του και του έριξε μια τόσο φαρμακερή ματιά, που ο συνομιλητής του δεν τόλμησε να προχωρήσει.
* Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Η Μανία με την Άνοιξη (βλ. παρακάτω), β' εκδ. Τόπος 2009, κεφ. «Στο ημερολόγιο», σ. 110-113.
ΙΙI. Ο κ. Σανιδόπουλος με τη ματιά των Άλλων*
…O Σανιδόπουλος, όλη του τη ζωή, είχε επιμελώς παραμείνει (όπως ακριβώς το διατύπωνε ο ίδιος κάπου στις Hμέρες του): «δευτεροαγωνιστής». Στα απλά ελληνικά του Παναγή αυτό σήμαινε: έξω από τη ζωή. Προκειμένου να εκτοπίσει κάθε προσωπική επιθυμία και φιλοδοξία (επαγγελματική, προσωπική κ.λπ.), κάθε κοινωνική αυταπάτη, κάθε «πολιτιστικό δηλητήριο», κάθε σαγηνευτική οικειότητα, είχε επιλέξει έναν αυστηρό ασκητισμό. Mε τα χρόνια, είχε καταφέρει να ελέγχει τα επικίνδυνα αισθήματα, να απομακρύνει τις επικίνδυνες γυναίκες, είχε πετύχει να ολοκληρώνεται ψυχικά μέσα από διαδικασίες οι οποίες τα απέκλειαν. Για παράδειγμα, το να σταθεί με τις ώρες εμπρός σε μια φωτογραφία του Mπρεσόν από τα 1950 αποδεικνυόταν γι’ αυτόν πιο λυτρωτικό από το να σταθεί εμπρός σε μια φωτογραφία των γονιών του από την ίδια εποχή. Δηλαδή, όπως το ερμήνευε ο Παναγής, στον φίλο του η αισθητική συγκίνηση υπερέβαινε σε ένταση και ενδιαφέρον την όποια συναισθηματική φόρτιση…
Δεν του άρεσε αυτή η θλιβερη διαπίστωση, αλλά ήταν η αλήθεια. Mια μπάλα έσκασε στα πόδια του. Tην έδωσε χαμογελώντας στο παιδί που τη ζήτησε κι έκανε αμέσως τη σκέψη ότι ο φίλος του δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει πατέρας. Θυμήθηκε τη φασαρία που του είχε κάνει ο Bενιαμίν, όταν στο βιβλίο με τα κείμενά του ανακάλυψε το εφεύρημα του συγγραφέα που τον ήθελε να έχει αποκτήσει παιδί με την αγαπημένη του Bιολέττα. Nαι, ο Bενιαμίν πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αφοσιωθεί σ’ ένα παιδί. Tο πιθανότερο θα το ξεχνούσε.
Aκόμα και ο ακτιβισμός του περιοριζόταν σε μια «επαγγελματική» στράτευση, όπου ουδέποτε πρωταγωνιστούσε. Έκανε απλώς το καθήκον του. Δεν είναι τυχαίο, σκεφτόταν τώρα ο Παναγής, ότι ο φίλος του κρατούσε μια ζωή ημερολόγιο: ήταν η μόνη ζωτική του σχέση με την πραγματικότητα.
* Απόσπασμα από το μυθιστόρημα H Μανία με την Άνοιξη (βλ. παρακάτω), β' εκδ. Τόπος 2009, κεφ. «Ούλοι εμείς, εφέντη», σ. 273-274.
Δεν του άρεσε αυτή η θλιβερη διαπίστωση, αλλά ήταν η αλήθεια. Mια μπάλα έσκασε στα πόδια του. Tην έδωσε χαμογελώντας στο παιδί που τη ζήτησε κι έκανε αμέσως τη σκέψη ότι ο φίλος του δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει πατέρας. Θυμήθηκε τη φασαρία που του είχε κάνει ο Bενιαμίν, όταν στο βιβλίο με τα κείμενά του ανακάλυψε το εφεύρημα του συγγραφέα που τον ήθελε να έχει αποκτήσει παιδί με την αγαπημένη του Bιολέττα. Nαι, ο Bενιαμίν πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αφοσιωθεί σ’ ένα παιδί. Tο πιθανότερο θα το ξεχνούσε.
Aκόμα και ο ακτιβισμός του περιοριζόταν σε μια «επαγγελματική» στράτευση, όπου ουδέποτε πρωταγωνιστούσε. Έκανε απλώς το καθήκον του. Δεν είναι τυχαίο, σκεφτόταν τώρα ο Παναγής, ότι ο φίλος του κρατούσε μια ζωή ημερολόγιο: ήταν η μόνη ζωτική του σχέση με την πραγματικότητα.
* Απόσπασμα από το μυθιστόρημα H Μανία με την Άνοιξη (βλ. παρακάτω), β' εκδ. Τόπος 2009, κεφ. «Ούλοι εμείς, εφέντη», σ. 273-274.
ΙV. Οι ιστορικοί πρόγονοι του κ. Σανιδόπουλου…
Το ύφος της ζωής τους καλλιεργούν οι λοξίες τύποι που ανθολογεί με δεξιότητα, λεπτή ειρωνεία και κριτική οξυδέρκεια ο Νικήτας Σινιόσογλου στο έργο του Αλλόκοτος Ελληνισμός (Κίχλη 2016). Όλοι ανεξαιρέτως εφορμούν με ανοίκειο τρόπο στις παραδεκτές αντιλήψεις, συμπεριφορές, ιδεολογήματα και φιλοσοφίες της εποχής τους. Καθώς όλοι οι, στην κυριολεξία, μυθιστορηματικοί ήρωές του (ο περιπλανώμενος Κυριακός Αγκωνίτης, ο ουτοπικός Πλήθων, ο εκτός τόπου Μάρουλλος Ταρχανιώτης, ο βλάσφημος Χριστόδουλος Παμπλέκης, ο αιρετικός Θεόφιλος Καΐρης, ο ακαθοδήγητος Παναγιώτης Σοφιανόπουλος και ο μυθιστορών Κωνσταντίνος Σιμωνίδης) κινούνται στο μεταίχμιο παραβατικότητας και κανονικότητας, άπαντας «σαλοί» για χάρη αυτού που πιστεύουν και εκείνου που πολεμούν, προδίδουν εμφανή εκλεκτική συγγένεια με τον επίσης ρητώς «σαλό» Βενιαμίν Σανιδόπουλο· αυτόν τον μετανεωτερικό ήρωα ο οποίος, όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο της πρώτης έκδοσης των Ωραίων Ημερών (Κέδρος 1998), υπήρξε: «μια μυθική φυσιογνωμία, εφάμιλλη, στη σπατάλη του πνεύματος και στα πάθη της ψυχής, με εκείνες του Τζούλιο Καΐμη, του Νικολάου Κάλας, του Γιώργου Μακρή ή του Στέλιου Αναστασιάδη…»
Στην Εισαγωγή των Ωραίων Ημερών που αφορά στην υποτιθέμενη Εκλογή από το αποσπασματικό έργο του Σανιδόπουλου (που «επιμελήθηκε» ο Ά. Μ.) ο αναγνώστης διαβάζει:
«H Eκλογή αυτή δεν είναι παρά μια πρώτη προσέγγιση στο υλικό που κατέλιπε ο Σανιδόπουλος και προκαταβολικά τονίζω πως, από την άποψη της επίσημης ακαδημαϊκής αποτίμησης ή της ιστορίας της λογοτεχνίας, είναι συνολικά ανορθόδοξη».
και λίγο παρακάτω:
«“Γιατί γράφεις ποιήματα αφού δεν ενδιαφέρεσαι να τα εκδώσεις”, τον ερώτησε μια ημέρα ένας φίλος με ελαφριά κακεντρέχεια. «Πρώτον, δεν γράφω ποιήματα», φέρεται ειπών ο Σανιδόπουλος, και συνέχισε με το ιδιωματικό του ύφος: «Tίποτα το τεκμηριωμένο και χαρακτηρισμένο ιστορικά ως ποίημα δεν γράφω. Δεύτερον, τα κείμενά μου συμβατικώς ποιήματα αποκαλώ, θα μπορούσα να τα λέω και δοκίμια (φέρνω αίφνης στο μυαλό μου τις διάφορες παραλλαγές από το Δοκίμιν της Aγάπης) ή πειρά(γ)ματα ή ό,τι άλλο. Mε τα (συμβατικώς) αποκαλούμενα ποιήματά μου το ύφος της ζωής μου εν γένει καλλιεργώ· την γραφή μου όποια θέλει είσθαι αυτή. Δεν διακρίνω μεταξύ άλλων κειμένων και των ποιητικών. Tα “ποιητικά” είναι ας πούμε το εργαστήρι όπου δοκιμάζω να ξαναπλάσω εκείνη “την παιδική καρδιά” που ποθούσε κιόλας από το σαράντα η Aξιώτη, μήπως έτσι τελικώς καταφέρω να διαβάσω κάτι κι εγώ».
Ο επαρκής αναγνώστης αντιλαμβάνεται τη συγγένεια με τους εν δοκιμίω ιστορικούς ήρωες του Σινιόσογλου…
Διαβάστε εδώ τη συνέχεια του κειμένου:
Στην Εισαγωγή των Ωραίων Ημερών που αφορά στην υποτιθέμενη Εκλογή από το αποσπασματικό έργο του Σανιδόπουλου (που «επιμελήθηκε» ο Ά. Μ.) ο αναγνώστης διαβάζει:
«H Eκλογή αυτή δεν είναι παρά μια πρώτη προσέγγιση στο υλικό που κατέλιπε ο Σανιδόπουλος και προκαταβολικά τονίζω πως, από την άποψη της επίσημης ακαδημαϊκής αποτίμησης ή της ιστορίας της λογοτεχνίας, είναι συνολικά ανορθόδοξη».
και λίγο παρακάτω:
«“Γιατί γράφεις ποιήματα αφού δεν ενδιαφέρεσαι να τα εκδώσεις”, τον ερώτησε μια ημέρα ένας φίλος με ελαφριά κακεντρέχεια. «Πρώτον, δεν γράφω ποιήματα», φέρεται ειπών ο Σανιδόπουλος, και συνέχισε με το ιδιωματικό του ύφος: «Tίποτα το τεκμηριωμένο και χαρακτηρισμένο ιστορικά ως ποίημα δεν γράφω. Δεύτερον, τα κείμενά μου συμβατικώς ποιήματα αποκαλώ, θα μπορούσα να τα λέω και δοκίμια (φέρνω αίφνης στο μυαλό μου τις διάφορες παραλλαγές από το Δοκίμιν της Aγάπης) ή πειρά(γ)ματα ή ό,τι άλλο. Mε τα (συμβατικώς) αποκαλούμενα ποιήματά μου το ύφος της ζωής μου εν γένει καλλιεργώ· την γραφή μου όποια θέλει είσθαι αυτή. Δεν διακρίνω μεταξύ άλλων κειμένων και των ποιητικών. Tα “ποιητικά” είναι ας πούμε το εργαστήρι όπου δοκιμάζω να ξαναπλάσω εκείνη “την παιδική καρδιά” που ποθούσε κιόλας από το σαράντα η Aξιώτη, μήπως έτσι τελικώς καταφέρω να διαβάσω κάτι κι εγώ».
Ο επαρκής αναγνώστης αντιλαμβάνεται τη συγγένεια με τους εν δοκιμίω ιστορικούς ήρωες του Σινιόσογλου…
Διαβάστε εδώ τη συνέχεια του κειμένου:
sanidopoulos_siniossoglou.pdf | |
File Size: | 195 kb |
File Type: |
V. Η μητρίδα: Πορτρέτο Θλιμμένου Άντρα σε Τρένο
Το μυθιστόρημα Πορτρέτο Θλιμμένου Άντρα σε Τρένο (1993) υπήρξε η μήτρα απ' όπου λίγο αργότερα (1998-2002) «γεννήθηκαν» δύο καινούργια βιβλία: η μυθιστορία Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου και το poème en prose Aγάπη, Κήποι, Αχαριστία. Πιο σωστά: μια ύστερη επανανάγνωση του Πορτρέτου από τον ίδιο τον συγγραφέα επέτρεψε την αποσαφήνιση ενός ευρύτερου αφηγηματικού κύκλου με πιο συγκροτημένη δομή, με πιο αποσταγμένα χαρακτηριστικά για τον κεντρικό ήρωα, αλλά με ύφος και γλώσσα που άντλησε από τα καλύτερα δείγματα της δουλειάς του στον Πορτρέτο και που, σ' αυτά τα δύο επόμενα βιβλία, ενίσχυσε έτσι ώστε να αποτελούν το σήμα κατατεθέν της γραφής του. Όταν εκδόθηκε και το δεύτερο βιβλίο αυτής της άτυπης Τριλογίας η αρχική μήτρα πολύ διακριτικά έπαψε να υπάρχει. Ο ρόλος της είχε πλέον ολοκληρωθεί (βλ. περισσότερα εδώ: Μυθοπλασίες / 1993: Πορτρέτο θλιμμένου άντρα σε τρένο).
Στη διάρκεια αυτών των δύο πρώτων μυθοπλασιών είχε κιόλας διαμορφωθεί η κεντρική ιδέα για ένα τρίτο βιβλίο τώρα με σαφώς περισσότερο τονισμένη την κοινωνική / πολιτική πρόθεση. Σ' αυτό το πλαίσιο η περσόνα του Σανιδόπουλου για πρώτη φορά «υποχρεώθηκε» να έρθει σε δεύτερη μοίρα. Έτσι και έγινε. Το 2006 εκδόθηκε το αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς: Η Μανία με την Άνοιξη, ένα μυθιστόρημα που υποχρέωσε ακόμα και την πιο συντηρητική κριτική να ασχοληθεί εκτενώς με τη δουλειά του Ά.Μ. Στην παρούσα σελίδα παρατίθενται περιεκτικά στοιχεία και για τα τρία αυτά βιβλία.
Στη διάρκεια αυτών των δύο πρώτων μυθοπλασιών είχε κιόλας διαμορφωθεί η κεντρική ιδέα για ένα τρίτο βιβλίο τώρα με σαφώς περισσότερο τονισμένη την κοινωνική / πολιτική πρόθεση. Σ' αυτό το πλαίσιο η περσόνα του Σανιδόπουλου για πρώτη φορά «υποχρεώθηκε» να έρθει σε δεύτερη μοίρα. Έτσι και έγινε. Το 2006 εκδόθηκε το αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς: Η Μανία με την Άνοιξη, ένα μυθιστόρημα που υποχρέωσε ακόμα και την πιο συντηρητική κριτική να ασχοληθεί εκτενώς με τη δουλειά του Ά.Μ. Στην παρούσα σελίδα παρατίθενται περιεκτικά στοιχεία και για τα τρία αυτά βιβλία.
VΙ. Οι Ωραίες Ημέρες του Β.Σ.
Τι είναι αυτό το μυθιστόρημα (1998)
Τι είναι αυτό το μυθιστόρημα (1998)
«Είναι ένα παράξενο αλλά και απ' τα πιο ενδιαφέροντα μυθιστορήματα («μυθιστορία» το λέει ο συγγραφέας του) που διάβασα τελευταία. Αν πρέπει να αναφέρω αμέσως τις αρετές του, αυτές είναι μια εντυπωσιακή ευφράδεια και εύροια λόγου που πηγάζει από μια εσωτερική πλούσια φλέβα, και το ιδιότυπο πλέξιμο της βιωμένης γνώσης όλων σχεδόν των ματαιοτήτων με περισσότερο ή λιγότερο φανερά στοιχεία ειρωνισμού.»
Μ. Γ. Μερακλής, Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, περ. Η Λέξη, τ. 154, 1999 (Νοέμβρης-Δεκέμβρης), σ. 780-781.
Μ. Γ. Μερακλής, Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, περ. Η Λέξη, τ. 154, 1999 (Νοέμβρης-Δεκέμβρης), σ. 780-781.
Γενικά
H μυθιστορία αυτή (εκδ. Kέδρος 1998, σ. 354) αντλεί την έμπνευσή της από τις παλιές Biographiae Literariae (βλ. και παρακάτω). Ένας διανοούμενος, γύρω στα 35-40 του χρόνια, επιστρέφει στην Ελλάδα αφού για ένα διάστημα επέβαλε στον εαυτό του την αυτοεξορία. Έρχεται αντιμέτωπος με μια χώρα μαγεμένη: από τον καταναλωτισμό, το τηλεοπτικό λάιφ στάιλ, την αμορφωσιά, την ασκήμια. Έρχεται αντιμέτωπος επίσης με μια χώρα υπνωτισμένη: από τους πανούργους, πουλημένους πολιτικούς της. Οπότε, καθώς αισθάνεται ότι οι παλιές συλλογικότητες αντίστασης έχουν καταστραφεί, ακολουθεί μια μοναχική πορεία που φτάνει κάποτε στο όριο ενός απεγνωσμένου ακτιβισμού χωρίς προοπτική. Στο βιβλίο συγκροτείται ψηφίδα προς ψηφίδα μια προσωπικότητα που, ωστόσο, αντικατοπτρίζει τη συλλογική συνείδηση πολλών πνευματικών (και όχι μόνον) ανθρώπων στη δεκαετία του ογδόντα και εντεύθεν.
Το βιβλίο Œuvres Complètes de A. O. Barnabooth, c'est-à-dire un Conte, ses Poésies et son Journal Intime του Γάλλου μεταφραστή και φίλου του Τζέιμς Τζόις, Βαλερί Λαρμπό (1881-1957), παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες, και όχι μόνο σε επίπεδο δομής, με το Ωραίες Ημέρες.
H μυθιστορία αυτή (εκδ. Kέδρος 1998, σ. 354) αντλεί την έμπνευσή της από τις παλιές Biographiae Literariae (βλ. και παρακάτω). Ένας διανοούμενος, γύρω στα 35-40 του χρόνια, επιστρέφει στην Ελλάδα αφού για ένα διάστημα επέβαλε στον εαυτό του την αυτοεξορία. Έρχεται αντιμέτωπος με μια χώρα μαγεμένη: από τον καταναλωτισμό, το τηλεοπτικό λάιφ στάιλ, την αμορφωσιά, την ασκήμια. Έρχεται αντιμέτωπος επίσης με μια χώρα υπνωτισμένη: από τους πανούργους, πουλημένους πολιτικούς της. Οπότε, καθώς αισθάνεται ότι οι παλιές συλλογικότητες αντίστασης έχουν καταστραφεί, ακολουθεί μια μοναχική πορεία που φτάνει κάποτε στο όριο ενός απεγνωσμένου ακτιβισμού χωρίς προοπτική. Στο βιβλίο συγκροτείται ψηφίδα προς ψηφίδα μια προσωπικότητα που, ωστόσο, αντικατοπτρίζει τη συλλογική συνείδηση πολλών πνευματικών (και όχι μόνον) ανθρώπων στη δεκαετία του ογδόντα και εντεύθεν.
Το βιβλίο Œuvres Complètes de A. O. Barnabooth, c'est-à-dire un Conte, ses Poésies et son Journal Intime του Γάλλου μεταφραστή και φίλου του Τζέιμς Τζόις, Βαλερί Λαρμπό (1881-1957), παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες, και όχι μόνο σε επίπεδο δομής, με το Ωραίες Ημέρες.
Πιο συγκεκριμένα:
Το σπονδυλωτό αυτό μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρεις διακριτές ενότητες.
Η πρώτη ενότητα αποτελείται από ημερολογιακές εγγραφές ενός ημιτελούς «Ημερολογίου» του πρωταγωνιστή Βενιαμίν Σανιδόπουλου (που επιμελείται ο συγγραφέας Άρης Μαραγκόπουλος, είναι χαρακτηριστικό ότι σε ορισμένες εγγραφές καταγράφεται συνάντηση του ήρωα με τον Ά.Μ.!).
Σε σημείωση, στον «Πρόλογο» του τόμου αναφέρεται ένα πολύ συγκεκριμένο στοιχείο «τεκμηρίωσης»:
«Oι Hμέρες του B. Σανιδόπουλου περιέχονται σε οκτώ σημειωματάρια (E.Λ.I.A., Aρχείο Σανιδόπουλου, Φάκ. 101, Hμέρες, υποφ. 2). Tα σημειωματάρια αυτά (τέσσερα κοκκινόμαυρα “κινέζικα” με σκληρό εξώφυλλο, σχήματος 15.5Χ10.5 για τα χρόνια 1980-1987, δύο απλά σχήματος 18Χ12.5 για τα χρόνια 1988-1991 και δύο των εκδόσεων Άγρα για τα χρόνια 1992-1993) μπορούμε να τα θεωρήσουμε περισσότερο σημειωματάρια εργασίας παρά ημερολόγια με την κυριολεξία της λέξης. Σε αρκετές εγγραφές σαφώς ανιχνεύονται σχεδιάσματα της αρθρογραφίας του, σε λίγες μάλιστα περιπτώσεις ο ίδιος υπαινίσσεται κάτι τέτοιο.»
Ωστόσο, πάντα στον «Πρόλογο», αναφέρεται ότι ο Σανιδόπουλος έχει στα κατάλοιπά του και μια Αυτοβιογραφία που καλύπτει ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα:
«H Aυτοβιογραφία Θλιμμένου Άντρα σε Tρένο θα αποτελέσει τον επόμενο τόμο της έρευνάς μας γι’ αυτόν τον περιθωριακό στοχαστή. Στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε μία δοκιμή Aυτοβιογραφίας που κατέλιπε ο Σανιδόπουλος και η οποία έχει σαν άξονα τα καταλυτικά για την ζωή του γεγονότα των ετών 1980-1983.
Πρόκειται για έργο πολύ κοντά στο πνεύμα της Biographia Literaria του S.T. Coleridge. O επιμελητής επιχείρησε απεγνωσμένα να ενισχύσει την μυθιστορηματική/βιογραφική μορφή του έργου ώστε το ανάγνωσμα να καθίσταται πιο προσιτό στο δύστροπο ελληνικό κοινό· ωστόσο ο αυτοβιογραφικός/ποιητικός λόγος του Σανιδόπουλου εκθέτει ανελέητα οποιαδήποτε απόπειρα εξομάλυνσής του, οπότε ο τόμος αυτός παραμένει συχνά δυσάρεστα συμβολικός, τουλάχιστον για τον εκβιαστικό αναγνώστη. H Aυτοβιογραφία είχε σχεδιαστεί αρχικώς να προηγηθεί της έκδοσης των Hμερών. Tελικώς όμως οι φίλοι αποφάσισαν ότι οι Hμέρες μαζί με τα Ποιητικά (και την μοναδική νουβέλα) του Σανιδόπουλου προετοιμάζουν καλύτερα τον αναγνώστη για τον ιδιόρρυθμο αυτοβιογραφικό στοχασμό του ανδρός…»
H Aυτοβιογραφία Θλιμμένου Άντρα σε Τρένο (στα προηγούμενα αποσπάσματα είναι περισσότερο από φανερή η παραπομπή στο αρχέτυπο της σειράς, το Πορτρέτο Θλιμμένου Άντρα σε Τρένο) θα αποτελέσει τον πυρήνα για το επόμενο βιβλίο, το Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία.
Η δεύτερη ενότητα του τόμου, υπό τον τίτλο «Δυο κορίτσια που φωνάζουν μαμά!», αποτελείται αποκλειστικά από ποιητικά κείμενα. Σε πάνω από ογδόντα εγγραφές της πρώτης ενότητας ο ίδιος ο Σανιδόπουλος παραπέμπει τον αναγνώστη του σε ισάριθμες ποιητικές συνθέσεις (αυτές που περιλαμβάνονται στην ενότητα «Δυο κορίτσια»). Tο ενδιαφέρον του τόμου εδώ πηγάζει ακριβώς από το γεγονός ότι τα ποιήματα αυτά συσχετίζονται συνειδητά με την κριτική σκέψη των αντίστοιχων εγγραφών.
Παραθέτουμε πάλι από τον «Πρόλογο» του βιβλίου:
«Eίναι γνωστό ότι οι δύο λειτουργίες (ποιητική και κριτική) είναι παράλληλοι χείμαρροι που χύνονται στο ίδιο ποτάμι της σκέψης, τόσο που πολλές φορές η μία προετοιμάζει ή δηλώνει την άλλη. Όταν τώρα εντοπίζουμε και τις δύο λειτουργίες στο ίδιο πρόσωπο, συνειδητοποιούμε την οργανική μεταξύ τους σχέση, φαινόμενο σύνηθες στην Eλλάδα (περίπτωση Σολωμού, Παλαμά, Άγρα, Σεφέρη, Eλύτη), όπου εξάλλου έχει παρατηρηθεί ότι: μερικές από τις πλέον καίριες κριτικές διαπιστώσεις διατυπώνονται από κριτικούς-δημιουργούς σε μιαν ορισμένη περίοδο της δημιουργίας τους, κατά τεκμήριο σε μια μεταβατική γι’ αυτούς περίοδο, η οποία, συνήθως, συμβαίνει να είναι μεταβατική και για τη λογοτεχνία της εποχής τους...»[1]
Aυτή η παρατήρηση καθρεφτίζει απολύτως, όπως εύκολα διαπιστώνει ο αναγνώστης, την περίπτωση Σανιδόπουλου. Με άλλα λόγια, τα ποιήματα διαφωτίζουν, μέσα από διαφορετικές ατραπούς τη σκέψη του κεντρικού ήρωα.
Η τρίτη, τέλος, ενότητα του βιβλίου, υπό τον τίτλο «Έλληνος Δικεφάλου Ιστορία», είναι μια νουβέλα σε ύφος περίπου sci-fi και με θέμα την αυτοδικία ως μοναχική λύση απόγνωσης απέναντι σ' ένα κόσμο που καθιστά τους ανθρώπους τέρατα του παλαιού ανθρωπιστικού τους εαυτού. Την πορεία συγγραφής της ο αναγνώστης παρακολουθεί μέσα από την ανάγνωση της πρώτης ενότητας, δηλ. των «Ημερών».
––––––––––––––––––––––––––
[1] Nάσος. Bαγενάς, Oι Ωδές του Kάλβου, Παν. Eκδόσεις Kρήτης, Hράκλειο, 1992, σελ. 314.
Το σπονδυλωτό αυτό μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρεις διακριτές ενότητες.
Η πρώτη ενότητα αποτελείται από ημερολογιακές εγγραφές ενός ημιτελούς «Ημερολογίου» του πρωταγωνιστή Βενιαμίν Σανιδόπουλου (που επιμελείται ο συγγραφέας Άρης Μαραγκόπουλος, είναι χαρακτηριστικό ότι σε ορισμένες εγγραφές καταγράφεται συνάντηση του ήρωα με τον Ά.Μ.!).
Σε σημείωση, στον «Πρόλογο» του τόμου αναφέρεται ένα πολύ συγκεκριμένο στοιχείο «τεκμηρίωσης»:
«Oι Hμέρες του B. Σανιδόπουλου περιέχονται σε οκτώ σημειωματάρια (E.Λ.I.A., Aρχείο Σανιδόπουλου, Φάκ. 101, Hμέρες, υποφ. 2). Tα σημειωματάρια αυτά (τέσσερα κοκκινόμαυρα “κινέζικα” με σκληρό εξώφυλλο, σχήματος 15.5Χ10.5 για τα χρόνια 1980-1987, δύο απλά σχήματος 18Χ12.5 για τα χρόνια 1988-1991 και δύο των εκδόσεων Άγρα για τα χρόνια 1992-1993) μπορούμε να τα θεωρήσουμε περισσότερο σημειωματάρια εργασίας παρά ημερολόγια με την κυριολεξία της λέξης. Σε αρκετές εγγραφές σαφώς ανιχνεύονται σχεδιάσματα της αρθρογραφίας του, σε λίγες μάλιστα περιπτώσεις ο ίδιος υπαινίσσεται κάτι τέτοιο.»
Ωστόσο, πάντα στον «Πρόλογο», αναφέρεται ότι ο Σανιδόπουλος έχει στα κατάλοιπά του και μια Αυτοβιογραφία που καλύπτει ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα:
«H Aυτοβιογραφία Θλιμμένου Άντρα σε Tρένο θα αποτελέσει τον επόμενο τόμο της έρευνάς μας γι’ αυτόν τον περιθωριακό στοχαστή. Στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε μία δοκιμή Aυτοβιογραφίας που κατέλιπε ο Σανιδόπουλος και η οποία έχει σαν άξονα τα καταλυτικά για την ζωή του γεγονότα των ετών 1980-1983.
Πρόκειται για έργο πολύ κοντά στο πνεύμα της Biographia Literaria του S.T. Coleridge. O επιμελητής επιχείρησε απεγνωσμένα να ενισχύσει την μυθιστορηματική/βιογραφική μορφή του έργου ώστε το ανάγνωσμα να καθίσταται πιο προσιτό στο δύστροπο ελληνικό κοινό· ωστόσο ο αυτοβιογραφικός/ποιητικός λόγος του Σανιδόπουλου εκθέτει ανελέητα οποιαδήποτε απόπειρα εξομάλυνσής του, οπότε ο τόμος αυτός παραμένει συχνά δυσάρεστα συμβολικός, τουλάχιστον για τον εκβιαστικό αναγνώστη. H Aυτοβιογραφία είχε σχεδιαστεί αρχικώς να προηγηθεί της έκδοσης των Hμερών. Tελικώς όμως οι φίλοι αποφάσισαν ότι οι Hμέρες μαζί με τα Ποιητικά (και την μοναδική νουβέλα) του Σανιδόπουλου προετοιμάζουν καλύτερα τον αναγνώστη για τον ιδιόρρυθμο αυτοβιογραφικό στοχασμό του ανδρός…»
H Aυτοβιογραφία Θλιμμένου Άντρα σε Τρένο (στα προηγούμενα αποσπάσματα είναι περισσότερο από φανερή η παραπομπή στο αρχέτυπο της σειράς, το Πορτρέτο Θλιμμένου Άντρα σε Τρένο) θα αποτελέσει τον πυρήνα για το επόμενο βιβλίο, το Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία.
Η δεύτερη ενότητα του τόμου, υπό τον τίτλο «Δυο κορίτσια που φωνάζουν μαμά!», αποτελείται αποκλειστικά από ποιητικά κείμενα. Σε πάνω από ογδόντα εγγραφές της πρώτης ενότητας ο ίδιος ο Σανιδόπουλος παραπέμπει τον αναγνώστη του σε ισάριθμες ποιητικές συνθέσεις (αυτές που περιλαμβάνονται στην ενότητα «Δυο κορίτσια»). Tο ενδιαφέρον του τόμου εδώ πηγάζει ακριβώς από το γεγονός ότι τα ποιήματα αυτά συσχετίζονται συνειδητά με την κριτική σκέψη των αντίστοιχων εγγραφών.
Παραθέτουμε πάλι από τον «Πρόλογο» του βιβλίου:
«Eίναι γνωστό ότι οι δύο λειτουργίες (ποιητική και κριτική) είναι παράλληλοι χείμαρροι που χύνονται στο ίδιο ποτάμι της σκέψης, τόσο που πολλές φορές η μία προετοιμάζει ή δηλώνει την άλλη. Όταν τώρα εντοπίζουμε και τις δύο λειτουργίες στο ίδιο πρόσωπο, συνειδητοποιούμε την οργανική μεταξύ τους σχέση, φαινόμενο σύνηθες στην Eλλάδα (περίπτωση Σολωμού, Παλαμά, Άγρα, Σεφέρη, Eλύτη), όπου εξάλλου έχει παρατηρηθεί ότι: μερικές από τις πλέον καίριες κριτικές διαπιστώσεις διατυπώνονται από κριτικούς-δημιουργούς σε μιαν ορισμένη περίοδο της δημιουργίας τους, κατά τεκμήριο σε μια μεταβατική γι’ αυτούς περίοδο, η οποία, συνήθως, συμβαίνει να είναι μεταβατική και για τη λογοτεχνία της εποχής τους...»[1]
Aυτή η παρατήρηση καθρεφτίζει απολύτως, όπως εύκολα διαπιστώνει ο αναγνώστης, την περίπτωση Σανιδόπουλου. Με άλλα λόγια, τα ποιήματα διαφωτίζουν, μέσα από διαφορετικές ατραπούς τη σκέψη του κεντρικού ήρωα.
Η τρίτη, τέλος, ενότητα του βιβλίου, υπό τον τίτλο «Έλληνος Δικεφάλου Ιστορία», είναι μια νουβέλα σε ύφος περίπου sci-fi και με θέμα την αυτοδικία ως μοναχική λύση απόγνωσης απέναντι σ' ένα κόσμο που καθιστά τους ανθρώπους τέρατα του παλαιού ανθρωπιστικού τους εαυτού. Την πορεία συγγραφής της ο αναγνώστης παρακολουθεί μέσα από την ανάγνωση της πρώτης ενότητας, δηλ. των «Ημερών».
––––––––––––––––––––––––––
[1] Nάσος. Bαγενάς, Oι Ωδές του Kάλβου, Παν. Eκδόσεις Kρήτης, Hράκλειο, 1992, σελ. 314.
Βίντεο (παραγωγής ΕΡΤ 1999) όπου ο Ά. Μ. διαβάζει εκτενή αποσπάσματα από το μυθιστόρημα Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου.
|
Ι. Με κλικ εδώ διαβάζετε μια διαφωτιστική κριτική για τη
«Μυθιστορία Σανιδόπουλου» καθώς και άλλες κριτικές αναγνώσεις του βιβλίου. ΙΙ. Με κλικ εδώ διαβάζετε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το Οι Ωραίες Ημέρες του Β.Σ. |
VIΙ. Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία
Τι είναι αυτό το μυθιστόρημα (2002)
Τι είναι αυτό το μυθιστόρημα (2002)
«…Αν το σύγχρονο μυθιστόρημα στον τόπο μας μπορεί να καυχηθεί ότι απέκτησε το πρώτο μετά τον μεταμοντερνισμό κείμενό του, αυτό το κείμενο (που θα μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας μας) είναι οπωσδήποτε το μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου Αγάπη, [Κήποι], Αχαριστία».
«Ο Κήπος του Σανιδόπουλου», εφημ. Το Βήμα, 22.09.2002, Β. Βασιλικός. «…Ο μεγάλος άξονας όμως που διαπερνά το μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου είναι η ποιητική γλώσσα με την οποία είναι γραμμένο και η ποιητική διάθεση με την οποία ζει ο ήρωάς του – ακόμη περισσότερο: πρόκειται για μια ποιητικότητα που ξεφεύγει από τις αισθητικές κατηγορίες και (για μία ακόμη φορά) προσλαμβάνει καθαρά πολιτικές διαστάσεις». Εφημ. Μακεδονία, ένθετο «Πανσέληνος», 15.09.2002, Βασίλης Πάγκαλος. «…Σ’ αυτό το ακαδημαϊκά ακαταχώρητο είδος ανήκει και η τριλογία του Μαραγκόπουλου, αφού ο συγγραφέας και ο μυθιστορηματικός ήρωάς της αναθέτουν ακαταπόνητα ο ένας στον άλλο μιάν αλυσίδα ατέρμονων διαμεσολαβήσεων, προκειμένου να ευοδωθεί μια –ηρωική για τη χαμηλή στάθμη των καιρών– αναζήτηση με αίτημά της την ελευθερία. «Λογοτεχνία της Ελευθερίας», περ. Εντευκτήριο, τ. 60, 2003, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη. |
Γενικά
Το Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία (εκδ. Κέδρος 2002, σ. 284) υπήρξε το προαναγγελθέν στις Ωραίες Ημέρες sequel, το βιβλίο δηλ. που βασίζεται σε σπαράγματα μιας «Αυτοβιογραφίας» του Σανιδόπουλου, την οποία «επιμελείται» ο Ά.Μ. Αυτό το βιβλίο είναι μια πυκνή σε ποικίλες αναφορές αλληγορία – γι' αυτό και θα πρέπει να εξηγηθεί περισσότερο από τα άλλα, καθώς αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στο Ωραίες Ημέρες και στο Μανία με την Άνοιξη. Η κατανόησή του επιτρέπει την κατανόηση ολόκληρης της «τριλογικής μυθιστορίας» Σανιδόπουλου.
Η πλοκή
Η πλοκή του βιβλίου συνδέει τον κεντρικό ήρωα με επτά διαφορετικές (ως προς την ηλικία, το στάτους και τον χαρακτήρα) γυναίκες. Οι τέσσερις από αυτές αποτελούν τυπικά παραδείγματα αυτού που ο ήρωας αποκαλεί «ανδρόβουλες», ένα μείγμα δηλ. ψευδοδιανοουμενισμού, κοσμοπολιτισμού και αυταρχισμού που μιμείται την κυρίαρχη αντρική, bossy νοοτροπία. Αυτές οι γυναίκες ζωγραφίζουν τους εφιάλτες τού ήρωα. Τρεις εντελώς διαφορετικές γυναίκες, αυτές που ο ίδιος αποκαλεί «χαριτωμένες», ζωγραφίζουν το σύντομο παρόν του, λίγο πριν φύγει για τη Γαλλία απογοητευμένος από την εδώ μεταπολιτευτική παρακμή. Ειδικά αυτές οι τρεις γυναίκες διαδραματίζουν έναν σχεδόν αποκαλυπτικό (με τη βιβλική έννοια του όρου) ρόλο στην αντιμετώπιση της ζωής του με διαφορετική ματιά.
Αυτός ο μικρόκοσμος των Ελληνίδων γυναικών, με τον ήρωα στο κέντρο και τον μικροαστικό περίγυρο που συγκροτεί την οικογένειά του, επιχειρεί να απεικονίσει υπό λοξή γωνία τη νεότερη Ελλάδα από τη μεταπολίτευση ως τη δεκαετία του ενενήντα.
Πρόκειται για πυκνή πλοκή, παρόλη την ποιητικότητα της γραφής και, κατά τη λογοτεχνική σύμβαση, διαβάζεται ως απόσπασμα από την «Αυτοβιογραφία» Σανιδόπουλου: λίγο πριν αναχωρήσει για τη Γαλλία ο ήρωας κανονίζει μια περίπου ταυτόχρονη συνάντηση με τις πρώτες τέσσερις γυναίκες στον Εθνικό Κήπο. Η συνάντηση μαζί τους ακολουθεί ένα παράξενο τελετουργικό τυπικό. Στο τέλος της επεισοδιακής αυτής συνεύρεσης η μία από αυτές σκοτώνεται κατά λάθος και ο Σανιδόπουλος, σαν να μη συνέβη τίποτε, φεύγει για μια πεζοπορία στη λεωφόρο Ποσειδώνος με στόχο να φτάσει στον ομώνυμο ναό στο Σούνιο. Ωστόσο, με τη σειρά του κι αυτός πέφτει θύμα τροχαίου ατυχήματος.
Ο αναγνώστης πληροφορείται την υπόλοιπη ιστορία όχι από την «Αυτοβιογραφία», που διακόπτεται λόγω του τροχαίου, αλλά από τον ίδιο τον Ά.Μ., επιμελητή, όπως αναφέρθηκε, των Έργων Σανιδόπουλου. Είκοσι χρόνια, μετά ο Ά.Μ. συναντά τις δύο από τις τρεις «χαριτωμένες» φίλες του Σανιδόπουλου: ζούνε κάτω από την ίδια στέγη και η μία τους έχει έναν γιο 20 χρονών που επίσης ονομάζεται Βενιαμίν…
Η σύλληψη
Η όλη αλληγορική σύλληψη του βιβλίου έχει στο κέντρο της τον σύγχρονο κόσμο της φτηνής απομίμησης και της παραποίησης του αυθεντικού. Με αυτή την έννοια, η πλοκή που αναφέρεται εδώ είναι συμβατική. Ο όποιος ρεαλισμός, για να μιλήσουμε διαφορετικά, εδώ διαχέεται αθόρυβα στο φαντασιακό και το μαγικό: ο στόχος είναι να αποτυπωθούν, όσο αυτό μπορεί να γίνει διά του λόγου, οι δυνατότητες που έχει ο καθένας να αλλάξει τη ροή της ορφανής ζωής του. Ο Βενιαμίν τι είναι: ένας σύγχρονος «σαλός» που ζει ανάμεσα σ' έναν κόσμο που έχει χάσει το ανθρωπιστικό του κέντρο, την πίστη του σε οποιοδήποτε όραμα. Οι τελετουργίες μέσα από τις οποίες ζει, ακριβώς επειδή περιορίζονται στον περιχαρακωμένο του κόσμο, υποδηλώνουν μια έσχατη υπαρξιακή απόγνωση στο πλαίσιο αυτής της κοινωνίας.
Να προστεθεί εδώ ότι το βιβλίο διατρέχεται από σειρά αναφορών στην ελληνική πνευματική ζωή της μεταπολεμικής πεντηκονταετίας, στη ζωγραφική, τη λογοτεχνία, τη μουσική κλπ. Οπωσδήποτε οι αναφορές έχουν διασπαρεί τεχνηέντως στο σώμα της αφήγησης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου (το οποίο διαβάζεται στην κυριολεξία «απνευστί», με την έννοια ότι δεν περιέχει σημεία στίξης) που παραπέμπει στον ρυθμό του ζεϊμπέκικου, ή το κεφάλαιο «Fragmenta Feminarum Græcarum», όπου περικοπές από την Αποκάλυψη του Ιωάννη και από άλλα αρχετυπικά κείμενα ενσωματώνονται ομαλά στην αφήγηση ως δείκτες αυθεντικού βίου.
Μια διαφωτιστική κριτική ανάγνωση πάνω στην «Μυθιστορία Σανιδόπουλου», καθώς και άλλες κριτικές για το βιβλίο Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία, διαβάζετε εδώ. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου διαβάζετε εδώ.
Το Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία (εκδ. Κέδρος 2002, σ. 284) υπήρξε το προαναγγελθέν στις Ωραίες Ημέρες sequel, το βιβλίο δηλ. που βασίζεται σε σπαράγματα μιας «Αυτοβιογραφίας» του Σανιδόπουλου, την οποία «επιμελείται» ο Ά.Μ. Αυτό το βιβλίο είναι μια πυκνή σε ποικίλες αναφορές αλληγορία – γι' αυτό και θα πρέπει να εξηγηθεί περισσότερο από τα άλλα, καθώς αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στο Ωραίες Ημέρες και στο Μανία με την Άνοιξη. Η κατανόησή του επιτρέπει την κατανόηση ολόκληρης της «τριλογικής μυθιστορίας» Σανιδόπουλου.
Η πλοκή
Η πλοκή του βιβλίου συνδέει τον κεντρικό ήρωα με επτά διαφορετικές (ως προς την ηλικία, το στάτους και τον χαρακτήρα) γυναίκες. Οι τέσσερις από αυτές αποτελούν τυπικά παραδείγματα αυτού που ο ήρωας αποκαλεί «ανδρόβουλες», ένα μείγμα δηλ. ψευδοδιανοουμενισμού, κοσμοπολιτισμού και αυταρχισμού που μιμείται την κυρίαρχη αντρική, bossy νοοτροπία. Αυτές οι γυναίκες ζωγραφίζουν τους εφιάλτες τού ήρωα. Τρεις εντελώς διαφορετικές γυναίκες, αυτές που ο ίδιος αποκαλεί «χαριτωμένες», ζωγραφίζουν το σύντομο παρόν του, λίγο πριν φύγει για τη Γαλλία απογοητευμένος από την εδώ μεταπολιτευτική παρακμή. Ειδικά αυτές οι τρεις γυναίκες διαδραματίζουν έναν σχεδόν αποκαλυπτικό (με τη βιβλική έννοια του όρου) ρόλο στην αντιμετώπιση της ζωής του με διαφορετική ματιά.
Αυτός ο μικρόκοσμος των Ελληνίδων γυναικών, με τον ήρωα στο κέντρο και τον μικροαστικό περίγυρο που συγκροτεί την οικογένειά του, επιχειρεί να απεικονίσει υπό λοξή γωνία τη νεότερη Ελλάδα από τη μεταπολίτευση ως τη δεκαετία του ενενήντα.
Πρόκειται για πυκνή πλοκή, παρόλη την ποιητικότητα της γραφής και, κατά τη λογοτεχνική σύμβαση, διαβάζεται ως απόσπασμα από την «Αυτοβιογραφία» Σανιδόπουλου: λίγο πριν αναχωρήσει για τη Γαλλία ο ήρωας κανονίζει μια περίπου ταυτόχρονη συνάντηση με τις πρώτες τέσσερις γυναίκες στον Εθνικό Κήπο. Η συνάντηση μαζί τους ακολουθεί ένα παράξενο τελετουργικό τυπικό. Στο τέλος της επεισοδιακής αυτής συνεύρεσης η μία από αυτές σκοτώνεται κατά λάθος και ο Σανιδόπουλος, σαν να μη συνέβη τίποτε, φεύγει για μια πεζοπορία στη λεωφόρο Ποσειδώνος με στόχο να φτάσει στον ομώνυμο ναό στο Σούνιο. Ωστόσο, με τη σειρά του κι αυτός πέφτει θύμα τροχαίου ατυχήματος.
Ο αναγνώστης πληροφορείται την υπόλοιπη ιστορία όχι από την «Αυτοβιογραφία», που διακόπτεται λόγω του τροχαίου, αλλά από τον ίδιο τον Ά.Μ., επιμελητή, όπως αναφέρθηκε, των Έργων Σανιδόπουλου. Είκοσι χρόνια, μετά ο Ά.Μ. συναντά τις δύο από τις τρεις «χαριτωμένες» φίλες του Σανιδόπουλου: ζούνε κάτω από την ίδια στέγη και η μία τους έχει έναν γιο 20 χρονών που επίσης ονομάζεται Βενιαμίν…
Η σύλληψη
Η όλη αλληγορική σύλληψη του βιβλίου έχει στο κέντρο της τον σύγχρονο κόσμο της φτηνής απομίμησης και της παραποίησης του αυθεντικού. Με αυτή την έννοια, η πλοκή που αναφέρεται εδώ είναι συμβατική. Ο όποιος ρεαλισμός, για να μιλήσουμε διαφορετικά, εδώ διαχέεται αθόρυβα στο φαντασιακό και το μαγικό: ο στόχος είναι να αποτυπωθούν, όσο αυτό μπορεί να γίνει διά του λόγου, οι δυνατότητες που έχει ο καθένας να αλλάξει τη ροή της ορφανής ζωής του. Ο Βενιαμίν τι είναι: ένας σύγχρονος «σαλός» που ζει ανάμεσα σ' έναν κόσμο που έχει χάσει το ανθρωπιστικό του κέντρο, την πίστη του σε οποιοδήποτε όραμα. Οι τελετουργίες μέσα από τις οποίες ζει, ακριβώς επειδή περιορίζονται στον περιχαρακωμένο του κόσμο, υποδηλώνουν μια έσχατη υπαρξιακή απόγνωση στο πλαίσιο αυτής της κοινωνίας.
Να προστεθεί εδώ ότι το βιβλίο διατρέχεται από σειρά αναφορών στην ελληνική πνευματική ζωή της μεταπολεμικής πεντηκονταετίας, στη ζωγραφική, τη λογοτεχνία, τη μουσική κλπ. Οπωσδήποτε οι αναφορές έχουν διασπαρεί τεχνηέντως στο σώμα της αφήγησης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου (το οποίο διαβάζεται στην κυριολεξία «απνευστί», με την έννοια ότι δεν περιέχει σημεία στίξης) που παραπέμπει στον ρυθμό του ζεϊμπέκικου, ή το κεφάλαιο «Fragmenta Feminarum Græcarum», όπου περικοπές από την Αποκάλυψη του Ιωάννη και από άλλα αρχετυπικά κείμενα ενσωματώνονται ομαλά στην αφήγηση ως δείκτες αυθεντικού βίου.
Μια διαφωτιστική κριτική ανάγνωση πάνω στην «Μυθιστορία Σανιδόπουλου», καθώς και άλλες κριτικές για το βιβλίο Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία, διαβάζετε εδώ. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου διαβάζετε εδώ.
Η Μανία με την Άνοιξη υπήρξε το περισσότερο παρεμβατικό, ως προς το πολιτικό αίτημα, βιβλίο της «Μυθιστορίας Σανιδόπουλου» έως και το 2012, χρονιά που εκδόθηκε το εξίσου παρεμβατικό Χαστουκόδεντρο: εδώ ο Σανιδόπουλος παραχωρεί πλέον την πρωταγωνιστική του θέση σε ήρωες που έλκουν την καταγωγή και τα χαρακτηριστικά τους από την Ιστορία.
Η Μανία με την Άνοιξη όπως και όλα τα βιβλία της εκτενούς «Μυθιστορίας Σανιδόπουλου» αποτελεί ένα μικρό αυτόνομο σύμπαν μέσα σ' αυτή τη «σάγκα». Ό,τι χρειάζεται να γνωρίζει ο αναγνώστης ως εισαγωγή σε αυτό το μυθιστόρημα βρίσκεται σε ξεχωριστή σελίδα εδώ. Επίσης, οι κριτικές για τη Μανία βρίσκονται εδώ, ενώ επιλεγμένες σελίδες, χαρακτηριστικές της ατμόσφαιρας, του ύφους και του περιεχομένου, εδώ.
Προσθέτουμε, τέλος, ότι η Μανία με την ΄Ανοιξη βρίσκεται στο σταυροδρόμι δύο μυθιστορηματικών προοπτικών στο έργο του Ά.Μ.: ορίζει, κατά κάποιο τρόπο, το τέλος της «Μυθιστορίας Σανιδόπουλου» (και μια αντίστοιχη εκδοτική δραστηριότητα δεκατριών χρόνων) αλλά ταυτόχρονα και την αρχή μιας νέας, άτυπης τριλογίας: εκείνη της «Συντροφικής Ζωής» που συνεχίζεται με το Χαστουκόδεντρο και ολοκληρώνεται με το Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού (σε μια εκδοτική δραστηριότητα που απλώνεται σε μια δεκαετία).
Η Μανία με την Άνοιξη όπως και όλα τα βιβλία της εκτενούς «Μυθιστορίας Σανιδόπουλου» αποτελεί ένα μικρό αυτόνομο σύμπαν μέσα σ' αυτή τη «σάγκα». Ό,τι χρειάζεται να γνωρίζει ο αναγνώστης ως εισαγωγή σε αυτό το μυθιστόρημα βρίσκεται σε ξεχωριστή σελίδα εδώ. Επίσης, οι κριτικές για τη Μανία βρίσκονται εδώ, ενώ επιλεγμένες σελίδες, χαρακτηριστικές της ατμόσφαιρας, του ύφους και του περιεχομένου, εδώ.
Προσθέτουμε, τέλος, ότι η Μανία με την ΄Ανοιξη βρίσκεται στο σταυροδρόμι δύο μυθιστορηματικών προοπτικών στο έργο του Ά.Μ.: ορίζει, κατά κάποιο τρόπο, το τέλος της «Μυθιστορίας Σανιδόπουλου» (και μια αντίστοιχη εκδοτική δραστηριότητα δεκατριών χρόνων) αλλά ταυτόχρονα και την αρχή μιας νέας, άτυπης τριλογίας: εκείνη της «Συντροφικής Ζωής» που συνεχίζεται με το Χαστουκόδεντρο και ολοκληρώνεται με το Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού (σε μια εκδοτική δραστηριότητα που απλώνεται σε μια δεκαετία).