Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ
ένα μυθιστόρημα που ανιχνεύει τα όρια αντοχής μιας βιασμένης κοινωνίας Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ μια ιστορία που ανατέμνει την παιδική ψυχή της τρίτης ηλικίας Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ μια παραμυθία που αφηγείται τη θανάσιμη γοητεία της θάλασσας |
Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ
– Εισαγωγή στην πλοκή, στη λογική και στους ήρωες του μυθιστορήματος –
Τρεις ηλικιωμένοι φίλοι που συμβαίνει να έχουν το ίδιο όνομα, Θωμάς, δυο τρεις φορές την εβδομάδα, χειμώνα καλοκαίρι, κολυμπάνε σε μια απάνεμη παραλία κάπου στη Βάρκιζα διανθίζοντας τη μέρα τους με ρακές, μεζέδες, ανέκδοτα, τραγουδάκια και χοντροκομμένα αστεία. Καταφέρνουν και ζούνε περίπου ανέπαφοι μες στην ανθρωπιστική καταστροφή της χώρας, αποφεύγοντας ακόμα και να σχολιάζουν τα γεγονότα που μαίνονται γύρω τους.
Αλλά τα γεγονότα τους επισκέπτονται απροσκάλεστα όταν τον Δεκέμβρη του 2012, εν μέσω ξαφνικής κακοκαιρίας, βρίσκει καταφύγιο στην παραλία τους ένα μικρό ιστιοφόρο με ένα ζευγάρι: ο λοστρόμος Νώντας και η μεξικάνα γυναίκα του Ινέθ. Από το καραβάκι αποβιβάζεται κι ένας άνθρωπος που γνωρίζουν καλά οι τρεις Θωμάδες: ένας τέταρτος χειμερινός κολυμβητής, ο δάσκαλος Φώντας, τον οποίο αποφεύγουν στη συντροφιά τους επειδή μονίμως επιχειρεί να τους κάνει «μάθημα» για την κρίση.
Μετά από αυτή τη συνάντηση μια απρόσμενη υπόσχεση απωλεσθέντος παραδείσου βαθμιαία αποδιοργανώνει την ήσυχη καθημερινότητα των γερασμένων κολυμβητών. Με τι έχει να κάνει αυτή η υπόσχεση; Πώς την προσλαμβάνει ο καθένας τους; Σε τι ελπίζουν, τι διακινδυνεύουν, τι καταλαβαίνουν οι κολυμβητές, στο τέλος της ζωής τους, από τη γύρω τους ζωή; Τι καταφέρνουν να διεκδικήσουν ως έσχατη γενναία πράξη μέσα κι έξω από τη θάλασσα;
Τέλος, με ποιο τρόπο, η βαρετή ζωή αποκτά ζωή, το γήρας την παιδωσύνη του, η αγάπη τον στόχο της, η ανάγκη την τροφή της; Αυτά τα, φαινομενικά, αόριστα ερωτήματα απαντά πολύ συγκεκριμένα το μυθιστόρημα ξετυλίγοντας τη ζωή αυτής της παραθαλάσσιας παρέας ανάμεσα στα χρόνια 2012-2016. Και είναι αλήθεια: ό,τι πολυτιμότερο έχουν ως τότε αγαπήσει, λατρέψει, πιστέψει, ζήσει οι κολυμβητές δοκιμάζεται έως θανάτου… Όπως, εξάλλου, συμβαίνει και με όλη τη χώρα στη διάρκεια της ανθρωπιστικής κρίσης.
Αλλά τα γεγονότα τους επισκέπτονται απροσκάλεστα όταν τον Δεκέμβρη του 2012, εν μέσω ξαφνικής κακοκαιρίας, βρίσκει καταφύγιο στην παραλία τους ένα μικρό ιστιοφόρο με ένα ζευγάρι: ο λοστρόμος Νώντας και η μεξικάνα γυναίκα του Ινέθ. Από το καραβάκι αποβιβάζεται κι ένας άνθρωπος που γνωρίζουν καλά οι τρεις Θωμάδες: ένας τέταρτος χειμερινός κολυμβητής, ο δάσκαλος Φώντας, τον οποίο αποφεύγουν στη συντροφιά τους επειδή μονίμως επιχειρεί να τους κάνει «μάθημα» για την κρίση.
Μετά από αυτή τη συνάντηση μια απρόσμενη υπόσχεση απωλεσθέντος παραδείσου βαθμιαία αποδιοργανώνει την ήσυχη καθημερινότητα των γερασμένων κολυμβητών. Με τι έχει να κάνει αυτή η υπόσχεση; Πώς την προσλαμβάνει ο καθένας τους; Σε τι ελπίζουν, τι διακινδυνεύουν, τι καταλαβαίνουν οι κολυμβητές, στο τέλος της ζωής τους, από τη γύρω τους ζωή; Τι καταφέρνουν να διεκδικήσουν ως έσχατη γενναία πράξη μέσα κι έξω από τη θάλασσα;
Τέλος, με ποιο τρόπο, η βαρετή ζωή αποκτά ζωή, το γήρας την παιδωσύνη του, η αγάπη τον στόχο της, η ανάγκη την τροφή της; Αυτά τα, φαινομενικά, αόριστα ερωτήματα απαντά πολύ συγκεκριμένα το μυθιστόρημα ξετυλίγοντας τη ζωή αυτής της παραθαλάσσιας παρέας ανάμεσα στα χρόνια 2012-2016. Και είναι αλήθεια: ό,τι πολυτιμότερο έχουν ως τότε αγαπήσει, λατρέψει, πιστέψει, ζήσει οι κολυμβητές δοκιμάζεται έως θανάτου… Όπως, εξάλλου, συμβαίνει και με όλη τη χώρα στη διάρκεια της ανθρωπιστικής κρίσης.
Kαι, τι τέλος πάντων, σημαίνει αυτός ο άναρθρος τίτλος;
Sllt. The nethermost deck of the first machine jogged forward its flyboard with sllt the first batch of quirefolded papers. Sllt. Almost human the way it sllt to call attention. Doing its level best to speak. That door too sllt creaking, asking to be shut. Everything speaks in its own way. Sllt."
James Joyce, Ulysses, κεφ. VII Aιολία, εδάφιο «Orthographical»*
* Σλλτ. Το χθαμαλό πατάρι της πρώτης μηχανής τίναξε μπροστά την κινητή του σχάρα με σλλτ την πρώτη παρτίδα τυπογραφικά διπλωμένα σε όγδοο. Σλλτ. Σχεδόν ανθρώπινος ο τρόπος που σλλτ για να προκαλέσει την προσοχή. Βάζει τα δυνατά του να μιλήσει. Κι ετούτη πάλι η πόρτα που τρίζει σλλτ, ζητώντας να κλείσει. Το καθετί μιλάει με τον δικό του τρόπο. Σλλτ.
(Για την ερμηνεία του αποσπάσματος βλ. Ά. Μ., Ulysses, Οδηγός Ανάγνωσης, Τόπος 2010, σ. 139-155).
James Joyce, Ulysses, κεφ. VII Aιολία, εδάφιο «Orthographical»*
* Σλλτ. Το χθαμαλό πατάρι της πρώτης μηχανής τίναξε μπροστά την κινητή του σχάρα με σλλτ την πρώτη παρτίδα τυπογραφικά διπλωμένα σε όγδοο. Σλλτ. Σχεδόν ανθρώπινος ο τρόπος που σλλτ για να προκαλέσει την προσοχή. Βάζει τα δυνατά του να μιλήσει. Κι ετούτη πάλι η πόρτα που τρίζει σλλτ, ζητώντας να κλείσει. Το καθετί μιλάει με τον δικό του τρόπο. Σλλτ.
(Για την ερμηνεία του αποσπάσματος βλ. Ά. Μ., Ulysses, Οδηγός Ανάγνωσης, Τόπος 2010, σ. 139-155).
Φλλσστ είναι ο αδιάκοπος παφλασμός του νερού που σκάει στην άκρη της θάλασσας. Αυτός ο δίχως φωνήεντα ήχος είναι μια σταθερή υπενθύμιση του αδιάλειπτου χρόνου, της αιωνιότητας των πραγμάτων, της συνέχειας της ζωής. Υπογραμμίζει, αποκαλύπτει ή απλώς συνοδεύει κάθε μικρή ή μεγάλη αλλαγή στη ζωή των ηρώων.
Αυτοί εκεί οι ήρωες, εμείς όλοι, θα φύγουμε κάποια στιγμή, ο ήχος, όμως, ο ήχος της μήτρας-φύσης, θα συνεχίσει, ελπίζουμε, τη δική του ζωή. Eπομένως αυτός ο ήχος είναι επίσης ένας ήχος-υπενθύμιση της ανθρώπινης θνητότητας.
Κάτι ακόμα: η λογοτεχνία υιοθετεί το παιχνίδι, είναι ένα παιχνίδι που, αν είναι πειστικό, παρασύρει τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει τον κόσμο. Αυτή η παιγνιώδης δοκιμασία της προφοράς του «δύσκολου» τίτλου από τον αναγνώστη, αυτή η ελαφρώς προκλητική δοκιμασία της εκφοράς των δυσπρόφερτων συμφώνων που απομιμούνται τη γλώσσα της θάλασσας (πρβλ. εδώ το τζοϊσικό «Everything speaks in its own way. Sllt»), ουσιαστικά αρθρώνει ξανά την πρώτη αρχή των λέξεων, και εντέλει, την πρώτη αρχή του λόγου, του κόσμου.
Και πάλι με τα λόγια του Ιρλανδού: «In the beginning was the word, in the end world without end» (Ulysses: ΧV «Κίρκη»). Εν αρχή υπήρξε η Λέξη, o Λόγος, στο τέλος ο ατέρμων, δίχως τέλος Κόσμος, ο κόσμος μας που ανακυκλώνει το προπατορικό αμάρτημα, την διά του Λόγου Δημιουργία.
Για όλους τους παραπάνω λόγους ο τίτλος θα πρέπει να προφέρεται αργά, κυματιστά, σχεδόν ψιθυριστά, με συνείδηση αυτής της ευρείας σημασίας. Επιβλητικά και σεμνά ταυτόχρονα: κατά τον τρόπο του φλοίσβου αργά το βράδυ ή νωρίς το ξημέρωμα.
Αν ο τίτλος ήταν μουσικό κομμάτι το πιο πιθανό να έγραφε στην παρτιτούρα, ως προς την ένδειξη του tempo: maestoso, ma non troppo.
Αυτοί εκεί οι ήρωες, εμείς όλοι, θα φύγουμε κάποια στιγμή, ο ήχος, όμως, ο ήχος της μήτρας-φύσης, θα συνεχίσει, ελπίζουμε, τη δική του ζωή. Eπομένως αυτός ο ήχος είναι επίσης ένας ήχος-υπενθύμιση της ανθρώπινης θνητότητας.
Κάτι ακόμα: η λογοτεχνία υιοθετεί το παιχνίδι, είναι ένα παιχνίδι που, αν είναι πειστικό, παρασύρει τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει τον κόσμο. Αυτή η παιγνιώδης δοκιμασία της προφοράς του «δύσκολου» τίτλου από τον αναγνώστη, αυτή η ελαφρώς προκλητική δοκιμασία της εκφοράς των δυσπρόφερτων συμφώνων που απομιμούνται τη γλώσσα της θάλασσας (πρβλ. εδώ το τζοϊσικό «Everything speaks in its own way. Sllt»), ουσιαστικά αρθρώνει ξανά την πρώτη αρχή των λέξεων, και εντέλει, την πρώτη αρχή του λόγου, του κόσμου.
Και πάλι με τα λόγια του Ιρλανδού: «In the beginning was the word, in the end world without end» (Ulysses: ΧV «Κίρκη»). Εν αρχή υπήρξε η Λέξη, o Λόγος, στο τέλος ο ατέρμων, δίχως τέλος Κόσμος, ο κόσμος μας που ανακυκλώνει το προπατορικό αμάρτημα, την διά του Λόγου Δημιουργία.
Για όλους τους παραπάνω λόγους ο τίτλος θα πρέπει να προφέρεται αργά, κυματιστά, σχεδόν ψιθυριστά, με συνείδηση αυτής της ευρείας σημασίας. Επιβλητικά και σεμνά ταυτόχρονα: κατά τον τρόπο του φλοίσβου αργά το βράδυ ή νωρίς το ξημέρωμα.
Αν ο τίτλος ήταν μουσικό κομμάτι το πιο πιθανό να έγραφε στην παρτιτούρα, ως προς την ένδειξη του tempo: maestoso, ma non troppo.
Οι κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου
Ξενοφώντας Παλαιολόγος, ή Δάσκαλος, ή Φώντας, ή Μηχανικός
Μέσα του παλεύει διαρκώς ένας άγγελος της φρονιμάδας κι ένας θυμωμένος δαίμονας της εκδίκησης. Στις κρίσιμες στιγμές τις αποφάσεις παίρνει ο πρώτος. Ο δεύτερος σε διαρκή ύπνωση, μόνο τα βράδυα στα όνειρα εμφανίζεται (αλλά και στις θυμωμένες σκέψεις που ναι μεν, δεν εκστομίζονται ποτέ, τον βασανίζουν δε, την ώρα της όποιας «μάχης» των έντονων διαπληκτισμών με τους Θωμάδες κολυμβητές). Μπορούσε να εκραγεί εκεί που δεν το περίμενες. Ενώ γενικά έδειχνε ήσυχος. Μάζευε, μάζευε οργή μέσα του ενάντια σε μια, κατ’ αυτόν, αδικία που πάντα είχαν προκαλέσει οι άλλοι (επειδή ποτέ δεν αποδέχτηκε τις συμβάσεις της κοινωνικής ζωής) μέχρι που έσκαγε. Τότε μεταμορφωνόταν σε θηρίο ανήμερο. Με τα χρόνια προσπαθούσε να διαχειριστεί αυτό το θέμα. Επειδή δεν έμενε ήσυχος ούτε στον ύπνο του: έβλεπε όνειρα όπου ορμούσε, έκανε επίθεση, χτύπαγε τους άδικους. Διόρθωνε την κακία και την αδικία του κόσμου, έπαιρνε το μέρος των αδυνάτων. Απένειμε δικαιοσύνη σ’ ένα μυστικό δικαστήριο ενόρκων όπου αγόρευε ασταμάτητα. Στον ύπνο του αλλά και στον ξύπνιο του, όποτε χαλάρωνε, ακόμα κι όταν οδηγούσε, κι όταν κολυμπούσε. Δεν σταματούσε να απονέμει δικαιοσύνη μυστικά, αθόρυβα, κρυφά από τον πραγματικό κόσμο που συνέχιζε να διαπράττει, κατ’ αυτόν, ασυγχώρητα εγκλήματα.
Ηρεμία έβρισκε μόνον στην θάλασσα. Πουθενά αλλού δεν είχε τόση διάθεση να σκεφτεί, να βυθιστεί στη ζωή και στον κόσμο. Πουθενά. Του άρεσε ακόμα που η θάλασσα βρίσκεται συνέχεια σε κίνηση, καθώς συνέχεια αλλάζει χρώμα, κυματισμό, μυρωδιά, θερμοκρασία, αίσθηση.
Την εποχή που συναντιέται με τον λοστρόμο Νώντα και τους Θωμάδες «κολυμπητές» τον διαπερνά η πεποίθηση ότι όλα πεθαίνουν, γερνάνε αναίτια, όπως κι ο ίδιος, χωρίς ν’ αλλάζει ο κόσμος στο καλύτερο… Ειδικά μετά το δημοψήφισμα του 2015 και την κωλοτούμπα αυτό το αίσθημα δυναμώνει ακόμα περισσότερο μέσα του.
«Ο δάσκαλος που θα υποχρεωθεί να καταπνίγει την σκέψη του, ή θα γίνει διπλά σκλάβος ή θα καταντήσει ένας ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος, ανίκανος πια να μορφώσει τους άλλους ή θα γίνει ένας κρυφός επαναστάτης γεμάτος πίκρα και μίσος που θα περιμένει τη στιγμή για να τινάξει στον αέρα το καθεστώς που του αφαιρεί ολότελα τον ανθρωπισμό του», σημειώνει ο σπουδαίος παιδαγωγός Δημήτρης Γληνός (1882-1943).
Αυτή η ψυχική / κοινωνική συνθήκη σκιαγραφεί απολύτως τον δάσκαλο Φώντα και την όλη διαδικασία εξέλιξής του στο μυθιστόρημα.
Μια λεπτομέρεια: Έτρεφε ένα μουστάκι ίδιο με του ηθοποιού Σταύρου Ξενίδη όπως άλλοτε, π.χ. στη δικτατορία, συνέβαινε με πολλούς αριστερούς. Το μουστάκι του είναι ένας φράχτης που κρύβει τα πραγματικά θέλω του. Το ξύρισε μια μέρα πριν την αυτοδικία, σε ένα πνεύμα συνομωτικότητας. – Άλλος άνθρωπος έγινες τώρα ρε φίλε! θα του πετάξει ο Νώντας, δείχνοντας φανερά ευχαριστημένος από τον φίλο του (όχι μόνο για το μουστάκι). Άλλος άνθρωπος! Ζωντάνεψες!
Ηρεμία έβρισκε μόνον στην θάλασσα. Πουθενά αλλού δεν είχε τόση διάθεση να σκεφτεί, να βυθιστεί στη ζωή και στον κόσμο. Πουθενά. Του άρεσε ακόμα που η θάλασσα βρίσκεται συνέχεια σε κίνηση, καθώς συνέχεια αλλάζει χρώμα, κυματισμό, μυρωδιά, θερμοκρασία, αίσθηση.
Την εποχή που συναντιέται με τον λοστρόμο Νώντα και τους Θωμάδες «κολυμπητές» τον διαπερνά η πεποίθηση ότι όλα πεθαίνουν, γερνάνε αναίτια, όπως κι ο ίδιος, χωρίς ν’ αλλάζει ο κόσμος στο καλύτερο… Ειδικά μετά το δημοψήφισμα του 2015 και την κωλοτούμπα αυτό το αίσθημα δυναμώνει ακόμα περισσότερο μέσα του.
«Ο δάσκαλος που θα υποχρεωθεί να καταπνίγει την σκέψη του, ή θα γίνει διπλά σκλάβος ή θα καταντήσει ένας ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος, ανίκανος πια να μορφώσει τους άλλους ή θα γίνει ένας κρυφός επαναστάτης γεμάτος πίκρα και μίσος που θα περιμένει τη στιγμή για να τινάξει στον αέρα το καθεστώς που του αφαιρεί ολότελα τον ανθρωπισμό του», σημειώνει ο σπουδαίος παιδαγωγός Δημήτρης Γληνός (1882-1943).
Αυτή η ψυχική / κοινωνική συνθήκη σκιαγραφεί απολύτως τον δάσκαλο Φώντα και την όλη διαδικασία εξέλιξής του στο μυθιστόρημα.
Μια λεπτομέρεια: Έτρεφε ένα μουστάκι ίδιο με του ηθοποιού Σταύρου Ξενίδη όπως άλλοτε, π.χ. στη δικτατορία, συνέβαινε με πολλούς αριστερούς. Το μουστάκι του είναι ένας φράχτης που κρύβει τα πραγματικά θέλω του. Το ξύρισε μια μέρα πριν την αυτοδικία, σε ένα πνεύμα συνομωτικότητας. – Άλλος άνθρωπος έγινες τώρα ρε φίλε! θα του πετάξει ο Νώντας, δείχνοντας φανερά ευχαριστημένος από τον φίλο του (όχι μόνο για το μουστάκι). Άλλος άνθρωπος! Ζωντάνεψες!
Επαμεινώνδας Κρικέλης, ή Νώντας, ή λοστρόμος, ή, απλώς, Κρικέλης
Ο Ιππέας του Αρτεμισίου (140 π.Χ.) και ο Νώντας
Τούτο το ελληνιστικό άγαλμα του άγνωστου γλύπτη με τον μικρούλη νεγροειδή ιππέα που βρέθηκε διαλυμένο στη θάλασσα του Αρτεμισίου, αυτός ο λεπτόκορμος κέλητας σε αφηνιασμένο καλπασμό φέρνει λίγο –για έναν άνθρωπο που έχει εξοικειωθεί κάπως με το Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ– στον Πήγασο που ίπταται πάνω από τη χώρα, με αναβάτη την ταραγμένη, μαυρισμένη ψυχούλα του λοστρόμου Νώντα… |
Γεννήθηκε το 1959 στην Αταλάντη. Ο πατέρας του, κατά κόσμον Ευστράτιος ή Στρατής, γεννημένος το 1931, εργάτης κομμουνιστής, χρόνια εξορία, πρόλαβε και τον έκανε με τη μητέρα του, την κυρία Θάλεια, σε μια άδεια. Αποφυλακίστηκε μόλις το ’64 με τους τελευταίους. Αψύς άνθρωπος που ο Νώντας γνωρίζει μόλις στα πέντε του χρόνια, δουλεύει στα δημοτικά σφαγεία Αταλάντης. Του έφταιγε το κάθε τι. Δεν έβρισκε σε τίποτε ησυχία. Έβαζε με το παραμικρό τις φωνές στη Θάλεια. Στα παιδικά αυτιά του Νώντα αυτές οι φωνές ήταν ό,τι πιο φριχτό. Γι’ αυτό δεν άντεχε ν’ ακούει τους ανθρώπους να βρίζονται. Ταρασσόταν πολύ. Η μάνα του πέθανε νωρίτερα απ’ τον πατέρα. Φαρμάκι, χρόνια φαρμάκι, πόσο ν’ αντέξει η άμοιρη. Σε όλες τις σχολικές διακοπές ο Νώντας δουλεύει κοντά στον πατέρα του γι’ αυτό και στο σχολείο τον φώναζαν με το παρωνύμι του πατέρα του, «Κρικέλης».
Ο πατέρας δεν μίλησε ποτέ για τη ζωή του στο αντάρτικο. Ποτέ πώς απόκτησε το παρωνύμι Κρικέλης, ποτέ. Αν τολμούσε ν’ ανοίξει το στόμα, ύστερα από τόσα χρόνια, διηγιόταν ο Νώντας στον Φώντα, θα άνοιγε μια χαίνουσα πληγή, ένα πηγάδι δίχως πάτο, τι να πει, δεν μπορούσε, δεν γινόταν. Τα έβαζε απλώς με τους άλλους και κυρίως με τη μητέρα του. Άλλον τρόπο δεν ήξερε.
Ο Νώντας μπάρκαρε νωρίς, στα δεκαοχτώ του, μόλις τέλειωσε το σχολείο, για να ξεφύγει απ' τον σκληρόψυχο πατέρα και την καταθλιμμένη μητέρα. Μετά από μπάρκα έξι χρόνων σ’ όλες τις θάλασσες, καταλήγει Μεξικό και με τα πολλά στα υψίπεδα του Σαν Κριστόμπαλ δε λας Κάσας, στην περιοχή των Τσιάπας[*] και των Ζαπατίστας. Γνωρίζει την Ινέθ, που του θυμίζει ένα κορίτσι Ρομά στην Αταλάντη, παντρεύονται την άλλη χρονιά. Μαζί της και με τον πατέρα της παίρνει μέρος στα επαναστατικά γεγονότα της Πρωτοχρονιάς του 1994.
Σπαράσσεται κι αυτός, όπως ο Φώντας, ανάμεσα σ' έναν άγγελο της φρονιμάδας κι έναν θυμωμένο δαίμονα. Στις κρίσιμες στιγμές η πλάστιγγα γέρνει προς τον δεύτερο (αυτός θα τον ωθήσει και στις πράξεις του στο τέλος). Έτσι, εν μέρει, εξηγούνται και οι εφιάλτες του τις νύχτες.
Μια λεπτομέρεια: Γιατί τον φώναζαν «λοστρόμο»: επειδή αυτό υπήρξε το επάγγελμά του. Δεν τον αποκαλούσαν ειρωνικά, όπως οι άλλοι αποκαλούσαν «μηχανικό» τον δάσκαλο. Το «λοστρόμος» ανταποκρίνεται στον καλό του άγγελο, στην κανονικότητά του, στην εντιμότητά του ως ανθρώπου. Αντίθετα το «Κρικέλης», κληρονομιά απ' τον πατέρα, ανταποκρίνεται στον δαιμονισμένο του εαυτό, στους εφιάλτες του κλπ.
---------------------------
[*] Τσιάπας είναι μια τεράστια περιοχή, περίπου τόσο μεγάλη όσο η Ιρλανδία, και από τα 5 εκατομμύρια ανθρώπους που την κατοικούν, περίπου 200.000 με 300.000 είναι Ζαπατίστας.
Ο πατέρας δεν μίλησε ποτέ για τη ζωή του στο αντάρτικο. Ποτέ πώς απόκτησε το παρωνύμι Κρικέλης, ποτέ. Αν τολμούσε ν’ ανοίξει το στόμα, ύστερα από τόσα χρόνια, διηγιόταν ο Νώντας στον Φώντα, θα άνοιγε μια χαίνουσα πληγή, ένα πηγάδι δίχως πάτο, τι να πει, δεν μπορούσε, δεν γινόταν. Τα έβαζε απλώς με τους άλλους και κυρίως με τη μητέρα του. Άλλον τρόπο δεν ήξερε.
Ο Νώντας μπάρκαρε νωρίς, στα δεκαοχτώ του, μόλις τέλειωσε το σχολείο, για να ξεφύγει απ' τον σκληρόψυχο πατέρα και την καταθλιμμένη μητέρα. Μετά από μπάρκα έξι χρόνων σ’ όλες τις θάλασσες, καταλήγει Μεξικό και με τα πολλά στα υψίπεδα του Σαν Κριστόμπαλ δε λας Κάσας, στην περιοχή των Τσιάπας[*] και των Ζαπατίστας. Γνωρίζει την Ινέθ, που του θυμίζει ένα κορίτσι Ρομά στην Αταλάντη, παντρεύονται την άλλη χρονιά. Μαζί της και με τον πατέρα της παίρνει μέρος στα επαναστατικά γεγονότα της Πρωτοχρονιάς του 1994.
Σπαράσσεται κι αυτός, όπως ο Φώντας, ανάμεσα σ' έναν άγγελο της φρονιμάδας κι έναν θυμωμένο δαίμονα. Στις κρίσιμες στιγμές η πλάστιγγα γέρνει προς τον δεύτερο (αυτός θα τον ωθήσει και στις πράξεις του στο τέλος). Έτσι, εν μέρει, εξηγούνται και οι εφιάλτες του τις νύχτες.
Μια λεπτομέρεια: Γιατί τον φώναζαν «λοστρόμο»: επειδή αυτό υπήρξε το επάγγελμά του. Δεν τον αποκαλούσαν ειρωνικά, όπως οι άλλοι αποκαλούσαν «μηχανικό» τον δάσκαλο. Το «λοστρόμος» ανταποκρίνεται στον καλό του άγγελο, στην κανονικότητά του, στην εντιμότητά του ως ανθρώπου. Αντίθετα το «Κρικέλης», κληρονομιά απ' τον πατέρα, ανταποκρίνεται στον δαιμονισμένο του εαυτό, στους εφιάλτες του κλπ.
---------------------------
[*] Τσιάπας είναι μια τεράστια περιοχή, περίπου τόσο μεγάλη όσο η Ιρλανδία, και από τα 5 εκατομμύρια ανθρώπους που την κατοικούν, περίπου 200.000 με 300.000 είναι Ζαπατίστας.
Ι ν έ θ
Η μεξικάνα Ινέθ γεννήθηκε στο Σαν Κριστόμπαλ δε λας Κάσας, αυτόχθονη ιθαγενής, τέσσερα χρόνια πριν τη σφαγή στο Τλατελόλκο (κάτι σαν το δικό μας Πολυτεχνείο) και τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1968. (No estuve ahí pero no olvido[1] θα φωνάξει κάποια στιγμή, επαναλαμβάνοντας σλόγκαν των νέων της χώρας της.)
Νοσοκόμα το επάγγελμα, στο αντάρτικο των Ζαπατίστας, υφάντρια στην Ελλάδα, από ανάγκη. Κινείται ανάμεσα σε δύο κύκλους / πόλους που σχηματίζουν οι άντρες τής Βάρκιζας γύρω της: τον κύκλο της φωτιάς (βλ. κεφ. «Que será será», σ. 49-71) και τον κύκλο του νερού (βλ. κεφ. «Ευδία», σ. 147-157).
Είναι 19 ετών όταν γνωρίζεται με τον Νώντα και 20 όταν παντρεύονται. Ζούνε μαζί με τους γονείς της (Αντελίνα και Εμίλιο) και συμμετέχουν στα γεγονότα της Πρωτοχρονιάς του 1994[2] (αυτή 30, αυτός 35, ο πατέρας της, αγρότης φυσικά, είναι ένας από αυτούς τους πρώτους 150 μαχητές που σκοτώνονται από τον Μεξικάνικο στρατό που καθοδηγούν αμερικάνοι). Το 2005 έρχονται Ελλάδα (όταν αυτονομήθηκε πια το Σαν Κριστόμπαλ κι η ένοπλη πάλη σταμάτησε). Είχαν πεθάνει οι γονείς της κι ήθελε εκείνη να έρθουν στην Ελλάδα. Το 2005 αυτή είναι 41 χρονών κι εκείνος 46. Το 2012 που συναντιούνται με τους κολυμβητές αυτή είναι 48 κι εκείνος 53. Διπολική (κυρίως με την έννοια που αναφέρθηκε πιο πάνω).
Θέλει να ξαναγυρίσουν στο Μεξικό επειδή η κατάσταση βαθμιαία επανέρχεται στο χειρότερο: «…με τη στήριξη των αμερικάνων η κυβέρνηση θα κάνει στη γη των Τσιάπας ό,τι κάνει και σ’ εμάς ο νεοφιλελευθερισμός: γκαρσόνια για τον τουρισμό, θα τραβήξουν ορυκτά απ’ τα βουνά, θα ισοπεδώσουν τα δάση για να κάνουν φυτείες που θα τρέφουν τους αμερικάνους, θ’ ανοίξουν δρόμους και σιδηρόδρομους όλα αυτά που, κάτω από το βελούδινο γάντι της ανάπτυξης, θα μας καταστρέψουν, θα μας εξαφανίσουν, θα μας πεθάνουν», μοιάζει να λέει η Ινέθ. Δεν το διατυπώνει έτσι ρητά στο βιβλίο, βεβαίως, αλλά το υπονοεί με πολλούς τρόπους για τον συνειδητό αναγνώστη.
Όλοι οι Θωμάδες κολυμβητές, ο καθένας για διαφορετικό λόγο, τη θαυμάζουν. Είναι η ωραία Ελένη της ομηρικής αυτής παρέας. Κάτι αλλάζει μέσα τους καθώς όλο και περισσότερο συγχρωτίζονται μαζί της. Τη σέβονται, την τιμούν, την αγαπούν, τους αρέσει ως γυναίκα, τους εμπνέει όλα αυτά τα συναισθήματα. Γι’ αυτή τη γυναίκα θα άλλαζα και την πίστη μου, θε μου συγχώρα με, κάνει κάποια στιγμή ο Μπαγ'σάκος. Η Ινέθ εκφράζει, άθελά της, μια μικρή ουτοπία για τον καθένα, για την ανάγκη του καθένα.
----------------------------------------
[1] Δεν ήμουν εκεί αλλά δεν πρόκειται να ξεχάσω.
[2] Ιδρύεται το αντάρτικο κίνημα των Ζαπατίστας με στρατό 3.000 ιθαγενών αγωνιστών.
Νοσοκόμα το επάγγελμα, στο αντάρτικο των Ζαπατίστας, υφάντρια στην Ελλάδα, από ανάγκη. Κινείται ανάμεσα σε δύο κύκλους / πόλους που σχηματίζουν οι άντρες τής Βάρκιζας γύρω της: τον κύκλο της φωτιάς (βλ. κεφ. «Que será será», σ. 49-71) και τον κύκλο του νερού (βλ. κεφ. «Ευδία», σ. 147-157).
Είναι 19 ετών όταν γνωρίζεται με τον Νώντα και 20 όταν παντρεύονται. Ζούνε μαζί με τους γονείς της (Αντελίνα και Εμίλιο) και συμμετέχουν στα γεγονότα της Πρωτοχρονιάς του 1994[2] (αυτή 30, αυτός 35, ο πατέρας της, αγρότης φυσικά, είναι ένας από αυτούς τους πρώτους 150 μαχητές που σκοτώνονται από τον Μεξικάνικο στρατό που καθοδηγούν αμερικάνοι). Το 2005 έρχονται Ελλάδα (όταν αυτονομήθηκε πια το Σαν Κριστόμπαλ κι η ένοπλη πάλη σταμάτησε). Είχαν πεθάνει οι γονείς της κι ήθελε εκείνη να έρθουν στην Ελλάδα. Το 2005 αυτή είναι 41 χρονών κι εκείνος 46. Το 2012 που συναντιούνται με τους κολυμβητές αυτή είναι 48 κι εκείνος 53. Διπολική (κυρίως με την έννοια που αναφέρθηκε πιο πάνω).
Θέλει να ξαναγυρίσουν στο Μεξικό επειδή η κατάσταση βαθμιαία επανέρχεται στο χειρότερο: «…με τη στήριξη των αμερικάνων η κυβέρνηση θα κάνει στη γη των Τσιάπας ό,τι κάνει και σ’ εμάς ο νεοφιλελευθερισμός: γκαρσόνια για τον τουρισμό, θα τραβήξουν ορυκτά απ’ τα βουνά, θα ισοπεδώσουν τα δάση για να κάνουν φυτείες που θα τρέφουν τους αμερικάνους, θ’ ανοίξουν δρόμους και σιδηρόδρομους όλα αυτά που, κάτω από το βελούδινο γάντι της ανάπτυξης, θα μας καταστρέψουν, θα μας εξαφανίσουν, θα μας πεθάνουν», μοιάζει να λέει η Ινέθ. Δεν το διατυπώνει έτσι ρητά στο βιβλίο, βεβαίως, αλλά το υπονοεί με πολλούς τρόπους για τον συνειδητό αναγνώστη.
Όλοι οι Θωμάδες κολυμβητές, ο καθένας για διαφορετικό λόγο, τη θαυμάζουν. Είναι η ωραία Ελένη της ομηρικής αυτής παρέας. Κάτι αλλάζει μέσα τους καθώς όλο και περισσότερο συγχρωτίζονται μαζί της. Τη σέβονται, την τιμούν, την αγαπούν, τους αρέσει ως γυναίκα, τους εμπνέει όλα αυτά τα συναισθήματα. Γι’ αυτή τη γυναίκα θα άλλαζα και την πίστη μου, θε μου συγχώρα με, κάνει κάποια στιγμή ο Μπαγ'σάκος. Η Ινέθ εκφράζει, άθελά της, μια μικρή ουτοπία για τον καθένα, για την ανάγκη του καθένα.
----------------------------------------
[1] Δεν ήμουν εκεί αλλά δεν πρόκειται να ξεχάσω.
[2] Ιδρύεται το αντάρτικο κίνημα των Ζαπατίστας με στρατό 3.000 ιθαγενών αγωνιστών.
Θωμάδες ή, απλώς, «κολυμπητές»
Η παρέα των συνταξιοδοτημένων χειμερινών κολυμβητών απ’ τον Πειραιά που (κυρίως) τα κουτσοπίνει και (κυρίως) σχολιάζει τα πάντα με το βλέμμα καρφωμένο στην ανοιχτωσιά της θάλασσας, δηλαδή στην αρχή και στο τέλος της ζωής – αλλά αυτοί βρίσκονται στο τέλος της ζωής. Ένας αρχαίος χορός, μια αντροπαρέα που έτυχε να βρίσκονται μαζί λόγω της αγάπης τους για τη θάλασσα.
Οι Θωμάδες αποδέχονται τη ζωή ως έχει, δεν ελπίζουν σε κάτι άλλο, δεν τους ενδιαφέρει κάτι άλλο, είναι απολύτως βυθισμένοι σε ό,τι έκαναν, δεν το κουνάνε βήμα πιο πέρα. Ό,τι πίστευαν πιστεύουν, ό,τι έκαναν κάνουν, δεν θέλουν ν’ αλλάξει κάτι, ακόμα κι αν υποστηρίζουν το αντίθετο. Συνταξιοδοτημένοι, με κάθε έννοια του όρου. Είναι μια συντροφιά που ξεπερνάει τα δέκα χρόνια κοινής ζωής στη θάλασσα και είναι κατά (ταξική) σειρά: Θωμάς Π’λόπουλος, Θωμάς Μπαγ’σάκος, Θωμάς Ακ’μάτης.
Οι Θωμάδες αποδέχονται τη ζωή ως έχει, δεν ελπίζουν σε κάτι άλλο, δεν τους ενδιαφέρει κάτι άλλο, είναι απολύτως βυθισμένοι σε ό,τι έκαναν, δεν το κουνάνε βήμα πιο πέρα. Ό,τι πίστευαν πιστεύουν, ό,τι έκαναν κάνουν, δεν θέλουν ν’ αλλάξει κάτι, ακόμα κι αν υποστηρίζουν το αντίθετο. Συνταξιοδοτημένοι, με κάθε έννοια του όρου. Είναι μια συντροφιά που ξεπερνάει τα δέκα χρόνια κοινής ζωής στη θάλασσα και είναι κατά (ταξική) σειρά: Θωμάς Π’λόπουλος, Θωμάς Μπαγ’σάκος, Θωμάς Ακ’μάτης.
Θωμάς Π’λόπουλος, της Θεανώς και του Σταύρου, ή «Παλατάκης»
Κατάγεται από τον Πόρο. 70άρης, πρώην εργολάβος οικοδομών συνεργαζόμενος με την πολεοδομία Πειραιά και Νήσων. Συμμετείχε σε δημοτικό συμβούλιο Πειραιά, φαίνεται ότι έχει αυτό που λένε «πολλές άκρες» έχει κάνει πολλές κομπίνες, μεσολαβώντας για παράνομες πολεοδομικές άδειες (πριν τον Καλλικράτη) στα νησιά που υπάγεται ο Πειραιάς και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Φαφλατάς. Για τα πάντα μπορεί να πει: πες μου τι χρειάζεσαι και το κανονίζω εγώ. Τυπικός σχολιαστής / κριτής των πάντων, ξερόλας. Όταν αναφέρονται σε κάποιο γνωστό λέει συνήθως «μ’ αυτόν είμαστε φίλοι» ή απλώς «Α, ο τάδε; Τον ξέρω πολύ καλά, φίλος μου». Θεωρεί πολύ έξυπνο τον εαυτό του και το ίδιο περίπου τον θεωρούν και οι άλλοι Θωμάδες.
Θαυμάζει κρυφά την ψευτομαγκιά του Μπαγ’σάκου. Ειρωνεύεται με κάθε ευκαιρία τον Ακ’μάτη (αυτός τον ονόμασε Βόλγκα). Φοβάται κρυφά (άγνωστο γιατί) τον ευγενή σε όλα δάσκαλο Φώντα και γι’ αυτό παριστάνει ότι δεν του δίνει σημασία, τον υποτιμά (με τις πλάτες, εννοείται του αγύρτη Μπαγ’σάκου). Bon viveur. Ο πιο λεφτάς απ’ όλους. Οδηγεί ένα τεράστιο αυτοκίνητο 4Χ4 μαύρο σαν νεκροφόρα. Η γυναίκα του, Μιράντα, φτηνά αγορασμένη, πολύ νεότερή του. Γενικά και αόριστα δημοκράτης, και φυσικά, «μένουμευρωπαίος».
Θαυμάζει κρυφά την ψευτομαγκιά του Μπαγ’σάκου. Ειρωνεύεται με κάθε ευκαιρία τον Ακ’μάτη (αυτός τον ονόμασε Βόλγκα). Φοβάται κρυφά (άγνωστο γιατί) τον ευγενή σε όλα δάσκαλο Φώντα και γι’ αυτό παριστάνει ότι δεν του δίνει σημασία, τον υποτιμά (με τις πλάτες, εννοείται του αγύρτη Μπαγ’σάκου). Bon viveur. Ο πιο λεφτάς απ’ όλους. Οδηγεί ένα τεράστιο αυτοκίνητο 4Χ4 μαύρο σαν νεκροφόρα. Η γυναίκα του, Μιράντα, φτηνά αγορασμένη, πολύ νεότερή του. Γενικά και αόριστα δημοκράτης, και φυσικά, «μένουμευρωπαίος».
Θωμάς Μπαγ’σάκος, της Αρετής και του Παύλου, ή «Ντέρτης»
Μανιάτης ψευτόμαγκας (καταγωγή από τους Μολάους), έχει βγάλει μόνο το δημοτικό. Έχει κάνει στα νιάτα του λίγη φυλακή για μαχαιρώματα, χρέη κλπ. Συστήνεται ως «αυτοδημιούργητος». Έχει αλυσσίδα με καντίνες «βρώμικων» σκορπισμένες στην Αττική. Πήρε τις άδειες επί χούντας (μια φήμη ότι τότε χαφιές.) Τώρα την επιχείρηση έχει αναλάβει ο μεγάλος γιος του. Ομορφάντρας και γυναικάς το πάλαι ποτέ, έχει χάσει πολλά λεφτά σε γυναίκες, μπουζούκια κλπ. Κοιτάζει προκλητικά την Ινέθ μέχρι που τον κόβει ο Νώντας. Φημολογείται ότι χτυπούσε τη γυναίκα του (μια τραγουδιάρα που θεωρούσε ότι τον απατάει). Χήρος. Πίνει. Ενοχλείται από τη Λούπε, το σκυλί της Ινέθ και του Νώντα. Βρίζει εύκολα. Μένει στα Μανιάτικα. Βάζει στο ραδιόφωνο καψουροτράγουδα. Οδηγεί λευκή Μπεμβέ που τη λέει «μπέμπα». Πολλές φορές φεύγοντας αργά από την παραλία με τους άλλους, σταματάει, βγάζει μια κραυγή «πουτάνες στα κρεβάτια σας», που φαινομενικά ακούγεται ως μαγκιά (ο Π’λόπουλος όποτε το ακούει σκάει στα γέλια), αλλά που μάλλον κρύβει κάποιον βαθύ πόνο. Έχει συνεργαστεί με Π’λόπουλο, ξέρει ότι ασκεί επιρροή επάνω του. Ενοχλείται με τον Βόλγκα όταν «μιλάει τα κομμουνιστικά του» αλλά κατά βάθος νιώθει μια παράξενη οικειότητα μαζί του (αμφότεροι έχουν λαϊκή καταγωγή). Του είναι περίπου αδύνατον να καταλάβει τον δάσκαλο Φώντα. Η ευγένεια τού τελευταίου, τον τσακίζει, δεν ξέρει πώς να τη διαχειριστεί. Κάνει τον σταυρό του στα κρυφά. Περίπου σαν να κλέβει. Ικανός να πουλήσει και την αδελφή του για «τα φράγκα».
Θωμάς Ακ’μάτης, του Αντωνίου και της Μαργαρίτας, ή «Βόλγκα»
Ικαριώτης (γεννημένος στον Άγιο Κήρυκο), ναυτεργάτης, συνδικαλιστής του ΚΚΕ (επί μισθώ) στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, ήρεμος γενικά, έντιμος άνθρωπος. Γερός πότης, καπνιστής, γλεντζές, αργός σε όλα, το ικαριώτικο κοινωνικό στερεότυπο πέρα για πέρα. Συμπαθεί τον Μπαγ’σάκο ως ομοτράπεζο, βαριέται τον Π’λόπουλο, σνομπάρει τα εύκολα πλούτη του (στα μάτια του αντιπροσωπεύει τον καπιτάλα). Εκτιμά τον Φώντα, ως ιδεολογικά πιο κοντά σ’ αυτόν, αλλά ενοχλείται επειδή ο τελευταίος αν και γενικά καθόλου ομιλητικός, όταν σχολιάσει κάτι, στα δικά του αυτιά ακούγεται «πολύ αναρχικό».
Λ ο ύ π ε
Λούπε, δηλ. λύκος, είναι το όνομα του θηλυκού ημίαιμου λαμπραντόρ που συντροφεύει τον Νώντα και την Ινέθ. Είναι σοφό σκυλί, στοχαστικό, όπως άλλωστε τα περισσότερα ζωντανά που προσπαθούν, ως κατοικίδια, να διαχειριστούν ψύχραιμα ακόμα και την τυχόν σχιζοφρενή ζωή των ανθρώπων που τα επέλεξαν.
Η Λούπε διατρέχει όλη την ιστορία του Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ ως η ψυχή των πλασμάτων που δεν μπορούν να αρθρώσουν φωνή αλλά που βιώνουν πέρα ως πέρα την παραμικρή αλλαγή στον περίγυρό τους. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο οδηγός και σύντροφος του αναγνώστη απ' την αρχή ως το τέλος αυτής της ιστορίας.
Η Λούπε διατρέχει όλη την ιστορία του Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ ως η ψυχή των πλασμάτων που δεν μπορούν να αρθρώσουν φωνή αλλά που βιώνουν πέρα ως πέρα την παραμικρή αλλαγή στον περίγυρό τους. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο οδηγός και σύντροφος του αναγνώστη απ' την αρχή ως το τέλος αυτής της ιστορίας.
Ο Καθρέφτης του Σταντάλ
Στην εκδήλωση της 24ης Ιουνίου 2020 για το βιβλίο ο Ά. Μ. αναφέρθηκε στο μυθιστόρημα ως καθρέφτη εκκινώντας από τη γνωστή θέση του Σταντάλ.*
Η αξιοποίηση αυτής της θέσης από τον Ά. Μ., ως προς το Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσστ είναι διαφορετική, έως πολύ διαφορετική. Ο Σταντάλ δεινός / στυγνός ρεαλιστής υπερασπίζεται την «αντικειμενικότητα» της ρεαλιστικής απεικόνισης γι' αυτό και ο καθρέφτης βρίσκεται στην πλάτη του ανθρώπου που τον περιφέρει, περίπου ασυνείδητα, ανακλώντας οτιδήποτε ανά τας οδούς και τας ρύμας.
Ο Ά. Μ., σε ένα διαφορετικό context, υπερασπίζεται την ενσυνείδητη μεταφορά του καθρέφτη από τον καθένα ως διαμεσολαβητή κατανόησης του κόσμου. Το μυθιστόρημα, κατ' αυτόν, στο βαθμό που ο συγγραφέας είναι ένας τέτοιος διαμεσολαβητής, έχει προγραμματική αποστολή να απεικονίσει πέραν του νατουραλισμού, πέραν της αληθοφάνειας, αυτό που αποκρύβεται από το γαλάζιο του ουρανού και τον βούρκο του δρόμου.
Να απεικονίσει το πραγματικό όχι ως απλή εμπειρική καταγραφή, όχι ως ρεπορτάζ, ως ιστορική καταγραφή του πραγματικού αλλά ως πόνο, τραύμα, πληγή, ηδονή, αίμα, σπέρμα, επιθυμία – μέσα από τις πολύπλοκές συγκρούσεις που απαιτεί αυτή η διαδικασία «κατά το εικός ή το αναγκαίον» του Αριστοτέλη.**
Η αξιοποίηση αυτής της θέσης από τον Ά. Μ., ως προς το Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσστ είναι διαφορετική, έως πολύ διαφορετική. Ο Σταντάλ δεινός / στυγνός ρεαλιστής υπερασπίζεται την «αντικειμενικότητα» της ρεαλιστικής απεικόνισης γι' αυτό και ο καθρέφτης βρίσκεται στην πλάτη του ανθρώπου που τον περιφέρει, περίπου ασυνείδητα, ανακλώντας οτιδήποτε ανά τας οδούς και τας ρύμας.
Ο Ά. Μ., σε ένα διαφορετικό context, υπερασπίζεται την ενσυνείδητη μεταφορά του καθρέφτη από τον καθένα ως διαμεσολαβητή κατανόησης του κόσμου. Το μυθιστόρημα, κατ' αυτόν, στο βαθμό που ο συγγραφέας είναι ένας τέτοιος διαμεσολαβητής, έχει προγραμματική αποστολή να απεικονίσει πέραν του νατουραλισμού, πέραν της αληθοφάνειας, αυτό που αποκρύβεται από το γαλάζιο του ουρανού και τον βούρκο του δρόμου.
Να απεικονίσει το πραγματικό όχι ως απλή εμπειρική καταγραφή, όχι ως ρεπορτάζ, ως ιστορική καταγραφή του πραγματικού αλλά ως πόνο, τραύμα, πληγή, ηδονή, αίμα, σπέρμα, επιθυμία – μέσα από τις πολύπλοκές συγκρούσεις που απαιτεί αυτή η διαδικασία «κατά το εικός ή το αναγκαίον» του Αριστοτέλη.**
Σε αυτό το πνεύμα θα πρέπει να κατανοηθεί και μία από τις πλέον σχοινοτενείς περιγραφές του βιβλίου, εκείνη που εκτυλίσσεται στο κεφ. «Χαμηλό βαρομετρικό» (σ. 170-194). Έχει παρατηρηθεί ότι πολλοί αναγνώστες εδώ θεωρούν ότι απλώς διαβάζουν μια μακροσκελή περιγραφή πόλης και συγκεκριμένα της πόλης των Αθηνών. Ωστόσο θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι μια προσεκτικότερη ανάγνωση, πιο απαιτητική, λιγότερο βιαστική, περισσότερο αργή, αποκαλύπτει όχι την εκτενή, έστω α λα Σταντάλ, περιγραφή μιας, έστω, μεγάλης πόλης αλλά μια επιτελεστική, εν βρασμώ και αναστατώσει, κατάσταση.
Η κατάσταση αυτή δεν επιτελείται σ' ένα περιορισμένο γεωγραφικά χώρο αλλά σε όλη την επικράτεια των –κατά την έκφραση ενός ήρωα του βιβλίου– «ηλιθίων» που κατοικούν τη χώρα. Έχουμε δηλαδή εδώ, όπως και σε άλλες, λιγότερο εκτενείς καταγραφές αυτού του μυθιστορήματος μια καταστασιακή (με τη σιτουασιονιστική έννοια) επιτέλεση μιας ολόκληρης χώρας ως εμπειρικού συμβάντος. Αλλά δεν θα εξηγήσουμε πώς ακριβώς, με τι (λογο)τεχνικά μέσα, πραγματοποιείται αυτή η καταστασιακή επιτέλεση. Εμείς δεν απευθυνόμαστε σε ηλιθίους. Ήδη όσα αναφέρθηκαν θεωρούμε ότι είναι υπεραρκετά προς υποψιασμό του κάθε αναγνώστη.
Η κατάσταση αυτή δεν επιτελείται σ' ένα περιορισμένο γεωγραφικά χώρο αλλά σε όλη την επικράτεια των –κατά την έκφραση ενός ήρωα του βιβλίου– «ηλιθίων» που κατοικούν τη χώρα. Έχουμε δηλαδή εδώ, όπως και σε άλλες, λιγότερο εκτενείς καταγραφές αυτού του μυθιστορήματος μια καταστασιακή (με τη σιτουασιονιστική έννοια) επιτέλεση μιας ολόκληρης χώρας ως εμπειρικού συμβάντος. Αλλά δεν θα εξηγήσουμε πώς ακριβώς, με τι (λογο)τεχνικά μέσα, πραγματοποιείται αυτή η καταστασιακή επιτέλεση. Εμείς δεν απευθυνόμαστε σε ηλιθίους. Ήδη όσα αναφέρθηκαν θεωρούμε ότι είναι υπεραρκετά προς υποψιασμό του κάθε αναγνώστη.
Σημειώσεις
* Για τους ρέκτες της καλής λογοτεχνίας παραθέτουμε εδώ το πρωτότυπο του Σταντάλ και την απόδοσή του:
Eh, monsieur, un roman est un miroir qui se promène sur une grande route. Tantôt il reflète à vos yeux l’azur des cieux, tantôt la fange des bourbiers de la route. Et l’homme qui porte le miroir dans sa hotte sera par vous accusé d’être immoral ! Son miroir montre la fange, et vous accusez le miroir ! Accusez bien plutôt le grand chemin où est le bourbier, et plus encore l’inspecteur des routes qui laisse l’eau croupir et le bourbier se former.
[Stendhal, Le Rouge et le Noir, II, XIX, σ. 357 εκδ. Garnier.]
Το λοιπόν, κύριέ μου, το μυθιστόρημα είναι ένας καθρέφτης που περιφέρεται σε κάποια λεωφόρο. Άλλοτε αντανακλά στα μάτια σας το γαλάζιο του ουρανού, άλλοτε τον βούρκο στις λακούβες του δρόμου. Κι εκείνον που κουβαλάει ένα καθρέφτη μες στο δισάκι πίσω του πάτε να τον κατηγορήσετε για ανηθικότητα! Ο καθρέφτης του δείχνει τον βούρκο και κατηγορείτε τον καθρέφτη! Είναι προτιμότερο να κατηγορήσετε τη λεωφόρο με τον βούρκο κι ακόμα καλύτερα τον επιθεωρητή των οδών που αφήνει τον νερό να λιμνάζει και να γίνεται βούρκος.
Eh, monsieur, un roman est un miroir qui se promène sur une grande route. Tantôt il reflète à vos yeux l’azur des cieux, tantôt la fange des bourbiers de la route. Et l’homme qui porte le miroir dans sa hotte sera par vous accusé d’être immoral ! Son miroir montre la fange, et vous accusez le miroir ! Accusez bien plutôt le grand chemin où est le bourbier, et plus encore l’inspecteur des routes qui laisse l’eau croupir et le bourbier se former.
[Stendhal, Le Rouge et le Noir, II, XIX, σ. 357 εκδ. Garnier.]
Το λοιπόν, κύριέ μου, το μυθιστόρημα είναι ένας καθρέφτης που περιφέρεται σε κάποια λεωφόρο. Άλλοτε αντανακλά στα μάτια σας το γαλάζιο του ουρανού, άλλοτε τον βούρκο στις λακούβες του δρόμου. Κι εκείνον που κουβαλάει ένα καθρέφτη μες στο δισάκι πίσω του πάτε να τον κατηγορήσετε για ανηθικότητα! Ο καθρέφτης του δείχνει τον βούρκο και κατηγορείτε τον καθρέφτη! Είναι προτιμότερο να κατηγορήσετε τη λεωφόρο με τον βούρκο κι ακόμα καλύτερα τον επιθεωρητή των οδών που αφήνει τον νερό να λιμνάζει και να γίνεται βούρκος.
** To αριστοτελικό εἰκὸς ἢ ἀναγκαῖον
…Διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ᾽ ἱστορία τὰ καθ᾽ ἕκαστον λέγει. Ἔστιν δὲ καθόλου μέν, τῷ ποίῳ τὰ ποῖα ἄττα συμβαίνει λέγειν ἢ πράττειν κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον, οὗ στοχάζεται ἡ ποίησις ὀνόματα ἐπιτιθεμένη…
Αριστοτέλους, Περὶ ποιητικῆς, (9, 1451b1-10).
…Διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ᾽ ἱστορία τὰ καθ᾽ ἕκαστον λέγει. Ἔστιν δὲ καθόλου μέν, τῷ ποίῳ τὰ ποῖα ἄττα συμβαίνει λέγειν ἢ πράττειν κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον, οὗ στοχάζεται ἡ ποίησις ὀνόματα ἐπιτιθεμένη…
Αριστοτέλους, Περὶ ποιητικῆς, (9, 1451b1-10).
La chingada
η βασανισμένη, βιασμένη χώρα, μητρίδα, ψυχή.
Το τραγικό λάιτ μοτίβ στο μυθιστόρημα του Κάρλος Φουέντες
Ο θάνατος του Αρτέμιο Κρουζ.
Διατρέχει το Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ από την αρχή ως το τέλος της αφήγησης.
η βασανισμένη, βιασμένη χώρα, μητρίδα, ψυχή.
Το τραγικό λάιτ μοτίβ στο μυθιστόρημα του Κάρλος Φουέντες
Ο θάνατος του Αρτέμιο Κρουζ.
Διατρέχει το Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ από την αρχή ως το τέλος της αφήγησης.
Ένα κείμενο για την τρίτη ηλικία.
Αναρτήθηκε, εν μέσω πανδημίας, στα social media.
Στις γραμμές του κρύβεται η πρώτη έμπνευση για το Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ.
Αναρτήθηκε, εν μέσω πανδημίας, στα social media.
Στις γραμμές του κρύβεται η πρώτη έμπνευση για το Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ.
Φεύγουν οι ηλικιωμένοι, ο ένας μετά τον άλλον, αθόρυβα, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Πανδημία και «υποκείμενα νοσήματα» τους εξασφαλίζουν έναν αιφνίδιο, απαρηγόρητο, μοναχικό θάνατο, χειρότερο κι απ' τον χειρότερο πνιγμό.
Ποιος νοιάζεται γι' αυτούς; Μια ιδρυματοποιημένη, απολίτιστη κοινωνία έχει βολευτεί να τους κλείνει στα γηροκομεία «για να ησυχάσει» απ' αυτούς. Οι ηλικιωμένοι είναι ανώφελοι, άχρηστοι και αχρείαστοι, βάρος στους απάνθρωπους συγγενείς τους.
Η αδιάβαστη κοινωνία που έχει χάσει, πολύ πριν την πανδημία, τον μίτο του πολιτισμού, του ανθρωπιστικού πολιτισμού, που επιστρέφει αγνώριστη και άγνωμη σε μια μακρινή εποχή ΠΡΙΝ τους Τραγικούς, πριν τον Αριστοτέλη, πριν τον Ντάντε, πριν τον Ραμπελέ, πριν τον Σέξπιρ, πριν τους διαφωτιστές, πριν τον Μαρξ, – αυτή η αδιάβαστη κοινωνία δεν φροντίζει να μαθαίνει από τη σοφία των γηραιότερων.
Κάθε ηλικιωμένος είναι η συμπυκνωμένη σοφία μιας ολόκληρης ζωής γεμάτης παθήματα / μαθήματα, γεμάτης νίκες και ήττες, γεμάτης πόθους και πληγές, γεμάτης ιστορίες, γεμάτης μνήμη. Αλλά ετούτη η κοινωνία έχει κλείσει τ' αυτιά της σ' αυτή τη συμπυκνωμένη σοφία, δεν θέλει να την ακούσει καν, τρομάζει ακόμα και στη σκέψη να σταθεί προσεκτικά κοντά στο στόμα και στο αυτί ενός ηλικιωμένου. Ο ηλικιωμένος, γι' αυτήν, αποτελεί μόνο πρόβλημα τίποτε άλλο.
Κι όμως, κι όμως: κάθε ηλικιωμένος που φεύγει κανονικά θα πρέπει να καταγράφεται ως σοβαρή πολιτισμική απώλεια για την κοινωνία που δεν κατάφερε να τον αφουγκραστεί. Βεβαίως, αυτή η κοινωνία, στην πλειονότητα των μελών της, αγνοεί αυτή την αρχαία αλήθεια. «Ένας ακόμα γέρος έφυγε», σχολιάζει αυτή η αδιάβαστη, αμόρφωτη, άγνωμη κοινωνία. Δεν μπορεί να δει ότι έτσι, έτσι ακριβώς, όπως η τελευταία πνοή του πνιγμένου, του απελπισμένου «γέρου» στο νοσοκομείο, έτσι θα φύγει κι αυτή, χωρίς κανένας και τίποτε να μπορεί να της δώσει μια λυτρωτική ανάσα, μια παρηγορία ψυχής.
Ποιος νοιάζεται γι' αυτούς; Μια ιδρυματοποιημένη, απολίτιστη κοινωνία έχει βολευτεί να τους κλείνει στα γηροκομεία «για να ησυχάσει» απ' αυτούς. Οι ηλικιωμένοι είναι ανώφελοι, άχρηστοι και αχρείαστοι, βάρος στους απάνθρωπους συγγενείς τους.
Η αδιάβαστη κοινωνία που έχει χάσει, πολύ πριν την πανδημία, τον μίτο του πολιτισμού, του ανθρωπιστικού πολιτισμού, που επιστρέφει αγνώριστη και άγνωμη σε μια μακρινή εποχή ΠΡΙΝ τους Τραγικούς, πριν τον Αριστοτέλη, πριν τον Ντάντε, πριν τον Ραμπελέ, πριν τον Σέξπιρ, πριν τους διαφωτιστές, πριν τον Μαρξ, – αυτή η αδιάβαστη κοινωνία δεν φροντίζει να μαθαίνει από τη σοφία των γηραιότερων.
Κάθε ηλικιωμένος είναι η συμπυκνωμένη σοφία μιας ολόκληρης ζωής γεμάτης παθήματα / μαθήματα, γεμάτης νίκες και ήττες, γεμάτης πόθους και πληγές, γεμάτης ιστορίες, γεμάτης μνήμη. Αλλά ετούτη η κοινωνία έχει κλείσει τ' αυτιά της σ' αυτή τη συμπυκνωμένη σοφία, δεν θέλει να την ακούσει καν, τρομάζει ακόμα και στη σκέψη να σταθεί προσεκτικά κοντά στο στόμα και στο αυτί ενός ηλικιωμένου. Ο ηλικιωμένος, γι' αυτήν, αποτελεί μόνο πρόβλημα τίποτε άλλο.
Κι όμως, κι όμως: κάθε ηλικιωμένος που φεύγει κανονικά θα πρέπει να καταγράφεται ως σοβαρή πολιτισμική απώλεια για την κοινωνία που δεν κατάφερε να τον αφουγκραστεί. Βεβαίως, αυτή η κοινωνία, στην πλειονότητα των μελών της, αγνοεί αυτή την αρχαία αλήθεια. «Ένας ακόμα γέρος έφυγε», σχολιάζει αυτή η αδιάβαστη, αμόρφωτη, άγνωμη κοινωνία. Δεν μπορεί να δει ότι έτσι, έτσι ακριβώς, όπως η τελευταία πνοή του πνιγμένου, του απελπισμένου «γέρου» στο νοσοκομείο, έτσι θα φύγει κι αυτή, χωρίς κανένας και τίποτε να μπορεί να της δώσει μια λυτρωτική ανάσα, μια παρηγορία ψυχής.
Αναρτήθηκε στη σελίδα Αris Maragkopoulos page στο Facebook, 09/11/2020
ΠΑΡΑΤΗΡΕΙΣ ΜΕ ΑΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΝΑ ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ
Ίχνη της αγωνίας που γέννησε το Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ
᾽Επεί δ᾽ ἀνῆλθε λαμπρόν ἡλίου φάος,
ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς…
-------------------------
Αισχύλου, Αγαμέμνων, στ. 658-659.
…κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι
μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
-----------------------------
Γ. Σεφέρης, «Με τον τρόπο του Γ.Σ.»
ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς…
-------------------------
Αισχύλου, Αγαμέμνων, στ. 658-659.
…κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι
μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
-----------------------------
Γ. Σεφέρης, «Με τον τρόπο του Γ.Σ.»
Χθες, ανήμερα Θεοφανείων, κολυμπούσα κατά το συνήθειό μου. Λίγο πιο εκεί σε μια προβλήτα κάποιος παπάς πέταγε τον σταυρό στη θάλασσα ν' αγιάσει τα νερά. Όμως το δικό μου μυαλό έσκιζαν εικόνες των πνιγμένων στο Αιγαίο τις προάλλες, των προσφύγων πνιγμένων. Κι όπως έβλεπα τους γλάρους να τσιμπολογάνε ένα καρβέλι ψωμί που κάποιος είχε πετάξει στην ακτή δεν μπορούσα να μην κάνω μακάβριες σκέψεις.
Ξαναδιαβάζω τώρα κι αυτό που είχα γράψει τον καιρό των πνιγμένων της Λαμπεντούζα:
Παρατηρείς με απάθεια τους άλλους να πνίγονται κι είσαι ανίκανος ακόμα και τον πόνο να μοιραστείς, και τον πόνο τους να καταλάβεις.
Τι σημαίνει σκλαβιά. Τι σημαίνει απόγνωση. Τι σημαίνει τρόμος.
Δεν ξέρεις απ' αυτά, δεν ξέρεις τίποτε.
Δεν τα χρειάστηκε η μικρή ζωή σου.
Με συγκρατημένη συγκίνηση, όπως στις κηδείες των απλώς γνωστών.
Να παρατηρείς. Μόνο αυτό μπορείς.
Ξημερώνουν οι ειδήσεις από τη Λαμπεντούζα και βλέπεις ν' ανθίζει το πέλαγο πνιγμένα κορμιά και τόσο, τόσο δα μόνο, ταράζεσαι.
Κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς» δεν έγινε και τίποτε βρε αδελφέ.
Δόξα τω θεώ, εγώ δεν λογαριάζομαι στους πνιγμένους.
Εγώ δεν βαρέθηκα ποτέ να περιμένω τα ακίνητα καράβια.
Δόξα τω θεώ, εγώ κάθε μέρα κινδυνεύω να πνιγώ σε μια κουταλιά νερό
κι ωστόσο, πάντα, σώζομαι.
Έτσι λες, ανόητε κολυμπητή του γλυκού νερού,
και συνεχίζεις να παρατηρείς με απάθεια τη θάλασσα που ξεβράζει κορμιά σαν το δικό σου.
Ξαναδιαβάζω τώρα κι αυτό που είχα γράψει τον καιρό των πνιγμένων της Λαμπεντούζα:
Παρατηρείς με απάθεια τους άλλους να πνίγονται κι είσαι ανίκανος ακόμα και τον πόνο να μοιραστείς, και τον πόνο τους να καταλάβεις.
Τι σημαίνει σκλαβιά. Τι σημαίνει απόγνωση. Τι σημαίνει τρόμος.
Δεν ξέρεις απ' αυτά, δεν ξέρεις τίποτε.
Δεν τα χρειάστηκε η μικρή ζωή σου.
Με συγκρατημένη συγκίνηση, όπως στις κηδείες των απλώς γνωστών.
Να παρατηρείς. Μόνο αυτό μπορείς.
Ξημερώνουν οι ειδήσεις από τη Λαμπεντούζα και βλέπεις ν' ανθίζει το πέλαγο πνιγμένα κορμιά και τόσο, τόσο δα μόνο, ταράζεσαι.
Κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς» δεν έγινε και τίποτε βρε αδελφέ.
Δόξα τω θεώ, εγώ δεν λογαριάζομαι στους πνιγμένους.
Εγώ δεν βαρέθηκα ποτέ να περιμένω τα ακίνητα καράβια.
Δόξα τω θεώ, εγώ κάθε μέρα κινδυνεύω να πνιγώ σε μια κουταλιά νερό
κι ωστόσο, πάντα, σώζομαι.
Έτσι λες, ανόητε κολυμπητή του γλυκού νερού,
και συνεχίζεις να παρατηρείς με απάθεια τη θάλασσα που ξεβράζει κορμιά σαν το δικό σου.
Αναρτήθηκε στη σελίδα Αris Maragkopoulos page στο Facebook, 06/01/2016
Ένα υστερόγραφο (με ορισμένη σημασία) για το τέλος
Ο αναγνώστης που φτάνει στο τέλος αυτού του μυθιστορήματος ας έχει στο μυαλό του το παρακάτω μικρό απόσπασμα
της Γαλλίδας παιδαγωγού και επαναστάτριας Λουίζ Μισέλ (1830-1905). Ο συγγραφέας του βιβλίου το είχε οπωσδήποτε…
της Γαλλίδας παιδαγωγού και επαναστάτριας Λουίζ Μισέλ (1830-1905). Ο συγγραφέας του βιβλίου το είχε οπωσδήποτε…
Ο καλύτερος τρόπος να δυναμώσει μια εξέγερση είναι όσα κάνουν για να τη διαλύσουν· κι όσο για κείνους που πεθαίνουν για την ελευθερία, αυτοί δεν μετανιώνουν για τη ζωή τους.
Louise Michel, Ο νέος κόσμος, 1888, κεφ. 23. *
* Το πρωτότυπο: Le meilleur moyen de grandir la révolte c' est tout ce qu’ on fait pour la détruire, aussi ceux qui meurent pour la liberté ne regrettent pas la vie.
Louise Michel, Le monde nouveau, 1888, κεφ. 23.
Louise Michel, Ο νέος κόσμος, 1888, κεφ. 23. *
* Το πρωτότυπο: Le meilleur moyen de grandir la révolte c' est tout ce qu’ on fait pour la détruire, aussi ceux qui meurent pour la liberté ne regrettent pas la vie.
Louise Michel, Le monde nouveau, 1888, κεφ. 23.
Εικονογραφικό / προωθητικό υλικό
|
|