Διαβάζοντας τον κόσμο διά της Τέχνης
ΠΟΛΥ ΠΡΙΝ ΦΤΑΣΩ ΣΤΟ σημείο να θεωρήσω τον εαυτό μου συγγραφέα, δηλαδή εκεί γύρω στα σαράντα μου, είχα προλάβει να θεωρήσω τον εαυτό μου καλλιτέχνη, με την κατά Ντισάν έννοια του όρου (κιόλας από τα είκοσι εικοσιπέντε μου χρόνια). Είχα μελετήσει, είχα σχεδιάσει με τις ώρες στα μουσεία, είχα πασαλειφτεί με χρώματα, είχα εκθέσει δημοσίως ζωγραφικές και σχέδια, είχα φωτογραφήσει, είχα καταλάβει τους παλιούς δασκάλους (ή έτσι νόμιζα τότε), είχα περιλάβει την εικαστική μου ματιά στα πράγματα ως μέρος της καθημερινότητάς μου και επιζητούσα να κάνω ένα βήμα πιο εκεί. Πώς παίρνεις το πρωινό σου, έτσι ακριβώς, από μικρό 16άρικο παιδί έμαθα κι εγώ να παίρνω μια καθημερινή δόση από την νοστιμιά του κόσμου των εικόνων.[1] Η εικαστική αναζήτηση, μέσα από τη ζωγραφική και τη φωτογραφία, υπήρξε το αποκλειστικό μου εργαστήριο όπου κάθε φορά δοκίμαζα να διαβάσω τον κόσμο με όσο το δυνατόν πιο φρέσκια ματιά. Ποτέ δεν έπαψα να ανατρέχω σ' αυτό το θαυμάσιο εργαστήριο. Ποτέ.
To πρώτο μου βιβλιαράκι (1979) είχε κείμενα και σχέδια. Πάντα ήθελα να γράψω ένα «κανονικό» βιβλίο όπου φωτογραφίες, σχέδια, ζωγραφικές, μαζί και κείμενα θα διαβάζονται ισότιμα (ακόμα το θέλω). Πάντα μου άρεσε να παίζω με τις εικόνες και τα κείμενα σε περίεργους συνδυασμούς. Και, σχεδόν, δεν υπάρχει βιβλίο μου που δεν περιέχει φωτογραφίες ή σχέδια. Γι' αυτό και πάντα το απολαμβάνω όταν φτιάχνω ένα λεύκωμα με φωτογραφίες όπου τα κείμενα ποτέ, μα ποτέ, δεν είναι τυπικές λεζάντες. (Το τελευταίο δεν το λέω εγώ, το λένε οι κριτικές.)
Εντάξει, στη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών στο Παρίσι, ρίχτηκα με τα μούτρα σε ό,τι βιβλιογραφία υπήρχε σχετική με την ανάγνωση της εικόνας. Απ' όσο είμαι σε θέση να θυμηθώ, όμως, υπήρχαν μερικά βιβλία που πραγματικά ξεκλείδωσαν τις πύλες του κόσμου που με ενδιέφερε. Τον sui generis αναρχικό Χέρμπερτ Ριντ, για παράδειγμα, τον ήξερα πριν πάω στο Παρίσι, από τότε που σπούδαζα εδώ. Εκεί, όμως, η οξυδέρκειά του και η τόλμη του με δίδαξε κάτι πολύ σπουδαίο – αυτό που σωστά σημειώνουν οι βιογράφοι του και που, σε μεγάλο βαθμό καθόρισε έκτοτε και τη δική μου πορεία: «Dividing Read's writings on politics from those on art and culture is difficult, because he saw art, culture and politics as a single congruent expression on human consciousness».
Ο Ριντ με οδήγησε στην εικονογραφία (και εικονολογία) του Έρβιν Πανόφσκι, πραγματική αποκάλυψη ως προς την καταπληκτική του μεθοδολογία ανάλυσης του εικαστικού ύφους και στον Χάινριχ Βέλφλιν, που ήταν επίσης μεγάλος μάστορας στις συγκριτικές αναγνώσεις. Αυτή η πρώτη τριάδα Ριντ, Βέλφλιν και Πανόφσκι μπορώ να πω ότι υπήρξαν οι πρώτοι μου σπουδαίοι δάσκαλοι σ' αυτό το πεδίο. Μου επέτρεψαν να διαβάζω με επιστημονική ακρίβεια και όχι με ρηχό ιμπρεσιονισμό (τόσο αγαπημένο σπορ στην Ελλάδα) την εικόνα και, το κυριότερο, όχι ως φαινόμενο απομονωμένο από τα κοινωνικά και πολιτισμικά του συμφραζόμενα. Τα βιβλία τους, σαράντα χρόνια από τότε, τα φυλάω πάντα με ιδιαίτερη στοργή. Ψέματα, δεν τα φυλάω απλώς, επανέρχομαι σ' αυτά όποτε θέλω να εξακριβώσω τα θεμέλια μιας σκέψης ή μια κριτικής μου κατάθεσης.
Παράλληλα όμως με αυτά τα βιβλία κριτικής της τέχνης, στο Παρίσι ανακάλυψα και κάποια άλλα, πιο «παιχνιδιάρικα», πιο «πειραγμένα», πιο αντισυμβατικά – που μάλλον ανταποκρίνονταν περισσότερο στο zeitgeist της εποχής. Τρία από αυτά τα βιβλία ευθύνονται, όχι μόνον για τη μανία μου να συνδυάζω εικόνα και κείμενο αλλά, εν πολλοίς, και για την πρώιμη διάπλασή μου στο να διαβάζω την εικόνα όχι μόνον στο αισθητικό επίπεδο αλλά και στη συμβολική, ιδεολογική, πολιτική της κλπ. διάσταση – στο να αναζητώ δηλ. με ό,τι σημαίνει αυτό, την Αλήθεια και την Ομορφιά ως ενιαία πολιτισμική ολότητα. Τα βιβλία αυτά, σε συνδυασμό με τη γενικότερη μαρξιστική μου οπτική των πραγμάτων[3] διεύρυναν αποφασιστικά την κριτική μου ματιά.
Το πρώτο βιβλίο είναι το Ways of Seeing του Tζον Μπέργκερ (1972). Το άλλο, The Medium is the Massage του Mάρσαλ Μακ Λιούαν και της Κουέντιν Φιόρε (1967).[2] Το τρίτο είναι το On photography της Σούζαν Σόνταγκ (1973-77). Μέσα από την παράλληλη κριτική ανάγνωση αυτών των σπουδαίων βιβλίων πήγα «πίσω», στον Βάλτερ Μπένγιαμιν και στο Έργο τέχνης την εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής του, από αυτόν στον Αντόρνο και σ' όλη τη σχολή της Φραγκφούρτης κ.ο.κ.
Ήταν τελικά αυτή η βασική παιδεία που, στο μάκρος του χρόνου που οριζόταν από τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης, ανέπτυξε γενικότερα την κριτική μου στάση και σύντομα, μέσα από τη συλλογική εμπειρία της ομάδας του περιοδικού Προοδευτικός Κινηματογράφος, μου έδωσε την ικανότητα να διαβάζω πιο αναλυτικά / δομικά και την κινηματογραφική εικόνα. Ναι, η γραφή με συνάντησε μετά, αφού πρώτα είχα διαγράψει αυτή την πολύ συγκεκριμένη κριτική / εικαστική πορεία στο συνολικό διάβασμα του κόσμου (ένα σύγχρονο δείγμα της ο αναγνώστης θα αναζητήσει εδώ).
--------------------------------------
[1] Η οικειότητα από τα τρυφερά χρόνια με τα εικαστικά, χάρη στην επιδραστική επαφή με τη ζωγράφο, αδελφή του πατέρα μου, Κούλα Μαραγκοπούλου, την άξια μαθήτρια του Μπουζιάνη, υποθέτω ότι έπαιξε κάποιο ρόλο σ' αυτό.
[2] Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μεταπτυχιακή διατριβή μου στη Σορβόννη, που είχε ως θέμα την Εξέλιξη της Πτυχολογίας στην Αγαλματοποιΐα των Αρχαϊκών Χρόνων (1973), παρέπεμπα, ως προς την κατανόηση αυτής της εξέλιξης, και στο βιβλίο του Μπέργκερ!
[3] Οπτική που, στο συγκεκριμένο πεδίο, δεν είχε μόνο διαπλαστεί από τον Μαρξ: αλλά και από τον Πολ Λαφάργκ, τους Ρώσους κριτικούς Τσερνισέφσκι, Μπιελίνσκι, Ντομπρολιούμποφ και φυσικά από το πολύτομο «εργαλείο» μαρξιστικής ανάλυσης του Άρνολντ Χάουζερ, την Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης (1951-1962).
To πρώτο μου βιβλιαράκι (1979) είχε κείμενα και σχέδια. Πάντα ήθελα να γράψω ένα «κανονικό» βιβλίο όπου φωτογραφίες, σχέδια, ζωγραφικές, μαζί και κείμενα θα διαβάζονται ισότιμα (ακόμα το θέλω). Πάντα μου άρεσε να παίζω με τις εικόνες και τα κείμενα σε περίεργους συνδυασμούς. Και, σχεδόν, δεν υπάρχει βιβλίο μου που δεν περιέχει φωτογραφίες ή σχέδια. Γι' αυτό και πάντα το απολαμβάνω όταν φτιάχνω ένα λεύκωμα με φωτογραφίες όπου τα κείμενα ποτέ, μα ποτέ, δεν είναι τυπικές λεζάντες. (Το τελευταίο δεν το λέω εγώ, το λένε οι κριτικές.)
Εντάξει, στη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών στο Παρίσι, ρίχτηκα με τα μούτρα σε ό,τι βιβλιογραφία υπήρχε σχετική με την ανάγνωση της εικόνας. Απ' όσο είμαι σε θέση να θυμηθώ, όμως, υπήρχαν μερικά βιβλία που πραγματικά ξεκλείδωσαν τις πύλες του κόσμου που με ενδιέφερε. Τον sui generis αναρχικό Χέρμπερτ Ριντ, για παράδειγμα, τον ήξερα πριν πάω στο Παρίσι, από τότε που σπούδαζα εδώ. Εκεί, όμως, η οξυδέρκειά του και η τόλμη του με δίδαξε κάτι πολύ σπουδαίο – αυτό που σωστά σημειώνουν οι βιογράφοι του και που, σε μεγάλο βαθμό καθόρισε έκτοτε και τη δική μου πορεία: «Dividing Read's writings on politics from those on art and culture is difficult, because he saw art, culture and politics as a single congruent expression on human consciousness».
Ο Ριντ με οδήγησε στην εικονογραφία (και εικονολογία) του Έρβιν Πανόφσκι, πραγματική αποκάλυψη ως προς την καταπληκτική του μεθοδολογία ανάλυσης του εικαστικού ύφους και στον Χάινριχ Βέλφλιν, που ήταν επίσης μεγάλος μάστορας στις συγκριτικές αναγνώσεις. Αυτή η πρώτη τριάδα Ριντ, Βέλφλιν και Πανόφσκι μπορώ να πω ότι υπήρξαν οι πρώτοι μου σπουδαίοι δάσκαλοι σ' αυτό το πεδίο. Μου επέτρεψαν να διαβάζω με επιστημονική ακρίβεια και όχι με ρηχό ιμπρεσιονισμό (τόσο αγαπημένο σπορ στην Ελλάδα) την εικόνα και, το κυριότερο, όχι ως φαινόμενο απομονωμένο από τα κοινωνικά και πολιτισμικά του συμφραζόμενα. Τα βιβλία τους, σαράντα χρόνια από τότε, τα φυλάω πάντα με ιδιαίτερη στοργή. Ψέματα, δεν τα φυλάω απλώς, επανέρχομαι σ' αυτά όποτε θέλω να εξακριβώσω τα θεμέλια μιας σκέψης ή μια κριτικής μου κατάθεσης.
Παράλληλα όμως με αυτά τα βιβλία κριτικής της τέχνης, στο Παρίσι ανακάλυψα και κάποια άλλα, πιο «παιχνιδιάρικα», πιο «πειραγμένα», πιο αντισυμβατικά – που μάλλον ανταποκρίνονταν περισσότερο στο zeitgeist της εποχής. Τρία από αυτά τα βιβλία ευθύνονται, όχι μόνον για τη μανία μου να συνδυάζω εικόνα και κείμενο αλλά, εν πολλοίς, και για την πρώιμη διάπλασή μου στο να διαβάζω την εικόνα όχι μόνον στο αισθητικό επίπεδο αλλά και στη συμβολική, ιδεολογική, πολιτική της κλπ. διάσταση – στο να αναζητώ δηλ. με ό,τι σημαίνει αυτό, την Αλήθεια και την Ομορφιά ως ενιαία πολιτισμική ολότητα. Τα βιβλία αυτά, σε συνδυασμό με τη γενικότερη μαρξιστική μου οπτική των πραγμάτων[3] διεύρυναν αποφασιστικά την κριτική μου ματιά.
Το πρώτο βιβλίο είναι το Ways of Seeing του Tζον Μπέργκερ (1972). Το άλλο, The Medium is the Massage του Mάρσαλ Μακ Λιούαν και της Κουέντιν Φιόρε (1967).[2] Το τρίτο είναι το On photography της Σούζαν Σόνταγκ (1973-77). Μέσα από την παράλληλη κριτική ανάγνωση αυτών των σπουδαίων βιβλίων πήγα «πίσω», στον Βάλτερ Μπένγιαμιν και στο Έργο τέχνης την εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής του, από αυτόν στον Αντόρνο και σ' όλη τη σχολή της Φραγκφούρτης κ.ο.κ.
Ήταν τελικά αυτή η βασική παιδεία που, στο μάκρος του χρόνου που οριζόταν από τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης, ανέπτυξε γενικότερα την κριτική μου στάση και σύντομα, μέσα από τη συλλογική εμπειρία της ομάδας του περιοδικού Προοδευτικός Κινηματογράφος, μου έδωσε την ικανότητα να διαβάζω πιο αναλυτικά / δομικά και την κινηματογραφική εικόνα. Ναι, η γραφή με συνάντησε μετά, αφού πρώτα είχα διαγράψει αυτή την πολύ συγκεκριμένη κριτική / εικαστική πορεία στο συνολικό διάβασμα του κόσμου (ένα σύγχρονο δείγμα της ο αναγνώστης θα αναζητήσει εδώ).
--------------------------------------
[1] Η οικειότητα από τα τρυφερά χρόνια με τα εικαστικά, χάρη στην επιδραστική επαφή με τη ζωγράφο, αδελφή του πατέρα μου, Κούλα Μαραγκοπούλου, την άξια μαθήτρια του Μπουζιάνη, υποθέτω ότι έπαιξε κάποιο ρόλο σ' αυτό.
[2] Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μεταπτυχιακή διατριβή μου στη Σορβόννη, που είχε ως θέμα την Εξέλιξη της Πτυχολογίας στην Αγαλματοποιΐα των Αρχαϊκών Χρόνων (1973), παρέπεμπα, ως προς την κατανόηση αυτής της εξέλιξης, και στο βιβλίο του Μπέργκερ!
[3] Οπτική που, στο συγκεκριμένο πεδίο, δεν είχε μόνο διαπλαστεί από τον Μαρξ: αλλά και από τον Πολ Λαφάργκ, τους Ρώσους κριτικούς Τσερνισέφσκι, Μπιελίνσκι, Ντομπρολιούμποφ και φυσικά από το πολύτομο «εργαλείο» μαρξιστικής ανάλυσης του Άρνολντ Χάουζερ, την Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης (1951-1962).
Ο Πικάσσο υπήρξε, επί χρόνια, δάσκαλος και μέτρο του Ά. Μ. στα εικαστικά. Βλ. και εδώ.
|