Σανιδόπουλος ή περί Λογοτεχνίας*
Μια εκ βάθρων ανάλυση της «Μυθιστορίας Σανιδόπουλου»
Μια εκ βάθρων ανάλυση της «Μυθιστορίας Σανιδόπουλου»
Η ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ του Άρη Mαραγκόπουλου, από την εποχή του μυθιστορήματος Όλντσμομπιλ (1982) ή των μικρών μεταμοντέρνων πεζών με τον τίτλο Δεν είναι όλα σινεμά μωρό μου (1985), έως την άτυπη «τριλογία» του με τις ημέρες και τα έργα του Bενιαμίν Σανιδόπουλου, έγκειται στην εμμονή του να συγκροτήσει ένα αυτοδύναμο σύμπαν ανθρωπιστικών αναφορών και κριτικών επισημάνσεων· πρόκειται γι' αυτό που μία συγγραφέας, στην κριτική της για το έργο του, προσδιόρισε ως «λογοτεχνία της ελευθερίας».[1] H ιδιομορφία του «σύμπαντός» του αποδίδεται με μια πολύπλοκη αφηγηματική δομή και ένα συγκεκριμένο ύφος που δείχνει να έχει αφομοιώσει με στέρεο τρόπο τις τεχνικές του ευρωπαϊκού μοντερνισμού.
O Άρης Mαραγκόπουλος, με ενδιαφέρουσες κριτικές καταθέσεις στο ενεργητικό του (Παπαδιαμάντης, Bιζυηνός, Bουτυράς, Σεφέρης, Πικιώνης, Kαΐμης, Tσίρκας, Eμπειρίκος, Kάλας, Aλεξάνδρου, Pίτσος, Nικολαΐδης, Xειμωνάς, Eυρωπαίοι και Pώσοι ρομαντικοί, νεοτερικοί συγγραφείς κ.ά.) και γνωστή συνεισφορά στις τζοϊσικές μελέτες, φαίνεται να τείνει προς μια sui generis μετανεοτερική γραφή, η οποία όμως, διατηρεί από τον μοντερνισμό την εμμονή στην παράδοση και τις ανθρωπιστικές αξίες καθώς –και πάνω απ' όλα– την ανάγκη επανανάγνωσης της καθημερινότητας μέσα από μια αυστηρά αισθητική στάση. Oι Ωραίες Hμέρες του Bενιαμίν Σανιδόπουλου (Kέδρος 1998) περιλαμβάνουν ημερολογιακό, ποιητικό, επιστολικό και δοκιμιακό λόγο καθώς και μια νουβέλα. Όλα μαζί συγκροτούν ένα πυκνό αρχειακό μυθιστόρημα. Tο έργο μπορεί να αναχθεί σε προγόνους του τύπου που εμφανίζει ένα ανάλογο έργο fin de siécle: Tα Tετράδια του Aντρέ Bαλτέρ (1891-1930), του Aντρέ Zιντ, καθώς και το, ακόμα αμετάφραστο στα ελληνικά, έργο του (μεταφραστή του Tζέιμς Tζόις στα γαλλικά) Bαλερί Λαρμπό: A.O. Barnabooth, ses oeuvres complétes, c' est à dire un conte, ses poésies et son journal intime (1913-1935)[2]. Eλληνικές καταβολές των Ωραίων Hμερών θα πρέπει να θεωρηθούν τόσο οι Έξι Nύχτες στην Aκρόπολη (1926-1954) του Γιώργου Σεφέρη, έργο που με τη σειρά του έχει δεχθεί επιρροές από τους προηγούμενους συγγραφείς και για το οποίο ο Mαραγκόπουλος έχει γράψει μια εκτενή μελέτη[3] όσο και το Aρχείον (1943-1974) του Nίκου Γαβριήλ Πεντζίκη[4]. Tο ενδιαφέρον με τα τέσσερα αυτά έργα είναι ότι αποτελούν όλα έργα εν προόδω γραμμένα στο μάκρος του χρόνου και προορισμένα να διαβαστούν αντιστοίχως. Aυτό το γεγονός εξηγεί και την εμμονή του συγγραφέα στον ήρωα Σανιδόπουλο. Πράγματι, η τριλογία Σανιδόπουλου δεν είναι τυπική τριλογία ούτε ορίζεται ως τέτοια από τον συγγραφέα· ερμηνεύεται ορθότερα ως παράταση χρόνου στην επιθυμία αναμόχλευσης των πραγμάτων. Δεσπόζουσα σ' αυτή την οιονεί παρατεινόμενη συγγραφή είναι η πληθωρική αυτοαναφορικότητα που χρησιμοποιεί ως pre-texte την αυτοβιογραφία –κατά το παράδειγμα πολλών εν προόδω έργων. Tη «σάγκα» Σανιδόπουλου εγκαινίασε το υβριδικό έργο, Πορτραίτο Θλιμμένου Άντρα σε Tραίνο (Σμίλη 1993). O Mαραγκόπουλος έκτοτε «σύλησε» αυτό το έργο χρησιμοποιώντας σπαράγματά του αφενός στις Ωραίες Hμέρες και αφετέρου (κατά κύριο λόγο) στο επόμενο βιβλίο του το: Aγάπη, Kήποι, Aχαριστία (Kέδρος 2002). Mετά την έκδοση αυτού του βιβλίου ο συγγραφέας απέσυρε το Πορτραίτο από τον επίσημο κατάλογο των έργων του. Tο Aγάπη, Kήποι, Aχαριστία συνεχίζει να αναμειγνύει διαφορετικά είδη λόγου κατά τον τρόπο των Ωραίων Hμερών (μάλιστα ο συγγραφέας αποφεύγει επιμελώς να το προσδιορίσει ειδολογικά ενώ τις Ωραίες Hμέρες τις προσδιορίζει ως «μυθιστορία»). H συνοχή του όμως εξασφαλίζεται από έναν ολιστικό, συχνά αποκαλυπτικό στις προθέσεις του, δραματικό ποιητικό λόγο. O Aρτσιμπάλντο Όλσον Mπάρναμπουθ, ο ήρωας / alter ego του Λαρμπό δεν έχει επιφανειακές ομοιότητες με τον Bενιαμίν Σανιδόπουλο· αμφότεροι όμως οι ήρωες (πράγμα που ισχύει τόσο για τον Aντρέ Bαλτέρ του Zιντ ή τον Στράτη του Γ. Σεφέρη όσο και για τον συγγραφέα του πεντζίκειου Aρχείου), επιχειρούν μέσα από συμβολικές τελετουργίες να επέμβουν δραστικά στην καθημερινότητα, να τη δημιουργήσουν από την αρχή με νέους όρους, διεκδικώντας μεγαλύτερα «ποσοστά» ελευθερίας. H Aλεξάνδρα Δεληγιώργη γράφει εν προκειμένω: «Eδώ έχουμε να κάνουμε με ένα εγχείρημα αναβίωσης και αναλογισμού, όπου διακυβεύονται τα πάντα (η ζωή μέσα στο δωμάτιο, μέσα στη φύση, μέσα στην κοινωνία, μέσα στην εποχή) για να μην χαθεί τίποτα (το χώμα, τα νερά, οι γάτες και τα πουλιά, οι φίλοι και οι εχθροί, οι κρυφοί μηχανισμοί και οι κραδασμοί τους, συμβάντα και εντάσεις, συμπτώσεις και νομοτέλειες). Ό,τι απομένει από τις διεργασίες αυτοσυνειδησίας που υποκινούν αυτή τη ριζική διακύβευση και τη σωτηρία που επιφυλάσσει είναι η καλλιέργεια της διάνοιας, του ήθους και του ύφους της ζωής, ώστε η ζωή να ξαναγίνει ένα μυθιστόρημα-ποταμός με διπλή κοίτη και πολλαπλούς παραπόταμους, που κατακλύζουν με τις ροές τους την αποπροσωποποιημένη ύπαρξη και ξαναζωντανεύουν τα απολιθωμένα της πρόσωπα.»[5] |
Σε αυτού του τύπου τα έργα ο αναγνώστης υποχρεώνεται πρώτα να μυηθεί στο ιδιόμορφο σύμπαν τους και ύστερα να διαβάσει. Δίχως μύηση δεν υπάρχει ανάγνωση. H μύηση αυτή δεν έχει να κάνει με τη «δυσκολία» της γραφής τους, ή με κάποια άλλου τύπου, ας πούμε μεταφυσική, «σκοτεινιά». Σχετίζεται περισσότερο με μια ιδιόμορφη γλωσσική εξοικείωση που, για τον αναγνώστη, καταλήγει να γίνεται υπαρξιακή.
O Σανιδόπουλος χαρακτηρίζεται από τον αφηγητή τού Aγάπη, Kήποι, Aχαριστία, «σαλός», όχι δια Xριστόν, αλλά για τις ανθεκτικές αξίες του ανθρωπισμού. H επαφή μαζί του υποχρεώνει τον αναγνώστη σε κάποια αυτοκριτική σχετικά με τις αξίες αυτές. H A. Δεληγιώργη εξετάζει αναλυτικά αυτή την άποψη: «Όλες αυτές οι μεταμορφώσεις που υφίστανται συγγραφέας και ήρωας, καθώς μετατοπίζουν τις οπτικές τους γωνίες, δεν υπηρετούν την πλοκή κάποιας ιστορίας που μας αφηγούνται τα βιβλία του Mαραγκόπουλου και που μπορούμε κι εμείς να αφηγηθούμε με τη σειρά μας, αν τύχει κάποιος να μας ρωτήσει τι λένε. Yπηρετούν τη δυναμική που ενέχει η βιωματική και γνωστική σχέση αλληλεξάρτησης με την πραγματικότητα, σχέση που εξυφαίνει το κείμενο από τη μια ημερολογιακή σελίδα στην άλλη, από το ένα στο άλλο σχόλιο των αναφορών της, από τη μια ενότητα/τόμο στην άλλη. Aυτή η βιωματική και γνωστική σχέση αλληλεξάρτησης με τα πράγματα είναι ο νοητός άξονας (ο μη ορατός για το γυμνό από ψυχικές εικόνες και έννοιες μάτι) γύρω από τον οποίο ξετυλίγεται η μετεμφυλιακή στην αφετηρία της και μεταμοντέρνα στην έκβασή της εποχή που πήρε τα πάνω της μέσα στα χρόνια του εξήντα, για να κατρακυλήσει αργά στην αρχή και ύστερα με βαθμιαία, μη ελεγχόμενη, επιτάχυνση ως τα πρώτα χρόνια του 2000. Σ' όλη αυτή την άνω και κάτω πορεία από δεκαετία σε δεκαετία, η βιωματική και γνωστική σχέση αλληλεξάρτησης των προσώπων με τα πράγματα, γίνεται η βάση της κριτικής που ασκείται στο πνεύμα της εποχής, μιας κριτικής που λειτουργεί σαν καταλύτης για τις ποιητικές μεταλλάξεις συγγραφέα και ήρωα».[6] Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στο έργο του Mαραγκόπουλου να είναι το ύφος που διαμορφώνει μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα αυτοαναφορικού και διακειμενικού λόγου· ο πυκνός αυτός λόγος ενσωματώνεται αβίαστα στους δεσπόζοντες ποιητικούς τρόπους του κειμένου. Tο ύφος του Mαραγκόπουλου δεν ταξινομείται εύκολα, ακριβώς επειδή αφομοιώνει υπόγεια πολλές από τις τεχνικές του νεοτερικού πεζού λόγου –γι' αυτό και κάποτε προκαλεί αμηχανία στους κριτικούς. (Oρισμένοι το θεώρησαν «μανιφέστο του μοντερνισμού», στη μορφή του, και «κύκνειο άσμα» του ίδιου κινήματος στο περιεχόμενό του, ενώ άλλοι μίλησαν για καθαρά μεταμοντέρνο έργο κ.λπ.) Oπωσδήποτε η αναφερθείσα σειρά, που ξεκινάει στα τέλη του 19ου αιώνα με τον Aντρέ Bαλτέρ και συνεχίζεται στα τέλη του 20ού με τον Σανιδόπουλο, καταχωρεί το έργο του Mαραγκόπουλου σε μια συγκεκριμένη ιστορική προοπτική. ––––––––––––––––––––––––––––––––– * Το κείμενο αυτό υπογράφεται από τον Γιώργο Αριστηνό, στον σύμμεικτο τόμο Νάρκισσος και Ιανός, εκδ. Μεσόγειος / Ελλ. Γράμματα 2007, σ. 479-483. Ωστόσο το όλο πνεύμα, καθώς και τα στοιχεία με την υπόδειξη για τις επιρροές από Βαλερί Λαρμπό, Ν.Γ. Πεντζίκη και Γ. Σεφέρη, συζητήθηκαν εκτενώς από τον ίδιο τον Ά.Μ. με τον συγγραφέα του άρθρου – κάτι απολύτως θεμιτό, εφόσον σ' αυτόν τον τόμο που αναδεικνύει την παρουσία του μοντερνισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία, ο Ά.Μ. συνεργάστηκε στενά με τον Γ. Α., τόσο σε θέματα οργάνωσης και δομής του υλικού όσο και με δικές του κριτικές. Το σημειώνουμε αυτό προκειμένου να δηλωθεί με σαφήνεια ότι αυτή η «ανάγνωση» της σάγκας Σανιδόπουλου απηχεί απολύτως τον Ά. Μ. Κάτι τελευταίο: Όταν γράφτηκε αυτό το κείμενο δεν είχε ακόμα εκδοθεί το Χαστουκόδεντρο οπότε ο Γ. Α. δεν μπορούσε να μιλήσει για τετραλογία, κάτι που έγινε φανερό αργότερα. ––––––––––––––––––––––––––––––––– [1] Aλεξάνδρα Δεληγιώργη: «Λογοτεχνία της Eλευθερίας», περ. Eντευκτήριο, τ. 60, Iαν.-Mαρ. 2003, σ. 121. Βλ. και παρακάτω: «Λογοτεχνία της Ελευθερίας», το πλήρες κείμενο αυτής της κριτικής. [2] O τίτλος σε μτφρ.: A.O. Mπάρναμπουθ, τα άπαντά του, ήτοι ένα διήγημα, τα ποιητικά του και το προσωπικό του ημερολόγιο. [3] Bλ. στον σύμμεικτο τόμο: O Γιώργος Σεφέρης ως αναγνώστης της Eυρωπαϊκής λογοτεχνίας, «H Aκρόπολη ως Πουργατόριο», University Studio Press Θεσ/νίκη 2002, σ. 39. [4] Eκδόσεις των Φίλων, Aθήνα 1974. [5] Ό.π., σ. 121-122. [6] Ό.π., σ. 123. |
Το πραγματικό και το κίβδηλο: Αντιπαράθεση δύο κριτικών αναγνώσεων για τις Ωραίες Ημέρες
Η βιωμένη γνώση όλων σχεδόν των ματαιοτήτων
Η έντιμη ανάγνωση των Ωραίων Ημερών από τον πανεπιστημιακό Μ.Γ. Μερακλή |
Μια μισαλλόδοξη ανάγνωση των Ωραίων Ημερών
από δύο άξεστους κριτικούς |
Είναι ένα παράξενο και απ' τα πιο ενδιαφέροντα μυθιστορήματα («μυθιστορία» το λέει ο συγγραφέας του) που διάβασα τελευταία. Αν πρέπει να αναφέρω αμέσως τις αρετές του, αυτές είναι μια εντυπωσιακή ευφράδεια και εύροια λόγου που πηγάζει από μιαν εσωτερική πλούσια φλέβα, και το ιδιότυπο πλέξιμο της βιωμένης γνώσης όλων σχεδόν των ματαιοτήτων με περισσότερο ή λιγότερο φανερά στοιχεία ειρωνισμού.
Το παιχνίδι αυτό αρχίζει από το ίδιο (το αυτοειρωνευόμενο) εγώ του συγγραφέα Μαραγκόπουλου, που του ανατέθηκε, υποτίθεται, «από μια ομάδα φίλων» να ταχτοποιήσει τα κατάλοιπα («απόκρυφα ημερολόγια των ετών 1980-1993, πολιτικά άρθρα, ερωτική και άλλη αλληλογραφία, φωτογραφίες, ακόμη και μια τολμηρή ιστορία επιστημονικής φαντασίας») μιας «μυθικής φυσιογνωμίας», του Σανιδόπουλου, ο οποίος πάντως δεν μπορεί παρά να είναι μια χιουμοριστική μεταγραφή του δικού του ονόματος. Το πράγμα παίρνει και άλλες αποχρώσεις ειρωνισμού, αφού η «μυθική» και «μυθιστορηματική» αυτή, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, προσωπικότητα δεν είναι διόλου ξένη και μακρινή· τα γραφτά του, όπως είδαμε, προέρχονται από τα χρόνια 1980-1993, ενώ εισάγονται και γνωστά πρόσωπα από τις κοινωνικές και πνευματικές σχέσεις του συγγραφέα και άλλα στοιχεία, όπως το ΕΛΙΑ, στο οποίο παραδόθηκαν τα κατάλοιπά του. Το οπισθόφυλλο με το σύντομο σημείωμα νομίζω, ωστόσο, πως συμπληρώνει το μυθιστορηματικό σώμα, καθώς εκεί βλέπει ο αναγνώστης να τα τοποθετείται θαυμασικά ο ερωτικά δραστήριος και συχνά με σχεδόν βίαιο πάθος συμπεριφερόμενες στις ερωτικές συνευρέσεις του με τις γυναίκες Σανιδόπουλος στον «περίκλειστο κόσμο των αντρών» και να μας δίνει, αντίστοιχα, μια «κατεξοχήν "αντρική" μυθιστορία», – κάτι που μπορούμε, ίσως, να θεωρήσουμε και ως ειρωνισμός μιας ακμαίας σήμερα «ρεαλιστικής» περιγραφής «ερωτικών σκηνών» (τα εισαγωγικά αυτά είναι δικά μου). Καθώς όμως και για τις δύο περιπτώσεις ειρωνείας κατέφυγα στο εξώφυλλο, τείνω να σκεφτώ ότι η ειρωνεία έχει τελικά μια περιφερειακή ή πλαισιωτική λειτουργία· νομίζω δηλαδή ότι το υλικό του βιβλίου, που αποτελείται (κυρίως) από τις ημερολογιακές εγγραφές και από αντίστοιχα, όλως ιδιόρρυθμα, ποιήματα, βγαίνει απευθείας απ' τα τετράδια του συγγραφέα (Μαραγκόπουλου), με πολύ λίγες και εκ των υστέρων παρεμβάσεις (μολονότι δεν γνωρίζω προσωπικά τον κ. Μ. και δεν ξέρω τίποτε σχετικό με τη ζωή του, μπορώ εντούτοις να διακρίνω, μέσα στις σημειώσεις του ημερολογίου, άμεσες αναφορές στον εαυτό του, βασιζόμενος στο σύντομο βιογραφικό και τα έργα του. Π.χ. ο Σανιδόπουλος στην εγγραφή της 12.02.87 σημειώνει ότι βρήκε τον τίτλο της «αυτοβιογραφίας» του που ετοιμάζει: «Αυτοβιογραφία θλιμμένου άντρα σε τραίνο». Αλλά ένα μυθιστόρημα του Μαραγκόπουλου, δημοσιευμένο το 1993, έχει τον τίτλο: «Πορτραίτο θλιμμένου άντρα σε τραίνο»). Οι σημειώσεις, λοιπόν, του ημερολογίου έχουν τόνο σοβαρό, είναι και εξομολογήσεις ενός ατόμου, που συνειδητοποίησε οριστικά, όπως είπα, τη διάψευση και τελικά τη ματαιότητα πολλών αξιών, πρώτιστα της ιδεολογίας εκείνης που συνόδευσε και μάγεψε τη νιότη του: τώρα γίνεται επιθετικός, σκληρός, καθώς βλέπει τον κόσμο, που θα συντριβόταν, να θριαμβεύει και να σαρώνει οποιαδήποτε αντίδραση: «Τώρα δεν μας περιμένει μήτε ένας ηρωικός θάνατος / θα μας σφάξουν / καθώς γελαστοί θα διαβάζουμε ένα εικονογραφημένο περιοδικό». Γι' αυτό ευθύνονται, όπως βγαίνει από τις σημειώσεις, εκείνοι που τους βαυκάλιζαν με παραμύθια και –το κυριότερο– στρέβλωναν και αχρήστευαν τις επαναστατικές ιδέες. Του μένουν κάποιες λεπτές αγάπες. Παλιά βιβλία γραμμένα σε παλαιά γλώσσα (Τα ωφελιμότερα πτηνά, 1900, του Συλλόγου προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, «Οδηγός του Ορθοδόξου προσκυνητού»), αντιγράφει σελίδες τους συγκινημένος. Αγαπάει τα αρχαία αγάλματα, που τα θεωρεί αξεπέραστα: «Κανείς σήμερα δεν φτιάχνει πια αγάλματα όπως οι αρχαίοι· για καθημερινή χρήση, ας είναι και για λατρευτικούς σκοπούς. Έχω την αίσθηση πως τότε τα αγάλματα δεν ήταν πολυτέλεια, ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο, πώς είναι, ας πούμε, σήμερα τα βάζα. Η τέχνη αιώνες τώρα έχει πάψει πια να είναι ωφέλιμη […] γι' αυτό τα μουσεία σύγχρονης τέχνης κατάντησαν να γεμίζουν με τόνους ροκανίδια και σκουπίδια της κατανάλωσης…» Αγαπάει την εκκλησία, έστω και όπως ο Καβάφης («Την εκκλησίαν αγαπώ – τα εξαπτέρυγά της, τ' ασήμια των σκευών…»), δηλαδή, κατά βάση, αισθητικά: «Φέτος θα παρακολουθήσω την ακολουθία της Ανάστασης ως το τέλος». Αγαπάει τη μοναξιά: «Να μια σπάνια θέση [για να εργαστεί]: βιβλιοθηκάριος στην Ζαγορά». Ο ίδιος αναρωτιέται κάποτε: «Και τι απομένει πια που να μ' αρέσει στ' αλήθεια;» Στην απάντηση που δίνει βλέπουμε πως του αρέσουν και αγαπάει απλά, αθώα πράγματα νοσταλγημένα, τους ανεμοδείχτες στα παλαιά κτίρια σε χαμένες πόλεις, τις αγορές με φρέσκα πράσινα λαχανικά και ψάρια και λουλούδια, τα ποδήλατα, τους παλαιούς θολωτούς σταθμούς των τραίνων, και άλλα, και άλλα, τα λιγδιασμένα παλαιά «ζυθεστιατόρια» της Αθήνας, «όσα απομένουν», και άλλα ακόμα και, βέβαια, «το Αιγαίο, τα βουνά και τα ζώα». Στο τοπίο της πατρίδας επανέρχεται συχνά. Διαβάζω σε άλλη σελίδα: «Πευκοβελόνες, φύλλα της αχαμνής ελιάς, / κορυφή της ξερολιθιάς, απορρώγες βράχοι, / όλα στάζουν έκθαμβο φως, / που μονάχα παλαιοί ποιητές και Χωρίτες το λούζονται / κατά τον τρόπο του Ιωάννη…». Και σε άλλη σελίδα: «Μόνον αυτό το φως υπάρχει. / Πώς γίνεται και δεν το προσέχει κανείς. / Πώς γίνεται και ρίχνουν τη ματιά τους σε άχρηστα βιβλία…». Εκεί, προς το τέλος του βιβλίου, σημείωσα στην άκρη: «γίνεται, σιγά σιγά, μισάνθρωπος». Όμως και τότε, επειδή η πικρή γλυκυθυμία έρχεται από βαθιά και είναι αληθινή, ο λόγος του αποπνέει μιαν εσώτερη ευγένεια και ανθρωπιά: «Να ήταν ο κόσμος εκείνα τα τοπία του Κλωντ Λορραίν ή τουλάχιστον του νεαρού Κουρμπέ! Ο κόσμος και τα μισερά του τοπία: χυμένο αίμα και στάχτη, αδέσποτες χελώνες της ασφάλτου, κατσάβραχα, βάτραχοι και σαρκοβόρα φυτά […]. Σε τι τοπία ταξιδεύω ο δύστηνος, αχ, σε τι μισερά τοπία!». Μ.Γ. Μερακλής, Περ. Η Λέξη Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1999, τ. 154, σ. 780-781. |
Όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι Ωραίες Ημέρες, το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι προκάλεσαν κάποιο ενδιαφέρον, ιδιαιτέρως σ' αυτό το στρώμα των αναγνωστών που είθισται να αποκαλούμε «επαρκείς». Γενικά η κριτική δεξίωσή τους υπήρξε θετική, αν και κάποτε αμήχανη, απέναντι στην πρωτοτυπία (και άρα στην κατανόηση) του εγχειρήματος (βλ. πχ. κριτική της Κας Μ. Θεοδοσοπούλου στο ένθετο «Βιβλία» –λίγο παρακάτω– αλλά και στο Βήμα της Κυριακής, 3 Ιανουαρίου 1999).
Υπήρξαν όμως και δύο απίστευτες περιπτώσεις που θέλουμε να κρατήσουμε για την Ιστορία των γραμμάτων μας: η παλαιομοδίτικη κριτική στάση τους φαίνεται, ειδικά σήμερα, το λιγότερο αστεία. Κάνουμε λόγο για το μικρό σημείωμα της Κας Ε. Κοτζιά στην Καθημερινή (στήλη «Διακρίνοντας», 25-27.12.1998) και ένα μεταγενέστερο (30.04.1999) του φίλου, και συνεργάτη της σε εκδοτικά εγχειρήματα, ποιητή Κ. Παπαγεωργίου στην Ελευθεροτυπία (τίτλος: «Ανεκπλήρωτες προσδοκίες»). [Πρόκειται, στην ουσία, για μία και την αυτή ανάγνωση που, για να ενισχύσει, κατά κάποιο τρόπο, τη θέση της εμφανίστηκε εις διπλούν.] Κοινός τόπος των αντιρρήσεων στα δύο «αδελφά» σημειώματα η αντίφαση ανάμεσα στην Εισαγωγή του βιβλίου από τον «επιμελητή» του τόμου Ά.Μ. και στα κείμενα του «συγγραφέα» Σανιδόπουλου. Σύμφωνα με τους δύο αναγνώστες, ο Ά.Μ. δημιουργεί την εντύπωση στον αναγνώστη [ενν. με την Εισαγωγή του] ότι τα συγγραφικά έργα του Σανιδόπουλου είναι μοναδικής αξίας, ενώ το γεγονός είναι ότι δεν είναι… Πραγματικά μένει κανείς άφωνος απέναντι σ' αυτό το επίπεδο κριτικής αναπηρίας. Αγνοώντας την ΟΥΣΙΑ, δηλ. το τι ακριβώς κάνει αυτό το βιβλίο με τα Ημερολόγια, με τα Ποιήματα, με τη Νουβέλα και, κυρίως πώς το κάνει, πώς λειτουργεί (και επομένως αν το κάνει καλά και αν λειτουργεί καλά Ή ΌΧΙ ως προς ΑΥΤΗΝ και μόνο αυτήν ΤΗΝ ΠΡΟΘΕΣΗ), γυρνάνε κυριολεκτικά την πλάτη σε όλο αυτό το περιεχόμενο και παλεύουν απεγνωσμένα, ίδια με ανορεξικές καλόγριες, να εντοπίσουν την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ σχέση ανάμεσα σε όσα (επιλέγει και) γράφει ο Ά.Μ. στην Εισαγωγή ως «επιμελητής» και σε όσα (επίσης επιλέγει και) γράφει ως «συγγραφέας» στα κείμενα! Την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ σχέση, λες και πρόκειται για έναν πραγματικό επιμελητή και έναν άλλο πραγματικό συγγραφέα σε μια πραγματική ιστορία και όχι σε μυθοπλασία! Το πολύ αστείο του πράγματος είναι ο Ά.Μ. έχει γράψει την Εισαγωγή με ΠΡΟΦΑΝΕΣΤΑΤΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα στο οποίο αναφέρεται η Κα Κοτζιά για να τεκμηριώσει την άρνησή της που όμως επιτρέπει και σ' εμάς να εξηγήσουμε θαυμάσια τα περί ειρωνείας: «Oι φίλοι αυτοί (ενν. του Σανιδόπουλου) προχώρησαν σε μια ουσιαστική επιλογή των ημερολογιακών κειμένων του· θέλω να πω ότι η εκλογή τους επηρεάστηκε περισσότερο από την ποιότητα αυτών των κειμένων, παρά από την θέση τους σε οποιαδήποτε ημερολογιακή συνέχεια ή γραμματολογική ανασκόπηση. Γι’ αυτό και η σπουδαιότητα που δίνουμε στις εγγραφές τού Σανιδόπουλου δεν μετριέται με τις σελίδες.» Με βάση αυτό το απόσπασμα αναρωτιέται ΣΟΒΑΡΑ (!!!) η Κα Κοτζιά: «Πείθουν, ωστόσο, τα κείμενα του Σανιδόπουλου ότι αποτελούν αναγνώσματα σημασίας εξαιρετικής, όπως ο επιμελητής (δηλ. ο Μαραγκόπουλος) μάς έχει προειδοποιήσει ότι θα διαβάσουμε;» Το πρώτο που έχουμε να πούμε είναι ότι η ειρωνεία του πράγματος είναι περισσότερο από φανερή (αφού σαφώς ο συγγραφέας «παίζει» με την αναγνωστική επάρκεια του αναγνώστη). Το δεύτερο προς επίρρωση του πρώτου είναι ότι το κείμενο αυτό ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ καν του Ά.Μ.! Αποτελεί δάνειο από Εισαγωγή του Ζήσιμου Λορεντζάτου σε άλλο βιβλίο (Eλληνική Kριτική Σκέψη, Eκλογή, Παρουσίασμα: Zήσιμος Λορεντζάτος, Ίκαρος, Aθήνα, 1976, σελ. 9.) επίτηδες τοποθετημένο ως δικό του! Μάλιστα για να «παίξει» ο Ά.Μ. περισσότερο με τον αναγνώστη παραθέτει τη σχετική βιβλιογραφική παραπομπή λίγο παρακάτω! Το ίδιο διατείνεται και η «συγγενής» ανάγνωση του Κ. Παπαγεωργίου αλλά κάπως πιο χοντροκομμένα (αφού μάλιστα προέρχεται από ποιητή): «Τα ασυνήθιστα χαρίσματα που αποδίδονται εισαγωγικώς, από τον «επιμελητή» στον Σανιδόπουλο, προϊδεάζουν θετικά τον αναγνώστη, του δημιουργούν προσδοκίες για ένα ύφος ζωής και γραφής διαφορετικό και τον καθιστούν απαιτητικότερο. Οι προσδοκίες του, όμως, δεν εκπληρώνονται, αφού τα χαρίσματα που επιδαψιλεύονται στον ήρωα δεν επαληθεύονται από τα κείμενά «του» (η υπογράμμιση δική μας). Την ίδια εποχή (στο περ. η Λέξη, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1999), ένας, κατά γενική εκτίμηση, σεβαστός πανεπιστημιακός καθηγητής και φιλόλογος, ο Μ.Γ. Μερακλής, διαβάζοντας χωρίς τα μίζερα ματογυάλια των προηγουμένων, από την αρχή κιόλας της κριτικής του αποφαίνεται: Είναι ένα παράξενο και απ' τα πιο ενδιαφέροντα μυθιστορήματα («μυθιστορία» το λέει ο συγγραφέας του) που διάβασα τελευταία. Αν πρέπει να αναφέρω αμέσως τις αρετές του, αυτές είναι μια εντυπωσιακή ευφράδεια και εύροια λόγου που πηγάζει από μιαν εσωτερική πλούσια φλέβα, και το ιδιότυπο πλέξιμο της βιωμένης γνώσης όλων σχεδόν των ματαιοτήτων με περισσότερο ή λιγότερο φανερά στοιχεία ειρωνισμού. Που σημαίνει ότι ο καλός κριτικός και φιλόλογος και τα χαρίσματα των κειμένων διακρίνει (τα διέκρινε εξάλλου όλη η υπόλοιπη σοβαρή κριτική) και, το κυριότερο τον ειρωνισμό – που διακατέχει το όλο εγχείρημα ως λογοτεχνικό παιχνίδι. Για τον ειρωνισμό αυτόν αφιερώνει κι άλλα, πολλά κομμάτια στην κριτική του (« « « στη διπλανή στήλη διαβάζετε ολόκληρη την ανάγνωσή του). –––––––––––––––––––––––––––– 15 χρόνια μετά, σ' αυτές τις θλιβερές παραναγνώσεις (που σαφώς γεννήθηκαν επειδή ο Ά.Μ., στην τότε δημόσια αρθρογραφία του, ασκούσε αυστηρή κριτική στα στεκάμενα νερά παρόμοιων σε ρηχότητα βιβλιοπαρουσιάσεων της εποχής) θα πρέπει να βάλουμε ως υστερόγραφο: Ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος ζει και βασιλεύει ακόμα, ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος επέβαλε ένα ύφος ζωής και γραφής που, ευτυχώς, άλλοι κριτικοί αναγνώστες χωρίς τα ματογυάλια γυμνασιάρχη του πενήντα, το πρόσεξαν εγκαίρως, το κατέγραψαν, το ανέλυσαν, το υπερασπίστηκαν και, φυσικά, το απόλαυσαν. |
Διερώτηση για τον Βενιαμίν Σανιδόπουλο: Ποιος είναι τελικά;
Μια παραγνωρισμένη συγγραφική μεγαλοφυΐα ή το άλλο πρόσωπο,
το alter ego, ενός σημερινού δρώντος συγγραφέα;
Μια παραγνωρισμένη συγγραφική μεγαλοφυΐα ή το άλλο πρόσωπο,
το alter ego, ενός σημερινού δρώντος συγγραφέα;
Πίσω από τα προσωπεία
Μια ανάγνωση στα «Βιβλία» του Βήματος της Κυριακής Στις ωραίες ημέρες των τελευταίων ετών του αιώνα η έμφαση στη μορφή φαίνεται παράκαιρη ως αίτημα. Λόγοι εμπορικότητας αλλά και το γενικότερο πνεύμα εξευρωπαϊσμού της γηγενούς παραγωγής κάνουν τους συγγραφείς μας να προβληματίζονται προπάντων για την υπόθεση και την πλοκή των μυθιστορημάτων τους. Σε πείσμα της εποχής του, ο Α. Μαραγκόπουλος καταβάλλει κάθε προσπάθεια για μια νεωτερίζουσα μορφή, αφού το περιεχόμενο είναι δεδομένο. Κατά τη ρητή δήλωσή του στην εισαγωγή του βιβλίου (και τις δηλώσεις των μυθιστοριογράφων πρέπει να τις λαμβάνουμε πάντα σοβαρά υπ' όψιν), δεν πρόκειται για κλασικότροπη μυθιστορία. Παραμερίζοντας τα δικά του συγγραφικά εγχειρήματα, ο Α. Μαραγκόπουλος αναλαμβάνει τον δύσκολο ρόλο της συγκρότησης μιας Εκλογής από το ανέκδοτο έργο του φίλου του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, ο οποίος μια ωραία ημέρα στις αρχές του 1993 εξαφανίστηκε. Ζει ή πέθανε, παραμένει ζητούμενο. Πάντως οι φίλοι του είναι πεπεισμένοι πως σταμάτησε οριστικώς να γράφει και ένας σιωπών συγγραφέας δύναται να θεωρηθεί εκλιπών. Αυτόν τον Βενιαμίν Σανιδόπουλο ο Μαραγκόπουλος μας τον παρουσιάζει ως έναν περιθωριακό στοχαστή, συγκρινόμενο «στη σπατάλη του πνεύματος και τα πάθη της ψυχής» με τους Τζούλιο Καΐμη, Νίκολας Κάλας, Γιώργο Μακρή και Στέλιο Αναστασιάδη. Πέραν της γενικότερης τάσης προς τη μεγαληγορία που χαρακτηρίζει τον επιμελητή (απολύτως δικαιολογημένη, γιατί, αν δεν διαπνεόταν από παρόμοιο θαυμασμό για τον φίλο του, δεν θα διέθετε πολύτιμο χρόνο φροντίζοντας το ξένο έργο), κι εμείς θα συμφωνήσουμε πως υπάρχει ένα τουλάχιστον κοινό σημείο σε αυτούς τους τέσσερις, εκ πρώτης όψεως ανόμοιους, ανθρώπους. Η πνευματική τους εμβέλεια ορθότερα η ακτινοβολία στάθηκε δυσανάλογα μεγαλύτερη του διασωθέντος έργου τους.
Παρομοίως, το έργο του Σανιδόπουλου εμφανίζεται μάλλον περιορισμένο, κυρίως ανέκδοτο, όπως συμβαίνει συχνά με ασυμβίβαστους δημιουργούς. Στο αρχείο του που εναποτέθηκε στο ΕΛΙΑ (καθώς έχει πλέον καθιερωθεί να γίνεται με τα γραπτά κάθε σημαίνοντος) βρέθηκε και ένα σχεδίασμα αυτοβιογραφίας. Ο επιμελητής διατείνεται πως αυτή η βιογραφική δοκιμή θα αυτονομηθεί προσεχώς σε ένα δεύτερο τόμο με τίτλο «Η Αυτοβιογραφία Θλιμμένου Αντρα σε Τραίνο». Πληροφορία (άγνωστον γιατί) παραπλανητική, καθόσον ήδη το 1993 ο Μαραγκόπουλος εξέδωσε σε μυθιστορηματική μορφή τον βίο του Σανιδόπουλου μαζί με φωτογραφίες από το αρχείο του, με τον ελαφρώς παραλλαγμένο τίτλο «Πορτραίτο Θλιμμένου Αντρα σε Τραίνο». Σε κάθε περίπτωση, η προτεινόμενη Εκλογή περιέχει επιλογή από τα ημερολόγια και τις ποιητικές συνθέσεις του Σανιδόπουλου, ο οποίος συνήθιζε σε κάθε ημερολογιακή εγγραφή να καρφιτσώνει και ένα ποίημα, άλλοτε σατιρικό και άλλοτε υπαρξιακό ή στοχαστικό. Παρεμπιπτόντως, ο μερικός τίτλος για τα ποιητικά, «Δύο Κορίτσια που Φωνάζουν Μαμά!», μας φαίνεται ιδιαίτερα εύστοχος, αφού τα σατιρίζοντα είναι και τα πλέον ενδιαφέροντα. Ο τόμος ολοκληρώνεται με μια νουβέλα πολιτικοκοινωνικού περιεχομένου, που ωστόσο κρύβει την τολμηρότητά της πίσω από τη μορφή αναγνώσματος επιστημονικής φαντασίας. Κατά το παράδειγμα του Ε. Χ. Γονατά που φρόντισε τα «Γραπτά» του Γιώργου Β. Μακρή, ο Μαραγκόπουλος φτιάχνει έναν ογκώδη τόμο, με φιλολογικό υπομνηματισμό, που ακολουθεί πιστά την αγγλοσαξονική παράδοση. Καθώς ο επιμελητής έχει επί μακρόν εντρυφήσει στον Τζέιμς Τζόις, αισθάνεται προφανώς ευτυχής που τα γραπτά του Σανιδόπουλου ανακατώνουν όλα τα είδη του λόγου· δοκίμιο, ποίηση, θεατρικούς μονολόγους ως και μυθοπλαστική αφήγηση. Αλλωστε και ο ίδιος ο Σανιδόπουλος συχνά επανέρχεται στον «Οδυσσέα». Αν δεν επρόκειτο για εκλογή από το έργο εκλιπόντος, θα μπορούσαν να διατυπωθούν κάποιες ενστάσεις σχετικά με τον όγκο του υλικού ή και τη φαινομενική χαλαρότητα ορισμένων ποιημάτων. Με την παρούσα μορφή όμως εκείνο που προέχει είναι η άκρως ενδιαφέρουσα προσωπικότητα του Σανιδόπουλου, που καθόλου τυχαία αποκαλεί τα ημερολόγιά του Ημέρες, μη αποκρύβοντας τη γοητεία που του ασκεί ο σεφερικός τρόπος… Μάρη Θεοδοσοπούλου, «Βιβλία», 03.01.1999. |
Η γοητεία του ψευδεπίγραφου
Μια ανάγνωση στο περ. Διαβάζω
«Με το
ημερολόγιο παρακολουθείς από κοντά το τρεχαλητό των ημερών. Με το γράψιμο
αντιστέκεσαι λιγάκι στη βρωμιά του κόσμου». Με αυτά τα λόγια, από μια εγγραφή
του 1992 στο ημερολόγιο του Σανιδόπουλου, θα μπορούσε ίσως να συνοψιστεί αυτή η
ελεγεία της δεκαετίας του ’80, που φέρει την υπογραφή του Άρη Μαραγκόπουλου. Το
ενδιαφέρον που παρουσιάζει είναι πολλαπλό και, ενδεικτικά και μόνο, θα αναφερθώ
σε μερικές παραμέτρους: τον τρόπο, τον χρόνο, τον τόπο, το φύλο, τη βία, τη
φθορά.
Όσον αφορά τον τρόπο, που ίσως αποτελεί την πιο ενδιαφέρουσα παράμετρο στις πρώτες αναγνώσεις, ο Μαραγκόπουλος σε αναγκάζει να κατατάξεις το έργο του σε κάποιο ρεύμα του πεζού λόγου (μοντέρνο, μεταμοντέρνο, καθ’ υπέρβασιν ρεαλιστικό;) αφού μάλιστα έχει προκαθορίσει ο ίδιος, σε πλήρη αντιστοιχία με τη φιλολογική περσόνα της εισαγωγής, το είδος του πεζού λόγου που θεραπεύει ως μυθιστορία. Πρόκειται ωστόσο για ένα πόνημα, όπου περιέχονται ημερολογιακές καταγραφές, ποιήματα και ένα διήγημα, που μόνο ως σύνολο μπορεί να εκληφθεί, εν μέσω ειδολογικών αντεγκλήσεων, ως μυθιστορία. Ο ίδιος ο τίτλος του αποτελεί μια ειρωνική αναφορά: τα έργα και οι ημέρες του Σανιδόπουλου δεν είναι ιδιαίτερα «ωραίες», αλλά είναι φορτισμένες με όλες τις σχετικές λογοτεχνικές αναφορές από Σεφέρη έως Μπέκετ. O Mαραγκόπουλος στις πρώτες κιόλας σελίδες της εισαγωγής, εμφανίζεται ως ο παραλήπτης και επιμελητής του ανέκδοτου έργου κάποιου Σανιδόπουλου, το οποίο καλούμαστε να αποτιμήσουμε αφού διαβάσουμε το ανά χείρας βιβλίο. Με λίγα λόγια ο ίδιος ο συγγραφέας Μαραγκόπουλος εμφανίζεται ως συγγραφέας στο εξώφυλλο, φιλόλογος/επιμελητής στις πρώτες σελίδες, δευτερεύων ήρωας εξαιτίας των αναφορών του Σανιδόπουλου σ’αυτόν μέσα στα ημερολόγιά του. Και αυτή η «αποπροσανατολιστική» ετερότητα που καταλήγει, σχεδόν αμέσως, σε ταυτοπροσωπία, αναδεικνύεται ακόμη πιο έντονα στις πρώτες γραμμές: «Η ανά χείρας Εκλογή από το ανέκδοτο έργο του Σανιδόπουλου κατ’ ουσίαν έγινε από μερικούς καλούς του φίλους. Ο ίδιος σπανίως αναφέρονταν σ’αυτούς, αλλά αμφότεροι εγνώριζαν και υπολόγιζαν την υπερβατική παρουσία και συμπαράσταση του Άλλου. Ένας είχε την αρχική σκέψη της Εκλογής αυτής, άλλος συμφώνησε, άλλος πρόσθεσε τον τίτλο, άλλος αφαίρεσε, άλλος συμπλήρωσε» (σ. 11, δικές μου υπογραμμίσεις). Ήδη παρατηρείται εδώ ένα παιχνίδι με ετερότητες: οι φίλοι είναι μερικοί, δύο, διάφοροι; Η persona της μυθιστορίας είναι μία, δύο (Σανιδόπουλος, Μαραγκόπουλος) ή αντιστοιχεί σε πολλαπλά εγώ; Πόσο μάλλον που κάποιοι αναγνώστες γνωρίζουν ότι η αναφορά στην πρώτη κιόλας υποσημείωση: «Η Αυτοβιογραφία Θλιμμένου Άντρα σε Τραίνο θα αποτελέσει τον επόμενο τόμο της έρευνάς μας γι’ αυτόν τον περιθωριακό στοχαστή», αντιστοιχεί στο προηγούμενο μυθιστόρημα του Μαραγκόπουλου: Πορτραίτο Θλιμμένου Άντρα σε Τραίνο (Σμίλη, Αθήνα, 1993). Το παιχνίδι αυτό συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια του έργου, αφού persona και Σανιδόπουλος μοιάζουν να αλληλοκαλύπτονται και μάλιστα στο τέλος του έργου, στο διήγημα του Σανιδόπουλου «Δικέφαλος Έλλην», για το οποίο μας είχαν προϊδεάσει τόσο οι αναφορές σ’ αυτό του ίδιου του εννοούμενου συγγραφέα του όσο και του επιμελητή του έργου του, αποκτούν έναν ακόμη κλώνο, τον Αλιθέρση Μαστορίδη. Τόσο το επώνυμο του τελευταίου, ο οποίος είναι δημιούργημα φρανκεσταΐνικού τύπου και έχει δυο κεφάλια (διπλός δολιχοκέφαλος), όσο και κάποιες σκέψεις που του αποδίδονται μοιάζουν να συμπλέουν με τους γεννήτορές του. Η ταύτιση των δύο κυρίων προσώπων (Σανιδόπουλου / Μαραγκόπουλου) μπορεί να θεμελιωθεί σε πλήθος αναφορών (ηλικία, σπουδές, απόψεις) αλλά και σε ταυτοσημία της πορείας τους, πλην βεβαίως της εξαφάνισης του Σανιδόπουλου. Ο χρόνος είναι εξίσου καθοριστικός. Η δεκαετία του ’80 και η άμεση συνέχειά της (ο Σανιδόπουλος εξαφανίζεται τέλη του ’92) είναι η δεκαετία που συγκλόνισε στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα τόσο το «παγκόσμιο σκορπιοχώρι» όσο και την Ελλάδα. Πρόκειται για μια δεκαετία κρίσης και επανάκαμψης, στυγνού Θατσερισμού και Ρεΐγκανισμού, δημιουργίας της «τάξης» των γιάπηδων, κατάρρευσης του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, γεγονότα που συμβάλλουν στην εμφάνιση ενός «πολιτισμού χωρίς ιδιότητες», πλήρους όμως από τρομακτικά συμβάντα. «Χτες βράδυ έπιασαν ρίγη τη Βοσνία από την ψυχρή αδιαφορία του κοσμάκη». Επίσης είναι μια δεκαετία που μέρος της γενιάς των τότε τριάντα και κάτι, που στα νιάτα της είχε συμπλεύσει με τα οράματα του Μάη του ’68, ζει ως φενάκη, ως κατάρρευση των ονείρων της και προμήνυμα χειρότερης ανελευθερίας. Αυτά είναι τα βιώματα και τα «κολλήματα» που φέρει μαζί του ο Σανιδόπουλος και πολλοί συνομήλικοί του και αυτά μασά και αναμασά επιζητώντας μια διαυγή λύση των προσωπικών υπαρξιακών του ερωτημάτων αλλά και της γενικότερης κατάστασης. Τα επιμέρους θέματα, όπως η όψιμη (;) αγάπη του για τη φύση που προσεγγίζει μια Καντιανή λογική, η μερική ενασχόληση με το παρελθόν (οικογένεια, γυναίκες), η υπόστασή του ως αρθογράφου σε εφημερίδα, η αγάπη του για τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη μαγειρική, οι εσωτερικές αμφιβολίες για το ρόλο μονοτονικού και πολυτονικού που τελικά βοηθούν στη συγκρότηση άποψης. Οι παρατηρήσεις του για τη θέση της τέχνης στις διάφορες εποχές, είναι ζητήματα δευτερεύοντα που βοηθούν ωστόσο στη σύνθεση του πορτρέτου του… Λίλυ Εξαρχοπούλου, τ. 402, σελ. 98-102, Δεκέμβριος 1999
|
Εδώ η συνέχεια του άρθρου | |
File Size: | 135 kb |
File Type: |
Αγάπη / Κήποι / Αχαριστία
(οι καλύτερες αναγνώσεις)
(οι καλύτερες αναγνώσεις)
Ι. O Kήπος του Σανιδόπουλου
Tα οράματα, οι πόθοι, τα πάθη, οι διαψεύσεις ενός ανθρώπου της διπλανής πόρτας
Tα οράματα, οι πόθοι, τα πάθη, οι διαψεύσεις ενός ανθρώπου της διπλανής πόρτας
Μια από τις πιο ευχάριστες πεζογραφικές εκπλήξεις του φετινού καλοκαιριού ήταν το βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία. Ένας τίτλος διόλου εμπορικός που αδικεί την κάθε άλλο παρά δύσκολη πρόσβαση του αναγνώστη στο μυθιστόρημα.
Τρίτο μέρος της τριλογίας του Μαραγκόπουλου, με το alter ego του, τον μυθιστορηματικό ήρωα Μπεν (Μπέντζαμιν) Σανιδόπουλο, (ο μαραγκός δουλεύει κυρίως το σανίδι) είναι και το πιο ολοκληρωμένο από τα τρία.
Διότι ο έμπειρος αφηγητής Μαραγκόπουλος καταφέρνει να ισοζυγίσει σε μία θαυμάσια αρμονία («ένα έργο τέχνης είναι σαν το αυγό και η παραμικρή καρφίτσα σπάει το τσόφλι», κατά τη ρήση του André Gide) τα τέσσερα θέματα του βιβλίου του: την παιδική ζωή του Μπεν, τις σχέσεις του με τους τεθνεώτες γονείς του (καθόλου μελιστάλαχτες, θα έλεγα μάλιστα, έως και κυνικές) τη θερμή σχέση με τον θείο του, αγωνιστή της Αντίστασης και αμετανόητο αριστερό –που ωστόσο βρήκε καταφύγιο στην ανωνυμία και στο λούφαγμα (όχι το ιδεολογικό, αλλά το ανθρώπινο)· τέλος τις σχέσεις του Μπεν με τέσσερις διαφορετικές γυναίκες, και, εν κατακλείδι, ψήγματα της περίπλοκης προσωπικότητας του ήρωά του (που συμπληρώνουν σαν ψηφίδες τα στοιχεία που λείπανε από τα προηγούμενα βιβλία του) με τον ίδιο ως ήρωα στην αυτοπροσωπογραφία του.
Εκείνο που γοητεύει αμέσως τον αναγνώστη είναι η μαστοριά του συγγραφέα να παρουσιάσει την κάθε μία γυναίκα τόσο ανάγλυφα, που μπορούμε να πούμε ότι ο Μαραγκόπουλος πλούτισε την πεζογραφία μας με τέσσερα νέα (ανέκδοτα έως τώρα) πορτραίτα γυναικών (Γκίλμπερτ, Ζωή Κόλερ, Νόρα, Κλάρα).
Σε ελάχιστες παραγράφους καταφέρνει να αναδείξει την προσωπικότητα της καθεμιάς και την ειδική σχέση που είχε με τον αντι-ήρωα Μπεν. Το επίτευγμα αυτό τυχαίνει να είναι ακόμα πιο συναρπαστικό γιατί και οι τέσσερις γυναίκες, τόσο διαφορετικές η μία από την άλλη, υφαίνουν τον ιστό μιας αράχνης που μέσα της πάλεψε, λυτρώθηκε, χάρηκε, εξουθενώθηκε ο Μπεν.
Αντινάρκισσος ο αφηγητής, αντί να αναδείξει τον ήρωά του ως το κεντρικό πρόσωπο, καταφέρνει να τον εξαφανίσει μέσα στα άλλα πρόσωπα της προσωδίας του, και να τον εντάξει στον κοινωνικό χώρο που εκπροσωπεί κυρίως ο θείος του, σαν τον μάρτυρα -καταγραφέα της μηδαμινότητας του ανθρωπίνου όντος, που ωστόσο έχει φτερά, οράματα, πόθους, πάθη.
Αν το σύγχρονο μυθιστόρημα στον τόπο μας μπορεί να καυχηθεί ότι απέκτησε το πρώτο μετά τον μεταμοντερνισμό κείμενό του, αυτό το κείμενο (που θα μείνει στην Ιστορία της λογοτεχνίας μας) είναι το μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου: «Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία».
Η βαθύτερη πολιτική στράτευση του συγγραφέα που απηχεί τα πιο αδικημένα στρώματα της κοινωνίας μας, με μία λεπτότητα όμως μοναδική, χωρίς εισαγγελικές καταδίκες, καταδικάζει εν τούτοις, με τρόπο γοητευτικό, όλη τη λεγόμενη γενιά της αστικής και μεγαλοαστικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας: «Μα, ωστόσο, θείε, πες μου, πώς διάολο τα κατάφερναν; Να ζούνε ανεπηρέαστοι στην ωραία τους τέχνη, όταν τους άλλους τους εκτελούσαν με συνοπτικές διαδικασίες;» (σελ. 261)
Ωστόσο δεν είναι αυτό μόνο που με συνάρπασε. Εκείνο που βρίσκω το πιο ενδιαφέρον στο βιβλίο είναι ότι χρησιμοποιώντας όλη την αποκτημένη πείρα του στη νεωτερική γραφή (υπάρχει ολόκληρο κεφάλαιο ερωταποκρίσεων, ίδιο με το ανάλογο κεφάλαιο στον Οδυσσέα του Τζόυς) καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη σε μία δίνη πλοκής, έντεχνης βεβαίως, αλλά πλοκής αστυνομικής πάντα.
Γι' αυτό πιστεύω πως η ανανέωση του μυθιστορηματικού λόγου μπορεί να προέλθει από τη γνώση της τεχνικής του μοντέρνου, αλλά με την επαναφορά του μύθου ως συνεκτικού στοιχείου που παρασύρει τον αναγνώστη στο γύρισμα της επόμενης σελίδας.
Με την επανάληψη σε κάθε νέο κεφάλαιο της τελευταίας φράσης του προηγουμένου –με τόσο απλό τρόπο– ο Μαραγκόπουλος καταφέρνει να παίρνει τον αναγνώστη από το χεράκι και να τον οδηγεί εκεί που αυτός θέλει.
Ο Μπεν είναι ολοζώντανος μέσα μου, γιατί τον έσβησε συνειδητά ο συγγραφέας σε όλο το βιβλίο. Και ανέδειξε χαρακτήρες ανθρώπινους, ιστορικές στιγμές, υστερικές καταστάσεις, με γνώση όλων όσων προηγήθηκαν, αλλά και με τον πάμφωτο δικό του προβολέα.
Μiα Γαλλία που πρώτη φορά συναντούμε στην λογοτεχνία μας (η βαθιά Γαλλία της Ωσέρ), μiα επαρχιακή Ελλάδα (ο Βόλος) που επισημαίνεται με ανάλαφρες πινελιές ιμπρεσσιονιστή ζωγράφου, κι ένας κήπος (του Ζαππείου) που αναδεικνύεται σε θεατρική σκηνή της σύγχρονης φριχτής και αποτρόπαιας πρωτεύουσας – λίκνο των Ολυμπιακών Αγώνων σε δύο χρόνια.
Υ.Γ. 1
Δεν θα τελείωνα το σημείωμα αυτό, αν δεν επεσήμαινα μικρά λεκτικά παιγνίδια που τόσο αγαπά ο συγγραφέας και μελετητής του Τζόυς. «Αλγολάγνο», λέει κάπου. Και αλλού: «Αστραπιαία είδε την πρώτη μέρα που έφτασε εδώ, όταν τα φιλόδεντρα του έγνεφαν “καλωσόρισες”». Ή τα συγκοπτόμενα των επωνύμων (κυρίως) ποιητών (Ελύ, Εμπεί, Ζη κ.λπ.) που λειτουργούν ως συνθηματικά σε σκοπιές συνόρων.
Υ.Γ. 2
Ωστόσο τίποτε από όσα ανέφερα δεν αναδίνει το άρωμα του βιβλίου. Τη βαθύτερη σκέψη του. Την ουσία. Η ουσία είναι εκεί που καλωσορίζουν τον Μπεν, «η βουνίσια και η θαλασσινή Ελλάδα, το Ελλαδικόν, η Γραικία των περιηγητών, η αρμπαρόριζα και ο βασιλικός…»
Κι εγώ ο Βασιλικός καλωσορίζω τον Άρη- Μπεν- Σανιδο- Μαραγκόπουλο, στην Ελλάδα του «Γλαύκου Θρασάκη», του Θράσου Καστανάκη, του Λαζαρίδη, του Ρίτσου, του Σαχτούρη και του Καζαντζάκη...
Bασίλης Bασιλικός, Bήμα της Kυριακής, 22.09.2002
Τρίτο μέρος της τριλογίας του Μαραγκόπουλου, με το alter ego του, τον μυθιστορηματικό ήρωα Μπεν (Μπέντζαμιν) Σανιδόπουλο, (ο μαραγκός δουλεύει κυρίως το σανίδι) είναι και το πιο ολοκληρωμένο από τα τρία.
Διότι ο έμπειρος αφηγητής Μαραγκόπουλος καταφέρνει να ισοζυγίσει σε μία θαυμάσια αρμονία («ένα έργο τέχνης είναι σαν το αυγό και η παραμικρή καρφίτσα σπάει το τσόφλι», κατά τη ρήση του André Gide) τα τέσσερα θέματα του βιβλίου του: την παιδική ζωή του Μπεν, τις σχέσεις του με τους τεθνεώτες γονείς του (καθόλου μελιστάλαχτες, θα έλεγα μάλιστα, έως και κυνικές) τη θερμή σχέση με τον θείο του, αγωνιστή της Αντίστασης και αμετανόητο αριστερό –που ωστόσο βρήκε καταφύγιο στην ανωνυμία και στο λούφαγμα (όχι το ιδεολογικό, αλλά το ανθρώπινο)· τέλος τις σχέσεις του Μπεν με τέσσερις διαφορετικές γυναίκες, και, εν κατακλείδι, ψήγματα της περίπλοκης προσωπικότητας του ήρωά του (που συμπληρώνουν σαν ψηφίδες τα στοιχεία που λείπανε από τα προηγούμενα βιβλία του) με τον ίδιο ως ήρωα στην αυτοπροσωπογραφία του.
Εκείνο που γοητεύει αμέσως τον αναγνώστη είναι η μαστοριά του συγγραφέα να παρουσιάσει την κάθε μία γυναίκα τόσο ανάγλυφα, που μπορούμε να πούμε ότι ο Μαραγκόπουλος πλούτισε την πεζογραφία μας με τέσσερα νέα (ανέκδοτα έως τώρα) πορτραίτα γυναικών (Γκίλμπερτ, Ζωή Κόλερ, Νόρα, Κλάρα).
Σε ελάχιστες παραγράφους καταφέρνει να αναδείξει την προσωπικότητα της καθεμιάς και την ειδική σχέση που είχε με τον αντι-ήρωα Μπεν. Το επίτευγμα αυτό τυχαίνει να είναι ακόμα πιο συναρπαστικό γιατί και οι τέσσερις γυναίκες, τόσο διαφορετικές η μία από την άλλη, υφαίνουν τον ιστό μιας αράχνης που μέσα της πάλεψε, λυτρώθηκε, χάρηκε, εξουθενώθηκε ο Μπεν.
Αντινάρκισσος ο αφηγητής, αντί να αναδείξει τον ήρωά του ως το κεντρικό πρόσωπο, καταφέρνει να τον εξαφανίσει μέσα στα άλλα πρόσωπα της προσωδίας του, και να τον εντάξει στον κοινωνικό χώρο που εκπροσωπεί κυρίως ο θείος του, σαν τον μάρτυρα -καταγραφέα της μηδαμινότητας του ανθρωπίνου όντος, που ωστόσο έχει φτερά, οράματα, πόθους, πάθη.
Αν το σύγχρονο μυθιστόρημα στον τόπο μας μπορεί να καυχηθεί ότι απέκτησε το πρώτο μετά τον μεταμοντερνισμό κείμενό του, αυτό το κείμενο (που θα μείνει στην Ιστορία της λογοτεχνίας μας) είναι το μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου: «Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία».
Η βαθύτερη πολιτική στράτευση του συγγραφέα που απηχεί τα πιο αδικημένα στρώματα της κοινωνίας μας, με μία λεπτότητα όμως μοναδική, χωρίς εισαγγελικές καταδίκες, καταδικάζει εν τούτοις, με τρόπο γοητευτικό, όλη τη λεγόμενη γενιά της αστικής και μεγαλοαστικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας: «Μα, ωστόσο, θείε, πες μου, πώς διάολο τα κατάφερναν; Να ζούνε ανεπηρέαστοι στην ωραία τους τέχνη, όταν τους άλλους τους εκτελούσαν με συνοπτικές διαδικασίες;» (σελ. 261)
Ωστόσο δεν είναι αυτό μόνο που με συνάρπασε. Εκείνο που βρίσκω το πιο ενδιαφέρον στο βιβλίο είναι ότι χρησιμοποιώντας όλη την αποκτημένη πείρα του στη νεωτερική γραφή (υπάρχει ολόκληρο κεφάλαιο ερωταποκρίσεων, ίδιο με το ανάλογο κεφάλαιο στον Οδυσσέα του Τζόυς) καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη σε μία δίνη πλοκής, έντεχνης βεβαίως, αλλά πλοκής αστυνομικής πάντα.
Γι' αυτό πιστεύω πως η ανανέωση του μυθιστορηματικού λόγου μπορεί να προέλθει από τη γνώση της τεχνικής του μοντέρνου, αλλά με την επαναφορά του μύθου ως συνεκτικού στοιχείου που παρασύρει τον αναγνώστη στο γύρισμα της επόμενης σελίδας.
Με την επανάληψη σε κάθε νέο κεφάλαιο της τελευταίας φράσης του προηγουμένου –με τόσο απλό τρόπο– ο Μαραγκόπουλος καταφέρνει να παίρνει τον αναγνώστη από το χεράκι και να τον οδηγεί εκεί που αυτός θέλει.
Ο Μπεν είναι ολοζώντανος μέσα μου, γιατί τον έσβησε συνειδητά ο συγγραφέας σε όλο το βιβλίο. Και ανέδειξε χαρακτήρες ανθρώπινους, ιστορικές στιγμές, υστερικές καταστάσεις, με γνώση όλων όσων προηγήθηκαν, αλλά και με τον πάμφωτο δικό του προβολέα.
Μiα Γαλλία που πρώτη φορά συναντούμε στην λογοτεχνία μας (η βαθιά Γαλλία της Ωσέρ), μiα επαρχιακή Ελλάδα (ο Βόλος) που επισημαίνεται με ανάλαφρες πινελιές ιμπρεσσιονιστή ζωγράφου, κι ένας κήπος (του Ζαππείου) που αναδεικνύεται σε θεατρική σκηνή της σύγχρονης φριχτής και αποτρόπαιας πρωτεύουσας – λίκνο των Ολυμπιακών Αγώνων σε δύο χρόνια.
Υ.Γ. 1
Δεν θα τελείωνα το σημείωμα αυτό, αν δεν επεσήμαινα μικρά λεκτικά παιγνίδια που τόσο αγαπά ο συγγραφέας και μελετητής του Τζόυς. «Αλγολάγνο», λέει κάπου. Και αλλού: «Αστραπιαία είδε την πρώτη μέρα που έφτασε εδώ, όταν τα φιλόδεντρα του έγνεφαν “καλωσόρισες”». Ή τα συγκοπτόμενα των επωνύμων (κυρίως) ποιητών (Ελύ, Εμπεί, Ζη κ.λπ.) που λειτουργούν ως συνθηματικά σε σκοπιές συνόρων.
Υ.Γ. 2
Ωστόσο τίποτε από όσα ανέφερα δεν αναδίνει το άρωμα του βιβλίου. Τη βαθύτερη σκέψη του. Την ουσία. Η ουσία είναι εκεί που καλωσορίζουν τον Μπεν, «η βουνίσια και η θαλασσινή Ελλάδα, το Ελλαδικόν, η Γραικία των περιηγητών, η αρμπαρόριζα και ο βασιλικός…»
Κι εγώ ο Βασιλικός καλωσορίζω τον Άρη- Μπεν- Σανιδο- Μαραγκόπουλο, στην Ελλάδα του «Γλαύκου Θρασάκη», του Θράσου Καστανάκη, του Λαζαρίδη, του Ρίτσου, του Σαχτούρη και του Καζαντζάκη...
Bασίλης Bασιλικός, Bήμα της Kυριακής, 22.09.2002
ΙΙ. Λογοτεχνία της Ελευθερίας
Μια διεισδυτική ανάγνωση της «Τριλογίας Σανιδόπουλου», με αφορμή την έκδοση του Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία
–από την πανεπιστημιακό Αλεξάνδρα Δεληγιώργη–
Μια διεισδυτική ανάγνωση της «Τριλογίας Σανιδόπουλου», με αφορμή την έκδοση του Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία
–από την πανεπιστημιακό Αλεξάνδρα Δεληγιώργη–
Το Πορτραίτο του Θλιμμένου Άνδρα, Οι Ωραίες ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου και το Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία του Άρη Μαραγκόπουλου ανήκουν στο είδος που ονομάζω λογοτεχνία της ελευθερίας (βλ. της ιδίας: Σκέψη και προοπτική, σ. 366 κ.ε.).
Σ’ αυτό ανήκουν όλα εκείνα τα βιβλία που αναλαμβάνουν να ξαναφτιάξουν ως εκ του μηδενός το είδος στο οποίο εκ των υστέρων ο κριτικός θα χρειαστεί να παλέψει για να τα καταχωρήσει, εξαντλώντας και την τελευταία σταγόνα από την έτοιμη γνώση του. Σ’ αυτό το ακαδημαϊκά ακαταχώρητο είδος ανήκει και η τριλογία του Μαραγκόπουλου, αφού ο συγγραφέας και ο μυθιστορηματικός ήρωάς της αναθέτουν ακαταπόνητα ο ένας στον άλλο μιάν αλυσίδα ατέρμονων διαμεσολαβήσεων, προκειμένου να ευοδωθεί μιά-ηρωική για τη χαμηλή στάθμη των καιρών-αναζήτηση με αίτημά της την ελευθερία. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα εγχείρημα αναβίωσης και αναλογισμού, όπου διακυβεύονται τα πάντα (η ζωή μέσα στο δωμάτιο, μέσα στη φύση, μέσα στην κοινωνία, μέσα στην εποχή) για να μη χαθεί τίποτα (το χώμα, τα νερά, οι γάτες και τα πουλιά, οι φίλοι και οι εχθροί, οι κρυφοί μηχανισμοί και οι κραδασμοί τους, συμβάντα και εντάσεις, συμπτώσεις και νομοτέλειες). Ότι απομένει από τις διεργασίες αυτοσυνειδησίας που υποκινούν αυτή τη ριζική διακύβευση και τη σωτηρία που επιφυλάσσει είναι η καλλιέργεια της διάνοιας, του ήθους και του ύφους της ζωής, ώστε η ζωή να ξαναγίνει ένα μυθιστόρημα-ποταμός με διπλή κοίτη και πολλαπλούς παραπόταμους, που κατακλύζουν με τις ροές τους την αποπροσωποιημένη ύπαρξη και ξαναζωντανεύουν τα απολιθωμένα της πρόσωπα.
Αυτό το μεγαλεπήβολο εγχείρημα ανόρθωσης της ξεπεσμένης καθημερινότητας αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας συγγραφέας και ήρωας των βιβλίων του Μαραγκόπουλου, με πλήρη επίγνωση των δυσκολιών. Γιατί η ελευθερία που μας πρωτοφανερώθηκε ως έσχατη ανάγκη και επιθυμία, ενώ κατάφερε με τα πολλά να μετατραπεί σε ιδέα και παραπέρα σε βίο στοχαστικό ή πολιτικό, δεν έπαψε έκτοτε να υποκύπτει σε κάθε λογής ιδεολογήματα, που την αποτρέπουν από το να βιωθεί από τον καθένα και να γίνει κατάσταση. Κάτι σαν το νερό που μας ξεδιψάει και τη χαρά που μας τρέφει.
Αφοσιωμένοι σ’ αυτή την υπόθεση, όπου ο ένας είναι αναγκασμένος να πλάσει τον άλλο, συγγραφέας και ήρωας, στα βιβλία του Μαραγκόπουλου, δίνουν σε χαμηλούς τόνους ότι έχουν και δεν έχουν. Ότι έχουν και δεν έχουν είναι αποτέλεσμα σκληρής κατεργασίας που τους μετατρέπει σ’ αυτό που αρχικά δεν ήταν: τεχνίτες που φτιάχνουν από την ιστορία της ζωής τους, που δεν χωράει πολλά, τη ζωή μιας ιστορίας που προσπαθεί να χωρέσει τα πάντα. Καταγραφές στιγμών και τοπίων, σχολιασμοί πραγμάτων και καταστάσεων, εξομολογήσεις, παραληρήματα, επιστολές, κρίσεις, καταγγελίες, διάλογοι, συλλογισμοί, αναλογισμοί, ποιητικές εγγραφές συναισθημάτων, δράσεων και αντιδράσεων, ελεύθερα πετάγματα μιας ελεγχόμενης φαντασίας που πλάθει μύθους για να χωρέσει αυτό που δεν είναι ακόμη πραγματικό, αλλά μπορεί να γίνει, κατατίθενται, όλα, ως επίμοχθες και επώδυνες διεργασίες αυτό-αναφορικότητας.
Μέσα από αυτές και χάρη σ’ αυτές, μια υποκειμενικότητα που έκλεισε σαν πληγή από τραύματα, μπορεί και μεταμορφώνεται σ’ ένα oν/είναι-όλοι, πολυσχιδές και πολύμορφο, που ξεχειλίζει απ’ όλες τις άκρες μιας καταχωρημένης και επομένως ακρωτηριασμένης ταυτότητας. Ένα τέτοιο oν/είναι-όλοι, δικέφαλο ή πολυκέφαλο, ανίκανο να ονομαστεί με ένα μεμονωμένο όνομα, αποκτά κι άλλα ονόματα, παρονόματα, παρατσούκλια, γίνεται το εγώ (και οι άλλοι) και ο εαυτός του που τον χωρίζει από το εγώ, για να μπορεί να του δείξει και να του μάθει. Ο Μαραγκόπουλος μεταμφιέζεται σε φίλο και κατόπιν σε επιμελητή και σχολιαστή των κειμένων του ήρωά του Βενιαμίν Σανιδόπουλου. Ο Β.Σ. (ο οποίος σε ανύποπτο χρόνο – βλ. σ. 89 των Ωραίων Ημερών συναντά κάποιον συνομήλικό του Άρη Μαραγκόπουλο, «καλό παιδί» κτλ.), μεταλλάσσεται σε Αλιθέρση Μαστορίδη, ο οποίος βρίσκει τον φίλο και σχολιαστή των κειμένων του Β.Σ., σ’ ένα υπόγειο της Σόλωνος όπου κρυβόταν για ένα διάστημα στη δικτατορία, με τη συνείδηση κάποιου εξανδροποδισμένου από τους πρώτους κονκισταδόρες που εισέβαλαν στα εδάφη των Μάγια.
Αργότερα, στο Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία, από φίλος και σχολιαστής των κειμένων του Β.Σ., το πρόσωπο αυτό αναβαθμίζεται σε συγγραφέα-βιογράφο του, και αναλαμβάνει να αφηγηθεί την ερωτική ζωή του Μπέν. Με το υποκοριστικό της παιδικής ηλικίας του, ο Β.Σ. θα ζήσει την ερωτική ζωή του ενήλικα. Για του λόγου το αληθές, και ως απόδειξη ότι η ζωή αυτή υπήρξε αληθινή και γόνιμη –ένας δρόμος για την ελευθερία–, στην τελευταία σελίδα της αφήγησής του, ο συγγραφέας επικαλείται την ύπαρξη του γιου του Β.Σ., που φέρει το ίδιο υποκοριστικό και τον οποίο ο Άρης Μαραγκόπουλος, κατά πώς λέει ο ίδιος, γνωρίζει τυχαία, κατά τη συνάντησή του με τη μία από τις τέσσερις ηρωίδες της μυθιστορηματικής βιογραφίας του.
Όλες αυτές οι μεταμορφώσεις που υφίστανται συγγραφέας και ήρωας, καθώς μετατοπίζουν τις οπτικές τους γωνίες, δεν υπηρετούν την πλοκή κάποιας ιστορίας που μας αφηγούνται τα βιβλία του Μαραγκόπουλου και που μπορούμε κι εμείς να αφηγηθούμε με τη σειρά μας, αν τύχει κάποιος να μας ρωτήσει τι λένε. Υπηρετούν τη δυναμική που ενέχει η βιωματική και γνωστική σχέση αλληλεξάρτησης με την πραγματικότητα, σχέση που εξυφαίνει το κείμενο από τη μια ημερολογιακή σελίδα στην άλλη, από το ένα στο άλλο σχόλιο των αναφορών της, από τη μια ενότητα / τόμο στην άλλη.
Αυτή η βιωματική και γνωστική σχέση αλληλεξάρτησης με τα πράγματα είναι ο νοητός άξονας (ο μη ορατός για το γυμνό από ψυχικές εικόνες και έννοιες μάτι) γύρω από τον οποίο ξετυλίγεται η μετεμφυλιακή στην αφετηρία της και μεταμοντέρνα στην έκβασή της εποχή: μια εποχή που πήρε τα πάνω της μέσα στα χρόνια του 60’, για να κατρακυλήσει αργά στην αρχή και ύστερα με βαθμιαία, μη ελεγχόμενη, επιτάχυνση ως τα πρώτα χρόνια του 2000. Σ’ όλη αυτή την άνω και κάτω πορεία από δεκαετία σε δεκαετία, η βιωματική και γνωστική σχέση αλληλεξάρτησης των προσώπων με τα πράγματα γίνεται η βάση της κριτικής που ασκείται στο πνεύμα της εποχής, μιας κριτικής που λειτουργεί σαν καταλύτης για τις ποιητικές μεταλλάξεις συγγραφέα και ήρωα.
Στο Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία αυτή η οργιώδης αυτοαναφορικότητα μεταμφιέζεται σε τριτοπρόσωπη βιογραφία του ήρωα (των ετών 1980-1983), με αποσπάσματα που δανείζεται κατά πάσα πιθανότητα από το παρελθόν του φίλου και σχολιαστή του και στη συνέχεια βιογράφου του, Άρη Μαραγκόπουλου. Ο τελευταίος πληροφορεί ωστόσο τον αναγνώστη (βλ. τη σελ. χωρίς αρίθμηση, κάπου μετά τη σελ. 190) ότι στην αφήγησή του μεταφέρει πιστά τη διασωθείσα υπό του φίλου τους Παναγιώτη Κουτλουμούση αυτοβιογραφία του Σανιδόπουλου. Στις σελίδες της, κάθε απόσπασμα παρελθόντος θρυμματίζεται και κάθε θραύσμα αποκτά την προσωρινή αυτοτέλειά του κάτω από ονόματα γυναικών, του πατέρα, χρωμάτων ικανών να αποδώσουν μοριακές καταστάσεις τις οποίες προκαλούν αισθήσεις και συναισθήματα. (βλ. σ. 53):
Τέτοια περίτεχνα κομματάκια ζωής ξέβραζε το μολύβι κύμα· καθώς αποσυρόταν ετούτο, έμεναν εκείνα αγκυλωμένα σε κάποιο ξεραμένο κλαδί αρμυρού αισθήματος που γέρνει χρόνια πάνω από τη θάλασσα, ξέμεναν στην άμμο του υδρόφιλου σαρκίου μου, κάθονταν εκεί, και πάνω τους, λίγο λίγο, στοιβάζονταν κι άλλα, κι άλλα σπαράγματα φριχτής ζωής, ταχτικά, με ημερομηνίες, με εποχές, με χρόνια, και το σώμα μου τα βαστούσε όλα, αποθήκευε «κατά πλάκας», χοντρά τετράγωνα αλάτια πάνω στα κόκαλα της πλάτης και των χεριών, μάζευε σκληρότητα το σώμα, πώς τη μάζευε σιωπηλό, υποταχτικό, έκανε κρακ!
Ο μυθιστορηματικός συγγραφέας της βιογραφίας του Μπέν συνθέτει αυτά τα αποσπάσματα ζωής και τα θραύσματά τους, για να μας δείξει τον δρόμο που διήνυσε ένας νομάδας μέσα στην έρημο του δωματίου, του τραίνου, του υπενοικιασμένου σπιτιού, του δρόμου για το Σούνιο και πάλι πίσω για το σπίτι του θείου, ώσπου να φτάσει στην ελευθερία- κατάσταση που υπόσχεται η ποιητική χειραφέτηση της ζωής. Και πέντε φορές παρεμβαίνει με σελίδες που δεν αριθμώνται, γραμμένες σε αράδες με μεγαλύτερο διάστημα (βλ. «Άχρηστη ζωή» Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV,V), για να κάνει τον απολογισμό της ζωής ενός σαλεμένου και να αποφανθεί, την τέταρτη και προτελευταία φορά:
Δεν μπορεί κανείς να τρέφεται μόνο με όνειρα, όσο ρόδινα και αν είναι. Ούτε με ιδιωτικές τελετουργίες. Οι δια Χριστόν σαλοί έδρασαν σε άλλες εποχές. Ζούμε τώρα σε ανώδυνη εποχή. Θα φάμε, θα πιούμε, θα γλεντήσουμε. Θα πάμε και θέατρο. Τελείωσε.
Κι όμως η ζωή δεν τελειώνει με παρεμβάσεις. Ξετυλίγει τη μυθιστορηματική της πλοκή, για να φτάσει σε μια προσωρινή κορύφωση με τον συναυλισμό των γυναικών που όλες μαζί τις καλεί ο ήρωας στον Εθνικό Κήπο, για μια τελευταία φορά, πριν ξανασκορπίσουν τα πρόσωπα αυτά και χαθούν σα φαντάσματα. Για να σκορπίσουν και να χαθούν, θα χρειαστεί ο κήπος της παιδικής ηλικίας (και της αγάπης) να ξαναγίνει κήπος του φόβου, της βίας και της αχαριστίας, όπου θα διαπραχθούν σκληρές αναγνωρίσεις, ένα δυστύχημα-φόνος-ληστεία.
Ό,τι θα απομείνει στον δράστη-θύμα είναι η πορεία προς το Σούνιο και η καταφυγή στο σπίτι του θείου Χρήστου, που προσπαθεί να συνταιριάξει από το μικρό αγοράκι και τον ώριμο άντρα-ανηψιό του ένα πρόσωπο ικανό να τολμήσει και να κερδίσει μέσα από τις λάσπες τη βασιλεία των ουρανών […] και, κατά την ερμηνεία του ανηψιού, μια ποιητική ζωή όπου δεν θα ξεπουλιούνται τα πάντα στην αγοραία πεζολογία.
Όσο γι’ αυτό, το εννόησε και ο μυθιστορηματικός βιογράφος του, Άρης Μαραγκόπουλος· ο οποίος, στην πέμπτη και τελευταία παρέμβαση, 35 σελίδες πριν διαμειφθεί η αλληλογραφία ανηψιού-θείου, αναφωνεί:
Η εξορισμένη λογοτεχνία θα εμπνεύσει από την αρχή τον κόσμο. Η ποιητική ζωή δεν θα καταντήσει άχρηστη ζωή. Δεν θα ξεπουληθούν τα πάντα στην αγοραία πεζολογία. Αυτός ο πόλεμος θα κερδηθεί. Μία των ημερών η ποιητική ζωή θα υπάρξει για όλους.*
Aλεξάνδρα Δεληγιώργη, περ. Εντευκτήριο, τ. 60, 2003, σ. 121-124.
-------------------------------------
* Ο κριτικός λογοτεχνικών κειμένων ασφαλώς έχει να κάνει άλλη δουλειά πάνω στην ‘ντελεζιανή’ τριλογία του Άρη Μαραγκόπουλου, είθε ελάχιστα φιλολογική και περισσότερο φιλοσοφημένη. Εγώ, εδώ, επέμεινα στους λαβυρίνθους που δημιουργούν, υπό την πίεση των καιρών, οι μεταμορφώσεις, μεταμφιέσεις ή μεταλλάξεις των προσώπων του συγγραφέα και του ήρωα, για να ξαναθυμίσω στον αναγνώστη, τον χορτάτο από τη γραμμική πλοκή των μπεστ-σέλερ, πόσο πολύ-πλοκη, πολυκύμαντη, δαιδαλώδης στις αντιφάσεις, στους κραδασμούς, στις εκτινάξεις και στους εκπεσμούς της είναι η ζωή του καθενός από μας, όταν εκτίθεται στις φλόγες της κριτικής και ποιητικής ορμής που κρύβεται (ή θάφτηκε) μέσα μας.
Σ’ αυτό ανήκουν όλα εκείνα τα βιβλία που αναλαμβάνουν να ξαναφτιάξουν ως εκ του μηδενός το είδος στο οποίο εκ των υστέρων ο κριτικός θα χρειαστεί να παλέψει για να τα καταχωρήσει, εξαντλώντας και την τελευταία σταγόνα από την έτοιμη γνώση του. Σ’ αυτό το ακαδημαϊκά ακαταχώρητο είδος ανήκει και η τριλογία του Μαραγκόπουλου, αφού ο συγγραφέας και ο μυθιστορηματικός ήρωάς της αναθέτουν ακαταπόνητα ο ένας στον άλλο μιάν αλυσίδα ατέρμονων διαμεσολαβήσεων, προκειμένου να ευοδωθεί μιά-ηρωική για τη χαμηλή στάθμη των καιρών-αναζήτηση με αίτημά της την ελευθερία. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα εγχείρημα αναβίωσης και αναλογισμού, όπου διακυβεύονται τα πάντα (η ζωή μέσα στο δωμάτιο, μέσα στη φύση, μέσα στην κοινωνία, μέσα στην εποχή) για να μη χαθεί τίποτα (το χώμα, τα νερά, οι γάτες και τα πουλιά, οι φίλοι και οι εχθροί, οι κρυφοί μηχανισμοί και οι κραδασμοί τους, συμβάντα και εντάσεις, συμπτώσεις και νομοτέλειες). Ότι απομένει από τις διεργασίες αυτοσυνειδησίας που υποκινούν αυτή τη ριζική διακύβευση και τη σωτηρία που επιφυλάσσει είναι η καλλιέργεια της διάνοιας, του ήθους και του ύφους της ζωής, ώστε η ζωή να ξαναγίνει ένα μυθιστόρημα-ποταμός με διπλή κοίτη και πολλαπλούς παραπόταμους, που κατακλύζουν με τις ροές τους την αποπροσωποιημένη ύπαρξη και ξαναζωντανεύουν τα απολιθωμένα της πρόσωπα.
Αυτό το μεγαλεπήβολο εγχείρημα ανόρθωσης της ξεπεσμένης καθημερινότητας αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας συγγραφέας και ήρωας των βιβλίων του Μαραγκόπουλου, με πλήρη επίγνωση των δυσκολιών. Γιατί η ελευθερία που μας πρωτοφανερώθηκε ως έσχατη ανάγκη και επιθυμία, ενώ κατάφερε με τα πολλά να μετατραπεί σε ιδέα και παραπέρα σε βίο στοχαστικό ή πολιτικό, δεν έπαψε έκτοτε να υποκύπτει σε κάθε λογής ιδεολογήματα, που την αποτρέπουν από το να βιωθεί από τον καθένα και να γίνει κατάσταση. Κάτι σαν το νερό που μας ξεδιψάει και τη χαρά που μας τρέφει.
Αφοσιωμένοι σ’ αυτή την υπόθεση, όπου ο ένας είναι αναγκασμένος να πλάσει τον άλλο, συγγραφέας και ήρωας, στα βιβλία του Μαραγκόπουλου, δίνουν σε χαμηλούς τόνους ότι έχουν και δεν έχουν. Ότι έχουν και δεν έχουν είναι αποτέλεσμα σκληρής κατεργασίας που τους μετατρέπει σ’ αυτό που αρχικά δεν ήταν: τεχνίτες που φτιάχνουν από την ιστορία της ζωής τους, που δεν χωράει πολλά, τη ζωή μιας ιστορίας που προσπαθεί να χωρέσει τα πάντα. Καταγραφές στιγμών και τοπίων, σχολιασμοί πραγμάτων και καταστάσεων, εξομολογήσεις, παραληρήματα, επιστολές, κρίσεις, καταγγελίες, διάλογοι, συλλογισμοί, αναλογισμοί, ποιητικές εγγραφές συναισθημάτων, δράσεων και αντιδράσεων, ελεύθερα πετάγματα μιας ελεγχόμενης φαντασίας που πλάθει μύθους για να χωρέσει αυτό που δεν είναι ακόμη πραγματικό, αλλά μπορεί να γίνει, κατατίθενται, όλα, ως επίμοχθες και επώδυνες διεργασίες αυτό-αναφορικότητας.
Μέσα από αυτές και χάρη σ’ αυτές, μια υποκειμενικότητα που έκλεισε σαν πληγή από τραύματα, μπορεί και μεταμορφώνεται σ’ ένα oν/είναι-όλοι, πολυσχιδές και πολύμορφο, που ξεχειλίζει απ’ όλες τις άκρες μιας καταχωρημένης και επομένως ακρωτηριασμένης ταυτότητας. Ένα τέτοιο oν/είναι-όλοι, δικέφαλο ή πολυκέφαλο, ανίκανο να ονομαστεί με ένα μεμονωμένο όνομα, αποκτά κι άλλα ονόματα, παρονόματα, παρατσούκλια, γίνεται το εγώ (και οι άλλοι) και ο εαυτός του που τον χωρίζει από το εγώ, για να μπορεί να του δείξει και να του μάθει. Ο Μαραγκόπουλος μεταμφιέζεται σε φίλο και κατόπιν σε επιμελητή και σχολιαστή των κειμένων του ήρωά του Βενιαμίν Σανιδόπουλου. Ο Β.Σ. (ο οποίος σε ανύποπτο χρόνο – βλ. σ. 89 των Ωραίων Ημερών συναντά κάποιον συνομήλικό του Άρη Μαραγκόπουλο, «καλό παιδί» κτλ.), μεταλλάσσεται σε Αλιθέρση Μαστορίδη, ο οποίος βρίσκει τον φίλο και σχολιαστή των κειμένων του Β.Σ., σ’ ένα υπόγειο της Σόλωνος όπου κρυβόταν για ένα διάστημα στη δικτατορία, με τη συνείδηση κάποιου εξανδροποδισμένου από τους πρώτους κονκισταδόρες που εισέβαλαν στα εδάφη των Μάγια.
Αργότερα, στο Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία, από φίλος και σχολιαστής των κειμένων του Β.Σ., το πρόσωπο αυτό αναβαθμίζεται σε συγγραφέα-βιογράφο του, και αναλαμβάνει να αφηγηθεί την ερωτική ζωή του Μπέν. Με το υποκοριστικό της παιδικής ηλικίας του, ο Β.Σ. θα ζήσει την ερωτική ζωή του ενήλικα. Για του λόγου το αληθές, και ως απόδειξη ότι η ζωή αυτή υπήρξε αληθινή και γόνιμη –ένας δρόμος για την ελευθερία–, στην τελευταία σελίδα της αφήγησής του, ο συγγραφέας επικαλείται την ύπαρξη του γιου του Β.Σ., που φέρει το ίδιο υποκοριστικό και τον οποίο ο Άρης Μαραγκόπουλος, κατά πώς λέει ο ίδιος, γνωρίζει τυχαία, κατά τη συνάντησή του με τη μία από τις τέσσερις ηρωίδες της μυθιστορηματικής βιογραφίας του.
Όλες αυτές οι μεταμορφώσεις που υφίστανται συγγραφέας και ήρωας, καθώς μετατοπίζουν τις οπτικές τους γωνίες, δεν υπηρετούν την πλοκή κάποιας ιστορίας που μας αφηγούνται τα βιβλία του Μαραγκόπουλου και που μπορούμε κι εμείς να αφηγηθούμε με τη σειρά μας, αν τύχει κάποιος να μας ρωτήσει τι λένε. Υπηρετούν τη δυναμική που ενέχει η βιωματική και γνωστική σχέση αλληλεξάρτησης με την πραγματικότητα, σχέση που εξυφαίνει το κείμενο από τη μια ημερολογιακή σελίδα στην άλλη, από το ένα στο άλλο σχόλιο των αναφορών της, από τη μια ενότητα / τόμο στην άλλη.
Αυτή η βιωματική και γνωστική σχέση αλληλεξάρτησης με τα πράγματα είναι ο νοητός άξονας (ο μη ορατός για το γυμνό από ψυχικές εικόνες και έννοιες μάτι) γύρω από τον οποίο ξετυλίγεται η μετεμφυλιακή στην αφετηρία της και μεταμοντέρνα στην έκβασή της εποχή: μια εποχή που πήρε τα πάνω της μέσα στα χρόνια του 60’, για να κατρακυλήσει αργά στην αρχή και ύστερα με βαθμιαία, μη ελεγχόμενη, επιτάχυνση ως τα πρώτα χρόνια του 2000. Σ’ όλη αυτή την άνω και κάτω πορεία από δεκαετία σε δεκαετία, η βιωματική και γνωστική σχέση αλληλεξάρτησης των προσώπων με τα πράγματα γίνεται η βάση της κριτικής που ασκείται στο πνεύμα της εποχής, μιας κριτικής που λειτουργεί σαν καταλύτης για τις ποιητικές μεταλλάξεις συγγραφέα και ήρωα.
Στο Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία αυτή η οργιώδης αυτοαναφορικότητα μεταμφιέζεται σε τριτοπρόσωπη βιογραφία του ήρωα (των ετών 1980-1983), με αποσπάσματα που δανείζεται κατά πάσα πιθανότητα από το παρελθόν του φίλου και σχολιαστή του και στη συνέχεια βιογράφου του, Άρη Μαραγκόπουλου. Ο τελευταίος πληροφορεί ωστόσο τον αναγνώστη (βλ. τη σελ. χωρίς αρίθμηση, κάπου μετά τη σελ. 190) ότι στην αφήγησή του μεταφέρει πιστά τη διασωθείσα υπό του φίλου τους Παναγιώτη Κουτλουμούση αυτοβιογραφία του Σανιδόπουλου. Στις σελίδες της, κάθε απόσπασμα παρελθόντος θρυμματίζεται και κάθε θραύσμα αποκτά την προσωρινή αυτοτέλειά του κάτω από ονόματα γυναικών, του πατέρα, χρωμάτων ικανών να αποδώσουν μοριακές καταστάσεις τις οποίες προκαλούν αισθήσεις και συναισθήματα. (βλ. σ. 53):
Τέτοια περίτεχνα κομματάκια ζωής ξέβραζε το μολύβι κύμα· καθώς αποσυρόταν ετούτο, έμεναν εκείνα αγκυλωμένα σε κάποιο ξεραμένο κλαδί αρμυρού αισθήματος που γέρνει χρόνια πάνω από τη θάλασσα, ξέμεναν στην άμμο του υδρόφιλου σαρκίου μου, κάθονταν εκεί, και πάνω τους, λίγο λίγο, στοιβάζονταν κι άλλα, κι άλλα σπαράγματα φριχτής ζωής, ταχτικά, με ημερομηνίες, με εποχές, με χρόνια, και το σώμα μου τα βαστούσε όλα, αποθήκευε «κατά πλάκας», χοντρά τετράγωνα αλάτια πάνω στα κόκαλα της πλάτης και των χεριών, μάζευε σκληρότητα το σώμα, πώς τη μάζευε σιωπηλό, υποταχτικό, έκανε κρακ!
Ο μυθιστορηματικός συγγραφέας της βιογραφίας του Μπέν συνθέτει αυτά τα αποσπάσματα ζωής και τα θραύσματά τους, για να μας δείξει τον δρόμο που διήνυσε ένας νομάδας μέσα στην έρημο του δωματίου, του τραίνου, του υπενοικιασμένου σπιτιού, του δρόμου για το Σούνιο και πάλι πίσω για το σπίτι του θείου, ώσπου να φτάσει στην ελευθερία- κατάσταση που υπόσχεται η ποιητική χειραφέτηση της ζωής. Και πέντε φορές παρεμβαίνει με σελίδες που δεν αριθμώνται, γραμμένες σε αράδες με μεγαλύτερο διάστημα (βλ. «Άχρηστη ζωή» Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV,V), για να κάνει τον απολογισμό της ζωής ενός σαλεμένου και να αποφανθεί, την τέταρτη και προτελευταία φορά:
Δεν μπορεί κανείς να τρέφεται μόνο με όνειρα, όσο ρόδινα και αν είναι. Ούτε με ιδιωτικές τελετουργίες. Οι δια Χριστόν σαλοί έδρασαν σε άλλες εποχές. Ζούμε τώρα σε ανώδυνη εποχή. Θα φάμε, θα πιούμε, θα γλεντήσουμε. Θα πάμε και θέατρο. Τελείωσε.
Κι όμως η ζωή δεν τελειώνει με παρεμβάσεις. Ξετυλίγει τη μυθιστορηματική της πλοκή, για να φτάσει σε μια προσωρινή κορύφωση με τον συναυλισμό των γυναικών που όλες μαζί τις καλεί ο ήρωας στον Εθνικό Κήπο, για μια τελευταία φορά, πριν ξανασκορπίσουν τα πρόσωπα αυτά και χαθούν σα φαντάσματα. Για να σκορπίσουν και να χαθούν, θα χρειαστεί ο κήπος της παιδικής ηλικίας (και της αγάπης) να ξαναγίνει κήπος του φόβου, της βίας και της αχαριστίας, όπου θα διαπραχθούν σκληρές αναγνωρίσεις, ένα δυστύχημα-φόνος-ληστεία.
Ό,τι θα απομείνει στον δράστη-θύμα είναι η πορεία προς το Σούνιο και η καταφυγή στο σπίτι του θείου Χρήστου, που προσπαθεί να συνταιριάξει από το μικρό αγοράκι και τον ώριμο άντρα-ανηψιό του ένα πρόσωπο ικανό να τολμήσει και να κερδίσει μέσα από τις λάσπες τη βασιλεία των ουρανών […] και, κατά την ερμηνεία του ανηψιού, μια ποιητική ζωή όπου δεν θα ξεπουλιούνται τα πάντα στην αγοραία πεζολογία.
Όσο γι’ αυτό, το εννόησε και ο μυθιστορηματικός βιογράφος του, Άρης Μαραγκόπουλος· ο οποίος, στην πέμπτη και τελευταία παρέμβαση, 35 σελίδες πριν διαμειφθεί η αλληλογραφία ανηψιού-θείου, αναφωνεί:
Η εξορισμένη λογοτεχνία θα εμπνεύσει από την αρχή τον κόσμο. Η ποιητική ζωή δεν θα καταντήσει άχρηστη ζωή. Δεν θα ξεπουληθούν τα πάντα στην αγοραία πεζολογία. Αυτός ο πόλεμος θα κερδηθεί. Μία των ημερών η ποιητική ζωή θα υπάρξει για όλους.*
Aλεξάνδρα Δεληγιώργη, περ. Εντευκτήριο, τ. 60, 2003, σ. 121-124.
-------------------------------------
* Ο κριτικός λογοτεχνικών κειμένων ασφαλώς έχει να κάνει άλλη δουλειά πάνω στην ‘ντελεζιανή’ τριλογία του Άρη Μαραγκόπουλου, είθε ελάχιστα φιλολογική και περισσότερο φιλοσοφημένη. Εγώ, εδώ, επέμεινα στους λαβυρίνθους που δημιουργούν, υπό την πίεση των καιρών, οι μεταμορφώσεις, μεταμφιέσεις ή μεταλλάξεις των προσώπων του συγγραφέα και του ήρωα, για να ξαναθυμίσω στον αναγνώστη, τον χορτάτο από τη γραμμική πλοκή των μπεστ-σέλερ, πόσο πολύ-πλοκη, πολυκύμαντη, δαιδαλώδης στις αντιφάσεις, στους κραδασμούς, στις εκτινάξεις και στους εκπεσμούς της είναι η ζωή του καθενός από μας, όταν εκτίθεται στις φλόγες της κριτικής και ποιητικής ορμής που κρύβεται (ή θάφτηκε) μέσα μας.
ΙΙΙ. Αγάπη [Κήποι] Αχαριστία
Ένα έργο βαθιά πολιτικό
Ένα έργο βαθιά πολιτικό
Ο γνωστός κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής και συγγραφέας Άρης Μαραγκόπουλος μας είχε εκπλήξει ευχάριστα με το προηγούμενο, εξαιρετικά πλήρες και πρωτότυπο πόνημά του, το Ulysses. Οδηγός ανάγνωσης. Ήταν ένα έργο που συζητήθηκε ιδιαιτέρως και πολύ θετικά, καθώς παρέχει στον αναγνώστη τον μπούσουλα ώστε να πλεύσει με ασφάλεια στο πέλαγος του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις, ενός από τα απαιτητικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Παράλληλα δείχνει τη βαθύτατη σχέση του Άρη Μαραγκόπουλου με τον Ιρλανδό συγγραφέα. Γενικώς τα δοκίμια και οι μεταφράσεις του δηλώνουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις λογοτεχνικές του προτιμήσεις, τους «προγόνους» που ο ίδιος επιλέγει να τον επηρεάζουν στο δικό του, πρωτότυπο συγγραφικό έργο. Κι αυτές οι προτιμήσεις στρέφονται σαφώς στο λογοτεχνικό ρεύμα του μοντερνισμού.
Το πρόσφατο μυθιστόρημα του Μαραγκόπουλου, λοιπόν, με τον τίτλο Αγάπη [κήποι] αχαριστία, όχι μόνο δεν διαψεύδει αλλά επιβεβαιώνει αυτές τις... μοντερνιστικές προσδοκίες μας, καθώς πρόκειται για μυθοπλασία ανάμεικτη με αυθεντικά περιστατικά, τρίτο πρόσωπο, συνειδησιακή ροή και άλλα «τυπικά» στοιχεία του μοντερνισμού (βλ. χαρακτηριστικά το κεφάλαιο από το οποίο λείπουν τα σημεία στίξης: κόμματα, τελείες...).
Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα μυθιστόρημα με γραμμική αφήγηση, με καλοσχηματισμένους ήρωες, με το βάρος να δίνεται στην πλοκή. Αλλά περισσότερο για ένα έργο που ακολουθεί την αποσπασματικότητα της μοντέρνας γραφής και αποτυπώνει την εσωτερική-διαταραγμένη;- κατάσταση του ήρωα. Σ’ αυτό βέβαια συμβάλλει και το θέμα του, που κατά κύριο λόγο αναμιγνύει τους χρόνους. Ο ήρωας είναι ένας τριαντάρης δημοσιογράφος, ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος, ο οποίος αφηγείται υπό μορφή μυθιστορήματος τρία χρόνια από τη ζωή του. Αυτά τα τρία χρόνια τοποθετούνται στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ενώ οι αναμνήσεις του επικεντρώνονται κυρίως στα παιδικά του χρόνια, στη δεκαετία του ’50. Το παρόν, όπως σε κάθε περίπτωση, προϋποθέτει το παρελθόν και προαναγγέλλει το μέλλον (τη δεκαετία του ’90 και κυρίως τα χρόνια που διανύουμε τώρα). Επομένως πρόκειται για έναν χρόνο που περιλαμβάνει και τους τρεις, κάτι βεβαίως που πρέπει να αποτυπωθεί αφηγηματικά με τις παραπάνω τεχνικές.
Η δράση του μυθιστορήματος εστιάζεται στις γυναίκες –επτά τον αριθμό– με τις οποίες είχε σχέσεις ο ήρωας. Γυναίκες διαφορετικές μεταξύ τους, οι οποίες όμως, ζώντας τη συγκεκριμένη εποχή, «θέλησαν να γίνουν άντρες κι έγιναν τέρατα». Ανδρικός ιδεαλισμός εναντίον θηλυκού πραγματισμού λοιπόν; Και πρόκειται άραγε για έναν έμφυλο, υπαρξιακό, οντολογικό λόγο; Μάλλον αλλού θα αναζητούσαμε την απάντηση.
Το βιβλίο είναι βαθιά πολιτικό. Ο χώρος και ο χρόνος, όπως είδαμε, είναι επαρκώς προσδιορισμένοι. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, η ζωή μας καθορίζεται από την ιστορία, την κοινωνία, την πολιτική... Όπως δηλώνεται άλλωστε, ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος, ο οποίος «απέφευγε γενικώς να ζει με τα διαθέσιμα υλικά αυτού του κόσμου», εξαφανίστηκε επειδή η «ποιητική κράση» του «δεν άντεχε την αρρώστια της χώρας του». Και ποια ήταν αυτή η αρρώστια, στα «άθλια χρόνια του ’80»; Το κείμενο μας δίνει σαφή την απάντηση: «Στα πλαίσια της κοινωνικής ηθικής, που διαμορφώθηκε αυτή την κρίσιμη δεκαετία, το να ονειρεύεσαι κάτι διαφορετικό από τα λεφτά καθιερώθηκε ως ανεπίτρεπτο έως και ύποπτο. Στις δεινές εκείνες συνθήκες, η ελαφρώς ιδιόρρυθμη ζωή του Σανιδόπουλου υπήρξε εξ ορισμού ανατρεπτική».
Πολλά θα μπορούσε να γράψει κανείς για το μυθιστόρημα αυτό, και σίγουρα θα γραφτούν, αφού δρα ερεθιστικά προς διάφορες κατευθύνσεις: πλούσια λογοτεχνικά τεχνάσματα, πολιτική παρρησία για μια εποχή κοντινή, που μας αφορά πολλαπλώς...
Ο μεγάλος άξονας όμως που διαπερνά το μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου είναι η ποιητική γλώσσα με την οποία είναι γραμμένο και η ποιητική διάθεση με την οποία ζει ο ήρωάς του – ακόμη περισσότερο: πρόκειται για μια ποιητικότητα που ξεφεύγει από τις αισθητικές κατηγορίες και (για μία ακόμη φορά) προσλαμβάνει καθαρά πολιτικές διαστάσεις. Το απόσπασμα δεν αφήνει καμία αμφιβολία:
«Χρόνια τώρα η ποίηση δεν αναστατώνει τις ψυχές των ανθρώπων, δεν ταράζει τα βαλτοτόπια.
»Αλλά σήμερα είναι το μόνο όπλο που απέμεινε. Δεν υπάρχει άλλο. Τελεία και παύλα. [...]
»Οι σημερινές εξουσίες τρέμουν την ποίηση περισσότερο από ποτέ. Ελάφρυναν δραματικά τις αξίες του Ανθρώπου, μόνο το κέλυφος έμεινε – ως βαρετό μάθημα στα πανεπιστήμια. [...]
»Το παράδειγμα του σαλού Σανιδόπουλου είναι μικρό, είναι ελάχιστο, είναι ένα. Αλλά: "Και ένας να πιστέψει, είναι πιθανό όλος ο λαός, μία των ημερών, να".
»Η εξορισμένη λογοτεχνία θα εμπνεύσει από την αρχή τον κόσμο. Η ποιητική ζωή δεν θα καταντήσει άχρηστη ζωή. Δεν θα ξεπουληθούν τα πάντα στην αγοραία πεζολογία. Αυτός ο πόλεμος θα κερδηθεί. Μία των ημερών η ποιητική ζωή θα υπάρξει για όλους».
Εφημ. Μακεδονία, ένθετο «Πανσέληνος», 15.09.2002, Βασίλης Πάγκαλος
Το πρόσφατο μυθιστόρημα του Μαραγκόπουλου, λοιπόν, με τον τίτλο Αγάπη [κήποι] αχαριστία, όχι μόνο δεν διαψεύδει αλλά επιβεβαιώνει αυτές τις... μοντερνιστικές προσδοκίες μας, καθώς πρόκειται για μυθοπλασία ανάμεικτη με αυθεντικά περιστατικά, τρίτο πρόσωπο, συνειδησιακή ροή και άλλα «τυπικά» στοιχεία του μοντερνισμού (βλ. χαρακτηριστικά το κεφάλαιο από το οποίο λείπουν τα σημεία στίξης: κόμματα, τελείες...).
Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα μυθιστόρημα με γραμμική αφήγηση, με καλοσχηματισμένους ήρωες, με το βάρος να δίνεται στην πλοκή. Αλλά περισσότερο για ένα έργο που ακολουθεί την αποσπασματικότητα της μοντέρνας γραφής και αποτυπώνει την εσωτερική-διαταραγμένη;- κατάσταση του ήρωα. Σ’ αυτό βέβαια συμβάλλει και το θέμα του, που κατά κύριο λόγο αναμιγνύει τους χρόνους. Ο ήρωας είναι ένας τριαντάρης δημοσιογράφος, ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος, ο οποίος αφηγείται υπό μορφή μυθιστορήματος τρία χρόνια από τη ζωή του. Αυτά τα τρία χρόνια τοποθετούνται στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ενώ οι αναμνήσεις του επικεντρώνονται κυρίως στα παιδικά του χρόνια, στη δεκαετία του ’50. Το παρόν, όπως σε κάθε περίπτωση, προϋποθέτει το παρελθόν και προαναγγέλλει το μέλλον (τη δεκαετία του ’90 και κυρίως τα χρόνια που διανύουμε τώρα). Επομένως πρόκειται για έναν χρόνο που περιλαμβάνει και τους τρεις, κάτι βεβαίως που πρέπει να αποτυπωθεί αφηγηματικά με τις παραπάνω τεχνικές.
Η δράση του μυθιστορήματος εστιάζεται στις γυναίκες –επτά τον αριθμό– με τις οποίες είχε σχέσεις ο ήρωας. Γυναίκες διαφορετικές μεταξύ τους, οι οποίες όμως, ζώντας τη συγκεκριμένη εποχή, «θέλησαν να γίνουν άντρες κι έγιναν τέρατα». Ανδρικός ιδεαλισμός εναντίον θηλυκού πραγματισμού λοιπόν; Και πρόκειται άραγε για έναν έμφυλο, υπαρξιακό, οντολογικό λόγο; Μάλλον αλλού θα αναζητούσαμε την απάντηση.
Το βιβλίο είναι βαθιά πολιτικό. Ο χώρος και ο χρόνος, όπως είδαμε, είναι επαρκώς προσδιορισμένοι. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, η ζωή μας καθορίζεται από την ιστορία, την κοινωνία, την πολιτική... Όπως δηλώνεται άλλωστε, ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος, ο οποίος «απέφευγε γενικώς να ζει με τα διαθέσιμα υλικά αυτού του κόσμου», εξαφανίστηκε επειδή η «ποιητική κράση» του «δεν άντεχε την αρρώστια της χώρας του». Και ποια ήταν αυτή η αρρώστια, στα «άθλια χρόνια του ’80»; Το κείμενο μας δίνει σαφή την απάντηση: «Στα πλαίσια της κοινωνικής ηθικής, που διαμορφώθηκε αυτή την κρίσιμη δεκαετία, το να ονειρεύεσαι κάτι διαφορετικό από τα λεφτά καθιερώθηκε ως ανεπίτρεπτο έως και ύποπτο. Στις δεινές εκείνες συνθήκες, η ελαφρώς ιδιόρρυθμη ζωή του Σανιδόπουλου υπήρξε εξ ορισμού ανατρεπτική».
Πολλά θα μπορούσε να γράψει κανείς για το μυθιστόρημα αυτό, και σίγουρα θα γραφτούν, αφού δρα ερεθιστικά προς διάφορες κατευθύνσεις: πλούσια λογοτεχνικά τεχνάσματα, πολιτική παρρησία για μια εποχή κοντινή, που μας αφορά πολλαπλώς...
Ο μεγάλος άξονας όμως που διαπερνά το μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου είναι η ποιητική γλώσσα με την οποία είναι γραμμένο και η ποιητική διάθεση με την οποία ζει ο ήρωάς του – ακόμη περισσότερο: πρόκειται για μια ποιητικότητα που ξεφεύγει από τις αισθητικές κατηγορίες και (για μία ακόμη φορά) προσλαμβάνει καθαρά πολιτικές διαστάσεις. Το απόσπασμα δεν αφήνει καμία αμφιβολία:
«Χρόνια τώρα η ποίηση δεν αναστατώνει τις ψυχές των ανθρώπων, δεν ταράζει τα βαλτοτόπια.
»Αλλά σήμερα είναι το μόνο όπλο που απέμεινε. Δεν υπάρχει άλλο. Τελεία και παύλα. [...]
»Οι σημερινές εξουσίες τρέμουν την ποίηση περισσότερο από ποτέ. Ελάφρυναν δραματικά τις αξίες του Ανθρώπου, μόνο το κέλυφος έμεινε – ως βαρετό μάθημα στα πανεπιστήμια. [...]
»Το παράδειγμα του σαλού Σανιδόπουλου είναι μικρό, είναι ελάχιστο, είναι ένα. Αλλά: "Και ένας να πιστέψει, είναι πιθανό όλος ο λαός, μία των ημερών, να".
»Η εξορισμένη λογοτεχνία θα εμπνεύσει από την αρχή τον κόσμο. Η ποιητική ζωή δεν θα καταντήσει άχρηστη ζωή. Δεν θα ξεπουληθούν τα πάντα στην αγοραία πεζολογία. Αυτός ο πόλεμος θα κερδηθεί. Μία των ημερών η ποιητική ζωή θα υπάρξει για όλους».
Εφημ. Μακεδονία, ένθετο «Πανσέληνος», 15.09.2002, Βασίλης Πάγκαλος