Ερωτήσεις (απλές) – Απαντήσεις (αναλυτικές)
για τη Μανία με την Άνοιξη
Συνέντευξη στο περιοδικό Διαβάζω, 2006
για τη Μανία με την Άνοιξη
Συνέντευξη στο περιοδικό Διαβάζω, 2006
Μανία με την Άνοιξη και Χαμένη Άνοιξη
Μια συγκριτική ανάγνωση με τον Βασίλη Βασιλικό
20/11/2010
Μια συγκριτική ανάγνωση με τον Βασίλη Βασιλικό
20/11/2010
Ένα «μυστικό» της Μανίας
Dixi et salvavi animam meam Μια φράση - κλειδί από ένα βιβλίο - κλειδί |
Μια ανάγνωση (της πρώτης έκδοσης)
από τον Βασίλη Βασιλικό (εφημ. Το Βήμα της Κυριακής, 19.11.06) |
«…Τώρα θα μας κρίνει η Ιστορία. Δεν θα μιλήσω άλλο. Dixi et salvavi animam meam».
«Τι ήταν αυτό το τελευταίο που είπε;» ρώτησαν ψιθυριστά με μια φωνή Φλώρα και Μαρία. «''Τα είπα και ξαλάφρωσε η ψυχή μου''», μετέφρασε εξίσου ψιθυριστά ο Σανιδόπουλος. Η μανία με την Άνοιξη, σ. 336 Η στενή διακειμενική σχέση της Μανίας με την Άνοιξη με τη Χαμένη Άνοιξη του Στρατή Τσίρκα είναι γνωστή, εμφανής στο μυθιστόρημα (διαπερνάει όλη τη ραχοκοκκαλιά του) δηλωμένη από τον συγγραφέα στις συνεντεύξεις του και ποικιλοτρόπως σχολιασμένη από τους κριτικούς που θέλησαν να ασχοληθούν με το βιβλίο[1]. Υπάρχει όμως και ένα άλλο βιβλίο με το οποίο συνομιλεί η Μανία. Όχι πάντοτε ευθέως και εμφανώς αλλά οπωσδήποτε, υπογείως. Αυτό το βιβλίο (του οποίου τη δεσπόζουσα θέση στη Μανία ελάχιστοι σχολίασαν) δεν είναι μυθιστόρημα, είναι μια μυθική στην πολιτική φιλολογία μπροσούρα, γραμμένη από τον Μαρξ σχεδόν ενάμιση αιώνα πριν (1875): Η Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Η μικρή αυτή μπροσούρα[2] αποτελεί διαρκές σημείο αναφοράς στη Μανία με την Άνοιξη (αναφέρεται ευθέως τουλάχιστον δέκα φορές) και, υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες, αποκτά κάθε φορά διαφορετικές συνδηλώσεις στην αφηγηματική εξέλιξη – συνδηλώσεις, οι περισσότερες από τις οποίες, ακόμα και για τον μη προσεκτικό αναγνώστη, δύσκολα περνούν απαρατήρητες. Ο αναγνώστης που είναι ενήμερος για το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πολεμικής του Μαρξ[3] είναι βέβαιο ότι, σε ένα δεύτερο, ευρύτερο επίπεδο ανάγνωσης, αφενός θα κατανοήσει και θα απολαύσει πολύ περισσότερο το μυθιστόρημα και αφετέρου θα αναστοχαστεί, με αφορμή την ιστορία της αφήγησης, τις όποιες απόψεις του γύρω από την Ιστορία και τον τρόπο που οι αφηγήσεις της καθορίζουν τη συνείδηση των ανθρώπων… –––––––––––––––––––––––––– [1] Το ίδιο ισχύει και για το βιβλίο Οι ωραίες ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου του ίδιου του συγγραφέα Ά.Μ. [2] Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του Μαρξ, δεκαπέντε χρόνια μετά τη συγγραφή της, σε επιμέλεια του Φρίντριχ Ένγκελς (στα 1891). Το πρόγραμμα της Γκότα, στη συγκυρία που εκπονήθηκε, αποσκοπούσε στη συγκρότηση του ενιαίου Γερμανικού Εργατικού Κόμματος, γι’ αυτό και οι επικεφαλής του Κόμματος απαγόρευσαν τη δημοσίευση της Κριτικής του Μαρξ στα έντυπά τους από φόβο μη δημιουργηθεί διάσπαση κ.λπ. [3] Αυτός ο αναγνώστης θα δικαιολογήσει τη μικρή παραλλαγή στον τίτλο του βιβλίου του Μαρξ στις πρώτες σελίδες της Μανίας: Kριτική των προγραμμάτων της Γκότα και της Eρφούρτης. Ο αναγνώστης που έχει κάποια μαρξιστική παιδεία γνωρίζει ότι στην Ερφούρτη εκπονήθηκε ένα δεύτερο πρόγραμμα (1891), του Γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος – εν όψει αυτού του δεύτερου προγράμματος ο Ένγκελς δημοσίευσε την Κριτική του Μαρξ. Διαβάστε τη συνέχεια αυτού του άρθρου στο επισυναπτόμενο αρχείο: |
Το μυθιστόρημα αρχίζει άγρια, απότομα, όπως σε μια ταινία όπου ο φόνος προηγείται των ζενερίκ (των αρχικών τίτλων). Εδώ όμως δεν πρόκειται για φόνο, αλλά για μια ετεροχρονισμένη εκδίκηση όπου ένας τύπος σαν μαινόμενος ταύρος τα σπάει σε μια Eφημερίδα φορώντας μάσκα Γκράουτσο Mαρξ και γάντια και, στο τέλος, απέρχεται σαν κύριος, γλιτώνοντας τη σύλληψη, αλλά με ένα καταματωμένο χέρι.
Ποιος είναι; Ποιοι είναι οι άλλοι τύποι που τον περιθάλπουν; Ακόμα, μυστήριο. Σαν μια παρέα πανκ εμφανίζονται οι ανώνυμοι σύντροφοί του, που ζουν μάλλον περιθωριακά και μοιάζει να… πεινούν. Το τοπίο ξεκαθαρίζει σταδιακά, με τον τρόπο που ξεφλουδίζεις ένα κρεμμύδι. Μαθαίνουμε πως ...ο ταύρος είναι ένας από τους ήρωες ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος, πρώην δημοσιογράφος που μόλις επέστρεψε ύστερα από μια δεκαετία αυτοεξορίας στο Παρίσι (δούλευε σε μη κυβερνητικές οργανώσεις). Bρίσκει προσωρινό καταφύγιο κοντά στον παλιό του φίλο κι ομοϊδεάτη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς τον Παναγή. Το δίδυμο των φίλων συμπληρώνεται από δυο κοπέλες. Την τριαντάχρονη Μαρία, ιδιωτική υπάλληλο (δουλειά - σπίτι - δουλειά) και την 25χρονη Φλώρα, μια κοπέλα από την «ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων». Είναι κατακαλόκαιρο. Η Αθήνα φλέγεται κι οι δυο μεσήλικες άντρες αποφασίζουν να «διακόψουν», στην κυριολεξία, με το παρελθόν τους και ό,τι τους βασανίζει απ’ αυτό, και να φύγουν διακοπές με τις κοπέλες τους σ’ ένα ανώνυμο νησί, που είναι κάτι «μεταξύ Μάνης και Κρήτης». Το νησί μάς παρουσιάζεται στην αρχή ως σχεδόν νορμάλ τόπος. Σιγά-σιγά ανακαλύπτουμε πως μόνο τέτοιο δεν είναι. Παλιός τόπος εξορίας των Αριστερών επί Εμφυλίου, διαποτίστηκε από την ιδεολογία τους και μετά από χρόνια, την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα, (καλοκαίρι του 2000), διατηρεί την ιδιαιτερότητά του: οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους παραμένουν ασυμβίβαστοι, (π.χ. πετούν στη θάλασσα τις κάμερες των τηλεοπτικών συνεργείων όταν έρχονται να καλύψουν μια μεγάλη πυρκαγιά, τα μαγαζιά τους ανοίγουν τα μεσάνυχτα, κινούνται όλοι σε προκλητικά αργούς ρυθμούς κ.λπ.) – ζώντας σ’ ένα δικό τους κόσμο. O αναγνώστης σιγά σιγά συνειδητοποιεί ότι το νησί αυτό είναι η ίδια η Ελλάδα, μαύρο πρόβατο στην απονευρωμένη και πειθήνια Ευρώπη. Ώσπου στην ιστορία εμφανίζεται η μεγάλη Φλώρα, κάτοικος του νησιού εδώ και 40 περίπου χρόνια, που διατηρεί ζαχαροπλαστείο – καφετέρια για την επιβίωση. Πρόκειται για την πραγματική Φλώρα, τη γυναίκα που ενέπνευσε την ηρωίδα του Στρατή Τσίρκα, την ερωμένη του “Ανδρέα” της Χαμένης Άνοιξης. Tότε ήταν μόλις 25 χρονών, δηλαδή στην ηλικία της φίλης του Σανιδόπουλου, της «μικρής» Φλώρας… Διαβάστε τη συνέχεια αυτού του άρθρου στο επισυναπτόμενο αρχείο:
|
dixi_et_salvavi_animam_meam.pdf | |
File Size: | 171 kb |
File Type: |
Από τη Χαμένη Άνοιξη στη Μανία με την Άνοιξη
Αναγκαιότητα και προϋποθέσεις για ένα πολιτικό μυθιστόρημα σήμερα
Αναγκαιότητα και προϋποθέσεις για ένα πολιτικό μυθιστόρημα σήμερα
Σήμερα κατανοούμε ότι:
1. Πολιτικό μυθιστόρημα δεν σημαίνει κατ' ανάγκην αριστερό μυθιστόρημα, πολύ περισσότερο μυθιστόρημα που εξυπηρετεί τις άλφα ή βήτα μικροκομματικές επιλογές. Αυτή η συνθήκη αφορά ένα εξαντλημένο καταπιεστικό παρελθόν, εκείνο του απηρχαιωμένου σοσιαλιστικού ρεαλισμού και των όποιων αποχρώσεών του. Ωστόσο, στην Ελλάδα, η εμφύλια μεταπολεμική περίοδος που κράτησε τριάντα χρόνια δημιούργησε, κυρίως στο ευρύτερο κοινό της Αριστεράς, μια διαρκή προσδοκία πολιτικής επανανάγνωσης του παρελθόντος την οποία σφράγισαν με τον τρόπο τους τα δύο σημαντικότερα μεταπολεμικά μυθιστορήματα: το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου και η Τριλογία του Στρατή Τσίρκα. Καθώς τώρα αμφότερα προήλθαν μέσα από τις γενικότερες ζυμώσεις στον χώρο της Αριστεράς, στη μεταπολίτευση ο όρος πολιτικό μυθιστόρημα περίπου ταυτίστηκε με τις αναζητήσεις αυτού του χώρου.
2. Το πολιτικό μυθιστόρημα δεν αναφέρεται στη θεσμική πολιτική σκηνή παρά μόνον στον βαθμό που αυτό εξυπηρετεί την αφηγηματική ανάγκη. Κατ' επέκταση το πολιτικό μυθιστόρημα, ιδιαιτέρως σήμερα, δεν είναι κατ' ανάγκην ρεαλιστικό· π.χ. μπορεί να εκφράσει την πολιτική αγωνία της εποχής ακόμα κι αν κινείται στον χώρο του φανταστικού – όπως για παράδειγμα το έκανε σε ανύποπτο χρόνο (κι ας μην διαβάστηκε στην εποχή του με αυτόν τον τρόπο) η Τριλογία του Βασίλη Βασιλικού[1].
3. Το πολιτικό μυθιστόρημα προσεγγίζει, ανιχνεύει, εξιστορεί ό,τι η θεσμική πολιτική δεν είναι ως εκ της θέσεώς της διατεθειμένη να κάνει.
4. Τα παραπάνω δεν ακυρώνουν τη βασική συνθήκη για κάθε πολιτικό μυθιστόρημα που είναι: ή αυτό εμπνέει την αμφισβήτηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων ή, διαφορετικά, δεν υπάρχει – εφόσον τότε αφορά άλλου τύπου αφήγηση.
Η προϊστορία αυτών των θέσεων στο επίπεδο της νεοελληνικής πεζογραφίας ανιχνεύεται σε λίγα έργα που γράφτηκαν όλα, λίγο πολύ, πριν και κατά τη δικτατορία αλλά που όλα εκδόθηκαν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Η Χαμένη Άνοιξη του Τσίρκα, ένα από αυτά τα έργα, γράφτηκε μετά τη γνωστή περιπέτεια του συγγραφέα με την κριτική του Κόμματος για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Γράφτηκε, παράλληλα, σε μια εποχή υπόγειων πλην εμφανών αλλαγών στη διεθνή Αριστερά, αλλαγών που η εντόπια Αριστερά σε ένα πολύ μικρό κομμάτι της διαισθανόταν ή έστω δεχόταν να αφουγκραστεί.
Kάποτε θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτό που στο βάθος ενόχλησε τους πολέμιους των Ακυβέρνητων Πολιτειών δεν ήταν τόσο η μη συμμόρφωση του συγγραφέα προς την όποια πολιτική γραμμή του Κόμματος όσο η εμφανής πάλη του να απελευθερωθεί από τον άγραφο μικροαστικό Κανόνα της κυρίαρχης αριστερής ηθικής…
[1] Βλ. σχετική επιχειρηματολογία στην Εισαγωγή του γράφοντος («Η Τριλογία του Βασίλη Βασιλικού γράφτηκε μόλις χθες») στην οριστική έκδοση της Τριλογίας (επιμ.α Α. Σαΐνης, εκδ. Τόπος 2007).
Κατεβάστε εδώ όλο το άρθρο του ΄Α. Μ.
1. Πολιτικό μυθιστόρημα δεν σημαίνει κατ' ανάγκην αριστερό μυθιστόρημα, πολύ περισσότερο μυθιστόρημα που εξυπηρετεί τις άλφα ή βήτα μικροκομματικές επιλογές. Αυτή η συνθήκη αφορά ένα εξαντλημένο καταπιεστικό παρελθόν, εκείνο του απηρχαιωμένου σοσιαλιστικού ρεαλισμού και των όποιων αποχρώσεών του. Ωστόσο, στην Ελλάδα, η εμφύλια μεταπολεμική περίοδος που κράτησε τριάντα χρόνια δημιούργησε, κυρίως στο ευρύτερο κοινό της Αριστεράς, μια διαρκή προσδοκία πολιτικής επανανάγνωσης του παρελθόντος την οποία σφράγισαν με τον τρόπο τους τα δύο σημαντικότερα μεταπολεμικά μυθιστορήματα: το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου και η Τριλογία του Στρατή Τσίρκα. Καθώς τώρα αμφότερα προήλθαν μέσα από τις γενικότερες ζυμώσεις στον χώρο της Αριστεράς, στη μεταπολίτευση ο όρος πολιτικό μυθιστόρημα περίπου ταυτίστηκε με τις αναζητήσεις αυτού του χώρου.
2. Το πολιτικό μυθιστόρημα δεν αναφέρεται στη θεσμική πολιτική σκηνή παρά μόνον στον βαθμό που αυτό εξυπηρετεί την αφηγηματική ανάγκη. Κατ' επέκταση το πολιτικό μυθιστόρημα, ιδιαιτέρως σήμερα, δεν είναι κατ' ανάγκην ρεαλιστικό· π.χ. μπορεί να εκφράσει την πολιτική αγωνία της εποχής ακόμα κι αν κινείται στον χώρο του φανταστικού – όπως για παράδειγμα το έκανε σε ανύποπτο χρόνο (κι ας μην διαβάστηκε στην εποχή του με αυτόν τον τρόπο) η Τριλογία του Βασίλη Βασιλικού[1].
3. Το πολιτικό μυθιστόρημα προσεγγίζει, ανιχνεύει, εξιστορεί ό,τι η θεσμική πολιτική δεν είναι ως εκ της θέσεώς της διατεθειμένη να κάνει.
4. Τα παραπάνω δεν ακυρώνουν τη βασική συνθήκη για κάθε πολιτικό μυθιστόρημα που είναι: ή αυτό εμπνέει την αμφισβήτηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων ή, διαφορετικά, δεν υπάρχει – εφόσον τότε αφορά άλλου τύπου αφήγηση.
Η προϊστορία αυτών των θέσεων στο επίπεδο της νεοελληνικής πεζογραφίας ανιχνεύεται σε λίγα έργα που γράφτηκαν όλα, λίγο πολύ, πριν και κατά τη δικτατορία αλλά που όλα εκδόθηκαν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Η Χαμένη Άνοιξη του Τσίρκα, ένα από αυτά τα έργα, γράφτηκε μετά τη γνωστή περιπέτεια του συγγραφέα με την κριτική του Κόμματος για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Γράφτηκε, παράλληλα, σε μια εποχή υπόγειων πλην εμφανών αλλαγών στη διεθνή Αριστερά, αλλαγών που η εντόπια Αριστερά σε ένα πολύ μικρό κομμάτι της διαισθανόταν ή έστω δεχόταν να αφουγκραστεί.
Kάποτε θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτό που στο βάθος ενόχλησε τους πολέμιους των Ακυβέρνητων Πολιτειών δεν ήταν τόσο η μη συμμόρφωση του συγγραφέα προς την όποια πολιτική γραμμή του Κόμματος όσο η εμφανής πάλη του να απελευθερωθεί από τον άγραφο μικροαστικό Κανόνα της κυρίαρχης αριστερής ηθικής…
[1] Βλ. σχετική επιχειρηματολογία στην Εισαγωγή του γράφοντος («Η Τριλογία του Βασίλη Βασιλικού γράφτηκε μόλις χθες») στην οριστική έκδοση της Τριλογίας (επιμ.α Α. Σαΐνης, εκδ. Τόπος 2007).
Κατεβάστε εδώ όλο το άρθρο του ΄Α. Μ.
lost_spring_obsession_with.pdf | |
File Size: | 204 kb |
File Type: |
Η ανάγνωση που συμπυκνώνει και ορισμένες αρνητικές επισημάνσεις κατά την πρώτη υποδοχή του βιβλίου
Στο βασίλειο της κόκκινης Φλώρας
|
H ανάγνωση από τον πανεπιστημιακό Λευτέρη Παπαλεοντίου κατά τη δεύτερη υποδοχή του βιβλίου
Η χαμένη Άνοιξη επανέρχεται
|
Δημοσθένης Κούρτοβικ
«Βιβλιοδρόμιο», Τα Νέα, 10.03.07 Το 2002 ο Άρης Μαραγκόπουλος, θαυμαστής και μελετητής του Τζόυς, έκανε κάτι ασυνήθιστο για συγγραφέα. Δημοσίευσε, με διαφορά λίγων μηνών, δύο πεζογραφήματα που ακολουθούσαν διαφορετικές και αντιθετικές λογοτεχνικές παραδόσεις: το ακραία αντιαφηγηματικό, θραυσματικό, εσωστρεφές Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία και το κλασικότροπο Τα δεδομένα της ζωής μας, μια επιστολική νουβέλα που ο μύθος της αναφέρεται σε ατομικές πράξεις (ήπιας) τρομοκρατίας ως κοινωνικής διαμαρτυρίας. Αυτή η διπλή κίνηση υποδήλωνε έναν διχασμό, ένα μεταίχμιο: ο ενθουσιωδώς και απαρέγκλιτα μοντερνιστής συγγραφέας αισθανόταν πως η γνωστή μοντερνιστική απέχθεια για τη μυθοπλασία αφ΄ ενός, για την «επικαιρότητα» αφ΄ ετέρου, δεν τον κάλυπτε πια. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Μαραγκόπουλος φαίνεται να έχει λύσει το δίλημμά του. Η μανία με την άνοιξη είναι ένα άμεσα πολιτικό μυθιστόρημα με θέμα την τρομοκρατία, ένα μυθιστόρημα με πλοκή και «στρωτή» αφήγηση (αν εξαιρέσουμε το μάλλον ξεκάρφωτο πρώτο μέρος), αλλά και με διάσπαρτα στοιχεία μοντερνιστικής τεχνικής, που τώρα εντάσσονται ομαλά στον αφηγηματικό ιστό, δίνοντάς του περισσότερο νεύρο και φρεσκάδα. Το βιβλίο έχει την πρωτοτυπία να αποτελεί συνέχεια όχι ενός, αλλά δύο άλλων μυθιστορημάτων. Το ένα από αυτά είναι του ίδιου του Μαραγκόπουλου: Οι ωραίες ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, από το 1998. Το άλλο είναι Η χαμένη άνοιξη, το –κατά την κυρίαρχη άποψη όχι πολύ εύφωνο– κύκνειο άσμα του Στρατή Τσίρκα, από το 1976. Ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος (πρόδηλο alter ego του συγγραφέα), παλιός αριστερός ριζοσπάστης, επιστρέφει στην Ελλάδα την αυγή της νέας χιλιετίας, πενηντάρης πια, έπειτα από δεκαετή διαμονή στο εξωτερικό, όπου δραστηριοποιούνταν, όχι χωρίς σκεπτικισμό, σε διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις. Αφού πάρει μια όψιμη, όπως συνιστάται, εκδίκηση κάνοντάς τα γυαλιά-καρφιά στην εφημερίδα όπου δούλευε κάποτε, φεύγει με τον επιστήθιο φίλο του Παναγή και τις κατά πολύ νεότερες ερωμένες τους, τη Φλώρα και τη Μαρία, για διακοπές σ΄ ένα νησί του Αιγαίου. Εκεί γνωρίζει μια δεύτερη Φλώρα: την απολιτική και ερωτικά ευένδοτη Αμερικανίδα του βιβλίου του Τσίρκα, η οποία, παραμένοντας στα εξήντα κάτι της μια ιδιαίτερα ερωτική γυναίκα, έχει στο μεταξύ μεταλλαγεί σε ακτιβίστρια και άτυπο ηγέτη της τοπικής κοινότητας, αφού προσηλυτίστηκε από έναν, πεθαμένο πια, εραστή της, παλιό κομμουνιστή αντάρτη και λαϊκό θρύλο στο νησί, όπου η Φλώρα εγκαταστάθηκε πριν από 35 χρόνια, αμέσως μετά τα Ιουλιανά, στη βράση των οποίων την είχε αφήσει ο Τσίρκας…
|
Λευτέρης Παπαλεοντίου
περ. Εντευκτήριο, τ. 86, 07-09.2009. Στη δεύτερη επεξεργασμένη αυτή έκδοση του μυθιστορήματός του, ο Άρης Μαραγκόπουλος έκρινε σκόπιμο να προσθέσει ένα πολύ χρήσιμο προλογικό σημείωμα («Μου είχαν πει ότι ζει ανάμεσά μας»), στο οποίο ξεκαθαρίζει τη «σχέση» του με τη Φλώρα, την κεντρική ηρωίδα στη Χαμένη Άνοιξη (1976) του Στρατή Τσίρκα αλλά και το ιστορικό πρόσωπο που ενέπνευσε τον συγγραφέα τον Ακυβέρνητων πολιτειών. Ο νεότερος συγγραφέας δεν το κρύβει ότι το μυθιστόρημά του είναι ο καρπός ενός έρωτα, που κυοφορήθηκε για περισσότερο από τριάντα χρόνια, από τη στιγμή δηλαδή που γοητεύτηκε από την πλασματική ηρωίδα και από το ίδιο το μυθιστόρημα του Τσίρκα έως την ώρα που κατάφερε να ολοκληρώσει τη δική του Μανία με την Άνοιξη. Μάλιστα ομολογεί ότι η «πραγματική» Φλώρα για τον ίδιον δεν είναι η όμορφη γυναίκα που ενέπνευσε τον Τσίρκα (την οποία ουδέποτε επιδίωξε να συναντήσει, αν και γνώριζε ότι κατοικούσε στη γειτονιά του), αλλά η μυθοποιημένη, λογοτεχνική μορφή της. Αν η Χαμένη Άνοιξη του Στρ. Τσίρκα έμεινε το πρώτο, μάλλον παραγνωρισμένο, μέρος της ανολοκλήρωτης μυθιστορηματικής τριλογίας με τίτλο «Δίσεχτα χρόνια», που παρέμεινε στη σκιά των επιβλητικών Ακυβέρνητων πολιτειών, ο Α. Μαραγκόπουλος θέλησε να το επαναφέρει στο φως και να του δώσει συνέχεια και προέκταση μέσα από το δικό του μυθιστόρημα. Θέλησε να «αναστήσει» την «αισθαντική» Φλώρα, να διηγηθεί την ιστορία της και παράλληλα να αναδιφήσει «στην ιστορία πολλών άλλων ανθρώπων», και ειδικά «όλων εκείνων που επιμένουν να προσδοκούν μια Άνοιξη παρά και ενάντια στους δύστροπους καιρούς». Ας θυμηθούμε ότι το τελευταίο μυθιστόρημα του Στρ. Τσίρκα τοποθετεί τη δράση του στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1965, όταν η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου εξωθείται από το Παλάτι σε παραίτηση, για να ακολουθήσουν νέες πολιτικές ταραχές, που διευκολύνουν την επικράτηση της επταετούς δικτατορίας δυο χρόνια αργότερα. Τα πολιτικά πράγματα του Ιουλίου του 1965 μυθοποιούνται αρκετά αποτελεσματικά και δίνονται από τη σκοπιά των δυο κεντρικών αφηγηματικών προσώπων και εστιαστών της Χαμένης Άνοιξης, του πολιτικού εξόριστου Αντρέα, που μόλις είχε επαναπατριστεί τότε, ύστερα από δεκαοχτώ χρόνια περιπλάνησης σε ξένες πολιτείες (από το Παρίσι, την Πράγα, τη Βουδαπέστη και τη Σόφια έως τη Μόσχα και την Τασκένδη), και της αισθαντικής Φλώρας, η οποία θυμίζει άλλες εξωτικές, ερωτικές, σαρκικές και γενικά προσγειωμένες ηρωίδες των Ακυβέρνητων πολιτειών, όπως την Έμμη, που έχουν ως προτεραιότητά τους να απορροφήσουν τις γήινες απολαύσεις της ζωής και παράλληλα αποβλέπουν να δείξουν από μια δική τους σκοπιά τα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα της εποχής τους. Η Χαμένη Άνοιξη κορυφώνεται με τη δολοφονία και την κηδεία του φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων που ακολούθησαν την αναγκαστική παραίτηση του Γ. Παπανδρέου. Η κηδεία εξελίσσεται σε μεγαλειώδη συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά του καθεστώτος, ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης αποχαιρετά το «γελαστό παιδί» με την αισιόδοξη πρόβλεψη ότι η θυσία του θα φέρει τη «Μεγάλη Άνοιξη». Βέβαια, η πρόβλεψη αυτή ακυρώθηκε με τον χειρότερο τρόπο από τη δικτατορία των συνταγματαρχών…
|
«Αντώνης Μπόγας: Ένας λαϊκός ήρωας της Μανίας με την Άνοιξη και του Χαστουκόδεντρου». Γενικότερο σχόλιο με αφορμή τον συγκεκριμένο ήρωα της Μανίας με την Άνοιξη και του Χαστουκόδεντρου και τη σχέση του με την πραγματικότητα (τον υπαρκτό Αντώνη Καλαμπόγια).
Παναγιώτης Φραντζής, εφημ. Πριν (τίτλος: «Ήρωες της κρυμμένης αφήγησης», 20.01.2013).
Διαβάστε όλο το άρθρο εδώ.
Παναγιώτης Φραντζής, εφημ. Πριν (τίτλος: «Ήρωες της κρυμμένης αφήγησης», 20.01.2013).
Διαβάστε όλο το άρθρο εδώ.
Επισημάνσεις της κριτικής στην πρώτη έκδοση
Στην εφημ. Τα Νέα
[…] Το μυθιστόρημα του Μαραγκόπουλου έχει δύο ιδιαιτερότητες: πρώτον, τοποθετεί την ελληνική τρομοκρατία σ΄ έναν βαθύτερο ιστορικό και κοινωνικό ορίζοντα, και δεύτερον, αναπτύσσει μια πολιτική κριτική της, την πρώτη ουσιαστικά στην ελληνική λογοτεχνία. Ο Μαραγκόπουλος, σωστά κατά τη γνώμη μου, εντοπίζει τις ρίζες του φαινομένου όχι στην περίοδο της Χούντας, όπως γίνεται συνήθως, αλλά στον Εμφύλιο…
[…] Υπάρχουν σ΄ αυτό το μυθιστόρημα σκηνές και εικόνες που μένουν χαραγμένες στον νου του αναγνώστη πολύ μετά την ανάγνωση: το παράξενο θέαμα της Λουκίας, της βοηθού της Φλώρας, όταν στριφογυρίζει ταχυδακτυλουργικά τους πολύχρωμους σπάγκους της με τις λαστιχένιες μπάλες, ένα αυτοσχέδιο σύστημα, όπως θα μάθουμε, για να στέλνει από απόσταση κωδικοποιημένα μηνύματα στους «μυημένους»· το πλήθος που κατεβαίνει με αινιγματική έκφραση στην κηδεία της Στέλλας, μια πομπή που παραλληλίζεται πολύ όμορφα με την, αναλυμένη από τον δάσκαλο λίγες μέρες πριν, απεικόνιση της πομπής των Παναθηναίων στη ζωφόρο του Παρθενώνα, η εκπληκτική σκηνή όπου σε μια διαδήλωση δεξιών νοικοκυραίων κατά της τρομοκρατίας παρεισφρέουν αριστεροί, που τους αντιπαρατίθενται φωνάζοντας το ίδιο σύνθημα, «η τρομοκρατία δεν θα περάσει», αλλά με εντελώς διαφορετικό ηχόχρωμα, που αναδεικνύει την αβυσσαλέα διαφορά ιστορικών βιωμάτων και πολιτικής κουλτούρας των δύο παρατάξεων.
Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Βιβλιοδρόμιο», Τα Νέα, 10.03.07
Στην εφημ. Το Βήμα της Κυριακής
…Το βιβλίο θα μπορούσε να λέγεται και O Αρχαίος Θυμός, αν δεν προϋπήρχε η Αρχαία Σκουριά της Μάρως Δούκα. Αντιγράφω: «Δεν υπάρχει άλλος λαός που μπορεί να καταλάβει (πόσο μάλλον να αισθανθεί) την πικρή ηδονή αυτού του συλλογικού καημού, τον καταπιεσμένο θυμό που τρέφουν αυτοί οι νοσταλγικοί ρυθμοί, αυτά τα απελπισμένα λόγια της ανεκπλήρωτης αγάπης, αυτές οι λυγμώδεις φωνές της απατημένης γυναίκας-χώρας».
H μανία με την Άνοιξη ολοκληρώνει την πορεία του συγγραφέα στο δύσκολο δρόμο που επέλεξε, περνώντας από τις συμπληγάδες του Τζόυς και του Μπόρχες, για να ξαναβρεί, σαν ανακαινισμένο νόμισμα, το χρυσάφι του Μπαλζάκ.
Ένα συναρπαστικό πολιτικό θρίλερ, μια ανατομία του τόπου αυτού που λέγεται Ελλάς, και που ελπίζω να ανοίξει έναν ευρύ διάλογο στο αναγνωστικό κοινό μια που διαπραγματεύεται τη νεότερη ιστορία μας από τον Κολοκοτρώνη – Μαρίνο Αντύπα – Άρη Βελουχιώτη μέχρι τον Κουφοντίνα.
Βασίλης Βασιλικός, εφημ. Το Βήμα, 19.11.06
…Όσο για την δόμηση της αφήγησης, εδώ ο συγγραφέας μας κλείνει το μάτι. Σαρωτικά μοντεριστής στην αρχή, απλώνει παραληρηματικά τον "αρχαίο θυμό" μέσα στις πρώτες σελίδες, κι όταν ο αναγνώστης έχει εξοικειωθεί με το ύφος, με μια αφηγηματική μαχαιριά, βάζει το τρένο στις ράγες και το κινεί μέσα από τις πεδιάδες και τα βουνά του ρεαλισμού, περνώντας στο διάβα του από σκοτεινά τούνελ, όπου η αφήγηση, μεσα από παρεκβατικά αποσπάσματα, ξαναβρίσκει την αρχική της "απείθεια" σχολιάζοντας έτσι (ή καλύτερα, πενθώντας), μέσα από την υφολογική παρέκκλιση, την αγριότητα ενός κόσμου όπου το φαίνεσθαι υπερισχύει του είναι.
Ένα πολυεπίπεδο, βαθύ και απολαυστικό ανάγνωσμα.
Αλέξης Σταμάτης, εφημ. Το Έθνος, 13.12.2006.
[…] Το μυθιστόρημα του Μαραγκόπουλου έχει δύο ιδιαιτερότητες: πρώτον, τοποθετεί την ελληνική τρομοκρατία σ΄ έναν βαθύτερο ιστορικό και κοινωνικό ορίζοντα, και δεύτερον, αναπτύσσει μια πολιτική κριτική της, την πρώτη ουσιαστικά στην ελληνική λογοτεχνία. Ο Μαραγκόπουλος, σωστά κατά τη γνώμη μου, εντοπίζει τις ρίζες του φαινομένου όχι στην περίοδο της Χούντας, όπως γίνεται συνήθως, αλλά στον Εμφύλιο…
[…] Υπάρχουν σ΄ αυτό το μυθιστόρημα σκηνές και εικόνες που μένουν χαραγμένες στον νου του αναγνώστη πολύ μετά την ανάγνωση: το παράξενο θέαμα της Λουκίας, της βοηθού της Φλώρας, όταν στριφογυρίζει ταχυδακτυλουργικά τους πολύχρωμους σπάγκους της με τις λαστιχένιες μπάλες, ένα αυτοσχέδιο σύστημα, όπως θα μάθουμε, για να στέλνει από απόσταση κωδικοποιημένα μηνύματα στους «μυημένους»· το πλήθος που κατεβαίνει με αινιγματική έκφραση στην κηδεία της Στέλλας, μια πομπή που παραλληλίζεται πολύ όμορφα με την, αναλυμένη από τον δάσκαλο λίγες μέρες πριν, απεικόνιση της πομπής των Παναθηναίων στη ζωφόρο του Παρθενώνα, η εκπληκτική σκηνή όπου σε μια διαδήλωση δεξιών νοικοκυραίων κατά της τρομοκρατίας παρεισφρέουν αριστεροί, που τους αντιπαρατίθενται φωνάζοντας το ίδιο σύνθημα, «η τρομοκρατία δεν θα περάσει», αλλά με εντελώς διαφορετικό ηχόχρωμα, που αναδεικνύει την αβυσσαλέα διαφορά ιστορικών βιωμάτων και πολιτικής κουλτούρας των δύο παρατάξεων.
Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Βιβλιοδρόμιο», Τα Νέα, 10.03.07
Στην εφημ. Το Βήμα της Κυριακής
…Το βιβλίο θα μπορούσε να λέγεται και O Αρχαίος Θυμός, αν δεν προϋπήρχε η Αρχαία Σκουριά της Μάρως Δούκα. Αντιγράφω: «Δεν υπάρχει άλλος λαός που μπορεί να καταλάβει (πόσο μάλλον να αισθανθεί) την πικρή ηδονή αυτού του συλλογικού καημού, τον καταπιεσμένο θυμό που τρέφουν αυτοί οι νοσταλγικοί ρυθμοί, αυτά τα απελπισμένα λόγια της ανεκπλήρωτης αγάπης, αυτές οι λυγμώδεις φωνές της απατημένης γυναίκας-χώρας».
H μανία με την Άνοιξη ολοκληρώνει την πορεία του συγγραφέα στο δύσκολο δρόμο που επέλεξε, περνώντας από τις συμπληγάδες του Τζόυς και του Μπόρχες, για να ξαναβρεί, σαν ανακαινισμένο νόμισμα, το χρυσάφι του Μπαλζάκ.
Ένα συναρπαστικό πολιτικό θρίλερ, μια ανατομία του τόπου αυτού που λέγεται Ελλάς, και που ελπίζω να ανοίξει έναν ευρύ διάλογο στο αναγνωστικό κοινό μια που διαπραγματεύεται τη νεότερη ιστορία μας από τον Κολοκοτρώνη – Μαρίνο Αντύπα – Άρη Βελουχιώτη μέχρι τον Κουφοντίνα.
Βασίλης Βασιλικός, εφημ. Το Βήμα, 19.11.06
…Όσο για την δόμηση της αφήγησης, εδώ ο συγγραφέας μας κλείνει το μάτι. Σαρωτικά μοντεριστής στην αρχή, απλώνει παραληρηματικά τον "αρχαίο θυμό" μέσα στις πρώτες σελίδες, κι όταν ο αναγνώστης έχει εξοικειωθεί με το ύφος, με μια αφηγηματική μαχαιριά, βάζει το τρένο στις ράγες και το κινεί μέσα από τις πεδιάδες και τα βουνά του ρεαλισμού, περνώντας στο διάβα του από σκοτεινά τούνελ, όπου η αφήγηση, μεσα από παρεκβατικά αποσπάσματα, ξαναβρίσκει την αρχική της "απείθεια" σχολιάζοντας έτσι (ή καλύτερα, πενθώντας), μέσα από την υφολογική παρέκκλιση, την αγριότητα ενός κόσμου όπου το φαίνεσθαι υπερισχύει του είναι.
Ένα πολυεπίπεδο, βαθύ και απολαυστικό ανάγνωσμα.
Αλέξης Σταμάτης, εφημ. Το Έθνος, 13.12.2006.
Εδώ όλο το άρθρο | |
File Size: | 48 kb |
File Type: |
Νεότερες επισημάνσεις της κριτικής
(μετά τη δεύτερη έκδοση)
(μετά τη δεύτερη έκδοση)
Στο περ. Εντευκτήριο
…Η μανία με την Άνοιξη είναι, κατά τη γνώμη μου, από τα πιο αξιόλογα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων. Αφενός, γοητεύει και κερδίζει η «συνομιλία» του Α. Μαραγκόπουλου με την όψιμη Χαμένη Άνοιξη του Στρ. Τσίρκα· και αφετέρου, ο νεότερος συγγραφέας κατορθώνει να μυθοποιήσει πειστικά όψεις από την Ελλάδα των τελευταίων χρόνων και να ασκήσει μέσω του Σανιδόπουλου δριμεία κριτική στη «βολεμένη Ελλαδίτσα» και στον κακόμοιρο Έλληνα της μικροκομπίνας και της διάψευσης. Πάνω απ’ όλα, όμως, έχουμε να κάνουμε με ένα πολιτικό μυθιστόρημα, που επικεντρώνεται στον «εμφύλιο θυμό», στα εθνικά και πολιτικά αδιέξοδα του σύγχρονου Έλληνα, καθώς αυτός βρίσκεται σε διαρκή αναμέτρηση με εφιάλτες του πρόσφατου παρελθόντος και με προβλήματα του ιστορικού παρόντος. Έχω την αίσθηση ότι ο Α. Μαραγκόπουλος κατόρθωσε να κερδίσει το απαραίτητο στοίχημα της αληθοφάνειας και να αποδώσει μέσω της μυθοπλασίας τη «μανία με την Άνοιξη» και παράλληλα τη «χαμένη Άνοιξη» της γενιάς του, της «ανώφελης» ή σπαταλημένης γενιάς της Φλώρας (της δικτατορίας) αλλά και του Σανιδόπουλου (της μεταπολίτευσης).
Λευτέρης Παπαλεοντίου, περ. Εντευκτήριο, τ. 86, 07-09.2009
Στο περιοδικό Διαβάζω
…Το μυθιστόρημα αυτό επανεκδίδεται, από τις εκδόσεις Τόπος, και φαντάζομαι όχι τυχαία αφού στην πρώτη έκδοσή του, πριν λίγα χρόνια, είχε κάνει αίσθηση με την καινοτομική του πρόταση να έχει ως ηρωίδα μια άλλη ηρωίδα, ενός άλλου συγγραφέα. Ευκαιρία, λοιπόν, να ξαναδούμε τη δύναμή του. Στη Μανία… παρακολουθούμε την εξέλιξη της Φλώρας, ηρωίδας του Τσίρκα στη Χαμένη Άνοιξη και μαζί της έναν κόσμο παλιών και νέων αριστερών που με φόντο και πρόσχημα τις διακοπές σε ένα νησί του Αιγαίου Πελάγους θα βρουν αφορμή να ξαναθέσουν τα βασικά αιτήματα της αριστεράς, αλλά και να διαφωνήσουν στον τρόπο επίτευξής τους. Ο συγγραφέας σχολιάζει το κενό ταυτότητας που άφησε ο Εμφύλιος Πόλεμος στη χώρα μας, αλλά και την αδυναμία να ξεπεραστούν τα τραύματά του. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα η εμφάνιση μιας φαινομενικά ανεξήγητης τρομοκρατικής οργάνωσης με τη σιωπηλή αποδοχή των πολλών.
Γ.Ν., Διαβάζω, τεύχος 497, Ιούνιος 2009
Στο περιοδικό SOUL
…Ανάμεσα στα περισσότερα από δέκα βιβλία που έχει υπογράψει έως σήμερα ο Άρης Μαραγκόπουλος, θαρρώ πως η αναθεωρημένη πλέον Μανία με την Άνοιξη έχει ξεχωριστή θέση. Ελάχιστα κείμενα Ελλήνων έχουν προσεγγίσει με τέτοια ωριμότητα και οξυδέρκεια τα ζητήματα του ένοπλου αγώνα και της τρομοκρατίας, όπως το κάνει εδώ ο συγγραφέας και επικεφαλής της λογοτεχνικής σειράς του Τόπου. Πρωτότυπος στη γραφή του και τολμητίας στις θέσεις του, ο Μαραγκόπουλος σκαλίζει εδώ την ιστορία μιας «παλιάς γνώριμης»: της Φλώρας, της γυναίκας που ενέπνευσε τη Χαμένη Άνοιξη του Τσίρκα. Κοντά στα 60 της πλέον, παρουσιάζεται, ποιητική αδεία, να έχει δημιουργήσει μια κοινωνική κατάσταση που παραπέμπει σε… σοβιέτ, σε ένα νησί, που δεν κατονομάζεται και που στη Χώρα του τα μαγαζιά ανοίγουν κατά τα μεσάνυχτα. Ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει χαρακτηριστικά στον πρόλογο: «Η μανία με την Άνοιξη είναι λοιπόν η ιστορία όλων εκείνων που επιμένουν να προσδοκούν μια Άνοιξη παρά και ενάντια στους δύστροπους καιρούς: από τους γλύπτες της ζωοφόρου στον Παρθενώνα έως τον Αριστίντ Μαγιόλ, από τον Μαρξ έως τον Μάη του ’68, από τη φρικτή δεκαετία του ’50 με τον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη έως τη φρικτή δεκαετία του ’60 με τον Πέτρουλα και τον Τσίρκα και έως εμάς σήμερα: τους πρωταγωνιστές, κομπάρσους και θεατές του σκοτεινού Δεκέμβρη του 2008 –που τον θυμό του δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και δεν ξεχνάμε». Σαν να γράφτηκε χθες.
Θανάσης Μήνας, SOUL, Ιούλιος 2009
…Η μανία με την Άνοιξη είναι, κατά τη γνώμη μου, από τα πιο αξιόλογα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων. Αφενός, γοητεύει και κερδίζει η «συνομιλία» του Α. Μαραγκόπουλου με την όψιμη Χαμένη Άνοιξη του Στρ. Τσίρκα· και αφετέρου, ο νεότερος συγγραφέας κατορθώνει να μυθοποιήσει πειστικά όψεις από την Ελλάδα των τελευταίων χρόνων και να ασκήσει μέσω του Σανιδόπουλου δριμεία κριτική στη «βολεμένη Ελλαδίτσα» και στον κακόμοιρο Έλληνα της μικροκομπίνας και της διάψευσης. Πάνω απ’ όλα, όμως, έχουμε να κάνουμε με ένα πολιτικό μυθιστόρημα, που επικεντρώνεται στον «εμφύλιο θυμό», στα εθνικά και πολιτικά αδιέξοδα του σύγχρονου Έλληνα, καθώς αυτός βρίσκεται σε διαρκή αναμέτρηση με εφιάλτες του πρόσφατου παρελθόντος και με προβλήματα του ιστορικού παρόντος. Έχω την αίσθηση ότι ο Α. Μαραγκόπουλος κατόρθωσε να κερδίσει το απαραίτητο στοίχημα της αληθοφάνειας και να αποδώσει μέσω της μυθοπλασίας τη «μανία με την Άνοιξη» και παράλληλα τη «χαμένη Άνοιξη» της γενιάς του, της «ανώφελης» ή σπαταλημένης γενιάς της Φλώρας (της δικτατορίας) αλλά και του Σανιδόπουλου (της μεταπολίτευσης).
Λευτέρης Παπαλεοντίου, περ. Εντευκτήριο, τ. 86, 07-09.2009
Στο περιοδικό Διαβάζω
…Το μυθιστόρημα αυτό επανεκδίδεται, από τις εκδόσεις Τόπος, και φαντάζομαι όχι τυχαία αφού στην πρώτη έκδοσή του, πριν λίγα χρόνια, είχε κάνει αίσθηση με την καινοτομική του πρόταση να έχει ως ηρωίδα μια άλλη ηρωίδα, ενός άλλου συγγραφέα. Ευκαιρία, λοιπόν, να ξαναδούμε τη δύναμή του. Στη Μανία… παρακολουθούμε την εξέλιξη της Φλώρας, ηρωίδας του Τσίρκα στη Χαμένη Άνοιξη και μαζί της έναν κόσμο παλιών και νέων αριστερών που με φόντο και πρόσχημα τις διακοπές σε ένα νησί του Αιγαίου Πελάγους θα βρουν αφορμή να ξαναθέσουν τα βασικά αιτήματα της αριστεράς, αλλά και να διαφωνήσουν στον τρόπο επίτευξής τους. Ο συγγραφέας σχολιάζει το κενό ταυτότητας που άφησε ο Εμφύλιος Πόλεμος στη χώρα μας, αλλά και την αδυναμία να ξεπεραστούν τα τραύματά του. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα η εμφάνιση μιας φαινομενικά ανεξήγητης τρομοκρατικής οργάνωσης με τη σιωπηλή αποδοχή των πολλών.
Γ.Ν., Διαβάζω, τεύχος 497, Ιούνιος 2009
Στο περιοδικό SOUL
…Ανάμεσα στα περισσότερα από δέκα βιβλία που έχει υπογράψει έως σήμερα ο Άρης Μαραγκόπουλος, θαρρώ πως η αναθεωρημένη πλέον Μανία με την Άνοιξη έχει ξεχωριστή θέση. Ελάχιστα κείμενα Ελλήνων έχουν προσεγγίσει με τέτοια ωριμότητα και οξυδέρκεια τα ζητήματα του ένοπλου αγώνα και της τρομοκρατίας, όπως το κάνει εδώ ο συγγραφέας και επικεφαλής της λογοτεχνικής σειράς του Τόπου. Πρωτότυπος στη γραφή του και τολμητίας στις θέσεις του, ο Μαραγκόπουλος σκαλίζει εδώ την ιστορία μιας «παλιάς γνώριμης»: της Φλώρας, της γυναίκας που ενέπνευσε τη Χαμένη Άνοιξη του Τσίρκα. Κοντά στα 60 της πλέον, παρουσιάζεται, ποιητική αδεία, να έχει δημιουργήσει μια κοινωνική κατάσταση που παραπέμπει σε… σοβιέτ, σε ένα νησί, που δεν κατονομάζεται και που στη Χώρα του τα μαγαζιά ανοίγουν κατά τα μεσάνυχτα. Ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει χαρακτηριστικά στον πρόλογο: «Η μανία με την Άνοιξη είναι λοιπόν η ιστορία όλων εκείνων που επιμένουν να προσδοκούν μια Άνοιξη παρά και ενάντια στους δύστροπους καιρούς: από τους γλύπτες της ζωοφόρου στον Παρθενώνα έως τον Αριστίντ Μαγιόλ, από τον Μαρξ έως τον Μάη του ’68, από τη φρικτή δεκαετία του ’50 με τον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη έως τη φρικτή δεκαετία του ’60 με τον Πέτρουλα και τον Τσίρκα και έως εμάς σήμερα: τους πρωταγωνιστές, κομπάρσους και θεατές του σκοτεινού Δεκέμβρη του 2008 –που τον θυμό του δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και δεν ξεχνάμε». Σαν να γράφτηκε χθες.
Θανάσης Μήνας, SOUL, Ιούλιος 2009
OΙ ΝΕΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΦΛΩΡΑΣ
(μεταγενέστερες κριτικές επισημάνσεις)
(μεταγενέστερες κριτικές επισημάνσεις)
Είναι μεγάλη χαρά και πηγή διαρκούς έμπνευσης για έναν συγγραφέα να διαπιστώνει ότι ορισμένα βιβλία του διαβάζονται ξανά και ξανά, συζητιούνται, κρίνονται από νέους αναγνώστες. Η Μανία με την Άνοιξη (Α’ εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006, Β’ εκδ. Τόπος 2009) είναι από τα βιβλία εκείνα που δικαιωματικά εντάσσονται σ’ αυτή την κατηγορία της διαρκούς επανανάγνωσης. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι νεότερες αναγνώσεις από ανθρώπους νέους, τόσο από την άποψη της ηλικίας όσο και της κριτικής στάσης, καταφέρνουν να διαβάζουν το βιβλίο ως αυτό που είναι και όχι ως αυτό που θα ήθελαν να είναι. Με άλλα λόγια, δίχως τα μυωπικά γυαλιά της κυρίαρχης άτολμης και βαριεστισμένης κριτικής.
Το 2016 η κ. Βασιλική Πέτσα στον τόμο Όταν γράφει το μολύβι: Πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία (εκδ. Πόλις) αφιέρωσε αρκετές σελίδες (128-145) σε μια προσπάθεια να διερευνήσει το διά της λογοτεχνικής οδού πολιτικό υπόστρωμα του βιβλίου. Ιδού ένα δείγμα της κριτικής της ανάγνωσης (σ. 38-39): «…Στη Μανία με την Άνοιξη του Άρη Μαραγκόπουλου, υλοποιείται μια πολυδιάστατη και ιστορικά προσδιορισμένη πραγμάτευση του φαινομένου της πολιτικής βίας, που περιλαμβάνει τη διερεύνηση των ιστορικών του αιτίων, των ιδεολογικών του ερεισμάτων, την εξέταση των κοινωνικών στάσεων απέναντι στη βία στο πλαίσιο τόσο θεωρητικών συζητήσεων, όσο και της βιωμένης εμπειρίας, την αναζήτηση εναλλακτικής κατεύθυνσης σε πολιτικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Η προοπτική ανάδυσης μιας νέας εξεγερσιακής δυναμικής, ενσαρκώσεις της οποίας αποτελούν τα δύο νεαρά κορίτσια που πρωταγωνιστούν, προϋποθέτει την υπέρβαση της μελαγχολικής προσκόλλησης στα τραύματα του παρελθόντος, τη μετατροπή της μνησικακίας σε γνήσιο πολιτικό αίτημα και τη σύνδεση των σημερινών διεκδικήσεων με την ιστορική παράδοση των μαχητικών αγώνων. Η διαλεκτική αντιπαράθεση ή σύνδεση παρόντος και παρελθόντος δημιουργεί ένα πεδίο συμβαντικό, στο οποίο δύναται να εκδηλωθεί το απρόβλεπτο ως έκφανση του καινούργιου στο πεδίο της πολιτικής.»
Τον Νοέμβρη του 2017 η κ. Μαρία Ρήγα σε ένα προσεκτικό σημείωμά της εδώ ανέδειξε με εντυπωσιακό τρόπο τον ρόλο και τη λειτουργία της κεντρικής ηρωίδας της Φλώρας, σε σύγκριση μάλιστα με την κυρίαρχη ηρωίδα του Τσίρκα στη Χαμένη Άνοιξη. Ιδού δύο ενδιαφέροντα σημεία από τη δική της συγκριτική ανάγνωση, το πρώτο ως προς τη Φλώρα του Τσίρκα: «…Η κοινωνία δεν είναι έτοιμη για μια Φλώρα. Ακόμα και ο Αντρέας, σύντροφος που επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από χρόνια στη Σοβιετική Ένωση βιάζεται να την περιορίσει και να την βάλει σε καλούπι πριν καν προλάβει να τη γευτεί. Σε όλο το βιβλίο ένιωθα ότι η Φλώρα πρέπει να φύγει από αυτή τη πόλη που πνίγεται μέσα στα ίδια της απωθημένα, είτε αυτά είναι ηθικά, σεξουαλικά είτε πολιτικά. Η Φλώρα στα μάτια μου αντιπροσωπεύει την χαμένη άνοιξη.» Ως προς τη νεότερη Φλώρα: «…Στο βιβλίο του Μαραγκόπουλου η Φλώρα πλέον έχει αποκτήσει δύναμη, ωριμότητα και ελευθερία. […] Η Φλώρα ώριμη πλέον και σεξουαλικά συνειδητοποιημένη σωματοποιεί τη ζωή ως δύναμη και ως βία. Η ωμή βία, η πρωτόγονη απόλαυση πέρα από περιορισμούς, η ένταση της τιμωρίας πέρα από ηθική. Η Φλώρα πέρα από κάθε ηλικία, γλυκιά, αιώνια, άφθαρτη και ανίκητη. Η ζωή που χτυπά χωρίς αριστοτελικές μεσότητες. Το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό. Η δύναμη που παλεύει να δημιουργήσει μια νέα ζωή, μέσα από το παράδοξο της απαξίωσης της. Η Φλώρα θα νικηθεί μόνο μέσα από την κοινωνική απόρριψη. Όσο έχει τον κόσμο μαζί της δεν είναι μια απλή θνητή.»
Πριν λίγες ημέρες πάλι (Μάρτιος 2018), στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ο Αναγνώστης, παρατίθεται μια νεότερη ανάγνωση (από τον κ. Νικόλα Καλόγηρο) που δοκιμάζει να εντοπίσει τη διακειμενική λειτουργία ανάμεσα στα δύο βιβλία, στις δύο Ανοίξεις, στις δύο Φλώρες, στις δύο αφηγήσεις. Ένα απόσπασμα και από αυτή την κριτική: «…Οι τεχνικές του λογοτεχνικού bricolage που μετέρχεται ο συγγραφέας με τρόπο εντούτοις ρεαλιστικό, το παιχνίδι των αναλογιών όπου η παραφθαρμένη λογοτεχνική μνήμη του opus minor (όπως τόσο άστοχα έχει φευ χαρακτηριστεί) του Στρατή Τσίρκα που στροβιλίζει τους χαρακτήρες, αναδιανέμει κειμενικά συμφραζόμενα, επανανοηματοδοτεί συγκεκριμένες φράσεις/εδάφια και αναδιατάσσει ριζικά τα πιόνια στην πεζογραφική σκακιέρα είναι δηλωτικά της ευγένειας με βάση την οποία προσεγγίζονται οι πρώτες του ύλες της γραφής. Το γεγονός δε, ότι η Χαμένη Άνοιξη διαβάζεται ως μυθιστόρημα μέσα στο βιβλίο από τη Μαρία (και το ότι αναφέρονται ρητά οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου) προσθέτει περαιτέρω στοιχεία μιας λογοτεχνικής μετα-γλώσσας, ένα είδος inception στο στυλ της μοσχοβίτικης μπάμπουσκας που περικλείει και περικλείεται ταυτόχρονα κι εξακολουθητικά, αντιλαλώντας τον συγκλονιστικό τρόπο του Πόε να αναρωτιέται για το αν όλα όσα βλέπουμε είναι «όνειρο μέσα σε όνειρο».
Το 2016 η κ. Βασιλική Πέτσα στον τόμο Όταν γράφει το μολύβι: Πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία (εκδ. Πόλις) αφιέρωσε αρκετές σελίδες (128-145) σε μια προσπάθεια να διερευνήσει το διά της λογοτεχνικής οδού πολιτικό υπόστρωμα του βιβλίου. Ιδού ένα δείγμα της κριτικής της ανάγνωσης (σ. 38-39): «…Στη Μανία με την Άνοιξη του Άρη Μαραγκόπουλου, υλοποιείται μια πολυδιάστατη και ιστορικά προσδιορισμένη πραγμάτευση του φαινομένου της πολιτικής βίας, που περιλαμβάνει τη διερεύνηση των ιστορικών του αιτίων, των ιδεολογικών του ερεισμάτων, την εξέταση των κοινωνικών στάσεων απέναντι στη βία στο πλαίσιο τόσο θεωρητικών συζητήσεων, όσο και της βιωμένης εμπειρίας, την αναζήτηση εναλλακτικής κατεύθυνσης σε πολιτικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Η προοπτική ανάδυσης μιας νέας εξεγερσιακής δυναμικής, ενσαρκώσεις της οποίας αποτελούν τα δύο νεαρά κορίτσια που πρωταγωνιστούν, προϋποθέτει την υπέρβαση της μελαγχολικής προσκόλλησης στα τραύματα του παρελθόντος, τη μετατροπή της μνησικακίας σε γνήσιο πολιτικό αίτημα και τη σύνδεση των σημερινών διεκδικήσεων με την ιστορική παράδοση των μαχητικών αγώνων. Η διαλεκτική αντιπαράθεση ή σύνδεση παρόντος και παρελθόντος δημιουργεί ένα πεδίο συμβαντικό, στο οποίο δύναται να εκδηλωθεί το απρόβλεπτο ως έκφανση του καινούργιου στο πεδίο της πολιτικής.»
Τον Νοέμβρη του 2017 η κ. Μαρία Ρήγα σε ένα προσεκτικό σημείωμά της εδώ ανέδειξε με εντυπωσιακό τρόπο τον ρόλο και τη λειτουργία της κεντρικής ηρωίδας της Φλώρας, σε σύγκριση μάλιστα με την κυρίαρχη ηρωίδα του Τσίρκα στη Χαμένη Άνοιξη. Ιδού δύο ενδιαφέροντα σημεία από τη δική της συγκριτική ανάγνωση, το πρώτο ως προς τη Φλώρα του Τσίρκα: «…Η κοινωνία δεν είναι έτοιμη για μια Φλώρα. Ακόμα και ο Αντρέας, σύντροφος που επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από χρόνια στη Σοβιετική Ένωση βιάζεται να την περιορίσει και να την βάλει σε καλούπι πριν καν προλάβει να τη γευτεί. Σε όλο το βιβλίο ένιωθα ότι η Φλώρα πρέπει να φύγει από αυτή τη πόλη που πνίγεται μέσα στα ίδια της απωθημένα, είτε αυτά είναι ηθικά, σεξουαλικά είτε πολιτικά. Η Φλώρα στα μάτια μου αντιπροσωπεύει την χαμένη άνοιξη.» Ως προς τη νεότερη Φλώρα: «…Στο βιβλίο του Μαραγκόπουλου η Φλώρα πλέον έχει αποκτήσει δύναμη, ωριμότητα και ελευθερία. […] Η Φλώρα ώριμη πλέον και σεξουαλικά συνειδητοποιημένη σωματοποιεί τη ζωή ως δύναμη και ως βία. Η ωμή βία, η πρωτόγονη απόλαυση πέρα από περιορισμούς, η ένταση της τιμωρίας πέρα από ηθική. Η Φλώρα πέρα από κάθε ηλικία, γλυκιά, αιώνια, άφθαρτη και ανίκητη. Η ζωή που χτυπά χωρίς αριστοτελικές μεσότητες. Το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό. Η δύναμη που παλεύει να δημιουργήσει μια νέα ζωή, μέσα από το παράδοξο της απαξίωσης της. Η Φλώρα θα νικηθεί μόνο μέσα από την κοινωνική απόρριψη. Όσο έχει τον κόσμο μαζί της δεν είναι μια απλή θνητή.»
Πριν λίγες ημέρες πάλι (Μάρτιος 2018), στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ο Αναγνώστης, παρατίθεται μια νεότερη ανάγνωση (από τον κ. Νικόλα Καλόγηρο) που δοκιμάζει να εντοπίσει τη διακειμενική λειτουργία ανάμεσα στα δύο βιβλία, στις δύο Ανοίξεις, στις δύο Φλώρες, στις δύο αφηγήσεις. Ένα απόσπασμα και από αυτή την κριτική: «…Οι τεχνικές του λογοτεχνικού bricolage που μετέρχεται ο συγγραφέας με τρόπο εντούτοις ρεαλιστικό, το παιχνίδι των αναλογιών όπου η παραφθαρμένη λογοτεχνική μνήμη του opus minor (όπως τόσο άστοχα έχει φευ χαρακτηριστεί) του Στρατή Τσίρκα που στροβιλίζει τους χαρακτήρες, αναδιανέμει κειμενικά συμφραζόμενα, επανανοηματοδοτεί συγκεκριμένες φράσεις/εδάφια και αναδιατάσσει ριζικά τα πιόνια στην πεζογραφική σκακιέρα είναι δηλωτικά της ευγένειας με βάση την οποία προσεγγίζονται οι πρώτες του ύλες της γραφής. Το γεγονός δε, ότι η Χαμένη Άνοιξη διαβάζεται ως μυθιστόρημα μέσα στο βιβλίο από τη Μαρία (και το ότι αναφέρονται ρητά οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου) προσθέτει περαιτέρω στοιχεία μιας λογοτεχνικής μετα-γλώσσας, ένα είδος inception στο στυλ της μοσχοβίτικης μπάμπουσκας που περικλείει και περικλείεται ταυτόχρονα κι εξακολουθητικά, αντιλαλώντας τον συγκλονιστικό τρόπο του Πόε να αναρωτιέται για το αν όλα όσα βλέπουμε είναι «όνειρο μέσα σε όνειρο».
Εδώ κατεβάζετε ολόκληρη την κριτική του Νικόλα Καλόγηρου.
|
|